Τρίτη 26 Μαΐου 2015

Oι δημοσκοπήσεις αποκαλύπτουν

Το Ποντίκι


του Σταύρου Χριστακόπουλου

Καθώς η πρώτη – «μικρή» – συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και δανειστών βρίσκεται σε τροχιά κατάληξης, οι προνοητικοί επιχειρούν ήδη να διαγνώσουν την επόμενη μέρα. Ενδεχομένως η τελική – «μεγάλη» – συμφωνία να χρειαστεί κάμποσο καιρό ακόμη, ωστόσο το ξεμπλοκάρισμα της χρηματοδότησης και η άρση της αβεβαιότητας θα δρομολογήσουν εξελίξεις στο πολιτικό σύστημα, των οποίων την πορεία προδιαγράφουν ήδη οι δημοσκοπήσεις και το κοινωνικό κλίμα.
 
Κατ’ αρχάς ας πάρουμε ως δείγμα την τελευταία στη σειρά δημοσκόπηση, αυτήν του Πανεπιστημίου Μακεδονίας για τον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ, η οποία διεξήχθη στη χειρότερη – την πιο πιεστική – πολιτική στιγμή της κυβέρνησης και η οποία δεν δείχνει κάτι πολύ διαφορετικό από αυτές των ιδιωτικών εταιρειών το τελευταίο διάστημα.
 
Με τον κόσμο μπουχτισμένο, την ανησυχία στο κατακόρυφο και την κυβέρνηση να έχει προσγειωθεί από τα εξωπραγματικά επίπεδα δημοφιλίας των πρώτων εβδομάδων μετά τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου, τα ευρήματα είναι εντυπωσιακά.
 
Χαρακτηριστικά στοιχεία της έρευνας ήταν η πτώση της δημοτικότητας του Τσίπρα από το 70% στο 50%, η αρνητική στάση προς τη διαπραγματευτική τακτική έναντι των δανειστών (41%) για πρώτη φορά, η πλειοψηφική γνώμη των ερωτηθέντων ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να μετριάσει τις εξαγγελίες του για να βρεθεί συμφωνία με τους δανειστές (61%) και η αρνητική εκτίμηση για την εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης των νοικοκυριών (47%), με τον δείκτη αισιοδοξίας στο ίδιο ερώτημα να φτάνει μόλις το 10%.
 
Σε αυτήν την έρευνα, η εκτίμηση της πρόθεσης ψήφου αν γίνονταν τώρα εκλογές δίνει στα κόμματα (σε παρένθεση το εκλογικό ποσοστό του Ιανουαρίου):
  • ΣΥΡΙΖΑ 36,5% (36,34%).
  • Ν.Δ. 15,5% (27,81%).
  • Ποτάμι 6% (6,05%).
  • Χρυσή Αυγή 6% (6,28%).
  • ΚΚΕ 4% (5,47%).
  • ΑΝΕΛΛ 3% (4,75%).
  • ΠΑΣΟΚ 3% (4,68%).
  • Άλλο Κόμμα 7,5% (8,62%).
Το εντυπωσιακό ποσοστό των Αναποφάσιστων (18,5%) μας δίνει τα εξής δύο βασικά συμπεράσματα:
 
1  Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού ακόμη και τώρα, στο βαθύ σκοτάδι πριν έρθει το ξημέρωμα της συμφωνίας. Χωρίς απώλειες από το εκλογικό του ποσοστό, χρειάζεται μια συμφωνία χωρίς μεγάλο πολιτικό κόστος για να σταθεροποιηθεί ενδεχομένως σε ακόμη υψηλότερο επίπεδο.
2  Ο βασικός του αντίπαλος, η Ν.Δ., σέρνεται στα όρια της αβεβαιότητας, 12,3% κάτω από το εκλογικό της ποσοστό, με αμφισβητούμενη ηγεσία και με άγνωστο το μέλλον της, αφού τίποτε ξεκάθαρο δεν υπάρχει ως προς τη διαδοχή και τη δυνατότητά της να σταθεί όρθια.
3 Ποτάμι και Χρυσή Αυγή είναι «στα λεφτά τους», ενώ ΚΚΕ, ΑΝΕΛΛ και ΠΑΣΟΚ εμφανίζουν πτώση από τα εκλογικά τους ποσοστά, αν και στα μικρότερα κόμματα οι διακυμάνσεις μεταξύ των διαφόρων δημοσκοπήσεων είναι σημαντικές.
 
Αυτό που δεν αμφισβητείται είναι η σαφέστατη υπεροχή του ΣΥΡΙΖΑ έναντι της Ν.Δ. σε σειρά ερευνών, οι οποίες καταγράφουν την ίδια περίπου εικόνα ανεξαρτήτως της πολιτικής στιγμής και των πολλών διακυμάνσεων που έχει εμφανίσει η διαπραγμάτευση.
 
Με αυτά τα – δημοσκοπικά – δεδομένα ανά χείρας, μπορούμε να διατυπώσουμε τα βασικά πολιτικά ερωτήματα της περιόδου και να προσεγγίσουμε τα στοιχεία που θα κρίνουν τις απαντήσεις:
 
Η κυριαρχία του ΣΥΡΙΖΑ
1 Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να διατηρήσει σε βάθος χρόνου την υπεροχή του;
Σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο – χρονικό βάθος εξαμήνου – το κρίσιμο στοιχείο θα είναι το είδος και η ποιότητα των συμφωνιών με τους δανειστές: της «ενδιάμεσης» και της μεσοπρόθεσμης, η οποία φαίνεται ότι θα είναι τετραετής (για την ακρίβεια 3,5 ετών) και θα καλύπτει το διάστημα έως το τέλος του 2018, οπότε λήγει συνταγματικά η θητεία της κυβέρνησης.
Ο σημερινός έντονος προβληματισμός των ψηφοφόρων πηγάζει από τα σκαμπανεβάσματα της διαπραγμάτευσης και τη χρηματοπιστωτική στενότητα, η οποία έχει αφυδατώσει πλήρως την οικονομία και προκαλεί πλήθος παρενεργειών στην καθημερινότητα των πολιτών.
Η έλευση των δύο συμφωνιών θα επιφέρει κάποια ανακούφιση, αλλά είναι άγνωστο πόσος καιρός θα χρειαστεί για την εξισορρόπηση του τραπεζικού συστήματος και την αποκατάσταση της ροής χρήματος στην αγορά.
Σε μακροπρόθεσμο επίπεδο τα επιμέρους μέτρα και προβλέψεις των συμφωνιών αυτών θα κρίνουν ποιες κοινωνικές ομάδες θα εκτιμήσουν ότι θίγονται και σε ποιον βαθμό. Επίσης η πορεία κρίσιμων επαγγελματικών κλάδων, ικανών να επηρεάσουν τον δείκτη της ανεργίας, η δυνατότητα δημιουργίας θέσεων εργασίας, η προοπτική προώθησης αναπτυξιακών μέτρων ή, αντιθέτως, η συνέχιση της μνημονιακής λιτότητας και η «καθημερινότητα» θα αποτελέσουν τα βασικά κριτήρια της πορείας της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ.
Η εσωτερική κατάσταση του κυβερνώντος κόμματος δεν προϊδεάζει μέχρι στιγμής για μεγάλες αναταράξεις εν όψει της συμφωνίας, ενώ η πλήρης απουσία αξιόπιστης αντιπολίτευσης αποτελεί μεν ασφαλιστική δικλίδα για τη διατήρηση της εξουσίας σε μεσοπρόθεσμη προοπτική, αλλά τα βασικά κριτήρια επιτυχίας ή αποτυχίας κάθε κυβέρνησης είναι πάντα η διακυβέρνηση και τα αποτελέσματά της στην οικονομία και το κοινωνικό σώμα.
Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι η επομένη της διαπραγμάτευσης και της συμφωνίας, που θα εντείνει τις τριβές με κοινωνικές ομάδες και τα συμφέροντά τους, θα παραμείνει ανέφελη. Προφανώς η ποιότητα της διακυβέρνησης θα κρίνει τα πάντα. Αν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛΛ είναι κακή και αποτύχει παταγωδώς, το πολιτικό κενό από την κατάρρευση της αντιπολίτευσης δεν θα διατηρηθεί για πολύ. Προφανώς θα γεμίσει – με τι ακριβώς είναι μια άλλη υπόθεση...

Η δύστηνος μοίρα της Ν.Δ.
2 Μπορεί να ανασυνταχθεί και να ξαναγίνει πόλος εξουσίας η Νέα Δημοκρατία;
Η αξιωματική αντιπολίτευση σε κάποιες δημοσκοπήσεις – όπως αυτή του Πανεπιστημίου Μακεδονίας – βρίσκεται κάτω και από το ποσοστό των αναποφάσιστων! Η πάλαι ποτέ «παράταξη» της Δεξιάς, χωρίς το λούστρο άλλων εποχών, έχει περιοριστεί στο επίπεδο ενός κόμματος που, μετά το 28% του Ιανουαρίου, έχει πάρει την κατιούσα αδυνατώντας να σταθεί ως αντιπολίτευση, και μάλιστα αξιωματική.
Από όποια οπτική και αν δει κάποιος την κατάστασή της, είναι προφανές ότι η παραμονή της σημερινής ηγεσίας της και η αδυναμία εξεύρεσης μιας περισσότερο αξιόπιστης κρατάνε τη Ν.Δ. στον πολιτικό βάλτο και δημιουργούν μια σειρά από εξαιρετικά δυσάρεστα σενάρια, τα οποία εκτείνονται από την απαξίωση έως τη διάσπαση.
Το πρώτο μεγάλο τεστ θα είναι η ψήφιση ή μη της συμφωνίας στην οποία θα καταλήξουν η κυβέρνηση Τσίπρα και οι δανειστές. Η γραμμή Σαμαρά για καταψήφιση φαίνεται να είναι το σημείο καμπής για την αμφισβήτηση του τέως πρωθυπουργού, καθώς όλες οι άλλες πτέρυγες της Ν.Δ. θέλουν να κινηθεί το κόμμα στην οδό της «υπευθυνότητας» και της «στήριξης της χώρας».
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, το πρόβλημα της Ν.Δ. είναι βαθύτερο και ξεπερνάει κατά πολύ τα πρόσωπα και τις επιμέρους στρατηγικές τους. Είναι ζήτημα ιδεολογίας και φυσιογνωμίας και η όποια ηγεσία θα πρέπει να επιδείξει εξαιρετική ικανότητα στη διαχείριση των δύο αυτών παραμέτρων.
Όταν ο Σαμαράς εξελέγη πρόεδρος της Ν.Δ., αλλά και κατά το πρώτο μνημόνιο, διατηρούσε τα χαρακτηριστικά ενός «κρατιστή» και «φιλολαϊκού» πολιτικού, με «πατριωτικά» και «αντιμνημονιακά» χαρακτηριστικά, ο οποίος κινείτο στον αντίποδα του νεοφιλελευθερισμού, τον οποίο πρέσβευε η υποψηφιότητα Μπακογιάννη.
Όμως, η ανάληψη της πρωθυπουργίας, η εγκατάλειψη της πρόθεσής του για «επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου» και η απόλυτη προσαρμογή του στις απαιτήσεις του δεύτερου προγράμματος, με κορωνίδα τη φράση «ουδείς αναμάρτητος», την οποία εκστόμισε στο Βερολίνο παρουσία της καγκελαρίου Μέρκελ, οδήγησαν στη ραγδαία αποδόμηση του παλαιού προφίλ του και κατέστησαν τη Ν.Δ. ένα αμιγώς «μνημονιακό» κόμμα. Το θλιβερό αποτέλεσμα το είδαμε όλοι στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου.
Μια άλλη πτυχή της πολιτικής αντίληψης του Σαμαρά, η οποία συνετέλεσε στον περιορισμό της επιρροής του κόμματος, αφορά την επιθυμία του να καταστεί η Ν.Δ. ένα «ούλτρα σαμαρικό» κόμμα, ακόμη και αν αυτό θα σήμαινε τη σαφή μείωση της κοινωνικής και εκλογικής επιρροής του. Αυτή η «ιδιοκτησιακή» αντίληψη επέφερε δύο καταλυτικά αποτελέσματα:
- Η Ν.Δ. και η κυβέρνηση διοικήθηκαν από μια πολύ στενή ομάδα στελεχών της απολύτου εμπιστοσύνης του Σαμαρά, με πλήρη εσωκομματική αδιαφάνεια και με συνέπεια την τραγική αδυναμία του κόμματος να ενσωματώνει τις διαφορετικές αντιλήψεις που ενυπάρχουν στο εσωτερικό του.
- Τελικά η Ν.Δ. απώλεσε σταδιακά τα χαρακτηριστικά της ευρείας παράταξης που εκπροσωπούσε ολόκληρη τη Δεξιά και την Κεντροδεξιά και μετατράπηκε σε ένα κόμμα μέτριας δυναμικότητας με τάση διαρκούς συρρίκνωσης.
Η εξέλιξη αυτή όχι μόνο δυσαρέστησε και αποξένωσε από την ηγεσία τα καραμανλικά και τα φιλελεύθερα στελέχη, αλλά επιπλέον επέφερε, ιδιαίτερα μετεκλογικά, την απομάκρυνση σημαντικού τμήματος της εκλογικής βάσης, η οποία βολοδέρνει μεταξύ μικρών και ενίοτε γραφικών κομμάτων και της «γκρίζας ζώνης» των αναποφάσιστων.
Η επόμενη ηγεσία της Ν.Δ., εφόσον ο Σαμαράς τελικά φύγει, είτε θα αντιμετωπίσει επιτυχώς το βαρύ καθήκον να ανασυγκροτήσει τη Ν.Δ. προσδίδοντάς της τα χαρακτηριστικά μιας δημοκρατικής, πατριωτικής και πολυσυλλεκτικής παράταξης με ευρείες πολιτικές αναφορές είτε θα τη δει να καταρρέει.
Το σενάριο της διάσπασης δεν μπορεί να αποκλειστεί αν ο Σαμαράς μείνει ή αν τον διαδεχθεί μια ιδεολογικά μονομερής ηγεσία, η οποία θα αδυνατεί να κερδίσει το κρίσιμο στοίχημα που προαναφέραμε. 
Εξ άλλου το μεγαλύτερο μέρος της λαϊκής βάσης του κόμματος θα δυσκολευτεί πολύ τα επόμενα χρόνια να αποδεχτεί ότι ο παραδοσιακός «ευρωπαϊσμός» του κόμματος έχει εξελιχθεί οριστικά και αμετάκλητα σε τυφλό φιλογερμανισμό και σε λατρεία μιας εξ ορισμού καταστροφικής πολιτικής.
Αν μάλιστα ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας επιτύχουν μια αξιοπρεπή νέα συμφωνία με τους Ευρωπαίους και προσφέρουν κάποιο φως στο βάθος του τούνελ της ύφεσης και της καταστροφής, η Ν.Δ. θα βρεθεί σε εξαιρετικά δυσχερή θέση και θα πρέπει να κρατήσει πάρα πολύ δύσκολες ισορροπίες τα επόμενα χρόνια.

Το δράμα της Κεντροαριστεράς
3 Μπορεί να ανασυσταθεί ο τέως «σοσιαλιστικός» χώρος;
Όπως έχουμε τονίσει αμέτρητες φορές, από την επαύριον των εκλογών του Μαΐου του 2012 και ύστερα, ο χώρος της Κεντροαριστεράς, συμπεριλαμβανομένου του πάλαι ποτέ «σοσιαλιστικού» ρεύματος, έχει καταληφθεί εκλογικά από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, προκειμένου να διατηρήσει την κυριαρχία του στον χώρο αυτόν, δεν έχει καν την ανάγκη να μεταβληθεί σε ένα τυπικό «σοσιαλδημοκρατικό» κόμμα – τουλάχιστον με τη μορφή που έχει η σοσιαλδημοκρατία στη σημερινή Ευρώπη.
Η δε σημερινή εικόνα των τριών σχημάτων που επιβιώνουν στον χώρο της Κεντροαριστεράς, του Ποταμιού, του ΠΑΣΟΚ και του παπανδρεϊκού ΚΙΔΗΣΟ, δεν προϊδεάζει για την ανασύνθεση του χώρου αυτού με όρους εξουσίας.
  • Το Ποτάμι, αν και είναι στα πρώτα του βήματα, έχει ήδη καταδείξει ότι ο φιλοσημιτικός πυρήνας του περιορίζει δραματικά τη δυνατότητά του να απευθυνθεί στο σύνολο της παλαιάς Κεντροαριστεράς.
  • Το ΠΑΣΟΚ, ύστερα από την πλήρη ταύτισή του με τη σαμαρική εκδοχή της Δεξιάς, αλλά και την αποχώρηση της παπανδρεϊκής «παλαιοπασοκικής» πτέρυγάς του, αδυνατεί να βρει έναν συμπαγή χώρο απεύθυνσης και συνεπώς η διαδικασία συρρίκνωσής του μάλλον δεν έχει τελειώσει.
  • Το ΚΙΔΗΣΟ, με τις προσχηματικές αναφορές στον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, από τον οποίο όμως ο πρόεδρός του και γιος του Ανδρέα Παπανδρέου έχει πάρει πριν από πολλά χρόνια πολιτικό «διαζύγιο», αποτελεί ένα πολιτικό σχήμα αυστηρά προσωπικού χαρακτήρα, του οποίου ο ηγέτης αποτελεί ίσως το πιο απαξιωμένο πρόσωπο της μεταπολιτευτικής πολιτικής Ιστορίας.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες το Ποτάμι λειτουργεί μάλλον σχιζοφρενικά καθώς προσπαθεί αφενός να επωφεληθεί από την κρίση στη Ν.Δ. και αφετέρου να προσκολληθεί στην εξουσία ως εταίρος του ΣΥΡΙΖΑ, οπότε προφανώς ετεροκαθορίζεται πολιτικά. 
Το ΠΑΣΟΚ, από την άλλη, ταλαντεύεται μεταξύ της «κριτικής συμπόρευσης» με τον ΣΥΡΙΖΑ και της υπεράσπισης του μνημονιακού εαυτού του την ώρα που βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού.
Όσο για το ΚΙΔΗΣΟ, η πολιτική παρουσία και η πρόσφατη εκλογική επίδοση του κόμματος και του αρχηγού του δεν μας επιτρέπουν να διαπιστώσουμε την ύπαρξη κάποιας σοβαρής πολιτικής προοπτικής του.
Ποιο είναι το συμπέρασμα από όλα τα παραπάνω; Ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μια μοναδική ευκαιρία να καταστεί για πολλά χρόνια κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού στην Ελλάδα. Από τον ίδιο και την κυβερνητική του ικανότητα θα κριθεί το μέλλον του.


Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1865 στις 21-05-2015

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου