του Κώστα Μελά
Α.
Υπάρχουν δύο καθαρά αντίθετες τάσεις που διαμορφώνονται
στο ελληνικό δημόσιο τοπίο τα τελευταία 10-15 έτη:
Η πρώτη τάση , αφορά
στην εκρηκτική αύξηση του αριθμού των απόψεων οι οποίες , με την βοήθεια των
νέων ηλεκτρονικών μέσων , διατυπώνονται καθημερινά για θέματα και ζητήματα «επί
παντός επιστητού». Στα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας , αλλά και στα λεγόμενα
μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κάθε στιγμή στην κυριολεξία, εμφανίζονται απόψεις
για θέματα, πολιτικής, κοινωνίας, οικονομίας, πολιτισμού, ιστορίας κτλ (έχει
ενδιαφέρον ότι δεν εμφανίζεται αυτό το φαινόμενο για ζητήματα που αφορούν τις
λεγόμενες θετικές επιστήμες). Χείμαρροι λέξεων
κατακλύζουν όλους όσοι επιθυμούν να «σερφάρουν» στις αμέτρητες
ιστοσελίδες της
«αποκαλυπτικής ενημέρωσης» και της «αναζήτησης της αλήθειας».
Η διατύπωση απόψεων από
ένα πλήθος ατόμων υποστηρίχτηκε (διαφημίστηκε) έντονα ως εξάπλωση των δημοκρατικών διαδικασιών και
αυξημένης συμμετοχής των πολιτών στη δημόσια ζωή . Στόχος η διεύρυνση της
δημοκρατίας και οι απελευθερωτικές τάσεις που αυτή συνεπάγεται.
Η δεύτερη τάση κινείται στον αντίποδα της πρώτης: είμαστε μάρτυρες μιας
απίστευτης σκλήρυνσης της κρατικής εξουσίας η οποία όλο περισσότερο και όλο πιο
συχνά λαμβάνει μέτρα συρρίκνωσης των δικαιωμάτων του πολίτη . Τα δικαιώματα που
πλήττονται δεν αφορούν τα ονομαζόμενα «δημόσια» αλλά συνεχώς επεκτείνονται στα
λεγόμενα «ιδιωτικά» δικαιώματα , δηλαδή όσα αναφέρονται στην ιδιωτική ζωή του
πολίτη. Σιγά αλλά σταθερά καταργείται η ελευθερία και της ιδιωτικής ζωής. Όμως
την ελευθερία της ιδιωτικής ζωής επικαλέσθηκαν οι κρατούντες ως επιχείρημα για
να ξεθεμελιώσουν τον δημόσιο
χώρο. Η απώλεια του ιδιωτικού βίου είναι απλά το αποτέλεσμα της διάλυσης του
δημοσίου βίου. Η συνεχής επίκληση «εκτάκτων αναγκών» και «καταστάσεων
εξαίρεσης» οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην καθιέρωση ενός μονίμου
παραδείγματος διακυβέρνησης. Ενώ
αρχικά κατανοούνταν σαν κάτι το ασυνήθιστο , μια εξαίρεση , η οποία μπορούσε να
ισχύσει μόνο για περιορισμένη χρονική περίοδο μέσω του ιστορικού
μετασχηματισμού της κατέστη σήμερα φυσιολογική μορφή της διακυβέρνησης.
Μέσω της συγκεκριμένης
έννοιας μπορούν να δειχθούν οι συνέπειες αυτής της αλλαγής σε σχέση με το
κράτος και τη «δημοκρατία» στην οποία ζούμε. Κύριο
χαρακτηριστικό των
σύγχρονων «δημοκρατιών» αλλά και του πλέγματος των διεθνών σχέσεων είναι η
παράξενη σχέση μεταξύ της ύπαρξης και απουσίας νόμου, μεταξύ νόμου και ανομίας.
Η κατάσταση εξαίρεσης
εγκαθιδρύει μια κρυφή , αλλά θεμελιώδη σχέση μεταξύ της ύπαρξης και της
απουσίας νόμου.
Είναι ολοφάνερο ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια
(παγκόσμια) κατάσταση εκτάκτου ανάγκης ,με πρόσχημα τον πόλεμο κατά της
τρομοκρατίας, την παγκόσμια οικονομική κρίση , την ανακατανομή της παγκόσμιας
ισχύος και τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις ,το Μνημόνιο ή οτιδήποτε άλλο
σκαρφιστεί η εκάστοτε κυβέρνηση, που
νομιμοποιεί ολοένα και περισσότερες αναστολές των νόμιμων δικαιωμάτων. Το άμεσο
αποτέλεσμα όλων αυτών των διεργασιών ,καταρχάς, στο συμβολικό επίπεδο και στη
συνέχεια στο πραγματικό, είναι η απαξίωση του νομικού πλαισίου λειτουργίας της
πολιτείας, η διαμόρφωση ελαστικής συνείδησης των πολιτών και τελικά η πλήρης απάθεια.
Το κράτος δικαίου δυνητικά αναστέλλεται. Όλο και
περισσότερο «πολιτικοποιείται» η ζωή , η «γυμνή ζωή», η «ιερή ζωή», οδηγώντας
σε καταστάσεις που λίγο απέχουν από τον ολοκληρωτισμό. Το πρώτο βήμα σε αυτήν
τη κατεύθυνση γίνεται με την απόφαση να δοθεί η πρωτοκαθεδρία στο ιδιωτικό επί
του δημοσίου, ως αποτέλεσμα διεκδίκησης της απόλαυσης της γυμνής ζωής.
«Αυτή είναι η δύναμη και συνάμα η βαθύτερη εσωτερική
αντίφαση της νεωτερικής δημοκρατίας :
δεν καταργεί την ιερή ζωή, αλλά τη συνθλίβει και τη διασπείρει σε κάθε ατομικό
σώμα, μετατρέποντάς την σε διακύβευμα της πολιτικής σύγκρουσης».[1]
Όμως το πλέον συνταρακτικό και υπό μιαν έννοια παράδοξο
είναι το ότι οι (δυτικοί) άνθρωποι «πείθονται» για την ανάγκη αυτών των μέτρων
οδηγούμενοι σε κατάσταση εθελοδουλίας[2] . Ο σημερινός έλληνας - ευρωπαίος
πολίτης τείνει σιγά-σιγά , προς
την φελαχοποίησή του . Ο
ψυχισμός του έχει εξαντληθεί. Μάλιστα
αποδέχονται με περίεργη παθητικότητα τις
πρακτικές των πολιτικών τους ηγεσιών.
Είναι διαπιστωμένο και αποτελεί περίεργο αλλά αληθές
γεγονός , το ότι από τη στιγμή που η φυλή δέχτηκε δημοσίως ότι ο κ .Χ είναι
μεγάλος αρχηγός , όπως γράφει ο Κάφκα στην «Τραγουδίστρια Ζοζεφίνα », τα πλήθη θα
τον χειροκροτούν ό,τι και αν πράττει , διότι νοιώθουν μια περίεργη δέσμευση.[3]
Χρειάζεται να επιχειρήσουμε μια ερμηνεία σχετικά με
τις δύο παραπάνω
περιγραφείσες εξελίξεις, οι
οποίες, παρότι κινούμενες σε εντελώς αντίθετες κατευθύνσεις εντούτοις
συνυπάρχουν χαρακτηρίζοντας
τη σημερινή εποχή. Προσοχή πρόκειται για δύο εξελίξεις που λειτουργούν στο
επίπεδο της πραγματικότητας και
όχι στο συμβολικό. Νομίζω ότι είμαστε σε θέση να προσεγγίσουμε το όλον ζήτημα, το πώς, δηλαδή, οι
ανθρώπινες κοινωνίες, αντιλαμβάνονται ,κατανοούν και χρησιμοποιούν , διαχρονικά
, τη σχέση αλληλεξάρτησης της έννοιας της «αλήθειας» με τις βασικές πεποιθήσεις
τις οποίες διαμορφώνουν οι άνθρωποι κατά τη διάρκεια της ζωής τους ή διαφορετικά
και με άλλα λόγια αυτό που ονομάζεται «βεβαιότητα» ή εν ευρεία έννοια «κοινός
νους».
Β.
Ως άνθρωποι ξεκινάμε την ζωή μας στην κοινωνία από το “certum”, την εξοικείωση με τις επιμέρους πραγματικότητες και
τις πεποιθήσεις. Εμείς οι άνθρωποι προσανατολιζόμαστε και προσαρμοζόμαστε μέσα
στο φυσικό και κοινωνικό-πολιτισμικό περιβάλλον μας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός
πως αυτό το περιβάλλον έχει προεπιλεγεί και προκαταβολικά ερμηνευθεί με μια σειρά από νοητικές κατασκευές
που φτιάχνει η κοινή λογική μέσα από την πραγματικότητα της καθημερινής μας
ζωής[4].
Ο καθένας από μας , στις καθημερινές του δραστηριότητες και χωρίς να το
πολυσκέφτεται, χρησιμοποιεί έναν
τεράστιο αριθμό προεπιλεγμένων και προμελετημένων νοητικών κατασκευών. Δίχως αυτή τη γνώση η ζωή στον κόσμο
θα ήταν αδιανόητη. Κανένας μας δεν είναι ικανός να χτίσει έναν κόσμο σημασιών
και νοημάτων από το τίποτε. Ο καθένας μας μπαίνει σε έναν «προκατασκευασμένο»
κόσμο όπου άλλα πράγματα είναι σημαντικά και άλλα όχι, όπου οι καθιερωμένες
σχέσεις φέρνουν ορισμένα πράγματα στο προσκήνιο και αφήνουν άλλα στο περιθώριο.
Πάνω απ’ όλα , μπαίνουμε σε έναν κόσμο όπου πολλές του απόψεις είναι τόσο
προφανείς που δεν τις συνειδητοποιούμε καν, ούτε χρειάζεται ιδιαίτερη
προσπάθεια ή ιδιαίτερη αναφορά σε αυτές, για να είναι αφανώς μεν χειροπιαστά
παρούσες σε οτιδήποτε κάνουμε, και έτσι προικίζουν τις ενέργειές μας και τα
αντικείμενα πάνω στα οποία ενεργούμε με τη στερεότητα της «πραγματικότητας»[5].
Οι συνταγές που συνοδεύουν τις στερεότυπες καταστάσεις της καθημερινής ζωής μας
συνδυάζονται μεταξύ τους και δημιουργούν μια «σχετικά φυσική θεώρηση του
κόσμου». Αυτές οι συνταγές προσφέρουν αξιόπιστη κι επαρκή καθοδήγηση για τις
συνηθισμένες ανθρώπινες ενέργειες. Φαίνεται να έχουν αρκετή συνοχή, σαφήνεια
και συνέπεια ώστε λογικά να προσφέρουν στον καθένα την ευκαιρία να κατανοεί τους
άλλους και ο ίδιος να γίνεται κατανοητός.
Όμως σημαντικότατο ρόλο στην ανθρώπινη ζωή καταλαμβάνει
το verum , η
αλήθεια. Σωστότερα η αίσθηση της αλήθειας.Η γνώση οικουμενικών αληθειών . Χωρίς
γενικές αλήθειες δεν μπορεί να υπάρξει φιλοσοφία και επιστήμη. Δεν θα μας
απασχολήσει εδώ πως επιτυγχάνεται η πρόσβαση στην αλήθεια. Θα μας απασχολήσει το πώς γίνεται αντιληπτή στις ανθρώπινες κοινωνίες η
σχέση μεταξύ αλήθειας και βεβαιότητας ή πεποιθήσεων ή κοινού νου και οι
συνέπειες της. Το πως
εγκαθίσταται σε αυτές οδηγώντας τες ,στη συνέχεια, σε συγκεκριμένο τρόπο
πολιτιστικής συμπεριφοράς.
Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η αλήθεια , υπό μια έννοια,
αποτελεί ένα υπερκείμενο (περιοριστικό) πλαίσιο , που μας βοηθά στον τρόπο
σκέψης. Είναι ένα βοήθημα που με έναν συγκεκριμένο «εγκωμιαστικό» τρόπο ,
συντρέχει στην επικύρωση αριθμού υφιστάμενων πεποιθήσεων[6] .
Συνεπώς μέσω της αλήθειας καθίστανται ορισμένες
πεποιθήσεις μας έγκυρες σε σχέση με εναλλακτικές ή ευθέως αντίθετες απόψεις που
αφορούν το ίδιο θέμα. Με την έννοια αυτή , η διαδικασία της επικύρωσης μέσω
της επενέργειας της αλήθειας λαμβάνει μια εριστική χρήση «Η ιδέα της αλήθειας
ανήκει στη ρητορική της εξουσίας. Δεν
έχει νόημα παρά μονάχα στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης – υφίσταται μονάχα στην
κατάσταση της διαφωνίας: όταν διαφορετικοί άνθρωποι έχουν διαφορετικές απόψεις
και όταν τίθεται ως θέμα συζήτησης ποιος έχει δίκιο και ποιος όχι, και όταν για
συγκεκριμένους λόγους είναι σημαντικό για κάποιους ή για όλους τους
αντιμαχόμενους να δείξουν ή να υπαινιχθούν ότι η άλλη πλευρά έχει άδικο. Όταν
επικυρώνεται η αλήθεια μιας πεποίθησης, τούτο συμβαίνει επειδή η αποδοχή αυτής
της πεποίθησης διαφιλονικείται ή αναμένεται να είναι διαφιλονικούμενη. Πάντοτε η διαμάχη σχετικά με την αλήθεια
ή την αβασιμότητα ορισμένων πεποιθήσεων είναι ταυτοχρόνως η διαπάλη σχετικά με το δικαίωμα κάποιων να μιλάνε με
αυθεντία την οποία κάποιοι άλλοι θα πρέπει να υπακούουν. Είναι μια διαμάχη
σχετικά με την καθιέρωση ή την επανεπιβεβαίωση των σχέσεων ανωτερότητας και
κατωτερότητας, κυριαρχίας και υποταγής, ανάμεσα σε υποστηρικτές πεποιθήσεων»[7]
Ποιοι είχαν το δικαίωμα να μιλάνε με αυθεντία ως φορείς
της αλήθειας; Και ποιοι ήταν αυτοί που υφίστανται το πλαίσιο της αλήθειας;
Η απάντηση είναι απλή. Φθάνει να ανατρέψουμε στον θείο
Πλάτωνα και στο σκοτεινό σπήλαιό του . Το σπήλαιο κατοικείται από κοινούς θνητούς.
Ανάμεσα σε αυτούς , όμως, υπάρχει μια μικρή ομάδα ατόμων οι οποίοι επιχειρούν
να εξέλθουν του σπηλαίου για να βγουν έξω σε ένα εντελώς διαφορετικό τοπίο
κυριαρχούμενο από το φως των καθαρών ιδεών. Πρόκειται για τους θεωρητικούς
αναζητητές της αλήθειας. Όσο
σημαντική είναι αυτή η ενέργειά τους , άλλο τόσο σημαντικό είναι το γεγονός ότι
το μονοπάτι που ανοίγουν είναι πολύ στενό και δύσκολα μπορούν να το
ακολουθήσουν οι πολλοί. Μόνο λίγοι και εκλεκτοί έχουν αυτή την ικανότητα. Η πλατωνική αυτή θέση
υποδηλώνει με σαφήνεια όχι μόνο ότι λίγοι και εκλεκτοί (οι φιλόσοφοι) μπορούν
να ακολουθήσουν το στενό μονοπάτι που τους οδηγεί έξω από το σπήλαιο, αλλά και
ότι οι πολλοί δεν μπορούν να το ακολουθήσουν χωρίς καθοδήγηση και ακόμη περισσότερο
ότι ανθίστανται σε αυτή την
καθοδήγηση ,παραμένοντας στο σπήλαιο. Η πλατωνική αλήθεια είναι πολύ σκληρή
για να υποφέρεται από
τον λαό , με αποτέλεσμα η κλασική έκκληση για την «αρετή» ως στόχο της
ανθρώπινης προσπάθειας να είναι ουσιαστικά ακατόρθωτη. Μόνο μια ελίτ μπορεί να φθάσει στην αλήθεια
, την οποία κρατάει για τον εαυτό της. Αυτό της δίνει την επίγνωση και την
εγγενή δύναμη που δεν μπορούν οι άλλοι να κατέχουν. Από εδώ απορρέει η ανάγκη
να λέγονται ψέματα (τα ευγενή ψεύδη) στο
λαό σχετικά με τη φύση της πολιτικής, και όχι μόνο, πραγματικότητας.
Υπάρχει μια Φυσική Ιεραρχία στα ανθρώπινα είδη, και συνεπώς οι κανόνες πρέπει
να περιορίζουν την ελεύθερη έρευνα και να εκμεταλλεύονται τη μετριότητα και την
ασθενική ηθική των καθημερινών ανθρώπων, έτσι ώστε να διατηρείται σε τάξη η
κοινωνία[8].
Την αριστοκρατική εκδοχή της πλατωνικής αλήθειας , μετά
από ένα σύντομο διάλειμμα της εμφάνισης της σοφιστικής κίνησης όπου τέθηκε εν αμφιβόλω το πλατωνικό πλαίσιο
εισάγοντας για πρώτη φορά μια δημοκρατική εκδοχή της αλήθειας διαδέχτηκε ,in sensolato, η αντίστοιχη ιουδαιοχριστιανική εκδοχή ,στην οποία
φορέας της αλήθειας ήταν η θεολογία και οι υπηρετούντες αυτήν. Για τον προνεωτερικό άνθρωπο , η
αλήθεια και η πραγματικότητα, που ήταν ταυτισμένες, αποτελούσαν το προϊόν της
πρόθεσης του Θεού, όντας ενσωματωμένες άπαξ δια παντός στο σχήμα της Θείας
δημιουργίας.
Επανέρχεται δηλαδή με άλλο τρόπο πάλι, έστω και σχετικά
διαφοροποιημένη, η πλατωνική εκδοχή. Η εμφάνιση της νεωτερικότητας , μέσα από
σφοδρή σύγκρουση με την ancientregime ,μεταβάλλει πάλι το πεδίο. Η εποχή του διαφωτισμού
τοποθετεί το Δικαστήριο του Λόγου στο επίκεντρο των αποφάνσεων «εναντίον όλων
των αστήρικτων φιλοδοξιών και αξιώσεων (αναγγέλλοντας) το καθήκον της
φιλοσοφίας να εξαλείψει τις ψευδαισθήσεις οι οποίες οφείλονται σε εσφαλμένες
αντιλήψεις» και να διακηρύξει ότι η γνώμη – οριζόμενη ως μια άποψη που δεν
φέρει τη σφραγίδα του Λόγου- είναι εντελώς απαράδεκτη[9].
Κατά κοινή ομολογία , η καντιανή αντίληψη ήταν σαφώς
δημοκρατική. Η δημοκρατικότητα συνίσταται στο ότι η φιλοσοφική αλήθεια όφειλε να
είναι ένα είδος αλήθειας που μπορούσε να διαθέσει και να χρησιμοποιήσει κάθε ον
προικισμένο με λογικές ικανότητες και οι περισσότεροι άνθρωποι πράγματι είναι
τέτοια όντα. Το στενό μονοπάτι που οδηγεί έξω από το πλατωνικό σπήλαιο γίνεται
μεγάλος δρόμος που μπορούν να διαβεί σχεδόν το σύνολο των ανθρώπων. Η
προοδευτική εξάπλωση του Λόγου θα υπερνικήσει την κοινή λογική των διαφόρων
πεποιθήσεων μέχρι την τελική επικράτηση της φιλοσοφικής αλήθειας.
Βεβαίως οι εξελίξεις δεν δικαίωσαν το μεγάλο φιλόσοφο του
Καίνιξμπεργκ. Στο τέλος της νεωτερικότητας , το νεανικό όραμα της φιλοσοφίας
του κατεστημένου διαφωτισμού «να
κατακτήσει και να σαγηνεύσει τα μη φιλοσοφικά μυαλά με την ίδια τη λογικότητα
και να ξεμπερδεύει μια για πάντα με την ακατέργαστη και ασταθή κοινή λογική,
αντικαταστάθηκε από λυπημένες και μελαγχολικές σκέψεις για την κωφότητα του
κοινού νου ή της κοινής συνείδησης και για τη σθεναρή αντίστασή τους απέναντι
στη φωνή του καθολικού φιλοσοφικού λόγου και στις προσπάθειες αναμόρφωσής
τους. Η φιλοσοφία μπορεί
ακόμη να αναζητεί τη βεβαιότητα, αλλά μια βεβαιότητα που καταφανώς και με
αδήριτο τρόπο της λείπει είναι
η βεβαιότητα ότι θα είναι ο νικητής της συζήτησης»[10].
Δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει κανείς με το ακόλουθο συμπέρασμα του
Μάρτιν Χάιντεγκερ: « Η φιλοσοφία δεν μπορεί ποτέ να αναιρέσει την κοινή
λογική, καθότι η τελευταία κωφεύει απέναντι στη γλώσσα της φιλοσοφίας. Μήτε
μπορεί καν να επιθυμεί κάτι τέτοιο, καθότι η κοινή λογική είναι τυφλή απέναντι
σε ό,τι θέτει ενώπιόν της η φιλοσοφία ως ουσιώδες όραμα»[11] .
Η κατάληξη του καντιανού οράματος ήταν η εγκατάλειψη της
μάχης με την κοινή λογική και η εγκαινίαση της μάχης μόνο μεταξύ των φιλοσόφων,
οι οποίοι φαίνονται πεισμένοι ότι ατός είναι ο χώρος που τους ανήκει.
Από την άλλη μεριά, ο κόσμος της κοινής λογικής διαφεύγει
, βυθισμένος στις καθημερινές του επιδιώξεις και απασχολήσεις, πάντα προς το
εύκολα διαθέσιμο , από το ένα τρέχον πράγμα στο άλλο, σε μια συνεχή διαδικασία
πλάνης. Ο νεωτερικός άνθρωπος πλανάται συνεχώς, κάτι που τον αποτρέπει από την
πρόσβαση στην αλήθεια. Είναι ον που κρύβεται από την αλήθεια. Επομένως η κοινή λογική ομιλεί πάντοτε
από τα βάθρο που βρίσκεται στον αντίποδα της αλήθειας. Ο δρόμος της διαχωρίζεται από τον αντίστοιχο
δρόμο του Λόγου και της αλήθειας. Όμως , και αυτό είναι το σημαντικό, το ότι
ο νεωτερικός άνθρωπος κρύβεται διαμέσου της κοινής λογικής από την φιλοσοφική
αλήθεια, αφήνει ανέγγιχτα και διακριτά τα όρια των δύο «ομιλιών».
Η σημαντική αλλαγή που σημειώνεται με το πέρασμα
στη σημερινή μετανεωτερική εποχή, είναι ακριβώς η προσπάθεια εξαφάνισης αυτών
των ορίων , τα οποία αναφέραμε μόλις προηγουμένως. Η μεταμοντέρνα μορφή «απόκρυψης»
συνίσταται όχι τόσο στο να κρύβεις την αλήθεια του Όντος πίσω από το ψεύδος των
όντων, αλλά στο να θολώνεις ή και να εξαλείφεις εντελώς τη διάκριση ανάμεσα
στην αλήθεια και στο ψεύδος στο εσωτερικό των ίδιων των όντων, και έτσι να
καθιστάς άνευ σημασίας και άνευ νοήματος τα θέματα «της καρδιάς του ζητήματος»,
της σημασίας και του νοήματος[12] . Αναδύεται με κάθε
μεγαλοπρέπεια η έννοια
της αυτοπραγμάτωσης[13] ως βασικού ερμηνευτικού εργαλείου της
μεταμοντέρνας κατάστασης. Μέσω αυτής της έννοιας οι μεταμοντερνιστές
χαριεντίζονταν με την τελεσίδικη απομάγευση του κόσμου, η οποία αποτίναξε και
τα τελευταία απομεινάρια εναρμονιστικού ορθολογισμού, διαλύοντας το ενιαίο και
συμπαγές πρόταγμα του στην
ελευθεριάζουσα αμετροέπεια των πολλαπλών λόγων και των κατακερματισμένων
πράξεων. Η μαζικοδημοκρατική κοινωνία της μετανεωτερικής εποχής ,
εγκαταλείποντας ή καταστρέφοντας τις ολοποιητικές εναρμονιστικές φιλοδοξίες της
νεωτερικότητας, δύο μόνον διαδικασίες κατορθώνει, πρακτικά, να συσχετίσει
οργανικά στους κόλπους της :την πολτοποίηση της συλλογικότητας- τα «πρόσωπα»
καθίστανται άμορφη μάζα τυποποιημένων μονάδων, διασκορπισμένα εντός της ισοπεδωτικής εγκοσμιότητας – με τον ατομοκεντρικό υποκειμενισμό
υπερφίαλων υπάρξεων, που είναι πάντα πρόθυμες να αναγνωρίσουν υψίστη σπουδαιότητα στην ιστορική
ουτιδανότητα της συνείδησης και των ενεργημάτων της.
Γ.
Είναι όμως η ώρα να επανέλθουμε στο αρχικό μας ερώτημα
και με βάση τα όσα αναφέρθηκα να
επιχειρήσουμε μια απάντηση.
Έχουμε αναφέρει προηγουμένως : ότι η διαδικασία της
επικύρωσης των διαφόρων πεποιθήσεων μέσω
της επενέργειας της αλήθειας λαμβάνει μια εριστική χρήση «Η ιδέα της αλήθειας
ανήκει στη ρητορική της εξουσίας. Δεν έχει νόημα παρά μονάχα στο πλαίσιο της
αντιπαράθεσης των πεποιθήσεων. Στη μετανεωτερική εποχή , με την ανάδυση και την
εγκαθίδρυση της έννοιας της αυτοπραγμάτωσης εκλείπει παντελώς η διάσταση της
έριδος για την αλήθεια που ανήκε στη ρητορική της εξουσίας. Οι μετανεωτερικοί άνθρωποι εκφράζουν
τις απόψεις τους και το μοναδικό κριτήριο αληθείας είναι …ο εαυτός τους. Δεν
επιζητούν κριτήρια αληθείας που εδράζονται είτε στη Φύση, είτε στην Κοινωνία,
είτε στον επιστημονικό λόγο. Είναι απολύτως κατακερματισμένοι σε τέτοιο
βαθμό που δεν ερίζουν για την αλήθεια σε σχέση με αυτό που πιστεύουν οι άλλοι.
Η αυτοπραγμάτωση τους επιτρέπει να ισχυριστούν ότι ο κάθε ένας έχει τη δικιά
του αλήθεια που απορρέει από τα κριτήρια που ο ίδιος θέτει. Η ιδέα της αλήθειας
ως ρητορική της εξουσίας εξαφανίζεται, παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες.
Συνεπώς η εξουσία, η οποία εξακολουθεί βεβαίως να υπάρχει, παραμένει απτόητη
παρά τα εκατομμύρια των απόψεων που καθημερινά «ανεβαίνουν» σε εκατομμύρια
ιστοσελίδες και δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης. Όλες οι απόψεις, υπέρ ή κατά
της εξουσίας ,ως εκφράσεις κατακερματισμένων υπάρξεων , εισρέουν σε μια μεγάλη
χύτρα, όπου παραμένουν χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Απλά υπάρχουν. Κανένας δεν
ενδιαφέρεται για αυτές. Το αντίθετο συμβαίνει: αποτελούν ένα τεράστιο άλλοθι
περί της επέκτασης της δημοκρατίας. Ο
εξουσιαστικός λόγος παραμένει αλώβητος και σε άλλα χέρια. Η λογική της εξουσίας
καθοδηγείται από εντελώς διαφορετικά κριτήρια βοηθούμενη, όμως, τα μέγιστα, από
αυτό το τεράστιο δίχτυ των «άφωνων απόψεων». Η σκλήρυνση των καταπιεστικών
μηχανισμών της εξουσίας συμβαδίζει με του τρομακτικού μεγέθους αλλαγές που
συντελούνται σε πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό και γεωπολιτικό επίπεδο σε
ολόκληρο τον πλανήτη. Μόνο η τρομακτική σκλήρυνση αυτών των
μηχανισμών μπορεί να έχει αποτελέσματα στις συντελούμενες σαρωτικές αλλαγές των
οποίων όλοι είμαστε μάρτυρες.
[4] Alfred Schutz,
Common- sense and scientific interpretation of human action, Collected Papers,
Volume I, Martinus Nijhoff 1967.
[6] Richard Rorty,
Pragmatism, Davidson and Truth, Objectivity, Relativism, and Truth, Cambridge University Press 1991.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου