Η επέλαση του κοσμοπολιτισμού/διεθνισμού και η ανάδυση του πατριωτισμού/διεθνισμού
Τριάντα πέντε χρόνια πριν, το 1981, ευρισκόμενος στην Κύπρο είχα επισημάνει ότι «θα πρέπει κάποτε να γίνει ένα ξεκαθάρισμα ανάμεσα στα εθνικά σύμβολα και την καπηλεία τους από τη μεριά των πατριδοκάπηλων, όπως κάποτε θα πρέπει να γίνει και ένα ξεκαθάρισμα ανάμεσα στο λαθρεμπόριο του διεθνισμού και τον διεθνισμό τον ίδιο. Στον βαθμό που η πραγματική σοσιαλιστική προοπτική είναι ακόμη πολύ μακριά, το κεφάλαιο, μπορεί να μην έχει πατρίδα, αλλά το προλεταριάτο και η αγροτιά δυστυχώς έχουν ή ευτυχώς οφείλουν να έχουν. Αυτό φροντίζουν να μας το υπενθυμίζουν όχι μόνο οι Ιρλανδοί πατριώτες, αλλά και οι Πολωνοί εργάτες που επανέφεραν τα ξεχασμένα από το 1882 λόγια του Ένγκελς. Τόνιζε πως “μέχρι να λυθεί το εθνικό πρόβλημα της πατρίδας τους έχουν όχι μόνο δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση να είναι πρώτα απ’ όλα εθνικιστές και ύστερα διεθνιστές”- στο άμεσο πολιτικό προσκήνιο, δίνοντάς τους το πιο βαθύ πατριωτικό και σοσιαλιστικό περιεχόμενο».
του Λουκά Αξελού
Δεν έχω να προσθέσω ούτε ένα «ν» στην άποψή μου αυτή γιατί, δυστυχώς, το πρόβλημα εξακολουθεί να παραμένει.
Ο Ιρλανδός ή ο Ιρακινός «εθνικιστής» που υπερασπίζεται την πατρίδα του δεν είναι το ίδιο με τον Βρετανό και Αμερικανό εθνικιστή που εισέβαλε σε αυτή.
Ο Ελληνοκύπριος ή Παλαιστίνιος «εθνικιστής» καταδιωκόμενος ή ξεριζωμένος από τα πατρογονικά εδάφη δεν είναι το ίδιο με τον Τούρκο ή Ισραηλινό «εθνικιστή» που εισέβαλε στα εδάφη αυτά.
Η ελευθερία ως προαπαιτούμενο του πατριωτισμού
Ακόμα και τα ίδια πρόσωπα μπορεί να είναι προοδευτικά, όταν αμύνονται, και να γίνουν αντιδραστικά, όταν επιτίθενται. Ο πατριωτισμός, ο διεθνισμός, το αίσθημα κοινωνικής χειραφέτησης και δικαιοσύνης δεν λειτουργούν ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες συνθήκες οργάνωσης μιας κοινωνίας.
Γιατί στην οργάνωση αυτή η σχέση δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας αποτελεί το υπόβαθρο-πλαίσιο, εντός του οποίου μπορούμε να επεξεργαστούμε και να στηρίξουμε την έννοια του δημοκρατικού πατριωτισμού. Το προοδευτικό ή αντιδραστικό περιεχόμενο προσδιορίζεται από την συγκεκριμένη κατάσταση και αυτή είναι η βαθιά διαφορά του ρεύματος που ανάγει τις ρίζες του στον Ρουσσώ και τον Ρήγα με τους ά-χρονους/ά-τοπους διεθνιστές.
Η στάση του Ρουσσώ, αλλά και όλης της ριζοσπαστικής πτέρυγας των Διαφωτιστών, συγκλίνει στην πεποίθηση ότι η παραδοχή της ελευθερίας ως αναντικατάστατης φυσικής αξίας, αποτελεί απαραίτητο προαπαιτούμενο της αυθεντικής αγάπης προς την πατρίδα, του αληθινού πατριωτισμού.
Το εθνικοαπελευθερωτικό-δημοκρατικό όραμα
Σ’ αυτό το πλαίσιο κινείται και η όλη οπτική του Ρήγα και των συντρόφων του, εμποτισμένη όμως ιδιαίτερα από το εθνικοαπελευθερωτικό-δημοκρατικό όραμα του βαλκάνιου ριζοσπαστισμού. Είναι αυτός ο λόγος που η πολιτική-πολιτειακή πρόταση του Βελεστινλή, ξεπερνά τα κυρίαρχα ασφυκτικά πλαίσια, συγκροτώντας ένα καινούργιο σύστημα αρχών και αξιών με σαφή φιλελεύθερο, πατριωτικό και δημοκρατικό προσανατολισμό.
Η συγκεκριμένη ανάλυση της Νέας Πολιτικής Διοικήσεως, αλλά και του Θούριου, και του Ύμνου Πατριωτικού, κατέδειξαν νομίζω, ότι η καταγγελία του δεσποτισμού, η ανάδειξη της ελευθερίας σε πρώτιστη αξία, η εθνική ανεξαρτησία, η αγάπη και υπεράσπιση της πατρίδας, η ανεξιθρησκία, ο αντιμοναρχικός πολιτειακός χαρακτήρας, η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, η κοινωνική ευαισθησία και πρόνοια και η σταθερή προσήλωση στα ατομικά δικαιώματα και τις δημοκρατικές αξίες και αρχές, αποτελούν τους σταθερούς άξονες του ιδεολογικοπολιτικού του κόσμου.
Η ανάδειξη του κοινωνικού δίπλα στο εθνικό και του πατριωτικού δίπλα στο διεθνικό, αποτελεί, ίσως, την μεγαλύτερη πολιτική του κατάκτηση και αποτυπώνεται στην ουσιαστική σύνδεση των στόχων της εθνικής απελευθέρωσης με την αναγκαιότητα της κοινωνικής αλλαγής που διαπερνά και διαποτίζει όλο του το έργο.
Ο Ρήγας, χρησιμοποιώντας ως αφετηρία και υπόβαθρο την ρουσσωική λογική της λαϊκής κυριαρχίας «ἐν ᾑ ὁ δῆμος ἐστιν κρατών», την προεκτείνει δίνοντάς της ευρύτερο περιεχόμενο στο άρθρο 109 της Νέας Πολιτικής Διοικήσεως που ορίζει: «Η γενική δύναμις της δημοκρατίας συνίσταται εις ολόκληρον το έθνος», διατύπωση που βρήκε την πρακτική της αποτύπωση στα τρία πρώτα Ελληνικά Συντάγματα και ιδιαίτερα στο πρωτοπόρο Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827.
Η λογική της αριστοκρατίας του χρήματος
Το κυρίαρχο συγκρότημα εξουσίας, η αριστοκρατία του χρήματος, προσπαθεί στα πλαίσια μιας νεοταξικής λογικής, διεθνιστικού –τάχα μου– χαρακτήρα να θολώσει τα νερά, να κουκουλώσει τις διαφορές ανάμεσα στα καταπιεστικά και καταπιεζόμενα έθνη, ανάμεσα στις κυρίαρχες και υποτελείς τάξεις. Σε αυτό το αντιφατικό, κατακερματισμένο πεδίο δίνεται ένας κατεξοχήν άνισος αγώνας. Οι συνθήκες άλλαξαν, η καταπίεση όμως και τα προβλήματα παραμένουν.
Αυτό που οι μεταμοντέρνοι διεθνιστές παρουσιάζουν ως σύγχρονο και διεθνιστικό είναι άραγε τέτοιο; Μήπως αυτό που φαντάζει «καθυστερημένο» και εθνικό έχει πιο ριζοσπαστικό και απελευθερωτικό περιεχόμενο;
Η απάντηση δεν είναι καθόλου εύκολη και δεν θα ήθελα μονομερώς να εκτεθώ στα ανεπαρκή ναι ή όχι. Θα χρησιμοποιήσω όμως ως έμμεση συνηγορία της άποψής μου τα λόγια ενός εκδότη και διανοούμενου, του Αντρέ Σίφριν, που μιλώντας για τον άνισο αγώνα που σε παγκόσμιο επίπεδο δίνεται και στον χώρο του βιβλίου σημειώνει χαρακτηριστικά:
«Η μάχη, ωστόσο, δεν έχει κριθεί ακόμα. Αν η κατάσταση στις αγγλοσαξονικές χώρες είναι τόσο άσχημη όσο την περιέγραψα, το θέμα δεν θεωρείται λήξαν για την Ευρώπη, όπου ορισμένες αρχαϊκές δυνάμεις, όπως η πεισματική υπεράσπιση της εθνικής ιδιαιτερότητας και το τοπικιστικό πνεύμα, όσο αποξενωμένες κι αν είναι από το δημοκρατικό ιδεώδες, μπορούν να υπάρξουν χρήσιμοι σύμμαχοι. Ο αγώνας συνεχίζεται…».
Τώρα και στην Σκωτία, θα συμπλήρωνα εγώ, όπου η σκωτική Αριστερά πρωταγωνίστησε ως ηγέτιδα εθνική δύναμη απέναντι στους Αγγλοσάξωνες, σε μια αναμέτρηση που η ιστορία παίρνει την εκδίκησή της.
Είναι το έθνος μια κατασκευασμένη «φαντασιακή κοινότητα»;
Είμαι βέβαιος ότι τα όσα προηγουμένως εξέθεσα, δεν κάλυψαν παρά μόνο ορισμένες πλευρές του ζητήματος, ιδιαίτερα μάλιστα αφού δεν υπήρχαν περιθώρια για μιαν εξαντλητική περιδιάβαση, τόσο στις επιμέρους διαφορετικές τοποθετήσεις των δύο άλλων, αντιπροσωπευτικών κατά Γουώκερ, τάσεων του μαρξισμού πάνω στο Εθνικό Ζήτημα, όσο και την τεράστια, επέκεινα της μαρξιστικής εκδοχής, βιβλιογραφία.
Υπ’ αυτήν την έννοια η όλη προσέγγιση υπολείπεται όσον αφορά ένα σύνολο, ειδικών ζητημάτων, όπως λ.χ. ο ταλανισμός που διαπερνά και την ελληνική σκέψη ανάμεσα στο εθνικό πλαίσιο και το παγκόσμιο, με αποτέλεσμα να διχάζεται αναπόφευκτα ανάμεσα «στις δύο μας πραγματικότητες». Αυτές που ο Καρλ Γιάσπερς εύστοχα εντόπισε ως ελληνορωμαϊκή μας παράδοση και ανατολικομεσογειακή πτυχή μας, γεγονός που δημιουργεί ξεχωριστούς όρους και προϋποθέσεις στην μελέτη του εθνικού φαινομένου ως προς τα καθ’ ημάς.
Εκείνο όμως που θέλω να ελπίζω, είναι ότι η όλη ανάλυση απέδειξε το έωλο, ρηχό και αντιεπιστημονικό των αναλύσεων της αναθεωρητικής ιστορικής σχολής (ιδιαίτερα της υπό μαρξικήν επικάλυψη περιφερόμενης), που εδώ και μερικές δεκαετίες προσπαθεί να αποδομήσει την έννοια του έθνους από τα ιστορικά και τα πραγματικά του ερείσματα, ανάγοντάς το σε κάτι το εξωπραγματικό. Μια κατασκευασμένη «φαντασιακή κοινότητα», που και στην περίπτωση που υπάρχει δεν είναι παρά ένα σύγχρονο κρατικό κατασκεύασμα.
Δυστυχώς γι’ αυτούς, η θεωρητική, πολιτική και πρακτική παράδοση της μείζονος –μη περιθωριακής– Αριστεράς, είναι, παρ’ όλα τα υπαρκτά κενά και αντιφάσεις, συντριπτική. Τι χρεία άλλων μαρτύρων έχουμε, όταν οι Μαρξ και Ένγκελς (ακόμα και στα «χειρότερά» τους) χρησιμοποιούν μεν υποτιμητικές εκφράσεις για «μελίσσια εθνοτήτων», «έθνη και εθνάκια» ή «εκ φύσεως αντεπαναστατικά έθνη», πάντα όμως ως σοβαροί επιστήμονες αναφέρονται σε έθνη, σε υπαρκτές ιστορικές οντότητες και όχι σε φαντασιακές κοινότητες και άλλα ηχηρά παρόμοια.
Πηγή stavroslygeros.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου