Κυριακή 31 Μαΐου 2015

Ανταγωνιστικότητα είναι η ικανότητα μιας χώρας ή περιοχής να δημιουργεί ευημερία

economia


Η παρούσα εργασία πήρε το 5ο ομαδικό βραβείο στον 20ο economia φοιτητικό διαγωνισμό (2014).
των Σοφία Κόλλια και Κωνσταντίνου Κόλλια
Σύμφωνα με τον Fagerberg (1996): «Η ανταγωνιστικότητα αναφέρεται στην ικανότητα μιας χώρας να πετύχει τους βασικούς στόχους της οικονομικής της  πολιτικής, ιδιαίτερα την αύξηση του εισοδήματος και της απασχόλησης, χωρίς να αντιμετωπίζει προβλήματα στο ισοζύγιο πληρωμών». Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εμφάνισε το 2013, για πρώτη φορά από το 1948, πλεόνασμα 1,24 δισ. ευρώ χάρη κυρίως στην αύξηση των εσόδων από τον τουρισμό και τη σημαντική μείωση των εισαγωγών. Σημαντική ήταν και η συμβολή της μείωσης των τόκων για την εξυπηρέτηση του χρέους[1]. Σε αυτή την μεταβατική περίοδο για την Ελλάδα θα παρουσιάσουμε την εργασία μας για τον 20ο φοιτητικό διαγωνισμό με θέμα <<Ανταγωνιστικότητα και Ελληνική Οικονομία>>.

Από τον παρασιτισμό στην ανταγωνιστική οικονομία

Η Ελλάδα βιώνει με τον πιο βίαιο τρόπο την ανάγκη αλλαγής οικονομικού μοντέλου, που στηρίχτηκε στον παρασιτισμό του Δημοσίου και την αδιαφάνεια. Το σοκ της προσαρμογής για μια οικονομία εθισμένη στην κατανάλωση πέρα από τις δυνάμεις της, που εφησύχαζε για τις συνεχείς απώλειες ανταγωνιστικότητας είναι μεγάλο.


Η αποκήρυξη του κομματικού κράτους, της σχέσης πελατείας - πατρωνείας επανέρχεται σταθερά στο πολιτικό λόγο – πάντως από την εποχή του Ελευθερίου Βενιζέλου, αν όχι από εκείνη του Χαριλάου Τρικούπη. Όμως, από τότε η ίδια αυτή πελατειακή λογική ενσωματώθηκε στα αντανακλαστικά της κοινωνίας. Ο πολιτικός υπόσχεται διορισμούς, συντάξεις, << έργα >>, συμβάσεις, ρυθμίσεις, πρόσβαση στα νοσοκομεία- με μία λέξη : λύσεις στα προβλήματα του συγκεκριμένου πολίτη. Ο πολίτης ανταλλάσει με αυτά ( ή με την προσδοκία τους ) την ψήφο του.

Όταν το ποσοστό ανεργίας που προέρχεται από τον ιδιωτικό τομέα έχει φτάσει σε πολύ υψηλά επίπεδα, το κομματικό – πελατειακό κράτος λειτουργεί αρνητικά στην ανταγωνιστικότητα της χώρας μας.

Ανταγωνιστικότητα και επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες

Το ζήτημα της τεχνολογίας αντιμετωπίζεται από τις διαρκώς επιτυχημένες επιχειρήσεις με μια διαφορετική προσέγγιση – φιλοσοφία, σύμφωνα με συμπεράσματα των ερευνών, και κυρίως του J. Collins. Πρώτον, για τη διαρκή ανταγωνιστικότητα και επιτυχία η τεχνολογία είναι άκρως απαραίτητη. Δεύτερον, η πρωτοπορία στην τεχνολογία αποδίδει μόνο όταν συμβάλλει στη δημιουργία μοναδικών ικανοτήτων και εντάσσεται αρμονικά στη συνολική στρατηγική και το επιχειρηματικό μοντέλο. Τρίτον, η αποτελεσματική διαχείριση (επιλογή – απόκτηση – εισαγωγή – εφαρμογή – χρήση) της τεχνολογίας απαιτεί ανάλογες ικανότητες και κουλτούρα. Συνεπώς, επιλεγούν και εφαρμόζουν με ιδιαίτερη προσοχή της νέες τεχνολογίες, και αποφεύγουν τη μόδα. 

Σύμφωνα, όμως, με τον Jeffrey D. Sachs: «Θα πρέπει να ορίσουμε εκ νέου τη συμμετοχή των μεγάλων επιχειρήσεων, προσφέροντας τους επαρκή κίνητρα και επιβράβευση για την επιτυχία, χωρίς όμως να τους επιτρέπουμε να διατηρούν μονοπώλιο σε επιτυχημένες τεχνολογίες που θα πρέπει να υιοθετηθούν σε ευρεία κλίμακα».

Με βάση τα παραπάνω αναφέρουμε τους τομείς που είτε άμεσα (π.χ. ηλεκτρονικό εμπόριο) είτε έμμεσα (π.χ. ηλεκτρονική διακυβέρνηση) επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων και κατά συνεπεία την προοπτική να έχουν διεθνή παρουσία.

E – Government: Άλματα προόδου τόσο σε θεσμικό επίπεδο όσο και όσον αφορά την εκπαίδευση των πολιτών θα πρέπει να κάνει το ελληνικό Δημόσιο αν θέλει έστω και να πλησιάσει την Ευρωπαϊκή Ένωση στον τομέα της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης. Είναι χαρακτηριστικό πως οι τελευταίες έρευνες και μελέτες από την Ελλάδα και το εξωτερικό δείχνουν αρκετά χαμηλές επιδόσεις σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης eGovernment Benchmark 2012 που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συμμετείχαν 28.000 πολίτες από 32 χώρες, στην Ελλάδα μόλις το 21% των πολιτών ασχολείται ενεργά με την ηλεκτρονική διακυβέρνηση όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι στο 26%. Από την άλλη, έστω και μία φορά έχουν χρησιμοποιήσει μία υπηρεσία ηλεκτρονικής διακυβέρνησης το 41% των Ελλήνων πολιτών. Σημειωτέον πως, σύμφωνα με την Eurostat, το ποσοστό χρήσης υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης στην Ελλάδα το 2012 ήταν στο 34%.

Οι Έλληνες γραφειοκράτες έχουν συνήθως παιδεία νομικού ή πολιτικού επιστήμονα, σπανίως δε πρόσθετη κατάρτιση πριν από την υπηρεσία τους ή κατά τη διάρκεια της. Το αποτέλεσμα είναι συχνά να μην έχουν την απαραίτητη οργανωσιακή συγκρότηση, το στάτους, τα προνόμια τάξης και την ειδίκευση που συνήθως συνδέονται με τους Δυτικοευρωπαίους συναδέλφους τους. Παρότι σχετικά μεγάλη σε μέγεθος, η ελληνική δημόσια διοίκηση παραμένει σε σημαντικό βαθμό αναποτελεσματική και αδύναμη σε σύγκριση με τα πολιτικά κόμματα. 

Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην ηλεκτρονική διακυβέρνηση. Αυτό μπορεί να γίνει με καλύτερη εκπαίδευση των δημοσιών υπαλλήλων και των πολιτών.

Ηλεκτρονικό Εμπόριο: Λόγω της φύσης του το διαδίκτυο συντελεί στη δημιουργία και συντήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού. Οι μικρές επιχειρήσεις επωφελούνται από το μικρό κόστος στησίματος του δικτυακού τους χώρου και μεταδίδουν μηνύματα και πληροφορίες σε υποψήφιους πελάτες, με ίσους όρους έναντι των μεγαλύτερων ανταγωνιστών τους. Το ηλεκτρονικό εμπόριο διαφέρει από το παραδοσιακό εμπόριο στο γεγονός ότι κάποια ή κάποιες από τις λειτουργικές διαδικασίες του παραδοσιακού εμπορίου γίνεται ηλεκτρονικά, μέσω του διαδικτύου[10]. Σήμερα εκτιμάται ότι οι ενεργοί χρήστες του ηλεκτρονικού εμπορίου ανέρχονται σε περίπου 2,5 εκατ., με τον μέσο όρο των αγορών που πραγματοποιούν με το πάτημα ενός κουμπιού να ανέρχεται στα 1.400 ευρώ ετησίως.
E-Banking: Σε «προσωπική τράπεζα», με αυξημένες μάλιστα δυνατότητες, μετατρέπεται σήμερα το τηλέφωνο, ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, η οθόνη του ΑΤΜ. Παράλληλα, η χρήση των εναλλακτικών δικτύων (Internet, phone banking κ.ά.) αλλάζει το τοπίο στις σχέσεις των καταναλωτών με τις τράπεζες, δίνοντας τη δυνατότητα συναλλαγών όλο το 24ωρο. Έτσι, οι συναλλαγές απλουστεύονται και γίνονται ταχύτερες, με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις να γλιτώνουν χρόνο και χρήμα. Ωστόσο το μεγάλο μειονέκτημα είναι στην προώθηση της συγκεκριμένης υπηρεσίας στους πελάτες (γεγονός που έχει να κάνει με την εξοικείωση και την εκπαίδευση της πελατείας με τις νέες τεχνολογίες).
Ευρυζωνικότητα: Η Ελλάδα τον Ιανουάριο του 2013 "ανέβηκε" άλλη μία θέση στην πανευρωπαϊκή κατάταξη αλλά συνεχίζει να παρουσιάζει χαμηλότερα ποσοστά ευρυζωνικής διείσδυσης από τον μέσο όρο της ΕΕ που ανέρχεται πλέον στο 28,8%. Σύμφωνα με τα πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία (1/1/2013) από το Digital Agenda Scoreboard, η Ελλάδα παρουσιάζει ποσοστό ευρυζωνικής διείσδυσης της τάξης του 23,8%, παρουσιάζοντας αύξηση της τάξης του 1,1% σε σχέση με τον Ιούλιο του 2012 και 2% σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2012.

Η παραπάνω μελέτη καθιστά φανερή τη σημαντική υστέρηση της χώρας μας στη νέα διαδικτυακή εποχή. Τα βήματα που έχουν γίνει πρέπει να επιταχυνθούν και όλοι οι σχετιζόμενοι να βοηθήσουν σε αυτή την κατεύθυνση.

Χρήση συστημάτων ERP και CRM: Το ERP συμβάλλει στην καλύτερη διαχείριση της επιχείρησης ανεξαρτήτου μεγέθους, ώστε η διοίκηση να βλέπει τη συνολική πληροφορία και όχι διαφορετικές εκδοχές  και ερμηνείες της ανάλογα με τα τμήματα που την παράγουν ή την επεξεργάζονται. Με τη χρήση ERP εφαρμογών, ακόμα και οι μικρές επιχειρήσεις επιτυγχάνουν την ολοκληρωμένη και απόλυτα προγραμματιζόμενη αξιοποίηση των πόρων τους, έχοντας πλήρη εικόνα για τους συναλλασσόμενους με την επιχείρηση, το ανθρώπινο δυναμικό τους, τα αποθέματα των ειδών, των μηχανών, των αποθηκευτικών χώρων κ.λπ.

 Το CRM φροντίζει για το σημαντικότερο επιχειρηματικό πλεονέκτημα πριν τη πληροφορία: τους πελάτες και την ικανοποίηση τους. Είναι ένα σύνολο συστημάτων, αποτελούμενο συνήθως από υποσυστήματα του τηλεφωνικού κέντρου και εφαρμογές λογικισμού. Σύμφωνα με αναλυτές, το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες λαμβάνουν τη μεγάλη απόφαση για διεθνή online δραστηριοποίηση είναι ο λανθασμένος υπολογισμός των ιδιαιτεροτήτων των τοπικών αγορών, τις ανάγκες των οποίων επιθυμούν να καλύψουν.

Πώς η χώρα θα μπορεί να γίνει ελκυστικός προορισμός για επενδύσεις σε κλάδους αιχμής;

Σύμφωνα με την μελέτη της «McKinsey & Company» για την Ελληνική Οικονομία, το ζητούμενο είναι η μεγέθυνση πέντε κύριων κλάδων: του τουρισμού, της ενέργειας, της μεταποίησης τροφίμων, της αγροτικής παραγωγής και του εμπορίου, καθώς και άλλων οκτώ «αναδυόμενων αστέρων» που είναι η παραγωγή γενόσημων φαρμάκων, οι ιχθυοκαλλιέργειες, ο ιατρικός τουρισμός, η φροντίδα για την τρίτη ηλικία και τους χρόνια ασθενείς, η δημιουργία περιφερειακών διαμετακομιστικών κόμβων, η διαχείριση αποβλήτων, οι εξειδικευμένες κατηγορίες τροφίμων και ο κόμβος για προγράμματα κλασικών σπουδών. Τα αποτελέσματα μπορεί να είναι εντυπωσιακά καθώς αναμένεται:

Ετήσια ανάπτυξη 3% έναντι στόχου 1,5%.
Αύξηση της παραγωγικότητας κατά 20%.
Φορολογικά έσοδα 7 δισ. ευρώ ετησίως.
Όφελος 16,5 δισ. ευρώ στο εμπορικό ισοζύγιο.

Για να γίνει όμως η Ελλάδα ελκυστικός προορισμός για επενδύσεις πρέπει να γίνει άμεσα η προώθηση των διαθρωτικών μεταρρυθμίσεων, η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, το άνοιγμα όλων των κλειστών επαγγελμάτων, η αποφυγή δημιουργίας καρτέλ[20], η αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος, η ενίσχυση της ρευστότητας και η πάταξη της διαφθοράς. Στα θετικά που έχει να εμφανίσει η Ελλάδα συγκαταλέγονται το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, το ειδικευμένο εργατικό δυναμικό και το στελεχιακό δυναμικό.

Ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για τις επενδύσεις στην Ελλάδα είναι η σταθερότητα του φορολογικού συστήματος. Ο νόμος 2238/1994 για την φορολογία εισοδήματος έχει τροποποιηθεί διακόσιες σαράντα εννέα φορές με ογδόντα ένα διαφορετικούς νόμους. Ο νόμος 4172/2013 ο οποίος καταργεί τον 2238/1994 κατά το πρώτο τρίμηνο της εφαρμογής του μόνο προβλήματα έχει δημιουργήσει στις επιχειρήσεις. Πρέπει επιτέλους να υπάρχει ένας και μόνο νόμος χωρίς συνεχείς αλλαγές ώστε ο επενδυτής να μπορεί να καταρτίσει ένα  μακροχρόνιο business plan.

Οικονομία και Παραοικονομία

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της Ελληνικής Οικονομίας που επηρεάζει άμεσα την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων είναι το παραεμπόριο, το οποίο αντιπροσωπεύει το 30 με 40% του συνολικού εμπορίου. Και δεν είναι μόνο η φοροδιαφυγή και ο αθέμιτος ανταγωνισμός που υφίστανται οι νόμιμοι έμποροι αλλά, κυρίως, οι κίνδυνοι που διατρέχουν οι καταναλωτές για τη σωματική τους ακεραιότητα και την υγεία τους από τη χρήση ελαττωματικών προϊόντων. Από την άλλη πλευρά, είναι επίσης αποδεκτό ότι οι χώρες με υψηλό δείκτη διαφθοράς παρουσιάζουν και μεγάλη παραοικονομία (Friedman et al. 1999). Οι Johnson, Kaufmann και Zodo-Lobaton (1998β) βρήκαν ότι μια αύξηση της διαφθοράς σε μια χώρα κατά 1 μονάδα – σε μια κλίμακα από το 0 έως το 6, όπου το 6 δείχνει έλλειψη διαφθοράς – οδηγεί σε μείωση του ΑΕΠ της χώρας κατά 0,84%. Όμως αυτή η σχέση γίνεται στατιστικά μη σημαντική εάν το προϊόν της παραοικονομίας χρησιμοποιηθεί στην εξίσωση ως εξωγενής μεταβλητή. Επίσης, βρήκαν ότι με τους λοιπούς παράγοντες να μην μεταβάλλονται μια αύξηση του δείκτη διαφθοράς κατά μια μονάδα, που σημαίνει μείωση της διαφθοράς, οδηγεί σε μείωση της παραοικονομίας κατά 5,1 %.

Έρευνα και Ανάπτυξη
Η Έρευνα & Ανάπτυξη (Ε&Α) παίζει σημαντικό ρόλο στα αποτελέσματα καινοτομίας των επιχειρήσεων και γι' αυτό το λόγο οι επενδύσεις για Ε&Α είναι ένας από τους πιο ισχυρούς μηχανισμούς για τον προσδιορισμό του επιπέδου της καινοτομίας, σε έναν κλάδο ή τομέα παραγωγής μίας χώρας.

Η Ελλάδα, από τη δεκαετία του 1950 έως τη δεκαετία του 1980, βίωσε τον κρατικό παρεμβατισμό με ταυτόχρονη ανυπαρξία κρατικής πολιτικής για την έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη και, στη συνέχεια, η οικονομία της μετέβη στη δεκαετία του 1990 με πειραματισμούς σε θέματα έρευνας και προσεγγίσεις τύπου «εθισμού» ιδιαίτερα των επιχειρήσεων στα θέματα αυτά. Κατά τη γνώμη μας είναι ανάγκη να γίνει διάγνωση και ανάλυση των ικανοτήτων και των πόρων του ελληνικού συστήματος έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης, στο πλαίσιο της οποίας θα συγκρίνουμε το τι έχουμε  με το τι θέλουμε, για να καταστεί εφικτό να αναδειχθεί το πραγματικό χάσμα μεταξύ των ικανοτήτων και πόρων που θέλουμε να αποκτήσουμε και εκείνων που διαθέτουμε και να οικοδομηθεί μια στρατηγική που θα λαμβάνει υπόψη της (και σε συνάρτηση με) τις επιπτώσεις της στο σύνολο του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος της χώρας.

Η συμβολή της επαγγελματικής κατάρτισης στην ανταγωνιστικότητα
Η οικονομική ανάπτυξη της χώρας δεν εξαρτάται μόνο από το φυσικό κεφαλαίο που η χώρα αυτή επενδύει στην οικονομία της, αλλά και από τις γνώσεις και τις δεξιότητες του εργατικού δυναμικού της. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της πρώην Δυτικής Γερμανίας, της οποίας η βιομηχανία είχε καταστραφεί ολοσχερώς μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πέτυχε όμως το οικονομικό θαύμα λόγω του καλά εκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού της, αλλά και της Ιαπωνίας, η οποία επενδύοντας στους ανθρώπους και όχι μόνο ανέκτησε το βιοτικό της επίπεδο και πέτυχε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Αντί επιλόγου
«Το πνεύμα κλειστού χώρου και της ηυξημένης προστασίας πρέπει να αποκατασταθεί δια την αύξησην και βελτίωσιν της παραγωγής και την εφαρμογήν συγχρόνων μεθόδων παραγωγής και εμπορίας[26]». Και όμως η παραπάνω διαπίστωση δεν είναι σημερινή. Ειπώθηκε σχεδόν πριν μισό αιώνα, και συγκεκριμένα το 1961 κατά την υπογραφή συμφωνίας σύνδεσης Ελλάδος – ΕΟΚ, από τον Ξενοφών Ζολώτα. Μήπως αυτή η δήλωση αντικατοπτρίζει την σημερινή πραγματικότητα; Μήπως πρέπει επιτελούς να εκμεταλλευτούμε όλες τις προϋποθέσεις ώστε η Ελλάδα να έχει μεταξύ των Εθνών την θέση που της αξίζει;

Σοφία Κόλλια ( Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης-Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών ) 
Κωνσταντίνος Κόλλιας ( Τμήμα Ηλεκτρολογίας ΑΤΕΙ Λαμίας )



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου