Το Ποντίκι
Όπως είναι λογικό, δημόσιος φωτισμός στην Αθήνα στη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου δεν υπήρχε, ούτε βέβαια και στα πρώτα χρόνια μετά την Επανάσταση του ’21, στα χρόνια δηλαδή της απελευθέρωσης. Μόλις έπεφτε ο ήλιος, μαύρο σκοτάδι κάλυπτε ολόκληρη την πόλη και στους δρόμους οι κάτοικοι κρατούσαν φανάρια ή πυρσούς αναμμένους για να κάνουν τις διαδρομές τους, ιδίως τις ημέρες που δεν υπήρχε πανσέληνος.
Η πρώτη οργανωμένη απόπειρα δημόσιου φωτισμού αποφασίστηκε να οργανωθεί από τη Δημογεροντία Αθηνών, με την ευκαιρία της άφιξης του νεαρού βασιλιά Όθωνα στην πρωτεύουσα. Το βράδυ της 1ης Δεκεμβρίου 1833, ημέρα άφιξης και διαμονής του βασιλιά στην Αθήνα, οι τοπικές αρχές αποφάσισαν να φωταγωγήσουν το μνημείο της Ακρόπολης ολόκληρη τη νύχτα. Mε βάση τον σχεδιασμό που είχε γίνει, οι Αθηναίοι πολίτες άναψαν, σε επιλεγμένα σημεία, τεράστιες φωτιές γύρω από τον ιστορικό αυτό χώρο, φωτίζοντας τον Παρθενώνα, τις Καρυάτιδες και τα Προπύλαια. Οι φωτιές έκαιγαν ολόκληρη τη νύχτα και το μνημείο ήταν ορατό όχι μόνο από την πόλη, αλλά και από όλα τα γειτονικά χωριά του λεκανοπεδίου.
Φανοστάτες και λαδοφάναρα…
Τις δάδες και την ανυπαρξία οργανωμένου συστήματος φωτισμού στην πρωτεύουσα διαδέχθηκαν τα λαδολύχναρα και οι λάμπες πετρελαίου, και κάπου εκεί, στις αρχές του 20ού αιώνα, άρχισαν να αντικαθίστανται από τις λάμπες και τα φανάρια του γκαζιού…
Τα κλασικά φανάρια, τοποθετημένα στην κορυφή ενός σιδερένιου στύλου, χρησίμευαν ως φάροι για τους ηρωικούς διαβάτες που στην κυριολεξία ριψοκινδύνευαν τις νύχτες στα σοκάκια και τα καλντερίμια της Αθήνας. Το φως των γκαζοφάναρων, με αναιμικό αντιφέγγισμα, δεν έφτανε για να φωτίσει τις λακκούβες των δρόμων, όπου έπεφταν οι διαβάτες.
Όμως για να λειτουργήσουν τα γκαζοφάναρα ήταν απαραίτητη η ύπαρξη των φανοκόρων, οι οποίοι ήταν δημοτικοί υπάλληλοι που είχαν την υποχρέωση να ανάβουν τα φανάρια.
Αθόρυβες σκιές μόλις άρχιζε να νυχτώνει, γλιστρούσαν από στύλο σε στύλο, άνοιγαν με το καμάκι τους την κλούβα του γκαζιού και έδιναν τη φλόγα που φώτιζε τους δρόμους.
Από το φωταέριο στον ηλεκτρισμό…
Η Αθήνα, λοιπόν, μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα φωτιζόταν από το γκάζι, το φωταέριο. Είχαμε όμως μπει για τα καλά στην εποχή του ηλεκτρισμού, και με τη χώρα χρεοκοπημένη ήταν δύσκολο να υπάρξουν πρωτοβουλίες για τέτοιες επενδύσεις…
Με πρωτοβουλία όμως ενός άγνωστου στο ευρύ κοινό ανθρώπου, που ήταν διευθυντής του Φωταερίου, του Κ. Δεκώστα, δημιουργήθηκε το πρώτο «εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος» σε οικόπεδο που αγοράστηκε από την Εταιρεία του Φωταερίου στην οδό Πανεπιστημίου!!! Όταν εγκαταστάθηκαν τα μηχανήματα, άρχισε δειλά δειλά η παραγωγή ρεύματος, που διοχετευόταν σε κτήρια τα οποία βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από το εργοστάσιο.
Η εταιρεία απευθύνθηκε άμεσα στον Δήμο Αθηναίων ζητώντας να υπογράψουν νέα σύμβαση, η οποία θα της έδινε το δικαίωμα να προχωρήσει στον ηλεκτροφωτισμό των κεντρικών πλατειών και των μεγάλων δρόμων.
Το θαύμα
Την ίδια εποχή, το 1887, εμφανίζεται και ο ανταγωνισμός. Στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δημοσιεύεται Βασιλικό Διάταγμα με το οποίο επιτρεπόταν «η παραγωγή και παροχή του ηλεκτρικού φωτός και ηλεκτρικής δυνάμεως εν Αθήναις εις την “Γενική Εταιρείαν Εργοληψιών”». Ιδιοκτήτες της εταιρείας, οι γνωστοί τότε βιομήχανοι Βλάγκαλης και Μάτσαλ. Το εργοστάσιο εγκαταστάθηκε στη γωνία Πανεπιστημίου και Αγχέσμου (νυν Βουκουρεστίου), και τα μηχανήματα είχαν ισχύ παραγωγής αρχικά 150 kw.
O ηλεκτρισμός ενθουσίασε τους κατοίκους, οι οποίοι επισκέπτονταν την έδρα της εταιρείας για να δουν το θαύμα της τεχνολογίας. Οι εφημερίδες μιλούν για «παντοδυναμία του Μάγου ηλεκτρισμού, μετ’ ον πολύ θα καταργήση την χρήσιν του ξύλου και του ξυλάνθρακος ως καυσίμου ύλης πληρών αυτός πάσας τας χρείας του ανθρώπου».
Κεντρικά ξενοδοχεία, μεγάλα καφενεία, ανάκτορα, υπουργεία και πολυτελείς κατοικίες συνδέονται πρώτα στο δίκτυο και ακολουθούν οι τράπεζες, τα εμπορικά καταστήματα και οι βιοτεχνίες. Έναν χρόνο αργότερα, η παραγωγή αυξήθηκε σε ισχύ 400 kw, προβληματίζοντας έντονα τους υπευθύνους «της Εταιρείας Αεριόφωτος», που έβλεπαν τον ανταγωνισμό ολοένα να αυξάνεται.
Οι πληροφορίες και οι φωτογραφίες προέρχονται από το πλούσιο υλικό μονογραφίες και κείμενα του ιστορικού ερευνητή και δημοσιογράφου Λευτέρη Σκιαδά, τον οποίο και ευχαριστούμε θερμά.
Όπως είναι λογικό, δημόσιος φωτισμός στην Αθήνα στη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου δεν υπήρχε, ούτε βέβαια και στα πρώτα χρόνια μετά την Επανάσταση του ’21, στα χρόνια δηλαδή της απελευθέρωσης. Μόλις έπεφτε ο ήλιος, μαύρο σκοτάδι κάλυπτε ολόκληρη την πόλη και στους δρόμους οι κάτοικοι κρατούσαν φανάρια ή πυρσούς αναμμένους για να κάνουν τις διαδρομές τους, ιδίως τις ημέρες που δεν υπήρχε πανσέληνος.
Η πρώτη οργανωμένη απόπειρα δημόσιου φωτισμού αποφασίστηκε να οργανωθεί από τη Δημογεροντία Αθηνών, με την ευκαιρία της άφιξης του νεαρού βασιλιά Όθωνα στην πρωτεύουσα. Το βράδυ της 1ης Δεκεμβρίου 1833, ημέρα άφιξης και διαμονής του βασιλιά στην Αθήνα, οι τοπικές αρχές αποφάσισαν να φωταγωγήσουν το μνημείο της Ακρόπολης ολόκληρη τη νύχτα. Mε βάση τον σχεδιασμό που είχε γίνει, οι Αθηναίοι πολίτες άναψαν, σε επιλεγμένα σημεία, τεράστιες φωτιές γύρω από τον ιστορικό αυτό χώρο, φωτίζοντας τον Παρθενώνα, τις Καρυάτιδες και τα Προπύλαια. Οι φωτιές έκαιγαν ολόκληρη τη νύχτα και το μνημείο ήταν ορατό όχι μόνο από την πόλη, αλλά και από όλα τα γειτονικά χωριά του λεκανοπεδίου.
Φανοστάτες και λαδοφάναρα…
Τις δάδες και την ανυπαρξία οργανωμένου συστήματος φωτισμού στην πρωτεύουσα διαδέχθηκαν τα λαδολύχναρα και οι λάμπες πετρελαίου, και κάπου εκεί, στις αρχές του 20ού αιώνα, άρχισαν να αντικαθίστανται από τις λάμπες και τα φανάρια του γκαζιού…
Τα κλασικά φανάρια, τοποθετημένα στην κορυφή ενός σιδερένιου στύλου, χρησίμευαν ως φάροι για τους ηρωικούς διαβάτες που στην κυριολεξία ριψοκινδύνευαν τις νύχτες στα σοκάκια και τα καλντερίμια της Αθήνας. Το φως των γκαζοφάναρων, με αναιμικό αντιφέγγισμα, δεν έφτανε για να φωτίσει τις λακκούβες των δρόμων, όπου έπεφταν οι διαβάτες.
Όμως για να λειτουργήσουν τα γκαζοφάναρα ήταν απαραίτητη η ύπαρξη των φανοκόρων, οι οποίοι ήταν δημοτικοί υπάλληλοι που είχαν την υποχρέωση να ανάβουν τα φανάρια.
Αθόρυβες σκιές μόλις άρχιζε να νυχτώνει, γλιστρούσαν από στύλο σε στύλο, άνοιγαν με το καμάκι τους την κλούβα του γκαζιού και έδιναν τη φλόγα που φώτιζε τους δρόμους.
Από το φωταέριο στον ηλεκτρισμό…
Η Αθήνα, λοιπόν, μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα φωτιζόταν από το γκάζι, το φωταέριο. Είχαμε όμως μπει για τα καλά στην εποχή του ηλεκτρισμού, και με τη χώρα χρεοκοπημένη ήταν δύσκολο να υπάρξουν πρωτοβουλίες για τέτοιες επενδύσεις…
Με πρωτοβουλία όμως ενός άγνωστου στο ευρύ κοινό ανθρώπου, που ήταν διευθυντής του Φωταερίου, του Κ. Δεκώστα, δημιουργήθηκε το πρώτο «εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος» σε οικόπεδο που αγοράστηκε από την Εταιρεία του Φωταερίου στην οδό Πανεπιστημίου!!! Όταν εγκαταστάθηκαν τα μηχανήματα, άρχισε δειλά δειλά η παραγωγή ρεύματος, που διοχετευόταν σε κτήρια τα οποία βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από το εργοστάσιο.
Η εταιρεία απευθύνθηκε άμεσα στον Δήμο Αθηναίων ζητώντας να υπογράψουν νέα σύμβαση, η οποία θα της έδινε το δικαίωμα να προχωρήσει στον ηλεκτροφωτισμό των κεντρικών πλατειών και των μεγάλων δρόμων.
Το θαύμα
Την ίδια εποχή, το 1887, εμφανίζεται και ο ανταγωνισμός. Στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δημοσιεύεται Βασιλικό Διάταγμα με το οποίο επιτρεπόταν «η παραγωγή και παροχή του ηλεκτρικού φωτός και ηλεκτρικής δυνάμεως εν Αθήναις εις την “Γενική Εταιρείαν Εργοληψιών”». Ιδιοκτήτες της εταιρείας, οι γνωστοί τότε βιομήχανοι Βλάγκαλης και Μάτσαλ. Το εργοστάσιο εγκαταστάθηκε στη γωνία Πανεπιστημίου και Αγχέσμου (νυν Βουκουρεστίου), και τα μηχανήματα είχαν ισχύ παραγωγής αρχικά 150 kw.
O ηλεκτρισμός ενθουσίασε τους κατοίκους, οι οποίοι επισκέπτονταν την έδρα της εταιρείας για να δουν το θαύμα της τεχνολογίας. Οι εφημερίδες μιλούν για «παντοδυναμία του Μάγου ηλεκτρισμού, μετ’ ον πολύ θα καταργήση την χρήσιν του ξύλου και του ξυλάνθρακος ως καυσίμου ύλης πληρών αυτός πάσας τας χρείας του ανθρώπου».
Κεντρικά ξενοδοχεία, μεγάλα καφενεία, ανάκτορα, υπουργεία και πολυτελείς κατοικίες συνδέονται πρώτα στο δίκτυο και ακολουθούν οι τράπεζες, τα εμπορικά καταστήματα και οι βιοτεχνίες. Έναν χρόνο αργότερα, η παραγωγή αυξήθηκε σε ισχύ 400 kw, προβληματίζοντας έντονα τους υπευθύνους «της Εταιρείας Αεριόφωτος», που έβλεπαν τον ανταγωνισμό ολοένα να αυξάνεται.
Οι πληροφορίες και οι φωτογραφίες προέρχονται από το πλούσιο υλικό μονογραφίες και κείμενα του ιστορικού ερευνητή και δημοσιογράφου Λευτέρη Σκιαδά, τον οποίο και ευχαριστούμε θερμά.
Οι φτωχοδιάβολοι έκλεβαν τις λάμπες
Στη σημερινή εποχή, μέρες μεγάλης οικονομικής κρίσης, οι εκτεταμένες κλοπές μετάλλων, κυρίως χαλκού, από τα καπάκια των υπονόμων μέχρι τα χερούλια των σπιτιών, φαίνεται να αποδίδουν πολλά λεφτά. Παρόμοια φαινόμενα υπήρξαν στην προηγούμενη μεγάλη οικονομική κρίση, στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Μόνο που στόχος τότε ήταν οι ηλεκτρικοί λαμπτήρες, τους οποίους ξεβίδωναν και έκλεβαν, ως προϊόν πολυτελείας εκείνη την εποχή, τους οποίους πωλούσαν σε διάφορους κλεπταποδόχους σε εξευτελιστικές τιμές και στη συνέχεια οι τελευταίοι τους διοχέτευαν σε επαρχιακές πόλεις.
Εντύπωση είχε προκαλέσει στις αστυνομικές αρχές πως γύρω από τα σημεία που γίνονταν οι κλοπές δεν υπήρχαν ίχνη υποδημάτων, αλλά γυμνών ποδιών, με συνέπεια οι υποψίες να στραφούν στους επαρχιώτες φτωχούς αλήτες νεαρής ηλικίας, τους λεγόμενους και φτωχοδιάβολους… Οι ομάδες που δρούσαν ήταν πολυπληθείς. Οι περισσότεροι λειτουργούσαν ως τσιλιαδόροι βαστώντας «καραούλι» στις γωνιές και τρεις εξ αυτών έκαναν τη «δουλειά». Ανεβαίνοντας ο ένας στην πλάτη του άλλου, ξεβίδωναν τους λαμπτήρες με εξαιρετική επιτηδειότητα και κινήσεις αίλουρων. Ελάχιστα λεπτά της ώρας διαρκούσε η κάθε επιχείρηση και εντός δύο ωρών είχαν βυθίσει στο σκοτάδι μια ολόκληρη γειτονιά.
Στη σημερινή εποχή, μέρες μεγάλης οικονομικής κρίσης, οι εκτεταμένες κλοπές μετάλλων, κυρίως χαλκού, από τα καπάκια των υπονόμων μέχρι τα χερούλια των σπιτιών, φαίνεται να αποδίδουν πολλά λεφτά. Παρόμοια φαινόμενα υπήρξαν στην προηγούμενη μεγάλη οικονομική κρίση, στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Μόνο που στόχος τότε ήταν οι ηλεκτρικοί λαμπτήρες, τους οποίους ξεβίδωναν και έκλεβαν, ως προϊόν πολυτελείας εκείνη την εποχή, τους οποίους πωλούσαν σε διάφορους κλεπταποδόχους σε εξευτελιστικές τιμές και στη συνέχεια οι τελευταίοι τους διοχέτευαν σε επαρχιακές πόλεις.
Εντύπωση είχε προκαλέσει στις αστυνομικές αρχές πως γύρω από τα σημεία που γίνονταν οι κλοπές δεν υπήρχαν ίχνη υποδημάτων, αλλά γυμνών ποδιών, με συνέπεια οι υποψίες να στραφούν στους επαρχιώτες φτωχούς αλήτες νεαρής ηλικίας, τους λεγόμενους και φτωχοδιάβολους… Οι ομάδες που δρούσαν ήταν πολυπληθείς. Οι περισσότεροι λειτουργούσαν ως τσιλιαδόροι βαστώντας «καραούλι» στις γωνιές και τρεις εξ αυτών έκαναν τη «δουλειά». Ανεβαίνοντας ο ένας στην πλάτη του άλλου, ξεβίδωναν τους λαμπτήρες με εξαιρετική επιτηδειότητα και κινήσεις αίλουρων. Ελάχιστα λεπτά της ώρας διαρκούσε η κάθε επιχείρηση και εντός δύο ωρών είχαν βυθίσει στο σκοτάδι μια ολόκληρη γειτονιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου