Quantitative
-
Οι έλεγχοι υποθέσεων συνδέονται στενά με τα διαστήματα εμπιστοσύνης. Γενικά, όταν δίνεται ένας στατιστικός έλεγχος επιπέδου σημαντικότητας α, μπορούμε να κατασκευάσουμε ένα σιάστημα εμπιστοσύνης 1-α που να συγκεντρώνει όλες τις μηδενικές υποθέσεις που δεν απορρίπτονται από τον έλεγχο.
Έστω έλεγχος με μηδενική υπόθεση H0: μ=μ0 έναντι της εναλλακτικής H1: μμ0 για κανονικό πληθυσμό, γνωστής διακύμανσης σ και με επίπεδο σημαντικότητας α. Η H0 γίνεται αποδεκτή όταν βρίσκεται στο σιάστημα εμπιστοσύνης:
-
Δείκτης αξιολόγησης της διαφοράς
Έστω ότι το αντικείμενο ελέγχου είναι η τιμή της παραμέτρου θ. Η τιμή της στον πληθυσμό μηδέν είανι γνωστή είτε εξ υποθέσεως είτε κατόπιν εκτήμησης. Η τιμή αυτή, έστω θ0, δεν μπορεί να παραλειφθεί με την τιμή της θ στον πληθυσμό σύγκρισης διότι στον πληθυσμό η θ είναι άγνωστη. Η σύγκριση αναγκαστικά θα γίνει με μια εκτίμηση της θ που θα προκύψει από τυχαίο δείγμα του πληθυσμού σύγκρισης. Έτσι το πρόβλημά μας ανάγεται στην σύγκριση της θ0 προς την . Αν η είναι πολύ κοντά στην θ0, τότε μπορεί να λεχθεί ότι και στους δύο πληθυσμούς η παράμετρος θ έχει την ίδια τιμή. Ενδεχόμενες μικροδιαφορές μπορούν να αποδοθούν σε τυχαίους παράγοντες.
Αντίθετα, αν η βρίσκεται μακράν της θ0 τότε και οι δύο πληθυσμοί διαφέρουν. Έτσι το πρόβλημα μετασχηματίζεται σε πρόβλημα ελέγχου της διαφοράς . Επειδή δεν ξέρουμε προς τα ποια κατεύθυνση αναμένεται να είναι η διαφορά, διατυπώνουμε το πρόβλημα:
ελεγχόμενη υπόθεση:
εναλλακτική υπόθεση:
Θα πρέπει να κρίνουμε αν η διαφορά είναι η όχι σημαντική. Το καλύτερο μέτρο είναι η τυπική απόκλιση του . Έχει μέσο και τυπική απόκλιση Η σπουδαιότητα της διαφοράς αξιολογείται με όρους της τυπικής απόκλισης της ,
άρα
(1)
Με άλλα λόγια το δ είναι δείκτης της διαφοράς σε όρους του μέτρου σύγκρισης, που είναι η τυπική απόκλιση . Έστω ότι και Η διαφορά 4 μονάδων μόνη της δεν σημαίνει τίποτα. Σε όρους τυπικής απόκλισης αυτή γίνεται δ=0,5. Αν όμων ήταν , ή ίδια διαφορά δίνει τιμή για το δ ίση με τη μονάδα, ήτοοι δ=1. Στην πρώτη περίπτωση η διαφορά αντιστοιχεί στο 1/2 μιας τυπικής απόκλισης, ενώ στη δεύτερη η ιδια διαφορά αντιστοιχεί σε μια μονάδα τυπικής απόκλισης.
Από την (1) παίρνουμε
, αν η διαφορά είναι θετική και
, αν η διαφορά είναι αρνητική.
'Ετσι αν θεωρήσουμε οτι γίνονται αποδεκτές οι τιμές του και τότε διαμορφώνεται το διάστημα
(2)
το οποίο παριστάνει τις τιμές του , που παρά το γεγονός ότι διαφέρουν από τις τιμές του θ0 θεωρείται οτι δεν απέχουν αισθητά από αυτήν.
Αν η εξειδίκευση της υπόθεσης H1 ήταν μία πό τις επόμενες
ή τότε για το θα ίσχυε μία από τις παρακάτω ανισώσεις:
= αποδεκτές τιμές αν η διαφορά αναμένεται να είναι θετική και
= αποδεκτές τιμές αν η διαφορά αναμένεται να είναι αρνητική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου