analyst
.
.
Η απάντηση εξαρτάται από το εάν η κυβέρνηση της θελήσει να τηρήσει τις προεκλογικές της δεσμεύσεις, χωρίς κυβιστήσεις ελληνικού τύπου – ενώ η σταδιακή πορεία προς την έξοδο της θα άρχιζε πιθανότατα με τη βοήθεια της υιοθέτησης ενός παράλληλου νομίσματος.
.του Άρη Οικονόμου
Ανάλυση
Ξεκινώντας με μία γεωπολιτική διαπίστωση του κ. Ζακυνθινού, ο πρόεδρος Trump αποχώρησε από την σύνοδο κορυφής των G7 στον Καναδά με έναν εντυπωσιακό τρόπο που δεν άφησε καμία αμφιβολία σχετικά με το τι σκέφτεται. Με απλά λόγια ήταν σαν να είπε «Τι θέλω εγώ εδώ, με τον Πολωνό D. Tusk και τους έξι νάνους; Έτσι και αλλιώς τους ελέγχω, με την ανάληψη του ρωσικού δυτικού μετώπου από τους αμερικανούς στρατηγούς μου. Καλύτερα λοιπόν να ασχοληθώ με κάτι πιο σοβαρό». Έτσι προτίμησε να φύγει πιο ενωρίς για τη συνάντηση του με τον ηγέτη της Βορείου Κορέας – γνωρίζοντας πως η περιοχή είναι πολύ πιο σημαντική, για την ηγεμονία των Η.Π.Α. στον πλανήτη.
Στην πραγματικότητα τώρα οι αμερικανοί στρατηγοί θέλουν να έχουν ελευθερία στις στρατιωτικές κινήσεις τους – ενώ η υπουργός αμύνης της Γερμανίας τους την εξασφαλίζει απόλυτα, όσο και αν δήθεν εξοργίζεται η καγκελάριος.
Για να καταλάβουν δε όλοι στην Ευρώπη τι ακριβώς συμβαίνει και ποιός έχει το «επάνω χέρι», χιλιάδες τεθωρακισμένα πλημμύρισαν τις γαλλικές, βελγικές, γερμανικές και πολωνικές εθνικές οδούς με κατεύθυνση τα σύνορα της Ρωσίας – με την αιτιολογία του παγκοσμίου κυπέλλου ποδοσφαίρου, όπου ο στόχος είναι να εξασφαλισθεί πως δεν θα συμβεί τίποτα, όπως ανέκαθεν στο παρελθόν όταν διενεργούνταν ανάλογες εκδηλώσεις (Κριμαία, σύγκρουση με τη Γεωργία).
Ανεξάρτητα τώρα από τις γεωπολιτικές εξελίξεις, μετά την εκλογή του κόμματος των «Πέντε Αστέρων» στην Ιταλία, μαζί με τη ακροδεξιά «Λίγκα του Βορά», οι επενδυτές εμφανίζονται πολύ νευρικοί, όσον αφορά το μέλλον του ευρώ. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από τις αυξημένες αποδόσεις των δεκαετών ιταλικών ομολόγων, στο 2,89% τώρα (πηγή) – όταν των ισπανικών είναι μόλις στο 1,41%.
Φυσικά επηρεάζονται από την πολιτική της ΕΚΤ, η οποία εκβιάζει τη νέα ιταλική κυβέρνηση όπως συνηθίζει (ανάλυση), αλλά ασφαλώς δεν είναι η μοναδική αιτία – ενώ οφείλουμε να γνωρίζουμε πως τα επιτόκια των ομολόγων δεν επιβαρύνουν άμεσα το δημόσιο αλλά τις τράπεζες, οι οποίες είναι υποχρεωμένες να αναπροσαρμόζουν τους ισολογισμούς τους ανάλογα με τις τιμές των ομολόγων που κατέχουν. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που όταν υποτιμάται ένα κράτος από τις εταιρείες αξιολόγησης, ακολουθεί λίγο αργότερα η υποτίμηση των τραπεζών του.
Εν τούτοις, η νευρικότητα των αγορών δεν δικαιολογείται από τις τελευταίες εξελίξεις, όπως είναι η δήλωση του οικονομολόγου που αποτελούσε το κόκκινο πανί για τη Γερμανία – με την εχθρότητα του απέναντι στο ευρώ και την παρομοίωση του ως το όπλο επέλασης του 4ου Ράιχ. Σύμφωνα με αυτήν, δεν προτείνει πλέον την αποχώρηση της χώρας του από το ευρώ, το οποίο θεωρεί απαραίτητο (πηγή) – οπότε φαίνεται ότι πρόκειται για μία ακόμη κυβίστηση, όπως ήταν η ελληνική το 2015.
Δεν δικαιολογείται ούτε από τα σημερινά οικονομικά μεγέθη της χώρας – αφού έχει επιστρέψει σε πορεία ανάπτυξης (0,3%), έχει μειώσει το έλλειμμα του προϋπολογισμού της (-2,3%), το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της είναι θετικό (+2,8%), οι εξαγωγές της αυξημένες κοκ. Εν τούτοις, δεν θα έπρεπε να στοιχηματίσει κανείς στην παραμονή της στην Ευρωζώνη, τουλάχιστον μακροπρόθεσμα – αφού η οικονομία της είναι στάσιμη για πάρα πολλά χρόνια, το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι χαμηλότερο από το 1999, η βιομηχανική της παραγωγή έχει υποχωρήσει σημαντικά, οι τράπεζες της είναι υπερχρεωμένες και η ανταγωνιστικότητα της ευρίσκεται στο ναδίρ.
Σε κάθε περίπτωση, χωρίς το «εργαλείο» της υποτίμησης του νομίσματος της και της αύξησης της ρευστότητας στην οικονομία της, δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τα διαρθρωτικά της προβλήματα που επιδεινώνονται από το ευρώ – ούτε να ανακτήσει τη χαμένη ανταγωνιστικότητα της. Εάν δε έκανε το λάθος να δεθεί χειροπόδαρα από την Ευρώπη, όπως η Ελλάδα, θα μετατρεπόταν πολύ γρήγορα σε γερμανικό προτεκτοράτο – κάτι που δεν πιστεύουμε ότι θα γινόταν ποτέ αποδεκτό από τους Ιταλούς.
Ορισμένοι βέβαια ισχυρίζονται πως θα έπρεπε να περιμένει κανείς, έως ότου η Ιταλία επιλύσει τα διαρθρωτικά της προβλήματα μόνη της και εντός του ευρώ – αφού δεν έχει καμία άλλη βιώσιμη δυνατότητα. Όμως, τα προβλήματα αυτού του είδους δεν αντιμετωπίζονται ποτέ όταν μία χώρα είναι βυθισμένη στην ύφεση ή έχει μία ανεμική ανάπτυξη, όπως η Ιταλία σήμερα – αφού τότε ο πληθυσμός της δεν είναι πρόθυμος να στηρίξει της απαιτούμενες αλλαγές.
Συνεχίζοντας, η Ιταλία μάλλον δεν θα επιδιώξει ποτέ την απ’ ευθείας έξοδο της από την Ευρωζώνη – όπως άλλωστε συνεπάγεται από τη δήλωση του κ. P. Sanova, ο οποίος συμμετέχει ως υπουργός ευρωπαϊκών υποθέσεων σε μία κυβέρνηση που οι περισσότεροι είναι πολέμιοι του ευρώ. Εκτός αυτού, ανέκαθεν οι χώρες που εγκατέλειπαν μία νομισματική ένωση το έκαναν μόνο όταν δεν είχαν καμία άλλη επιλογή – ενώ κανένας δεν γνωρίζει εάν και πότε η Ιταλία θα φτάσει σε αυτό το σημείο.
Στα πλαίσια αυτά, τυπικό παράδειγμα μίας ακούσιας αποχώρησης είναι η Γαλλία του 1936 – στην οποία, όταν η κυβέρνηση είχε αναληφθεί από τα αριστερά κόμματα συμπεριλαμβανομένων των κομμουνιστών, δεν υπήρχε καμία απολύτως πρόθεση εγκατάλειψης του κανόνα του χρυσού (όπου το ευρώ έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τον εν λόγω κανόνα). Αντίθετα, η νέα κυβέρνηση είχε διαβεβαιώσει τους Γάλλους ότι, δεν θα επεδίωκε κανενός είδους συναλλαγματικά πειράματα – γνωρίζοντας πόσο επικίνδυνα είναι.
Εν τούτοις, το δημοσιονομικό της πρόγραμμα ήταν τόσο επεκτατικό, ώστε ήταν απίθανη η παραμονή της στον κανόνα του χρυσού – αφού άρχισαν να μειώνονται τα αποθέματα της κεντρικής της τράπεζας (γράφημα, πηγή), οπότε ουσιαστικά ήταν αναγκασμένη να το κάνει. Έτσι, μερικούς μήνες μόνο αργότερα, το Σεπτέμβριο του 1936, η Γαλλία εγκατέλειψε τον κανόνα του χρυσού και υποτίμησε κατά 30% το νόμισμα της – αφού δεν ήταν σε θέση να χρηματοδοτήσει διαφορετικά το πρόγραμμα της.
Συμπερασματικά λοιπόν η Ιταλία θα βρεθεί σε μία ανάλογη θέση, εάν η κυβέρνηση της θελήσει να τηρήσει τις προεκλογικές της δεσμεύσεις, χωρίς κυβιστήσεις ελληνικού τύπου – υπενθυμίζοντας πως ήταν οι εξής: (α) ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ύψους 780 € μηνιαία και κόστους 17 δις € για την οικονομία, (β) μειώσεις φόρων κόστους 80 δις € και (γ) κατάργηση των συνταξιοδοτικών μεταρρυθμίσεων κόστους 15 δις €. Δηλαδή συνολικά 112 δις € ετησίως, όταν η χώρα έχει δεσμευθεί να εξοικονομήσει 12,5 δις € το 2019 και 20 δις € το 2020 – με εναλλακτική την αύξηση του ΦΠΑ από το 22% στο 25% το 2021.
Ενδεχομένως δε η πορεία προς την έξοδο θα ξεκινήσει με τη βοήθεια της υιοθέτησης ενός παράλληλου νομίσματος – ενώ ακόμη και αν της εγκρινόταν η διαγραφή χρέους ύψους 250 δις € που ζήτησε από την ΕΚΤ, η οποία λογικά αποκλείεται (εκτός εάν συμφωνηθεί ένα ανάλογο PSI με την Ελλάδα που όμως θα της κόστιζε πολύ περισσότερο, αφού το χρέος της είναι σε μεγάλο βαθμό εσωτερικό), απλά θα καθυστερούσε το μοιραίο για μερικά μόνο χρόνια, εάν δεν την μετέτρεπε σε γερμανικό προτεκτοράτο, όπως τη χώρα μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου