analyst
Όταν καταστρέφει κανείς τα θεμέλια ενός σπιτιού αντί να το επισκευάσει, προειδοποιώντας στη συνέχεια το δύστυχο ιδιοκτήτη για το ότι υπάρχει κίνδυνος κατάρρευσης του, πρέπει να είναι τουλάχιστον θρασύς – η ανάγκη αναπτυξιακών μέτρων
Είναι προφανές πως η αποχώρηση του ΔΝΤ από τις συζητήσεις των Βρυξελών οφείλεται στην άρνηση του να συμμετέχει σε μία ενδεχόμενη διαγραφή του ελληνικού χρέους, την οποία όμως το ίδιο προτείνει – επιθυμώντας να ισχύει μόνο για τους άλλους.
Αν και έχει λοιπόν δίκιο στο θέμα της διαγραφής, η οποία δεν ήταν καθόλου απαραίτητη έως τις αρχές του Φθινοπώρου του 2014 (όπου τόσο η Ευρώπη, αρνούμενη να τηρήσει τις υποσχέσεις της για επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του χρέους, όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση με τις πρόωρες εκλογές «τράβηξαν το χαλί» κάτω από τα πόδια της κυβέρνησης), θεωρεί πως πρέπει να την υποστούν μόνο οι χώρες της Ευρωζώνης – κάτι που απαιτεί πιθανότατα και η ΕΚΤ, η οποία επιμένει δυστυχώς στην πληρωμή των ομολόγων του Ιουλίου και Αυγούστου ως έχουν, παρά το ότι τα αγόρασε κατά 40% φθηνότερα, ενώ δεν υπέστησαν διαγραφή στα πλαίσια του PSI.
Ένας δεύτερος λόγος, για τον οποίο επέλεξε το ΔΝΤ την αποχώρηση του, με την έωλη αιτιολογία του προσβεβλημένου, είναι η ολοκληρωτική αποτυχία του προγράμματος που επέβαλλε στην Ελλάδα - τωνδιπλών μνημονίων δηλαδή, όπου οι συντελεστές ήταν λανθασμένοι, οι προβλέψεις του επίσης κοκ. Το γεγονός αυτό δεν είναι φυσικά ότι καλύτερο για την αξιοπιστία του – ενώ η διοίκηση του έχει εύλογα τοποθετηθεί στο στόχαστρο των χωρών που εκπροσωπούνται στη γενική συνέλευση του.
Στα πλαίσια αυτά, η μη συμφωνία με την ελληνική κυβέρνηση στο θέμα του ασφαλιστικού αποτελεί μάλλον μία δικαιολογία. Ένας οργανισμός (ΔΝΤ) που κατέστρεψε την οικονομία της χώρας μας, παράγοντας 1.500.000 ανέργους και εκατοντάδες χιλιάδες χρεοκοπημένες επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι δαπάνες (επιδόματα ανεργίας), καθώς επίσης να καταρρεύσουν οι ασφαλιστικές εισφορές, παράλληλα με τον περιορισμό τους λόγω της μείωσης των μισθών, δεν μπορεί να ισχυρίζεται πως υπάρχει πρόβλημα ασφαλιστικού – αφού ο ίδιος το προκάλεσε με τα παραπάνω, καθώς επίσης με τη διαγραφή των αποθεματικών των ταμείων.
Με απλά λόγια, όταν καταστρέφει κανείς τα θεμέλια ενός σπιτιού αντί να το επισκευάσει, προειδοποιώντας στη συνέχεια το δύστυχο ιδιοκτήτη για το ότι υπάρχει κίνδυνος κατάρρευσης του, πρέπει να είναι τουλάχιστον θρασύς – κάτι που φυσικά γνωρίζει πολύ καλά το ΔΝΤ, επιλέγοντας τη δήθεν υπερήφανη αποχώρηση του προσβεβλημένου, όπως συνηθίζεται στις περιπτώσεις μίας ολοφάνερης, βαριάς αποτυχίας.
Από την άλλη πλευρά, ασφαλώς δεν γνωρίζει κανείς τι θα συμβεί στο μέλλον, αφού τα χρονικά περιθώρια που έχει στη διάθεση της η κυβέρνηση τελειώνουν – ενώ φαίνεται πως δεν μπορεί να τηρήσει τη βασική της προεκλογική δέσμευση: το ότι έχει την ικανότητα να διαπραγματευθεί σωστά με τους δανειστές της χώρας, επιτυγχάνοντας ένα πολύ καλύτερο αποτέλεσμα, το οποίο να συμπεριλαμβάνει την ονομαστική διαγραφή του χρέους.
Ολοκληρώνοντας, εύλογα δεν επιθυμεί κανείς τη ρήξη με τους Ευρωπαίους (άρθρο), ενώ λογικά όλοι φοβούνται την άτακτη χρεοκοπία, η οποία φαίνεται να πλησιάζει επικίνδυνα – με τη χώρα να συνεχίζει να ακολουθεί τον οδυνηρό δρόμο της Αργεντινής. Δυστυχώς δε, στην επόμενη γωνία του δρόμου αυτού διαγράφεται το παράλληλο νόμισμα και ο έλεγχος της διακίνησης των κεφαλαίων – τα οποία οδήγησαν τη χώρα της Λατινικής Αμερικής στη χρεοκοπία, μετά την τρομοκρατημένη απομάκρυνση της κυβέρνησης της.
Ανεξάρτητα τώρα από τα παραπάνω, τα οποία ελπίζουμε να μην οδηγήσουν την Ελλάδα στο χάος, όπως την Αργεντινή το 2001, υπενθυμίζουμε τα εξής από προηγούμενο κείμενο:
.
Η λύση του προβλήματος
Είναι προφανές ότι, οι διαπραγματεύσεις με τους δανειστές της Ελλάδας ευρίσκονται σε ένα εξαιρετικά κρίσιμο και επικίνδυνο σημείο – αφού το παραμικρό λάθος θα μπορούσε να προκαλέσει ένα ατύχημα, ανοίγοντας τους Ασκούς του Αιόλου για την Ελλάδα, την ΕΕ και τον πλανήτη.
Το ΔΝΤ φαίνεται αποφασισμένο να αποχωρήσει από τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα διάσωσης, η ελληνική οικονομία βυθίζεται ξανά στην ύφεση, τα ελλείμματα μάλλον επιστρέφουν δριμύτερα, ενώ η κοινωνία είναι πλέον εξουθενωμένη, μετά από τα συνεχή «βασανιστήρια» των τελευταίων πέντε ετών – κάτι που δεν μπορεί να αποκλείσει την εξέγερση της, παρά το ότι δεν φαίνεται κανένα ανάλογο «σημάδι» στον ορίζοντα.
Συνεχίζοντας, η βασική διαφορά της Ελλάδας με τις υπόλοιπες χώρες της κρίσης, όπως η Ιρλανδία, η Ισπανία και η Πορτογαλία, καθώς επίσης με όλες όσες έλαβαν στο παρελθόν δάνεια εκ μέρους του ΔΝΤ, είναι οι εξαγωγές – οι οποίες συνήθως αυξάνονται, είτε λόγω της εξωτερικής υποτίμησης (μείωση της ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος), είτε λόγω της εσωτερικής υποτίμησης που εφαρμόζεται, εξισορροπώντας τα άλλα μέτρα.
Όπως έχουμε αναλύσει δε, οι μικρές χώρες δεν έχουν την πολυτέλεια των μεγάλων να επιλύουν εσωτερικά τα οικονομικά τους προβλήματα (άρθρο) – οπότε υπάρχει μόνο ο δρόμος των εξαγωγών.
Το κλειδί λοιπόν της αποφυγής της παγίδας λιτότητας, στην οποία έχει γκρεμιστεί η Ελλάδα, είναι οι εξαγωγές – όπου η αύξηση τους το τελευταίο χρονικό διάστημα είναι πλασματική, ουτοπική, αφού στηρίζεται κυρίως στις πωλήσεις πετρελαϊκών προϊόντων, ενώ η Ελλάδα δεν παράγει πετρέλαιο. Απλούστατα επειδή τα διυλιστήρια, τα οποία εισάγουν πετρέλαιο, έχουν σημαντικά παραγωγικά πλεονάσματα, εξάγουν διάφορα υποπροϊόντα του – με κέρδος μικρότερο του 5%, ωφελώντας ελάχιστα την ελληνική οικονομία.
Από την άλλη πλευρά, τα έσοδα από τη ναυτιλία, από το μεγαλύτερο εξαγωγικό κλάδο της Ελλάδας δηλαδή, προσφέρουν επίσης ελάχιστα στην οικονομία – αφού οι επιχειρήσεις αυτού του είδους πληρώνουν πολύ μικρούς φόρους, ενώ απασχολούν πολύ λίγους Έλληνες, επιλέγοντας εργαζομένους από τις χώρες φθηνού μισθολογικού κόστους. Όσον αφορά τη βιομηχανία, τα επεξεργασμένα προϊόντα που εξάγονται αποτελούν ένα πολύ μικρό μέρος των συνολικών.
Ουσιαστικά λοιπόν, εάν προσμετρήσει κανείς το πραγματικό μέγεθος των εξαγωγών, θα διαπιστώσει πως είναι της τάξης του 12% του ΑΕΠ (περί τα 22 δις €), αν και τοποθετούνται στα 37 δις $ ή πάνω από 30 δις € επίσημα – πολύ λίγες σε κάθε περίπτωση για μία χώρα όπως η Ελλάδα, συγκρινόμενες με την Ιρλανδία (πίνακας)
.
Πηγή: CIA fact book
.
Αν και η εξέλιξη των εξαγωγών μας λοιπόν εμφανίζεται καλύτερη από αυτήν της Ιρλανδίας, το ύψος τους είναι ουσιαστικά αμελητέο – τονίζοντας το μέγεθος του προβλήματος μας.
Στα πλαίσια αυτά, εάν προσθέσει κανείς πως το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας το 2008 ήταν της τάξης του 13% του ΑΕΠ, έχοντας μηδενισθεί σήμερα, θα διαπιστώσει πως η μείωση του δεν στηρίχθηκε στην αύξηση των εξαγωγών, αλλά στον περιορισμό των εισαγωγών.
Έτσι, θα κατανοήσει πως η μειωμένη ζήτηση δεν ισορροπήθηκε από την αύξηση των εξαγωγών (όφειλαν να διπλασιαστούν τουλάχιστον) – με αποτέλεσμα να βυθιστεί η χώρα σε μία πρωτοφανή ύφεση για περίοδο ειρήνης, να κλιμακωθεί η ανεργία κοκ.
Όπως συμπεραίνεται λοιπόν από τα παραπάνω, το βασικό πρόβλημα της χώρας μας είναι οι μικρές της εξαγωγές - οι οποίες «απαλύνονται» σε κάποιο βαθμό από τον τουρισμό, αλλά όχι από τη ναυτιλία, η οποία δεν προσφέρει σημαντικά έσοδα στην ελληνική οικονομία.
Με δεδομένη όμως την παραγωγική αδυναμία της Ελλάδας, οι τουριστικές επιχειρήσεις καλύπτουν τις περισσότερες ανάγκες τους με εισαγόμενα προϊόντα – οπότε ακόμη και η θετική συμβολή του τουρισμού «ξεθωριάζει».
Στα πλαίσια αυτά, το χρηματοδοτικό πακέτο που διαπραγματεύεται η κυβέρνηση με τους δανειστές μας, ακόμη και αν είναι ιδανικό, δεν πρόκειται να βοηθήσει σημαντικά την ελληνική οικονομία – η βιώσιμη διάσωση της οποίας απαιτεί την άμεση επιστροφή της σε πορεία ανάπτυξης, μέσω της αύξησης των εξαγωγών, καθώς επίσης της αναβίωσης του παραγωγικού της ιστού.
Επομένως, ακόμη και αν επιτευχθεί η διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του χρέους, καθώς επίσης η σωστή χρηματοδότηση της οικονομίας μας, η Ελλάδα θα συνεχίσει να έχει προβλήματα – οπότε η κυβέρνηση θα πρέπει να διευρύνει το πεδίο των διαπραγματεύσεων, συμπληρώνοντας το με αναπτυξιακά μέτρα που θα αφορούν τις εξαγωγές και τη βιομηχανία της χώρας.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου