analyst
Η συγκέντρωση ισχύος σε όλο και λιγότερες εταιρείες δρομολογεί μία κεντρικά κατευθυνόμενη, σοβιετικού τύπου οικονομία των ελίτ, με μικρή παραγωγικότητα – ενώ ο πλανήτης θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα εξτρεμιστικά θετικό και με ένα εξτρεμιστικά αρνητικό σενάριο, με τη διάλυση της Ευρώπης πιθανότερη από ποτέ, με τις μάχες του δολαρίου να εντείνονται και με τη σύγκρουση Η.Π.Α., Κίνας και Ρωσίας να παίρνει νέες διαστάσεις.
.
του Βασίλη Βιλιάρδου
Ανάλυση
Προσπαθώντας κανείς να προβλέψει το μέλλον έρχεται αντιμέτωπος με έννοιες όπως αυτοματοποίηση, ρομποτική, τεχνητή νοημοσύνη, μηχανές που μαθαίνουν μόνες τους, αυτοκίνητα που οδηγούνται χωρίς την ανθρώπινη επέμβαση ή διαδίκτυο των πραγμάτων (Internet of things) – οι οποίες του δίνουν την εντύπωση πως λαμβάνει χώρα μία από τις σημαντικότερες τεχνολογικές επαναστάσεις, με αποτέλεσμα να υπάρχουν αναφορές στην «τέταρτη βιομηχανική επανάσταση» ή σε μία «δεύτερη εποχή των μηχανών». Σύμφωνα δε με μία μελέτη της «McKinsey Global Institute» (πηγή), έως το 2030 σχεδόν το 50% όλων των εργασιών που εκτελούνται από ανθρώπους σήμερα, θα αυτοματοποιηθούν – οπότε θα χαθούν εκατομμύρια θέσεις εργασίας.
Εν τούτοις, παρά τις πράγματι δραματικές αυτές αλλαγές, στις οικονομικές στατιστικές δεν φαίνεται να συμβαίνει κάτι συνταρακτικό – αφού η αυτοματοποίηση και η ψηφιοποίηση των εργασιών που προηγουμένως εκτελούνταν από ανθρώπους, δεν έχει αυξήσει την παραγωγικότητα της παγκόσμιας οικονομίας. Αντίθετα, στις ανεπτυγμένες δυτικές χώρες η παραγωγικότητα μειώνεται συνεχώς από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 – ενώ κάτι ανάλογο παρατηρείται τα τελευταία δέκα χρόνια στις αναπτυσσόμενες. Το γεγονός αυτό υπενθυμίζει το παράδοξο του R. Solow, ο οποίος το 1987 είχε πει ότι βλέπει κανείς παντού την εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών, αλλά όχι στις στατιστικές που έχουν σχέση με την παραγωγικότητα.
Στα πλαίσια αυτά, μία πρόσφατη μελέτη με την ονομασία «Τεχνητή νοημοσύνη και το σύγχρονο παράδοξο της παραγωγικότητας» (πηγή), ασχολήθηκε εντατικά με το φαινόμενο – όπως στο παράδειγμα του γραφήματος, στο οποίο αναφέρεται το ετήσιο ποσοστό αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, σε επιλεγμένες περιοχές του πλανήτη. Όπως διαπιστώνεται, υπήρξε πτώση στις Η.Π.Α. (κόκκινη καμπύλη), στην Ευρώπη και στην Ιαπωνία (πράσινη), από τις αρχές περίπου της χιλιετίας – ενώ στις αναπτυσσόμενες οικονομίες (κίτρινη καμπύλη) από το 2008.
Η ερώτηση επομένως που προέκυψε ήταν γιατί, παρά την τεράστια τεχνολογική πρόοδο και την ψηφιοποίηση των τελευταίων ετών, δεν υπήρξε άνοδος του ρυθμού της παραγωγικότητας – όπου δόθηκαν τέσσερις πιθανές εξηγήσεις: (α) Υπήρξαν πολύ μεγάλες προσμονές και λανθασμένες ελπίδες, (β) Μεσολάβησαν λάθη στον τρόπο μέτρησης, (γ) Επικράτησαν συνθήκες μεγάλης συγκέντρωσης στις αγορές, (δ) Είναι απλά θέμα χρονικών καθυστερήσεων.
Στην πρώτη ερμηνεία δεν δόθηκε ιδιαίτερη σημασία, επειδή οι μεγάλες προσμονές και οι λανθασμένες ελπίδες αποτελούν πάντοτε ένα συνοδευτικό φαινόμενο των νέων τεχνολογιών – όπως στην περίπτωση της πυρηνικής ενέργειας που στο ξεκίνημα της δημιούργησε την εντύπωση μίας ενεργειακής επανάστασης, η οποία δεν συνέβη ποτέ. Ούτε στη δεύτερη, επειδή η ανάπτυξη (ΑΕΠ) στον τομέα των ψηφιακών υπηρεσιών δεν προσμετρείται επαρκώς – οπότε ίσως υπάρχουν λάθη, αλλά όχι τόσο μεγάλα.
Αντίθετα, δόθηκε μεγάλη σημασία στην τρίτη ερμηνεία, στην συγκέντρωση ισχύος σε όλο και λιγότερες εταιρείες, η οποία δρομολογεί μία κεντρικά κατευθυνόμενη, σοβιετικού τύπου οικονομία των ελίτ – όπως στο παράδειγμα της τεχνητής νοημοσύνης, στις μηχανές που μαθαίνουν μόνες τους ή στη ρομποτική, όπου οι τεχνολογίες που έχουν ήδη μετατραπεί σε παραγωγικές διαδικασίες, ευρίσκονται μονοπωλιακά στα χέρια λίγων τεχνολογικών ομίλων. Εν προκειμένω, η Google έχει καταφέρει με τη χρήση των μηχανών που μαθαίνουν μόνες τους να κυριαρχήσει εντελώς στην αγορά της ψηφιακής διαφήμισης – εξολοθρεύοντας κυριολεκτικά τον ανταγωνισμό των «συμβατικών» ΜΜΕ, όπως άλλωστε συμβαίνει επίσης με τη Facebook.
Η διαδικασία αυτή οδηγεί στην οικονομία που χαρακτηρίζεται ως εκείνη που ο νικητής παίρνει τα πάντα (Winner takes all) – με την έννοια πως η επιχείρηση που πετυχαίνει να έχει ηγετικό ρόλο στην αγορά κατακτά μία τόσο κυρίαρχη θέση, η οποία της επιτρέπει να εισπράττει σε μόνιμη βάση μονοπωλιακά έσοδα. Φυσικά κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά επικερδές για τους μετόχους της, αλλά δεν ωφελεί καθόλου την οικονομία ως σύνολο – αφού καταστρέφει μία σειρά μικρομεσαίων ή/και μεγάλων επιχειρήσεων, παράγει ανεργία, αποκτά τεράστια πολιτική ισχύ, πολλαπλές δυνατότητες αποφυγής φόρων εις βάρος των απλών φορολογουμένων κοκ.
Οι επιστήμονες όμως έδωσαν μεγαλύτερη σημασία στην τέταρτη ερμηνεία – σύμφωνα με την οποία η πιθανότερη αιτία της χαμηλής αύξησης της παραγωγικότητας (από την οποία εξαρτώνται οι μισθοί, οι συντάξεις, η μείωση των δημοσίων και ιδιωτικών χρεών, ο πληθωρισμός, η κοινωνική συνοχή και μία σειρά άλλων πραγμάτων), είναι το ότι οι νέες τεχνολογίες χρειάζονται πολύ περισσότερο χρόνο, για να φανούν τα αποτελέσματα τους.
Η εξήγηση αυτή φαίνεται πιθανότερη με κριτήριο την τεχνητή νοημοσύνη και τις μηχανές που μαθαίνουν μόνες τους, οι οποίες θεωρούνται τεχνολογίες «γενικού σκοπού» – με την έννοια πως τα αποτελέσματα τους επέρχονται σε συνδυασμό με μία σειρά καινοτομιών, μέσω των οποίων ευρίσκουν πρακτική χρήση. Παραλληλίζονται με τον ηλεκτρικό κινητήρα, ο οποίος ανακαλύφθηκε μεν το 1880, αλλά λειτούργησε πρακτικά στην οικονομία γύρω στο 1920 – επίσης με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, οι οποίοι χρειάστηκαν σχεδόν τριάντα χρόνια για να έχουν πρακτικά αποτελέσματα στην πραγματική οικονομία.
Ίσως λοιπόν εδώ να οφείλεται η μειωμένη παραγωγικότητα, η οποία τότε θα αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου – παρά το ότι υπάρχουν πολλές αμφιβολίες. Εν τούτοις, εμείς πιστεύουμε πως αυτό που οφείλει να μας απασχολήσει περισσότερο είναι η τρίτη ερμηνεία – η οποία μπορεί να οδηγήσει σε μία δικτατορία λίγων μονοπωλιακών επιχειρήσεων, ειδικά εάν ή όταν καταφέρουν να ελέγξουν πλήρως το χρηματοπιστωτικό σύστημα του πλανήτη, ενδεχομένως μέσω των κεντρικών τραπεζών ή με τη δημιουργία δικών τους νομισματικών συστημάτων, με τη συνδρομή της τεχνολογίας Block chain.
Στα πλαίσια αυτά, είναι μεν σαφείς οι επενδυτικές επιλογές, η τοποθέτηση δηλαδή στις μετοχές αυτών των εταιριών, αλλά όχι η σημασία τους για τις ανθρώπινες κοινωνίες – οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγηθούν σε καταστάσεις που θα θυμίζουν το 1984 του Orwell, αν και από διαφορετικό δρόμο, όχι το σοβιετικό. Κατά το 1984,
«Το ολοκληρωτικό καθεστώς του Μεγάλου Αδελφού, παρακολουθώντας συνεχώς τους πάντες και τα πάντα, ασκεί τον απόλυτο έλεγχο στις πράξεις και στις συνειδήσεις – ενώ όλα προσανατολίζονται σε μία και μοναδική αλήθεια, αυτήν που πρεσβεύει το Κόμμα (οι πολυεθνικές στην εποχή μας), ο μόνος αλάθητος μηχανισμός, του οποίου προσωποποίηση είναι ο Μεγάλος Αδελφός. Όλα, ακόμη και το παρελθόν: Όποιος ελέγχει το παρελθόν ελέγχει το μέλλον και όποιος ελέγχει το παρόν ελέγχει το παρελθόν».
Αν σκεφθούμε εδώ τη σημασία της Google, όσον αφορά τη συλλογή πληροφοριών και γνώσεων, της Wikipedia σε σχέση με τις ιστορικές «αλήθειες» ή την πολιτική, τη θέση που έχουν κατακτήσει τα ελεγχόμενα από λίγους μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καθώς επίσης αυτά που σύντομα θα ακολουθήσουν προς την ίδια κατεύθυνση με τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης, της ρομποτικής κλπ., θα κατανοήσουμε πως οι κίνδυνοι αυτού του είδους δεν είναι απλές θεωρίες συνομωσίας – αλλά πολύ πιθανά και ρεαλιστικά ενδεχόμενα.
Αλλαγή παραδείγματος
Συνεχίζοντας, η εποχή που ξεκίνησε το 2009 με την ονομασία «Νέο Φυσιολογικό» (New Normal, El–Erian), χαρακτηριζόμενη από ένα καινούργιο οικονομικό περιβάλλον με αδύναμη ανάπτυξη και με ιστορικά χαμηλά επιτόκια, φαίνεται πως φτάνει στο τέλος της – όπου ο παραπάνω οικονομολόγος θεωρεί ότι, θα βρεθούμε σύντομα αντιμέτωποι με ένα «εξτρεμιστικά θετικό» και με ένα «εξτρεμιστικά αρνητικό» σενάριο (διτροπική κατανομή). Πως είμαστε δηλαδή σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, όπου η επιλογή της σωστής κατεύθυνσης θα είναι καθοριστική για το μέλλον του πλανήτη – με την έννοια πως οι θεμελιώδεις αλλαγές στην οικονομία και στην πολιτική που αναγκαστικά θα δρομολογηθούν, θα οδηγήσουν τις αγορές σε μία ισχυρή άνοδο ή ξανά σε αναταραχές και παγκόσμια κραχ.
Ειδικότερα οι βιομηχανικές χώρες είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από την ισχυρή ανάπτυξη των οικονομιών τους – πόσο μάλλον αυτές που έχουν σημαντικά αυξημένα χρέη, τόσο στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τους τομέα (οι συντριπτικά περισσότερες). Εάν λοιπόν ο ρυθμός ανάπτυξης είναι χαμηλός, καθώς επίσης εάν ωφελεί μόνο λίγους όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια (γράφημα), τότε θα υπάρξουν μεγάλα κοινωνικά και πολιτικά «ρήγματα», όπως ήδη παρατηρείται – αν και οι τέσσερις μεγάλες «ατμομηχανές» του πλανήτη δείχνουν άνοδο, όπως οι Η.Π.Α. (3,3%), η ΕΕ (2 – 2,5%), η Κίνα (5 – 6%) και η Ιαπωνία (2,1% πρόσφατα).
Επειδή όμως η άνοδος αυτή δεν είναι σαφές εάν διατηρηθεί, αφού είναι σε κάποιο βαθμό το αποτέλεσμα προσωρινών παραγόντων, μεταξύ άλλων της μη συμβατικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών, κανένας δεν είναι σίγουρος τι θα ακολουθήσει στο μέλλον – ενώ το γεγονός ότι, οι πιθανότητες ενός κακού σεναρίου (ύφεση, κραχ) και ενός καλού (ανάπτυξη) είναι σχεδόν οι ίδιες (50%), καθιστά πολύ δύσκολη την απαιτούμενη προετοιμασία από τα κράτη και τις κεντρικές τράπεζες (γράφημα, εκτιμήσεις 2017, προβλέψεις 2018).
Οι προβλεπόμενες αλλαγές
Εν πρώτοις, το σημαντικότερο είναι οι αλλαγές στον τομέα της πολιτικής σε διεθνές επίπεδο – όπου αφενός μεν η χαμηλή οικονομική ανάπτυξη των περασμένων ετών, αφετέρου η κλιμακούμενη ανισότητα, μεταξύ άλλων λόγω της ανόδου της ισχύος των πολυεθνικών ομίλων που αναφέραμε στην αρχή του κειμένου και των μη συμβατικών ενεργειών των κεντρικών τραπεζών (QE, μηδενικά επιτόκια), προκάλεσαν όλο και μεγαλύτερες δυσαρέσκειες στους ανθρώπους. Η απογοήτευση, ο θυμός καλύτερα, οδήγησε σε γεγονότα που κλόνισαν την καθιερωμένη τάξη πραγμάτων – όπως ήταν το δημοψήφισμα για την έξοδο της Μ. Βρετανίας από την ΕΕ, η εκλογή του κ. Trump, η αδυναμία της Γερμανίας να σχηματίσει κυβέρνηση, ο συνασπισμός με την ακροδεξιά στην Αυστρία και οι πρόσφατες εκλογές στην Καταλονία με την υπερίσχυση των αποσχιστών.
Οι περισσότερες από αυτές τις εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένου του φορολογικού νομοσχεδίου του προέδρου Trump, δείχνουν μία υποχώρηση της παγκοσμιοποίησης – σημειώνοντας πως ο «λαϊκισμός» δεν αποτελεί τόσο το κεντρικό θέμα, όσο η «ανταρσία» των Πολιτών απέναντι στην καθιερωμένη τάξη πραγμάτων. Ολόκληρο το πολιτικό κατεστημένο, το υφιστάμενο σύστημα δηλαδή, σείεται κυριολεκτικά, αναζητώντας ένα καινούργιο σημείο ισορροπίας – ενώ το σημαντικότερο για την Ευρώπη είναι πλέον το πώς θα δρομολογηθεί η διαδικασία εξόδου της Μ. Βρετανίας, η οποία αποτελεί ασφαλώς μία «κλήση κινδύνου» για την ΕΕ.
Η Μ. Βρετανία βέβαια δεν ήθελε ποτέ να συνδεθεί σταθερά με την ΕΕ, αντιμετωπίζοντας την κυρίως σαν μία μεγάλη ζώνη ελευθέρου εμπορίου – σε αντίθεση με τη Γερμανία που την βλέπει ως μία ένωση, τα κράτη της οποίας θα έρχονται όλο και πιο κοντά μεταξύ τους κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά. Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά οράματα, τα οποία ως εκ τούτου εμπεριέχουν μεγάλο συγκρουσιακό δυναμικό – ενώ ο έλεγχος των αναταράξεων που θα προκαλέσει το BREXIT, εάν βέβαια συμβεί, θα είναι μεν εξαιρετικά δύσκολος, αλλά μπορεί να χρησιμεύσει στο να δοθεί ένα νέο όραμα στην Ευρώπη, η οποία το έχει απόλυτη ανάγκη.
Φυσικά είναι πολύ πιθανόν να προκληθούν ακόμη μεγαλύτερες αναταραχές από τις ιταλικές εκλογές, εάν τυχόν υπερισχύσουν τα κόμματα που πρεσβεύουν την έξοδο από τη νομισματική ένωση – τα οποία, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, είναι πλειοψηφικά. Στα πλαίσια αυτά είναι επείγουσες οι σωστές δομικές μεταρρυθμίσεις, οι μακροπρόθεσμα βιώσιμες λύσεις για τα υπερχρεωμένα κράτη όπως η Ελλάδα (=ονομαστική διαγραφή μέρους των χρεών, έξοδος στις αγορές με τη στήριξη των ΕΚΤ/ESM χωρίς νέα μέτρα, εξυγίανση των τραπεζών), καθώς επίσης ο καλύτερος συντονισμός των μελών της,
Εν προκειμένω, η Ευρωζώνη παρομοιάζεται πολύ εύστοχα ως μία καρέκλα με τέσσερα πόδια, το μοναδικό ολοκληρωμένο πόδι της οποίας είναι το πρώτο (νομισματική ένωση) – το δεύτερο είναι μισό (τραπεζική ένωση), ενώ τα άλλα δύο (πολιτική ένωση και κοινοί κανόνες φορολογίας/δαπανών, εάν όχι δημοσιονομική ένωση) δεν υπάρχουν καν (πηγή: El–Erian). Προφανώς η καρέκλα αυτή είναι αδύνατον να σταθεί – ενώ μέχρι στιγμής δεν έχει πέσει επειδή τη στηρίζει η ΕΚΤ, αλλά χωρίς να μπορεί να το κάνει για πολύ ακόμη.
Τέλος, η ολοκλήρωση της Ευρωζώνης, προτού ακόμη καταρρεύσει, θα μπορούσε να επιτευχθεί από τη συνεργασία της Γαλλίας με τη Γερμανία – όπου όμως η Γερμανία είναι μεν ικανή αλλά είτε δεν θέλει, είτε έχει εντελώς διαφορετικές σκοπιμότητες (4ο Ράιχ), ενώ η Γαλλία το θέλει αλλά δεν μπορεί να αναλάβει το βάρος, λόγω της πολύ λιγότερο ισχυρής οικονομίας της.
Οι Η.Π.Α. και ο υπόλοιπος πλανήτης
Περαιτέρω, ο φορολογικές αλλαγές του προέδρου Trump είναι μεν προς τη σωστή κατεύθυνση όσον αφορά τη χώρα του, με την έννοια της ανόδου του ρυθμού ανάπτυξης και της αντιμετώπισης των διδύμων ελλειμμάτων που αυξάνουν τα δημόσια και ιδιωτικά χρέη της (προϋπολογισμός, ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – γράφημα), αλλά η επιτυχία τους θα εξαρτηθεί από το πώς θα αντιδράσουν οι αμερικανικές επιχειρήσεις – εάν κρατήσουν δηλαδή τα επί πλέον κέρδη τους τοποθετώντας τα απλά σε επαναγορές μετοχών, σε αυξημένα μερίσματα ή/και σε εξαγορές, ή εάν τα επενδύσουν είτε στον παραγωγικό εξοπλισμό, είτε στην εκπαίδευση του προσωπικού τους.
Όσον αφορά τα αμερικανικά χρηματιστήρια, παρά τις υπερβολικές αποτιμήσεις και τις φούσκες, όπως στην περίπτωση των κρυπτογραφημένων νομισμάτων, θεωρείται πιθανό πως θα συνεχίσουν την ανοδική τους πορεία – αφού οι φορολογικές αλλαγές θα ενισχύσουν τις εταιρίες, ανεξάρτητα από τον τρόπο που θα χρησιμοποιήσουν τα επί πλέον κέρδη τους. Δεν είναι φυσικά απίθανο να συμβεί κάποιο ξαφνικό ατύχημα, όπως θα ήταν το απότομο ξεφούσκωμα των μετοχών ενός κλάδου, η χρεοκοπία κάποιας μεγάλης επιχείρησης, ένα σημαντικό γεωπολιτικό συμβάν (Β. Κορέα, Σαουδική Αραβία) ή κάποιο κρίσιμο λάθος στη νομισματική πολιτική – τα αποτελέσματα του οποίου θα πολλαπλασιάζονταν, λόγω των υπερβολικών αποτιμήσεων.
Άλλα αρνητικά γεγονότα που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ατύχημα θα ήταν τυχόν σπάσιμο της φούσκας ακινήτων στην Αυστραλία, στον Καναδά ή στη Σουηδία, κοινωνικές εξεγέρσεις στη Ν. Αφρική που υποφέρει από εξτρεμιστική ανεργία (27%), στη Βραζιλία ή στην Αργεντινή κοκ.
Ειδικά όσον αφορά τη νομισματική πολιτική, οι περισσότεροι οικονομολόγοι παραδέχονται σήμερα πως γνωρίζουν πολύ λιγότερα από όσο νόμιζαν, για τρεις βασικούς συντελεστές της οικονομίας: (α) για την παραγωγικότητα (εισαγωγή του κειμένου), (β) για την εξέλιξη των μισθών και (γ) για τον πληθωρισμό. Με κριτήριο τη συγκεκριμένη ανασφάλεια, ο κίνδυνος λάθους εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών, είναι εξαιρετικά μεγάλος – πόσο μάλλον όταν από την αντισυμβατική πολιτική που ακολούθησαν έχουν διογκωθεί υπερβολικά οι ισολογισμοί τους (γράφημα).
Συνεχίζοντας, υπάρχουν τρεις κατηγορίες κεντρικών τραπεζών. Στην πρώτη ανήκει η Fed, η οποία ολοκλήρωσε το πρόγραμμα τόνωσης της αμερικανικής οικονομίας (QE) στα τέλη του 2014, αύξησε για πέμπτη φορά τα βασικά επιτόκια το Δεκέμβρη του 2017, ενώ δήλωσε πως θα ξεκινήσει τον περιορισμό του ισολογισμού της (=αναρρόφηση της υπερβάλλουσας ρευστότητας) – χωρίς να δημιουργηθούν αναταράξεις στις αγορές ή να «στραγγαλισθεί» η πραγματική οικονομία.
Στη δεύτερη τοποθετούνται μαζί η ΕΚΤ, η Τράπεζα της Ιαπωνίας και η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας – οι οποίες, εκτός από μικρές κινήσεις ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής, δεν παίρνουν ακόμη το ρίσκο να ακολουθήσουν τη Fed, επειδή φαίνεται πως αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες. Εδώ δημιουργείται εύλογα το ερώτημα, εάν η παγκόσμια οικονομία θα άντεχε την ταυτόχρονη ομαλοποίηση εκ μέρους και των τεσσάρων αυτών τραπεζών – κάτι που μάλλον αρνητικά θα μπορούσε να απαντηθεί. Εκτός αυτού υπάρχουν πολύ σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, όσον αφορά τον όγκο των ισολογισμών τους ως προς το ΑΕΠ (γράφημα) – όπου η Τράπεζα της Ιαπωνίας έχει σπάσει κάθε προηγούμενο παγκόσμιο ιστορικό ρεκόρ.
Στην τρίτη κατηγορία, στο ακριβώς αντίθετο, εξτρεμιστικό άκρο, ανήκει η Τράπεζα της Αγγλίας, η οποία είναι αντιμέτωπη με ένα τεράστιο πρόβλημα, με το στασιμοπληθωρισμό – με το συνδυασμό δηλαδή της αύξησης του πληθωρισμού και της στάσιμης οικονομικής ανάπτυξης. Σε κάθε περίπτωση, ειδικά όταν φτάνει μία οικονομία σε ένα σταυροδρόμι («διχάλα» καλύτερα), βοηθάει μόνο η «οικονομία της συμπεριφοράς» (Behavioral Economics) – όπου γενικότερα και όχι μόνο για τη Μ. Βρετανία οφείλουν να αποφεύγονται τρία μεγάλα λάθη, τα οποία συνοδεύουν συνήθως τις δύσκολες αποφάσεις: το κρύψιμο των γεγονότων, η διαμόρφωση της πραγματικότητας όπως μας συμφέρει και η πτώση μας σε μία κατάσταση που χαρακτηρίζεται ως «ενεργή αδράνεια».
Με την έκφραση «ενεργή αδράνεια» εννοούμε πως όταν δεν γνωρίζουμε τι να επιλέξουμε μεταξύ δύο αντικρουόμενων προβλέψεων, ακολουθούμε συνήθως μία διττή στρατηγική – δύο δρόμους δηλαδή ταυτόχρονα, έτσι ώστε να αποφύγουμε τη λανθασμένη επιλογή. Σε μία τέτοια περίπτωση δεν κάνουμε τίποτα από τα δύο σωστά και ολοκληρωμένα, καταναλώνουμε περισσότερους πόρους από όσους διαθέτουμε και τελικά παραμένουμε στα γνωστά – με αποτέλεσμα να αποτυγχάνουμε εντελώς.
Γενικότερα, η σωστή συμπεριφορά δεν είναι η ενασχόληση μόνο με το τι θα μπορούσε να πάει καλά ή με το τι άσχημα, αλλά με το εξής: με ποιά λάθη μπορούμε να ανταπεξέλθουμε, με βάση τις πραγματικές μας δυνατότητες. Στο παράδειγμα των επενδύσεων, εάν η τοποθέτηση μας σε μία μετοχή μπορεί να μας προκαλέσει τέτοιου ύψους ζημίες στην περίπτωση λανθασμένης πρόβλεψης, μέσω της οποίας θα χάναμε όλα τα χρήματα μας – ή στο παράδειγμα ενός κράτους εάν η ακολουθία μίας πολιτικής που εφόσον αποδειχθεί λανθασμένη, θα οδηγούσε στην ύφεση ή στη χρεοκοπία του.
Επιστρέφοντας στις Η.Π.Α., ο μεγαλύτερος κίνδυνος τους είναι η απώλεια της θέσης του δολαρίου, ως παγκόσμιο αποθεματικό και συναλλακτικό νόμισμα – ως αποτέλεσμα των από κοινού προσπαθειών ανεξαρτητοποίησης της Κίνας και της Ρωσίας από το δυτικό σύστημα του χρέους, το οποίο στηρίζεται στο αμερικανικό νόμισμα. Επίσης ως αποτέλεσμα των επιθέσεων που δέχεται το πετροδολάριο από μία σειρά κρατών (Βενεζουέλα, Ιράν, Πακιστάν, Ρωσία, Κίνα) – τα οποία «μεταφέρουν» τις συναλλαγές τους όσον αφορά την ενέργεια, κυρίως στο κινεζικό νόμισμα.
Εν προκειμένω το μεγαλύτερο οχυρό των Η.Π.Α. είναι η Σαουδική Αραβία (ανάλυση), τυχόν απώλεια της οποίας θα ισοδυναμούσε κυριολεκτικά με ένα θανατηφόρο χτύπημα στο δολάριο και στην αμερικανική οικονομία – λαμβάνοντας υπ’ όψιν πως καμία στρατιωτική δύναμη δεν μπόρεσε στην ιστορία να διατηρήσει την ηγεμονική της θέση, χωρίς να στηρίζεται σε μία ισχυρή οικονομία.
Το γεγονός αυτό είναι φυσικά γνωστό στον πρόεδρο Trump και στο επιτελείο του, όπως φαίνεται (α) αφενός μεν από τις προσπάθειες ενίσχυσης της αμερικανικής οικονομίας με το νέο φορολογικό νομοσχέδιο, (β) αφετέρου από την πρόθεση αναζωπύρωσης των συγκρούσεων στη Μ. Ανατολή μέσω της ανακήρυξης της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ – έτσι ώστε να ανακτήσει τα «χαμένα εδάφη» λόγω των επιτυχιών της Ρωσίας σε συνεργασία με την Κίνα και το Ιράν, καθώς επίσης να μην τολμήσει η Σ. Αραβία να αλλάξει στρατόπεδο.
Ήδη πάντως αρκετοί αμερικανοί αναφέρονται στο μεγάλο τελικό του δολαρίου (πηγή), προβλέποντας πως θα χάσει τη θέση του από το κινεζικό νόμισμα πριν το 2050 – με κριτήριο την αλματώδη άνοδο της Κίνας όσον αφορά τα πλεονάσματα στο εμπορικό της ισοζύγιο, μεταξύ άλλων απέναντι στις Η.Π.Α., το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ της, τα πενταετή φιλόδοξα προγράμματα του κομμουνιστικού κόμματος, το δρόμο του μεταξιού (χάρτης – πρώτη σιδηροδρομική σύνδεση με εμπορικό τραίνο) κοκ.
Η δική μας άποψη βέβαια είναι πως ως τελικός νικητής της σύγκρουσης Κίνας και Η.Π.Α. θα αναδειχθεί όποιος εξασφαλίσει τη συμμαχία της Ρωσίας – η οποία, παρά το ότι συνεργάζεται στενά με την Κίνα, έχει μεγαλύτερο συμφέρον να συμμαχήσει με τις Η.Π.Α., αφού μακροπρόθεσμα απειλείται περισσότερο από την Κίνα λόγω του πληθυσμού, της γειτνίασης, της κινεζικής αλαζονείας κοκ.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, έχουμε ήδη αναφερθεί στη μεγάλη πρόκληση, με την οποία θα είναι αντιμέτωπη η Ελλάδα το 2018 (ανάλυση), όπου πιστεύουμε ότι θα κριθεί το μέλλον της – θεωρώντας πως (α) είτε θα καταφέρει να αρχίσει να αναπτύσσεται, επιτυγχάνοντας τη διαγραφή μέρους του χρέους της και εξερχόμενη τότε σωστά στις αγορές, (β) είτε θα παραμείνει για πολλά χρόνια σε μία στάσιμη κατάσταση – με συνεχιζόμενους εμφυλίους πολέμους, με κοινωνικές αναταραχές που θα προκληθούν από τις εξώσεις που θα ακολουθήσουν τους πλειστηριασμούς, καθώς επίσης με το καθεστώς του προτεκτοράτου.
Ειδικά όσον αφορά τα ενεργειακά μας αποθέματα, θεωρούμε πως ιστορικά δεν αποτέλεσαν ποτέ ευχή για τις μικρές χώρες, αλλά κατάρα – αφού τοποθετούνταν στο στόχαστρο των μεγάλων δυνάμεων. Χωρίς να θέλουμε δε να υποπέσουμε στην παγίδα των θεωριών συνομωσίας, ίσως δεν είναι τυχαίο το ότι οδηγηθήκαμε στο ΔΝΤ και στα μνημόνια, μετατρεπόμενοι σε αποικία χρέους – με κριτήριο το χρόνο που έγιναν γνωστά τόσο τα δικά μας αποθέματα, όσο και της Κύπρου, καθώς επίσης την έναρξη της αντιπαράθεσης της Δύσης με τη Ρωσία και την Κίνα.
Σε κάθε περίπτωση, οφείλουν να μας ενδιαφέρουν ιδιαίτερα οι ευρωπαϊκές και οι παγκόσμιες εξελίξεις, αφού μπορούμε να ωφεληθούμε σε μεγάλο βαθμό εάν δεν κάνουμε λάθη – ή, στην αντίθετη περίπτωση, να καταστραφούμε εντελώς. Χωρίς πολιτική και κοινωνική συνοχή πάντως, με το διαχωρισμό μας σε αντίπαλες, εχθρικές μεταξύ τους ομάδες, δεν πρόκειται να καταφέρουμε απολύτως τίποτα – ακόμη και εάν όλες οι διεθνείς συγκυρίες αποδειχθούν ευνοϊκές για τη χώρα μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου