Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ
ΔΙΟΙΚΗΣΗ
Ο πρίγκιπας Γεώργιος, δευτερότοκος γιος του βασιλέως Γεωργίου Α' της Ελλάδας, ορίστηκε ως ύπατος αρμοστής Κρήτης με τριετή θητεία. Στις 9 / 21 Δεκεμβρίου 1898 έφθασε στη Σούδα με τη Ρωσική ναυαρχίδα «Νικόλαος Α'», η οποία συνοδευόταν και από άλλα πολεμικά πλοία των άλλων Δυνάμεων, όπου τον υποδέχθηκαν πανηγυρικά. Στο λιμένα της Σούδας τον υποδέχτηκαν οι Ναύαρχοι Ποττιέ, Νόελ, Σκρύδλωφ και Μπέτολλο και, φυσικά, οι ενθουσιώδεις Κρητικοί, που έβλεπαν τα όνειρά τους για αυτοδιάθεση να πραγματοποιούνται. Ο πρόεδρος του συμβουλίου των Ναυάρχων, ο Γάλλος ναύαρχος Ποττιέ, του παρέδωσε επίσημα στο Διοικητήριο Χανίων τη διοίκηση της Κρήτης...
Τα Ευρωπαϊκά πολεμικά, έξω από το λιμάνι, χαιρέτιζαν με κανονιοβολισμούς την ύψωση της Κρητικής σημαίας. Τα Χανιά ήταν το πνευματικό, το διοικητικό, το εμπορικό και το βιομηχανικό κέντρο του νέου κράτους. Ο Μανούσος Κούνδουρος έγραφε στο ημερολόγιό του:
«Τὸ ἐθνικὸν γεγονὸς συνεπληρώθη. Ο Πρίγκιψ Γεώργιος τῆς Ἑλλάδος κατῆλθε σήμερον ἐνταῦθα μὲ τὸν τίτλον Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ τῶν Δυνάμεων, ἀλλὰ κατ’ ουσίαν ὡς ἀντιβασιλεύς. Οἱ Ναύαρχοι τῶν τεσσάρων Δυνάμεων Ποττιέ, Νόελ, Μπέτολλο καὶ Σκρύδλωφ τὸν ὑπεδέχθησαν ἐν Σούδᾳ. Στρατὸς δὲ διεθνὴς παρατεταγμένος καὶ πλῆθος Κρητῶν ἐχαιρέτιζε μετ’ ἐνθουσιασμοῦ τὴν εἴσοδόν του ἀπὸ Σούδας μέχρι Χανίων· ἔνθα ἐψάλη δοξολογία ἐν τῷ ναῷ τῶν Εἰσοδίων ἐπὶ τῇ αἰσίᾳ ἀφίξει του καὶ τῇ ἀπελευθερώσει τῆς νήσου.
Ὁ πρόεδρος τοῦ συμβουλίου τῶν ναυάρχων Ποττιέ, Γάλλος ναύαρχος τῷ παρέδωκεν ἐπισήμως ἐντὸς τοῦ Διοικητηρίου Χανίων, καὶ ἐνώπιον τῶν λοιπῶν ναυάρχων, τὴν ὑπερτάτην Διοίκησιν τῆς νήσου. Κρητικὴ δὲ σημαία ὑψωθεῖσα τὴν στιγμὴν ταύτην ἐχαιρετίσθη διὰ κανονιοβολισμῶν ὑπὸ τῶν ἔξωθι τοῦ λιμένος ἠγκυροβολημένων Εὐρωπ. πολεμικῶν πλοίων».
Σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο Γεώργιος ανέθεσε σε επιτροπή από 16 μέλη (12 Χριστιανούς και 4 Μουσουλμάνους), με πρόεδρο τον Ιωάννη Σφακιανάκη, τη σύνταξη σχεδίου Συντάγματος που θα ενέκρινε η Κρητική Συνέλευση, η οποία συγκροτήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 1899, ενώ ταυτόχρονα προκηρύχθηκαν για τις 24 του ίδιου μήνα εκλογές για να αναδειχθούν οι πληρεξούσιοι. Στις 2 Φεβρουαρίου η 16μελής επιτροπή ανακήρυξε τους νέους πληρεξουσίους της Συνέλευσης. Στις 8 Φεβρουαρίου έγινε η πρώτη συνεδρίαση της Κρητικής Συνελεύσεως, που αποτελείτο από 138 Χριστιανούς και 50 Μουσουλμάνους.
Η Συνέλευση, με πρόεδρο τον Ιω. Σφακιανάκη, ψήφισε το «Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας». Μετά την επικύρωσή του από τον ύπατο αρμοστή και την έγκρισή του, με ελάχιστες μεταβολές, από τις Μεγάλες Δυνάμεις, το Σύνταγμα δημοσιεύτηκε στις 16 Απριλίου 1899 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στις 27 Απριλίου 1899, ο ύπατος αρμοστής όρισε το Συμβούλιο του Ηγεμόνα, με πέντε Ανώτερες Διευθύνσεις, αντίστοιχες με τα σημερινά υπουργεία. Οι σύμβουλοι ήταν:
Ο Ιωάννης Σφακιανάκης δεν συμμετείχε, επειδή υπέβαλε στον αρμοστή ένα σχέδιο για το οριστικό πολίτευμα του νησιού, αλλά ο Γεώργιος δεν το ενέκρινε. Η Κρήτη ξεκινούσε τον πολιτικό της βίο ως αυτόνομο κράτος, το οποίο απολάμβανε και πλήρη οικονομική αυτονομία. Υπήρχαν ιδιαίτερο τελωνειακό σύστημα, ιδιαίτερη ιθαγένεια, ειδικό γραμματόσημο, η χαρακτηριστική σημαία και ιδιαίτερα παράσημα. Το νέο κράτος δεν είχε δικαίωμα να κηρύξει πόλεμο, αλλά να διεξαγάγει μόνον αμυντικό. Σύμφωνα με τις ημερολογιακές καταγραφές του Μανούσου Κουνδούρου, τα πρώτα χρόνια της αρμοστείας του Γεωργίου κυλούσαν ομαλά από την άποψη της δημόσιας τάξης, της διοργάνωσης του κράτους και του εν γένει εκπολιτισμού της νήσου.
Το συμβούλιο, που είχε αναδειχθεί από τις εκλογές, ξεκίνησε την προσπάθεια για να οργανώσει το κράτος στις βασικές του δομές. Στις 18 Μαΐου ο Βενιζέλος υπέβαλε πλήρη δικαστική νομοθεσία. Άρχισαν όμως οι διαφωνίες. Ο Γεώργιος, σκοπεύοντας να ταξιδέψει στην Ευρώπη, ανακοίνωσε στον κρητικό λαό ότι «κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ ταξιδίου του θὰ ἐζήτει ἀπὸ τὰς Μεγάλας Δυνάμεις τὴν ἕνωσιν τῆς Κρήτης καὶ ἤλπιζε νὰ ἐπιτύχει ταύτην λόγῳ τῶν συγγενικῶν του δεσμῶν». Η ανακοίνωση έγινε χωρίς να το ξέρει το συμβούλιο. Ο Βενιζέλος είπε στον πρίγκιπα ότι δεν θα ήταν καλό να δίνει στο λαό ελπίδες για κάτι που δεν ήταν εκείνη τη στιγμή δυνατό να πραγματοποιηθεί.
Όντως, οι Μεγάλες Δυνάμεις απέρριψαν το αίτημα του Γεωργίου. Οι δύο άνδρες ήλθαν πολλές φορές σε αντιπαράθεση και ο Βενιζέλος επανειλημμένα υπέβαλλε παραίτηση. Όταν συζητήθηκε στο συμβούλιο ο Προϋπολογισμός, ο Βενιζέλος ισχυρίσθηκε ότι το νησί δεν ήταν αυτόνομο, αφού κατεχόταν στρατιωτικά από τέσσερις Δυνάμεις και το κυβερνούσε εντολοδόχος τους. Θα έπρεπε, όταν θα έληγε η θητεία του πρίγκιπα, να ζητηθεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις να επιτρέψουν στη συνέλευση, με βάση το άρθρο 39 του Συντάγματος (που το είχε καταργήσει η συνδιάσκεψη της Ρώμης), να εκλέξει ανώτατο άρχοντα, οπότε δεν θα χρειαζόταν η παρουσία ξένων στρατευμάτων.
Μ’ αυτόν τον τρόπο το νησί θα απαλλασσόταν από το στρατό κατοχής και το διορισμένο αρμοστή των Μεγάλων Δυνάμεων. Έτσι θα μπορούσε ευκολότερα να πετύχει το στόχο, που ήταν η ένωση με την Ελλάδα. Την πρόταση αυτή την εκμεταλλεύθηκαν οι αντίπαλοι του Βενιζέλου για να πουν ότι ήθελε την Κρήτη ως αυτόνομη ηγεμονία. Απαντώντας στις ψευδείς και ανυπόστατες αιτιάσεις, υπέβαλε και πάλι την παραίτησή του με το αιτιολογικό ότι του ήταν αδύνατο πλέον να συνεργαστεί με τα υπόλοιπα μέλη του συμβουλίου και διαβεβαίωσε ότι δεν σκόπευε να ασκήσει αντιπολίτευση. Στις 17 Μαΐου 1901, σε έκθεσή του εξέθεσε τους λόγους που τον υποχρέωναν να παραιτηθεί· την επομένη τούς κατέθεσε προφορικά στον ύπατο αρμοστή.
Στις 18 Μαΐου ο Βενιζέλος απολύθηκε επειδή υποστήριξε δημόσια απόψεις αντίθετες μ’ αυτές που πρέσβευε ο αρμοστής. Πλέον, τέθηκε επικεφαλής της αντιπολίτευσης. Επί τρία χρόνια διεξήχθη μια σκληρότατη πολιτική διαμάχη, η διοίκηση παρέλυσε και κυριάρχησε η οξύτητα στο νησί. Και, αναπόφευκτα, τον Μάρτιο του 1905 ξέσπασε επανάσταση, της οποίας επικεφαλής τέθηκε ο Βενιζέλος. Η διένεξη τού Βενιζέλου με τον πρίγκιπα Γεώργιο πρέπει να γίνει κατανοητή σε συνάρτηση με την ανάπτυξη των βαθύτερων εσωτερικών ανταγωνισμών μέσα στην Κρητική κοινότητα.
Αν, πράγματι, η διάσταση των δύο μερών δεν είχε καταλήξει να εκφράσει μια βασική αντίθεση αρχών και μεθόδων ικανή να αντικατοπτρίζει μια περισσότερο ουσιαστική διαφοροποίηση της κοινής γνώμης, η σημασία του φαινομένου και η έκταση των επιπτώσεων θα ήταν οπωσδήποτε διαφορετικές. Αλλά και αντίστροφα, η συνειδητοποίηση της διαφοροποίησης ανάμεσα στα μέλη της Κρητικής κοινότητας θα είχε οπωσδήποτε επιβραδυνθεί αν η πολιτική ρήξη του 1901 δεν είχε καταλήξει στη συσπείρωση των αντιπολιτευτικών δυνάμεων, γύρω από ηγέτη ικανό να εκφράσει τις ενδιάθετες φιλελεύθερες ροπές και τη λανθάνουσα αντίθεση μεγάλης μερίδας της κοινής γνώμης απέναντι στις συγκεντρωτικές τάσεις της κεντρικής εξουσίας.
Οι βασικές αδυναμίες της αρμοστειακής κυβέρνησης εκδηλώνονταν κυρίως στο πεδίο της εφαρμογής του Συντάγματος, στο επίπεδο της διοικήσεως και στον τομέα της οικονομίας. Το Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας, εγκεκριμένο από την Κρητική Συνέλευση τον Μάρτιο του 1899, διακρινόταν για το συντηρητισμό του. Μολονότι η αναγνώριση της λαϊκής κυριαρχίας αποτελούσε την ουσιαστική βάση του, η οργάνωση και ο καταμερισμός της πολιτικής εξουσίας ήταν ιδιαίτερα συγκεντρωτικά. Ο ύπατος αρμοστής ήταν ο κύριος φορέας της εκτελεστικής και κυριότερο μέλος της νομοθετικής εξουσίας, ενώ, παράλληλα, ο δυσανάλογος περιορισμός των αρμοδιοτήτων της Βουλής δεν επέτρεπε το χαρακτηρισμό του πολιτεύματος ως κοινοβουλευτικού.
Αν όμως οι Κρήτες συγκατάνευσαν ομόθυμα, κάτω από τις κρίσιμες συνθήκες της μεταπολιτευτικής περιόδου, στο συγκεντρωτικό χαρακτήρα του νέου πολιτεύματος, ο ύπατος αρμοστής θα όφειλε από την πλευρά του, εκφράζοντας τις βαθύτερες τάσεις της ιθύνουσας κοινής γνώμης του τόπου, να έχει εμπνευσθεί στην εφαρμογή του από πνεύμα φιλελεύθερο και διάθεση μετριοπαθή. Η ιδιαίτερη όμως κλίση του προς τις μεθόδους της συγκεντρωτικής διακυβέρνησης και η απέχθεια προς την πρακτική του κοινοβουλευτισμού ήταν φυσικό να τον τρέψουν τελικά προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Η ουσιαστική κατάργηση του πολιτικού διαλόγου, η εκτροπή της διοίκησης σε πράξεις αυθαίρετες και ο ουσιαστικός αποκλεισμός των Κρητών από τη διαδικασία για τη λήψη των κρίσιμων αποφάσεων, αποτέλεσαν τις ακραίες αδυναμίες της αρμοστειακής διακυβέρνησης στο πολιτικό και το διοικητικό πεδίο. Η πρακτική του πολιτικού διαλόγου, συνυφασμένη με τη λειτουργία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, δεν αντέφασκε ουσιαστικά στο πνεύμα του συντηρητικού Κρητικού Συντάγματος, το οποίο και βασικά αναγνώριζε τα «έμφυτα δικαιώματα» του ανθρώπου.
Η εμμονή εν τούτοις των αρμοστειακών κύκλων στην ανάγκη για την τυφλή υπακοή στα κελεύσματα της κεντρικής εξουσίας είχε μεταβάλει το νομοθετικό σώμα σε όργανο, όχι διαβούλευσης αλλά πιστής εκτέλεσης αποφάσεων, συχνά αντίθετων προς το πνεύμα του πολιτεύματος. Ο διορισμός των δημοτικών αρχών, ο περιορισμός του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, η διοικητική ανάκληση της άδειας για έκδοση εφημερίδας, μέτρα βασισμένα σε αποφάσεις της ίδιας της Βουλής, υπογράμμιζαν την ανεξέλεγκτη παντοδυναμία της φιλοπριγκιπικής πλειοψηφίας εις βάρος των ουσιαστικών εγγυήσεων του Συντάγματος.
Παράλληλα, η παρέμβαση των πολιτικών επιρροών στο έργο της διοικήσεως επιτάθηκε με την πάροδο του χρόνου εις βάρος της αρχικής πιστής εφαρμογής των νομοθετικά κατοχυρωμένων αντικειμενικών κριτηρίων για το διορισμό, τη μετάθεση ή την ανάκλαση των δημόσιων υπαλλήλων και των δικαστικών λειτουργών. Ο χαρακτηρισμός, σύμφωνα προς το άρθρο 111 του Συντάγματος, των νόμων των δύο πρώτων ετών της αυτονομίας ως προσωρινών, έδωσε στις αρμοστειακές αρχές τη δυνατότητα να μεταβάλουν ριζικά το αρχικό νομοθετικό πλαίσιο και να υπαγάγουν τη λειτουργία του διοικητικού τομέα στον άμεσο έλεγχο της κεντρικής εξουσίας.
Το τελευταίο, εξάλλου, αυτό φαινόμενο έτεινε να συνδυασθεί ολοένα και περισσότερο με την εκχώρηση της ουσιαστικής διαχείρισης των πολιτικών θεμάτων σε Αθηναίους συμβούλους και δημόσιους λειτουργούς και την προώθησή τους στις καίριες θέσεις της διοίκησης. Η επάνδρωση του κρατικού μηχανισμού της Κρητικής Πολιτείας από τα έμπειρα στελέχη του ελεύθερου βασιλείου δεν θα έπρεπε να αποτελέσει την αφορμή δυσαρεσκειών, αν δεν είχε οδηγήσει στον παραμερισμό των ντόπιων στο διοικητικό τομέα και την υποτίμηση της πολιτικής παρουσίας τους στη διαχείριση των κρίσιμων θεμάτων της Πολιτείας.
Η συγκεφαλαίωση των αρνητικών στοιχείων της πριγκιπικής διακυβέρνησης θα ήταν ατελής, χωρίς την αναφορά στην οικονομική δυσπραγία του νέου κράτους. Η έλλειψη τεχνικών μέσων και χρηματικών πιστώσεων ανέστελλε εξακολουθητικά την ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής. Η αδυναμία για την ανάληψη των βασικών έργων υποδομής ήταν συνυφασμένη με την πενιχρότητα των οικονομικών πόρων που είχε στη διάθεσή της η κυβέρνηση της αυτονόμου Κρητικής Πολιτείας. Η οικονομική ανασύνταξη και ανάπτυξη της Κρήτης δεν είχαν αποτελέσει την άμεση προτεραιότητα της αρμοστειακής διακυβέρνησης, που ήταν προσηλωμένη αποκλειστικά και μόνο στην ταχύτερη δυνατή επιδίωξη της ένωσης.
Οπωσδήποτε, η έξαρση των κρίσιμων αδυναμιών δεν θα έπρεπε να επισκιάσει το θετικό απολογισμό της αρμοστειακής διακυβέρνησης σε νευραλγικούς τομείς της δημόσιας ζωής. Μετά τα ταραγμένα χρόνια των Κρητικών επαναστάσεων, η δημόσια τάξη, η ηρεμία και η ασφάλεια είχαν αποκατασταθεί σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Στον τομέα της Παιδείας αναλαμβάνονταν σύντονες προσπάθειες για την καθιέρωση και την οργάνωση της μέσης και στοιχειώδους εκπαίδευσης. Στα ερείπια της Οθωμανικής εξουσίας ορθωνόταν ολόκληρη κρατική μηχανή ικανή να εμπνεύσει πολλές υποσχέσεις.
Αυτά, τέλος, τα βασικά δικαιώματα της Μουσουλμανικής κοινότητας κατοχυρώνονταν και έτσι δεν έμενε άλλη εξήγηση για τη μαζική υποχώρηση των Τουρκοκρητών πέρα από τις ψυχολογικές παρορμήσεις και την έμμεση παρακίνηση της Υψηλής Πύλης. Αν όμως οι θετικές αυτές επιτεύξεις σε συνδυασμό με τον προσεταιρισμό ηγετικών κομματικών στελεχών και ομάδων ήταν ικανές να εξασφαλίσουν στον πρίγκιπα ευρύτατη λαϊκή συμπαράσταση, η εκδήλωση των παράλληλων αρμοστειακών αδυναμιών ήταν μοιραίο να θίξει την ιδιαίτερη ευαισθησία μεγάλης μερίδας της κοινής γνώμης των Κρητών.
Η πρώτη ρωγμή στο ενιαίο πολιτικό μέτωπο των Ελλήνων της Κρήτης επήλθε με τη διάσταση ανάμεσα στον πρίγκιπα και το σύμβουλό του επί της Δικαιοσύνης. Η αντιπολιτευτική όμως κίνηση βρήκε την ουσιαστική της υπόσταση στο πεδίο της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας και κάτω από την καθοριστική ηγετική συμβολή του Ελευθερίου Βενιζέλου, τόσο στο πολιτικό όσο και στο ιδεολογικό πεδίο. Η όξυνση της σύγκρουσης μεταξύ του Βενιζέλου και του αρμοστή οδήγησε στο κίνημα του Θερίσου, στις 10 Μαρτίου του 1905.
Το πρωί της ημέρας εκείνης βρέθηκαν τοιχοκολλημένες στους δρόμους των Χανίων προκηρύξεις, που κήρυτταν την κατάργηση της αρμοστείας, καλούσαν το λαό σε συμπαράσταση, για να πραγματωθεί το όνειρο της ένωσης, και συνιστούσαν στη Χωροφυλακή να μην υπακούει στις διαταγές του πρίγκιπα. Παράλληλα, εκπρόσωποι των επαναστατών διασκορπίστηκαν σε όλη την Κρήτη, για να μεταδώσουν και να προπαγανδίσουν το επαναστατικό μήνυμα. Μέσα σε λίγες ημέρες ολόκληρη η Κρητική ύπαιθρος βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό. Ψηφίσματα συμπαράστασης έφταναν από παντού, ενώ οι ισχυρότεροι παράγοντες του νησιού, ακόμη και πολιτικοί αντίπαλοι του Βενιζέλου, προσχώρησαν στην επανάσταση.
Ο Βενιζέλος, που ήταν ο φυσικός αρχηγός του νέου αυτού επαναστατικού κινήματος, ανέλαβε να ενημερώσει το λαό και τους αντιπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων για τους λόγους και τους σκοπούς της επανάστασης. Ο πρίγκιπας Γεώργιος αντέδρασε σπασμωδικά κηρύσσοντας το στρατιωτικό νόμο στο νησί. Επενέβησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις και, έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις, η τελική συμφωνία υπογράφηκε στις 2 Νοεμβρίου 1905 στο μοναστήρι των Μουρνιών Κυδωνιάς. Δόθηκε γενική αμνηστία στους επαναστάτες και οι Μεγάλες Δυνάμεις, από τη μεριά τους, δεσμεύτηκαν για νέες παραχωρήσεις προς τους Κρήτες, προκειμένου να εξομαλυνθεί πλήρως η κατάσταση.
Τον Φεβρουάριο του 1906 ήλθε στην Κρήτη Διεθνής Επιτροπή, η οποία ανέλαβε να εκτιμήσει τα πράγματα και να αξιολογήσει τον τρόπο λειτουργίας του αρμοστειακού καθεστώτος. Έπειτα από επίπονες διαβουλεύσεις, οι Μεγάλες Δυνάμεις κατέληξαν σε μια νέα ρύθμιση του Κρητικού Ζητήματος. Υπήρξε η πρόβλεψη για την οργάνωση Κρητικής Χωροφυλακής με νέα δεδομένα, την ίδρυση Κρητικής Πολιτοφυλακής, με Έλληνες αξιωματικούς που προηγουμένως θα παραιτούνταν από τον Ελληνικό στρατό, και την ανάκληση των ξένων στρατευμάτων, μετά την αποκατάσταση της εσωτερικής γαλήνης στην Κρήτη. Η πολιτική του Βενιζέλου είχε θριαμβεύσει.
Έπειτα συγκροτήθηκε η Β' Συντακτική Συνέλευση, για την εκπόνηση νέου Συντάγματος. Η πρώτη πράξη της ήταν η έκδοση ενωτικού ψηφίσματος, μέσα σε ατμόσφαιρα συμφιλίωσης και εθνικής έξαρσης. Με νέα απόφασή τους οι Μεγάλες Δυνάμεις παραχώρησαν στο βασιλιά των Ελλήνων Γεώργιο Α' το δικαίωμα να διορίζει εκείνος τον ύπατο αρμοστή της Κρήτης (14 Αυγούστου 1906). Το νησί είχε ουσιαστικά καταστεί μια ιδιότυπη Ελληνική επαρχία. Έπειτα από αυτά τα γεγονότα, ο πρίγκιπας Γεώργιος υπέβαλε την παραίτησή του (12 Σεπτεμβρίου 1906) και αναχώρησε από την Κρήτη.
Ο βασιλιάς της Ελλάδας Γεώργιος Α' υπέδειξε ως νέο ύπατο αρμοστή τον Αλέξανδρο Ζαΐμη. Η προκήρυξη του νέου υπάτου αρμοστή προς τους Κρήτες, μετά την άφιξή του στο νησί, προήγγελλε την εφαρμογή του κοινοβουλευτικού συστήματος:
«Καὶ παρὰ τῷ κρητικῷ λαῷ, ὡς ἐν ἐμοὶ, ἡ αὐτὴ κρατεῖ ἀφοσίωσις πρὸς τοὺς ἐλευθέρους θεσμούς, τὴν ἀνάπτυξιν δι’ αὐτῶν ἀπεκδέχομαι ἀπὸ τὴν σύνεσιν τῶν μελῶν τῆς συντακτικῆς Συνελεύσεως, φρονῶν ὅτι, ὅπως ἡ ἐλευθέρα Ἑλλάς, οὕτω καὶ ἡ Κρήτη, τὸ ἡρωικὸν τοῦτο τμῆμα τοῦ γένους, μόνον διὰ φιλελευθέρων θεσμῶν δύναται νὰ προοδεύσῃ».
Η παροχή αμνηστίας προς τους πρωταίτιους των αιματηρών γεγονότων, που έγιναν κατά την αποχώρηση του πρίγκιπα Γεωργίου, υπογράμμιζε την επιθυμία του νέου αρμοστή να συμβάλει στην αποκατάσταση της κοινωνικής ομόνοιας. Η ολοκλήρωση εξάλλου των εργασιών της νέας Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης σε διάστημα τεσσάρων μηνών επιβεβαίωνε την οριστική κατίσχυση της νομιμότητας και την εμπέδωση των φιλελεύθερων κοινοβουλευτικών αρχών. Σειρά νέων νομοθετημάτων συνέτεινε στη βελτίωση της λειτουργίας των διοικητικών μηχανισμών αλλά και στην πληρέστερη θεσμοποίηση της αυτονομίας.
Η οργάνωση της Κρητικής Πολιτοφυλακής (του στρατού της Κρητικής Πολιτείας), υπό την εποπτεία Ελλήνων αξιωματικών, παρείχε τις προϋποθέσεις για την αντικατάσταση των Ευρωπαϊκών στρατευμάτων. Οι Μεγάλες Δυνάμεις ήταν ήδη πεπεισμένες ότι έπρεπε να αποχωρήσουν από την Κρήτη. Οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις λάμβαναν υπ’ όψιν το έντονο αίτημα για ένωση που εκφραζόταν από το μεγαλύτερο μέρος του Κρητικού λαού. Η αποχώρηση των Ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνάμεων είχε υποσχεθεί ήδη με διακοίνωση της 20 / 23 Ιουλίου 1908.
Δύο μεγάλα εξωτερικά γεγονότα, όμως, ήρθαν να ταράξουν πάλι την πορεία των Κρητικών πραγμάτων: η προσάρτηση της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης στην Αυστρία και η ανακήρυξη της Βουλγαρίας σε βασίλειο, με ταυτόχρονη προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας. Η Ελληνική κυβέρνηση του Γ. Θεοτόκη υπέδειξε στους Κρήτες την ανάγκη λαϊκών κινητοποιήσεων, για την κήρυξη της ένωσης με την Ελλάδα. Σε λαϊκή συγκέντρωση στα Χανιά εγκρίθηκε ομόφωνα το πρώτο ψήφισμα της ένωσης και η Κρητική κυβέρνηση εξέδωσε με τη σειρά της επίσημο ψήφισμα (24 Σεπτεμβρίου 1908). Για την επίσημη έναρξη της νέας περιόδου της πολιτικής ζωής στην Κρήτη, σχηματίστηκε προσωρινή διακομματική κυβέρνηση.
Η Ελληνική κυβέρνηση, για να μην προκαλέσει διεθνείς περιπλοκές με την αντίδραση της Τουρκίας, απέφυγε να αναγνωρίσει επίσημα την ένωση και περιορίστηκε σε παρασκηνιακές οδηγίες στη νέα προσωρινή κυβέρνηση της Κρήτης. Παρά τις έντονες διαμαρτυρίες της Τουρκίας, οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν αντέδρασαν δυναμικά και φάνηκαν να αποδέχονται σιωπηρά τις νέες εξελίξεις. Δεν προχώρησαν όμως σε καμιά επίσημη αναίρεση του πολιτικού καθεστώτος, όπως το είχαν υπογράψει το 1898. Όταν όμως υψώθηκε στο φρούριο του Φιρκά η Ελληνική σημαία, οι Μ. Δυνάμεις απαίτησαν αμέσως την υποστολή της. Η κυβέρνηση της Κρήτης δεν υπάκουσε και παραιτήθηκε.
Και καθώς δεν βρέθηκε Κρητικός να υποστείλει την Ελληνική σημαία, οι Μ. Δυνάμεις αποβίβασαν στρατιωτικό άγημα, το οποίο απέκοψε τον ιστό της. Το πολιτικό κενό στη διακυβέρνηση της Κρήτης μετά την παραίτηση της προσωρινής κυβέρνησης καλύφθηκε με προσωρινά κυβερνητικά σχήματα, έως τις εκλογές του Μαρτίου 1910. Το κόμμα του Ελ. Βενιζέλου πλειοψήφησε και σχημάτισε κυβέρνηση δύο μήνες αργότερα (17 Μαΐου 1910). Για το Κρητικό Ζήτημα άνοιγε μια νέα περίοδος, κατά την οποία ο κύριος διαχειριστής του ήταν ο Ελ. Βενιζέλος, που είχε οριστικά επιβληθεί ως η κορυφαία πολιτική προσωπικότητα στην Κρήτη. Εκείνο που δεν είχε κατορθώσει να λύσει η διπλωματία το έλυσε ο πόλεμος.
Ευθύς μετά την έκρηξη των Βαλκανικών Πολέμων (Οκτώβριος 1912) οι πύλες του Ελληνικού Κοινοβουλίου άνοιξαν για τους Κρήτες βουλευτές, που έγιναν δεκτοί με εκδηλώσεις απερίγραπτου πατριωτικού ενθουσιασμού. Ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων ανέγνωσε ψήφισμα, σύμφωνα με το οποίο «η Ελλάς αποδέχεται όπως του λοιπού ενυπάρχη κοινόν Κοινοβούλιον διά το ελεύθερον Βασίλειον και διά την νήσον Κρήτην». Αλλά ο Βενιζέλος δεν προχώρησε περισσότερο, για να μη διαταράξει τις σχέσεις του με τις Ευρωπαϊκές δυνάμεις, εν όψει και του πολέμου που είχε αρχίσει. Αρκέστηκε να αποστείλει στην Κρήτη ως γενικό διοικητή το φίλο του Στέφανο Δραγούμη, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 12 Οκτωβρίου 1912.
Τα γεγονότα εξελίχθηκαν ταχύτατα, καθώς ήταν πλέον ορατή η ήττα της Τουρκίας. Στην πράξη η ένωση είχε συντελεστεί και απλώς έμενε η επικύρωσή της με την υπογραφή μιας διεθνούς συνθήκης. Στις 14 Φεβρουαρίου 1913 αφαιρέθηκαν από το φρούριο της Σούδας οι σημαίες των Μ. Δυνάμεων και της Τουρκίας. Όλα τα σύμβολα της Τουρκικής επικυριαρχίας, αλλά και της κηδεμονίας των Μ. Δυνάμεων, είχαν πλέον εξαφανιστεί από την Κρήτη. Η ευτυχής για την Ελλάδα έκβαση των Βαλκανικών Πολέμων έδωσε και στο Κρητικό Ζήτημα την οριστική λύση του. Με το άρθρο 4 της Συνθήκης του Λονδίνου (30 Μαΐου 1913) ο σουλτάνος παραιτήθηκε από όλα τα δικαιώματά του στην Κρήτη, την οποία παραχωρούσε στις Μ. Δυνάμεις της Ευρώπης.
Με ιδιαίτερη συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας (14 Νοεμβρίου 1913) ο σουλτάνος παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμά του στην Κρήτη, η οποία έτσι εντάχθηκε στην Ελληνική επικράτεια ως οργανικό και αναπόσπαστο τμήμα της. Οι Μ. Δυνάμεις αποδέχθηκαν σιωπηρά τη λύση αυτή, δηλώνοντας απλώς ότι έλαβαν γνώση των ενεργειών της Ελληνικής κυβέρνησης. Ένα μήνα αργότερα, την 1η Δεκεμβρίου 1913, κηρύχθηκε και επίσημα η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, με την παρουσία του τότε βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου. Η Ελληνική σημαία υψώθηκε στο φρούριο του Φιρκά σηματοδοτώντας έτσι την εθνική συμπόρευση της Κρήτης με το ελεύθερο Ελληνικό κράτος.
ΘΕΣΜΟΙ
Το αυτόνομο καθεστώς της Κρητικής Πολιτείας προέκυψε από την εξέλιξη της Επανάστασης του 1897 και ήταν αποτέλεσμα διευθέτησης των Μεγάλων Δυνάμεων. Προέκυψε από δύο παράλληλες διεργασίες, -μία επαναστατική, η οποία, από το 1895 και εξής, είχε ανατρέψει το καθεστώς που ίσχυε από το 1889, δηλαδή από την κατάργηση του καθεστώτος της Χαλέπας- και μία διεθνή, από τη στιγμή που οι Μεγάλες Δυνάμεις επενέβησαν στην Κρήτη για να επιτύχουν την ειρήνευση των αντιμαχόμενων μερών αλλά και για να αποτρέψουν η καθεμιά μονομερή επέμβαση άλλης Μεγάλης Δύναμης.
Από την αρχή της κρίσης, με τη Μεταπολιτευτική Επανάσταση του 1895 μέχρι την οριστική λύση του ζητήματος με την ένωση της με την Ελλάδα το 1913, η διεθνής θέση του Κρητικού ζητήματος συνίσταται σε μία διαδικασία συνεχούς μετεξέλιξης που οριοθετείται τον Αύγουστο του 1896, όταν η Πύλη ζήτησε από τις Μεγάλες Δυνάμεις να παράσχουν «τις καλές τους υπηρεσίες» για την ειρήνευση της Κρήτης. Πρόκειται για μια σειρά πειραματισμών στην εξέλιξη των διεθνών σχέσεων με στόχο την εξασφάλιση της σταθερότητας στο εύφλεκτο πεδίο του ανατολικού ζητήματος, οι οποίοι προκαλούνταν είτε από τις Μεγάλες Δυνάμεις στην προσπάθειά τους να καταλήξουν σε ένα βιώσιμο διακανονισμό είτε, ιδιαίτερα μετά το 1908, από τον Κρητικό λαό χωρίς ή με τη σιωπηρή συναίνεση της Ευρώπης.
Η Εξέλιξη των Διεθνών Θεσμών
Οι Μεγάλες Δυνάμεις αναμείχθηκαν στο Κρητικό ζήτημα από την αρχή των συγκρούσεων ανάμεσα στο Χριστιανικό και τον Μουσουλμανικό πληθυσμό για να εξασφαλίσουν την ειρήνευση του νησιού και για να αποτρέψουν μονομερή δράση της μιας από τις Δυνάμεις. Όλες τους οι ενέργειες είχαν χαρακτήρα συλλογικό στο πλαίσιο της Συμφωνίας της Ευρώπης.Οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επιφόρτισαν τους Προξένους τους στα Χανιά να επιδιώξουν την κατάπαυση των εχθροπραξιών και τους Πρεσβευτές τους στην Κωνσταντινούπολη να μελετήσουν το Κρητικό ζήτημα και να εισηγηθούν μέτρα για τη ρύθμισή του. Έτσι συγκροτήθηκαν δύο σώματα, οι Πρόξενοι στα Χανιά και η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη στην Κωνσταντινούπολη.
Οι Πρόξενοι δέχονταν οδηγίες από τη Συνδιάσκεψη των Πρεσβευτών, η οποία με τη σειρά της ενημέρωνε τις κυβερνήσεις των Δυνάμεων και επικοινωνούσε με την Πύλη. Ως μέλη της Συνδιάσκεψης, ενός συλλογικού οργάνου χωρίς νομική υπόσταση, οι Πρεσβευτές επικοινωνούσαν ταυτόχρονα και με ταυτόσημα κείμενα τόσο με τις κυβερνήσεις τους και με τους Προξένους τους, όσο και με την Πύλη. Το ίδιο έκαναν και οι Πρόξενοι. Η διαδικασία αυτή, που είχε εφαρμοστεί από τη Συμφωνία της Ευρώπης και σε άλλες παρόμοιες κρίσεις του Ανατολικού Ζητήματος, εξασφάλιζε τη βιωσιμότητα της διαδικασίας. Το καλοκαίρι του 1896 η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη είχε καταλήξει σε ένα διακανονισμό, του οποίου την εφαρμογή κλήθηκε να επιβλέψει.
Έτσι, στις 15 / 27 Αυγούστου του 1896 συγκρότησε το Συμβούλιο των Προξένων, το οποίο είχε ως αποστολή να επιβλέπει την εφαρμογή του διακανονισμού και να παρακολουθεί την εξέλιξη των σχετικών μέτρων. Παράλληλα λοιπόν με την αρχή του Γενικού Διοικητή ο οποίος ασκούσε την εξουσία στο όνομα της Πύλης, δημιουργήθηκε στην Κρήτη μια παράλληλη αρχή, εκείνη του Συμβουλίου των Προξένων, το οποίο, αν και δεν ασκούσε κυριαρχικά δικαιώματα, εντούτοις, εν ονόματι της Πρεσβευτικής Συνδιάσκεψης, επέβλεπε την εφαρμογή του διακανονισμού του 1896. Αυτό και μόνο συνιστούσε περιορισμό της κυριαρχίας του Σουλτάνου.
Το κύρος των διεθνών οργάνων που επόπτευαν την εξέλιξη του Κρητικού ζητήματος υπέστη ισχυρό κλονισμό εξαιτίας της επιδείνωσης των σχέσεων ανάμεσα στους Χριστιανούς και τους Μουσουλμάνους στις αρχές του 1897. Οι Δυνάμεις ενίσχυσαν τις ναυτικές τους μοίρες που περιέπλεαν στην περιοχή, ενώ οι κυβερνήσεις μελετούσαν την πιθανότητα αποβίβασης αγημάτων για την προστασία υπηκόων και προξενείων.Το Συμβούλιο των Προξένων εισηγήθηκε σειρά μέτρων:
Μετά από τη δημιουργία του Συμβουλίου των Ναυάρχων τον Μάρτιο του 1897 η Πρεσβευτική Διάσκεψη περιορίστηκε στα αυστηρά διπλωματικά της καθήκοντα. Τελικά το 1899 μία νέα Πρεσβευτική Διάσκεψη, στη Ρώμη, αντικατέστησε εκείνη της Κωνσταντινούπολης στο ρόλο του ελέγχου του καθεστώτος της Κρήτης. Η Πρεσβευτική Διάσκεψη της Ρώμης δεν ήταν ένα διαρκές όργανο αλλά συνεδρίαζε όποτε υπήρχαν θέματα του Κρητικού ζητήματος για επίλυση, τα οποία ξεπερνούσαν τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου των Προξένων. Για παράδειγμα το 1899 ενέκρινε το Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας που είχε επεξεργαστεί η Κρητική Συνέλευση.
Α. Η Παρακαταθήκη
Η αφετηρία της άσκησης της προστασίας των Δυνάμεων στην Κρήτη τοποθετείται στην πράξη με την οποία το νησί τους παραχωρήθηκε ως παρακαταθήκη, en depot. Συγκεκριμένα, στις 2 / 14 Φεβρουαρίου 1897 η Πρεσβευτική Διάσκεψη εισηγήθηκε προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις τα μέτρα που είχαν προτείνει οι Πρόξενοι. Οι Πρεσβευτές αποφασίζουν να υποστηρίξουν προς τις κυβερνήσεις τους την πρόταση για άμεση αποβίβαση στις πόλεις και σε σημεία του νησιού, τα οποία οι διοικητές των ξένων ναυτικών δυνάμεων κρίνουν σκόπιμο να καταλάβουν, αγημάτων τα οποία θα προστάτευαν την Κρήτη από κάθε ενέργεια αντίθετη προς το διεθνές δίκαιο.
Αυτή η προσωρινή κατοχή θα συνιστούσε ένα είδος παρακαταθήκης του νησιού στα χέρια των Μεγάλων Δυνάμεων. Η φράση είναι μία έννοια που η διπλωματική ορολογία της εποχής δανείστηκε από το ιδιωτικό δίκαιο για να δηλώσει ότι η Συμφωνία της Ευρώπης προέβαινε στην προσωρινή κατάληψη εδάφους κυρίαρχης χώρας, το οποίο σκόπευε να διοικήσει. Χωρίς δηλαδή να καταργείται η κυριαρχία του Σουλτάνου, η άσκησή της περνούσε προσωρινά στα χέρια των Δυνάμεων.
Η έννοια της παρακαταθήκης επέτρεπε στις Δυνάμεις, διατηρώντας την επίφαση της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, να ασκούν σε ένα τμήμα της, προσωρινά, όλες τις εξουσίες που απορρέουν από την έννοια της κυριαρχίας. Ωστόσο πρόθεση των Δυνάμεων, όταν επινόησαν αυτή τη φόρμουλα, δεν ήταν να διαφυλάξουν ως παρακαταθήκη την Κρήτη για λογαριασμό του Σουλτάνου αλλά να αποτρέψουν την επέμβασή του στο νησί και να διαχειριστούν ελεύθερα την Κρητική κρίση.
Και πράγματι, στο διάστημα της άσκησης της παρακαταθήκης, η Πύλη έχασε σταδιακά αλλά οριστικά την κυριαρχία της πάνω στο νησί. Σε στιγμή κρίσης οι Δυνάμεις προχώρησαν στο μέτρο χωρίς να ζητήσουν την έγκριση της κυρίαρχης δύναμης με το πρόσχημα που τους είχε παράσχει το αρχικό αίτημα του Αυγούστου 1896 της Πύλης προς τις Δυνάμεις «να παράσχουν τις καλές τους υπηρεσίες» για την ειρήνευση του νησιού. Επικαλούμενες το θεσμό της παρακαταθήκης οι Δυνάμεις είχαν στο εξής τη δυνατότητα να αποκρούουν κάθε απόπειρα επέμβασης της Πύλης για προστασία των Μουσουλμάνων ή για αποκατάσταση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων.
Β. Το Συμβούλιο των Ναυάρχων
Από την έναρξη της διεθνούς κατοχής της Κρήτης από τα στρατεύματα των Μεγάλων Δυνάμεων ο ρόλος των Πρεσβευτών τους στην Κωνσταντινούπολη και των Προξένων στα Χανιά πέρασε σε δεύτερη μοίρα. Την εξουσία στο όνομα της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας, καθώς και τον έλεγχο της διοίκησης του νησιού, ακόμη και την επικοινωνία με τις Κρητικές αρχές ανέλαβε το Συμβούλιο των Ναυάρχων. Οι αρχηγοί των ναυτικών μοιρών των έξι Δυνάμεων αποτέλεσαν συλλογικό σώμα με προεδρεύοντα τον αρχαιότερο μεταξύ αυτών. Πρώτος Πρόεδρος έγινε ο Ιταλός Αντιναύαρχος Canevaro και στη συνέχεια ο Γάλλος Αντιναύαρχος Pottier.
Τον Μάρτιο του 1898, δυσαρεστημένες από την μείωση της κυριαρχίας της Πύλης στο νέο πολίτευμα της Κρήτης και κυρίως από την υποψηφιότητα του Πρίγκιπα Γεωργίου για τη θέση του Αρμοστή, οι Κυβερνήσεις της Αυστρίας και της Γερμανίας απέσυραν τις ναυτικές και στρατιωτικές τους δυνάμεις από την Κρήτη. Τα μέλη του Συμβουλίου περιορίστηκαν στο εξής σε τέσσερα. Οι Ναύαρχοι συνεδρίαζαν σε ολομέλεια, λάμβαναν τις αποφάσεις τους με ομοφωνία και δέχονταν ταυτόσημες οδηγίες από τις κυβερνήσεις τους συνήθως μέσω των αντίστοιχων Υπουργείων Ναυτικών. Ήταν μία διαδικασία που είχε υιοθετηθεί και στο παρελθόν σε παρόμοιες περιπτώσεις:
Για παράδειγμα στην περίπτωση των τριών Ναυάρχων της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, Codrington, de Rigny και Heyden αντίστοιχα, οι οποίοι είχαν λάβει οδηγίες να εφαρμόσουν τη Συνθήκη του Λονδίνου της 24 Ιουνίου / 6 Ιουλίου 1827 για τη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους.Οι αρμοδιότητες των Ναυάρχων επεκτάθηκαν σταδιακά πέρα από την αρχική τους εντολή, που ήταν η προσωρινή κατοχή για την ειρήνευση του νησιού. Οι καθημερινές ανάγκες επέβαλαν την προσωρινή μεν αλλά σταδιακή επέκταση των αρμοδιοτήτων τους. Στην αρχή, ανέλαβαν την εκπροσώπηση των ίδιων των Δυνάμεων και τη μεσολάβηση με το Χριστιανικό πληθυσμό.
Με αυτό το ρόλο, στις αρχές Μαρτίου 1898 κοινοποίησαν στους Κρήτες την απόφαση των Δυνάμεων για παροχή καθεστώτος αυτονομίας. Εξάλλου η επιτόπια παρουσία τους στο νησί τους επέτρεπε να έχουν καλύτερη γνώση των τοπικών συνθηκών από ότι οι Πρεσβευτές στην Κωνσταντινούπολη. Στην πράξη, οι Δυνάμεις είχαν εμπιστευθεί τη διαχείριση των Κρητικών υποθέσεων στο Συμβούλιο των Ναυάρχων. Σπάνια και μόνο για ζητήματα γενικότερης πολιτικής οι Κυβερνήσεις τους έστελναν συγκεκριμένες οδηγίες. Έτσι, οι Κυβερνήσεις τους τους είχαν αναθέσει άτυπα το ρόλο μιας de facto προσωρινής Κυβέρνησης, ένα είδος συλλογικού αρμοστειακού οργάνου με εξουσίες νομοθετικές, εκτελεστικές και δικαστικές.
Αναγνώριζαν μεν de facto την Επαναστατική Συνέλευση, καθώς ήσαν σε επικοινωνία και αλληλογραφία μαζί της αλλά δεν την θεωρούσαν ως νόμιμο εκπρόσωπο των Κρητών. Σε τοπικό επίπεδο, μέσα στο νησί, το Συμβούλιο των Ναυάρχων, στο ρόλο του εντολοδόχου του Σουλτάνου, υποκαθιστούσε την τοπική εξουσία, εκεί όπου η κατάλυση του προηγούμενου συστήματος διοίκησης είχε οδηγήσει σε παραλυσία, στη δημόσια τάξη και τη δικαιοσύνη. Σταδιακά αντικαθιστούσε τα απαξιωμένα και απεχθή για τους Χριστιανούς Οθωμανικά τοπικά όργανα με άλλα διεθνή ή Κρητικά.
Τον Αύγουστο του 1897 συγκρότησαν στα Χανιά πενταμελή Διεθνή Στρατιωτική Αστυνομική Επιτροπή υπό Γάλλο αντισυνταγματάρχη, ένα είδος διεθνούς στρατοδικείου του οποίου η εξουσία εκτεινόταν σε όλη την Κρήτη και το οποίο ήταν τότε το μόνο ποινικό δικαστήριο του νησιού.Στον τομέα της διαχείρισης των δημόσιων υπηρεσιών οι Ναύαρχοι ανέλαβαν ο καθένας τις υποθέσεις του τμήματος του οποίου είχε την ευθύνη. Μετά την αποχώρηση των Ελληνικών στρατευμάτων η Κρήτη διαιρέθηκε σε έξι εθνικά τμήματα αποτελούμενα από 2 - 4 επαρχίες το καθένα και σε ένα διεθνές το οποίο περιλάμβανε το Ακρωτήρι και το τμήμα από τη Σούδα και τα Χανιά ως τα βουνά προς νότον.
Γ. Διεύρυνση των Αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου των Ναυάρχων
Από την εγκαθίδρυση του καθεστώτος της αυτονομίας μέχρι την άφιξη του Ηγεμόνα, παρά την εκλογή της Εκτελεστικής Επιτροπής στις 16 Ιουλίου 1898, τα καθήκοντα του ανώτατου πολιτειακού παράγοντα ασκούσε το Συμβούλιο των Ναυάρχων. Το Συμβούλιο των Ναυάρχων υποκατέστησε έτσι απόλυτα την εξουσία του Σουλτάνου στο νησί. Ζωτικής σημασίας μεταξύ αυτών των εξουσιών ήταν η είσπραξη των φόρων. Ο Άγγλος Ναύαρχος μάλιστα, μετά τα γεγονότα του Ηρακλείου, ξεπερνώντας τις δικαιοδοσίες του Συμβουλίου, προκήρυξε στρατιωτικό νόμο και εγκατέστησε στρατοδικείο για στρατιώτες του Οθωμανικού στρατού.
Όταν μάλιστα, ως συνέπεια της ανάμειξης του στρατού στα γεγονότα του Ηρακλείου, οι Δυνάμεις επέβαλαν στην Πύλη την απομάκρυνση των στρατευμάτων της, οι Ναύαρχοι ανέλαβαν να υλοποιήσουν την απόφαση. Επέβαλαν ακόμη την απόσυρση των Οθωμανών αξιωματούχων και ανέλαβαν οι ίδιοι την προστασία των Μουσουλμάνων του νησιού.Μετά την απομάκρυνση των Οθωμανικών διοικητικών αρχών και των στρατευμάτων, και μέχρι την οριστική εκλογή του ηγεμόνα, οι Ναύαρχοι αναγκάστηκαν παρά την θέλησή τους να αναλάβουν τον πλήρη έλεγχο της διακυβέρνησης του νησιού.
Στις 23 Οκτωβρίου / 4 Νοεμβρίου 1898, με την οριστική αποχώρηση των στρατευμάτων και την παράδοση των εξουσιών από τους εκπροσώπους της Οθωμανικής διοίκησης, το Συμβούλιο των Ναυάρχων ανέλαβε πλήρως τη διακυβέρνηση του νησιού. Από τις 23 Οκτωβρίου / 4 Νοεμβρίου ως τις 9 / 21 Δεκεμβρίου το Συμβούλιο των Ναυάρχων άσκησε την αποκλειστική διοίκηση του νησιού με πλήρεις αρμοδιότητες σε όλους τους τομείς της διοίκησης. Η διοίκηση αυτή είχε το χαρακτήρα της προσωρινότητας. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από το κείμενο της απόφασης του Συμβουλίου της 6 / 18 Οκτωβρίου:
"Την 4η Νοεμβρίου, μετά την αναχώρηση των τουρκικών αρχών, οι Ναύαρχοι θα αναλάβουν την Προσωρινή Κυβέρνηση του νησιού. Θα αναθέσουν την εκπροσώπησή τους εντός των τμημάτων στους ανώτερους διοικητές αυτών των τμημάτων και εντός της διεθνούς ζώνης στον ανώτερο διοικητή αυτής της ζώνης. Οι διοικητές θα λάβουν από τους Ναυάρχους την εξουσία να εκτελούν και να διεκπεραιώνουν κάθε διοικητική πράξη και να εισπράττουν κάθε τέλος. Η δικαιοσύνη και όλες οι διοικητικές πράξεις γενικά θα ασκούνται στο όνομα των Ναυάρχων. Οι Ναύαρχοι επιμένουν ότι αυτό το προσωρινό καθεστώς, που μπορεί να οδηγήσει σε απροσδόκητες επιπλοκές, πρέπει να διαρκέσει όσο το δυνατόν λιγότερο και ότι πρέπει να λήξει με τον ορισμό Διοικητή".
Η αποστολή του Συμβουλίου των Ναυάρχων, ενός ad hoc οργάνου που κλήθηκε να αντιμετωπίσει μία επαναστατική κατάσταση, έληξε με την άφιξη του Ύπατου Αρμοστή, Πρίγκιπα Γεωργίου στις 9 / 21 Δεκεμβρίου. Στις 14 / 26 του μήνα οι Ναύαρχοι αποχώρησαν από την Κρήτη. Άφησαν στο νησί, σύμβολα της διεθνούς προστασίας, από ένα πλοίο της καθεμιάς από τις τέσσαρες Δυνάμεις.Οι Ναύαρχοι έπαψαν να ασκούν και το ρόλο της προσωρινής ανώτατης εξουσίας του νησιού και το ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα στον Κρητικό λαό και τις Μεγάλες Δυνάμεις. Τον πρώτο ρόλο ανέλαβε ο Ύπατος Αρμοστής, τον δεύτερο οι Πρόξενοί τους στα Χανιά, όπως και πριν από τον Φεβρουάριο του 1897.
Οι Βάσεις του Καθεστώτος
Μετά την απόβαση Ελληνικών στρατευμάτων στην Κρήτη, οι Δυνάμεις δήλωσαν στην Ελληνική Κυβέρνηση στις 18 Φεβρουαρίου / 2 Μαρτίου 1897 ότι αποφάσισαν να παράσχουν στην Κρήτη αυτόνομο πολίτευμα υπό την επικυριαρχία της Πύλης. Η δήλωση επιδόθηκε και στην Πύλη στις 20 Φεβρουαρίου / 4 Μαρτίου. Ενώ η Πύλη δέχτηκε τη ρύθμιση, η Ελληνική Κυβέρνηση την απέρριψε. Ακολούθησε ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος, ενώ οι Δυνάμεις είχαν αποφασίσει να προετοιμάσουν σύνολο μέτρων για τη λειτουργία του νέου πολιτεύματος και να κρατήσουν την Κρήτη ως παρακαταθήκη (en depot).
Η ηττημένη Ελληνική Κυβέρνηση αναγκάστηκε να αποδεχθεί το καθεστώς της αυτονομίας και να εκκενώσει το νησί από τα στρατεύματά της. Τα κατάλληλα μέτρα είχαν αναλάβει να προετοιμάσουν οι Πρεσβευτές των Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη, οι Γενικοί τους Πρόξενοι στα Χανιά και οι Ναύαρχοι των στόλων που περιέπλεαν στα Κρητικά ύδατα. Τις βάσεις του αυτόνομου καθεστώτος που οι Δυνάμεις αποφάσισαν να παράσχουν στην Κρήτη ανέλαβε να διαμορφώσει η Πρεσβευτική Διάσκεψη της Κωνσταντινούπολης. Το σχέδιο της 29 Μαρτίου / 10 Απριλίου 1897 προέβλεπε:
Στα τέλη Μαΐου επαναλήφθηκε ο διάλογος των Πρεσβευτών για τη διαρρύθμιση του εσωτερικού καθεστώτος της Κρήτης, για να καταλήξει σε μία πρόταση στα μέσα Δεκεμβρίου. Οι Πρεσβευτές των Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη κατάρτισαν σχέδιο Προσωρινού Κανονισμού και Οργανικού Χάρτη στις 6 / 18 Δεκεμβρίου 1897. Το σχέδιο αυτό αποτέλεσε τη βάση του οριστικού πολιτεύματος που υιοθετήθηκε στην Κρήτη μόλις το 1899. Ως τότε το νησί κυβερνιόταν με βάση ένα προσωρινό πολίτευμα.
Η Εξέλιξη των Επαναστατικών Θεσμών
Νομιμοποιητική αρχή της Κρήτης κατά τη διάρκεια της Επανάστασης ήταν η Επαναστατική Συνέλευση. Η πρώτη Συνέλευση συνήλθε στις αρχές Ιουνίου του 1897 στους Αρμένους και κατέληξε στην εκλογή οριστικού προεδρείου με Πρόεδρο τον Ιωάννη Σφακιανάκη και Αντιπροέδρους τους Ιωάννη Τσουδερό και Αριστείδη Κριάρη. Δεύτερη Συνέλευση συγκροτήθηκε στις 30 Ιουλίου στις Αρχάνες και εξέλεξε πρόεδρο τον Βενιζέλο, ο οποίος καθαιρέθηκε διότι αρνήθηκε να συζητήσει πρόταση περί αυτονομίας.
Μετά την υπογραφή των προκαταρκτικών όρων της συνθήκης ειρήνης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία συγκροτήθηκε μία τρίτη Συνέλευση στις 16 Οκτωβρίου στο Μελιδόνι Μυλοποτάμου, εξέλεξε παμψηφεί Πρόεδρο τον Ιωάννη Σφακιανάκη, αποδέχθηκε την αυτονομία, μετονομάσθηκε σε «Συνέλευση των Κρητών» και όρισε ως έδρα της το Ακρωτήρι.
Α. Η Γενική Συνέλευση
Μετεξέλιξη της Επαναστατικής Συνέλευσης, η Γενική Συνέλευση εξέλεξε το προεδρείο της, που απαρτίσθηκε από τους:
Συνήλθε για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1898, οπότε είχε ήδη γίνει γνωστή η υποψηφιότητα του Πρίγκιπα Γεωργίου ως Ύπατου Αρμοστή της Κρήτης και για δεύτερη φορά τον Ιούλιο, οπότε και εξέλεξε Εκτελεστική Επιτροπή. Μέχρι την οριστική διευθέτηση του Κρητικού ζητήματος το Προεδρείο της Συνέλευσης απασχολούσε η εσωτερική οργάνωση, η τήρηση της τάξης, η οικονομική διαχείριση, αλλά προπαντός το καθεστωτικό ζήτημα, δηλαδή η μορφή του πολιτεύματος, το πρόσωπο του ηγεμόνα και η απομάκρυνση του Οθωμανικού στρατού. Ωστόσο και τα τρία αυτά ζητήματα ήσαν της αποκλειστικής δικαιοδοσίας των Μεγάλων Δυνάμεων. Επομένως, για τη λύση τους το προεδρείο της Γενικής Συνέλευσης επικοινωνούσε με το Συμβούλιο των Ναυάρχων.
Β. Τοπική Διοίκηση και Δημόσια Τάξη
Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης η τοπική οργάνωση του νησιού δεν είχε διαταραχθεί ουσιαστικά. Οι επαρχιακές διοικήσεις είχαν διατηρηθεί και κύριο μέλημά τους ήταν η εξασφάλιση των πόρων για τη διατήρηση ή τη σύσταση σωμάτων πολιτοφυλάκων για την οργάνωση δημόσιας ασφάλειας. Η παραμέληση της δημόσιας ασφάλειας και η παύση της λειτουργίας των δικαστηρίων είχαν οδηγήσει σε ανησυχητική αύξηση της εγκληματικότητας. Το ζήτημα είχε αναλάβει να λύσει το Συμβούλιο των Ναυάρχων. Ωστόσο, στην πράξη, η εξουσία των διεθνών στρατευμάτων και η επιρροή των Ναυάρχων περιοριζόταν στις πόλεις.
Ενώ το εσωτερικό του νησιού ήλεγχαν οι δυνάμεις των Επαναστατών που κατέβαλαν προσπάθειες να δημιουργήσουν υποδομές δημοσίων υπηρεσιών. Τυπικά, η εξουσία των διεθνών δυνάμεων έληξε με την άφιξη του Ηγεμόνα στην Κρήτη στις 9 / 21 Δεκεμβρίου 1898 Δεκεμβρίου και την αποχώρηση των Ναυάρχων στις 14 / 26 του ίδιου μήνα. Ωστόσο, έως ότου συσταθούν η διοίκηση της Αυτόνομης Πολιτείας και οι δικαστικές και αστυνομικές της αρχές, αξιωματικοί των διεθνών στρατευμάτων ασκούσαν τα αστυνομικά καθήκοντα. Αποχωρούσαν στο βαθμό που επεκτεινόταν η διοίκηση της Κρητικής Πολιτείας. Ως τον Ιούνιο του 1899 παρέμεναν στην Κρήτη 500 άνδρες από κάθε Δύναμη.
- Ασφάλεια
Η κατάσταση από πλευράς δημόσιας ασφάλειας δεν ήταν καλή. Στην Κρήτη υπήρχε εκτεταμένη οπλοφορία από Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, και εκτός από τα εθνικά προβλήματα υπήρχαν και προσωπικά, κομματικά και βεβαίως ενδημικά προβλήματα, όπως η ζωοκλοπή, βεντέτες κ.λ.π.. Οι κάτοικοι εγκατέλειπαν την ύπαιθρο και κατέφευγαν στις μεγάλες πόλεις για προστασία. Οι ξένοι διοικητές εκτελούσαν τα αστυνομικά τους καθήκοντα με τις δυνάμεις στρατού που είχαν στις περιοχές τους αλλά αναγκάστηκαν να συγκροτήσουν τμήματα χωροφυλακής από Κρητικούς, ο κάθε ένας στο νομό που διοικούσε.
Η οργάνωση και ο τρόπος λειτουργίας του καθ' ενός από τα τέσσερα σώματα χωροφυλακής που δημιουργήθηκαν, ήταν σύμφωνη με τα ισχύοντα στη χώρα του κάθε διοικητή, αλλά και με την εμπειρία που είχε η κάθε χώρα από ανάλογες περιπτώσεις. Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού ήταν να αστυνομεύεται η Κρήτη από τέσσερα ανεξάρτητα σώματα χωροφυλακής τα οποία ήταν οργανωμένα επάνω σε τελείως διαφορετικά πρότυπα. Τον Ιανουάριο του 1899 ο Γεώργιος κάλεσε στα Χανιά τους αρχηγούς χωροφυλακής των τεσσάρων διαμερισμάτων για ν' ακούσει τις προτάσεις τους όσον αφορά τη δημιουργία Κρητικής Χωροφυλακής.
Το καλοκαίρι του 1899, ο λοχαγός των καραμπινιέρων Federico Craven, διορίσθηκε επίσημα διοικητής και οργανωτής της «Κρητικής Χωροφυλακής». Η Κρητική Χωροφυλακή είχε σημαντικά αποτελέσματα στην αποκατάσταση και διατήρηση της τάξης.
- Οπλοφορία
Μετά την σφαγή των κατοίκων του Ηρακλείου, 10.000 ένοπλοι του Ηρακλείου-Λασιθίου και των άλλων διαμερισμάτων της Κρήτης συγκεντρώθηκαν και απειλούσαν να εκδικηθούν τους Τούρκους. Όλες οι πλευρές, η Εκτελεστική Επιτροπή της Συνελεύσεως των Κρητών, οι αρχηγοί και καπετάνιοι, οι αρχηγοί των Μεγάλων Δυνάμεων, ο Μητροπολίτης Κρήτης Ευμένιος, προέτρεπαν τους Ελληνοκρητικούς σε αυτοσυγκράτηση, ώστε να λυθεί ευνοϊκά το Κρητικό Ζήτημα. Παρ' όλα αυτά, άρχισαν αντεκδικήσεις από τους χριστιανούς εις βάρος του Μουσουλμανικού στοιχείου, ενώ από τις Μεγάλες Δυνάμεις και την Εκτελεστική Επιτροπή ζητήθηκε ο αφοπλισμός και των δύο πλευρών.
Οι μουσουλμάνοι που βρίσκονταν στο Ηράκλειο αφοπλίστηκαν, όμως οι χριστιανοί ήταν δύσπιστοι στο να παραδώσουν τα όπλα, αν δεν έφευγε ο Τούρκικος στρατός από το νησί. Στις 30 Οκτωβρίου 1898 ολοκληρώθηκε η εκκένωση του φρουρίου Ηρακλείου. Με προκήρυξή του ο Γεώργιος στις 26 Αυγούστου 1899 ζήτησε από τους Κρήτες να παραδώσουν τα όπλα, υποσχόμενος ότι θα ιδρύονταν «Ιστορικά Μουσεία», όπου και θα τοποθετούνταν. Μέρος των όπλων παραδόθηκαν, άλλα καταστράφηκαν, αρκετοί από τους 38.000 Μουσουλμάνους από τα φρούρια επέστρεψαν στην επαρχία.
Οι διαμάχες μεταξύ των δύο στοιχείων συνεχίσθηκαν ως το 1913, με τη δημιουργία ένοπλων παρακρατικών οργανώσεων, «Ζουρίδες» για τους Τουρκοκρητικούς, «Εφτάρι» για τους Ελληνοκρητικούς, ιδίως στο Μονοφάτσι και Μαλεβίζι για την κυριαρχία των πλούσιων γαιών.
Γ. Εκτελεστική Εξουσία
Μέχρι την εκλογή της Εκτελεστικής Επιτροπής, καθήκοντα εκτελεστικής εξουσίας ασκούσε το Συμβούλιο των Ναυάρχων, με το οποίο επικοινωνούσε το Προεδρείο της Γενικής Συνέλευσης. Ωστόσο, επειδή παρατεινόταν η εκκρεμότητα για την οριστική ρύθμιση του Κρητικού πολιτεύματος, οι Δυνάμεις πρότειναν την οργάνωση προσωρινής διοίκησης. Το Συμβούλιο των Ναυάρχων δέχθηκε την πρόταση της Συνέλευσης για εκλογή από τη Συνέλευση εξαμελούς Εκτελεστικής Επιτροπής. Μέχρι την εκλογή της Εκτελεστικής Επιτροπής, καθήκοντα εκτελεστικής εξουσίας ασκούσε το Συμβούλιο των Ναυάρχων με το οποίο επικοινωνούσε το Προεδρείο της Γενικής Συνέλευσης.
Ωστόσο, επειδή παρατεινόταν η εκκρεμότητα για την οριστική ρύθμιση του Κρητικού πολιτεύματος, οι Δυνάμεις πρότειναν την οργάνωση προσωρινής διοίκησης. Το Συμβούλιο των Ναυάρχων δέχθηκε την πρόταση της Συνέλευσης για εκλογή από τη Συνέλευση εξαμελούς Εκτελεστικής Επιτροπής. Στις 16 Ιουλίου 1898 η Συνέλευση εξέλεξε εξαμελή Εκτελεστική Επιτροπή με την εξής σύνθεση:
Σε συνεργασία με τους Προξένους η Επιτροπή κατάρτισε τον Κανονισμό του Προσωρινού Πολιτεύματος, ένα καταστατικό χάρτη για την οργάνωση της διοίκησης και της δικαιοσύνης μέχρι την οριστική ρύθμιση του πολιτεύματος. Σύμφωνα με αυτόν, η Εκτελεστική Επιτροπή ασκούσε τη διοίκηση της Κρήτης, εκτός των ζωνών διεθνούς κατοχής, με αρμοδιότητες στους εξής πέντε τομείς: των Εσωτερικών, της Δικαιοσύνης, των Οικονομικών, της Δημόσιας Ασφάλειας και των Θρησκευμάτων και της Δημόσιας Εκπαίδευσης. Η Εκτελεστική Επιτροπή άσκησε τη διοίκηση του νησιού μέχρι τα γεγονότα του Ηρακλείου.
Τότε υπέβαλε την παραίτησή της στο Συμβούλιο των Ναυάρχων. Εκείνο την αποδέχθηκε, αλλά ζήτησε να παραμείνει ως σύνδεσμος των κατοίκων με τη διεθνή δύναμη. Το Συμβούλιο ανέλαβε τις εκτελεστικές εξουσίες με την Εκτελεστική Επιτροπή να διατηρεί τον ανεπίσημο ρόλο του συνδέσμου μέχρι την οριστική της παραίτηση στις 13 / 25 Νοεμβρίου, λίγες ημέρες πριν από την άφιξη του Αρμοστή Πρίγκιπα Γεωργίου.
Το Οριστικό Πολίτευμα της Αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας
Στα τέλη του 1898 οι Δυνάμεις έκαναν ένα ουσιαστικό βήμα προς την οριστική ρύθμιση του Κρητικού Ζητήματος. Οι κυβερνήσεις τους κατέληξαν στο πρόσωπο του ηγεμόνα που θα αναλάμβανε ως εντολοδόχος τους, την ανώτατη εξουσία στην Κρήτη: όρισαν ως Ύπατο Αρμοστή τον δευτερότοκο γιο τού Βασιλιά των Ελλήνων Γεωργίου, Πρίγκιπα Γεώργιο. Τον Δεκέμβριο του 1898 για να αντιμετωπίσει τις πρώτες δαπάνες της νέας Πολιτείας η Κρητική διοίκηση έλαβε προκαταβολή τεσσάρων εκατομμυρίων φράγκων έναντι δανείου που εγγυήθηκαν οι Δυνάμεις.
Α. Ο Ύπατος Αρμοστής
O Ύπατος Αρμοστής ήταν ο ανώτατος άρχων ενός νέου κράτους αυτόνομου, το οποίο τελούσε υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου, υπό καθεστώς προστασίας των Μεγάλων Δυνάμεων και υπό διεθνή στρατιωτική κατοχή. Ήταν εντολοδόχος των Δυνάμεων με τριετή συγκεκριμένη εντολή:
Ο Γεώργιος έφτασε στην Κρήτη στις 9 / 21 Δεκεμβρίου 1898. Στις 14 / 26 Δεκεμβρίου αποχώρησαν οι Ναύαρχοι. Η εξουσία τους είχε λήξει. Στο εξής, οι Δυνάμεις επέστρεψαν στο ρόλο της προστασίας και του ελέγχου.Πριν παραδώσει οριστικά την εξουσία του το Συμβούλιο των Ναυάρχων προχώρησε σε δύο μέτρα που δέσμευσαν τον Πρίγκιπα στην αρχή της θητείας του:
1. Αποφάσισαν να ενσωματώσουν την πολιτοφυλακή στην υπό σύσταση κρητική χωροφυλακή η οποία θα υπαγόταν στη δικαιοδοσία των διοικητών των τομέων μέχρι το διορισμό επαρχιακών αρχών.
2. Διόρισαν προκαταβολικά πέντε Συμβούλους του Πρίγκιπα, τους Ιωάννη Σφακιανάκη, Μανούσο Κούνδουρο, Χασάν Σκυλιανάκη, Ελευθέριο Βενιζέλο και Κωνσταντίνο Φούμη.
Όλοι αυτοί απολάμβαναν της εμπιστοσύνης των Ναυάρχων και ανέλαβαν τους τομείς των Εσωτερικών, των Οικονομικών, των Δημοσίων Έργων, της Δημόσιας Εκπαίδευσης και της Δημόσιας Τάξης. Έργο των Συμβούλων ήταν η σύνταξη των νόμων και διαταγμάτων που θα προκήρυσσε στη συνέχεια ο Πρίγκιπας.Η ψήφιση του Συντάγματος του 1899 επέφερε καίριες αλλαγές στο συσχετισμό των εξουσιών. Ο Πρίγκιπας δεν ήταν πλέον μόνο Ύπατος Αρμοστής εντολοδόχος των Δυνάμεων με τριετή θητεία, αλλά αναγνωρισμένος ανώτατος άρχων της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας.
Β. Δικαστική Εξουσία
Για την οργάνωση της δικαστικής εξουσίας, συγκροτήθηκε τον Δεκέμβριο του 1898 (ΦΕΚ Α, 2, 31 Δεκ. 1898) ειδική επιτροπή απαρτιζόμενη από τρεις Χριστιανούς και ένα Μουσουλμάνο υπό την προεδρία του Κεφαλλήνα νομικού Ιωάννη Σκαλτσούνη. Τον Μάιο (ΦΕΚ Α, 34, 10 Μαΐου 1899) καθιερώθηκε Οργανισμός των Δικαστηρίων, διορίστηκε Γενικός Εισαγγελέας (ΦΕΚ Α, 35, 11 Μαΐου 1899), Πρόεδρος Εφετών και Εφέτες, Συμβούλιο Δικαιοσύνης, συστάθηκαν τα προβλεπόμενα Δικαστήρια και εισήχθη η δικαστική νομοθεσία (ΦΕΚ Α, 42, 26 Μαΐου 1899).
Γ. Το Σύνταγμα του 1899
Το πρώτο μέλημα του Αρμοστή, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει, ήταν να συνεργαστεί με την Εθνοσυνέλευση για τη συγκρότηση πολιτεύματος που θα εγγυάτο τη ζωή και την περιουσία καθώς και τη θρησκευτική ελευθερία των πολιτών. Στα τέλη Δεκεμβρίου 1898 συγκροτήθηκε δεκαεξαμελής επιτροπή για την εκπόνηση σχεδίου Συντάγματος. Η επιτροπή αυτή, αποτελούμενη από δώδεκα Χριστιανούς και τέσσερις Μουσουλμάνους συνέταξε το σχέδιο σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η Συντακτική Συνέλευση που προέκυψε από τις εκλογές της 24 Ιανουαρίου 1899 συνήλθε στα Χανιά στις 8 Φεβρουαρίου και εξέλεξε Πρόεδρο τον Ιωάννη Σφακιανάκη.
Απαρτιζόταν από 188 πληρεξουσίους, 138 Χριστιανούς και 50 Μουσουλμάνους που είχαν αναδειχθεί από ξεχωριστές εκλογές. Το σχέδιο του Συντάγματος που αποτελείτο από 115 άρθρα, εγκρίθηκε από τη Συνέλευση στις 4 Μαρτίου, υπέστη ελάχιστες τροποποιήσεις από το Πρεσβευτικό Συμβούλιο της Ρώμης και τελικά ψηφίστηκε από τη Συνέλευση στις 27 Απριλίου. Το Σύνταγμα προέβλεπε τους θεσμούς και τον τρόπο λειτουργίας της Κρητικής Πολιτείας:
Η ψήφιση του Συντάγματος του 1899 είχε επιφέρει καίριες αλλαγές στο συσχετισμό των εξουσιών. Ο Πρίγκιπας δεν ήταν πλέον μόνο Ύπατος Αρμοστής εντολοδόχος των Δυνάμεων με τριετή θητεία αλλά αναγνωρισμένος ανώτατος άρχων της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας. Συγκεκριμένα, το άρθρο 11 όριζε ότι η Συνέλευση θα διαλυόταν αμέσως και ο Πρίγκιπας θα κυβερνούσε με διατάγματα για διάστημα δύο ετών. Παράλληλα, το Σύνταγμα διατήρησε το θεσμό των Συμβούλων που είχε θεσπίσει το Συμβούλιο των Ναυάρχων αλλά εκείνοι από εκλεκτοί των Ναυάρχων έγιναν αξιωματούχοι της Κρητικής Πολιτείας.
Δ. Το Ηγεμονικό Συμβούλιο
Το Ηγεμονικό Συμβούλιο ήταν η Κυβέρνηση της Κρητικής Πολιτείας. Οι αρμοδιότητές του καθορίζονταν από το Διάταγμα Περί Οργανισμού του Συμβουλίου του Ηγεμόνος. Το πρώτο Ηγεμονικό Συμβούλιο αποτελείτο από τους
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι η αρμοστειακή διοίκηση στην Κρήτη αποσκοπούσε στον περιορισμό του πολιτικού πλουραλισμού στο νησί ή, καλύτερα, στην εξάλειψή του και στη συνακόλουθη εφαρμογή ενός απολυταρχικού καθεστώτος. Η ελευθερία της πολιτικής έκφρασης είναι συνυφασμένη με το κοινοβουλευτικό καθεστώς. Το Κρητικό, όμως, Σύνταγμα δεν εκπλήρωνε τις προϋποθέσεις ενός κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Η πολιτική εξουσία ανήκε απόλυτα στον ηγεμόνα. Ακόμα και η λειτουργία των κομμάτων είχε κριθεί ως μη συνάδουσα με τη λειτουργία του αρμοστειακού καθεστώτος.
Στο έργο, λοιπόν, της διοίκησης παρενέβαινε σημαντικά η πολιτική εξουσία, ένα γεγονός το οποίο αποτελούσε μείζονα αιτία δυσαρέσκειας για την πλειονότητα τής κρητικής κοινής γνώμης. Το Σύνταγμα είχε προβλέψει τον καθορισμό κάποιων βασικών εγγυήσεων για την απρόσκοπτη λειτουργία των κρατικών θεσμών και την κατοχύρωση των κρατικών λειτουργών έναντι των πολιτικών παρεμβάσεων. Κατά τα πρώτα έτη εφαρμογής του Συντάγματος οι αρχές αυτές τηρήθηκαν απαρέγκλιτα. Από το 1901 η εκτελεστική εξουσία άρχισε να εκβιάζει τη μετατροπή των κειμένων νόμων, ώστε όλες οι εξουσίες να συγκεντρωθούν στα χέρια του ύπατου αρμοστή.
Οι αρχικές εγγυήσεις έπαυσαν σταδιακά να ισχύουν. Ο διορισμός, η μετάθεση και η ανάκληση των δημοσίων υπαλλήλων έπαυσε να τελεί υπό αντικειμενικά κριτήρια και εμπράκτως υπέκειτο σε κριτήρια πολιτικά. Ο συνταγματάρχης Destelle, διοικητής των Γαλλικών στρατευμάτων στο νησί, υπογράμμιζε ότι αρκούσε κάποιος να είναι Βενιζελικός ή ακόμα και να καταγγελθεί ότι είναι τέτοιος, για να αποκλεισθεί από όλα τα δημόσια αξιώματα. Πιο αξιόπιστη μαρτυρία είναι η συνοπτική αναφορά των νομοθετικών μεταβολών, οι οποίες επήλθαν στο ζωτικό τομέα της οργάνωσης του δικαστικού κλάδου.
Με το νόμο της 10ης Μαΐου 1899, οργανώνονταν τα δικαστήρια σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 89 του Συντάγματος και δημιουργείτο το Συμβούλιο της Δικαιοσύνης. Με το νόμο 437 του 1901 χαρακτηριζόταν ο προηγούμενος νόμος ως προσωρινός, μετατρεπόταν η δικαστική οργάνωση (ιδίως οι κανόνες διορισμού των δικαστικών λειτουργών) και δύο Κρήτες εφέτες αντικαθίσταντο από άλλους που κατάγονταν από την ηπειρωτική Ελλάδα. Με τον ίδιο νόμο επιβεβαιωνόταν ότι οι δικαστικοί λειτουργοί διορίζονταν κατόπιν διαγωνισμού και προβλέπονταν με σαφή τρόπο τα απαιτούμενα προσόντα.
Με το νόμο 582 του 1903 μεταβάλλονταν οι συνθήκες εισόδου στο δικαστικό σώμα. Τα ανώτατα στελέχη του κλάδου διορίζονταν με πριγκιπικό διάταγμα κατόπιν πρότασης τού Συμβουλίου Δικαιοσύνης. Με το νόμο 607 του 1905 προβλεπόταν ο ίδιος τρόπος διορισμού και για τα υπόλοιπα στελέχη του δικαστικού σώματος. Με τους νόμους 582 και 607 θεσπιζόταν και η μετάθεση των δικαστικών λειτουργών κατόπιν πριγκιπικού διατάγματος. Ο νόμος 607 θέσπιζε και την απόλυση των δικαστικών λειτουργών μέσω της ίδιας οδού, μέσω της οποίας διορίσθηκαν, δηλαδή με πριγκιπικό διάταγμα.
Γενικώς, η Διεθνής Εξεταστική Επιτροπή επιβεβαίωσε το 1906 τις αδυναμίες της αρμοστειακής διακυβέρνησης. Στη μακρά έκθεση που συνέταξε εξαίρει το έργο της αρμοστείας για τα πρώτα χρόνια αλλά εκφράζει τη λύπη της γιατί, προϊόντος του χρόνου, ανεστάλη. Ήταν αναντίρρητη πραγματικότητα ότι η Δικαιοσύνη ποδηγετείτο από τον αρμοστή, αφού προσόντα διορισμού δικαστικών λειτουργών δεν είχαν ορισθεί και η αρμοστειακή διοίκηση έπραττε κατά το δοκούν. Οι δυσχέρειες αυτές επιβράδυναν το κρατικό έργο εξυγίανσης της ζωής των Κρητών, αφού δεν υπήρχε διάκριση των εξουσιών ώστε η Δικαιοσύνη να λειτουργεί απερίσπαστη από πολιτικές παρεμβάσεις.
ΠΑΙΔΕΙΑ
Η εκπαίδευση ήταν ήδη ανεπτυγμένη στην Κρήτη, αλλά με την σύσταση της Κρητικής Πολιτείας εμφάνισε νέα άνθηση. Η πρώτη νομολογία για την εκπαίδευση εισήχθη με διατάξεις του Συντάγματος του 1899, με τις οποίες καθιερώθηκε η υποχρεωτική παιδεία και για τα δύο φύλα. Κατά την περίοδο αυτή λειτούργησαν δύο τύποι δημοτικών σχολείων, τα κατώτερα (τετρατάξια) και τα ανώτερα ή πλήρη (εξατάξια). Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση υπήρχαν τα ημιγυμνάσια με τρεις τάξεις στα μικρά επαρχιακά κέντρα, τα πλήρη εξατάξια γυμνάσια στα αστικά κέντρα του νησιού, και τα τριτάξια ανώτερα παρθεναγωγεία των Χανίων και Νεάπολης και το πεντατάξιο Παρθεναγωγείο του Ηρακλείου.
Με νόμο του 1903 ιδρύθηκε στο Ηράκλειο παιδαγωγική σχολή, το τριτάξιο διδασκαλείο και ιεροδιδασκαλείο στη Μονή Αγ. Τριάδας των Χανίων. Δάσκαλοι διορίστηκαν εκτός από απόφοιτοι Γυμνασιακών τάξεων, απόφοιτοι σχολαρχείων και ορισμένοι απόφοιτοι τετρατάξιων δημοτικών. Ο αριθμός σχολείων και μαθητών συνεχώς μεγάλωνε μέχρι την Ένωση και τα ποσοστά αναλφαβητισμού μειώθηκαν. Η νομοθεσία της Κρητικής πολιτείας σε εκπαιδευτικά θέματα ίσχυσε ως το 1914 οπότε και εφαρμόστηκε η κοινή γενική εκπαιδευτική πολιτική και νομοθεσία του Ελληνικού Κράτους. Η εκπαιδευτική πολιτική της Κρητικής Πολιτείας υπήρξε δραστήρια και αποτελεσματική.
Η ιδιαίτερη μέριμνα για τη λαϊκή Παιδεία φαίνεται σε μια σειρά νομοθετημάτων, που έχουν πρότυπο άλλα νομοθετήματα προηγμένων χωρών για την εποχή. Με το πρώτο Σύνταγμα (16 Απριλίου 1899) καθιερώθηκαν η υποχρεωτική εκπαίδευση και η δωρεάν Παιδεία για τα δύο φύλα. Η αύξηση του αριθμού των σχολείων, των μαθητών και των σχετικών δαπανών είναι άκρως εντυπωσιακή. Το σχολικό έτος 1899 - 1900 σε όλη την Κρήτη λειτουργούσαν 523 δημοτικά σχολεία, με 35.844 μαθητές. Το 1909 - 1910 τα σχολεία αυξήθηκαν σε 656 και οι μαθητές σε 40.559. Αντίστοιχα οι δαπάνες για την Παιδεία από 406.193 δρχ. το 1900 αυξήθηκαν σε 805.749 το 1910.
Παρά τα όποια θετικά δεδομένα, η εκπαίδευση, και η νομοθεσία που την πλαισίωνε, ήταν γραφειοκρατικού τύπου, διακρινόταν από συγκεντρωτισμό και ελεγχόταν ιδεολογικά από την κεντρική εξουσία. Την εποπτεία της δημόσιας εκπαίδευσης, σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. 42 Νομοθετικό Διάταγμα «Περὶ Διοικήσεως καὶ ἐπιθεωρήσεως τῆς Δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως», ασκούσαν ιεραρχικά οι εξής:
α) Ο επί της Δημόσιας Εκπαίδευσης και των Θρησκευμάτων σύμβουλος,
β) Το εποπτικό συμβούλιο των επιθεωρητών,
γ) Ο γενικός επιθεωρητής,
δ) Οι τέσσερις νομαρχιακοί επιθεωρητές Λασιθίου, Ηρακλείου, Ρεθύμνης, Χανίων και Σφακίων, και
ε) Οι διευθυντές των σχολείων.
Την περίοδο αυτή λειτουργούσαν στην Κρήτη δύο τύποι δημοτικών σχολείων, τα τετρατάξια (κατώτερα) και τα εξατάξια (ανώτερα ή πλήρη). Στο δημοτικό σχολείο διδάσκονταν τα εξής μαθήματα: Θρησκευτικά, Νέα Ελληνική Γλώσσα, Πρακτική Αριθμητική, Στοιχειώδης Γεωμετρία, Ιστορία Εθνική και Ιστορία της Κρήτης, τα σπουδαιότερα από την Παγκόσμια Ιστορία, Γεωγραφία, Στοιχειώδης Πολιτική Αγωγή, Φυσική Ιστορία, Φυσική και Χημεία, Καλλιγραφία, Ιχνογραφία, Ωδική, Εκκλησιαστική Μουσική και Γυμναστική. Επίσης, στα σχολεία των αρρένων διδάσκονταν και άλλα πρακτικά μαθήματα που συμπλήρωναν το καθημερινό πρόγραμμα.
Για τη μέση εκπαίδευση λειτουργούσαν πλήρη εξατάξια γυμνάσια στα μεγάλα αστικά κέντρα της νήσου και ημιγυμνάσια (τριτάξια) σε μικρότερα κέντρα. Ιδρύθηκαν επίσης ανώτερα παρθεναγωγεία με τρεις τάξεις στα Χανιά, στο Ρέθυμνο και τη Νεάπολη, καθώς και με πέντε τάξεις στο Ηράκλειο. Τα διδακτέα μαθήματα του Γυμνασίου περιλαμβάνουν τα επιστημονικά, στα οποία ανήκουν τα Θρησκευτικά, η Αρχαία και η Νέα Ελληνική Γλώσσα, η Λατινική, η Γαλλική, η Παγκόσμιος Ιστορία, τα Μαθηματικά και η Κοσμογραφία, η Γεωγραφία, η Φυσική Ιστορία, η Φυσική, η Χημεία, η Ψυχολογία, η Λογική, η Πολιτική Αγωγή, και τα τεχνικά μαθήματα, όπως η Ιχνογραφία, η Καλλιγραφία, η Γυμναστική και η Ωδική.
Με το νόμο 485 του 1903 «Περὶ ὀργανώσεως τῆς Δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως» ιδρύθηκε τριτάξιο διδασκαλείο στο Ηράκλειο, για τη μόρφωση δημοδιδασκάλων, και τετρατάξιο ιεροδιδασκαλείο στη Μονή της Αγίας Τριάδος στα Χανιά. Η εκπαιδευτική νομοθεσία της Κρητικής Πολιτείας ίσχυσε έως το 1914. Μετά εφαρμόσθηκε η νομοθεσία του Ελληνικού βασιλείου. Αναφορικά με τα Μουσουλμανικά σχολεία, τα οποία τον πρώτο χρόνο σύστασης της Κρητικής Πολιτείας αριθμούσαν 21, το δεύτερο χρόνο θα μειωθούν σε 14.
Η φοίτηση στα σχολεία αυτά ήταν υποχρεωτική και η διδασκαλία περιλάμβανε όλα τα μαθήματα των Ελληνικών σχολείων πλην των Θρησκευτικών, της Τουρκικής Γλώσσας και της Ιστορίας, από την οποία επιλέγονταν τα κυριότερα γεγονότα από την Παγκόσμια. Οι διευθυντές ήταν Μουσουλμάνοι, αλλά διορίζονταν και Έλληνες. Εκεί που δεν υπήρχαν μουσουλμανικά σχολεία οι μαθητές φοιτούσαν στα Ελληνικά, αλλά απαλλάσσονταν από τη διδασκαλία των Θρησκευτικών. Στα αστικά κέντρα του νησιού ιδρύθηκαν ιδιαίτερα δημοτικά σχολεία για τους Μουσουλμάνους, που χωρίζονταν σε 5 τάξεις, καθώς επίσης και Παρθεναγωγεία.
Με ανάλογες προσθήκες διευθετήθηκε και η φοίτηση των Ισραηλιτών μαθητών στα δημόσια εκπαιδευτήρια. Η Κρητική Πολιτεία προσπάθησε να οργανώσει το νομοθετικό πλαίσιο της εκπαίδευσης τόσο του Χριστιανικού όσο και του Μουσουλμανικού πληθυσμού. Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από τον Τουρκικό ζυγό, η αρτισύστατη Πολιτεία θεώρησε ως απαραίτητη προϋπόθεση για την κοινωνική άνοδο των ατόμων την Παιδεία. Για το λόγο αυτό θέσπισε και ειδικές υποτροφίες για σπουδές στο εξωτερικό αναβιβάζοντας την Παιδεία σε ύψιστο κοινωνικό αγαθό.
Πρώτιστο μέλημα υπήρξε η κατάρτιση των εκπαιδευτικών με τη σύσταση παιδαγωγικών ιδρυμάτων και στη συνέχεια με τη λειτουργία διδασκαλείων διετούς και τριετούς φοίτησης. Σημαντικές επίσης υπήρξαν και οι προσπάθειες για την οργάνωση της εκπαίδευσης των αλλοθρήσκων στο πλαίσιο της ισοπολιτείας που προσπαθούσε να εφαρμόσει έναντι των μειονοτικών πληθυσμών. Γενικά, η Κρητική Πολιτεία αποπειράθηκε να προσδώσει λαϊκό προσανατολισμό στην εκπαίδευση, καθιέρωσε τους δύο εξαετείς κύκλους σπουδών, διοργάνωσε σχολικές περιφέρειες και φρόντισε να διοργανώσει σχολεία για τους φτωχούς μαθητές.
Η εκπαίδευση στην Κρητική Πολιτεία ήταν ένας ιστορικά διαμορφωμένος κοινωνικοπολιτικός χώρος, που οδηγούσε και προς την παράλληλη παγίωση μιας ιδιαίτερης Κρητικής πολιτισμικής κουλτούρας, η οποία δεν επηρεαζόταν από τις πολιτικές και οικονομικές δομές.
Ο Κρητικός Τύπος
Η ελευθεροτυπία είχε εγκαινιασθεί στην Κρήτη από την Σύμβαση της Χαλέπας. Από το 1878 είχε επιτραπεί για πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία του νησιού η σύσταση τυπογραφείων και η έκδοση εφημερίδων πέρα από την επίσημη εφημερίδα «Κρήτη». Από το 1878 μέχρι το 1898 εκδόθηκαν πάνω από είκοσι εφημερίδες σε όλη την Κρήτη. Από το 1889 η εφαρμογή του στρατιωτικού νόμου και η περιστολή ελευθεριών και δικαιωμάτων είχαν άμεση επίπτωση και στον Τύπο. Οι εφημερίδες περιορίστηκαν και λογοκρίνονταν. Στην περίοδο της Κρητικής Πολιτείας δημιουργήθηκε ένα συνταγματικό πλαίσιο λειτουργίας του Τύπου, βασικό χαρακτηριστικό του οποίου ήταν ο περιορισμός των ελευθεριών του.
Σύμφωνα με το άρθρο 23 του Συντάγματος προβλεπόταν εγγύηση 2.000 δρχ. για έκδοση εφημερίδων και περιοδικών με πολιτικό περιεχόμενο για την εξασφάλιση της πληρωμής των ενδεχόμενων ποινών και αποζημιώσεων. Επίσης, επιτρεπόταν η κατάσχεση των εφημερίδων σε περίπτωση που προσβάλλονταν οι θρησκευτικές αντιλήψεις, το πρόσωπο του ηγεμόνα και παρακινούνταν η χαλάρωση της δημόσιας τάξης. Επιπλέον, με το άρθρο 108, ο ηγεμόνας προικιζόταν για την πρώτη διετία, με το προνόμιο να χορηγεί ο ίδιος άδεια για έκδοση εφημερίδων ή άλλων εντύπων και να ανακαλεί την άδεια κατά τη δική του κρίση.
Επίσης, ήταν δυνατή η απαγόρευση εισαγωγής ξένων εφημερίδων. Στην περίοδο της Κρητικής Πολιτείας, ωστόσο, παρατηρείται μεγάλη άνθιση του Τύπου. Εκτός από τους παλιούς, νέοι εκδότες εξέδωσαν νέες εφημερίδες, Ελληνόφωνες και Τουρκόφωνες. Οι πρώτες διαβάζονταν από τους Χριστιανούς. Οι δεύτερες από τους Μουσουλμάνους που πάντως διάβαζαν και τις Ελληνόφωνες. Οι εφημερίδες κυκλοφορούσαν συνήθως μία ή δύο φορές την εβδομάδα, περισσότερες στο Ηράκλειο και τα Χανιά και λιγότερες στο Ρέθυμνο. Αν και ο τύπος διαβαζόταν κυρίως από τα ανώτερα στρώματα των πόλεων, ωστόσο την εποχή αυτή διαχέονταν σε όλο και περισσότερο κόσμο.
Μέσα από τις στήλες τους συζητήθηκαν πολλά ζητήματα. Η θεματολογία τους ξεκινούσε από τα τοπικά πολιτικά ζητήματα και έφτανε τα διεθνή. Συχνές ήταν οι διαφημίσεις ντόπιων προϊόντων και υπηρεσιών και οι αγγελίες. Ενημέρωναν για τις αφίξεις δημόσιων προσώπων, περιλάμβαναν τις ανακοινώσεις των δήμων και δημοσιοποιούσαν τις κοινωνικές εκδηλώσεις. Σε σχέση με τα πολιτικά θέματα αποτέλεσαν το χώρο όπου αναπτύχθηκε ένας γόνιμος διάλογος, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις οι πολιτικές αντιπαραθέσεις ήταν οξείες μέσα από τις στήλες των εφημερίδων.
Η σύγκρουση του Βενιζέλου με τον πρίγκιπα Γεώργιο αποτέλεσε το πεδίο αντιπαράθεσης και ανάμεσα στις εφημερίδες και δίχασε τους εκδότες τους. Ορισμένες εφημερίδες εντυπωσιάζουν για το επίπεδο λόγου και γλωσσικής κατάρτισης των συντελεστών τους (εκδότες, διευθυντές, αρθρογράφοι, δημοσιογράφοι). Στις ελληνόγλωσσες χρησιμοποιούνταν η καθαρεύουσα, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις απαντώνταν στοιχεία του Κρητικού ιδιώματος. Από το 1898 κυκλοφορούσε και η "Επίσημος Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας" που αντικατέστησε την επίσημη εφημερίδα "Κρήτη" της προγενέστερης περιόδου.
Τέλος, κυκλοφορούσαν και περιοδικά με ποικίλη ύλη: παιδαγωγικά, φιλολογικά, λογοτεχνικά, επιστημονικά, πολιτικά, εγκυκλοπαιδικά, νομικά, θρησκευτικά, λαογραφικά, γεωργικά και πολιτικά.
Η Εκπαίδευση
Τα πρώτα ουσιαστικά βήματα στον εκπαιδευτικό τομέα είχαν γίνει από την εποχή της Χαλέπας (1878 - 1889). Στα 1881 είχε για πρώτη φορά ψηφιστεί νόμος περί παιδείας. Προβλεπόταν η ύπαρξη τριτάξιου Ελληνικού σχολείου στην έδρα κάθε διοίκησης (νομού). Από το 1881 λειτουργούσε στο Ηράκλειο γυμνάσιο με δύο τάξεις την πρώτη χρονιά και με τέσσερις στα 1883. Από το 1883 αναγνωρίστηκε ως ισότιμο με τα γυμνάσια της Ελλάδας και έδινε στους αποφοίτους το δικαίωμα εγγραφής στο Πανεπιστήμιο. Στο πρώτο Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας (1899) και συγκεκριμένα στο άρθρο 21 καθιερώθηκε η υποχρεωτική και δωρεάν εκπαίδευση όχι μόνο για τα αγόρια αλλά σε μια πρωτοπόρα για την εποχή πρόβλεψη και για τα κορίτσια.
Από τον πρώτο χρόνο της Αυτονομίας αποτέλεσε καινοτομία για την εποχή η εισαγωγή του μαθήματος των καθηκόντων και δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη και του μαθήματος της τοπικής ιστορίας. Επίσης, έγιναν προσπάθειες η εκπαίδευση και η γνώση να συνδεθούν με την παραγωγική διαδικασία και με την παροχή πρακτικών γνώσεων (κυρίως σε σχέση με τη γεωργία και τη γεωργική βιομηχανία). Ιθύνων νους της εκπαίδευσης ήταν ο Σύμβουλος (Υπουργός) Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και Θρησκευμάτων, ενώ σε κάθε νομαρχία διορίζονταν οι νομαρχιακοί επιθεωρητές για την προώθηση και επίβλεψη του εκπαιδευτικού έργου στα δημοτικά σχολεία και στα γραμματοδιδασκαλεία.
Τα γυμνάσια, το διδασκαλείο και το ιεροδιδασκαλείο εποπτεύονταν από έναν γενικό επιθεωρητή. Σύμφωνα με τον πρώτο νόμο περί παιδείας του 1899, η κατώτερη ή δημοτική εκπαίδευση περιλάμβανε τα τετρατάξια δημοτικά σχολεία, τα ανώτερα δημοτικά ή ανώτερα παρθεναγωγεία με επτά τάξεις και τα γραμματοδιδασκαλεία. Οι απόφοιτοι των τελευταίων κατατάσσονταν σε κάποια τάξη του δημοτικού σχολείου. Δάσκαλοι διορίζονταν όσοι διέθεταν πτυχίο διδασκαλείου από την Κρήτη ή την Ελλάδα, αλλά και λόγω έλλειψης προσωπικού απόφοιτοι του γυμνασίου, του ιεροδιδασκαλείου ή της Σχολής Πρέβελη.
Πριν το δημοτικό σχολείο και από το πέμπτο έτος της ηλικίας τους οι μαθητές μπορούσαν να φοιτήσουν προαιρετικά στο νηπιαγωγείο, που επαφιόταν στην ιδιωτική πρωτοβουλία αλλά ετίθετο υπό την εποπτεία της Ανώτερης Διεύθυνσης. Στο βασικό σχολείο της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, το δημοτικό, διδάσκονταν Θρησκευτικά, Νέα Ελληνική Γλώσσα, Πρακτική Αριθμητική, Στοιχειώδης Γεωμετρία, Ελληνική, Παγκόσμια και Τοπική Ιστορία, Γεωγραφία, τα Καθήκοντα και Δικαιώματα του Συνταγματικού Πολίτη, Φυσική Ιστορία, Φυσική, Χημεία, Καλλιγραφία, Ιχνογραφία, Ωδική, Εκκλησιαστική Μουσική, Γυμναστική.
Στα δημοτικά φοιτούσαν μαθητές από την ηλικία των έξι χρόνων για τα κορίτσια και των επτά για τα αγόρια. Η μέση (γυμνασιακή) εκπαίδευση περιλάμβανε το γυμνάσιο με επτά τάξεις (στα οποία στην πέμπτη και έκτη τάξη προσαρτήθηκαν παιδαγωγικά τμήματα για τη μόρφωση των δασκάλων), τα προγυμνάσια, που διέθεταν τις τρεις κατώτερες τάξεις των γυμνασίων εκεί που δεν υπήρχαν γυμνάσια. Οι σπουδές στα παιδαγωγικά τμήματα διαρκούσαν τρία έτη και ένα εξάμηνο και οι απόφοιτοι γίνονταν δάσκαλοι. Τέλος, από το ιεροδιδασκαλείο της Ιεράς Μονής Τζαγκαρόλων της Αγίας Τριάδας αποφοιτούσαν ιερείς που μπορούσαν να αποκτήσουν το δικαίωμα άσκησης επαγγέλματος του δασκάλου.
Στα 1901 έγινε μερική αναδιαμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος. Καταργήθηκαν τα γραμματοδιδασκαλεία. Προστέθηκαν τα ελληνικά σχολεία που διέθεταν τρεις τάξεις και αποτελούσαν τη μεσαία βαθμίδα μεταξύ του δημοτικού και του γυμνασίου, της ελάχιστης και της μέγιστης εκπαίδευσης, συμπλήρωμα των δημοτικών και προβαθμίδα των γυμνασίων. Ταυτόχρονα τα γυμνάσια αποτελούνταν από τέσσερις τάξεις. Νέος θεσμός ήταν τα ημιγυμνάσια που δεν διέθεταν την τελευταία τάξη των γυμνασίων. Δύο ημιγυμνάσια δημιουργήθηκαν: το πρώτο στο Ρέθυμνο και το δεύτερο στη Νεάπολη.
Ιδρύθηκε διδασκαλείο στο Ηράκλειο που αντικαθιστούσε τα παιδαγωγικά τμήματα. Σκοπός του ήταν η θεωρητική και πρακτική μόρφωση των δασκάλων. Στα γυμνάσια οι μαθητές διδάσκονταν Θρησκευτικά, Αρχαία και Νέα Ελληνικά, Λατινικά, Γαλλικά, Ιστορία, Μαθηματικά, Φυσική Ιστορία, Φυσική, Φιλοσοφία, και Γυμναστική. Το 1908 καταργήθηκαν τα Ελληνικά σχολεία των επαρχιών και αντικαταστάθηκαν από τα ανώτερα δημοτικά. Το 1909 προστέθηκε μια επιπλέον τάξη στα δύο ημιγυμνάσια και έτσι εξισώθηκαν με τα γυμνάσια. Στα γυμνάσια η πρόσβαση γινόταν μέσω εξετάσεων.
Οι πρωτοβουλίες για την αναδιοργάνωση της εκπαίδευσης είχαν γρήγορα και ορατά αποτελέσματα. Η εκπαίδευση διαχύθηκε στον πληθυσμό πράγμα που διαφαίνεται από τη μεγάλη αύξηση του αριθμού των σχολείων. Το 1907 καταμετρώνταν 569 Χριστιανικά και 18 Μουσουλμανικά δημοτικά σχολεία, 21 ελληνικά σχολεία, τέσσερα γυμνάσια, και τέσσερα ανώτερα παρθεναγωγεία, ένα διδασκαλείο και ένα ιεροδιδασκαλείο. Πάντως η εκπαίδευση κόστιζε αρκετά στο κρητικό δημόσιο. Οι δαπάνες άγγιζαν το 1/5 των προϋπολογισμών.
Πνευματική Ζωή στα Χανιά και το Ηράκλειο
Από την εποχή της Χαλέπας είχε επιτραπεί στην Κρήτη η ίδρυση συλλόγων και σωματείων. Και στο Ηράκλειο και στα Χανιά ιδρύθηκαν κατά την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας φιλολογικοί ή φιλεκπαιδευτικοί σύλλογοι. Στα Χανιά συγκροτήθηκε στα 1899 ο φιλολογικός σύλλογος «Χρυσόστομος». Από τα πρώτα μέλη του ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Κωνσταντίνος Φούμης, ο Κωνσταντίνος Μάνος. Η δραστηριότητά του ήταν ποικίλη. Ίδρυσε νυχτερινό σχολείο για την παροχή εκπαίδευσης σε άπορα παιδιά, διέθετε μουσικό τμήμα με μπάντα, κατάρτισε βιβλιοθήκη και οργάνωνε ομιλίες και διαλέξεις.
Στο Ηράκλειο από την Οθωμανική εποχή δραστηριοποιούνταν ο «Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος» για τη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων και την προστασία των αρχαιοτήτων. Ιδρυτικά του μέλη ήταν ο Ιωσήφ Χατζιδάκης και ο Στέφανος Ξανθουδίδης. Στην ίδια πόλη το 1901 ιδρύθηκε διδασκαλείο και το 1905 το λύκειο «Κοραής». Το γλωσσικό ζήτημα που απασχόλησε την Ελλάδα μεταφέρθηκε και στην Κρήτη μέσα από τους Κρήτες φοιτητές που σπούδαζαν στην Αθήνα οι οποίοι ήταν γενικά φορείς των πνευματικών ρευμάτων. Το 1909 ιδρύθηκε στα Χανιά από προοδευτικούς νέους φιλολογικός σύλλογος με το όνομα «Σολωμός».
Με την ονομασία εκείνη ο σύλλογος αναδείκνυε την υποστήριξή του στη δημοτική γλώσσα και την Κρητική καταγωγή του εθνικού ποιητή. Τον σύλλογο υποστήριξαν στην αρχή πολλοί νέοι Χανιώτες, λογοτέχνες και δημοσιογράφοι. Ωστόσο, η αντίπαλη συντηρητική πλευρά είχε ισχυρά ερείσματα στην ιεραρχία της Εκκλησίας και της εκπαίδευσης. Επίσης, με αυτήν συνδέθηκαν συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες, όπως οι στιβανάδες, οι αμαξάδες, οι τερεζήδες, οι παπλωματάδες, οι μανάβηδες, οι χασάπηδες.
Ειδικά, οι υποδηματοποιοί των Χανίων, των οποίων τα καταστήματα συγκεντρώνονταν σε ένα σοκάκι σχολίαζαν ειρωνικά, γελοιοποιούσαν και χλεύαζαν χτυπώντας δυνατά τα σφυριά τους κάθε υποστηρικτή προοδευτικών ιδεών που διερχόταν από τον δρόμο τους. Οι δημοτικιστές κατηγορούνταν από τους καθαρευουσιάνους για μαλλιαρισμό, ως πληρωμένα όργανα των Τούρκων και των Φράγκων για να καταστραφεί ο Ελληνισμός και συχνά τους αποδίδονταν τα επίθετα προδότες και άθεοι. Η σφοδρή αντίδραση που εγέρθηκε οδήγησε σύντομα στη διάλυση του «Σολωμού».
Καλλιτεχνική Ζωή
Και στα Χανιά και στο Ηράκλειο δραστηριοποιούνταν ήδη από την εποχή της Χαλέπας τοπικοί ερασιτεχνικοί θίασοι, ενώ από την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα κατέφταναν και μεγαλύτεροι θίασοι από την Ελλάδα. Στην περίοδο της Κρητικής Πολιτείας το θέατρο γνώρισε μεγαλύτερη άνθιση. Στους ντόπιους θιάσους συμμετείχαν εξέχοντα μέλη της τοπικής κοινωνίας. Τις παραστάσεις στα Χανιά παρακολουθούσε και ο πρίγκιπας αποδίδοντάς τους ακόμα μεγαλύτερο κύρος. Τα έργα τους είχαν και Κρητική υπόθεση.
Από τους θιάσους που κατέφταναν από την Ελλάδα, κυρίως από την Αθήνα, οι περισσότεροι ήταν δραματικοί ή μελοδραματικοί και ανέβαζαν έργα Ελλήνων και ξένων συγγραφέων με δύο παραστάσεις, συνήθως, την εβδομάδα. Στο Ηράκλειο έδωσε παραστάσεις τον Δεκέμβριο του 1911 και τον Ιανουάριο του 1912 η Μαρίκα Κοτοπούλη και η Ευαγγελία Παρασκευοπούλου. Αλλά και ξένοι θίασοι (Ιταλικοί, Γαλλικοί) επισκέπτονταν την Κρήτη. Σταδιακά προστέθηκε και το λαϊκό θέατρο στην ψυχαγωγία των κατοίκων των δύο πόλεων: ο Φασουλής και ο Καραγκιόζης.
Στα Χανιά παιζόταν κουκλοθέατρο ο Φασουλής στο θέατρο του δημοτικού κήπου και ο χώρος γέμιζε ασφυκτικά με εισιτήριο 30 λεπτά. Το 1909 στο Ηράκλειο ιδρύθηκε ο μουσικός σύλλογος «Απόλλων» που διέθετε φιλαρμονική και σχολή έγχορδων μουσικών οργάνων. Στο Ηράκλειο το 1898, δέκα χρόνια μετά από την ανέγερση του πρώτου θεάτρου, ιδρύθηκε δεύτερο θέατρο, η «Καλλιθέα». Το 1911 ηλεκτροδοτήθηκε και από τότε λειτουργούσε ως κινηματογράφος.
Αρχαιολογικά
Ο αρχαιολογικός πλούτος του νησιού ήταν μεγάλος. Ήδη από την Οθωμανική εποχή είχαν γίνει κάποιες διερευνητικές ανασκαφικές απόπειρες. Ο μεγαλύτερος όγκος των προσπαθειών προσανατολιζόταν στην περιοχή της Κνωσού. Στα τέλη του 1879 ο Μίνως Καλοκαιρινός είχε ανακαλύψει κάποιες αποθήκες. Στα 1883 ο Ερρίκος Σλήμαν έκανε ανεπιτυχείς προσπάθειες να ανασκάψει το χώρο. Κατά την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας ξεκίνησαν πιο οργανωμένες και συστηματικές ανασκαφικές απόπειρες. Ο Άρθουρ Έβανς, αφού πρώτα αγόρασε την ανασκαπτέα γη, εγκαινίασε την ανασκαφική δραστηριότητα μαζί με την Αγγλική αρχαιολογική σχολή από την άνοιξη του 1900.
Γρήγορα ήρθε στο φως το ανάκτορο της Κνωσού. Ο Έβανς ανοικοδόμησε κάποια μέρη του και ονόμασε τον πολιτισμό της εποχής του χαλκού Μινωικό. Στα 1900 άρχισαν και οι ανασκαφές της Ιταλικής αρχαιολογικής σχολής της Αθήνας στη Φαιστό που διακόπηκαν στα 1909. Από το 1883 ο «Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος», ένας από τους σκοπούς του οποίου ήταν και η διάσωση και προστασία των αρχαιοτήτων, είχε δημιουργήσει μια πρώτη αρχαιολογική συλλογή και είχε εξασφαλίσει την περισυλλογή των ευρημάτων και την ίδρυση μουσείου. Από το 1900 μέχρι το 1907 συγκεντρώθηκαν τα ευρήματα της Αγγλικής αρχαιολογικής σχολής του Έβανς στην Κνωσό και της Ιταλικής αρχαιολογικής σχολής στη Γόρτυνα (Φαιστό).
Από το 1907 τα ευρήματα εκτέθηκαν στο αρχαιολογικό μουσείο του Ηρακλείου, που βρίσκεται στη θέση που αργότερα κτίστηκε το αρχαιολογικό μουσείο. Το πρώτο αρχαιολογικό μουσείο του Ηρακλείου σχεδιάστηκε από τον Γερμανό Ντόρπφελντ και τον Π. Καββαδία. Το μεγάλο αρχαιολογικό ενδιαφέρον για την Κρήτη έκανε αναγκαία τη θέσπιση νόμου περί αρχαιοτήτων. Με νόμο του 1899 προβλεπόταν η ίδρυση μουσείων στα Χανιά και στο Ηράκλειο. Επίσης, καταρτίστηκε η αρχαιολογική υπηρεσία για την επιτήρηση των μουσείων και των αρχαιοτήτων και απαγορεύτηκε η εξαγωγή από τη χώρα των αρχαιολογικών ευρημάτων. Τα ευρήματα από την ανασκαφική έρευνα θα παρέμεναν υποχρεωτικά στην Κρήτη.
Ψυχαγωγία
Στα Χανιά και στο Ηράκλειο, στο Ρέθυμνο, στον Άγιο Νικόλαο και στην Ιεράπετρα η καλλιτεχνική δραστηριότητα περιλάμβανε και τα καφωδεία (καφέ αμάν και καφέ σαντάν). Αρκετές ψυχαγωγικές πρακτικές αναπτύχθηκαν τα βράδια σε αυτά: μουσική, τραγούδι, χορός, οινοποσία, καφές, ναργιλές. Τα καφωδεία χωρίζονταν στα Ευρωπαϊκού τύπου καφέ σαντάν που προσείλκυαν αστικό κοινό και στα ανατολίτικου τύπου και παράδοσης καφέ αμάν, στα οποία συμμετείχε λαϊκό κοινό και παιζόταν λαϊκή μουσική. Επειδή, το καφωδείο αναπτύχθηκε αρχικά στους κόλπους της αστικής τάξης και αργότερα διευρύνθηκε από μέλη λαϊκών και αγροτικών στρωμάτων, απαξιώθηκε σταδιακά στις αστικές αντιλήψεις.
Επίσης, μερικά καφωδεία είχαν εκφυλιστεί σε ένα είδος καμπαρέ και χώρο παροχής σεξουαλικών υπηρεσιών. Χρειάστηκε να γίνουν προσπάθειες ελέγχου και επιτήρησής τους μέχρι και την επιβολή προστίμων και την απαγόρευση λειτουργίας τους, επειδή αποτελούσαν εστία ηθικού κινδύνου. Ειδικά στο Ηράκλειο, τα καφωδεία λειτουργούσαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1890. Στο Ηράκλειο τα καφέ σαντάν βρίσκονταν στην ανατολική πλευρά του λιμανιού όπου τραγουδούσαν γυναίκες από το εξωτερικό. Πασίγνωστη ήταν η Εβραία αοιδός από την Κωνσταντινούπολη Ρόζα.
Τα καφέ αμάν βρίσκονταν κυρίως στο Βενετσιάνικο λιμάνι νότια από τα νεώρια στην περιοχή Λάκκος. Το 1904 υπήρχαν στα Χανιά 5 - 6 καφέ σαντάν. Τέλος, τα χαμάμ αποτελούσαν μετά το λουτρό το χώρο συζητήσεων από το πρωί μέχρι τις τρεις μετά το μεσημέρι για τις γυναίκες και από τις τέσσερις το απόγευμα μέχρι το βράδυ για τους άνδρες. Το πιο γνωστό χαμάμ στο Ηράκλειο ήταν το μικρό χαμαμάκι, πρώην εκκλησία των ορθοδόξων (Άγιος Νικόλαος).
Πολιτιστική Ζωή
Το 1899 συγκροτήθηκε ο Φιλολογικός Σύλλογος "Χρυσόστομος" και στη συνέχεια ιδρύονταν συνεχώς πνευματικά, φιλανθρωπικά, αθλητικά και εργατικά σωματεία, και διοργανώνονταν πολλές πολιτιστικές εκδηλώσεις. Επισκέπτονταν την Κρήτη πολλοί ελληνικοί και ξένοι θίασοι, και δίνονταν μαθητικές θεατρικές παραστάσεις, ορισμένες και στα αρχαία Ελληνικά, συναυλίες και οργανώνονταν μουσικοφιλολογικές εσπερίδες. Ο φωνογράφος και ο κινηματογράφος πρωτοεμφανίστηκαν στα Χανιά. Κυκλοφόρησαν εφημερίδες και περιοδικά, ενώ το 1901 στην Κρητική Βουλή έγινε πρόταση χειραφέτησης της γυναίκας, από τον Σφακιανό βουλευτή Γεώργιο Δασκαλογιάννη.
ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ
Σκέψεις και Πρωτοβουλίες περί Σιδηροδρόμων
Στην περίοδο της Κρητικής Πολιτείας επανήλθαν στο προσκήνιο παλιότερες σκέψεις (από τη δεκαετία του 1880) για τη σιδηροδρομική σύνδεση ολόκληρου του νησιού. Το 1900 προκηρύχθηκε η κατασκευή και εκμετάλλευση σιδηροδρόμων στην Κρήτη, οι οποίοι θα εκτείνονταν από το Καστέλι Κισάμου μέχρι την Ιεράπετρα. Στο Ηράκλειο λόγω της κεντρικής του θέσης επιφυλασσόταν κομβικός ρόλος, καθώς η πόλη και το λιμάνι του Ηρακλείου θα συνδέονταν με την Ιεράπετρα μέσω της επαρχίας Πεδιάδας και με την πεδιάδα της Μεσαράς (με βασικό προορισμό το Τυμπάκι).
Η τελευταία αποτελούσε το σπουδαιότερο εδαφικό σύνολο (λόγω του μεγέθους και της γονιμότητας των εδαφών) που αξιοποιούμενο θα μπορούσε να παράγει μεγάλες ποσότητες αγροτικών προϊόντων και να οδηγήσει το νομό Ηρακλείου και την Κρήτη σε αναπτυξιακή τροχιά. Από το Τυμπάκι προβλεπόταν σύνδεση μέσω Αγίου Βασιλείου με το Ρέθυμνο και έπειτα με τα Χανιά. Με τον σιδηρόδρομο υπολογιζόταν ότι τα εμπορεύματα θα μπορούσαν να καταφτάνουν εύκολα και γρήγορα στις τρεις πόλεις - λιμάνια απ’ όπου χωρίς καθυστέρηση θα φορτώνονταν στα πλοία και θα εξάγονταν.
Ειδικότερα ορισμένα εμπορευματικά αγροτικά προϊόντα της Κρήτης, όπως τα εσπεριδοειδή και οι σταφίδες δεν καλλιεργούνταν μακριά από τις πόλεις λόγω της απώλειας σημαντικού χρόνου στις μεταφορές. Τα σχέδια για την κατασκευή σιδηροδρόμου ναυάγησαν οριστικά το 1911. Η ιδιομορφία του Κρητικού ανάγλυφου που περιλαμβάνει αρκετούς ορεινούς όγκους κατέστησε δαπανηρή και εξαιρετικά δύσκολη την κατασκευή σιδηροδρομικού δικτύου.
Λιμάνια
Οι στοιχειώδεις ανάγκες του νησιού υπαγόρευαν τη βελτίωση των μεγαλύτερων λιμανιών προκειμένου να εξυπηρετείται απρόσκοπτα το εξωτερικό εμπόριο και η σύνδεση του νησιού με την Ευρώπη. Έπρεπε να γίνουν εκβαθύνσεις, αφού τα κρητικά λιμάνια ήταν ρηχά για τα μεγάλα Ευρωπαϊκά ατμόπλοια, τα οποία αναγκάζονταν να αγκυροβολούν έξω από αυτά προκειμένου να γίνεται η αποβίβαση και επιβίβαση των επιβατών και η φόρτωση ή εκφόρτωση εμπορευμάτων με μικρές βάρκες. Η διαδικασία αυτή ήταν δύσκολη και επικίνδυνη.
Απαιτούνταν μεγαλύτεροι λιμενοβραχίονες προκειμένου τα πλοία να προφυλάσσονται από τους βόρειους ανέμους και οι αποβάθρες έπρεπε να γίνουν μεγαλύτερες. Από τα λιμάνια του Ηρακλείου, των Χανίων και του Ρεθύμνου διακινούνταν κατά την περίοδο της Αυτονομίας το 90% του εξωτερικού εμπορίου της Κρήτης. Από τα υπόλοιπα λιμάνια ξεχώριζαν αυτά του νομού Λασιθίου.Αρκετά ήταν τα μικρά λιμάνια κατά μήκος της ακτογραμμής στη βόρεια και τη νότια πλευρά του νησιού: το Καστέλι Κισάμου, το Σείσι, η Σπιναλόγκα, τα Μάταλα, η Χώρα Σφακίων, η Παλαιόχωρα.
Σε μια προσπάθεια να ενθαρρυνθεί το εμπόριο σε αυτά είχαν ιδρυθεί εκεί τελωνεία. Τα λιμάνια αυτά θα μπορούσαν να συνδεθούν ακτοπλοϊκώς με τακτική θαλάσσια συγκοινωνία με τα μεγαλύτερα λιμάνια, και έτσι να μειωθούν οι χερσαίες αποστάσεις. Ωστόσο, απαιτούνταν σημαντικές βελτιώσεις και δεδομένων των δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών δύσκολα μπορούσαν να αφιερωθούν κονδύλια σε αυτά.
Α. Χανιά
Το λιμάνι των Χανίων, ως λιμάνι της πρωτεύουσας του νησιού, ήταν το πιο ευρύχωρο, ωστόσο και πάλι ήταν ανεπαρκές για την εξυπηρέτηση των ατμόπλοιων υψηλής χωρητικότητας. Οι σκέψεις που χρονολογούνταν από τη δεκαετία του 1880 για τη μεταφορά του λιμανιού ανατολικότερα, στην περιοχή Κουμ Καπί, θέση που θεωρούνταν καλύτερη, είχαν προσκρούσει στα συμφέροντα των ενδιαφερόμενων ομάδων κυρίως των καταστηματαρχών και των εμπόρων του παλιού λιμανιού. Για τους ίδιους λόγους παρέμενε αναξιοποίητο το μεγάλο φυσικό λιμάνι της Σούδας.
Β. Ηράκλειο
Το λιμάνι του Ηρακλείου ήταν μικρό δεδομένης της μεγάλης εμπορικής δραστηριότητας που είχε και της ακόμα μεγαλύτερης που μπορούσε να αποκτήσει. Η ενδοχώρα του νομού Ηρακλείου είχε μεγάλα περιθώρια παραγωγής αγροτικών εμπορευματικών προϊόντων και ο πληθυσμός του νομού, ο μεγαλύτερος από τους άλλους, σταδιακά θα μπορούσε να καταναλώνει περισσότερα εισαγόμενα εμπορεύματα. Τα μεγαλύτερα ατμόπλοια αναγκάζονταν να παραμένουν έξω από το λιμάνι και η μεταφόρτωση των εμπορευμάτων και η μετεπιβίβαση των επιβατών γινόταν με μικρές βάρκες.
Γ. Ρέθυμνο
Το λιμάνι του Ρεθύμνου ήταν πολύ μικρό στις αρχές του 20ού αιώνα. Και εδώ η μεταφορά του λιμανιού στο δυτικό μέρος της πόλης στην πλευρά του διοικητηρίου είχε προσκρούσει στην αντίδραση ομάδων συμφερόντων. Το λιμάνι του Ρεθύμνου είχε δύο βασικές διαφορές και ταυτόχρονα εμπορικά πλεονεκτήματα συγκρινόμενο με τα λιμάνια του νομού Λασιθίου.
Γι’ αυτό το λόγο η συμμετοχή του Ρεθύμνου στην εμπορική κίνηση της Κρήτης ήταν σχεδόν διπλάσια από αυτήν του νομού Λασιθίου φτάνοντας στο 12%, παρόλο που οι δύο νομοί παρουσίαζαν παραπλήσια πληθυσμιακά νούμερα και δείκτες.
Δ. Λασίθι
Η εμπορική κίνηση των λιμανιών του νομού Λασιθίου ήταν μικρή και πάντως όχι ανάλογη με τον πληθυσμό του νομού. Τα πλοία των μεγάλων ξένων ατμοπλοϊκών εταιρειών δεν περιλάμβαναν στα δρομολόγιά τους, στις αρχές του 20ού αιώνα, κάποια από τα λιμάνια του Αγίου Νικολάου, της Σητείας ή της Ιεράπετρας. Σπάνια και μόνο περιστασιακά λειτουργούσε η τακτική σύνδεση των λιμανιών του νομού με το Ηράκλειο, όπως συνέβη μεταξύ του 1902 και του 1907.
Ωστόσο, η γραμμή κρίθηκε ασύμφορη και η ακτοπλοϊκή εταιρεία Χατζηγρηγοράκη δεν ανανέωσε μετά το 1907 τη σύνδεση του νομού με το Ηράκλειο. Επιπλέον, την τακτική σύνδεση των λιμανιών του νομού Λασιθίου με το Ηράκλειο και απευθείας με το εξωτερικό αποθάρρυνε και η πολυδιάσπαση της εμπορικής κίνησης μεταξύ των τριών λιμανιών, του Αγίου Νι-κολάου, της Σητείας και της Ιεράπετρας.
Χερσαίο Δίκτυο
Το οδικό δίκτυο παρέμενε στα πρώτα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας πρωτόγονο και σε άθλια κατάσταση. Μόνο ο δρόμος Σούδας - Χανίων ήταν σε καλή κατάσταση. Οι περισσότεροι άλλοι δρόμοι συχνά δεν ήταν δυνατό να προσπελαστούν από κάρα αλλά ήταν μονοπάτια που θα μπορούσαν να τα περάσουν φορτηγά ζώα. Ειδικά κατά το χειμώνα η επικοινωνία των πόλεων με την ενδοχώρα διακοπτόταν για εβδομάδες, καθώς οι ισχυρές βροχοπτώσεις κατέστρεφαν τους υποτυπώδεις δρόμους. Λόγω της γεωμορφολογίας της Κρήτης σχηματίζονταν χείμαρροι, που ελλείψει γεφυρών ήταν αδιάβατοι, ενώ άλλες φορές ήταν τόσο ορμητικοί που κατέστρεφαν τις υπάρχουσες γέφυρες.
Έτσι, η διέλευση των ανθρώπων και η μεταφορά των εμπορευμάτων γινόταν δυσχερής μέχρι και αδύνατη. Η ανυπαρξία γεφυρών και αμαξιτών δρόμων είχε άμεση αρνητική επίπτωση στην αγροτική οικονομία της Κρήτης, αφού το κόστος μεταφοράς των αγροτικών προϊόντων ανέβαινε στα ύψη και πολλές καλλιέργειες καταντούσαν ασύμφορες για τους γεωργούς. Η σημασία των γεφυρών ήταν τεράστια. Γι’ αυτό το λόγο επί Κρητικής Πολιτείας ισχυροποιήθηκαν παλιότερες γέφυρες και κατασκευάστηκαν καινούργιες. Οι περισσότερες γέφυρες του 19ου αιώνα ήταν λιθόδμητες αλλά υπήρχαν και μικρά ξύλινα γεφύρια.
Από τα τέλη του 19ου αιώνα κατασκευάζονταν και σιδερένιες γέφυρες, ενώ άρχισε να χρησιμοποιείται και το τσιμέντο, του οποίου ωστόσο η χρήση γενικεύτηκε μετά την ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Έγιναν προκηρύξεις και μελέτες για την κατασκευή σιδερένιων γεφυρών ώστε να συνδεθεί η ενδοχώρα με τις πόλεις όπως για παράδειγμα αυτή του Ταυρωνίτη στο νομό Χανίων και του Περάματος στο νομό Ρεθύμνου.
Θεσμικές Προϋποθέσεις για τη Βελτίωση των Υποδομών
Το πρώτο βήμα που έπρεπε να γίνει επί Κρητικής Πολιτείας ήταν η δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου για την διεξαγωγή των δημόσιων έργων. Αν και από το 1881 είχε ψηφιστεί ο νόμος περί οδοποιίας που πρόβλεπε τον τρόπο με τον οποίο θα κατασκευάζονταν οι δρόμοι, ωστόσο επί Κρητικής Πολιτείας επιχειρήθηκε να στηθεί ένα πιο ολοκληρωμένο θεσμικό πλαίσιο για την βελτίωση των υποδομών. Στα 1899 συστάθηκε από τον Σύμβουλο των Εσωτερικών τεχνικό συμβούλιο που απαρτιζόταν από διακεκριμένους μηχανικούς, όπως ο Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκης, ο Μιχαήλ Σαββάκης, ο Νικόλαος Σαλίβερος, ο Παπατέρπος.
Σκοπός του τεχνικού συμβουλίου ήταν η οργάνωση για τη διεξαγωγή δημόσιων έργων. Διάταγμα που εκδόθηκε τον ίδιο χρόνο περί δημοπρασιών και εκτελέσεως δημοσίων έργων προσδιόριζε τον τρόπο με τον οποίο θα εκτελούνταν τα δημόσια έργα. Στα 1901 δημιουργήθηκε υπηρεσία δημόσιων έργων της Κρήτης, που χωρίστηκε σε δύο περιφέρειες, ανατολική και δυτική. Το 1907 εξαιτίας της υποχρηματοδότησης των δημόσιων έργων συστάθηκε με νόμο ειδικό ταμείο από το οποίο θα χρηματοδοτούνταν μόνο τα δημόσια έργα.
Για την οργάνωση της υπηρεσίας δημόσιων έργων κατέφτασαν μηχανικοί από την Ελλάδα (στην αρχή ο Ζαφειρίου και αργότερα ο Νικόλαος Παντζείρης), ενώ προσκλήθηκαν και μηχανικοί από το εξωτερικό.
Τα Ευρωπαϊκά πολεμικά, έξω από το λιμάνι, χαιρέτιζαν με κανονιοβολισμούς την ύψωση της Κρητικής σημαίας. Τα Χανιά ήταν το πνευματικό, το διοικητικό, το εμπορικό και το βιομηχανικό κέντρο του νέου κράτους. Ο Μανούσος Κούνδουρος έγραφε στο ημερολόγιό του:
«Τὸ ἐθνικὸν γεγονὸς συνεπληρώθη. Ο Πρίγκιψ Γεώργιος τῆς Ἑλλάδος κατῆλθε σήμερον ἐνταῦθα μὲ τὸν τίτλον Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ τῶν Δυνάμεων, ἀλλὰ κατ’ ουσίαν ὡς ἀντιβασιλεύς. Οἱ Ναύαρχοι τῶν τεσσάρων Δυνάμεων Ποττιέ, Νόελ, Μπέτολλο καὶ Σκρύδλωφ τὸν ὑπεδέχθησαν ἐν Σούδᾳ. Στρατὸς δὲ διεθνὴς παρατεταγμένος καὶ πλῆθος Κρητῶν ἐχαιρέτιζε μετ’ ἐνθουσιασμοῦ τὴν εἴσοδόν του ἀπὸ Σούδας μέχρι Χανίων· ἔνθα ἐψάλη δοξολογία ἐν τῷ ναῷ τῶν Εἰσοδίων ἐπὶ τῇ αἰσίᾳ ἀφίξει του καὶ τῇ ἀπελευθερώσει τῆς νήσου.
Ὁ πρόεδρος τοῦ συμβουλίου τῶν ναυάρχων Ποττιέ, Γάλλος ναύαρχος τῷ παρέδωκεν ἐπισήμως ἐντὸς τοῦ Διοικητηρίου Χανίων, καὶ ἐνώπιον τῶν λοιπῶν ναυάρχων, τὴν ὑπερτάτην Διοίκησιν τῆς νήσου. Κρητικὴ δὲ σημαία ὑψωθεῖσα τὴν στιγμὴν ταύτην ἐχαιρετίσθη διὰ κανονιοβολισμῶν ὑπὸ τῶν ἔξωθι τοῦ λιμένος ἠγκυροβολημένων Εὐρωπ. πολεμικῶν πλοίων».
Σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο Γεώργιος ανέθεσε σε επιτροπή από 16 μέλη (12 Χριστιανούς και 4 Μουσουλμάνους), με πρόεδρο τον Ιωάννη Σφακιανάκη, τη σύνταξη σχεδίου Συντάγματος που θα ενέκρινε η Κρητική Συνέλευση, η οποία συγκροτήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 1899, ενώ ταυτόχρονα προκηρύχθηκαν για τις 24 του ίδιου μήνα εκλογές για να αναδειχθούν οι πληρεξούσιοι. Στις 2 Φεβρουαρίου η 16μελής επιτροπή ανακήρυξε τους νέους πληρεξουσίους της Συνέλευσης. Στις 8 Φεβρουαρίου έγινε η πρώτη συνεδρίαση της Κρητικής Συνελεύσεως, που αποτελείτο από 138 Χριστιανούς και 50 Μουσουλμάνους.
Η Συνέλευση, με πρόεδρο τον Ιω. Σφακιανάκη, ψήφισε το «Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας». Μετά την επικύρωσή του από τον ύπατο αρμοστή και την έγκρισή του, με ελάχιστες μεταβολές, από τις Μεγάλες Δυνάμεις, το Σύνταγμα δημοσιεύτηκε στις 16 Απριλίου 1899 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στις 27 Απριλίου 1899, ο ύπατος αρμοστής όρισε το Συμβούλιο του Ηγεμόνα, με πέντε Ανώτερες Διευθύνσεις, αντίστοιχες με τα σημερινά υπουργεία. Οι σύμβουλοι ήταν:
- Ελευθέριος Βενιζέλος της Δικαιοσύνης,
- Μανούσος Κούνδουρος των Εσωτερικών,
- Νικόλαος Γιαμαλάκης της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και των Θρησκευμάτων,
- Κωνσταντίνος Φούμης των Οικονομικών και
- Χασάν Σκυλιανάκης της Δημοσίας Ασφαλείας.
Ο Ιωάννης Σφακιανάκης δεν συμμετείχε, επειδή υπέβαλε στον αρμοστή ένα σχέδιο για το οριστικό πολίτευμα του νησιού, αλλά ο Γεώργιος δεν το ενέκρινε. Η Κρήτη ξεκινούσε τον πολιτικό της βίο ως αυτόνομο κράτος, το οποίο απολάμβανε και πλήρη οικονομική αυτονομία. Υπήρχαν ιδιαίτερο τελωνειακό σύστημα, ιδιαίτερη ιθαγένεια, ειδικό γραμματόσημο, η χαρακτηριστική σημαία και ιδιαίτερα παράσημα. Το νέο κράτος δεν είχε δικαίωμα να κηρύξει πόλεμο, αλλά να διεξαγάγει μόνον αμυντικό. Σύμφωνα με τις ημερολογιακές καταγραφές του Μανούσου Κουνδούρου, τα πρώτα χρόνια της αρμοστείας του Γεωργίου κυλούσαν ομαλά από την άποψη της δημόσιας τάξης, της διοργάνωσης του κράτους και του εν γένει εκπολιτισμού της νήσου.
Το συμβούλιο, που είχε αναδειχθεί από τις εκλογές, ξεκίνησε την προσπάθεια για να οργανώσει το κράτος στις βασικές του δομές. Στις 18 Μαΐου ο Βενιζέλος υπέβαλε πλήρη δικαστική νομοθεσία. Άρχισαν όμως οι διαφωνίες. Ο Γεώργιος, σκοπεύοντας να ταξιδέψει στην Ευρώπη, ανακοίνωσε στον κρητικό λαό ότι «κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ ταξιδίου του θὰ ἐζήτει ἀπὸ τὰς Μεγάλας Δυνάμεις τὴν ἕνωσιν τῆς Κρήτης καὶ ἤλπιζε νὰ ἐπιτύχει ταύτην λόγῳ τῶν συγγενικῶν του δεσμῶν». Η ανακοίνωση έγινε χωρίς να το ξέρει το συμβούλιο. Ο Βενιζέλος είπε στον πρίγκιπα ότι δεν θα ήταν καλό να δίνει στο λαό ελπίδες για κάτι που δεν ήταν εκείνη τη στιγμή δυνατό να πραγματοποιηθεί.
Όντως, οι Μεγάλες Δυνάμεις απέρριψαν το αίτημα του Γεωργίου. Οι δύο άνδρες ήλθαν πολλές φορές σε αντιπαράθεση και ο Βενιζέλος επανειλημμένα υπέβαλλε παραίτηση. Όταν συζητήθηκε στο συμβούλιο ο Προϋπολογισμός, ο Βενιζέλος ισχυρίσθηκε ότι το νησί δεν ήταν αυτόνομο, αφού κατεχόταν στρατιωτικά από τέσσερις Δυνάμεις και το κυβερνούσε εντολοδόχος τους. Θα έπρεπε, όταν θα έληγε η θητεία του πρίγκιπα, να ζητηθεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις να επιτρέψουν στη συνέλευση, με βάση το άρθρο 39 του Συντάγματος (που το είχε καταργήσει η συνδιάσκεψη της Ρώμης), να εκλέξει ανώτατο άρχοντα, οπότε δεν θα χρειαζόταν η παρουσία ξένων στρατευμάτων.
Μ’ αυτόν τον τρόπο το νησί θα απαλλασσόταν από το στρατό κατοχής και το διορισμένο αρμοστή των Μεγάλων Δυνάμεων. Έτσι θα μπορούσε ευκολότερα να πετύχει το στόχο, που ήταν η ένωση με την Ελλάδα. Την πρόταση αυτή την εκμεταλλεύθηκαν οι αντίπαλοι του Βενιζέλου για να πουν ότι ήθελε την Κρήτη ως αυτόνομη ηγεμονία. Απαντώντας στις ψευδείς και ανυπόστατες αιτιάσεις, υπέβαλε και πάλι την παραίτησή του με το αιτιολογικό ότι του ήταν αδύνατο πλέον να συνεργαστεί με τα υπόλοιπα μέλη του συμβουλίου και διαβεβαίωσε ότι δεν σκόπευε να ασκήσει αντιπολίτευση. Στις 17 Μαΐου 1901, σε έκθεσή του εξέθεσε τους λόγους που τον υποχρέωναν να παραιτηθεί· την επομένη τούς κατέθεσε προφορικά στον ύπατο αρμοστή.
Στις 18 Μαΐου ο Βενιζέλος απολύθηκε επειδή υποστήριξε δημόσια απόψεις αντίθετες μ’ αυτές που πρέσβευε ο αρμοστής. Πλέον, τέθηκε επικεφαλής της αντιπολίτευσης. Επί τρία χρόνια διεξήχθη μια σκληρότατη πολιτική διαμάχη, η διοίκηση παρέλυσε και κυριάρχησε η οξύτητα στο νησί. Και, αναπόφευκτα, τον Μάρτιο του 1905 ξέσπασε επανάσταση, της οποίας επικεφαλής τέθηκε ο Βενιζέλος. Η διένεξη τού Βενιζέλου με τον πρίγκιπα Γεώργιο πρέπει να γίνει κατανοητή σε συνάρτηση με την ανάπτυξη των βαθύτερων εσωτερικών ανταγωνισμών μέσα στην Κρητική κοινότητα.
Αν, πράγματι, η διάσταση των δύο μερών δεν είχε καταλήξει να εκφράσει μια βασική αντίθεση αρχών και μεθόδων ικανή να αντικατοπτρίζει μια περισσότερο ουσιαστική διαφοροποίηση της κοινής γνώμης, η σημασία του φαινομένου και η έκταση των επιπτώσεων θα ήταν οπωσδήποτε διαφορετικές. Αλλά και αντίστροφα, η συνειδητοποίηση της διαφοροποίησης ανάμεσα στα μέλη της Κρητικής κοινότητας θα είχε οπωσδήποτε επιβραδυνθεί αν η πολιτική ρήξη του 1901 δεν είχε καταλήξει στη συσπείρωση των αντιπολιτευτικών δυνάμεων, γύρω από ηγέτη ικανό να εκφράσει τις ενδιάθετες φιλελεύθερες ροπές και τη λανθάνουσα αντίθεση μεγάλης μερίδας της κοινής γνώμης απέναντι στις συγκεντρωτικές τάσεις της κεντρικής εξουσίας.
Οι βασικές αδυναμίες της αρμοστειακής κυβέρνησης εκδηλώνονταν κυρίως στο πεδίο της εφαρμογής του Συντάγματος, στο επίπεδο της διοικήσεως και στον τομέα της οικονομίας. Το Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας, εγκεκριμένο από την Κρητική Συνέλευση τον Μάρτιο του 1899, διακρινόταν για το συντηρητισμό του. Μολονότι η αναγνώριση της λαϊκής κυριαρχίας αποτελούσε την ουσιαστική βάση του, η οργάνωση και ο καταμερισμός της πολιτικής εξουσίας ήταν ιδιαίτερα συγκεντρωτικά. Ο ύπατος αρμοστής ήταν ο κύριος φορέας της εκτελεστικής και κυριότερο μέλος της νομοθετικής εξουσίας, ενώ, παράλληλα, ο δυσανάλογος περιορισμός των αρμοδιοτήτων της Βουλής δεν επέτρεπε το χαρακτηρισμό του πολιτεύματος ως κοινοβουλευτικού.
Αν όμως οι Κρήτες συγκατάνευσαν ομόθυμα, κάτω από τις κρίσιμες συνθήκες της μεταπολιτευτικής περιόδου, στο συγκεντρωτικό χαρακτήρα του νέου πολιτεύματος, ο ύπατος αρμοστής θα όφειλε από την πλευρά του, εκφράζοντας τις βαθύτερες τάσεις της ιθύνουσας κοινής γνώμης του τόπου, να έχει εμπνευσθεί στην εφαρμογή του από πνεύμα φιλελεύθερο και διάθεση μετριοπαθή. Η ιδιαίτερη όμως κλίση του προς τις μεθόδους της συγκεντρωτικής διακυβέρνησης και η απέχθεια προς την πρακτική του κοινοβουλευτισμού ήταν φυσικό να τον τρέψουν τελικά προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Η ουσιαστική κατάργηση του πολιτικού διαλόγου, η εκτροπή της διοίκησης σε πράξεις αυθαίρετες και ο ουσιαστικός αποκλεισμός των Κρητών από τη διαδικασία για τη λήψη των κρίσιμων αποφάσεων, αποτέλεσαν τις ακραίες αδυναμίες της αρμοστειακής διακυβέρνησης στο πολιτικό και το διοικητικό πεδίο. Η πρακτική του πολιτικού διαλόγου, συνυφασμένη με τη λειτουργία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, δεν αντέφασκε ουσιαστικά στο πνεύμα του συντηρητικού Κρητικού Συντάγματος, το οποίο και βασικά αναγνώριζε τα «έμφυτα δικαιώματα» του ανθρώπου.
Η εμμονή εν τούτοις των αρμοστειακών κύκλων στην ανάγκη για την τυφλή υπακοή στα κελεύσματα της κεντρικής εξουσίας είχε μεταβάλει το νομοθετικό σώμα σε όργανο, όχι διαβούλευσης αλλά πιστής εκτέλεσης αποφάσεων, συχνά αντίθετων προς το πνεύμα του πολιτεύματος. Ο διορισμός των δημοτικών αρχών, ο περιορισμός του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, η διοικητική ανάκληση της άδειας για έκδοση εφημερίδας, μέτρα βασισμένα σε αποφάσεις της ίδιας της Βουλής, υπογράμμιζαν την ανεξέλεγκτη παντοδυναμία της φιλοπριγκιπικής πλειοψηφίας εις βάρος των ουσιαστικών εγγυήσεων του Συντάγματος.
Παράλληλα, η παρέμβαση των πολιτικών επιρροών στο έργο της διοικήσεως επιτάθηκε με την πάροδο του χρόνου εις βάρος της αρχικής πιστής εφαρμογής των νομοθετικά κατοχυρωμένων αντικειμενικών κριτηρίων για το διορισμό, τη μετάθεση ή την ανάκλαση των δημόσιων υπαλλήλων και των δικαστικών λειτουργών. Ο χαρακτηρισμός, σύμφωνα προς το άρθρο 111 του Συντάγματος, των νόμων των δύο πρώτων ετών της αυτονομίας ως προσωρινών, έδωσε στις αρμοστειακές αρχές τη δυνατότητα να μεταβάλουν ριζικά το αρχικό νομοθετικό πλαίσιο και να υπαγάγουν τη λειτουργία του διοικητικού τομέα στον άμεσο έλεγχο της κεντρικής εξουσίας.
Το τελευταίο, εξάλλου, αυτό φαινόμενο έτεινε να συνδυασθεί ολοένα και περισσότερο με την εκχώρηση της ουσιαστικής διαχείρισης των πολιτικών θεμάτων σε Αθηναίους συμβούλους και δημόσιους λειτουργούς και την προώθησή τους στις καίριες θέσεις της διοίκησης. Η επάνδρωση του κρατικού μηχανισμού της Κρητικής Πολιτείας από τα έμπειρα στελέχη του ελεύθερου βασιλείου δεν θα έπρεπε να αποτελέσει την αφορμή δυσαρεσκειών, αν δεν είχε οδηγήσει στον παραμερισμό των ντόπιων στο διοικητικό τομέα και την υποτίμηση της πολιτικής παρουσίας τους στη διαχείριση των κρίσιμων θεμάτων της Πολιτείας.
Η συγκεφαλαίωση των αρνητικών στοιχείων της πριγκιπικής διακυβέρνησης θα ήταν ατελής, χωρίς την αναφορά στην οικονομική δυσπραγία του νέου κράτους. Η έλλειψη τεχνικών μέσων και χρηματικών πιστώσεων ανέστελλε εξακολουθητικά την ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής. Η αδυναμία για την ανάληψη των βασικών έργων υποδομής ήταν συνυφασμένη με την πενιχρότητα των οικονομικών πόρων που είχε στη διάθεσή της η κυβέρνηση της αυτονόμου Κρητικής Πολιτείας. Η οικονομική ανασύνταξη και ανάπτυξη της Κρήτης δεν είχαν αποτελέσει την άμεση προτεραιότητα της αρμοστειακής διακυβέρνησης, που ήταν προσηλωμένη αποκλειστικά και μόνο στην ταχύτερη δυνατή επιδίωξη της ένωσης.
Οπωσδήποτε, η έξαρση των κρίσιμων αδυναμιών δεν θα έπρεπε να επισκιάσει το θετικό απολογισμό της αρμοστειακής διακυβέρνησης σε νευραλγικούς τομείς της δημόσιας ζωής. Μετά τα ταραγμένα χρόνια των Κρητικών επαναστάσεων, η δημόσια τάξη, η ηρεμία και η ασφάλεια είχαν αποκατασταθεί σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Στον τομέα της Παιδείας αναλαμβάνονταν σύντονες προσπάθειες για την καθιέρωση και την οργάνωση της μέσης και στοιχειώδους εκπαίδευσης. Στα ερείπια της Οθωμανικής εξουσίας ορθωνόταν ολόκληρη κρατική μηχανή ικανή να εμπνεύσει πολλές υποσχέσεις.
Αυτά, τέλος, τα βασικά δικαιώματα της Μουσουλμανικής κοινότητας κατοχυρώνονταν και έτσι δεν έμενε άλλη εξήγηση για τη μαζική υποχώρηση των Τουρκοκρητών πέρα από τις ψυχολογικές παρορμήσεις και την έμμεση παρακίνηση της Υψηλής Πύλης. Αν όμως οι θετικές αυτές επιτεύξεις σε συνδυασμό με τον προσεταιρισμό ηγετικών κομματικών στελεχών και ομάδων ήταν ικανές να εξασφαλίσουν στον πρίγκιπα ευρύτατη λαϊκή συμπαράσταση, η εκδήλωση των παράλληλων αρμοστειακών αδυναμιών ήταν μοιραίο να θίξει την ιδιαίτερη ευαισθησία μεγάλης μερίδας της κοινής γνώμης των Κρητών.
Η πρώτη ρωγμή στο ενιαίο πολιτικό μέτωπο των Ελλήνων της Κρήτης επήλθε με τη διάσταση ανάμεσα στον πρίγκιπα και το σύμβουλό του επί της Δικαιοσύνης. Η αντιπολιτευτική όμως κίνηση βρήκε την ουσιαστική της υπόσταση στο πεδίο της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας και κάτω από την καθοριστική ηγετική συμβολή του Ελευθερίου Βενιζέλου, τόσο στο πολιτικό όσο και στο ιδεολογικό πεδίο. Η όξυνση της σύγκρουσης μεταξύ του Βενιζέλου και του αρμοστή οδήγησε στο κίνημα του Θερίσου, στις 10 Μαρτίου του 1905.
Το πρωί της ημέρας εκείνης βρέθηκαν τοιχοκολλημένες στους δρόμους των Χανίων προκηρύξεις, που κήρυτταν την κατάργηση της αρμοστείας, καλούσαν το λαό σε συμπαράσταση, για να πραγματωθεί το όνειρο της ένωσης, και συνιστούσαν στη Χωροφυλακή να μην υπακούει στις διαταγές του πρίγκιπα. Παράλληλα, εκπρόσωποι των επαναστατών διασκορπίστηκαν σε όλη την Κρήτη, για να μεταδώσουν και να προπαγανδίσουν το επαναστατικό μήνυμα. Μέσα σε λίγες ημέρες ολόκληρη η Κρητική ύπαιθρος βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό. Ψηφίσματα συμπαράστασης έφταναν από παντού, ενώ οι ισχυρότεροι παράγοντες του νησιού, ακόμη και πολιτικοί αντίπαλοι του Βενιζέλου, προσχώρησαν στην επανάσταση.
Ο Βενιζέλος, που ήταν ο φυσικός αρχηγός του νέου αυτού επαναστατικού κινήματος, ανέλαβε να ενημερώσει το λαό και τους αντιπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων για τους λόγους και τους σκοπούς της επανάστασης. Ο πρίγκιπας Γεώργιος αντέδρασε σπασμωδικά κηρύσσοντας το στρατιωτικό νόμο στο νησί. Επενέβησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις και, έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις, η τελική συμφωνία υπογράφηκε στις 2 Νοεμβρίου 1905 στο μοναστήρι των Μουρνιών Κυδωνιάς. Δόθηκε γενική αμνηστία στους επαναστάτες και οι Μεγάλες Δυνάμεις, από τη μεριά τους, δεσμεύτηκαν για νέες παραχωρήσεις προς τους Κρήτες, προκειμένου να εξομαλυνθεί πλήρως η κατάσταση.
Τον Φεβρουάριο του 1906 ήλθε στην Κρήτη Διεθνής Επιτροπή, η οποία ανέλαβε να εκτιμήσει τα πράγματα και να αξιολογήσει τον τρόπο λειτουργίας του αρμοστειακού καθεστώτος. Έπειτα από επίπονες διαβουλεύσεις, οι Μεγάλες Δυνάμεις κατέληξαν σε μια νέα ρύθμιση του Κρητικού Ζητήματος. Υπήρξε η πρόβλεψη για την οργάνωση Κρητικής Χωροφυλακής με νέα δεδομένα, την ίδρυση Κρητικής Πολιτοφυλακής, με Έλληνες αξιωματικούς που προηγουμένως θα παραιτούνταν από τον Ελληνικό στρατό, και την ανάκληση των ξένων στρατευμάτων, μετά την αποκατάσταση της εσωτερικής γαλήνης στην Κρήτη. Η πολιτική του Βενιζέλου είχε θριαμβεύσει.
Έπειτα συγκροτήθηκε η Β' Συντακτική Συνέλευση, για την εκπόνηση νέου Συντάγματος. Η πρώτη πράξη της ήταν η έκδοση ενωτικού ψηφίσματος, μέσα σε ατμόσφαιρα συμφιλίωσης και εθνικής έξαρσης. Με νέα απόφασή τους οι Μεγάλες Δυνάμεις παραχώρησαν στο βασιλιά των Ελλήνων Γεώργιο Α' το δικαίωμα να διορίζει εκείνος τον ύπατο αρμοστή της Κρήτης (14 Αυγούστου 1906). Το νησί είχε ουσιαστικά καταστεί μια ιδιότυπη Ελληνική επαρχία. Έπειτα από αυτά τα γεγονότα, ο πρίγκιπας Γεώργιος υπέβαλε την παραίτησή του (12 Σεπτεμβρίου 1906) και αναχώρησε από την Κρήτη.
Ο βασιλιάς της Ελλάδας Γεώργιος Α' υπέδειξε ως νέο ύπατο αρμοστή τον Αλέξανδρο Ζαΐμη. Η προκήρυξη του νέου υπάτου αρμοστή προς τους Κρήτες, μετά την άφιξή του στο νησί, προήγγελλε την εφαρμογή του κοινοβουλευτικού συστήματος:
«Καὶ παρὰ τῷ κρητικῷ λαῷ, ὡς ἐν ἐμοὶ, ἡ αὐτὴ κρατεῖ ἀφοσίωσις πρὸς τοὺς ἐλευθέρους θεσμούς, τὴν ἀνάπτυξιν δι’ αὐτῶν ἀπεκδέχομαι ἀπὸ τὴν σύνεσιν τῶν μελῶν τῆς συντακτικῆς Συνελεύσεως, φρονῶν ὅτι, ὅπως ἡ ἐλευθέρα Ἑλλάς, οὕτω καὶ ἡ Κρήτη, τὸ ἡρωικὸν τοῦτο τμῆμα τοῦ γένους, μόνον διὰ φιλελευθέρων θεσμῶν δύναται νὰ προοδεύσῃ».
Η παροχή αμνηστίας προς τους πρωταίτιους των αιματηρών γεγονότων, που έγιναν κατά την αποχώρηση του πρίγκιπα Γεωργίου, υπογράμμιζε την επιθυμία του νέου αρμοστή να συμβάλει στην αποκατάσταση της κοινωνικής ομόνοιας. Η ολοκλήρωση εξάλλου των εργασιών της νέας Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης σε διάστημα τεσσάρων μηνών επιβεβαίωνε την οριστική κατίσχυση της νομιμότητας και την εμπέδωση των φιλελεύθερων κοινοβουλευτικών αρχών. Σειρά νέων νομοθετημάτων συνέτεινε στη βελτίωση της λειτουργίας των διοικητικών μηχανισμών αλλά και στην πληρέστερη θεσμοποίηση της αυτονομίας.
Η οργάνωση της Κρητικής Πολιτοφυλακής (του στρατού της Κρητικής Πολιτείας), υπό την εποπτεία Ελλήνων αξιωματικών, παρείχε τις προϋποθέσεις για την αντικατάσταση των Ευρωπαϊκών στρατευμάτων. Οι Μεγάλες Δυνάμεις ήταν ήδη πεπεισμένες ότι έπρεπε να αποχωρήσουν από την Κρήτη. Οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις λάμβαναν υπ’ όψιν το έντονο αίτημα για ένωση που εκφραζόταν από το μεγαλύτερο μέρος του Κρητικού λαού. Η αποχώρηση των Ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνάμεων είχε υποσχεθεί ήδη με διακοίνωση της 20 / 23 Ιουλίου 1908.
Δύο μεγάλα εξωτερικά γεγονότα, όμως, ήρθαν να ταράξουν πάλι την πορεία των Κρητικών πραγμάτων: η προσάρτηση της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης στην Αυστρία και η ανακήρυξη της Βουλγαρίας σε βασίλειο, με ταυτόχρονη προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας. Η Ελληνική κυβέρνηση του Γ. Θεοτόκη υπέδειξε στους Κρήτες την ανάγκη λαϊκών κινητοποιήσεων, για την κήρυξη της ένωσης με την Ελλάδα. Σε λαϊκή συγκέντρωση στα Χανιά εγκρίθηκε ομόφωνα το πρώτο ψήφισμα της ένωσης και η Κρητική κυβέρνηση εξέδωσε με τη σειρά της επίσημο ψήφισμα (24 Σεπτεμβρίου 1908). Για την επίσημη έναρξη της νέας περιόδου της πολιτικής ζωής στην Κρήτη, σχηματίστηκε προσωρινή διακομματική κυβέρνηση.
Η Ελληνική κυβέρνηση, για να μην προκαλέσει διεθνείς περιπλοκές με την αντίδραση της Τουρκίας, απέφυγε να αναγνωρίσει επίσημα την ένωση και περιορίστηκε σε παρασκηνιακές οδηγίες στη νέα προσωρινή κυβέρνηση της Κρήτης. Παρά τις έντονες διαμαρτυρίες της Τουρκίας, οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν αντέδρασαν δυναμικά και φάνηκαν να αποδέχονται σιωπηρά τις νέες εξελίξεις. Δεν προχώρησαν όμως σε καμιά επίσημη αναίρεση του πολιτικού καθεστώτος, όπως το είχαν υπογράψει το 1898. Όταν όμως υψώθηκε στο φρούριο του Φιρκά η Ελληνική σημαία, οι Μ. Δυνάμεις απαίτησαν αμέσως την υποστολή της. Η κυβέρνηση της Κρήτης δεν υπάκουσε και παραιτήθηκε.
Και καθώς δεν βρέθηκε Κρητικός να υποστείλει την Ελληνική σημαία, οι Μ. Δυνάμεις αποβίβασαν στρατιωτικό άγημα, το οποίο απέκοψε τον ιστό της. Το πολιτικό κενό στη διακυβέρνηση της Κρήτης μετά την παραίτηση της προσωρινής κυβέρνησης καλύφθηκε με προσωρινά κυβερνητικά σχήματα, έως τις εκλογές του Μαρτίου 1910. Το κόμμα του Ελ. Βενιζέλου πλειοψήφησε και σχημάτισε κυβέρνηση δύο μήνες αργότερα (17 Μαΐου 1910). Για το Κρητικό Ζήτημα άνοιγε μια νέα περίοδος, κατά την οποία ο κύριος διαχειριστής του ήταν ο Ελ. Βενιζέλος, που είχε οριστικά επιβληθεί ως η κορυφαία πολιτική προσωπικότητα στην Κρήτη. Εκείνο που δεν είχε κατορθώσει να λύσει η διπλωματία το έλυσε ο πόλεμος.
Ευθύς μετά την έκρηξη των Βαλκανικών Πολέμων (Οκτώβριος 1912) οι πύλες του Ελληνικού Κοινοβουλίου άνοιξαν για τους Κρήτες βουλευτές, που έγιναν δεκτοί με εκδηλώσεις απερίγραπτου πατριωτικού ενθουσιασμού. Ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων ανέγνωσε ψήφισμα, σύμφωνα με το οποίο «η Ελλάς αποδέχεται όπως του λοιπού ενυπάρχη κοινόν Κοινοβούλιον διά το ελεύθερον Βασίλειον και διά την νήσον Κρήτην». Αλλά ο Βενιζέλος δεν προχώρησε περισσότερο, για να μη διαταράξει τις σχέσεις του με τις Ευρωπαϊκές δυνάμεις, εν όψει και του πολέμου που είχε αρχίσει. Αρκέστηκε να αποστείλει στην Κρήτη ως γενικό διοικητή το φίλο του Στέφανο Δραγούμη, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 12 Οκτωβρίου 1912.
Τα γεγονότα εξελίχθηκαν ταχύτατα, καθώς ήταν πλέον ορατή η ήττα της Τουρκίας. Στην πράξη η ένωση είχε συντελεστεί και απλώς έμενε η επικύρωσή της με την υπογραφή μιας διεθνούς συνθήκης. Στις 14 Φεβρουαρίου 1913 αφαιρέθηκαν από το φρούριο της Σούδας οι σημαίες των Μ. Δυνάμεων και της Τουρκίας. Όλα τα σύμβολα της Τουρκικής επικυριαρχίας, αλλά και της κηδεμονίας των Μ. Δυνάμεων, είχαν πλέον εξαφανιστεί από την Κρήτη. Η ευτυχής για την Ελλάδα έκβαση των Βαλκανικών Πολέμων έδωσε και στο Κρητικό Ζήτημα την οριστική λύση του. Με το άρθρο 4 της Συνθήκης του Λονδίνου (30 Μαΐου 1913) ο σουλτάνος παραιτήθηκε από όλα τα δικαιώματά του στην Κρήτη, την οποία παραχωρούσε στις Μ. Δυνάμεις της Ευρώπης.
Με ιδιαίτερη συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας (14 Νοεμβρίου 1913) ο σουλτάνος παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμά του στην Κρήτη, η οποία έτσι εντάχθηκε στην Ελληνική επικράτεια ως οργανικό και αναπόσπαστο τμήμα της. Οι Μ. Δυνάμεις αποδέχθηκαν σιωπηρά τη λύση αυτή, δηλώνοντας απλώς ότι έλαβαν γνώση των ενεργειών της Ελληνικής κυβέρνησης. Ένα μήνα αργότερα, την 1η Δεκεμβρίου 1913, κηρύχθηκε και επίσημα η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, με την παρουσία του τότε βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου. Η Ελληνική σημαία υψώθηκε στο φρούριο του Φιρκά σηματοδοτώντας έτσι την εθνική συμπόρευση της Κρήτης με το ελεύθερο Ελληνικό κράτος.
ΘΕΣΜΟΙ
Το αυτόνομο καθεστώς της Κρητικής Πολιτείας προέκυψε από την εξέλιξη της Επανάστασης του 1897 και ήταν αποτέλεσμα διευθέτησης των Μεγάλων Δυνάμεων. Προέκυψε από δύο παράλληλες διεργασίες, -μία επαναστατική, η οποία, από το 1895 και εξής, είχε ανατρέψει το καθεστώς που ίσχυε από το 1889, δηλαδή από την κατάργηση του καθεστώτος της Χαλέπας- και μία διεθνή, από τη στιγμή που οι Μεγάλες Δυνάμεις επενέβησαν στην Κρήτη για να επιτύχουν την ειρήνευση των αντιμαχόμενων μερών αλλά και για να αποτρέψουν η καθεμιά μονομερή επέμβαση άλλης Μεγάλης Δύναμης.
Από την αρχή της κρίσης, με τη Μεταπολιτευτική Επανάσταση του 1895 μέχρι την οριστική λύση του ζητήματος με την ένωση της με την Ελλάδα το 1913, η διεθνής θέση του Κρητικού ζητήματος συνίσταται σε μία διαδικασία συνεχούς μετεξέλιξης που οριοθετείται τον Αύγουστο του 1896, όταν η Πύλη ζήτησε από τις Μεγάλες Δυνάμεις να παράσχουν «τις καλές τους υπηρεσίες» για την ειρήνευση της Κρήτης. Πρόκειται για μια σειρά πειραματισμών στην εξέλιξη των διεθνών σχέσεων με στόχο την εξασφάλιση της σταθερότητας στο εύφλεκτο πεδίο του ανατολικού ζητήματος, οι οποίοι προκαλούνταν είτε από τις Μεγάλες Δυνάμεις στην προσπάθειά τους να καταλήξουν σε ένα βιώσιμο διακανονισμό είτε, ιδιαίτερα μετά το 1908, από τον Κρητικό λαό χωρίς ή με τη σιωπηρή συναίνεση της Ευρώπης.
Η Εξέλιξη των Διεθνών Θεσμών
Οι Μεγάλες Δυνάμεις αναμείχθηκαν στο Κρητικό ζήτημα από την αρχή των συγκρούσεων ανάμεσα στο Χριστιανικό και τον Μουσουλμανικό πληθυσμό για να εξασφαλίσουν την ειρήνευση του νησιού και για να αποτρέψουν μονομερή δράση της μιας από τις Δυνάμεις. Όλες τους οι ενέργειες είχαν χαρακτήρα συλλογικό στο πλαίσιο της Συμφωνίας της Ευρώπης.Οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επιφόρτισαν τους Προξένους τους στα Χανιά να επιδιώξουν την κατάπαυση των εχθροπραξιών και τους Πρεσβευτές τους στην Κωνσταντινούπολη να μελετήσουν το Κρητικό ζήτημα και να εισηγηθούν μέτρα για τη ρύθμισή του. Έτσι συγκροτήθηκαν δύο σώματα, οι Πρόξενοι στα Χανιά και η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη στην Κωνσταντινούπολη.
Οι Πρόξενοι δέχονταν οδηγίες από τη Συνδιάσκεψη των Πρεσβευτών, η οποία με τη σειρά της ενημέρωνε τις κυβερνήσεις των Δυνάμεων και επικοινωνούσε με την Πύλη. Ως μέλη της Συνδιάσκεψης, ενός συλλογικού οργάνου χωρίς νομική υπόσταση, οι Πρεσβευτές επικοινωνούσαν ταυτόχρονα και με ταυτόσημα κείμενα τόσο με τις κυβερνήσεις τους και με τους Προξένους τους, όσο και με την Πύλη. Το ίδιο έκαναν και οι Πρόξενοι. Η διαδικασία αυτή, που είχε εφαρμοστεί από τη Συμφωνία της Ευρώπης και σε άλλες παρόμοιες κρίσεις του Ανατολικού Ζητήματος, εξασφάλιζε τη βιωσιμότητα της διαδικασίας. Το καλοκαίρι του 1896 η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη είχε καταλήξει σε ένα διακανονισμό, του οποίου την εφαρμογή κλήθηκε να επιβλέψει.
Έτσι, στις 15 / 27 Αυγούστου του 1896 συγκρότησε το Συμβούλιο των Προξένων, το οποίο είχε ως αποστολή να επιβλέπει την εφαρμογή του διακανονισμού και να παρακολουθεί την εξέλιξη των σχετικών μέτρων. Παράλληλα λοιπόν με την αρχή του Γενικού Διοικητή ο οποίος ασκούσε την εξουσία στο όνομα της Πύλης, δημιουργήθηκε στην Κρήτη μια παράλληλη αρχή, εκείνη του Συμβουλίου των Προξένων, το οποίο, αν και δεν ασκούσε κυριαρχικά δικαιώματα, εντούτοις, εν ονόματι της Πρεσβευτικής Συνδιάσκεψης, επέβλεπε την εφαρμογή του διακανονισμού του 1896. Αυτό και μόνο συνιστούσε περιορισμό της κυριαρχίας του Σουλτάνου.
Το κύρος των διεθνών οργάνων που επόπτευαν την εξέλιξη του Κρητικού ζητήματος υπέστη ισχυρό κλονισμό εξαιτίας της επιδείνωσης των σχέσεων ανάμεσα στους Χριστιανούς και τους Μουσουλμάνους στις αρχές του 1897. Οι Δυνάμεις ενίσχυσαν τις ναυτικές τους μοίρες που περιέπλεαν στην περιοχή, ενώ οι κυβερνήσεις μελετούσαν την πιθανότητα αποβίβασης αγημάτων για την προστασία υπηκόων και προξενείων.Το Συμβούλιο των Προξένων εισηγήθηκε σειρά μέτρων:
- Την απόσυρση των Τουρκικών στρατευμάτων.
- Την ανάκληση των Ελληνικών πλοίων.
- Την προσωρινή κατάληψη των πόλεων από διεθνείς δυνάμεις.
- Την άμεση οργάνωση διεθνούς δύναμης χωροφυλακής και την εισαγωγή των μεταρρυθμίσεων.
Μετά από τη δημιουργία του Συμβουλίου των Ναυάρχων τον Μάρτιο του 1897 η Πρεσβευτική Διάσκεψη περιορίστηκε στα αυστηρά διπλωματικά της καθήκοντα. Τελικά το 1899 μία νέα Πρεσβευτική Διάσκεψη, στη Ρώμη, αντικατέστησε εκείνη της Κωνσταντινούπολης στο ρόλο του ελέγχου του καθεστώτος της Κρήτης. Η Πρεσβευτική Διάσκεψη της Ρώμης δεν ήταν ένα διαρκές όργανο αλλά συνεδρίαζε όποτε υπήρχαν θέματα του Κρητικού ζητήματος για επίλυση, τα οποία ξεπερνούσαν τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου των Προξένων. Για παράδειγμα το 1899 ενέκρινε το Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας που είχε επεξεργαστεί η Κρητική Συνέλευση.
Α. Η Παρακαταθήκη
Η αφετηρία της άσκησης της προστασίας των Δυνάμεων στην Κρήτη τοποθετείται στην πράξη με την οποία το νησί τους παραχωρήθηκε ως παρακαταθήκη, en depot. Συγκεκριμένα, στις 2 / 14 Φεβρουαρίου 1897 η Πρεσβευτική Διάσκεψη εισηγήθηκε προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις τα μέτρα που είχαν προτείνει οι Πρόξενοι. Οι Πρεσβευτές αποφασίζουν να υποστηρίξουν προς τις κυβερνήσεις τους την πρόταση για άμεση αποβίβαση στις πόλεις και σε σημεία του νησιού, τα οποία οι διοικητές των ξένων ναυτικών δυνάμεων κρίνουν σκόπιμο να καταλάβουν, αγημάτων τα οποία θα προστάτευαν την Κρήτη από κάθε ενέργεια αντίθετη προς το διεθνές δίκαιο.
Αυτή η προσωρινή κατοχή θα συνιστούσε ένα είδος παρακαταθήκης του νησιού στα χέρια των Μεγάλων Δυνάμεων. Η φράση είναι μία έννοια που η διπλωματική ορολογία της εποχής δανείστηκε από το ιδιωτικό δίκαιο για να δηλώσει ότι η Συμφωνία της Ευρώπης προέβαινε στην προσωρινή κατάληψη εδάφους κυρίαρχης χώρας, το οποίο σκόπευε να διοικήσει. Χωρίς δηλαδή να καταργείται η κυριαρχία του Σουλτάνου, η άσκησή της περνούσε προσωρινά στα χέρια των Δυνάμεων.
Η έννοια της παρακαταθήκης επέτρεπε στις Δυνάμεις, διατηρώντας την επίφαση της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, να ασκούν σε ένα τμήμα της, προσωρινά, όλες τις εξουσίες που απορρέουν από την έννοια της κυριαρχίας. Ωστόσο πρόθεση των Δυνάμεων, όταν επινόησαν αυτή τη φόρμουλα, δεν ήταν να διαφυλάξουν ως παρακαταθήκη την Κρήτη για λογαριασμό του Σουλτάνου αλλά να αποτρέψουν την επέμβασή του στο νησί και να διαχειριστούν ελεύθερα την Κρητική κρίση.
Και πράγματι, στο διάστημα της άσκησης της παρακαταθήκης, η Πύλη έχασε σταδιακά αλλά οριστικά την κυριαρχία της πάνω στο νησί. Σε στιγμή κρίσης οι Δυνάμεις προχώρησαν στο μέτρο χωρίς να ζητήσουν την έγκριση της κυρίαρχης δύναμης με το πρόσχημα που τους είχε παράσχει το αρχικό αίτημα του Αυγούστου 1896 της Πύλης προς τις Δυνάμεις «να παράσχουν τις καλές τους υπηρεσίες» για την ειρήνευση του νησιού. Επικαλούμενες το θεσμό της παρακαταθήκης οι Δυνάμεις είχαν στο εξής τη δυνατότητα να αποκρούουν κάθε απόπειρα επέμβασης της Πύλης για προστασία των Μουσουλμάνων ή για αποκατάσταση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων.
Β. Το Συμβούλιο των Ναυάρχων
Από την έναρξη της διεθνούς κατοχής της Κρήτης από τα στρατεύματα των Μεγάλων Δυνάμεων ο ρόλος των Πρεσβευτών τους στην Κωνσταντινούπολη και των Προξένων στα Χανιά πέρασε σε δεύτερη μοίρα. Την εξουσία στο όνομα της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας, καθώς και τον έλεγχο της διοίκησης του νησιού, ακόμη και την επικοινωνία με τις Κρητικές αρχές ανέλαβε το Συμβούλιο των Ναυάρχων. Οι αρχηγοί των ναυτικών μοιρών των έξι Δυνάμεων αποτέλεσαν συλλογικό σώμα με προεδρεύοντα τον αρχαιότερο μεταξύ αυτών. Πρώτος Πρόεδρος έγινε ο Ιταλός Αντιναύαρχος Canevaro και στη συνέχεια ο Γάλλος Αντιναύαρχος Pottier.
Τον Μάρτιο του 1898, δυσαρεστημένες από την μείωση της κυριαρχίας της Πύλης στο νέο πολίτευμα της Κρήτης και κυρίως από την υποψηφιότητα του Πρίγκιπα Γεωργίου για τη θέση του Αρμοστή, οι Κυβερνήσεις της Αυστρίας και της Γερμανίας απέσυραν τις ναυτικές και στρατιωτικές τους δυνάμεις από την Κρήτη. Τα μέλη του Συμβουλίου περιορίστηκαν στο εξής σε τέσσερα. Οι Ναύαρχοι συνεδρίαζαν σε ολομέλεια, λάμβαναν τις αποφάσεις τους με ομοφωνία και δέχονταν ταυτόσημες οδηγίες από τις κυβερνήσεις τους συνήθως μέσω των αντίστοιχων Υπουργείων Ναυτικών. Ήταν μία διαδικασία που είχε υιοθετηθεί και στο παρελθόν σε παρόμοιες περιπτώσεις:
Για παράδειγμα στην περίπτωση των τριών Ναυάρχων της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, Codrington, de Rigny και Heyden αντίστοιχα, οι οποίοι είχαν λάβει οδηγίες να εφαρμόσουν τη Συνθήκη του Λονδίνου της 24 Ιουνίου / 6 Ιουλίου 1827 για τη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους.Οι αρμοδιότητες των Ναυάρχων επεκτάθηκαν σταδιακά πέρα από την αρχική τους εντολή, που ήταν η προσωρινή κατοχή για την ειρήνευση του νησιού. Οι καθημερινές ανάγκες επέβαλαν την προσωρινή μεν αλλά σταδιακή επέκταση των αρμοδιοτήτων τους. Στην αρχή, ανέλαβαν την εκπροσώπηση των ίδιων των Δυνάμεων και τη μεσολάβηση με το Χριστιανικό πληθυσμό.
Με αυτό το ρόλο, στις αρχές Μαρτίου 1898 κοινοποίησαν στους Κρήτες την απόφαση των Δυνάμεων για παροχή καθεστώτος αυτονομίας. Εξάλλου η επιτόπια παρουσία τους στο νησί τους επέτρεπε να έχουν καλύτερη γνώση των τοπικών συνθηκών από ότι οι Πρεσβευτές στην Κωνσταντινούπολη. Στην πράξη, οι Δυνάμεις είχαν εμπιστευθεί τη διαχείριση των Κρητικών υποθέσεων στο Συμβούλιο των Ναυάρχων. Σπάνια και μόνο για ζητήματα γενικότερης πολιτικής οι Κυβερνήσεις τους έστελναν συγκεκριμένες οδηγίες. Έτσι, οι Κυβερνήσεις τους τους είχαν αναθέσει άτυπα το ρόλο μιας de facto προσωρινής Κυβέρνησης, ένα είδος συλλογικού αρμοστειακού οργάνου με εξουσίες νομοθετικές, εκτελεστικές και δικαστικές.
Αναγνώριζαν μεν de facto την Επαναστατική Συνέλευση, καθώς ήσαν σε επικοινωνία και αλληλογραφία μαζί της αλλά δεν την θεωρούσαν ως νόμιμο εκπρόσωπο των Κρητών. Σε τοπικό επίπεδο, μέσα στο νησί, το Συμβούλιο των Ναυάρχων, στο ρόλο του εντολοδόχου του Σουλτάνου, υποκαθιστούσε την τοπική εξουσία, εκεί όπου η κατάλυση του προηγούμενου συστήματος διοίκησης είχε οδηγήσει σε παραλυσία, στη δημόσια τάξη και τη δικαιοσύνη. Σταδιακά αντικαθιστούσε τα απαξιωμένα και απεχθή για τους Χριστιανούς Οθωμανικά τοπικά όργανα με άλλα διεθνή ή Κρητικά.
Τον Αύγουστο του 1897 συγκρότησαν στα Χανιά πενταμελή Διεθνή Στρατιωτική Αστυνομική Επιτροπή υπό Γάλλο αντισυνταγματάρχη, ένα είδος διεθνούς στρατοδικείου του οποίου η εξουσία εκτεινόταν σε όλη την Κρήτη και το οποίο ήταν τότε το μόνο ποινικό δικαστήριο του νησιού.Στον τομέα της διαχείρισης των δημόσιων υπηρεσιών οι Ναύαρχοι ανέλαβαν ο καθένας τις υποθέσεις του τμήματος του οποίου είχε την ευθύνη. Μετά την αποχώρηση των Ελληνικών στρατευμάτων η Κρήτη διαιρέθηκε σε έξι εθνικά τμήματα αποτελούμενα από 2 - 4 επαρχίες το καθένα και σε ένα διεθνές το οποίο περιλάμβανε το Ακρωτήρι και το τμήμα από τη Σούδα και τα Χανιά ως τα βουνά προς νότον.
Γ. Διεύρυνση των Αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου των Ναυάρχων
Από την εγκαθίδρυση του καθεστώτος της αυτονομίας μέχρι την άφιξη του Ηγεμόνα, παρά την εκλογή της Εκτελεστικής Επιτροπής στις 16 Ιουλίου 1898, τα καθήκοντα του ανώτατου πολιτειακού παράγοντα ασκούσε το Συμβούλιο των Ναυάρχων. Το Συμβούλιο των Ναυάρχων υποκατέστησε έτσι απόλυτα την εξουσία του Σουλτάνου στο νησί. Ζωτικής σημασίας μεταξύ αυτών των εξουσιών ήταν η είσπραξη των φόρων. Ο Άγγλος Ναύαρχος μάλιστα, μετά τα γεγονότα του Ηρακλείου, ξεπερνώντας τις δικαιοδοσίες του Συμβουλίου, προκήρυξε στρατιωτικό νόμο και εγκατέστησε στρατοδικείο για στρατιώτες του Οθωμανικού στρατού.
Όταν μάλιστα, ως συνέπεια της ανάμειξης του στρατού στα γεγονότα του Ηρακλείου, οι Δυνάμεις επέβαλαν στην Πύλη την απομάκρυνση των στρατευμάτων της, οι Ναύαρχοι ανέλαβαν να υλοποιήσουν την απόφαση. Επέβαλαν ακόμη την απόσυρση των Οθωμανών αξιωματούχων και ανέλαβαν οι ίδιοι την προστασία των Μουσουλμάνων του νησιού.Μετά την απομάκρυνση των Οθωμανικών διοικητικών αρχών και των στρατευμάτων, και μέχρι την οριστική εκλογή του ηγεμόνα, οι Ναύαρχοι αναγκάστηκαν παρά την θέλησή τους να αναλάβουν τον πλήρη έλεγχο της διακυβέρνησης του νησιού.
Στις 23 Οκτωβρίου / 4 Νοεμβρίου 1898, με την οριστική αποχώρηση των στρατευμάτων και την παράδοση των εξουσιών από τους εκπροσώπους της Οθωμανικής διοίκησης, το Συμβούλιο των Ναυάρχων ανέλαβε πλήρως τη διακυβέρνηση του νησιού. Από τις 23 Οκτωβρίου / 4 Νοεμβρίου ως τις 9 / 21 Δεκεμβρίου το Συμβούλιο των Ναυάρχων άσκησε την αποκλειστική διοίκηση του νησιού με πλήρεις αρμοδιότητες σε όλους τους τομείς της διοίκησης. Η διοίκηση αυτή είχε το χαρακτήρα της προσωρινότητας. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από το κείμενο της απόφασης του Συμβουλίου της 6 / 18 Οκτωβρίου:
"Την 4η Νοεμβρίου, μετά την αναχώρηση των τουρκικών αρχών, οι Ναύαρχοι θα αναλάβουν την Προσωρινή Κυβέρνηση του νησιού. Θα αναθέσουν την εκπροσώπησή τους εντός των τμημάτων στους ανώτερους διοικητές αυτών των τμημάτων και εντός της διεθνούς ζώνης στον ανώτερο διοικητή αυτής της ζώνης. Οι διοικητές θα λάβουν από τους Ναυάρχους την εξουσία να εκτελούν και να διεκπεραιώνουν κάθε διοικητική πράξη και να εισπράττουν κάθε τέλος. Η δικαιοσύνη και όλες οι διοικητικές πράξεις γενικά θα ασκούνται στο όνομα των Ναυάρχων. Οι Ναύαρχοι επιμένουν ότι αυτό το προσωρινό καθεστώς, που μπορεί να οδηγήσει σε απροσδόκητες επιπλοκές, πρέπει να διαρκέσει όσο το δυνατόν λιγότερο και ότι πρέπει να λήξει με τον ορισμό Διοικητή".
Η αποστολή του Συμβουλίου των Ναυάρχων, ενός ad hoc οργάνου που κλήθηκε να αντιμετωπίσει μία επαναστατική κατάσταση, έληξε με την άφιξη του Ύπατου Αρμοστή, Πρίγκιπα Γεωργίου στις 9 / 21 Δεκεμβρίου. Στις 14 / 26 του μήνα οι Ναύαρχοι αποχώρησαν από την Κρήτη. Άφησαν στο νησί, σύμβολα της διεθνούς προστασίας, από ένα πλοίο της καθεμιάς από τις τέσσαρες Δυνάμεις.Οι Ναύαρχοι έπαψαν να ασκούν και το ρόλο της προσωρινής ανώτατης εξουσίας του νησιού και το ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα στον Κρητικό λαό και τις Μεγάλες Δυνάμεις. Τον πρώτο ρόλο ανέλαβε ο Ύπατος Αρμοστής, τον δεύτερο οι Πρόξενοί τους στα Χανιά, όπως και πριν από τον Φεβρουάριο του 1897.
Οι Βάσεις του Καθεστώτος
Μετά την απόβαση Ελληνικών στρατευμάτων στην Κρήτη, οι Δυνάμεις δήλωσαν στην Ελληνική Κυβέρνηση στις 18 Φεβρουαρίου / 2 Μαρτίου 1897 ότι αποφάσισαν να παράσχουν στην Κρήτη αυτόνομο πολίτευμα υπό την επικυριαρχία της Πύλης. Η δήλωση επιδόθηκε και στην Πύλη στις 20 Φεβρουαρίου / 4 Μαρτίου. Ενώ η Πύλη δέχτηκε τη ρύθμιση, η Ελληνική Κυβέρνηση την απέρριψε. Ακολούθησε ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος, ενώ οι Δυνάμεις είχαν αποφασίσει να προετοιμάσουν σύνολο μέτρων για τη λειτουργία του νέου πολιτεύματος και να κρατήσουν την Κρήτη ως παρακαταθήκη (en depot).
Η ηττημένη Ελληνική Κυβέρνηση αναγκάστηκε να αποδεχθεί το καθεστώς της αυτονομίας και να εκκενώσει το νησί από τα στρατεύματά της. Τα κατάλληλα μέτρα είχαν αναλάβει να προετοιμάσουν οι Πρεσβευτές των Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη, οι Γενικοί τους Πρόξενοι στα Χανιά και οι Ναύαρχοι των στόλων που περιέπλεαν στα Κρητικά ύδατα. Τις βάσεις του αυτόνομου καθεστώτος που οι Δυνάμεις αποφάσισαν να παράσχουν στην Κρήτη ανέλαβε να διαμορφώσει η Πρεσβευτική Διάσκεψη της Κωνσταντινούπολης. Το σχέδιο της 29 Μαρτίου / 10 Απριλίου 1897 προέβλεπε:
- Διατήρηση της επικυριαρχίας του Σουλτάνου
- Μη ανάμειξη της Πύλης στις εσωτερικές υποθέσεις της Κρήτης
- Σταδιακή μείωση των Οθωμανικών στρατευμάτων που στάθμευαν στην Κρήτη
- Δημιουργία πολιτοφυλακής
- Εκλογή ηγεμόνα της Κρήτης σύμφωνα με το Βουλγαρικό πρότυπο
- Καταβολή φόρου υποτέλειας στην Πύλη
- Εγγύηση της Μουσουλμανικής περιουσίας και
- Διατήρηση των διομολογήσεων.
Στα τέλη Μαΐου επαναλήφθηκε ο διάλογος των Πρεσβευτών για τη διαρρύθμιση του εσωτερικού καθεστώτος της Κρήτης, για να καταλήξει σε μία πρόταση στα μέσα Δεκεμβρίου. Οι Πρεσβευτές των Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη κατάρτισαν σχέδιο Προσωρινού Κανονισμού και Οργανικού Χάρτη στις 6 / 18 Δεκεμβρίου 1897. Το σχέδιο αυτό αποτέλεσε τη βάση του οριστικού πολιτεύματος που υιοθετήθηκε στην Κρήτη μόλις το 1899. Ως τότε το νησί κυβερνιόταν με βάση ένα προσωρινό πολίτευμα.
Η Εξέλιξη των Επαναστατικών Θεσμών
Νομιμοποιητική αρχή της Κρήτης κατά τη διάρκεια της Επανάστασης ήταν η Επαναστατική Συνέλευση. Η πρώτη Συνέλευση συνήλθε στις αρχές Ιουνίου του 1897 στους Αρμένους και κατέληξε στην εκλογή οριστικού προεδρείου με Πρόεδρο τον Ιωάννη Σφακιανάκη και Αντιπροέδρους τους Ιωάννη Τσουδερό και Αριστείδη Κριάρη. Δεύτερη Συνέλευση συγκροτήθηκε στις 30 Ιουλίου στις Αρχάνες και εξέλεξε πρόεδρο τον Βενιζέλο, ο οποίος καθαιρέθηκε διότι αρνήθηκε να συζητήσει πρόταση περί αυτονομίας.
Μετά την υπογραφή των προκαταρκτικών όρων της συνθήκης ειρήνης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία συγκροτήθηκε μία τρίτη Συνέλευση στις 16 Οκτωβρίου στο Μελιδόνι Μυλοποτάμου, εξέλεξε παμψηφεί Πρόεδρο τον Ιωάννη Σφακιανάκη, αποδέχθηκε την αυτονομία, μετονομάσθηκε σε «Συνέλευση των Κρητών» και όρισε ως έδρα της το Ακρωτήρι.
Α. Η Γενική Συνέλευση
Μετεξέλιξη της Επαναστατικής Συνέλευσης, η Γενική Συνέλευση εξέλεξε το προεδρείο της, που απαρτίσθηκε από τους:
- Ιωάννη Σφακιανάκη, Πρόεδρο
- Χαρίλαο Ασκούτση και Γεώργιο Μυλωνογιαννάκη, Αντιπροέδρους
- Νικόλαο Ζουρίδη, Γενικό Γραμματέα και
- Στυλιανό Παπαντωνάκη και Ιωάννη Βάνδουλα, Γραμματείς.
Συνήλθε για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1898, οπότε είχε ήδη γίνει γνωστή η υποψηφιότητα του Πρίγκιπα Γεωργίου ως Ύπατου Αρμοστή της Κρήτης και για δεύτερη φορά τον Ιούλιο, οπότε και εξέλεξε Εκτελεστική Επιτροπή. Μέχρι την οριστική διευθέτηση του Κρητικού ζητήματος το Προεδρείο της Συνέλευσης απασχολούσε η εσωτερική οργάνωση, η τήρηση της τάξης, η οικονομική διαχείριση, αλλά προπαντός το καθεστωτικό ζήτημα, δηλαδή η μορφή του πολιτεύματος, το πρόσωπο του ηγεμόνα και η απομάκρυνση του Οθωμανικού στρατού. Ωστόσο και τα τρία αυτά ζητήματα ήσαν της αποκλειστικής δικαιοδοσίας των Μεγάλων Δυνάμεων. Επομένως, για τη λύση τους το προεδρείο της Γενικής Συνέλευσης επικοινωνούσε με το Συμβούλιο των Ναυάρχων.
Β. Τοπική Διοίκηση και Δημόσια Τάξη
Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης η τοπική οργάνωση του νησιού δεν είχε διαταραχθεί ουσιαστικά. Οι επαρχιακές διοικήσεις είχαν διατηρηθεί και κύριο μέλημά τους ήταν η εξασφάλιση των πόρων για τη διατήρηση ή τη σύσταση σωμάτων πολιτοφυλάκων για την οργάνωση δημόσιας ασφάλειας. Η παραμέληση της δημόσιας ασφάλειας και η παύση της λειτουργίας των δικαστηρίων είχαν οδηγήσει σε ανησυχητική αύξηση της εγκληματικότητας. Το ζήτημα είχε αναλάβει να λύσει το Συμβούλιο των Ναυάρχων. Ωστόσο, στην πράξη, η εξουσία των διεθνών στρατευμάτων και η επιρροή των Ναυάρχων περιοριζόταν στις πόλεις.
Ενώ το εσωτερικό του νησιού ήλεγχαν οι δυνάμεις των Επαναστατών που κατέβαλαν προσπάθειες να δημιουργήσουν υποδομές δημοσίων υπηρεσιών. Τυπικά, η εξουσία των διεθνών δυνάμεων έληξε με την άφιξη του Ηγεμόνα στην Κρήτη στις 9 / 21 Δεκεμβρίου 1898 Δεκεμβρίου και την αποχώρηση των Ναυάρχων στις 14 / 26 του ίδιου μήνα. Ωστόσο, έως ότου συσταθούν η διοίκηση της Αυτόνομης Πολιτείας και οι δικαστικές και αστυνομικές της αρχές, αξιωματικοί των διεθνών στρατευμάτων ασκούσαν τα αστυνομικά καθήκοντα. Αποχωρούσαν στο βαθμό που επεκτεινόταν η διοίκηση της Κρητικής Πολιτείας. Ως τον Ιούνιο του 1899 παρέμεναν στην Κρήτη 500 άνδρες από κάθε Δύναμη.
- Ασφάλεια
Η κατάσταση από πλευράς δημόσιας ασφάλειας δεν ήταν καλή. Στην Κρήτη υπήρχε εκτεταμένη οπλοφορία από Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, και εκτός από τα εθνικά προβλήματα υπήρχαν και προσωπικά, κομματικά και βεβαίως ενδημικά προβλήματα, όπως η ζωοκλοπή, βεντέτες κ.λ.π.. Οι κάτοικοι εγκατέλειπαν την ύπαιθρο και κατέφευγαν στις μεγάλες πόλεις για προστασία. Οι ξένοι διοικητές εκτελούσαν τα αστυνομικά τους καθήκοντα με τις δυνάμεις στρατού που είχαν στις περιοχές τους αλλά αναγκάστηκαν να συγκροτήσουν τμήματα χωροφυλακής από Κρητικούς, ο κάθε ένας στο νομό που διοικούσε.
Η οργάνωση και ο τρόπος λειτουργίας του καθ' ενός από τα τέσσερα σώματα χωροφυλακής που δημιουργήθηκαν, ήταν σύμφωνη με τα ισχύοντα στη χώρα του κάθε διοικητή, αλλά και με την εμπειρία που είχε η κάθε χώρα από ανάλογες περιπτώσεις. Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού ήταν να αστυνομεύεται η Κρήτη από τέσσερα ανεξάρτητα σώματα χωροφυλακής τα οποία ήταν οργανωμένα επάνω σε τελείως διαφορετικά πρότυπα. Τον Ιανουάριο του 1899 ο Γεώργιος κάλεσε στα Χανιά τους αρχηγούς χωροφυλακής των τεσσάρων διαμερισμάτων για ν' ακούσει τις προτάσεις τους όσον αφορά τη δημιουργία Κρητικής Χωροφυλακής.
Το καλοκαίρι του 1899, ο λοχαγός των καραμπινιέρων Federico Craven, διορίσθηκε επίσημα διοικητής και οργανωτής της «Κρητικής Χωροφυλακής». Η Κρητική Χωροφυλακή είχε σημαντικά αποτελέσματα στην αποκατάσταση και διατήρηση της τάξης.
- Οπλοφορία
Μετά την σφαγή των κατοίκων του Ηρακλείου, 10.000 ένοπλοι του Ηρακλείου-Λασιθίου και των άλλων διαμερισμάτων της Κρήτης συγκεντρώθηκαν και απειλούσαν να εκδικηθούν τους Τούρκους. Όλες οι πλευρές, η Εκτελεστική Επιτροπή της Συνελεύσεως των Κρητών, οι αρχηγοί και καπετάνιοι, οι αρχηγοί των Μεγάλων Δυνάμεων, ο Μητροπολίτης Κρήτης Ευμένιος, προέτρεπαν τους Ελληνοκρητικούς σε αυτοσυγκράτηση, ώστε να λυθεί ευνοϊκά το Κρητικό Ζήτημα. Παρ' όλα αυτά, άρχισαν αντεκδικήσεις από τους χριστιανούς εις βάρος του Μουσουλμανικού στοιχείου, ενώ από τις Μεγάλες Δυνάμεις και την Εκτελεστική Επιτροπή ζητήθηκε ο αφοπλισμός και των δύο πλευρών.
Οι μουσουλμάνοι που βρίσκονταν στο Ηράκλειο αφοπλίστηκαν, όμως οι χριστιανοί ήταν δύσπιστοι στο να παραδώσουν τα όπλα, αν δεν έφευγε ο Τούρκικος στρατός από το νησί. Στις 30 Οκτωβρίου 1898 ολοκληρώθηκε η εκκένωση του φρουρίου Ηρακλείου. Με προκήρυξή του ο Γεώργιος στις 26 Αυγούστου 1899 ζήτησε από τους Κρήτες να παραδώσουν τα όπλα, υποσχόμενος ότι θα ιδρύονταν «Ιστορικά Μουσεία», όπου και θα τοποθετούνταν. Μέρος των όπλων παραδόθηκαν, άλλα καταστράφηκαν, αρκετοί από τους 38.000 Μουσουλμάνους από τα φρούρια επέστρεψαν στην επαρχία.
Οι διαμάχες μεταξύ των δύο στοιχείων συνεχίσθηκαν ως το 1913, με τη δημιουργία ένοπλων παρακρατικών οργανώσεων, «Ζουρίδες» για τους Τουρκοκρητικούς, «Εφτάρι» για τους Ελληνοκρητικούς, ιδίως στο Μονοφάτσι και Μαλεβίζι για την κυριαρχία των πλούσιων γαιών.
Γ. Εκτελεστική Εξουσία
Μέχρι την εκλογή της Εκτελεστικής Επιτροπής, καθήκοντα εκτελεστικής εξουσίας ασκούσε το Συμβούλιο των Ναυάρχων, με το οποίο επικοινωνούσε το Προεδρείο της Γενικής Συνέλευσης. Ωστόσο, επειδή παρατεινόταν η εκκρεμότητα για την οριστική ρύθμιση του Κρητικού πολιτεύματος, οι Δυνάμεις πρότειναν την οργάνωση προσωρινής διοίκησης. Το Συμβούλιο των Ναυάρχων δέχθηκε την πρόταση της Συνέλευσης για εκλογή από τη Συνέλευση εξαμελούς Εκτελεστικής Επιτροπής. Μέχρι την εκλογή της Εκτελεστικής Επιτροπής, καθήκοντα εκτελεστικής εξουσίας ασκούσε το Συμβούλιο των Ναυάρχων με το οποίο επικοινωνούσε το Προεδρείο της Γενικής Συνέλευσης.
Ωστόσο, επειδή παρατεινόταν η εκκρεμότητα για την οριστική ρύθμιση του Κρητικού πολιτεύματος, οι Δυνάμεις πρότειναν την οργάνωση προσωρινής διοίκησης. Το Συμβούλιο των Ναυάρχων δέχθηκε την πρόταση της Συνέλευσης για εκλογή από τη Συνέλευση εξαμελούς Εκτελεστικής Επιτροπής. Στις 16 Ιουλίου 1898 η Συνέλευση εξέλεξε εξαμελή Εκτελεστική Επιτροπή με την εξής σύνθεση:
- Ιωάννης Σφακιανάκης, Πρόεδρος
- Ελευθέριος Βενιζέλος, εκπρόσωπος Χανίων
- Γεώργιος Μυλωνογιάννης, εκπρόσωπος Σφακίων
- Εμμανουήλ Ζαχαράκης, εκπρόσωπος Ρεθύμνου
- Αντώνιος Χατζηδάκης, εκπρόσωπος Ηρακλείου και
- Νικόλαος Γιαμαλάκης, εκπρόσωπος Λασιθίου.
Σε συνεργασία με τους Προξένους η Επιτροπή κατάρτισε τον Κανονισμό του Προσωρινού Πολιτεύματος, ένα καταστατικό χάρτη για την οργάνωση της διοίκησης και της δικαιοσύνης μέχρι την οριστική ρύθμιση του πολιτεύματος. Σύμφωνα με αυτόν, η Εκτελεστική Επιτροπή ασκούσε τη διοίκηση της Κρήτης, εκτός των ζωνών διεθνούς κατοχής, με αρμοδιότητες στους εξής πέντε τομείς: των Εσωτερικών, της Δικαιοσύνης, των Οικονομικών, της Δημόσιας Ασφάλειας και των Θρησκευμάτων και της Δημόσιας Εκπαίδευσης. Η Εκτελεστική Επιτροπή άσκησε τη διοίκηση του νησιού μέχρι τα γεγονότα του Ηρακλείου.
Τότε υπέβαλε την παραίτησή της στο Συμβούλιο των Ναυάρχων. Εκείνο την αποδέχθηκε, αλλά ζήτησε να παραμείνει ως σύνδεσμος των κατοίκων με τη διεθνή δύναμη. Το Συμβούλιο ανέλαβε τις εκτελεστικές εξουσίες με την Εκτελεστική Επιτροπή να διατηρεί τον ανεπίσημο ρόλο του συνδέσμου μέχρι την οριστική της παραίτηση στις 13 / 25 Νοεμβρίου, λίγες ημέρες πριν από την άφιξη του Αρμοστή Πρίγκιπα Γεωργίου.
Το Οριστικό Πολίτευμα της Αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας
Στα τέλη του 1898 οι Δυνάμεις έκαναν ένα ουσιαστικό βήμα προς την οριστική ρύθμιση του Κρητικού Ζητήματος. Οι κυβερνήσεις τους κατέληξαν στο πρόσωπο του ηγεμόνα που θα αναλάμβανε ως εντολοδόχος τους, την ανώτατη εξουσία στην Κρήτη: όρισαν ως Ύπατο Αρμοστή τον δευτερότοκο γιο τού Βασιλιά των Ελλήνων Γεωργίου, Πρίγκιπα Γεώργιο. Τον Δεκέμβριο του 1898 για να αντιμετωπίσει τις πρώτες δαπάνες της νέας Πολιτείας η Κρητική διοίκηση έλαβε προκαταβολή τεσσάρων εκατομμυρίων φράγκων έναντι δανείου που εγγυήθηκαν οι Δυνάμεις.
Α. Ο Ύπατος Αρμοστής
O Ύπατος Αρμοστής ήταν ο ανώτατος άρχων ενός νέου κράτους αυτόνομου, το οποίο τελούσε υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου, υπό καθεστώς προστασίας των Μεγάλων Δυνάμεων και υπό διεθνή στρατιωτική κατοχή. Ήταν εντολοδόχος των Δυνάμεων με τριετή συγκεκριμένη εντολή:
- Να επιτύχει την ειρήνευση της Κρήτης
- Να οργανώσει αυτόνομη διοίκησηκαι υποχρέωση
- Να αναγνωρίσει την επικυριαρχία του Σουλτάνου,
- Να μεριμνήσει για την προστασία της τουρκικής σημαίας που θα κυματίζει σε οχυρό του νησιού μαζί με εκείνες των τεσσάρων Δυνάμεων,
- Να συνεργαστεί με την Εθνοσυνέλευση για την συγκρότηση πολιτεύματος που θα εγγυάται την ζωή και την περιουσία καθώς και τη θρησκευτική ελευθερία των πολιτών
- Να προβεί στην οργάνωση χωροφυλακής ή πολιτοφυλακής.
Ο Γεώργιος έφτασε στην Κρήτη στις 9 / 21 Δεκεμβρίου 1898. Στις 14 / 26 Δεκεμβρίου αποχώρησαν οι Ναύαρχοι. Η εξουσία τους είχε λήξει. Στο εξής, οι Δυνάμεις επέστρεψαν στο ρόλο της προστασίας και του ελέγχου.Πριν παραδώσει οριστικά την εξουσία του το Συμβούλιο των Ναυάρχων προχώρησε σε δύο μέτρα που δέσμευσαν τον Πρίγκιπα στην αρχή της θητείας του:
1. Αποφάσισαν να ενσωματώσουν την πολιτοφυλακή στην υπό σύσταση κρητική χωροφυλακή η οποία θα υπαγόταν στη δικαιοδοσία των διοικητών των τομέων μέχρι το διορισμό επαρχιακών αρχών.
2. Διόρισαν προκαταβολικά πέντε Συμβούλους του Πρίγκιπα, τους Ιωάννη Σφακιανάκη, Μανούσο Κούνδουρο, Χασάν Σκυλιανάκη, Ελευθέριο Βενιζέλο και Κωνσταντίνο Φούμη.
Όλοι αυτοί απολάμβαναν της εμπιστοσύνης των Ναυάρχων και ανέλαβαν τους τομείς των Εσωτερικών, των Οικονομικών, των Δημοσίων Έργων, της Δημόσιας Εκπαίδευσης και της Δημόσιας Τάξης. Έργο των Συμβούλων ήταν η σύνταξη των νόμων και διαταγμάτων που θα προκήρυσσε στη συνέχεια ο Πρίγκιπας.Η ψήφιση του Συντάγματος του 1899 επέφερε καίριες αλλαγές στο συσχετισμό των εξουσιών. Ο Πρίγκιπας δεν ήταν πλέον μόνο Ύπατος Αρμοστής εντολοδόχος των Δυνάμεων με τριετή θητεία, αλλά αναγνωρισμένος ανώτατος άρχων της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας.
Β. Δικαστική Εξουσία
Για την οργάνωση της δικαστικής εξουσίας, συγκροτήθηκε τον Δεκέμβριο του 1898 (ΦΕΚ Α, 2, 31 Δεκ. 1898) ειδική επιτροπή απαρτιζόμενη από τρεις Χριστιανούς και ένα Μουσουλμάνο υπό την προεδρία του Κεφαλλήνα νομικού Ιωάννη Σκαλτσούνη. Τον Μάιο (ΦΕΚ Α, 34, 10 Μαΐου 1899) καθιερώθηκε Οργανισμός των Δικαστηρίων, διορίστηκε Γενικός Εισαγγελέας (ΦΕΚ Α, 35, 11 Μαΐου 1899), Πρόεδρος Εφετών και Εφέτες, Συμβούλιο Δικαιοσύνης, συστάθηκαν τα προβλεπόμενα Δικαστήρια και εισήχθη η δικαστική νομοθεσία (ΦΕΚ Α, 42, 26 Μαΐου 1899).
Γ. Το Σύνταγμα του 1899
Το πρώτο μέλημα του Αρμοστή, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει, ήταν να συνεργαστεί με την Εθνοσυνέλευση για τη συγκρότηση πολιτεύματος που θα εγγυάτο τη ζωή και την περιουσία καθώς και τη θρησκευτική ελευθερία των πολιτών. Στα τέλη Δεκεμβρίου 1898 συγκροτήθηκε δεκαεξαμελής επιτροπή για την εκπόνηση σχεδίου Συντάγματος. Η επιτροπή αυτή, αποτελούμενη από δώδεκα Χριστιανούς και τέσσερις Μουσουλμάνους συνέταξε το σχέδιο σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η Συντακτική Συνέλευση που προέκυψε από τις εκλογές της 24 Ιανουαρίου 1899 συνήλθε στα Χανιά στις 8 Φεβρουαρίου και εξέλεξε Πρόεδρο τον Ιωάννη Σφακιανάκη.
Απαρτιζόταν από 188 πληρεξουσίους, 138 Χριστιανούς και 50 Μουσουλμάνους που είχαν αναδειχθεί από ξεχωριστές εκλογές. Το σχέδιο του Συντάγματος που αποτελείτο από 115 άρθρα, εγκρίθηκε από τη Συνέλευση στις 4 Μαρτίου, υπέστη ελάχιστες τροποποιήσεις από το Πρεσβευτικό Συμβούλιο της Ρώμης και τελικά ψηφίστηκε από τη Συνέλευση στις 27 Απριλίου. Το Σύνταγμα προέβλεπε τους θεσμούς και τον τρόπο λειτουργίας της Κρητικής Πολιτείας:
- Ηγεμόνα
- Ηγεμονικό συμβούλιο
- Βουλή
- Δικαιοσύνη
Η ψήφιση του Συντάγματος του 1899 είχε επιφέρει καίριες αλλαγές στο συσχετισμό των εξουσιών. Ο Πρίγκιπας δεν ήταν πλέον μόνο Ύπατος Αρμοστής εντολοδόχος των Δυνάμεων με τριετή θητεία αλλά αναγνωρισμένος ανώτατος άρχων της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας. Συγκεκριμένα, το άρθρο 11 όριζε ότι η Συνέλευση θα διαλυόταν αμέσως και ο Πρίγκιπας θα κυβερνούσε με διατάγματα για διάστημα δύο ετών. Παράλληλα, το Σύνταγμα διατήρησε το θεσμό των Συμβούλων που είχε θεσπίσει το Συμβούλιο των Ναυάρχων αλλά εκείνοι από εκλεκτοί των Ναυάρχων έγιναν αξιωματούχοι της Κρητικής Πολιτείας.
Δ. Το Ηγεμονικό Συμβούλιο
Το Ηγεμονικό Συμβούλιο ήταν η Κυβέρνηση της Κρητικής Πολιτείας. Οι αρμοδιότητές του καθορίζονταν από το Διάταγμα Περί Οργανισμού του Συμβουλίου του Ηγεμόνος. Το πρώτο Ηγεμονικό Συμβούλιο αποτελείτο από τους
- Μανούσο Κούνδουρο, Σύμβουλο επί των Εσωτερικών
- Νικόλαο Γιαμαλάκη, Σύμβουλο επί της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και των Θρησκευμάτων
- Χασάν Σκυλιανάκη, Σύμβουλο επί της Δημοσίας Ασφαλείας
- Ελευθέριο Βενιζέλο, Σύμβουλο επί της Δικαιοσύνης και
- Κωνσταντίνο Φούμη, Σύμβουλο επί των Οικονομικών.
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι η αρμοστειακή διοίκηση στην Κρήτη αποσκοπούσε στον περιορισμό του πολιτικού πλουραλισμού στο νησί ή, καλύτερα, στην εξάλειψή του και στη συνακόλουθη εφαρμογή ενός απολυταρχικού καθεστώτος. Η ελευθερία της πολιτικής έκφρασης είναι συνυφασμένη με το κοινοβουλευτικό καθεστώς. Το Κρητικό, όμως, Σύνταγμα δεν εκπλήρωνε τις προϋποθέσεις ενός κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Η πολιτική εξουσία ανήκε απόλυτα στον ηγεμόνα. Ακόμα και η λειτουργία των κομμάτων είχε κριθεί ως μη συνάδουσα με τη λειτουργία του αρμοστειακού καθεστώτος.
Στο έργο, λοιπόν, της διοίκησης παρενέβαινε σημαντικά η πολιτική εξουσία, ένα γεγονός το οποίο αποτελούσε μείζονα αιτία δυσαρέσκειας για την πλειονότητα τής κρητικής κοινής γνώμης. Το Σύνταγμα είχε προβλέψει τον καθορισμό κάποιων βασικών εγγυήσεων για την απρόσκοπτη λειτουργία των κρατικών θεσμών και την κατοχύρωση των κρατικών λειτουργών έναντι των πολιτικών παρεμβάσεων. Κατά τα πρώτα έτη εφαρμογής του Συντάγματος οι αρχές αυτές τηρήθηκαν απαρέγκλιτα. Από το 1901 η εκτελεστική εξουσία άρχισε να εκβιάζει τη μετατροπή των κειμένων νόμων, ώστε όλες οι εξουσίες να συγκεντρωθούν στα χέρια του ύπατου αρμοστή.
Οι αρχικές εγγυήσεις έπαυσαν σταδιακά να ισχύουν. Ο διορισμός, η μετάθεση και η ανάκληση των δημοσίων υπαλλήλων έπαυσε να τελεί υπό αντικειμενικά κριτήρια και εμπράκτως υπέκειτο σε κριτήρια πολιτικά. Ο συνταγματάρχης Destelle, διοικητής των Γαλλικών στρατευμάτων στο νησί, υπογράμμιζε ότι αρκούσε κάποιος να είναι Βενιζελικός ή ακόμα και να καταγγελθεί ότι είναι τέτοιος, για να αποκλεισθεί από όλα τα δημόσια αξιώματα. Πιο αξιόπιστη μαρτυρία είναι η συνοπτική αναφορά των νομοθετικών μεταβολών, οι οποίες επήλθαν στο ζωτικό τομέα της οργάνωσης του δικαστικού κλάδου.
Με το νόμο της 10ης Μαΐου 1899, οργανώνονταν τα δικαστήρια σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 89 του Συντάγματος και δημιουργείτο το Συμβούλιο της Δικαιοσύνης. Με το νόμο 437 του 1901 χαρακτηριζόταν ο προηγούμενος νόμος ως προσωρινός, μετατρεπόταν η δικαστική οργάνωση (ιδίως οι κανόνες διορισμού των δικαστικών λειτουργών) και δύο Κρήτες εφέτες αντικαθίσταντο από άλλους που κατάγονταν από την ηπειρωτική Ελλάδα. Με τον ίδιο νόμο επιβεβαιωνόταν ότι οι δικαστικοί λειτουργοί διορίζονταν κατόπιν διαγωνισμού και προβλέπονταν με σαφή τρόπο τα απαιτούμενα προσόντα.
Με το νόμο 582 του 1903 μεταβάλλονταν οι συνθήκες εισόδου στο δικαστικό σώμα. Τα ανώτατα στελέχη του κλάδου διορίζονταν με πριγκιπικό διάταγμα κατόπιν πρότασης τού Συμβουλίου Δικαιοσύνης. Με το νόμο 607 του 1905 προβλεπόταν ο ίδιος τρόπος διορισμού και για τα υπόλοιπα στελέχη του δικαστικού σώματος. Με τους νόμους 582 και 607 θεσπιζόταν και η μετάθεση των δικαστικών λειτουργών κατόπιν πριγκιπικού διατάγματος. Ο νόμος 607 θέσπιζε και την απόλυση των δικαστικών λειτουργών μέσω της ίδιας οδού, μέσω της οποίας διορίσθηκαν, δηλαδή με πριγκιπικό διάταγμα.
Γενικώς, η Διεθνής Εξεταστική Επιτροπή επιβεβαίωσε το 1906 τις αδυναμίες της αρμοστειακής διακυβέρνησης. Στη μακρά έκθεση που συνέταξε εξαίρει το έργο της αρμοστείας για τα πρώτα χρόνια αλλά εκφράζει τη λύπη της γιατί, προϊόντος του χρόνου, ανεστάλη. Ήταν αναντίρρητη πραγματικότητα ότι η Δικαιοσύνη ποδηγετείτο από τον αρμοστή, αφού προσόντα διορισμού δικαστικών λειτουργών δεν είχαν ορισθεί και η αρμοστειακή διοίκηση έπραττε κατά το δοκούν. Οι δυσχέρειες αυτές επιβράδυναν το κρατικό έργο εξυγίανσης της ζωής των Κρητών, αφού δεν υπήρχε διάκριση των εξουσιών ώστε η Δικαιοσύνη να λειτουργεί απερίσπαστη από πολιτικές παρεμβάσεις.
ΠΑΙΔΕΙΑ
Η εκπαίδευση ήταν ήδη ανεπτυγμένη στην Κρήτη, αλλά με την σύσταση της Κρητικής Πολιτείας εμφάνισε νέα άνθηση. Η πρώτη νομολογία για την εκπαίδευση εισήχθη με διατάξεις του Συντάγματος του 1899, με τις οποίες καθιερώθηκε η υποχρεωτική παιδεία και για τα δύο φύλα. Κατά την περίοδο αυτή λειτούργησαν δύο τύποι δημοτικών σχολείων, τα κατώτερα (τετρατάξια) και τα ανώτερα ή πλήρη (εξατάξια). Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση υπήρχαν τα ημιγυμνάσια με τρεις τάξεις στα μικρά επαρχιακά κέντρα, τα πλήρη εξατάξια γυμνάσια στα αστικά κέντρα του νησιού, και τα τριτάξια ανώτερα παρθεναγωγεία των Χανίων και Νεάπολης και το πεντατάξιο Παρθεναγωγείο του Ηρακλείου.
Με νόμο του 1903 ιδρύθηκε στο Ηράκλειο παιδαγωγική σχολή, το τριτάξιο διδασκαλείο και ιεροδιδασκαλείο στη Μονή Αγ. Τριάδας των Χανίων. Δάσκαλοι διορίστηκαν εκτός από απόφοιτοι Γυμνασιακών τάξεων, απόφοιτοι σχολαρχείων και ορισμένοι απόφοιτοι τετρατάξιων δημοτικών. Ο αριθμός σχολείων και μαθητών συνεχώς μεγάλωνε μέχρι την Ένωση και τα ποσοστά αναλφαβητισμού μειώθηκαν. Η νομοθεσία της Κρητικής πολιτείας σε εκπαιδευτικά θέματα ίσχυσε ως το 1914 οπότε και εφαρμόστηκε η κοινή γενική εκπαιδευτική πολιτική και νομοθεσία του Ελληνικού Κράτους. Η εκπαιδευτική πολιτική της Κρητικής Πολιτείας υπήρξε δραστήρια και αποτελεσματική.
Η ιδιαίτερη μέριμνα για τη λαϊκή Παιδεία φαίνεται σε μια σειρά νομοθετημάτων, που έχουν πρότυπο άλλα νομοθετήματα προηγμένων χωρών για την εποχή. Με το πρώτο Σύνταγμα (16 Απριλίου 1899) καθιερώθηκαν η υποχρεωτική εκπαίδευση και η δωρεάν Παιδεία για τα δύο φύλα. Η αύξηση του αριθμού των σχολείων, των μαθητών και των σχετικών δαπανών είναι άκρως εντυπωσιακή. Το σχολικό έτος 1899 - 1900 σε όλη την Κρήτη λειτουργούσαν 523 δημοτικά σχολεία, με 35.844 μαθητές. Το 1909 - 1910 τα σχολεία αυξήθηκαν σε 656 και οι μαθητές σε 40.559. Αντίστοιχα οι δαπάνες για την Παιδεία από 406.193 δρχ. το 1900 αυξήθηκαν σε 805.749 το 1910.
Παρά τα όποια θετικά δεδομένα, η εκπαίδευση, και η νομοθεσία που την πλαισίωνε, ήταν γραφειοκρατικού τύπου, διακρινόταν από συγκεντρωτισμό και ελεγχόταν ιδεολογικά από την κεντρική εξουσία. Την εποπτεία της δημόσιας εκπαίδευσης, σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. 42 Νομοθετικό Διάταγμα «Περὶ Διοικήσεως καὶ ἐπιθεωρήσεως τῆς Δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως», ασκούσαν ιεραρχικά οι εξής:
α) Ο επί της Δημόσιας Εκπαίδευσης και των Θρησκευμάτων σύμβουλος,
β) Το εποπτικό συμβούλιο των επιθεωρητών,
γ) Ο γενικός επιθεωρητής,
δ) Οι τέσσερις νομαρχιακοί επιθεωρητές Λασιθίου, Ηρακλείου, Ρεθύμνης, Χανίων και Σφακίων, και
ε) Οι διευθυντές των σχολείων.
Την περίοδο αυτή λειτουργούσαν στην Κρήτη δύο τύποι δημοτικών σχολείων, τα τετρατάξια (κατώτερα) και τα εξατάξια (ανώτερα ή πλήρη). Στο δημοτικό σχολείο διδάσκονταν τα εξής μαθήματα: Θρησκευτικά, Νέα Ελληνική Γλώσσα, Πρακτική Αριθμητική, Στοιχειώδης Γεωμετρία, Ιστορία Εθνική και Ιστορία της Κρήτης, τα σπουδαιότερα από την Παγκόσμια Ιστορία, Γεωγραφία, Στοιχειώδης Πολιτική Αγωγή, Φυσική Ιστορία, Φυσική και Χημεία, Καλλιγραφία, Ιχνογραφία, Ωδική, Εκκλησιαστική Μουσική και Γυμναστική. Επίσης, στα σχολεία των αρρένων διδάσκονταν και άλλα πρακτικά μαθήματα που συμπλήρωναν το καθημερινό πρόγραμμα.
Για τη μέση εκπαίδευση λειτουργούσαν πλήρη εξατάξια γυμνάσια στα μεγάλα αστικά κέντρα της νήσου και ημιγυμνάσια (τριτάξια) σε μικρότερα κέντρα. Ιδρύθηκαν επίσης ανώτερα παρθεναγωγεία με τρεις τάξεις στα Χανιά, στο Ρέθυμνο και τη Νεάπολη, καθώς και με πέντε τάξεις στο Ηράκλειο. Τα διδακτέα μαθήματα του Γυμνασίου περιλαμβάνουν τα επιστημονικά, στα οποία ανήκουν τα Θρησκευτικά, η Αρχαία και η Νέα Ελληνική Γλώσσα, η Λατινική, η Γαλλική, η Παγκόσμιος Ιστορία, τα Μαθηματικά και η Κοσμογραφία, η Γεωγραφία, η Φυσική Ιστορία, η Φυσική, η Χημεία, η Ψυχολογία, η Λογική, η Πολιτική Αγωγή, και τα τεχνικά μαθήματα, όπως η Ιχνογραφία, η Καλλιγραφία, η Γυμναστική και η Ωδική.
Με το νόμο 485 του 1903 «Περὶ ὀργανώσεως τῆς Δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως» ιδρύθηκε τριτάξιο διδασκαλείο στο Ηράκλειο, για τη μόρφωση δημοδιδασκάλων, και τετρατάξιο ιεροδιδασκαλείο στη Μονή της Αγίας Τριάδος στα Χανιά. Η εκπαιδευτική νομοθεσία της Κρητικής Πολιτείας ίσχυσε έως το 1914. Μετά εφαρμόσθηκε η νομοθεσία του Ελληνικού βασιλείου. Αναφορικά με τα Μουσουλμανικά σχολεία, τα οποία τον πρώτο χρόνο σύστασης της Κρητικής Πολιτείας αριθμούσαν 21, το δεύτερο χρόνο θα μειωθούν σε 14.
Η φοίτηση στα σχολεία αυτά ήταν υποχρεωτική και η διδασκαλία περιλάμβανε όλα τα μαθήματα των Ελληνικών σχολείων πλην των Θρησκευτικών, της Τουρκικής Γλώσσας και της Ιστορίας, από την οποία επιλέγονταν τα κυριότερα γεγονότα από την Παγκόσμια. Οι διευθυντές ήταν Μουσουλμάνοι, αλλά διορίζονταν και Έλληνες. Εκεί που δεν υπήρχαν μουσουλμανικά σχολεία οι μαθητές φοιτούσαν στα Ελληνικά, αλλά απαλλάσσονταν από τη διδασκαλία των Θρησκευτικών. Στα αστικά κέντρα του νησιού ιδρύθηκαν ιδιαίτερα δημοτικά σχολεία για τους Μουσουλμάνους, που χωρίζονταν σε 5 τάξεις, καθώς επίσης και Παρθεναγωγεία.
Με ανάλογες προσθήκες διευθετήθηκε και η φοίτηση των Ισραηλιτών μαθητών στα δημόσια εκπαιδευτήρια. Η Κρητική Πολιτεία προσπάθησε να οργανώσει το νομοθετικό πλαίσιο της εκπαίδευσης τόσο του Χριστιανικού όσο και του Μουσουλμανικού πληθυσμού. Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από τον Τουρκικό ζυγό, η αρτισύστατη Πολιτεία θεώρησε ως απαραίτητη προϋπόθεση για την κοινωνική άνοδο των ατόμων την Παιδεία. Για το λόγο αυτό θέσπισε και ειδικές υποτροφίες για σπουδές στο εξωτερικό αναβιβάζοντας την Παιδεία σε ύψιστο κοινωνικό αγαθό.
Πρώτιστο μέλημα υπήρξε η κατάρτιση των εκπαιδευτικών με τη σύσταση παιδαγωγικών ιδρυμάτων και στη συνέχεια με τη λειτουργία διδασκαλείων διετούς και τριετούς φοίτησης. Σημαντικές επίσης υπήρξαν και οι προσπάθειες για την οργάνωση της εκπαίδευσης των αλλοθρήσκων στο πλαίσιο της ισοπολιτείας που προσπαθούσε να εφαρμόσει έναντι των μειονοτικών πληθυσμών. Γενικά, η Κρητική Πολιτεία αποπειράθηκε να προσδώσει λαϊκό προσανατολισμό στην εκπαίδευση, καθιέρωσε τους δύο εξαετείς κύκλους σπουδών, διοργάνωσε σχολικές περιφέρειες και φρόντισε να διοργανώσει σχολεία για τους φτωχούς μαθητές.
Η εκπαίδευση στην Κρητική Πολιτεία ήταν ένας ιστορικά διαμορφωμένος κοινωνικοπολιτικός χώρος, που οδηγούσε και προς την παράλληλη παγίωση μιας ιδιαίτερης Κρητικής πολιτισμικής κουλτούρας, η οποία δεν επηρεαζόταν από τις πολιτικές και οικονομικές δομές.
Ο Κρητικός Τύπος
Η ελευθεροτυπία είχε εγκαινιασθεί στην Κρήτη από την Σύμβαση της Χαλέπας. Από το 1878 είχε επιτραπεί για πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία του νησιού η σύσταση τυπογραφείων και η έκδοση εφημερίδων πέρα από την επίσημη εφημερίδα «Κρήτη». Από το 1878 μέχρι το 1898 εκδόθηκαν πάνω από είκοσι εφημερίδες σε όλη την Κρήτη. Από το 1889 η εφαρμογή του στρατιωτικού νόμου και η περιστολή ελευθεριών και δικαιωμάτων είχαν άμεση επίπτωση και στον Τύπο. Οι εφημερίδες περιορίστηκαν και λογοκρίνονταν. Στην περίοδο της Κρητικής Πολιτείας δημιουργήθηκε ένα συνταγματικό πλαίσιο λειτουργίας του Τύπου, βασικό χαρακτηριστικό του οποίου ήταν ο περιορισμός των ελευθεριών του.
Σύμφωνα με το άρθρο 23 του Συντάγματος προβλεπόταν εγγύηση 2.000 δρχ. για έκδοση εφημερίδων και περιοδικών με πολιτικό περιεχόμενο για την εξασφάλιση της πληρωμής των ενδεχόμενων ποινών και αποζημιώσεων. Επίσης, επιτρεπόταν η κατάσχεση των εφημερίδων σε περίπτωση που προσβάλλονταν οι θρησκευτικές αντιλήψεις, το πρόσωπο του ηγεμόνα και παρακινούνταν η χαλάρωση της δημόσιας τάξης. Επιπλέον, με το άρθρο 108, ο ηγεμόνας προικιζόταν για την πρώτη διετία, με το προνόμιο να χορηγεί ο ίδιος άδεια για έκδοση εφημερίδων ή άλλων εντύπων και να ανακαλεί την άδεια κατά τη δική του κρίση.
Επίσης, ήταν δυνατή η απαγόρευση εισαγωγής ξένων εφημερίδων. Στην περίοδο της Κρητικής Πολιτείας, ωστόσο, παρατηρείται μεγάλη άνθιση του Τύπου. Εκτός από τους παλιούς, νέοι εκδότες εξέδωσαν νέες εφημερίδες, Ελληνόφωνες και Τουρκόφωνες. Οι πρώτες διαβάζονταν από τους Χριστιανούς. Οι δεύτερες από τους Μουσουλμάνους που πάντως διάβαζαν και τις Ελληνόφωνες. Οι εφημερίδες κυκλοφορούσαν συνήθως μία ή δύο φορές την εβδομάδα, περισσότερες στο Ηράκλειο και τα Χανιά και λιγότερες στο Ρέθυμνο. Αν και ο τύπος διαβαζόταν κυρίως από τα ανώτερα στρώματα των πόλεων, ωστόσο την εποχή αυτή διαχέονταν σε όλο και περισσότερο κόσμο.
Μέσα από τις στήλες τους συζητήθηκαν πολλά ζητήματα. Η θεματολογία τους ξεκινούσε από τα τοπικά πολιτικά ζητήματα και έφτανε τα διεθνή. Συχνές ήταν οι διαφημίσεις ντόπιων προϊόντων και υπηρεσιών και οι αγγελίες. Ενημέρωναν για τις αφίξεις δημόσιων προσώπων, περιλάμβαναν τις ανακοινώσεις των δήμων και δημοσιοποιούσαν τις κοινωνικές εκδηλώσεις. Σε σχέση με τα πολιτικά θέματα αποτέλεσαν το χώρο όπου αναπτύχθηκε ένας γόνιμος διάλογος, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις οι πολιτικές αντιπαραθέσεις ήταν οξείες μέσα από τις στήλες των εφημερίδων.
Η σύγκρουση του Βενιζέλου με τον πρίγκιπα Γεώργιο αποτέλεσε το πεδίο αντιπαράθεσης και ανάμεσα στις εφημερίδες και δίχασε τους εκδότες τους. Ορισμένες εφημερίδες εντυπωσιάζουν για το επίπεδο λόγου και γλωσσικής κατάρτισης των συντελεστών τους (εκδότες, διευθυντές, αρθρογράφοι, δημοσιογράφοι). Στις ελληνόγλωσσες χρησιμοποιούνταν η καθαρεύουσα, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις απαντώνταν στοιχεία του Κρητικού ιδιώματος. Από το 1898 κυκλοφορούσε και η "Επίσημος Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας" που αντικατέστησε την επίσημη εφημερίδα "Κρήτη" της προγενέστερης περιόδου.
Τέλος, κυκλοφορούσαν και περιοδικά με ποικίλη ύλη: παιδαγωγικά, φιλολογικά, λογοτεχνικά, επιστημονικά, πολιτικά, εγκυκλοπαιδικά, νομικά, θρησκευτικά, λαογραφικά, γεωργικά και πολιτικά.
Η Εκπαίδευση
Τα πρώτα ουσιαστικά βήματα στον εκπαιδευτικό τομέα είχαν γίνει από την εποχή της Χαλέπας (1878 - 1889). Στα 1881 είχε για πρώτη φορά ψηφιστεί νόμος περί παιδείας. Προβλεπόταν η ύπαρξη τριτάξιου Ελληνικού σχολείου στην έδρα κάθε διοίκησης (νομού). Από το 1881 λειτουργούσε στο Ηράκλειο γυμνάσιο με δύο τάξεις την πρώτη χρονιά και με τέσσερις στα 1883. Από το 1883 αναγνωρίστηκε ως ισότιμο με τα γυμνάσια της Ελλάδας και έδινε στους αποφοίτους το δικαίωμα εγγραφής στο Πανεπιστήμιο. Στο πρώτο Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας (1899) και συγκεκριμένα στο άρθρο 21 καθιερώθηκε η υποχρεωτική και δωρεάν εκπαίδευση όχι μόνο για τα αγόρια αλλά σε μια πρωτοπόρα για την εποχή πρόβλεψη και για τα κορίτσια.
Από τον πρώτο χρόνο της Αυτονομίας αποτέλεσε καινοτομία για την εποχή η εισαγωγή του μαθήματος των καθηκόντων και δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη και του μαθήματος της τοπικής ιστορίας. Επίσης, έγιναν προσπάθειες η εκπαίδευση και η γνώση να συνδεθούν με την παραγωγική διαδικασία και με την παροχή πρακτικών γνώσεων (κυρίως σε σχέση με τη γεωργία και τη γεωργική βιομηχανία). Ιθύνων νους της εκπαίδευσης ήταν ο Σύμβουλος (Υπουργός) Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και Θρησκευμάτων, ενώ σε κάθε νομαρχία διορίζονταν οι νομαρχιακοί επιθεωρητές για την προώθηση και επίβλεψη του εκπαιδευτικού έργου στα δημοτικά σχολεία και στα γραμματοδιδασκαλεία.
Τα γυμνάσια, το διδασκαλείο και το ιεροδιδασκαλείο εποπτεύονταν από έναν γενικό επιθεωρητή. Σύμφωνα με τον πρώτο νόμο περί παιδείας του 1899, η κατώτερη ή δημοτική εκπαίδευση περιλάμβανε τα τετρατάξια δημοτικά σχολεία, τα ανώτερα δημοτικά ή ανώτερα παρθεναγωγεία με επτά τάξεις και τα γραμματοδιδασκαλεία. Οι απόφοιτοι των τελευταίων κατατάσσονταν σε κάποια τάξη του δημοτικού σχολείου. Δάσκαλοι διορίζονταν όσοι διέθεταν πτυχίο διδασκαλείου από την Κρήτη ή την Ελλάδα, αλλά και λόγω έλλειψης προσωπικού απόφοιτοι του γυμνασίου, του ιεροδιδασκαλείου ή της Σχολής Πρέβελη.
Πριν το δημοτικό σχολείο και από το πέμπτο έτος της ηλικίας τους οι μαθητές μπορούσαν να φοιτήσουν προαιρετικά στο νηπιαγωγείο, που επαφιόταν στην ιδιωτική πρωτοβουλία αλλά ετίθετο υπό την εποπτεία της Ανώτερης Διεύθυνσης. Στο βασικό σχολείο της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, το δημοτικό, διδάσκονταν Θρησκευτικά, Νέα Ελληνική Γλώσσα, Πρακτική Αριθμητική, Στοιχειώδης Γεωμετρία, Ελληνική, Παγκόσμια και Τοπική Ιστορία, Γεωγραφία, τα Καθήκοντα και Δικαιώματα του Συνταγματικού Πολίτη, Φυσική Ιστορία, Φυσική, Χημεία, Καλλιγραφία, Ιχνογραφία, Ωδική, Εκκλησιαστική Μουσική, Γυμναστική.
Στα δημοτικά φοιτούσαν μαθητές από την ηλικία των έξι χρόνων για τα κορίτσια και των επτά για τα αγόρια. Η μέση (γυμνασιακή) εκπαίδευση περιλάμβανε το γυμνάσιο με επτά τάξεις (στα οποία στην πέμπτη και έκτη τάξη προσαρτήθηκαν παιδαγωγικά τμήματα για τη μόρφωση των δασκάλων), τα προγυμνάσια, που διέθεταν τις τρεις κατώτερες τάξεις των γυμνασίων εκεί που δεν υπήρχαν γυμνάσια. Οι σπουδές στα παιδαγωγικά τμήματα διαρκούσαν τρία έτη και ένα εξάμηνο και οι απόφοιτοι γίνονταν δάσκαλοι. Τέλος, από το ιεροδιδασκαλείο της Ιεράς Μονής Τζαγκαρόλων της Αγίας Τριάδας αποφοιτούσαν ιερείς που μπορούσαν να αποκτήσουν το δικαίωμα άσκησης επαγγέλματος του δασκάλου.
Στα 1901 έγινε μερική αναδιαμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος. Καταργήθηκαν τα γραμματοδιδασκαλεία. Προστέθηκαν τα ελληνικά σχολεία που διέθεταν τρεις τάξεις και αποτελούσαν τη μεσαία βαθμίδα μεταξύ του δημοτικού και του γυμνασίου, της ελάχιστης και της μέγιστης εκπαίδευσης, συμπλήρωμα των δημοτικών και προβαθμίδα των γυμνασίων. Ταυτόχρονα τα γυμνάσια αποτελούνταν από τέσσερις τάξεις. Νέος θεσμός ήταν τα ημιγυμνάσια που δεν διέθεταν την τελευταία τάξη των γυμνασίων. Δύο ημιγυμνάσια δημιουργήθηκαν: το πρώτο στο Ρέθυμνο και το δεύτερο στη Νεάπολη.
Ιδρύθηκε διδασκαλείο στο Ηράκλειο που αντικαθιστούσε τα παιδαγωγικά τμήματα. Σκοπός του ήταν η θεωρητική και πρακτική μόρφωση των δασκάλων. Στα γυμνάσια οι μαθητές διδάσκονταν Θρησκευτικά, Αρχαία και Νέα Ελληνικά, Λατινικά, Γαλλικά, Ιστορία, Μαθηματικά, Φυσική Ιστορία, Φυσική, Φιλοσοφία, και Γυμναστική. Το 1908 καταργήθηκαν τα Ελληνικά σχολεία των επαρχιών και αντικαταστάθηκαν από τα ανώτερα δημοτικά. Το 1909 προστέθηκε μια επιπλέον τάξη στα δύο ημιγυμνάσια και έτσι εξισώθηκαν με τα γυμνάσια. Στα γυμνάσια η πρόσβαση γινόταν μέσω εξετάσεων.
Οι πρωτοβουλίες για την αναδιοργάνωση της εκπαίδευσης είχαν γρήγορα και ορατά αποτελέσματα. Η εκπαίδευση διαχύθηκε στον πληθυσμό πράγμα που διαφαίνεται από τη μεγάλη αύξηση του αριθμού των σχολείων. Το 1907 καταμετρώνταν 569 Χριστιανικά και 18 Μουσουλμανικά δημοτικά σχολεία, 21 ελληνικά σχολεία, τέσσερα γυμνάσια, και τέσσερα ανώτερα παρθεναγωγεία, ένα διδασκαλείο και ένα ιεροδιδασκαλείο. Πάντως η εκπαίδευση κόστιζε αρκετά στο κρητικό δημόσιο. Οι δαπάνες άγγιζαν το 1/5 των προϋπολογισμών.
Πνευματική Ζωή στα Χανιά και το Ηράκλειο
Από την εποχή της Χαλέπας είχε επιτραπεί στην Κρήτη η ίδρυση συλλόγων και σωματείων. Και στο Ηράκλειο και στα Χανιά ιδρύθηκαν κατά την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας φιλολογικοί ή φιλεκπαιδευτικοί σύλλογοι. Στα Χανιά συγκροτήθηκε στα 1899 ο φιλολογικός σύλλογος «Χρυσόστομος». Από τα πρώτα μέλη του ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Κωνσταντίνος Φούμης, ο Κωνσταντίνος Μάνος. Η δραστηριότητά του ήταν ποικίλη. Ίδρυσε νυχτερινό σχολείο για την παροχή εκπαίδευσης σε άπορα παιδιά, διέθετε μουσικό τμήμα με μπάντα, κατάρτισε βιβλιοθήκη και οργάνωνε ομιλίες και διαλέξεις.
Στο Ηράκλειο από την Οθωμανική εποχή δραστηριοποιούνταν ο «Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος» για τη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων και την προστασία των αρχαιοτήτων. Ιδρυτικά του μέλη ήταν ο Ιωσήφ Χατζιδάκης και ο Στέφανος Ξανθουδίδης. Στην ίδια πόλη το 1901 ιδρύθηκε διδασκαλείο και το 1905 το λύκειο «Κοραής». Το γλωσσικό ζήτημα που απασχόλησε την Ελλάδα μεταφέρθηκε και στην Κρήτη μέσα από τους Κρήτες φοιτητές που σπούδαζαν στην Αθήνα οι οποίοι ήταν γενικά φορείς των πνευματικών ρευμάτων. Το 1909 ιδρύθηκε στα Χανιά από προοδευτικούς νέους φιλολογικός σύλλογος με το όνομα «Σολωμός».
Με την ονομασία εκείνη ο σύλλογος αναδείκνυε την υποστήριξή του στη δημοτική γλώσσα και την Κρητική καταγωγή του εθνικού ποιητή. Τον σύλλογο υποστήριξαν στην αρχή πολλοί νέοι Χανιώτες, λογοτέχνες και δημοσιογράφοι. Ωστόσο, η αντίπαλη συντηρητική πλευρά είχε ισχυρά ερείσματα στην ιεραρχία της Εκκλησίας και της εκπαίδευσης. Επίσης, με αυτήν συνδέθηκαν συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες, όπως οι στιβανάδες, οι αμαξάδες, οι τερεζήδες, οι παπλωματάδες, οι μανάβηδες, οι χασάπηδες.
Ειδικά, οι υποδηματοποιοί των Χανίων, των οποίων τα καταστήματα συγκεντρώνονταν σε ένα σοκάκι σχολίαζαν ειρωνικά, γελοιοποιούσαν και χλεύαζαν χτυπώντας δυνατά τα σφυριά τους κάθε υποστηρικτή προοδευτικών ιδεών που διερχόταν από τον δρόμο τους. Οι δημοτικιστές κατηγορούνταν από τους καθαρευουσιάνους για μαλλιαρισμό, ως πληρωμένα όργανα των Τούρκων και των Φράγκων για να καταστραφεί ο Ελληνισμός και συχνά τους αποδίδονταν τα επίθετα προδότες και άθεοι. Η σφοδρή αντίδραση που εγέρθηκε οδήγησε σύντομα στη διάλυση του «Σολωμού».
Καλλιτεχνική Ζωή
Και στα Χανιά και στο Ηράκλειο δραστηριοποιούνταν ήδη από την εποχή της Χαλέπας τοπικοί ερασιτεχνικοί θίασοι, ενώ από την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα κατέφταναν και μεγαλύτεροι θίασοι από την Ελλάδα. Στην περίοδο της Κρητικής Πολιτείας το θέατρο γνώρισε μεγαλύτερη άνθιση. Στους ντόπιους θιάσους συμμετείχαν εξέχοντα μέλη της τοπικής κοινωνίας. Τις παραστάσεις στα Χανιά παρακολουθούσε και ο πρίγκιπας αποδίδοντάς τους ακόμα μεγαλύτερο κύρος. Τα έργα τους είχαν και Κρητική υπόθεση.
Από τους θιάσους που κατέφταναν από την Ελλάδα, κυρίως από την Αθήνα, οι περισσότεροι ήταν δραματικοί ή μελοδραματικοί και ανέβαζαν έργα Ελλήνων και ξένων συγγραφέων με δύο παραστάσεις, συνήθως, την εβδομάδα. Στο Ηράκλειο έδωσε παραστάσεις τον Δεκέμβριο του 1911 και τον Ιανουάριο του 1912 η Μαρίκα Κοτοπούλη και η Ευαγγελία Παρασκευοπούλου. Αλλά και ξένοι θίασοι (Ιταλικοί, Γαλλικοί) επισκέπτονταν την Κρήτη. Σταδιακά προστέθηκε και το λαϊκό θέατρο στην ψυχαγωγία των κατοίκων των δύο πόλεων: ο Φασουλής και ο Καραγκιόζης.
Στα Χανιά παιζόταν κουκλοθέατρο ο Φασουλής στο θέατρο του δημοτικού κήπου και ο χώρος γέμιζε ασφυκτικά με εισιτήριο 30 λεπτά. Το 1909 στο Ηράκλειο ιδρύθηκε ο μουσικός σύλλογος «Απόλλων» που διέθετε φιλαρμονική και σχολή έγχορδων μουσικών οργάνων. Στο Ηράκλειο το 1898, δέκα χρόνια μετά από την ανέγερση του πρώτου θεάτρου, ιδρύθηκε δεύτερο θέατρο, η «Καλλιθέα». Το 1911 ηλεκτροδοτήθηκε και από τότε λειτουργούσε ως κινηματογράφος.
Αρχαιολογικά
Ο αρχαιολογικός πλούτος του νησιού ήταν μεγάλος. Ήδη από την Οθωμανική εποχή είχαν γίνει κάποιες διερευνητικές ανασκαφικές απόπειρες. Ο μεγαλύτερος όγκος των προσπαθειών προσανατολιζόταν στην περιοχή της Κνωσού. Στα τέλη του 1879 ο Μίνως Καλοκαιρινός είχε ανακαλύψει κάποιες αποθήκες. Στα 1883 ο Ερρίκος Σλήμαν έκανε ανεπιτυχείς προσπάθειες να ανασκάψει το χώρο. Κατά την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας ξεκίνησαν πιο οργανωμένες και συστηματικές ανασκαφικές απόπειρες. Ο Άρθουρ Έβανς, αφού πρώτα αγόρασε την ανασκαπτέα γη, εγκαινίασε την ανασκαφική δραστηριότητα μαζί με την Αγγλική αρχαιολογική σχολή από την άνοιξη του 1900.
Γρήγορα ήρθε στο φως το ανάκτορο της Κνωσού. Ο Έβανς ανοικοδόμησε κάποια μέρη του και ονόμασε τον πολιτισμό της εποχής του χαλκού Μινωικό. Στα 1900 άρχισαν και οι ανασκαφές της Ιταλικής αρχαιολογικής σχολής της Αθήνας στη Φαιστό που διακόπηκαν στα 1909. Από το 1883 ο «Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος», ένας από τους σκοπούς του οποίου ήταν και η διάσωση και προστασία των αρχαιοτήτων, είχε δημιουργήσει μια πρώτη αρχαιολογική συλλογή και είχε εξασφαλίσει την περισυλλογή των ευρημάτων και την ίδρυση μουσείου. Από το 1900 μέχρι το 1907 συγκεντρώθηκαν τα ευρήματα της Αγγλικής αρχαιολογικής σχολής του Έβανς στην Κνωσό και της Ιταλικής αρχαιολογικής σχολής στη Γόρτυνα (Φαιστό).
Από το 1907 τα ευρήματα εκτέθηκαν στο αρχαιολογικό μουσείο του Ηρακλείου, που βρίσκεται στη θέση που αργότερα κτίστηκε το αρχαιολογικό μουσείο. Το πρώτο αρχαιολογικό μουσείο του Ηρακλείου σχεδιάστηκε από τον Γερμανό Ντόρπφελντ και τον Π. Καββαδία. Το μεγάλο αρχαιολογικό ενδιαφέρον για την Κρήτη έκανε αναγκαία τη θέσπιση νόμου περί αρχαιοτήτων. Με νόμο του 1899 προβλεπόταν η ίδρυση μουσείων στα Χανιά και στο Ηράκλειο. Επίσης, καταρτίστηκε η αρχαιολογική υπηρεσία για την επιτήρηση των μουσείων και των αρχαιοτήτων και απαγορεύτηκε η εξαγωγή από τη χώρα των αρχαιολογικών ευρημάτων. Τα ευρήματα από την ανασκαφική έρευνα θα παρέμεναν υποχρεωτικά στην Κρήτη.
Ψυχαγωγία
Στα Χανιά και στο Ηράκλειο, στο Ρέθυμνο, στον Άγιο Νικόλαο και στην Ιεράπετρα η καλλιτεχνική δραστηριότητα περιλάμβανε και τα καφωδεία (καφέ αμάν και καφέ σαντάν). Αρκετές ψυχαγωγικές πρακτικές αναπτύχθηκαν τα βράδια σε αυτά: μουσική, τραγούδι, χορός, οινοποσία, καφές, ναργιλές. Τα καφωδεία χωρίζονταν στα Ευρωπαϊκού τύπου καφέ σαντάν που προσείλκυαν αστικό κοινό και στα ανατολίτικου τύπου και παράδοσης καφέ αμάν, στα οποία συμμετείχε λαϊκό κοινό και παιζόταν λαϊκή μουσική. Επειδή, το καφωδείο αναπτύχθηκε αρχικά στους κόλπους της αστικής τάξης και αργότερα διευρύνθηκε από μέλη λαϊκών και αγροτικών στρωμάτων, απαξιώθηκε σταδιακά στις αστικές αντιλήψεις.
Επίσης, μερικά καφωδεία είχαν εκφυλιστεί σε ένα είδος καμπαρέ και χώρο παροχής σεξουαλικών υπηρεσιών. Χρειάστηκε να γίνουν προσπάθειες ελέγχου και επιτήρησής τους μέχρι και την επιβολή προστίμων και την απαγόρευση λειτουργίας τους, επειδή αποτελούσαν εστία ηθικού κινδύνου. Ειδικά στο Ηράκλειο, τα καφωδεία λειτουργούσαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1890. Στο Ηράκλειο τα καφέ σαντάν βρίσκονταν στην ανατολική πλευρά του λιμανιού όπου τραγουδούσαν γυναίκες από το εξωτερικό. Πασίγνωστη ήταν η Εβραία αοιδός από την Κωνσταντινούπολη Ρόζα.
Τα καφέ αμάν βρίσκονταν κυρίως στο Βενετσιάνικο λιμάνι νότια από τα νεώρια στην περιοχή Λάκκος. Το 1904 υπήρχαν στα Χανιά 5 - 6 καφέ σαντάν. Τέλος, τα χαμάμ αποτελούσαν μετά το λουτρό το χώρο συζητήσεων από το πρωί μέχρι τις τρεις μετά το μεσημέρι για τις γυναίκες και από τις τέσσερις το απόγευμα μέχρι το βράδυ για τους άνδρες. Το πιο γνωστό χαμάμ στο Ηράκλειο ήταν το μικρό χαμαμάκι, πρώην εκκλησία των ορθοδόξων (Άγιος Νικόλαος).
Πολιτιστική Ζωή
Το 1899 συγκροτήθηκε ο Φιλολογικός Σύλλογος "Χρυσόστομος" και στη συνέχεια ιδρύονταν συνεχώς πνευματικά, φιλανθρωπικά, αθλητικά και εργατικά σωματεία, και διοργανώνονταν πολλές πολιτιστικές εκδηλώσεις. Επισκέπτονταν την Κρήτη πολλοί ελληνικοί και ξένοι θίασοι, και δίνονταν μαθητικές θεατρικές παραστάσεις, ορισμένες και στα αρχαία Ελληνικά, συναυλίες και οργανώνονταν μουσικοφιλολογικές εσπερίδες. Ο φωνογράφος και ο κινηματογράφος πρωτοεμφανίστηκαν στα Χανιά. Κυκλοφόρησαν εφημερίδες και περιοδικά, ενώ το 1901 στην Κρητική Βουλή έγινε πρόταση χειραφέτησης της γυναίκας, από τον Σφακιανό βουλευτή Γεώργιο Δασκαλογιάννη.
ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ
Σκέψεις και Πρωτοβουλίες περί Σιδηροδρόμων
Στην περίοδο της Κρητικής Πολιτείας επανήλθαν στο προσκήνιο παλιότερες σκέψεις (από τη δεκαετία του 1880) για τη σιδηροδρομική σύνδεση ολόκληρου του νησιού. Το 1900 προκηρύχθηκε η κατασκευή και εκμετάλλευση σιδηροδρόμων στην Κρήτη, οι οποίοι θα εκτείνονταν από το Καστέλι Κισάμου μέχρι την Ιεράπετρα. Στο Ηράκλειο λόγω της κεντρικής του θέσης επιφυλασσόταν κομβικός ρόλος, καθώς η πόλη και το λιμάνι του Ηρακλείου θα συνδέονταν με την Ιεράπετρα μέσω της επαρχίας Πεδιάδας και με την πεδιάδα της Μεσαράς (με βασικό προορισμό το Τυμπάκι).
Η τελευταία αποτελούσε το σπουδαιότερο εδαφικό σύνολο (λόγω του μεγέθους και της γονιμότητας των εδαφών) που αξιοποιούμενο θα μπορούσε να παράγει μεγάλες ποσότητες αγροτικών προϊόντων και να οδηγήσει το νομό Ηρακλείου και την Κρήτη σε αναπτυξιακή τροχιά. Από το Τυμπάκι προβλεπόταν σύνδεση μέσω Αγίου Βασιλείου με το Ρέθυμνο και έπειτα με τα Χανιά. Με τον σιδηρόδρομο υπολογιζόταν ότι τα εμπορεύματα θα μπορούσαν να καταφτάνουν εύκολα και γρήγορα στις τρεις πόλεις - λιμάνια απ’ όπου χωρίς καθυστέρηση θα φορτώνονταν στα πλοία και θα εξάγονταν.
Ειδικότερα ορισμένα εμπορευματικά αγροτικά προϊόντα της Κρήτης, όπως τα εσπεριδοειδή και οι σταφίδες δεν καλλιεργούνταν μακριά από τις πόλεις λόγω της απώλειας σημαντικού χρόνου στις μεταφορές. Τα σχέδια για την κατασκευή σιδηροδρόμου ναυάγησαν οριστικά το 1911. Η ιδιομορφία του Κρητικού ανάγλυφου που περιλαμβάνει αρκετούς ορεινούς όγκους κατέστησε δαπανηρή και εξαιρετικά δύσκολη την κατασκευή σιδηροδρομικού δικτύου.
Λιμάνια
Οι στοιχειώδεις ανάγκες του νησιού υπαγόρευαν τη βελτίωση των μεγαλύτερων λιμανιών προκειμένου να εξυπηρετείται απρόσκοπτα το εξωτερικό εμπόριο και η σύνδεση του νησιού με την Ευρώπη. Έπρεπε να γίνουν εκβαθύνσεις, αφού τα κρητικά λιμάνια ήταν ρηχά για τα μεγάλα Ευρωπαϊκά ατμόπλοια, τα οποία αναγκάζονταν να αγκυροβολούν έξω από αυτά προκειμένου να γίνεται η αποβίβαση και επιβίβαση των επιβατών και η φόρτωση ή εκφόρτωση εμπορευμάτων με μικρές βάρκες. Η διαδικασία αυτή ήταν δύσκολη και επικίνδυνη.
Απαιτούνταν μεγαλύτεροι λιμενοβραχίονες προκειμένου τα πλοία να προφυλάσσονται από τους βόρειους ανέμους και οι αποβάθρες έπρεπε να γίνουν μεγαλύτερες. Από τα λιμάνια του Ηρακλείου, των Χανίων και του Ρεθύμνου διακινούνταν κατά την περίοδο της Αυτονομίας το 90% του εξωτερικού εμπορίου της Κρήτης. Από τα υπόλοιπα λιμάνια ξεχώριζαν αυτά του νομού Λασιθίου.Αρκετά ήταν τα μικρά λιμάνια κατά μήκος της ακτογραμμής στη βόρεια και τη νότια πλευρά του νησιού: το Καστέλι Κισάμου, το Σείσι, η Σπιναλόγκα, τα Μάταλα, η Χώρα Σφακίων, η Παλαιόχωρα.
Σε μια προσπάθεια να ενθαρρυνθεί το εμπόριο σε αυτά είχαν ιδρυθεί εκεί τελωνεία. Τα λιμάνια αυτά θα μπορούσαν να συνδεθούν ακτοπλοϊκώς με τακτική θαλάσσια συγκοινωνία με τα μεγαλύτερα λιμάνια, και έτσι να μειωθούν οι χερσαίες αποστάσεις. Ωστόσο, απαιτούνταν σημαντικές βελτιώσεις και δεδομένων των δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών δύσκολα μπορούσαν να αφιερωθούν κονδύλια σε αυτά.
Α. Χανιά
Το λιμάνι των Χανίων, ως λιμάνι της πρωτεύουσας του νησιού, ήταν το πιο ευρύχωρο, ωστόσο και πάλι ήταν ανεπαρκές για την εξυπηρέτηση των ατμόπλοιων υψηλής χωρητικότητας. Οι σκέψεις που χρονολογούνταν από τη δεκαετία του 1880 για τη μεταφορά του λιμανιού ανατολικότερα, στην περιοχή Κουμ Καπί, θέση που θεωρούνταν καλύτερη, είχαν προσκρούσει στα συμφέροντα των ενδιαφερόμενων ομάδων κυρίως των καταστηματαρχών και των εμπόρων του παλιού λιμανιού. Για τους ίδιους λόγους παρέμενε αναξιοποίητο το μεγάλο φυσικό λιμάνι της Σούδας.
Β. Ηράκλειο
Το λιμάνι του Ηρακλείου ήταν μικρό δεδομένης της μεγάλης εμπορικής δραστηριότητας που είχε και της ακόμα μεγαλύτερης που μπορούσε να αποκτήσει. Η ενδοχώρα του νομού Ηρακλείου είχε μεγάλα περιθώρια παραγωγής αγροτικών εμπορευματικών προϊόντων και ο πληθυσμός του νομού, ο μεγαλύτερος από τους άλλους, σταδιακά θα μπορούσε να καταναλώνει περισσότερα εισαγόμενα εμπορεύματα. Τα μεγαλύτερα ατμόπλοια αναγκάζονταν να παραμένουν έξω από το λιμάνι και η μεταφόρτωση των εμπορευμάτων και η μετεπιβίβαση των επιβατών γινόταν με μικρές βάρκες.
Γ. Ρέθυμνο
Το λιμάνι του Ρεθύμνου ήταν πολύ μικρό στις αρχές του 20ού αιώνα. Και εδώ η μεταφορά του λιμανιού στο δυτικό μέρος της πόλης στην πλευρά του διοικητηρίου είχε προσκρούσει στην αντίδραση ομάδων συμφερόντων. Το λιμάνι του Ρεθύμνου είχε δύο βασικές διαφορές και ταυτόχρονα εμπορικά πλεονεκτήματα συγκρινόμενο με τα λιμάνια του νομού Λασιθίου.
- Πρώτο, λόγω της γεωγραφικής του θέσης μεταξύ των δύο μεγάλων πόλεων - λιμανιών της Κρήτης υποδεχόταν ως ενδιάμεσος σταθμός τα πλοία των μεγάλων τακτικών δρομολογίων, που προσέγγιζαν τα δύο μεγαλύτερα λιμάνια του νησιού.
- Δεύτερο, από το Ρέθυμνο διακινούνταν τα 9/10 των εισαγόμενων και εξαγόμενων εμπορευμάτων του νομού. Επίσης, περιθωριακός ήταν ο ρόλος των άλλων λιμανιών του νομού, του Πανόρμου και της Αγίας Γαλήνης.
Γι’ αυτό το λόγο η συμμετοχή του Ρεθύμνου στην εμπορική κίνηση της Κρήτης ήταν σχεδόν διπλάσια από αυτήν του νομού Λασιθίου φτάνοντας στο 12%, παρόλο που οι δύο νομοί παρουσίαζαν παραπλήσια πληθυσμιακά νούμερα και δείκτες.
Δ. Λασίθι
Η εμπορική κίνηση των λιμανιών του νομού Λασιθίου ήταν μικρή και πάντως όχι ανάλογη με τον πληθυσμό του νομού. Τα πλοία των μεγάλων ξένων ατμοπλοϊκών εταιρειών δεν περιλάμβαναν στα δρομολόγιά τους, στις αρχές του 20ού αιώνα, κάποια από τα λιμάνια του Αγίου Νικολάου, της Σητείας ή της Ιεράπετρας. Σπάνια και μόνο περιστασιακά λειτουργούσε η τακτική σύνδεση των λιμανιών του νομού με το Ηράκλειο, όπως συνέβη μεταξύ του 1902 και του 1907.
Ωστόσο, η γραμμή κρίθηκε ασύμφορη και η ακτοπλοϊκή εταιρεία Χατζηγρηγοράκη δεν ανανέωσε μετά το 1907 τη σύνδεση του νομού με το Ηράκλειο. Επιπλέον, την τακτική σύνδεση των λιμανιών του νομού Λασιθίου με το Ηράκλειο και απευθείας με το εξωτερικό αποθάρρυνε και η πολυδιάσπαση της εμπορικής κίνησης μεταξύ των τριών λιμανιών, του Αγίου Νι-κολάου, της Σητείας και της Ιεράπετρας.
Χερσαίο Δίκτυο
Το οδικό δίκτυο παρέμενε στα πρώτα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας πρωτόγονο και σε άθλια κατάσταση. Μόνο ο δρόμος Σούδας - Χανίων ήταν σε καλή κατάσταση. Οι περισσότεροι άλλοι δρόμοι συχνά δεν ήταν δυνατό να προσπελαστούν από κάρα αλλά ήταν μονοπάτια που θα μπορούσαν να τα περάσουν φορτηγά ζώα. Ειδικά κατά το χειμώνα η επικοινωνία των πόλεων με την ενδοχώρα διακοπτόταν για εβδομάδες, καθώς οι ισχυρές βροχοπτώσεις κατέστρεφαν τους υποτυπώδεις δρόμους. Λόγω της γεωμορφολογίας της Κρήτης σχηματίζονταν χείμαρροι, που ελλείψει γεφυρών ήταν αδιάβατοι, ενώ άλλες φορές ήταν τόσο ορμητικοί που κατέστρεφαν τις υπάρχουσες γέφυρες.
Έτσι, η διέλευση των ανθρώπων και η μεταφορά των εμπορευμάτων γινόταν δυσχερής μέχρι και αδύνατη. Η ανυπαρξία γεφυρών και αμαξιτών δρόμων είχε άμεση αρνητική επίπτωση στην αγροτική οικονομία της Κρήτης, αφού το κόστος μεταφοράς των αγροτικών προϊόντων ανέβαινε στα ύψη και πολλές καλλιέργειες καταντούσαν ασύμφορες για τους γεωργούς. Η σημασία των γεφυρών ήταν τεράστια. Γι’ αυτό το λόγο επί Κρητικής Πολιτείας ισχυροποιήθηκαν παλιότερες γέφυρες και κατασκευάστηκαν καινούργιες. Οι περισσότερες γέφυρες του 19ου αιώνα ήταν λιθόδμητες αλλά υπήρχαν και μικρά ξύλινα γεφύρια.
Από τα τέλη του 19ου αιώνα κατασκευάζονταν και σιδερένιες γέφυρες, ενώ άρχισε να χρησιμοποιείται και το τσιμέντο, του οποίου ωστόσο η χρήση γενικεύτηκε μετά την ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Έγιναν προκηρύξεις και μελέτες για την κατασκευή σιδερένιων γεφυρών ώστε να συνδεθεί η ενδοχώρα με τις πόλεις όπως για παράδειγμα αυτή του Ταυρωνίτη στο νομό Χανίων και του Περάματος στο νομό Ρεθύμνου.
Θεσμικές Προϋποθέσεις για τη Βελτίωση των Υποδομών
Το πρώτο βήμα που έπρεπε να γίνει επί Κρητικής Πολιτείας ήταν η δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου για την διεξαγωγή των δημόσιων έργων. Αν και από το 1881 είχε ψηφιστεί ο νόμος περί οδοποιίας που πρόβλεπε τον τρόπο με τον οποίο θα κατασκευάζονταν οι δρόμοι, ωστόσο επί Κρητικής Πολιτείας επιχειρήθηκε να στηθεί ένα πιο ολοκληρωμένο θεσμικό πλαίσιο για την βελτίωση των υποδομών. Στα 1899 συστάθηκε από τον Σύμβουλο των Εσωτερικών τεχνικό συμβούλιο που απαρτιζόταν από διακεκριμένους μηχανικούς, όπως ο Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκης, ο Μιχαήλ Σαββάκης, ο Νικόλαος Σαλίβερος, ο Παπατέρπος.
Σκοπός του τεχνικού συμβουλίου ήταν η οργάνωση για τη διεξαγωγή δημόσιων έργων. Διάταγμα που εκδόθηκε τον ίδιο χρόνο περί δημοπρασιών και εκτελέσεως δημοσίων έργων προσδιόριζε τον τρόπο με τον οποίο θα εκτελούνταν τα δημόσια έργα. Στα 1901 δημιουργήθηκε υπηρεσία δημόσιων έργων της Κρήτης, που χωρίστηκε σε δύο περιφέρειες, ανατολική και δυτική. Το 1907 εξαιτίας της υποχρηματοδότησης των δημόσιων έργων συστάθηκε με νόμο ειδικό ταμείο από το οποίο θα χρηματοδοτούνταν μόνο τα δημόσια έργα.
Για την οργάνωση της υπηρεσίας δημόσιων έργων κατέφτασαν μηχανικοί από την Ελλάδα (στην αρχή ο Ζαφειρίου και αργότερα ο Νικόλαος Παντζείρης), ενώ προσκλήθηκαν και μηχανικοί από το εξωτερικό.
Η Μεταμόρφωση των Πόλεων
Κατά την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας οι πόλεις μεταμορφώθηκαν ριζικά. Σε αυτό συνέτειναν διάφοροι λόγοι. Οι πόλεις ήταν απαραίτητο να γίνουν πιο λειτουργικές από οικονομική άποψη, να αποκτήσουν καλύτερη συγκοινωνία τόσο στο εσωτερικό τους όσο και σε σχέση με την ενδοχώρα του νησιού και το εξωτερικό. Επίσης, θα έπρεπε να συμβάλουν στην καλυτέρευση της ποιότητας της ζωής των κατοίκων τους και να γίνουν υγιεινότερες. Επιπλέον, η βελτίωση της εικόνας των πόλεων αποτελούσε και πρωτοβουλία με συμβολικό χαρακτήρα που σηματοδοτούσε τη ρήξη με το παρελθόν, την αποτίναξη του οθωμανικού παρελθόντος και την στροφή προς μία αίσθηση Ευρωπαϊκού αέρα, την επικράτηση ενός αισθήματος ελευθερίας.
Τείχη και Πύλες
Αρκετά εκτεταμένες κατεδαφίσεις των τειχών των πόλεων έγιναν στα σημεία όπου έφταναν οι οδικές αρτηρίες που συνέδεαν τις πόλεις με την ύπαιθρο. Στο Ηράκλειο έγιναν τρία ρήγματα στα τείχη, στη Χανιώπορτα, στην Καινούργια Πόρτα και την πύλη του Άγιου Ανδρέα για τη διευκόλυνση της συγκοινωνίας με την ύπαιθρο. Επιπλέον, ενσωματώθηκαν στον ιστό των πόλεων ως συνοικίες περιοχές που βρίσκονταν έξω από τα παλιά τείχη. Στο Ρέθυμνο απαλλοτριώθηκαν και κατεδαφίστηκαν σπίτια στην ανατολική πλευρά των τειχών προκειμένου η πόλη να ανοιχτεί προς τα Περιβόλια.
Στα Χανιά γκρεμίστηκε η πύλη της Άμμου στην ανατολική πλευρά του τείχους προκειμένου να εισέρχονται οι μαθητές της Χαλέπας στο σχολείο που βρισκόταν μέσα στα τείχη, δίπλα στους Αγίους Αναργύρους. Επίσης, κατεδαφίστηκε η πόρτα Ρεττιμιόττα. Το φθινόπωρο του 1899 στα Χανιά άρχισε η κατεδάφιση του βορειοδυτικού τμήματος των τειχών. Επειδή το έργο ήταν δύσκολο δεν προχώρησε και γι’ αυτό ακόμα σήμερα παραμένουν εκτεταμένα κομμάτια του τείχους. Με την κατεδάφιση μερών του τείχους δημιουργήθηκαν δρόμοι, πλατείες και οι πόλεις έγιναν πιο ευρύχωρες. Επίσης, οι πόλεις άνοιξαν τις πύλες τους. Οι περισσότερες πύλες δεν κλειδώνονταν πια όπως επί Τουρκοκρατίας και η είσοδος ήταν ελεύθερη.
Υποδομές στα Λιμάνια
Και στα Χανιά και στο Ηράκλειο οργανώθηκαν καλύτερα τα λιμάνια. Στα Χανιά δημιουργήθηκε τελωνείο δίπλα στα νεώρια. Στα 1899 και μέχρι τις αρχές του 1900 ο υπολοχαγός του γαλλικού στρατού Gabrielle Durand ανέλαβε τη διεύθυνση των εργασιών για την κατασκευή προκυμαίας στην περιοχή Τοπανάς, όπου και κατεδάφισε το τείχος με τη μικρή πύλη του φρουρίου. Στο Ηράκλειο κατεδαφίστηκαν το τμήμα των ενετικών νεωρίων για να επεκταθεί το λιμάνι. Κατασκευάστηκε παραλιακή λεωφόρος και ανεγέρθηκαν διάφορα κτήρια στην προκυμαία.
Το 1901 και το 1903 ψηφίστηκαν νόμοι που επέτρεπαν στους δήμους να επιβάλλουν φόρο για την εξασφάλιση κονδυλίων ειδικά για λιμενικά έργα. Το καλοκαίρι του 1904 έφτασε στην Κρήτη, μετά από πρόσκληση, ο Γάλλος μηχανικός Κελλενέκ. Με δαπάνες των τριών δήμων έκανε μελέτες για την διεξαγωγή των αναγκαίων λιμενικών έργων στα τρία λιμάνια.
Οικοδομική Δραστηριότητα
Και στις τρεις πόλεις αναπτύχθηκε οικοδομική δραστηριότητα. Στα Χανιά, όμως, που ήταν η πρωτεύουσα της Κρήτης ήταν πιο έντονη από τις αρχές του 20ού αιώνα σε δημόσιου χαρακτήρα κτήρια, καθώς η νέα κρατική οντότητα της Κρητικής Πολιτείας προϋπέθετε την κατασκευή και νέων κηρίων στα οποία θα στεγάζονταν οι υπηρεσίες. Αποπερατώθηκαν δημόσια κτήρια, όπως το δικαστικό και διοικητικό μέγαρο (που είχαν ξεκινήσει να κτίζονται πριν την Αυτονομία και προορίζονταν για στρατιωτικό νοσοκομείο).
Το Εφετείο, το κτήριο της Τράπεζας Κρήτης στην οδό Τζανακάκη, που εγκαινιάστηκε τον Μάιο του 1904 και του Κοινωφελούς Ταμείου απέναντι από τον δημοτικό κήπο, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η Αγροτική Τράπεζα, που ξεκίνησε να λειτουργεί το 1912. Από το 1908 αποφασίστηκε η ανέγερση αγοράς στον προμαχώνα Piatta Forma που θα εξυπηρετούσε τη νέα και την παλιά πόλη. Η δημοτική αγορά θεμελιώθηκε το 1911 και εγκαινιάστηκε στις αρχές Δεκεμβρίου του 1913. Στα Χανιά εγκαινιάστηκε το 1903 στη συνοικία της Χαλέπας, απέναντι από τα ανάκτορα η νέα εκκλησία Αγία Μαρία Μαγδαληνή που χαρακτηριζόταν ως εκκλησία του Πρίγκιπα.
Ο Γεώργιος μετά την αναχώρησή του από το νησί την πρόσφερε στο δήμο Χανίων. Στην ίδια περιοχή το Κρητικό δημόσιο παραχώρησε το χώρο και στα 1908 θεμελιώθηκε, μετά από τη συγκέντρωση χρημάτων από εράνους, λαχεία και δωρεές, η εκκλησία της Ευαγγελίστριας. Μετά από επέκταση του εράνου και στο εξωτερικό και την ανταπόκριση που βρήκε, η εκκλησία εγκαινιάστηκε το 1923. Η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα παρουσίασε ιδιαίτερη ανάπτυξη στις τρεις πόλεις και συνδέθηκε με την άνοδο της αστικής τάξης. Με τις νέες αστικές κατοικίες προβαλλόταν η ευμάρεια και η κοινωνική καταξίωση των αστών.
Αναπόφευκτα στα Χανιά η οικοδομική δραστηριότητα απέκτησε μεγαλύτερη ένταση. Έξω από τα τείχη της παλιάς πόλης χτίζονταν διώροφες κατοικίες. Μεγάλη ανάπτυξη γνώριζε το προάστιο της Χαλέπας. Αγοράζονταν οικόπεδα και δίπλα στα παλιά διώροφα αρχοντικά, ως επί το πλείστον κατοικίες των πλούσιων μουσουλμάνων αλλά και κάποιων Χριστιανών των Χανίων, χτίζονταν την εποχή της Αυτονομίας διώροφες κατοικίες, που ανήκαν σε εύπορους Χριστιανούς Χανιώτες (εμπόρους, βουλευτές, δικηγόρους). Τα καινούργια σπίτια είχαν Ευρωπαϊκές επιρροές και ήταν ως επί το πλείστον νεοκλασικού ρυθμού.
Στα 1909 χτίστηκε το σπίτι του βουλευτή Μανούσου Κούνδουρου, το 1910 ολοκληρώθηκε το σπίτι του βουλευτή Κωνσταντίνου Φούμη, το 1912 το σπίτι του βουλευτή Γεωργίου Παπαδόπετρου, το 1902 το σπίτι του δικηγόρου Εμμανουήλ Παπαγιαννάκη.Αλλά και το Ηράκλειο παρουσίαζε οικοδομική δραστηριότητα, καθώς καταλάμβανε μεγάλο μερίδιο στην οικονομική ανάπτυξη. Από τις αρχές του 20ού αιώνα κτίζονταν μεγαλόπρεπα κτήρια νεοκλασικού τύπου στην κατεστραμμένη -από τα γεγονότα του Αυγούστου του 1898- οδό 25ης Αυγούστου.
Άλλα Έργα
Το 1901 ψηφίστηκε νόμος περί σχεδίου των πόλεων, κωμοπόλεων και χωρίων που προσδιόριζε με αρκετές λεπτομέρειες την οργάνωση και την ανάπτυξη των οικιστικών συγκεντρώσεων, τον τρόπο κατασκευής των κτηρίων, τις διαστάσεις των δρόμων και των πεζοδρομίων, τις δενδροφυτεύσεις, τους χώρους και τα όρια των πλατειών, τις αποχετεύσεις των όμβριων υδάτων και των λυμάτων.
Την ίδια χρονιά τέθηκε σε ισχύ και το σχέδιο της νέας πόλης των Χανίων εκτός των τειχών αλλά και αυτό του Ηρακλείου. Στα Χανιά κατεδαφίστηκαν κιόσκια από τους ιδιοκτήτες και συνεργεία της νομαρχίας (για να απελευθερωθούν οι στενοί δρόμοι της παλιάς πόλης), διανοίχτηκαν, πλακοστρώθηκαν και δενδροφυτεύθηκαν κεντρικοί οδικοί άξονες, έγιναν αποχετευτικά έργα, επιχωματώθηκε η τάφρος και ένα μεγάλο μέρος της καλλιεργήθηκε από ιδιώτες, κυρίως με λαχανικά, και έγιναν αποχετευτικά έργα. Το 1908 εκπονήθηκε μελέτη φωτισμού των Χανιών με λουξ.
Επίσης, από το 1900 έγιναν προκηρύξεις και εκπονήθηκαν σχέδια σχετικά με τη σύνδεση με το τραμ του κέντρου της πόλης με τα δικαστήρια, τη Χαλέπα και τη Σούδα. Το 1912 επανήλθε το σχέδιο που προέβλεπε τρεις γραμμές με κέντρο το Κρύο Βρυσάλι προς δικαστήρια, Χαλέπα και Σούδα. Μια από τις θεμελιώδεις ελλείψεις των πόλεων που συνέβαλλε στην υποβάθμιση της ζωής των κατοίκων τους ήταν η απουσία ή η πλημμελής λειτουργία των υδραγωγείων. Επί Κρητικής Πολιτείας κατασκευάστηκαν υδραγωγεία με υδατοδεξαμενές. Στις πόλεις στην αρχή υδροδοτούνταν το κέντρο τους και οι πλούσιες συνοικίες και σταδιακά οι άλλες συνοικίες.
Νοσοκομειακή Υποδομή
Κατά την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας αναλήφθηκαν σημαντικές προσπάθειες για την αναβάθμιση των παρεχόμενων υγειονομικών υπηρεσιών με επίκεντρο την κατασκευή χώρων στέγασης των ασθενών και στις τρεις πόλεις. Στις αρχές του 1905 άρχισε να λειτουργεί το δημοτικό νοσοκομείο Χανίων Άγιος Γεώργιος προς τα ανατολικά της περιοχής των δικαστηρίων με δύο τμήματα, το παθολογικό και το χειρουργικό. Η αρχική του δυναμικότητα ανερχόταν στις 40 κλίνες. Από το 1910 λειτουργούσε στη Σούδα θεραπευτήριο ψυχικών παθήσεων (άσυλο φρενοβλαβών) δυναμικότητας 330 κλινών.
Στο Ρέθυμνο τον Μάιο του 1899 εγκαινιάστηκε το νοσοκομείο του Ρεθύμνου δυναμικότητας 25 - 30 κλινών. Το νοσοκομείο είχε κτιστεί από τα ρωσικά στρατεύματα που είχαν αναλάβει από το 1898 την επιτήρηση της τάξης στη ζώνη του Ρεθύμνου. Στο Ηράκλειο το 1902 ιδρύθηκε το Πανάνειο νοσοκομείο που οφείλει την ονομασία του στον κατασκευαστή του Πανανό Θεοδοσουλάκη, με δυναμικότητα 100 κλινών. Το νοσοκομείο τελικά δωρίθηκε στην εκκλησία του Αγίου Μηνά. Βασική μέριμνα της Πολιτείας αποτέλεσε η εξεύρεση τόπου για τον εκτοπισμό των λεπρών. Ήδη οι λεπροί ζούσαν στις δικές τους γειτονιές στις παρυφές των πόλεων.
Εκτός από τον φόβο μετάδοσης της ασθένειας, αντιαισθητικό ήταν και το θέαμα των λεπρών. Έτσι, σημασία είχε όχι τόσο η περίθαλψη των λεπρών, αλλά η απομόνωσή τους μακριά από τις πόλεις. Από το 1903 λειτουργούσε επίσημα στο νησάκι της Σπιναλόγκας χώρος για την διαμονή των λεπρών, όπου και σταδιακά διατασσόταν η μεταφορά τους. Στα 1907 αποφασίστηκε και η χορήγηση μικρού βοηθήματος στους λεπρούς για έξοδα φαγητού, ένδυσης και υπόδησης.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΑΣΗ ΤΟΥ ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΕΝΩΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΩΣ ΤΟ 1905
Το Επαναστατικό Κίνημα του Θερίσου
Στις 10 Μαρτίου 1905, ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τους επιφανείς συνεργάτες του, Κων/νο Φούμη και Κων/νο Μάνο και με 400 ένοπλους Κρητικούς αιφνιδιάζοντας τον ύπατο αρμοστή, πρίγκιπα Γεώργιο, θα κηρύξει στο Θέρισο το ομώνυμο επαναστατικό κίνημα. Η έναρξη της κινητοποίησης συνδέεται με το βυζαντινό εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου Θερίσου όπου σύσσωμοι οι Επαναστάτες θα υψώσουν την ελληνική σημαία, θα ζητωκραυγάσουν ''Ζήτω η Ένωση'', ''Κάτω ο Δεσποτισμός'' και θα υπογράψουν το ιστορικό ψήφισμα.
''Ο Κρητικός λαός, συνελθών εις πάνδημον συλλαλητήριον εν Θερίσω της Κυδωνίας σήμερον την 10 Μαρτίου 1905 κηρύττει ενώπιον Θεού και ανθρώπων την πολιτικήν αυτού ένωσιν μετά του Βασιλείου της Ελλάδος, εις μίαν αδιαίρετον, ελευθέραν, συνταγματικήν πολιτείαν''.
Εν Θερίσω τη 12 Μαρτίου 1905
Το λαοψήφισμα θα διαβιβαστεί στη συνέχεια στην Κρητική Κυβέρνηση αλλά και στους αντιπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων στα Χανιά. Παράλληλα την ίδια μέρα, 10 Μαρτίου, βρέθηκαν τοιχοκολλημένες προκηρύξεις σ’ όλες τις περιοχές του νομού με το εξής περιεχόμενο:
''Αι ελπίδες μας περί ενώσεως διεψεύσθησαν και οι μακροί και αιματηροί του παρελθόντος εθνικοί των Κρητών αγώνες, περιωρίσθησαν εις την ίδρυσιν μιας Αρμοστείας, ήτις υπό τον τύπον της προσωρινότητος τείνει να καταστή διαρκής. Καλούμεν όθεν πάντας όπως σπεύσωσι να ενθαρρύνωσιν ημάς καταλύοντες την προσωρινήν ταύτην αρμοστείαν την απομακρύνουσαν ημάς του επιδιωκομένου σκοπού και ανακηρύσσοντες ως άρχοντα την Α.Μ. Γεώργιον τον Α'''.
Η απήχηση της πρόσκλησης ''προς πάντα Κρητικόν'' ήταν μεγάλη και είχε ως αποτέλεσμα τις επόμενες μέρες να πυκνώσουν τις τάξεις των επαναστατών επτά χιλιάδες άνδρες. Στον αρχικό σχηματισθέντα πυρήνα των Κυδωνιατών επαναστατών με πρωταγωνιστικές μορφές τον καπετάν Ιωάννη Καλογερή, τον Γεώργιο Χναρά, τον Εμμανουήλ Μανωλικό, τον Στυλιανό Κολοκυθά αλλά και τον Μανώλη Παπαδερό, που ο τελευταίος είχε αναλάβει καθήκοντα φρούραρχου στρατοπέδου Θερίσου, ήρθαν να προστεθούν οπλαρχηγοί και συνταγματάρχες από τις άλλες περιοχές των Χανίων αλλά και από τις πιο απομακρυσμένες περιοχές της Μεγαλονήσου.
Από το Δυτικό Σέλινο η επιρροή του πολιτευτή Φούμη συνετέλεσε να τεθεί μεγάλος αριθμός επαναστατών υπό την ηγεσία του Μάρκου Ξενάκη, του Ιωάννη Αλιφιέρη, του Εμμανουήλ Μπασιά και των αδελφών Παναγιώτη και Σοφοκλή Φιωτάκη. Η συνδρομή της επαρχίας Κισσάμου επίσης υπήρξε πολύ αξιόλογη. Οι περισσότεροι πολιτευτές της επαρχίας ήταν ''γκαρδιακοί φίλοι'' του Βενιζέλου. Ονομαστοί οπλαρχηγοί και μετέπειτα φρούραρχοί της, ο Μιχάλης Τερεζάκης και ο Γεώργιος Μπαλαντινός, οι συνταγματάρχες Αντώνιος Ελληνάκης και Μιχάλης Καλογεράκης, ο Δήμαρχος Βουκολιών Εμμανουήλ Κοκολογιάννης και ο Πέτρος Μαρής, γιατρός Κισσάμου.
Από την ιστορική επαρχία του Αποκορώνου -παρότι μεγάλο τμήμα της επαρχίας ήταν σταθερά προσηλωμένο στους πολιτευτές Σφακίων Χαράλαμπο Πωλογιώργη και Μανούσο Κούνδουρο- παραταύτα θα πρωταγωνιστήσουν ηρωικές μορφές, όπως ο Ανδρέας Κακούρης, ο Ιωάννης Παπαδάκης, βουλευτής της επαρχίας και άλλοτε εκδότης της εφημερίδας ''Λευκά Όρη'', ο Μανώλης Μουντάκης, Κεφαλιανός γιατρός, επιτελάρχης του Στρατοπέδου στο Ακρωτήρι το 1897, αλλά και μετέπειτα δήμαρχος Χανίων 1911 -1929, ο Πετρομάρκος, ο Βασίλης Χατζηδάκης και μέλη της οικογένειας Γύπαρη από την Ασή Γωνιά, ο Στάθης Περουλής διακεκριμένος αγωνιστής, ο Ιερωμένος Παπαμαλέκος ή αλλιώς ''ο Παπαφλέσσας της Κρήτης'', ο Σήφης Λεκανίδης από τις Καλύβες και άλλοι πολλοί.
Τέλος από την περήφανη επαρχία των Σφακίων η συμμετοχή μπορεί να ήταν μικρότερη μιας και οι κύριοι πολιτευτές της, Χαράλαμπος Πωλογιώργης, του τρίτου ανεξάρτητου κόμματος, αλλά και οι Μανούσος Κούνδουρος, Γεώργιος Δασκαλογιάννης και Γεώργιος Παπαδόπετρος, φιλοπριγκιπικοί ασκούσαν μεγάλη επιρροή. Εντούτοις αξιόλογα ονόματα της επανάστασης είναι ο Γεώργιος Ζερβός, γιατρός και ο Γεώργιος Γεωργακόπουλος. Η επανάσταση του Θερίσου είχε προετοιμασθεί αρκετό καιρό νωρίτερα της 10ης Μαρτίου που έλαβε χώρα. Συγκεκριμένα, στις 26 του Φλεβάρη του 1905, είχε υπογραφεί το πρακτικό του αγώνα από την Ηνωμένη Αντιπολίτευση, όπως είχε ονομασθεί ο επαναστατικός πυρήνας του νησιού.
Ο Βενιζέλος είχε προβεί στις αναγκαίες συνεννοήσεις με τον Κων/νο Μάνο που βρισκόταν στη Μακεδονία από τη μια για τον ερχομό του στη Κρήτη και από την άλλη για να μεριμνήσει για τον αναγκαίο εξοπλισμό του αγώνα. Ο Κων/νος Μάνος ως μέλος της εθνικής εταιρείας συγκέντρωνε το αναγκαίο κύρος να ηγηθεί της επανάστασης αλλά και πολύ περισσότερο να καταδειχθεί με τη συμμετοχή του ο πατριωτικός χαρακτήρας της εξέγερσης ανά το πανελλήνιο. Με προσωπική του φροντίδα θα μεταφερθούν όπλα και πολεμοφόδια στην Κρήτη και συγκεκριμένα σ’ ένα απόμερο λιμάνι του ακρωτηρίου Σπάθα, τοποθεσία Μένιες, για τους επαναστάτες.
Τέλος, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι η συμμετοχή του Κων/νου Μάνου στην ηγεσία της επανάστασης ήταν καθοριστική και λόγω της πολεμικής του εμπειρίας, αλλά και λόγω των οικονομικών του δυνατοτήτων, παρόλο που ήρθε στιγμή που έφερε σε δύσκολη θέση το εγχείρημα αυτό τον Ελευθέριο Βενιζέλο, όταν δυναμικά διεκδίκησε το ρόλο αυτό στο Θέρισο, ως γέννημα και θρέμμα της Κρήτης ο αγωνιστής και διαπρεπής πανεπιστημιακός δάσκαλος της Σκωτίας, Αντώνιος Γιάνναρης. Παραμονές του επαναστατικού κινήματος ο Μανώλης Παπαδερός, με τη βοήθεια του ντόπιου πληθυσμού, οργάνωνε την επανάσταση.
Κανόνιζε τα οικήματα που θα χρησιμοποιούσε η επανάσταση ως αρχηγείο, φρουραρχείο, κοιτώνες, αποθήκες υλικού και φρόντιζε γενικότερα τα αναγκαία χρειαζούμενα του αγώνα. Βασικούς συμπαραστάτες στο έργο του θα ’χει τον Εμμανουήλ Λαθούρη, ονομαστό καπετάνιο και πρόεδρο του χωριού αλλά και τον καπετάν Πέτρο Φανδρίδη που έστηναν τα μετερίζια και τα απαραίτητα καραούλια ως υπεύθυνοι φύλαξης της περιοχής. Το βράδυ της 10ης Μαρτίου η άφιξη του Βενιζέλου μετά των σημαντικών συνεργατών του, όπως του πολιτευτή και ανιψιού του Κυριάκου Μητσοτάκη, του έμπιστου φίλου του Ιωάννη Ηλιάκη, του προσωπικού του γιατρού Βασίλη Σκουλά, αλλά και του Κων/νου Μάνου μετά ένοπλης επαναστατικής συνοδείας, θα σημάνει την έναρξη της επανάστασης.
Με το άκουσμα της επανάστασης η αντίδραση του ύπατου Αρμοστή Γεωργίου ήταν άμεση, επιβάλλεται λογοκρισία σ’ όλα τα έντυπα, γίνεται κατάληψη των ταχυδρομείων και των τηλεγραφείων από την αρμοστειακή χωροφυλακή. Ο εισαγγελέας Χανίων εκδίδει ένταλμα σύλληψης κατά των αρχηγών της επανάστασης. Οι πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων αναθέτουν ''εν λευκώ'' στον Αρχηγό της Διεθνούς Αστυνομίας και της Κρητικής χωροφυλακής, Ε. Μοnaco την τήρηση της τάξεως θέτοντας υπό τις διαταγές του και τους τέσσερις λόχους στρατού (Αγγλικό, Γαλλικό, Ρωσικό, Ιταλικό).
Oταν απαιτεί ο Αρμοστής «ανάληψη αμέσου δράσης», με διαταγή του Μοnaco, θα κινηθεί ο Ιταλός μοίραρχος Biemonte από τους Λάκκους για να καταλάβει το Θέρισο τις πρώτες μέρες του κινήματος. Πολύ νωρίς όμως στις προκεχωρημένες θέσεις των επαναστατών θα αιφνιδιαστεί και θα τραπεί με όλο το Σώμα του σε φυγή, αφήνοντας πίσω τους πολλούς τραυματίες. Ταυτόχρονα στις ελεγχόμενες περιοχές γίνονται οι πρώτες συλλήψεις με διαταγή της Αρμοστείας. Οι πρώτοι κρατούμενοι οδηγούνται στις φυλακές του Ιτζεδίν αλλά και άλλων περιοχών. Στις 12 Μαρτίου , στο Θέρισο, υπογράφεται μια επαναστατική προκήρυξη που αποτελεί ταυτόχρονα και υπόμνημα στις Μεγάλες Δυνάμεις.
Στο κείμενο γίνεται ξεκάθαρο ότι διαλύθηκαν οι ελπίδες και τα όνειρα των Κρητικών, που με δάκρυα στα μάτια είχαν υποδεχτεί το Δεκέμβριο του 1898 τον πρίγκιπα Γεώργιο και είχαν πιστέψει την ώρα εκείνη ότι είχε επέλθει ''ο αρραβώνας της ένωσης'' με τη μητέρα Ελλάδα. Το συμπέρασμα ήταν απόρροια σειράς γεγονότων που είχαν λάβει χώρα την τελευταία τετραετία, πριν ξεσπάσει το επαναστατικό κίνημα. Όπως η οριστική ρήξη του Βενιζέλου με την Αρμοστεία το 1901 και η ανελέητη στη συνέχεια προσπάθεια κατασυκοφάντησής του από την Αυλή της Χαλέπας που αποσκοπούσε στη σπίλωση του προσώπου του και στον πολιτικό του ενταφιασμό.
Ο Βενιζέλος, από την πρώτη στιγμή είχε δώσει τη μάχη μέσω της εφημερίδας ''ΚΗΡΥΞ'' με τα δημοσιεύματα ''Γεννηθήτω Φως'' και ''Μολών Λαβέ'', όπου και υποστηρίζει:
''Όπου η εξουσία αφαιρεί τας λαϊκάς ελευθερίας δια πραξικοπήματος εκεί ανοίγεται πλέον η νόμιμος οδός των επαναστάσεων και δια της οδού ταύτης θα εξήρχετο ο υπέρ των ελευθεριών του αμυνόμενος λαός, συντρίβων ανηλεώς πάσαν εναντίαν δύναμιν''.
Οι επαναστάτες στο Θέρισο με την κήρυξη της εξέγερσης οργανώνουν τις δικές τους υπηρεσίες για τη στήριξη του αγώνα. Την ευθύνη των Οικονομικών ανέθεσαν στο Κων/νο Φούμη, τέως εισαγγελέα πρωτοδικών, βουλευτή και τέως υπουργό. Τον έλεγχο των Στρατιωτικών ανέλαβε ο Κων/νος Μάνος πολέμαρχος, μεγάλος ευπατρίδης, Ελληνιστής και τέως δήμαρχος Χανίων. Το Διπλωματικό και οργανωτικό μέρος της επανάστασης χειριζόταν ''ο ιθύνων νους της'', ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Το Προεδρείο της Επαναστατικής Συνέλευσης αποτελούσαν οι Ιωάννης Παπαγιαννάκης, Ιωάννης Καλογερής, Ανδρέας Κακούρης, Σοφοκλής Φιωτάκης και Κυριάκος Μπιράκης.
Ειδική αποστολή ανατέθηκε στον Κλέαρχο Μαρκαντωνάκη που στάλθηκε στην Αθήνα και εγκατέστησε Γραφείο Τύπου για ενημέρωση των παραγόντων της Ελληνικής Κυβέρνησης και των δημοσιογραφικών οικονομικών κύκλων. Παράλληλα οι επαναστάτες θα τυπώσουν την Εφημερίδα ''ΤΟ ΘΕΡΙΣΟ'', θα εκδώσουν γραμμάτια για πατριωτικό δάνειο 100.000 δρχ. και τέλος γραμματόσημα για τις ανάγκες της ταχυδρομικής υπηρεσίαςτης επανάστασης. Το Θέρισο ζούσε τις μεγάλες στιγμές της ιστορίας του, ο Παντελής Πρεβελάκης στο έργο του ''Ο Κρητικός - Πολιτεία'' γράφει:
«Τα σπίτια ήταν καργαρισμένα από άντρες του πολέμου, τα δίστρατα και η πλατεία μπουκωμένα από τους πραματευτάδες και τους αργαστηριάρηδες. Από τους στιβανάδες που τζαγκαρεύαν την ποδεσιά του ασκεριού, από τους τουφεξήδες και τους μαχαιράδες που μερεμέτιζαν τα άρματα της φωτιάς και του θηκαριού” από τους σιναχλικάδες που μαστόρευαν τα λουριά της μέσης και τα φυσεκλίκια. Και κοντά σ’ αυτούς από πεταλωτήδες, τερζήδες, φραγκοράφτηδες. Ακόμα κι οι γυναίκες του χωριού είχαν ανασκουμπωθεί να προφτάσουνε το ασκέρι, να ζυμομαγερέψουνε, να φουρνοπολεμήσουνε, να μπουγαδιάσουνε τα ρούχα, να κουβαλήσουνε το νερό».
Τη στιγμή που το Θέρισο οργανώνεται και επιδεικνύει μεγάλο ηρωισμό η κυβέρνηση του Αθηναϊκού Κράτους, μη ανταποκρινόμενη στα αισθήματα της πανελλήνιας κοινής γνώμης, με πρωθυπουργό τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη θα αποδοκιμάσει την υφιστάμενη πατριωτική ενέργεια. Χαρακτηριστικά οι εφημερίδες θα γράψουν για το Θέρισο: «Το ήδη εκραγέν κίνημα εις ουδέν καλόν δύναται να οδηγήσει. Οι αρχηγοί ελανθάνησαν εις τον υπολογισμόν των. Οι Μεγάλες δυνάμεις επανειλλημένως εδημοσίευσαν ότι η ένωσις της Κρήτης μετά της Ελλάδος είναι εντελώς αδύνατος την εποχήν ταύτην»
Στο Θέρισο με την έναρξη της επανάστασης έφθαναν από όλο το νησί λαοψηφίσματα συμπαράστασης. Ειδικά μετά το συλλαλητήριο που οργανώθηκε στο Ηράκλειο στις 21 Μαρτίου από τον γηραίο και σεβάσμιο πολιτικό του νησιού, Ιωάννη Σφακιανάκη. Στα λαοψηφίσματα αυτά η προώθηση της ενωτικής λύσης συνιστούσε το βασικό επαναστατικό αίτημα, παράλληλα όμως προβαλλόταν και το αίτημα της ριζικής μεταβολής των όρων της εσωτερικής διακυβέρνησης και υπογραμμιζόταν η ανάγκη για την άμεση αντικατάσταση του ύπατου αρμοστή πρίγκιπα Γεωργίου (πάντες οι Κρήτες συντάσσονται ψυχή τε και σώματι μετά των εν Θερίσω).
Στις 16 Μαρτίου 1905 σε διάγγελμα του ο πρίγκιπας προς τον Κρητικό λαό ανήγγειλε, με υποκρισία, ότι οι προστάτιδες δυνάμεις ''οικεία βούλησει'' διέταξαν τα στρατεύματα να αποκαταστήσουν την τάξη κι αυτός παρακάλεσε να αναβληθεί η εκτέλεση της διαταγής επί 36 κατά τις οποίες οι ''παραπλανηθέντες'' είχαν καιρό να μετανοήσουν και να καταθέσουν τα όπλα. Στις 18 Μαρτίου 1905 πραγματοποιείται γενική έξοδος των διεθνών στρατευμάτων προς το Θέρισο. Επικεφαλής της πορείας ήταν ο διοικητής της χωροφυλακής Μonaco και ο αρχηγός και υπεύθυνος του εκστρατευτικού σώματος Loubanski.
Ο Loubanski είχε εντολή να επιδιώξει συνάντηση με αντιπροσωπία των επαναστατών και να εξομαλύνει την κατάσταση με ειρηνικές πρωτοβουλίες. Η πραγματοποιηθείσα συνάντηση στο χωριό Φουρνέ απέβη άκαρπη. Στις 20 Μαρτίου 1905 διενεργούνται εκλογές που είχε προεξαγγείλει ο Πρίγκιπας με ανελεύθερα μέτρα και με μεθόδους εκλογικής βίας που χρησιμοποιούσε το αρμοστειακό καθεστώς. Χωρίς τη συμμετοχή των Βενιζελικών, εξελέγησαν οι αρχηγοί των φιλοπριγκιπικών σχηματισμών Πωλογιώργης, Κούνδουρος, Μιχελιδάκης στη νέα Βουλή.
Στις 25 Μαρτίου, ανήμερα του εορτασμού της Εθνικής Παλιγγενεσίας, οι επαναστάτες του Θερίσου κατέβηκαν στο χωριό Παναγιά των Κεραμιών, όπου με πλήθος λαού που συγκεντρώθηκε απ’ όλο το νομό γιόρτασαν τη μεγάλη μέρα. Ο Βενιζέλος με αφορμή τον πανηγυρικό που εκφωνεί, εύστοχα τονίζει:
''Ο αγών μας είναι δίκαιος, ώστε να εξεγείρη πάντας ως εν άνθρωπον κι ελπίζομεν ότι η Ευρώπη θα αναγκασθή ηθικώς να παραδεχθή ότι δια τον Κρητικόν λαόν ουδεμίαν άλλη λύσις υπάρχει πλην της Ενώσεως''.
Η πεποίθηση αυτή θα επαληθευθεί με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, όταν η φιλομοναρχική Βουλή που αναδείχτηκε από τις εκλογές του Μαρτίου 1905, στις 7 Απριλίου παρακινούμενη από το διάβημα του Ελ. Βενιζέλου αλλά και ενθαρρυμένη από το φιλελεύθερο αέρα που κατέβαινε από τις Κρητικές Μαδάρες κήρυξε στην πρώτη συνεδρίαση της την ένωση του νησιού με τη μητέρα Ελλάδα. Μάλιστα ο γεροντότερος βουλευτής και πρόεδρος Αναγνώστης Μάντακας, με πλήθος λαού πήγε στην Αυλή της Χαλέπας και επέδωσε το ψήφισμα στον πρίγκιπα.
Την ίδια ώρα που συνέβαιναν αυτά στην πόλη, ο Κων/νος Μάνος με ένοπλα τμήματα περιόδευε από περιοχή σε περιοχή για να εξυψώσει το ηθικό φρόνημα του λαού και να τον συνεγείρει να επαναστατήσει. Ταυτόχρονα η οργάνωση της υπαίθριου χώρας αποκαθίσταται με την αντικατάσταση των διορισμένων πριγκιπικών αρχών με επαναστατικές αρχές, με φρουραρχεία και οπλαρχηγεία του Θερίσου. Είναι χαρακτηριστική η συνδρομή προς την κατεύθυνση αυτή όχι μόνο των Ελλήνων της Μεγαλονήσου αλλά και του Μουσουλμανικού στοιχείου για το οποίο είχε κάνει ιδιαίτερη μνεία και είχε λάβει μέτρα προστασίας η επανάσταση.
Ο Βενιζέλος, τον Απρίλιο του 1905, στο Στρατηγείο του στο Θέρισο δέχτηκε πλειάδα επισκέψεων πολιτικών συντακτών που είχαν σταλεί για λογαριασμό του Αθηναϊκού αλλά και του διεθνή Τύπου. Ξεχωρίζουν οι επισκέψεις του λογοτέχνη και δημοσιογράφου Στέφανου Γρανίτσα, του πρύτανη της δημοσιογραφίας της εν λόγω εποχής, Βλάσση Γαβριηλίδη, του Βρετανού ανταποκριτή των ''ΤIMES'' και μετέπειτα διπλωμάτη Μπάουτσερ, του διαπρεπή ανταποκριτή της εφημερίδας ''ΚΑΙΡΟΙ'', Σπύρου Νικολόπουλου. Ο τελευταίος μάλιστα μας έχει αφήσει μια μοναδική εικόνα του επαναστατημένου Θερίσου, όπως το πρωτοαντίκρυσε, χαρακτηριστικά γράφει:
«Ένα ποιητικότατο χωριουδάκι γεμάτο υψώματα καταπράσινα, μια τοποθεσία όπου εις κάθε βήμα κανείς συναντά και από ένα φυσικό οχύρωμα ένα απρόσιτο φρούριο του οποίου τα τείχη αποτελούν κατάκρημνα και υπερύψηλα βουνά. Μια φάραγξ δασώδης, τα χείλη της οποίας απέχουν από του βάθους της εκατοντάδας μέτρων, μια φάραγξ κατάβραχος, η διάβασις της οποίας διαρκεί ώραν ολόκληρον, αποτελεί την πύλην του φρουρίου αυτού.
Πεντακόσιοι λεβέντες, πεντακόσιοι γίγαντες Κρητικοί σφιχταγκαλιάζοντες τα όπλα των, ζωσμένοι τα φυσεκλίκια των, με μορφάς εκφραζούσας τους τραχείς αγώνας τόσων ετών, τιμημένοι οι πλείστοι με τα παράσημα, που έδωκαν εις τα στήθη των αι σφαίραι του τυράννου, λημεριάζουν τώρα εις το από τας χιονισμένας κορυφάς των Λευκών Ορέων πλαισιούμενον ποιητικό χωριό, το Θέρισο».
Εκτός από τις αφίξεις των διακεκριμένων δημοσιογράφων, που προαναφέραμε, έχουμε και την παρουσία σπουδαίων προσωπικοτήτων που θα τεθούν στην υπηρεσία της επανάστασης, όπως ο καθηγητής Πανεπιστημιακός Αντώνης Γιάνναρης αλλά και ο μετέπειτα πασίγνωστος Μαρίνος Αντύπας. Στο Θέρισο θα φθάσουν και επίλεκτες κυρίες για να εκφράσουν τη συμπαράστασή τους στον αγώνα και να καταβάλουν ερανικά οικονομικά. Οι πιο ονομαστές είναι η Παρασκευούλα Μπλούμ, σύζυγος του Θανάση Μπλούμ, δικηγόρου και υπεύθυνου Τύπου Χανίων για την οποία γίνεται λόγος ότι συνδεόταν και με λεπτά ευγενικά αισθήματα με το μεγάλο αγαπημένο της Ελευθέριο Βενιζέλο.
Καθώς επίσης η σύζυγος του Κων/νου Μάνου, Ισαβέλλα Μέρλιν αλλά και οι αδελφές του Βενιζέλου, Κατίγκω Μητσοτάκη και Μαρία Γιαννουδάκη. Στο Θέρισο κοντά στον πατέρα τους, τους καλοκαιρινούς μήνες θα βρεθούν σαν ανταρτόπουλα και οι δυο γιοι του Βενιζέλου, ο Κυριάκος και ο Σοφοκλής. Στις 16 Απριλίου 1905, ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής, ημέρα εμποροπανήγυρης, θα συμβεί εμφύλια σύρραξη στο χωριό Βουκολιές ανάμεσα σε επαναστάτες και χωροφύλακες με τρεις νεκρούς από κάθε πλευρά. Μετά τα αιματηρά αυτά γεγονότα θα εκδοθεί ημερήσια διαταγή στις 17 Απριλίου, όπου ο αρχηγός της Χωροφυλακής Monaco θα ζητήσει την επιβολή τάξης και θα κηρύξει εξοντωτικό αγώνα ''κατά των συμμοριτών'' του Θερίσου.
Ο υπουργός Εσωτερικών της Κρητικής Κυβέρνησης, Αριστείδης Κριάρης διαφωνεί στην εφαρμογή των αντιπατριωτικών αυτών μέτρων που επιτάσσεται να εκτελέσει, και παύεται. Το Σώμα της Χωροφυλακής περνάει πλήρως στη δικαιοδοσία των Αυλικών του πρίγκιπα, του αρχιγραμματέα Ανδρέα Παπαδιαμαντοπούλου αλλά και του Κίμωνα Λεμπέση. ΤοΥΠΟΥΡΓΕΊΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΏΝ αναλαμβάνει ο Ιωάννης Τσουδερός που προβαίνει σε διορισμούς δημάρχων αρεστών του καθεστώτος.
Σε αντίδραση αυτής της ενέργειας ο καπετάν Ευστάθιος Περουλής καταλαμβάνει το Βάμο, καταλύει τις νεοδιορισμένες πριγκιπικές αρχές και επαναφέρει τις αρχικές νόμιμες τελωνειακές και δημαρχιακές αρχές εισπράττοντας φόρους και δασμούς εν ονόματι της επανάστασης. Ο Κων/νος Μάνος με 55 αντάρτες προωθείται στο Κολυμπάρι και αποκαθιστά την επιμελητεία ανεφοδιασμού και οργανώνει μόνιμο φρουραρχείο επανδρώνοντάς το με επαναστάτες. Με την επικράτηση των επαναστατικών δυνάμεων στην ύπαιθρο, το προεδρείο του Θερίσου αναλαμβάνει να οργανώσει την πολιτική διοίκηση των επαρχιών Κισσάμου, Σελίνου, Κυδωνίας και Σφακίων.
Ο λαός των επαρχιών καλείται να ψηφίζει σύμφωνα με την εγκύκλιό του τα επιτροπεία. Τα επιτροπεία ασκούσαν όλη την πολιτική και δικαστική εξουσία των περιοχών της επανάστασης και εκτελούσαν τις εντολές της Επαναστατικής Συνέλευσης. Καθήκοντά τους ήταν η διαχείριση στα Βακουφικά κτήματα, η οργάνωση των τελωνείων και των ταχυδρομείων, η συγκρότηση εκκλησιαστικών και σχολικών επιτροπών, η συγκρότηση λαϊκών δικαστηρίων, η στελέχωση αγροφυλακής στην ύπαιθρο. Η εξουσία του Πρίγκιπα είχε περιοριστεί στις τρεις μεγάλες πόλεις της Κρήτης. Εκεί πλέον είχαν αποσυρθεί οι αξιωματούχοι των διεθνών στρατευμάτων και εκπονούσαν σχέδιο καταστολής της επανάστασης και αποκατάστασης της τάξης.
Η δεύτερη φάση των γεγονότων, δηλαδή μετά τις 12 Μαΐου, χαρακτηρίστηκε από την ολοένα εντεινόμενη δραστηριότητα της Ρωσίας και της Αγγλίας και την παρατεινόμενη απραξία των άλλων δυο Μεγάλων Δυνάμεων, Γαλλίας και Ιταλίας. Τους δυο πρώτους μάλιστα θερινούς μήνες οι Ρωσικές και οι Αγγλικές δυνάμεις θα αποκαταστήσουν την τάξη στις περιοχές της δικαιοδοσίας τους.
Η 12η Μαΐου, είχε χαρακτηριστεί ζοφερή μέρα της επανάστασης αφού οι Μεγάλες Δυνάμεις σε διακοίνωσή τους θα τονίσουν: «ότι είναι αδύνατος η ένωσις υπό τας σημερινάς συνθήκας και απαιτούν από τους επαναστάτας να καταθέσουν τα όπλα».
Η Γενική Συνέλευση των αντιπροσώπων της Επαναστατικής Συνέλευσης συγκαλείται στο Θέρισο και απορρίπτει την πρόταση και δηλώνει τη μεγάλη πίστη της για συνέχιση του αγώνα. Στις 18 Μαΐου, η Κρητική βουλή θα κλείσει και πολλοί βουλευτές θα ανεβούν στο Θέρισο για να συμπορευθούν με τους επαναστάτες. Στις 22 Μαΐου, το προεδρείο της επανάστασης στέλνει ανακοίνωση από το Θέρισο προς τις Μεγάλες Δυνάμεις αλλά και προς την Ελληνική Κυβέρνηση και ζητά να σταλεί στην Κρήτη ειδική αντιπροσωπία για την εξέταση του ζητήματος. Στις 30 Μαΐου, αρχίζει πλέον η συντονισμένη αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων κατά των επαναστατών.
Ο διεθνής στρατός προωθείται στα χωριά πλησίον των Χανίων: Μουρνιές, Μαλάξα, Κορακιές Ακρωτηρίου. Οι Ρωσικές δυνάμεις εξορμούν από το Ρέθυμνο και επεκτείνουν τη δράση τους σ’ όλη την επαρχία Αποκορώνου. Ο καπετάν Κακούρης στην Αργυρούπολη προτάσσει αντίσταση και δεν υποχωρεί στις αξιώσεις των Ρώσων περί παράδοσής της. Στις 3 Ιουνίου 1905, δύναμη αποτελούμενη από διακόσιους Ρώσους στρατιώτες και εβδομήντα πέντε χωροφύλακες επιτίθεται με σκοπό να καταλάβει το Βάμο, πρωτεύουσα της επαρχίας Αποκορώνου την οποία προασπίζεται ο Ευστάθιος Περουλής με τοπική φρουρά. Η πολιορκία του Βάμου διαρκεί τρεις μέρες.
Αποφασιστική σημασία για τη λύση της πολιορκίας παίζει η συνδρομή του Κων/νο Μάνου που σπεύδει με το ένοπλο Σώμα του, το στρατοπεδευμένο στην Τσιβαριανή κορυφή. Οι Ρώσοι και οι χωροφύλακες αναγκάζονται να υποχωρήσουν από την πλευρά των Καλυβών όπου προστατεύονται από αγγλική δύναμη της περιοχής. Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι ο Βάμος και οι Καλύβες διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Βάμος ως πρωτεύουσα της επαρχίας και έδρα των πριγκιπικών δυνάμεων και οι Καλύβες ως επίνειο της περιοχής που είχαν ανάγκη τόσο οι πριγκιπικές αρχές όσο και οι επαναστάτες. Στις 5 Ιουνίου 1905, στην επαρχία Κισσάμου έχουμε σημαντικές εξελίξεις.
Οι επαναστάτες, αφού έδωσαν σημαντικές μάχες στα περίχωρα του Καστελίου κατέλαβαν την κωμόπολη. Το σώμα της χωροφυλακής με το διοικητή του και ομάδα αντιεπαναστατών με επικεφαλής το βουλευτή Καστελίου, Λεωνίδα Λιονάκη μόλις που πρόλαβαν να επιβιβασθούν σε πλοιάριο και να διαφύγουν στην πόλη των Χανίων. Επικεφαλής των επαναστατών στις επιχειρήσεις στο Καστέλι ήταν οι μετέπειτα φρούραρχοι της περιοχής, Μιχάλης Τερεζάκης και Γεώργιος Μπαλαντίνος που υποσχέθηκαν ασφάλεια και τάξη.
Ο αρχηγός της εκστρατείας των επαναστατών Κισσάμου, Νικόλαος Πιστολάκης μετά από συνάντηση με τον Θεοφιλέστατο επίσκοπο στο Καστέλι, για ειρήνη της περιοχής, προβαίνει σε ενέργειες οργάνωσης του τόπου και οχύρωσης της παραλίας. Σε επιστολή του προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο, χαρακτηριστικά γράφει:
''Έπρεπε να είσθε εδώ να ιδήτε τις κινήσεις των ανδρών μας εις την παραλίαν να εβλέπατε τους οπλίτας μας εργαζόμενους πυρετωδώς με πτυάρια και άλλα εργαλεία προς κατασκευήν ταχυσκάπτων ακριβώς ένθα το κύμα προσψαύει την άμμον με την απόφασιν να ανατρέψωμεν επικείμενη απόβασιν των Ευρωπαίων''.
Στις 9 Ιουνίου, η Κρητική κυβέρνηση παραιτείται, την ίδια ώρα που αντάρτες από την Μαλάξα με επικεφαλής τον Καπετάν Καλογερή, οργανώνουν επιχείρηση κατάληψης των φυλακών Ιτζεδίν στο Καλάμι και απελευθέρωσης των αιχμαλώτων επαναστατών καθώς και των πολιτικών κρατουμένων. Στη σκηνοθετημένη αυτή επιχείρηση δέκα χωροφύλακες με έναν ενωματάρχη οδηγώντας δήθεν κρατούμενους επαναστάτες περνούν τη σιδερένια πύλη του φρουρίου φυλακής, στην πραγματικότητα όμως όλοι είναι αντάρτες. Οι αξιωματικοί της φρουράς μέχρι να το πάρουν είδηση έχουν αφοπλισθεί και γελοιοποιηθεί.
Το συμβάν προκαλεί κατάπληξη στην Αρμοστεία αλλά και στις Ευρωπαϊκές δυνάμεις. Το κύρος της χωροφυλακής έχει τρωθεί. Στις 18 Ιουνίου 1905, το Ρωσικό πολεμικό ''Χάμπρι'' και το Γαλλικό αντιτορπιλικό ''Σεβαλλιέ'' παραπλέοντας στην ακτογραμμή Αγία Μαρίνα - Πλατανιά αποβιβάζουν με βάρκες στρατιωτικά αγήματα στις περιοχές αυτές. Οι οχυρωμένοι αντάρτες του τόπου αμύνονται και αναγκάζουν τα διεθνή στρατεύματα να επανέλθουν στα πλοία. Τα πλοία στη συνέχεια κανονιοβολούν την περιοχή, ενώ ταυτόχρονα Ρωσικές δυνάμεις από τον Αλικιανό καταφθάνουν για ενίσχυση των διεθνών στρατευμάτων.
Οι επικεφαλής των ανταρτών Ιωάννης Παπαδογιάννης, Σπυρίδων Μαλινδρέτος, Παναγιώτης Παρασκάκης προ του κινδύνου να περικυκλωθούν, υποχωρούν. Μετά την υποχώρηση των ανταρτών ο διεθνής στρατός σταθεροποιεί προγεφύρωμα στη βόρεια παραλία του νησιού, πράγμα επικίνδυνο για την επανάσταση. Ο Βενιζέλος ζητά ανακατάληψη της περιοχής ''πάση θυσία''. Την επιχείρηση ενισχύουν οι δυνάμεις του Καπετάν Καλογερή και του Καπετάν Περουλή με τριακόσια παλικαριά σε συνεργασία με τον αρχιφρούραρχο της περιοχής Ιωάννη Παπαδογιάννη. Στις 21 Ιουνίου, ο Πλατανιάς είναι και πάλι στα χέρια των επαναστατών παρά το ανελέητο σφυροκόπημα που δέχεται από τα νέα πολεμικά που καταφθάνουν στην περιοχή με πιο ονομαστό το ''Κουδήρ''.
Η πτώση των παράκτιων περιοχών της Αγίας Μαρίνας - Πλατανιά στα χέρια των επαναστατών φέρνει σε δύσκολη θέση τις Ρωσικές δυνάμεις που εδρεύουν στον Αλικιανό και γρήγορα θα αναγκαστούν να έρθουν σε συμβιβασμό. Στις 30 Ιουνίου, οι πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων ζητούν συνάντηση με τους αρχηγούς της επανάστασης η οποία πραγματοποιείται στις Μουρνιές. Στις 2 Ιουλίου, γίνεται φανερός ο άκαρπος χαρακτήρας της συνάντησης, παρότι ο Βενιζέλος θέτει το θέμα της διεθνούς επιτροπής που θα εξετάσει το πολίτευμα της Νήσου. Οι Μεγάλες Δυνάμεις με διακοίνωσή τους εμμένουν αποφασιστικά στη θέση τους. «Επ’ ουδενί λόγω δέχονται τροποποιήσεις του πολιτικού καθεστώτος της Κρήτης υπό τας παρούσας συνθήκας».
Επιπλέον αξιώνουν την παράδοση του οπλισμού των επαναστατών, εντός δεκαπέντε ημερών αλλιώς θα προβούν σε κήρυξη του Στρατιωτικού νόμου. Το Προεδρείο του Θερίσου απορρίπτει τις αξιώσεις και προετοιμάζει το λαό σε νέους αγώνες. Τη συνάντηση στις Μουρνιές επισκίασε το τραγικό συμβάν στο Κόκκινο Μετόχι όπου ''ομάδα ενεδρευόντων χωροφυλάκων'' δολοφόνησε τον οπλαρχηγό των Κεραμειών Γεώργιο Χναρά, έναν από τους πρωτεργάτες των απελευθερωτικών αγώνων της Μεγαλονήσου. Στις 18 Ιουλίου, oι Μεγάλες Δυνάμεις κηρύσσουν στρατιωτικό νόμο στην Κρήτη. Το Προεδρείο του Θερίσου με προκηρύξεις κάνει γνωστό ότι:
''Έχομεν όλη την συναίσθησιν της σμικρότητας απέναντι του κολοσσού της ισχύος των Μεγάλων Δυνάμεων. Δεν πρέπει να υποτεθεί ότι μετ’ ελαφράς καρδίας αντιμετωπίζομεν την δυσμένειαν αυτών. Αλλά είμεθα τόσον βέβαιοι και περί του δικαίου αγώνος μας και περί του ότι αι Μεγάλαι Δυνάμεις επιδιώκουσι μετ’ απολύτου αφιλοκερδείας έργον πολιτισμού και ελευθερίας εν Κρήτη''.
Μετά την κήρυξη του Στρατιωτικού νόμου, ο Αγγλικός στρατός θέτει υπό πλήρη έλεγχό του το Ηράκλειο, ο Ρωσικός το Ρέθυμνο, ο Ιταλικός τα Χανιά και ο Γαλλικός το Λασίθι. Ενοπλοι φρουροί εγκαθίστανται στα δημόσια καταστήματα και περίπολοι στους δρόμους. Με ρητές διατάξεις απαγορεύονται οι συναθροίσεις και η κυκλοφορία στους δρόμους πέραν της δύσης του ηλίου. Λογοκρίνονται τα πάντα, εφημερίδες, τηλεγραφεία, ταχυδρομεία. Ο ανώτερος διοικητής Κρήτης των Διεθνών Στρατευμάτων, Benedetti μαζί με τους Loubanski και Urbanovic εκπονούν σχέδιο άμεσης καταστολής της επανάστασης.
Το σχέδιό τους αποβλέπει στο να απομονωθούν οι επαναστάτες του Θερίσου τόσο από την υπόλοιπη Κρήτη όσο και από την υπόλοιπη Ελλάδα. Την ίδια ώρα στο Θέρισο επικρατεί επαναστατικός αναβρασμός, αλλά και τα προβλήματα έχουν ενταθεί με την παράταση του αγώνα.
«Το Αρχηγείο στο Θέρισο για να αναποδογυρίσει το σχέδιο της Αρμοστείας» -γράφει ο Παντελής Πρεβελάκης στο έργο του ''Κρητικός - Πολιτεία''- «δεν είχε και κείνο παρά να δυναμώσει τις φρουρές του. Φυσέκια ζητούσε ξανά ο Βενιζέλος και μηχανές που να τα γεμίζουν. Αλλά πού να βρεθούν τόσοι παράδες για τόσες χρειές μονομιάς. Τούτες τις μέρες τίναξα τις τσέπες των συντρόφων μου για να πλερώσουμε το γεύμα του ασκεριού, μονολογούσε ο Βενιζέλος. Και ο Μόσκοβος με τους Φραντζέζους ξεχυνόταν κατά της επανάστασης».
Στις 20 Ιουλίου, οι Ρώσοι αιφνιδιαστικά καταλαμβάνουν το λιμάνι του Κολυμπαρίου με το καταδρομικό “Χάμπρι”. Υψώνεται ξανά η σημαία της Κρητικής Πολιτείας στην περιοχή. Την επόμενη μέρα τα ίδια γεγονότα θα συμβούν και στο Καστέλλι παρά τη σθεναρή αντίσταση των επαναστατών και θα επανεγκατασταθούν οι αρμοστειακές αρχές στην κωμόπολη. Στις 2 Αυγούστου τα αιματηρά γεγονότα στο Ατσιπόπουλο Ρεθύμνου, σε παράλληλες επιχειρήσεις του ρωσικού στρατού, καθώς και οι βαναυσότητες των Ρώσων σε βάρος του άμαχου πληθυσμού δημιουργούν αίσθημα αποτροπιασμού στη διεθνή κοινή γνώμη και συνταράζουν το Πανελλήνιο.
Ο Ιταλός διοικητής Benedetti αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη θέση του και ο Πρόξενος Fakiotti θα δηλώσει επικριτικά: «Οι ενέργειες των Ρώσων είναι εντελώς μονομερείς, αποβαίνουν βάρβαρες και είναι όλως ανάρμοστες εις Δύναμιν η οποία δεν ευρίσκεται εδώ προς κατάκτησιν αλλά προς προστασίαν του Κρητικού λαού». Ο Βενιζέλος από το Θέρισο επαινεί την Ιταλική στάση. Ο Πρίγκιπας Γεώργιος στη Χαλέπα επινοεί τη συγκρότηση ενόπλων μισθοφορικών σωμάτων, τους επονομαζόμενους δημοφρουρούς - ροπαλοφόρους. Αναθέτει την οργάνωσή τους στο Μανούσο Κούνδουρο και στον βουλευτή Λυχνάκη.
Η επαναστατική Κυβέρνηση του Θερίσου θα καταγγείλει τη σύσταση του σώματος των Δημοφρουρών, γιατί οδηγούσε αναπόφευκτα σε εμφύλια διαμάχη τον τόπο, και θέτει το σύνθημα: «Πάση θυσία διάλυση των Δημοφρουρών». Την ίδια περίοδο στο Θέρισο, η εφημερίδα της Επαναστατικής Συνελεύσεως γίνεται επίσημο όργανο της Επανάστασης και τυπώνεται στο χειροκίνητο πιεστήριο του Θερίσου. Επίσημη σημαία της επανάστασης καθιερώνεται η Ελληνική που έχει στο μέσο της τη Νίκη του Παιωνίου και τη λέξη Ένωση. Στις 9 Σεπτεμβρίου ο Βενιζέλος γράφει από το Θέρισο ότι ο Αρμοστής ως αρχηγός εκστρατειών ψηφίζει το νόμο περί δημοφρουρών στο Κρητικό Κοινοβούλιο.
Η ενεργοποίηση των Δημοφρουρών είναι φανερή τόσο στον Αποκόρωνα όσο και στην Κίσαμο. Στη δεύτερη περίπτωση μάλιστα δε θα σταθεί εμπόδιο στις επαναστατικές δυνάμεις να ανακαταλάβουν την κωμόπολη, του Καστελίου μετά την προσωρινή επικράτηση των Αρμοστειακών. Το τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη του 1905 ξεχωρίζει η φονικότατη μάχη της Γεωργιούπολης που θα την υπερασπισθεί μέχρι εσχάτων ο φρούραρχός της Καπετάν Γρύλος. Στις 3 Οκτωβρίου, μετά την κατάληψη της Γεωργιούπολης ο Ρώσος διοικητής Urbanovic προωθεί τις δυνάμεις του, (400 Ρώσους στρατιώτες και 150 Δημοφρουρούς) στην περιοχή του Βάμου. Η Προσωρινή Επαναστατική Κυβέρνηση του Θερίσου διακηρύττει, «Νυν υπέρ πάντων ο αγών».
Σπεύδουν για ενίσχυση των πολιορκημένων, από το Μάλεμε με 100 άνδρες ο Κων/νος Μάνος, ο καπετάν Κακούρης με 300 από τη Μαλάξα και τέλος ο ίδιος ο Βενιζέλος από το Θέρισο ηγείται 800 ανδρών. Ο Urbanovic με τελεσίγραφο ζητεί εντός 36 ωρών την παράδοση της κωμόπολης περιφρονώντας και τις ιταλικές δυνάμεις που είχαν την ευθύνη της περιοχής. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος εκμεταλλευόμενος την δυσαρέσκεια των Ιταλικών δυνάμεων αλλά και την ευνοϊκή στάση που είχε δείξει ο Ιταλός πρόξενος, ζητά να συμπαραταχθεί η Ιταλική φρουρά που είχε έδρα την Αργυρούπολη με τους επαναστάτες και οι Ιταλοί ανταποκρίνονται.
Το τελευταίο αυτό γεγονός αλλά και η αποφασιστικότητα των επαναστατών αναγκάζουν τον Urbanovic σε διαπραγμάτευση με τους επαναστάτες στο Καλαμίτσι. Οι αξιώσεις του Ρώσου διοικητή δε γίνονται αποδεκτές. Ο Urbanovic εκτιμώντας στη συνέχεια την κατάσταση θα περιμαζέψει το στράτευμά του και θα επιστρέψει στο Ρέθυμνο. Στην απόφασή του αυτή, βέβαια συνέτεινε και η αγγλική παρέμβαση, μιας και ο Ιωάννης Σφακιανάκης σε συνάντηση με τον Άγγλο πρόξενο Esme Howard στο Ηράκλειο επανέφερε το αίτημα του Βενιζέλου, στις 2 Ιουλίου 1905, περί συστάσεως διεθνούς εξεταστικής επιτροπής και τερματισμού του ένοπλου αγώνα.
Στις 12 Οκτωβρίου, η επαναστατική κυβέρνηση συγκαλεί την Επαναστατική Συνέλευση στο Θέρισο και ανακοινώνει τη διαπραγμάτευση με τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κρήτη. Αποφασίζεται η λήξη του Αγώνα και η παράδοση 800 όπλων αντί της Αμνηστείας. Θα χρειασθεί κοπιώδη προσπάθεια από μέρους του Βενιζέλου για να πεισθούν οι πρωτεργάτες, Κων/νος Μάνος και Κων/νος Φούμης καθώς και μεγάλη μερίδα επαναστατών. Ο Παντελής Πρεβελάκης στο έργο του ''Κρητικός - Πολιτεία'', με έντονο λογοτεχνισμό σημειώνει:
«Ο Καπετάν Λευτέρης τους κοίταξε στα μάτια και είπε: Η επανάσταση έκαμε το δρόμο της, πέτυχε ό,τι είχε να πετύχει. Όσο αίμα χυθεί από δω και μπρος θα γενεί θελειά στο λαιμό του αίτιου. Οι Φράγκοι και ο Μόσκοβος που μας αρνήθηκανε την ένωση προθυμεύουνται να μας χορτάσουν μ’ άλλα. Να στείλουν μια προσωρινή επιτροπή που θα μελετήσει τη διοικητική μεταρρύθμιση που χρειάζεται ο τόπος. Να βάλουν ανθρώπους δικούς τους να επιβλέπουν τη διοίκηση, για να εφαρμόζονται το Σύνταγμα και οι νόμοι. Να μας κάνουν τίμιες και ελεύθερες εκλογές για Εθνική Συνέλευση. Τώρα η νίκη μας, ας είναι και λειψή θα γίνει μάθημα στους Έλληνες, να ξέρουν πως όποιος ποθεί την λευτεριά τηνε κερδίζει!».
Στις 2 Νοεμβρίου υπογράφηκε η τελική συμφωνία από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων στο Μοναστήρι των Μουρνιών Κυδωνίας. Εξασφαλίσθηκε η έκταση της Αμνηστείας και οι Μεγάλες Δυνάμεις δεσμεύθηκαν να σταλεί μια Διεθνής Εξεταστική Επιτροπή για αναθεώρηση του πολιτειακού καθεστώτος της Μεγαλονήσου. Ρυθμίστηκε η διάλυση των Δημοφρουρών, η παράδοση μέρους οπλισμού των επαναστατών και η αποκατάσταση σχέσεων επαναστατημένων και διοικητικών Αρχών. Οι Μεγάλες Δυνάμεις όμως ενέμειναν στη στάση τους να μην επιτρέψουν την Ενωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Το 1905 είναι ένα ορόσημο για την κρητική Ιστορία, γιατί από τις Θερισιανές Μαδάρες ωρίμασε και αναδύθηκε η πολυπόθητη Ενωση της Μεγαλονήσου. Αλλά είναι και ένα ορόσημο για την Ελληνική Ιστορία, γιατί στις Κρητικές Μαδάρες αναδείχτηκε ο κατοπινός δημιουργός της Μεγάλης Ελλάδος και εθνάρχης Ελευθέριος Βενιζέλος.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1906 - 1908
Μετεπαναστατικές Εξελίξεις
Τον Αύγουστο του 1906 στο Κρητικό ζήτημα σημειώθηκε ένα πολύ ουσιαστικό βήμα προς την οριστική επίλυσή του. Οι Προστάτιδες Δυνάμεις που χειρίζονταν το ζήτημα του διεθνούς καθεστώτος του νησιού παραχώρησαν στον Βασιλιά των Ελλήνων Γεώργιο Α' το δικαίωμα να διορίζει εκείνος τον Ύπατο Αρμοστή χωρίς να χρειάζεται έγκριση της Οθωμανικής Κυβέρνησης. Έτσι ο Βασιλιάς Γεώργιος Α', μετά την παραίτηση του Πρίγκιπα Γεωργίου στις 12 Σεπτεμβρίου, υπέδειξε ως Ύπατο Αρμοστή Κρήτης τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, πρώην Πρωθυπουργό της Ελλάδας και μετέπειτα Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Στις 18 Σεπτεμβρίου ο Ζαΐμης ανέλαβε καθήκοντα με πενταετή εντολή. Παράλληλα, με στόχο την επιστροφή στην πολιτική ομαλότητα, οι επαναστάτες του Θερίσου και οι αντιπρόσωποι της Κρητικής Βουλής κατέληξαν σε συμφωνία. Τον Ιούνιο του 1906 συγκροτήθηκε η Β' Συντακτική Συνέλευση για να επεξεργαστεί το νέο καταστατικό χάρτη, που θα αντικαθιστούσε εκείνον του 1899.
Η Διεθνής Διευθέτηση
Το κίνημα του Θερίσου από πλευράς στρατιωτικής αλλά και εσωτερικής πολιτικής έληξε χωρίς να έχει σημειώσει θεαματικές επιτυχίες. Η μεγάλη επιτυχία του και η δικαίωσή του ήταν ότι προκάλεσε την παρέμβαση των Προστάτιδων Δυνάμεων. Ο Βενιζέλος εξασφάλισε τη δέσμευση των Δυνάμεων ότι η κατάσταση στην Κρήτη θα αποτελούσε αντικείμενο εξέτασης από Διεθνή Εξεταστική Επιτροπή.
Μετά την έκθεση της Επιτροπής οι Δυνάμεις, μέσα στο πλαίσιο του καθεστώτος της αυτονομίας, δρομολόγησαν λύση που βελτίωνε σημαντικά τη διεθνή θέση της Κρήτης αλλά κυρίως τις εσωτερικές πολιτικές συνθήκες.Το 1906 εγκαινιάστηκε μία νέα περίοδος που οδήγησε το νησί, μέσα από περιορισμένης διάρκειας περιοδικές πολιτικές κρίσεις, προς τον τελικό στόχο, την ένωση. Ήδη όταν τελείωσε η ταραγμένη περίοδος του Θερίσου επικρατούσε η πεποίθηση ότι σύντομα η Κρήτη θα είχε ενωθεί με την Ελλάδα.
Α. Η Διεθνής Εξεταστική Επιτροπή
Στη συνάντησή του με τους Γενικούς Προξένους στις Μουρνιές στις 2 / 15 Ιουλίου 1905 ο Βενιζέλος είχε ζητήσει την κάθοδο στην Κρήτη Διεθνούς Εξεταστικής Επιτροπής. Τελικά, τον Φεβρουάριο του 1906, και αφού είχε επέλθει το τέλος της Επανάστασης οι Δυνάμεις έστειλαν στην Κρήτη Διεθνή Εξεταστική Επιτροπή, απαρτιζόμενη από αντιπροσώπους των τεσσάρων Δυνάμεων, με σκοπό να μελετήσει επί τόπου τις συνθήκες και να προτείνει μεταρρυθμίσεις που θα ικανοποιούσαν τους κατοίκους του νησιού. Αποδέχθηκαν την πρόταση Υπουργού Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας Landsdowne να οριστεί Πρόεδρος της Επιτροπής ο διακεκριμένος Βρετανός πολιτικός Sir Edward Fitzgerald Law.
Οι αρμοδιότητες της Επιτροπής περιορίζονταν στη μελέτη των διοικητικών και οικονομικών συνθηκών και στην υπόδειξη μέτρων. Την εφαρμογή των μέτρων και την επίβλεψή της θα αναλάμβαναν στη συνέχεια επιτόπου οι Πρόξενοι των Δυνάμεων. Η Διεθνής Επιτροπή, αφού μελέτησε τις επιτόπιες συνθήκες, συνέταξε έκθεση στην οποία πρότεινε μεταξύ άλλων:
- Τη διάλυση της Προξενικής Επιτροπής ως ελεγκτικού οργάνου της τοπικής Κυβέρνησης
- Τη σταδιακή αποχώρηση των διεθνών στρατευμάτων σε διάστημα έξι ετών και
- Την αντικατάσταση των Ιταλών αξιωματικών της χωροφυλακής από Έλληνες στρατιωτικούς.
Όταν αποφάσισαν την κάθοδο διεθνούς εξεταστικής επιτροπής στην Κρήτη στα τέλη του 1905, οι Δυνάμεις δεν είχαν περιγράψει αναλυτικά τις αρμοδιότητές της, πέρα από τη γενική πρόταση για μελέτη των διοικητικών και οικονομικών συνθηκών και την υπόδειξη μέτρων για τη βελτίωσή τους. Ωστόσο, πέρα από το γενικό περιεχόμενο των οδηγιών της, η Επιτροπή δεν μπορούσε να αποφύγει, παράλληλα με την μελέτη της διοικητικής και της δημοσιονομικής κατάστασης, και τη διατύπωση διαπιστώσεων με καθαρά πολιτικό περιεχόμενο.
Επιπλέον, η Επιτροπή δεν απέφυγε να αναμειχθεί ακόμη και στην καθημερινή πολιτική πρακτική σε μία προσπάθεια να αποτρέψει την πόλωση, προσφέροντας τις υπηρεσίες της στη συγκρότηση μιας Κυβέρνησης από πρόσωπα κοινής εμπιστοσύνης εν όψει των εκλογών.Τα πορίσματα της έρευνας διατυπώθηκαν σε εκτενή έκθεση στα τέλη Μαρτίου του 1906. Η εισαγωγή της έκθεσης κατέληγε ως εξής:"Καταλήξαμε στην ομόφωνη γνώμη ότι το σημερινό πολιτικό καθεστώς της Κρήτης παρουσιάζει σοβαρά μειονεκτήματα και μεγάλους κινδύνους.
Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται το νησί τα τελευταία επτά χρόνια έχει τόσο άσχημα προσδιοριστεί και ανταποκρίνεται τόσο λίγο στις επιθυμίες του πληθυσμού, ώστε όλες οι διοικητικές, δημοσιονομικές ή οικονομικές μεταρρυθμίσεις, που θα μπορούσαν να εισαχθούν, δεν θα αποτελέσουν παρά πειράματα ανίκανα να παράσχουν στον τόπο, κατά τρόπο μόνιμο, τη γαλήνη, την ησυχία και την ευημερία. ''Θεωρούμε καθήκον να εκφράσουμε ειλικρινά τη γνώμη ότι το μόνο φάρμακο στην επικίνδυνη σημερινή κατάσταση είναι η όσο το δυνατόν ταχύτερη ένωση της Κρήτης με το Βασίλειο της Ελλάδας".
Το συμπέρασμα αυτό δεν προέκυπτε φυσικά από ανάλυση των διοικητικών και δημοσιονομικών δυσχερειών της Κρητικής Πολιτείας, αλλά από τις συζητήσεις με τους εκπροσώπους της Κρητικής αντιπολίτευσης. Δεν αφορούσε διοικητικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις που θα έκαναν την Κρητική Πολιτεία βιώσιμη, αλλά πολιτικές μεταρρυθμίσεις που θα οδηγούσαν στην ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα. Ως προς τις βραχυπρόθεσμες ρυθμίσεις η Επιτροπή είχε καταλήξει ότι η στάση του Γεωργίου αποτελούσε εμπόδιο σε κάθε σχετική πρόοδο.
Β. Ο Ρόλος των Προστάτιδων Δυνάμεων
Ο Edward Fitzgerald Law μετέφερε τις απόψεις του στο Λονδίνου, όπου η διεθνής διπλωματία αναζήτησε λύση που να εξασφαλίζει την απομάκρυνση του Πρίγκιπα Γεωργίου χωρίς να μειώνει το κύρος του Ελληνικού θρόνου. Η πρόταση να ανατεθεί στον Έλληνα Βασιλιά το δικαίωμα να υποδεικνύει τον Ύπατο Αρμοστή της Κρήτης προήλθε από τον Law. Μετά από ένα μαραθώνιο διπλωματικών διαβουλεύσεων οι κυβερνήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων στις αρχές Ιουλίου κατέληξαν σε συμφωνία, η οποία μεταξύ των άλλων αναγνώριζε στον Έλληνα Βασιλιά το δικαίωμα να επιλέγει τον ανώτατο άρχοντα της Κρητικής Πολιτείας.
Η Ελληνική πλευρά και ο Πρίγκιπας Γεώργιος προσπαθούσαν να πιέσουν για ακόμα μεγαλύτερες παραχωρήσεις από τις Δυνάμεις. Ο Βενιζέλος, αντίθετα, πίστευε ότι οι αποφάσεις των Δυνάμεων έπρεπε να γίνουν αποδεκτές.Με την εφαρμογή αυτής της ρύθμισης η αυτόνομη Κρήτη είχε κατακτήσει ένα ακόμη μικρό βήμα στο δρόμο για την Ένωση, την παραχώρηση στον Βασιλιά Γεώργιο Α' της Ελλάδας του προνομίου να επιλέγει εκείνος τον Ύπατο Αρμοστή. Επέλεξε τον σεβάσμιο Έλληνα πολιτικό Αλέξανδρο Ζαΐμη.Με την παραχώρηση αυτού του προνομίου, οι Δυνάμεις αναλάμβαναν μεγάλο ρίσκο.
Στο πρόσφατο παρελθόν, σε ανάλογη περίπτωση, η Ανατολική Ρωμυλία είχε ενωθεί με τη Βουλγαρία, όταν το κοινοβούλιο της Ανατολικής Ρωμυλίας επέλεξε ως αρχηγό της αυτόνομης επαρχίας τον Βασιλιά της Βουλγαρίας (1885).
Γ. Η Διακοίνωση της 10 / 23 Ιουλίου 1906
Μετά τη λήξη της Επανάστασης του Θερίσου και την έκθεση της Διεθνούς Εξεταστικής Επιτροπής το διεθνές καθεστώς της Κρήτης καθορίστηκε από τη διακοίνωση των τεσσάρων Προστάτιδων Δυνάμεων σύμφωνα με την οποία προβλεπόταν:
- Αναδιοργάνωση της χωροφυλακής και συγκρότηση πολιτοφυλακής από Έλληνες αξιωματικούς
- Αποχώρηση των διεθνών στρατευμάτων από την Κρήτη μετά την αποκατάσταση της τάξης
- Δάνειο 9.300.000 φράγκων
- Ρύθμιση ορισμένων οικονομικών, διοικητικών, δικαστικών κ.λπ. εκκρεμοτήτων,
- Αναθεώρηση του Συντάγματος και
- Αναγνώριση στον Βασιλιά της Ελλάδας του δικαιώματος να υποδεικνύει τον Ύπατο Αρμοστή.
Στις 10 / 23 και στις 11 / 24 Ιουλίου 1906, οι Δυνάμεις ανακοίνωσαν στον Βασιλιά και τον Πρίγκιπα Αρμοστή το πρώτο σκέλος των αποφάσεών τους. Επιπλέον ανακοίνωναν εμπιστευτικά στον Έλληνα Βασιλιά την απόφασή τους να αναγνωρίσουν σε αυτόν το δικαίωμα να υποδεικνύει το πρόσωπο του Αρμοστή, διατηρώντας το δικαίωμα της οριστικής έγκρισης. Το κείμενο των Δυνάμεων κοινοποιήθηκε στον Έλληνα Βασιλιά και στον Πρίγκιπα στις 10 / 23 Ιουλίου του 1906. Στις 12 / 25 Σεπτεμβρίου 1906 ο Πρίγκιπας παραιτήθηκε και αποχώρησε από την Κρήτη.
Στις 17 / 30 Σεπτεμβρίου έφτανε στα Χανιά ο νέος Αρμοστής, Αλέξανδρος Ζαΐμης. Την επομένη ανέλαβε τα καθήκοντά του με πενταετή εντολή.Ενώ ήταν ένα κρατικό μόρφωμα, που υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων διέθετε αυτονομία και σε υψηλό ποσοστό λειτουργικότητα, η Κρητική Πολιτεία είχε όλες τις προϋποθέσεις της προσωρινότητας. Στο εξής η Ελληνική Κυβέρνηση και ο Ύπατος Αρμοστής αναφέρονταν στο κείμενο της 10 / 23 Ιουλίου για να θεμελιώσουν τις περαιτέρω διεκδικήσεις τους προς οριστική λύση του ζητήματος.
Ο Νέος Ηγεμόνας
Η απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων να αντικατασταθεί ο Πρίγκιπας Γεώργιος στην Ύπατη Αρμοστεία της Κρήτης οριστικοποιήθηκε με την ανταλλαγή των επίσημων ανακοινώσεων των Δυνάμεων και της Ελληνικής Κυβέρνησης στις 1 / 14 Αυγούστου 1906. Η αντικατάσταση του Πρίγκιπα από την Κρήτη έγινε μέσα στον Σεπτέμβριο χωρίς προβλήματα. Στις 12 / 25 Σεπτεμβρίου αναχώρησε ο Γεώργιος, ενώ ο Ζαΐμης έφτασε στα Χανιά στις 17 / 30. Οι εικόνες της εποχής αποτυπώνουν τις θερμές εκδηλώσεις με τις οποίες έγινε δεκτός.
Για την Κρήτη η επιλογή του Αλέξανδρου Ζαΐμη παρείχε όλες τις εγγυήσεις που επιθυμούσε ο Βασιλιάς Γεώργιος, ώστε να είναι αποδεκτός από τις Προστάτιδες Δυνάμεις και από την πολιτική ηγεσία του νησιού. Χωρίς να έχει εξέχουσες διακρίσεις ως πολιτικός αρχηγός, ήταν μετριοπαθής, συνεργάσιμος και χαμηλών τόνων. Ήταν όμως πάνω από όλα αφοσιωμένος στην ιδέα του σεβασμού των θεσμών.Και λόγω ιδιοσυγκρασίας και λόγω πολιτικής ιδεολογίας ο Ζαΐμης διαδραμάτισε στην Κρήτη τελείως διαφορετικό ρόλο από εκείνον του προκατόχου του.
Αντίθετα από τον Πρίγκιπα Γεώργιο, ο Αλέξανδρος Ζαΐμης δεν φιλοδοξούσε να δικαιώσει την πολιτική του σταδιοδρομία μέσω της προσωπικής του επιτυχίας στο χειρισμό του Κρητικού ζητήματος. Ήταν διατεθειμένος να διαχειρισθεί τις αρμοδιότητες του αξιώματός του όπως αυτές απέρρεαν από το νέο καταστατικό χάρτη (άρθρο 34) και κυρίως να μην ανταγωνιστεί στις προσωπικές του σχέσεις τους Κρητικούς πολιτικούς ηγέτες. Όπως δήλωσε στη Συνέλευση ο Ελευθέριος Βενιζέλος:
"Είναι ευτύχημα και δια τον κρητικόν λαόν και δια το έθνος, ότι ο κληθείς σήμερον, όπως εφαρμόση το κοινοβουλευτικόν πολίτευμα εν Κρήτη είναι εις εκ των πρώτων πολιτικών ανδρών της Ελλάδος. Δεν έρχεται άπειρος του κατά το Σύνταγμα κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Ήσκησε τούτο επί μακρόν εν Ελλάδι ως υπεύθυνος κυβερνήτης, ανελθών εις τα ανώτατα της Πολιτείας αξιώματα. Έχομεν λοιπόν κατά τούτο το πλεονέκτημα, ότι ο εν τη ανωτάτη ημών αρχή, ο ανεύθυνος παράγων, ανήλθεν εις το αξίωμα τούτο καθ’ όν περίπου τρόπον ανέρχωνται εις τα δημοκρατικά πολιτεύματα εις την ανωτάτην αρχήν οι πολίται".
Η Έλευση της Νέας Διοίκησης
Οι συνομιλίες ανάμεσα στον Ιωάννη Σφακιανάκη και τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον κύριο εκφραστή του ένοπλου κινήματος του Θέρισου, εκ μέρους των Κρητών, και στην τετραμερή προξενική επιτροπή που αντιπροσώπευε τις Μεγάλες Δυνάμεις, κατέληξαν σε τελική συμφωνία στη συνάντηση της 15ης Νοεμβρίου 1906 στην Αγία Μονή. Η συμφωνία περιελάμβανε την αντικατάσταση του ύπατου αρμοστή, τη λήξη του ένοπλου αγώνα, τη χορήγηση αμνηστίας στους επαναστάτες και την παράδοση του οπλισμού τους στις στρατιωτικές αρχές των Μεγάλων Δυνάμεων.
Η συμφωνία αυτή αποδείχθηκε σωτήρια για το κίνημα του Θέρισου, διότι η ενίσχυση των ξένων στρατευμάτων στην Κρήτη με νέες δυνάμεις (πλέον ανέρχονταν σε 3.000 άνδρες άρτια εξοπλισμένους και εκπαιδευμένους), η αναστάτωση της οικονομικής ζωής της νήσου και η επιδείνωση των καιρικών συνθηκών το χειμώνα του 1905 - 1906 αποτελούσαν αρνητικούς παράγοντες για την επικράτηση των επαναστατών. Οι ελιγμοί του Βενιζέλου εκείνο το κρίσιμο διάστημα υπήρξαν επιτυχείς και αποτέλεσαν το επιστέγασμα του πολυετούς πολιτικού του αγώνα για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Η παρουσία του Γεωργίου στην Κρήτη και η υποταγή του στις διαθέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων υπήρξαν πηγή ανωμαλίας και πίεσης στο εκλογικό σώμα στις επικείμενες εκλογές του Μαΐου 1906. Κατά συνέπεια, η φίλα προσκείμενη στον Γεώργιο παράταξη επικράτησε στις εκλογές αυτές με 38.127 ψήφους και 78 βουλευτές έναντι 33.729 ψήφων και 36 βουλευτών της φιλοβενιζελικής παράταξης. Ωστόσο, ο Βενιζέλος δεν αποθαρρύνθηκε από το εκλογικό αποτέλεσμα. Πίστευε ότι το πόρισμα της διεθνούς εξεταστικής επιτροπής θα καταδείκνυε τα ιδιαίτερα προβλήματα της πολιτικής κατάστασης στην Κρήτη και θα υποχρέωνε τις Μεγάλες Δυνάμεις σε άμεση λήψη μέτρων για την επίλυση του Κρητικού Ζητήματος.
Χαρακτηριστική των προσδοκιών και των εκτιμήσεων του Βενιζέλου για τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων είναι η επιστολή του προς τον Μαρκαντωνάκη τον Απρίλιο του 1906:
''Πάσα παρέμβασις της Ευρώπης θα γίνει κατ’ έννοιαν ευνούν προς την επανάστασιν ή μάλλον προς το πρόγραμμα της επαναστάσεως, διότι η επανάστασις ως τοιαύτη δεν δύναται να ευνοηθή από τέσσερας κυβερνήσεις, εξ ων η μία μάλιστα είναι η Ρωσική. Το δυστύχημα είναι ότι, ένεκα της αντιδράσεως της δυναστείας και της εκ ταύτης διαιρέσεως των Κρητών, αι Δυνάμεις, θέλουσι να αποφύγουν την δημιουργίαν ζητημάτων αλλαχού, θα προσπαθήσουν μέχρι τέλους ν’ αποκλείσουν την ένωσιν''.
Πράγματι, η Βρετανική πλευρά ήταν αυτή που πήρε την πρωτοβουλία για την επίλυση του αδιεξόδου που συνεπαγόταν η παρουσία του πρίγκιπα Γεωργίου ως ύπατου αρμοστή στην Κρήτη. Ο ρόλος του Sir Edward Law στη διεθνή εξεταστική επιτροπή υπήρξε καταλυτικός, όπως και η αναπόφευκτη διαπίστωση της πραγματικότητας μέσα από την επαφή των μελών της επιτροπής με τον κρητικό λαό. Αυτό διαφαίνεται με ευκρίνεια στην εισαγωγή της έκθεσης της επιτροπής προς τις κυβερνήσεις τους:
''Καταλήξαμε στην ομόφωνη γνώμη ότι το σημερινό πολιτικό καθεστώς της Κρήτης παρουσιάζει σοβαρά μειονεκτήματα και κινδύνους. Η κατάσταση της νήσου στη διάρκεια των τελευταίων επτά ετών έχει τόσο άσχημα προσδιορισθεί και ανταποκρίνεται τόσο λίγο στους πόθους του πληθυσμού, ώστε όλες οι διοικητικές ή δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, των οποίων θα ήταν δυνατό να επιχειρηθεί η εισαγωγή, δεν θα αποτελέσουν παρά πειράματα ανίκανα να παράσχουν στον τόπο μονιμότερα τη γαλήνη, την ησυχία και την ευημερία. Θεωρούμε καθήκον να εκφράσουμε ειλικρινά τη γνώμη ότι το μόνο φάρμακο στην επικίνδυνη σημερινή κατάσταση είναι η ταχύτερη δυνατή ένωση της Κρήτης με το Βασίλειο της Ελλάδος''.
Αν και η λύση της ευρείας αυτονομίας ουσιαστικά παραμεριζόταν από τη διεθνή εξεταστική επιτροπή αυτό δεν σήμαινε ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις ήταν ακόμη έτοιμες να αποδεχτούν τη λύση της ένωσης με την Ελλάδα και να μεριμνήσουν για την άμεση εφαρμογή της. Κατά συνέπεια, η διεθνής επιτροπή επικεντρώθηκε στη βελτίωση των ισχυόντων πολιτικών συνθηκών στην Κρήτη. Η πολιτική της είχε δύο κατευθύνσεις: αφενός τη βελτίωση της οικονομικής ζωής στη νήσο και της εφαρμογής απαραίτητων διοικητικών μεταρρυθμίσεων και αφετέρου την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ της πτέρυγας του πρίγκιπα Γεωργίου και της πτέρυγας του Βενιζέλου και των «συνταγματικών».
Όμως, η αδιάλλακτη στάση του πρίγκιπα Γεωργίου και η παντελής έλλειψη διάθεσης εκ μέρους του για συνεννόηση με τη Βενιζελική αντιπολίτευση δυναμίτιζαν τις προσπάθειες της διεθνούς επιτροπής. Η «δαιμονοποίηση» του Βενιζέλου από τον πρίγκιπα Γεώργιο και τους υποστηρικτές του απέδωσε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που ανέμεναν. Ο Κρητικός λαός, στην πλειονότητά του, γύρισε την πλάτη στον πρίγκιπα Γεώργιο θεωρώντας τον υπαίτιο για τη μη επίτευξη του απώτερου σκοπού της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα.
Παρομοίως, οι εκπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων και η Ελληνική κυβέρνηση αντιλαμβάνονταν ότι η παράταση της παρουσίας του πρίγκιπα Γεωργίου στην Κρήτη δυναμίτιζε το κλίμα εκεί και αύξανε επικίνδυνα τις πιθανότητες μιας νέας επαναστατικής κίνησης. Χαρακτηριστική των εκτιμήσεων της Αθήνας είναι η επιστολή του πρωθυπουργού Γεωργίου Θεοτόκη προς τον Γάλλο εκπρόσωπο της διεθνούς εξεταστικής επιτροπής στην Κρήτη:
''Ο ύπατος αρμοστής δεν διέθετε τα απαιτούμενα προσόντα για να κυβερνήσει τον Κρητικό λαό, καθώς είχε διαπράξει αδεξιότητες και είχε αποξενωθεί από τις συμπάθειες σημαντικής μερίδας του πληθυσμού''.
Νέα έκθεση της διεθνούς εξεταστικής επιτροπής στις 30 Μαρτίου 1906 προς τις Μεγάλες Δυνάμεις αποκρυστάλλωνε οριστικά τα συμπεράσματά της για το τι μέλλει γενέσθαι με το Κρητικό Ζήτημα. Πέρα από μια σειρά παρατηρήσεων και προτάσεων σχετικά με την επίλυση οικονομικών, δημοσιονομικών και διοικητικών ζητημάτων, η έκθεση αυτή κατέληγε απερίφραστα στο συμπέρασμα ότι η παρουσία του πρίγκιπα Γεωργίου ήταν ανυπέρβλητο εμπόδιο για τη διασφάλιση μιας ομαλής πολιτικής ζωής στην Κρήτη και ότι η μόνη λύση για το Κρητικό Ζήτημα ήταν η οριστική ένωση της νήσου με την Ελλάδα.
Σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις έπαιξε η παρουσία του Sir Edward Law στη διεθνή επιτροπή ως προέδρου ενός προσώπου με ιδιαίτερη βαρύτητα στη Βρετανική διπλωματία και με μεγάλη εμπειρία στα θέματα της Ελλάδας και της Ανατολικής Μεσογείου. Η πρότασή του προς τον Βρετανό υφυπουργό Εξωτερικών, Charles Harding, για ανάθεση του δικαιώματος αντικατάστασης του ύπατου αρμοστή της Κρήτης στον Έλληνα βασιλιά έγινε δεκτή από τον δεύτερο. Μάλιστα, κατά τη διεξαγωγή της Μεσολυμπιάδας στην Αθήνα, όταν ο Harding αποτελούσε μέλος της διπλωματικής αποστολής που συνόδευε το βασιλιά Εδουάρδο, ο Βρετανός πολιτικός διαβίβασε τις προτάσεις της Βρετανικής κυβέρνησης στην Ελληνική κυβέρνηση και το Παλάτι.
Η Βρετανική πρόταση προσέκρουσε αρχικά στη σθεναρή Ρωσική αδιαλλαξία, η οποία έβλεπε με φόβο και ανησυχία οποιαδήποτε προσπάθεια ανατροπής των συσχετισμών δυνάμεων στα Βαλκάνια, αλλά και στις Γαλλικές και τις Ιταλικές επιφυλάξεις που έβλεπαν με καχυποψία την προοπτική ενδυνάμωσης της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο και, κατά συνέπεια, την ανάδειξή της σε ανταγωνιστική προς τα Ιταλικά και Γαλλικά συμφέροντα ναυτικής δύναμης - δορυφόρου της Μεγάλης Βρετανίας στην περιοχή. Εν τέλει, οι αντιρρήσεις και επιφυλάξεις των υπόλοιπων Μεγάλων Δυνάμεων κάμφθησαν εξαιτίας του αναβρασμού που επικρατούσε στην Κρήτη.
Στις 23 Ιουλίου 1906 κοινοποιήθηκαν στον πρίγκιπα Γεώργιο οι τελικές αποφάσεις τους, οι οποίες περιελάμβαναν τα εξής:
α) Αποχώρηση των διεθνών στρατιωτικών τμημάτων, τα οποία θα αντικαθιστούσαν τμήματα Χωροφυλακής και Πολιτοφυλακής υπό τη διοίκηση Ελλήνων αξιωματικών, οι οποίοι θα είχαν πρώτα αποχωρήσει από τις τάξεις του Ελληνικού στρατού.
β) Χορήγηση νέου δανείου αξίας 9.300.000 Γαλλικών φράγκων και αναστολή της πληρωμής των τόκων του πρώτου δανείου ως το 1911.
γ) Επέκταση της ισχύος της επιτροπής διεθνούς οικονομικού ελέγχου των δημοσιονομικών της Ελλάδας και στην Κρήτη.
δ) Αναθεώρηση του Συντάγματος της Κρήτης.
Τρεις βδομάδες αργότερα, στις 14 Αυγούστου, υπήρξε εμπιστευτική κοινοποίηση στο βασιλιά Γεώργιο -κατόπιν Ρωσικής απαίτησης, ελπίζοντας ότι έτσι δεν θα διαταραχθούν οι ενδοβαλκανικές ισορροπίες- του δικαιώματος διορισμού ύπατου αρμοστή, ασφαλώς αφού εξασφαλιστεί η σύμφωνη γνώμη των Μεγάλων Δυνάμεων. Ωστόσο, ένα μήνα αργότερα, πραγματοποιήθηκε και η επίσημη κοινοποίηση και αυτού του σκέλους των αποφάσεων των Μεγάλων Δυνάμεων, οριστικοποιώντας τη ροή των γεγονότων. Οι εξελίξεις αυτές ξεσήκωσαν κύματα ενθουσιασμού τόσο στην ελεύθερη Ελλάδα όσο και στον υπόλοιπο Ελληνισμό.
Διαφαινόταν ξεκάθαρα πλέον η προοπτική της πολυπόθητης ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα. Οι αποφάσεις αυτές λειτούργησαν ευεργετικά στην εσωτερική πολιτική κατάσταση και εκτόνωσαν το συσσωρευμένο κλίμα δυσαρέσκειας και έντασης που είχε δημιουργηθεί τις τελευταίες δεκαετίες για το Κρητικό Ζήτημα. Παρόμοια συναισθήματα κυριάρχησαν και στην Κρήτη. Ο Βενιζέλος και η αντιπολίτευση στην Κρήτη έβλεπαν με μεγάλη ικανοποίηση την επαλήθευση των εκτιμήσεών τους και τη δικαίωση του αγώνα τους, αλλά και την απαλλαγή του αυτόνομου καθεστώτος της Κρήτης από τη μέγκενη της διεθνούς προστασίας.
Επιπρόσθετα, στην ίδια γραμμή μ’ αυτούς συνέπλεαν πλέον τόσο το Παλάτι όσο και η Ελληνική κυβέρνηση. Ταυτόχρονα με την κοινοποίηση των αποφάσεων των Μεγάλων Δυνάμεων ο βασιλιάς Γεώργιος της Ελλάδας έπαυσε τον πρίγκιπα Γεώργιο από τη θέση του ύπατου αρμοστή και όρισε ως αντικαταστάτη του τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, έναν από τους πιο έμπειρους και κοινά αποδεκτούς πολιτικούς στην Ελλάδα. Ωστόσο, μια μικρή μειονότητα στην Κρήτη, φίλα προσκείμενη στον πρίγκιπα Γεώργιο, θέλησε να εναντιωθεί στις αποφάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων και της Ελληνικής κυβέρνησης.
Αλλά εξουδετερώθηκε σε πολιτικό επίπεδο, χάρη στην υπακοή που έδειξε ο πρίγκιπας Γεώργιος στις εντολές του Έλληνα βασιλιά και της κυβέρνησης της Αθήνας, αλλά και στην ακλόνητη στάση και των δύο αυτών παραγόντων της Ελληνικής πολιτικής ζωής. Όμως, ακόμη και την τελευταία στιγμή, οι αντιδράσεις των φιλοπριγκιπικών δεν εκάμφθησαν καθώς αιματηρά επεισόδια έλαβαν χώρα την ημέρα αναχώρησης του πρίγκιπα Γεωργίου. Ο δρόμος προς την επίτευξη της πολιτικής ομαλότητας στη νήσο προμηνυόταν δύσκολος και δύσβατος.
Ο Αρμοστής Ζαΐμης
Ο Αλέξανδρος Ζαΐμης υπήρξε ένας πολιτικός με θητεία σε σημαντικές θέσεις στον Ελληνικό πολιτικό στίβο. Προερχόταν από την ιστορική οικογένεια των Ζαΐμηδων, η οποία είχε διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο την περίοδο της Τουρκοκρατίας ως προεστοί των Καλαβρύτων αλλά και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821. Ήταν άρτια καταρτισμένος νομικός με σπουδές στην Αθήνα και τη Γερμανία, είχε δραστηριοποιηθεί ως τραπεζίτης και είχε υπηρετήσει σε νευραλγικές θέσεις στο διπλωματικό σώμα. Μετά το θάνατο του πατέρα του πολιτεύθηκε στην επαρχία Καλαβρύτων, όπου εκλέχθηκε από την πρώτη φορά με την παράταξη του Θεόδωρου Δηλιγιάννη.
Υπήρξε μέλος των κυβερνήσεων Δηλιγιάννη (1890 - 1892) ως υπουργός Δικαιοσύνης και Εσωτερικών και Πρόεδρος της Βουλής την περίοδο 1895 - 1898. Πριν οριστεί ύπατος αρμοστής στην Κρήτη είχε διατελέσει πρωθυπουργός δύο φορές (έμελλε να υπηρετήσει σ’ αυτή τη θέση άλλες τέσσερις φορές). Η πρώτη του πρωθυπουργία ξεκίνησε την 21η Σεπτεμβρίου 1897, μετά την πτώση της κυβέρνησης Δημητρίου Ράλλη, αφού απέσυρε την εμπιστοσύνη της σ’ αυτή ο Δηλιγιάννης. Οι δύο πολιτικοί άνδρες συμφώνησαν να παραιτηθεί ο Ζαΐμης από την Προεδρία της Βουλής και να αναλάβει την εντολή σχηματισμού νέας κυβέρνησης.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης του διακυβέρνησης ο Ζαΐμης σημείωσε αξιόλογες επιτυχίες, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν η υπογραφή συνθήκης ειρήνης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία (Συνθήκη Κωνσταντινούπολης, 22 Νοεμβρίου/4 Δεκεμβρίου 1897) μετά τον ατυχή για τους Έλληνες πόλεμο του 1897. Ο Ζαΐμης διακρίθηκε για τη σθεναρή του στάση κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, ιδιαίτερα για την άρνησή του να δεχθεί τα τετελεσμένα που υπαγόρευε η προκαταρκτική συνθήκη ειρήνης, σύμφωνη με τα γεωπολιτικά και γεωοικονομικά συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά με την Ελλάδα απούσα από το διπλωματικό τραπέζι.
Επίσης, πέτυχε μια ευνοϊκή, συμβιβαστική ρύθμιση για την εξυπηρέτηση των τοκοχρεολυσίων των δανείων κατά τις διαπραγματεύσεις της κυβέρνησής του με την επιτροπή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Ωστόσο, ο συμβιβασμός αυτός σήμαινε τη λήψη σκληρών οικονομικών μέτρων στο εσωτερικό, που αποτέλεσε αιτία της πτώσης της πρώτης του κυβέρνησης στις 29 Οκτωβρίου 1898. Ο βασιλιάς Γεώργιος του ανέθεσε εκ νέου την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, η οποία υπήρξε επιτυχής. Τα οικονομικά μέτρα εγκρίθηκαν από την επόμενη Βουλή.
Η επανάσταση των Κρητικών την περίοδο 1895 - 1898 και ιδιαίτερα οι σφαγές των Χριστιανών του Ηρακλείου από τους Τούρκους προκάλεσαν την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, κατόπιν της πίεσης της Ευρωπαϊκής κοινής γνώμης και των αναταράξεων που προκάλεσε ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897. Από τον Σεπτέμβριο του 1898, στην Κρήτη βρίσκονταν μόνο στρατιωτικά τμήματα των Μεγάλων Δυνάμεων, ενώ ο τουρκικός στρατός και η Χωροφυλακή είχαν ήδη αποχωρήσει. Προσωρινοί διοικητές της Κρήτης είχαν αναλάβει οι Ναύαρχοι των στόλων των Μεγάλων Δυνάμεων, ενώ σε διπλωματικό επίπεδο διεξάγονταν πυρετώδεις διαβουλεύσεις για την τύχη της νήσου.
Εν τέλει, οι Ελληνικές θέσεις για το θέμα της Αρμοστείας της Κρήτης έγιναν, σε γενικές γραμμές, δεκτές. Ορίστηκε ο πρίγκιπας Γεώργιος της Ελλάδας ως ύπατος αρμοστής της Κρήτης, αποτρέποντας έτσι το δυσμενές για τα Ελληνικά συμφέροντα ενδεχόμενο ορισμού του διαδόχου της Αιγύπτου. Ο Ζαΐμης, αισθανόμενος ότι η κυβέρνησή του είχε εκπληρώσει σημαντικούς οικονομικούς και διπλωματικούς στόχους, προκήρυξε τη διεξαγωγή εκλογών τον Φεβρουάριο του 1899 αλλά ηττήθηκε από τον Γεώργιο Θεοτόκη, ο οποίος ανήλθε στην εξουσία στις 2 Απριλίου 1899.
Όμως, στις 12 Νοεμβρίου 1901 ανέλαβε την πρωθυπουργία για δεύτερη φορά, μετά τις φοβερές ταραχές των «Ευαγγελικών» στην Αθήνα με αφορμή τις προσπάθειες μεταφοράς του Ευαγγελίου στη δημοτική γλώσσα. Η κυβέρνηση Γεωργίου Θεοτόκη παραιτήθηκε παρασυρόμενη από τη δίνη των αναταραχών. Την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ανέλαβε ο Ζαΐμης και όχι ο αρχηγός του κόμματός του Δηλιγιάννης, καθώς ο Θεοτόκης αρνήθηκε να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης σε μια κυβέρνηση υπό τον δεύτερο. Ο Ζαΐμης πέτυχε την αποκατάσταση της τάξης μετά από επίπονες προσπάθειες μέσα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα.
Επτά μήνες αργότερα, στις αρχές Ιουνίου 1902, αιτήθηκε στο βασιλιά Γεώργιο τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών. Στις εκλογές που έλαβαν χώρα στις 17 Ιουνίου 1902, ο Ζαΐμης ηγήθηκε ενός νέου κομματικού σχηματισμού αλλά νικητής αναδείχθηκε ο Δηλιγιάννης, ο οποίος σχημάτισε, εν τέλει, νέα κυβέρνηση στις 24 Νοεμβρίου 1902. Ο Ζαΐμης αποτέλεσε προσωπική επιλογή του βασιλιά Γεωργίου, ο οποίος εκτιμούσε τις ικανότητες του Αχαιού πολιτικού και ιδιαίτερα την επιτυχή έκβαση που είχαν οι προσπάθειές του ανεύρεσης εξισορροπητικής λύσης σε παρόμοιες αποστολές στο παρελθόν.
Για τον Γεώργιο, ο Ζαΐμης θα ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση την κατάλληλη στιγμή. Ο νέος ύπατος αρμοστής δεν άργησε να δώσει δείγματα γραφής της μετριοπάθειάς του και των προθέσεών του να κινηθεί σύμφωνα με το Σύνταγμα της Κρήτης. Αυτό άλλωστε διαφαίνεται στο διάγγελμά του προς τους Κρήτες αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του: «Και παρά τω κρητικώ λαώ, ως εν εμοί, η αυτή κρατεί αφοσίωσης, προς τους ελευθέρους θεσμούς, την ανάπτυξιν δ’ αυτών απεκδέχομαι από τη σύνεσιν των μελών της συντακτικής Συνελεύσεως, φρονών ότι, όπως η ελευθέρα Ελλάς, ούτω και η Κρήτη, το ηρωικόν τούτο τμήμα του γένους, μόνον διά φιλελευθέρων θεσμών δύναται να προοδεύση».
Παράλληλα, ο Ζαΐμης, κινούμενος σε κλίμα ενωτικό, χορήγησε γενική αμνηστία σ’ όσους συμμετείχαν στα επεισόδια την ημέρα αναχώρησης του πρίγκιπα Γεωργίου από την Κρήτη. Στη συνέχεια, ο Ζαΐμης έστρεψε την προσοχή του στη διασφάλιση της εύρυθμης και άμεσης λειτουργίας του Κρητικού Συντάγματος και του κοινοβουλευτισμού. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού μερίμνησε για την απρόσκοπτη ολοκλήρωση των εργασιών της νέας Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης. Σε νομοθετικό επίπεδο, ψηφίστηκε μια σειρά από νόμους που ενίσχυσαν τις προσπάθειες διοικητικής μεταρρύθμισης.
Ενώ παράλληλα οργανώθηκε με άρτιο τρόπο η κρητική Χωροφυλακή προλειάνοντας το έδαφος για την αναχώρηση των ξένων στρατιωτικών δυνάμεων και την αντικατάστασή τους από τους Κρήτες χωροφύλακες και πολιτοφύλακες. Σχεδόν δύο έτη αργότερα, στις 24 Ιουλίου 1908, ξεκίνησε η αποχώρηση του κύριου όγκου των ξένων στρατιωτικών τμημάτων. Το χρονοδιάγραμμα προέβλεπε την ολοκλήρωση της αποχώρησης των εναπομεινασών ξένων στρατιωτικών δυνάμεων μέχρι τα μέσα του 1909. Άμεση συνέπεια μιας τέτοιας εξέλιξης θα ήταν η πλήρης αυτονομία της Κρήτης και, σε δεύτερο επίπεδο, η επίτευξη της ένωσης με την Ελλάδα όταν θα το επέτρεπαν οι συνθήκες.
Όμως, οι ραγδαίες εξελίξεις στο διεθνές προσκήνιο, όπου ξέσπασε το πολυαναμενόμενο κίνημα των Νεότουρκων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, και η Βοσνία - Ερζεγοβίνη που προσαρτήθηκε έξαφνα από την Αυστρο-Ουγγαρία, επίσπευσαν τα γεγονότα και στην Κρήτη. Η μεγάλη πλειονότητα του Κρητικού λαού διείδε μέσα απ’ αυτές τις ανακατατάξεις σε γεωπολιτικό επίπεδο αφενός τον κίνδυνο να του αρνηθούν το δικαίωμα να καθορίσει τις τύχες του μόνος του και αφετέρου την ευκαιρία να ανατρέψει τους σχεδιασμούς των διπλωματών στην Ευρώπη αναλαμβάνοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Μέσα σε κλίμα αναβρασμού και μεγάλων προσδοκιών, χιλιάδες λαού συνέρρευσαν στα Χανιά και άλλες πόλεις της Κρήτης στις 24 Σεπτεμβρίου / 6 Οκτωβρίου 1908 διακηρύσσοντας την κατάργηση της αρμοστείας και την ένωση με την Ελλάδα. Το δραματικό «Ψήφισμα της 24ης Σεπτεμβρίου 1908» διακήρυσσε τα εξής:
''Η Κυβέρνησις της Κρήτης, διερμηνεύουσα το αναλλοίωτον φρόνημα του Κρητικού Λαού, κηρύσσει την ανεξαρτησίαν της Κρήτης και την ένωσιν αυτής μετά της Ελλάδος, όπως μετ’ αυτής αποτελέση αδιαίρετον και αδιάσπαστον Συνταγματικόν Βασίλειον. Παρακαλεί την A.M. τον Βασιλέα ν’ αναλάβη την διακυβέρνησιν της νήσου. Δηλοί ότι μέχρι τούτου θέλει συνεχίσει να κυβερνά την νήσον εν ονόματι της A.M. του Βασιλέως των Ελλήνων, κατά τους νόμους του Ελληνικού Βασιλείου. Εντέλλεται εις τας Αρχάς της νήσου, όπως, συμφώνως τω Ψηφίσματι τούτω, εξακολουθήσωσι ν’ ασκώσι τα καθήκοντα της υπηρεσίας των''.
Εκείνη την περίοδο ο ύπατος αρμοστής Ζαΐμης παραθέριζε στην Αίγινα. Του διακοινώθηκε να μην επιστρέψει στην Κρήτη υπό την ιδιότητα του ύπατου αρμοστή, καθώς αυτός ο τίτλος δεν διακατείχε πλέον την παραμικρή οντότητα. Οι Κρήτες ήταν σε απευθείας συνεννόηση με την ελληνική κυβέρνηση στην Αθήνα. Η Κρητική διοίκηση συγκάλεσε τη Βουλή την ίδια μέρα που διεξήχθη το συλλαλητήριο στα Χανιά και ψήφισε την ένωση με την Ελλάδα. Στη συνέχεια, κατόπιν παρότρυνσης του Ελληνα πρωθυπουργού Γεωργίου Θεοτόκη, κατήργησε όλες τις αρχές της Κρητικής διοίκησης και σύστησε πενταμελή Εκτελεστική Επιτροπή με σκοπό τη διακυβέρνηση της νήσου στο όνομα του ελληνικού Στέμματος.
Εφαρμόζοντας τους νόμους και τις αρχές της Ελληνικής διοίκησης, ακριβώς σαν να ήταν αναπόσπαστο τμήμα του Ελληνικού κράτους. Η εντονότατη αντίδραση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ήταν αρκετή για να προκαλέσει την άμεση επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες τήρησαν μια αποστασιοποιημένη στάση απέναντι στις εξελίξεις, χωρίς να τάσσονται οριστικά υπέρ της ένωσης. Προς το παρόν, είχε επιλεχθεί η λύση της διατήρησης του καθεστώτος της αυτονομίας, όπως είχε οριστεί στη Συνθήκη του 1898 μετά την Επανάσταση. Για το λόγο αυτό, είχε επιλεχθεί μια πολιτική ίσων αποστάσεων. Η ύψωση της Ελληνικής σημαίας στο φρούριο του Φιρκά, στα Χανιά, προκάλεσε την αντίδρασή τους.
Κατόπιν απαίτησης των διοικητών των ξένων στρατιωτικών δυνάμεων η Ελληνική σημαία έπρεπε να υποσταλή. Αυτό βέβαια ήταν αδιανόητο, καθώς κανένας Κρητικός δεν ήταν πρόθυμος να προβεί σε μια τέτοια πράξη αυτοταπείνωσης. Τότε, ξένο στρατιωτικό τμήμα αποβιβάσθηκε στη Σούδα, αποκόπτοντάς την από τον ιστό της, προκαλώντας την οργή των Κρητών αλλά και του υπόλοιπου Ελληνισμού. Η εξέλιξη αυτή, όμως, αποτελούσε ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς όλες τις κατευθύνσεις ότι τίποτα ακόμη δεν είχε κριθεί και ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις ήταν αμφιταλαντευόμενες στο ζήτημα της ανεξαρτησίας της Κρήτης.
Έπρεπε, λοιπόν, οι επόμενοι χειρισμοί της Ελληνικής πλευράς να είναι προσεκτικοί και να λαμβάνουν υπόψη τους το ρευστό διεθνές κλίμα.
Το Έργο του Αλέξανδρου Ζαΐμη στην Κρήτη
Ο Αλέξανδρος Ζαΐμης ανέλαβε το αξίωμα του Ύπατου Αρμοστή με πενταετή θητεία, αλλά έμεινε στην Κρήτη δύο χρόνια. Στα χρόνια αυτά, η απόφαση των Δυνάμεων, οι προσωπικές αρετές του Ζαΐμη και η σύνεση των Κρητών εξασφάλισαν για το νησί μία περίοδο ανάπτυξης και εσωτερικής ειρήνης. Επιδόθηκε στο έργο του με εμφανείς επιπτώσεις στην καθημερινή ζωή και στη λειτουργία των θεσμών. Στο διάστημα αυτό εγκαταλείφθηκε από τις Δυνάμεις ο οικονομικός και διοικητικός έλεγχος του νησιού. Η Ελληνική παρουσία στη στελέχωση των υπηρεσιών της δικαιοσύνης, της οικονομίας και της δημόσιας τάξης ήταν πλέον εμφανής.
Μετακλήθηκαν από την Ελλάδα όχι μόνο αξιωματικοί για την οργάνωση και στελέχωση της πολιτοφυλακής αλλά και δικαστικοί και τραπεζικοί υπάλληλοι.Τα δύο βασικότερα έργα που συντελέστηκαν κατά τη διάρκεια της παραμονής του Ζαΐμη στην Κρήτη ήταν η αναθεώρηση του Συντάγματος του 1899 και η οργάνωση της πολιτοφυλακής. Το σημαντικότερο έργο που επιτέλεσε ο Ζαΐμης κατά τη διετή παραμονή του στην Κρήτη ήταν η οργάνωση της πολιτοφυλακής από Έλληνες αξιωματικούς. Το σώμα αυτό ήταν προορισμένο να αναλάβει την τήρηση της τάξης μετά από την προγραμματισμένη αναχώρηση των διεθνών στρατευμάτων.
Το νέο σώμα έκανε την πανηγυρική πρώτη του εμφάνιση στις 28 Απριλίου / 10 Μαΐου 1908 ενώπιον του Αρμοστή και των τοπικών και διεθνών αρχών του νησιού. Η χωροφυλακή και η πολιτοφυλακή είχαν οργανωθεί κατά τις υποδείξεις της διακοίνωσης της 10 / 23 Ιουλίου 1906. Έτσι, στις 20 Μαρτίου του 1908 ο Ζαΐμης, πιστός στο καθήκον του, απηύθυνε προς τους Προξένους των Δυνάμεων επίσημο αίτημα για την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων. Και ένα μήνα αργότερα, οι Πρόξενοι του απάντησαν ότι:
"Οι Προστάτιδες Δυνάμεις αποφάσισαν να αρχίσουν, κατά τη διάρκεια αυτού του καλοκαιριού, την προοδευτική ανάκληση από την Κρήτη των διεθνών στρατευμάτων με διαδοχικές μειώσεις, κατά τρόπο ώστε να επιτύχουν την πλήρη εκκένωση του νησιού μέσα σε διάστημα ενός έτους από την ημερομηνία αποχώρησης του πρώτου κλιμακίου, σύμφωνα με τις διατάξεις της κοινοποίησης της 10 / 23 Ιουλίου 1906".
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
(ΜΕΡΟΣ Β')
* ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ : ΜΕΡΟΣ Α' - ΜΕΡΟΣ Γ'
(ΜΕΡΟΣ Β')
* ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ : ΜΕΡΟΣ Α' - ΜΕΡΟΣ Γ'
ΠΗΓΕΣ :
(1) :
http://www.e-typos.com/files/1/migrated/printed/pdf/istorika_18.pdf
(2) :
http://www.venizelos-foundation.gr/multimedia
(3) :
http://mydaimoncom.blogspot.gr/2015/05/blog-post_26.html
(4) :
http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-C102/79/648,2417/
(5) :
http://cyclades24.gr/2014-01-15-09-42-24/2014-01-15-10-12-59/afieromata/item/8742-100-xronia-apo-thn-enosh-ths-krhthsh-me-thn-ellada.html
(6) :
http://www.haniotika-nea.gr/epanastatiko-kinima-tou-therisou/
(1) :
http://www.e-typos.com/files/1/migrated/printed/pdf/istorika_18.pdf
(2) :
http://www.venizelos-foundation.gr/multimedia
(3) :
http://mydaimoncom.blogspot.gr/2015/05/blog-post_26.html
(4) :
http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-C102/79/648,2417/
(5) :
http://cyclades24.gr/2014-01-15-09-42-24/2014-01-15-10-12-59/afieromata/item/8742-100-xronia-apo-thn-enosh-ths-krhthsh-me-thn-ellada.html
(6) :
http://www.haniotika-nea.gr/epanastatiko-kinima-tou-therisou/
Ιστορία Ελληνική και Παγκόσμια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου