Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2017

Ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στους προεπαναστατικούς χρόνους

Το Ποντίκι


του Ξενοφώντος Α. Μπρουντζάκη


Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης είχε καταφέρει από τα πρώτα χρόνια της μεταφοράς του στο Φανάρι να εδραιώσει τον ρόλο του ως βασικού μοχλού της κεντρικής οθωμανικής διοίκησης. Ο σημαντικός αυτός ρόλος ισχυροποιήθηκε ακόμα περισσότερο όταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατάφερε το 1766-1767, έπειτα από επίμονες ενέργειες και έντονες προσπάθειες, να εντάξει στη δικαιοδοσία του τις Αρχιεπισκοπές του Ιπεκίου και της Αχρίδας, εδραιώνοντας τη μονοπώληση των βαλκανικών ορθοδόξων Εκκλησιών και των πολυπληθών πληρωμάτων τους.



Η ενέργεια αυτή του Πατριαρχείου έγινε επί της πατριαρχίας του Σαμουήλ Χαντζερή, ενός Φαναριώτη με μεγάλη επιρροή. Ωστόσο, η ένταξη στο Πατριαρχείο δυο αυτοκέφαλων Εκκλησιών που βρίσκονταν στη Βαλκανική χερσόνησο συνάντησε την έντονη αλλά ανεπιτυχή τελικά αντίδραση ενός άλλου ισχυρού Φαναριώτη, του Ιωάννη Υψηλάντη, ο οποίος δεν έβλεπε με καλό μάτι αυτή την επεκτατική πολιτική που εδραίωνε ως μοναδικό παίκτη στα εκκλησιαστικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο κατάφερε να ασκήσει επί πλέον την εξουσία του και στα πρεσβυγενή Πατριαρχεία της Αλεξάνδρειας, των Ιεροσολύμων και της Αντιόχειας. Αυτά τα Πατριαρχεία, αν και θεωρούνταν ισότιμα με το Οικουμενικό, ήταν εξαρτημένα από αυτό οικονομικά, μια και το ποίμνιό τους ήταν αρκετά μικρό.




Με αυτή την πολιτική, το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη έφτασε στα μέσα περίπου του 18ου αιώνα να ελέγχει όλους τους χριστιανικούς πληθυσμούς της οθωμανικής επικράτειας. Είχε στην αρμοδιότητά του μια γεωγραφικά διευρυμένη περιοχή με αυξημένες δικαιοδοσίες, μια και η Μεγάλη Εκκλησία διευθετούσε ακόμα και δικαστικές υποθέσεις του ποιμνίου της. Με τον καιρό οι δικαστικές της αρμοδιότητες διευρύνθηκαν, καθώς η Εκκλησία ρύθμιζε πλέον ως αρμόδιος φορέας ζητήματα ιδιωτικού δικαίου.



Σαν συνέπεια αυτών των αρμοδιοτήτων – μέσω των οποίων, όπως γίνεται φανερό, ελέγχονταν και ρυθμίζονταν όλες οι υποθέσεις των χριστιανικών πληθυσμών από το Πατριαρχείο – ήρθε η σύσταση αστικών δικαστηρίων από την Εκκλησία. Στα δικαστήρια αυτά συμμετείχαν και εκπρόσωποι λαϊκών ομάδων, ενώ υπήρχαν διάσπαρτα, πέρα από την Κωνσταντινούπολη, σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές με έντονο το χριστιανικό στοιχείο.




Όπως γίνεται κατανοητό, το Πατριαρχείο με αυτές τις δικαστικές του δικαιοδοσίες ήλεγχε στενά τους ορθόδοξους πληθυσμούς της Αυτοκρατορίας, διεκδικώντας μάλιστα την ευθύνη της αποκλειστικής διαχείρισης αυτών των δικαστικών υποθέσεων, πράγμα που δεν πετύχαινε πάντα, μια και υπήρχε η δυνατότητα προσφυγής και στα οθωμανικά δικαστήρια. Προκειμένου να αποτρέψει τους υπόδουλους Ρωμιούς να καταφεύγουν και στα οθωμανικά δικαστήρια όταν θεωρούσαν ότι αδικούνται, το Πατριαρχείο δεν δίστασε να κάνει ευρύτατη χρήση του φόβητρου του αφορισμού!



Έτσι, ο σημαντικότερος ιεροκήρυκας των χρόνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προτρέπει τους υπόδουλους Έλληνες να μην προστρέχουν «σε ξένην κρίσιν» και να μην αφήνονται οι Ρωμιοί σε κρίση Τούρκων· όποιος δε το πράττει, θα κινδυνεύει να μείνει ως προδότης δώδεκα χρόνια ακοινώνητος!



Αυτή η διεύρυνση των γεωγραφικών ορίων και των δικαστικών αρμοδιοτήτων του Πατριαρχείου συνέβαλε ουσιαστικά στο να δοθεί ένας προοδευτικός προσανατολισμός στον πατριαρχικό θεσμό. Αυτό κυρίως επιτυγχάνεται λόγω των αυξημένων αρμοδιοτήτων που ξεφεύγουν κατά πολύ από την προσωποπαγή διάσταση του θεσμού και απλώνονται σε μια ευρεία και συλλογική υπόθεση. Πριν από όλα, όλοι εκείνοι οι ιεράρχες που δραστηριοποιούνται στις γύρω περιοχές από την Κωνσταντινούπολη γίνονται μέλη της «Ενδημούσας Συνόδου» και παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαχείριση των εκκλησιαστικών υποθέσεων. Μάλιστα, από το 1741 κι έπειτα, η εκλογή του Πατριάρχη θα εξαρτάται από την έγκριση των Γερόντων, δηλαδή των ιεραρχών εκείνων που ασκούν εξουσία στις γύρω περιοχές της Κωνσταντινούπολης.



Η πατριαρχική μονοκρατορία θα λάβει τέλος μετά και το 1757 και πιο οριστικά από το 1763, όταν η Σύνοδος αναγνωρίζεται ως όργανο συνδιοίκησης του Πατριαρχείου. Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, η αυτοδιάθεση του Πατριάρχη θα περιοριστεί δραστικά με την αναγνώριση του θεσμικού ρόλου των «προκρίτων του γένους». Έτσι οι Γέροντες, οι Φαναριώτες αλλά και οι ηγέτες των συντεχνιών της Κωνσταντινούπολης είναι αυτοί που εκλέγουν και αποκαθαίρουν τους Πατριάρχες, έχοντας ταυτόχρονα σημαντικό λόγο και στη διαχείριση των πόρων της Μεγάλης Εκκλησίας.



H εκμίσθωση του Πατριαρχικού Θρόνου



Ο θεσμικός χαρακτήρας τον οποίο αποκτά η Εκκλησία στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σχετίζεται με τη διαδικασία εκχώρησης του Πατριαρχικού Θρόνου. Ήδη από το 1525 έχουμε την πρώτη γραπτή μαρτυρία που μας πληροφορεί ότι ο Πατριαρχικός Θρόνος αποτελεί αντικείμενο εξαγοράς.



Πιο συγκεκριμένα, μέχρι το 1714 οι δημόσιες θέσεις – όπως, σύμφωνα με το οθωμανικό διοικητικό σύστημα, ήταν και ο Πατριαρχικός Θρόνος – εκχωρούνταν κατόπιν της διαδικασίας του πλειστηριασμού αυτοκρατορικών εισοδημάτων. Η θέση εκχωρούνταν στον πλειοδότη και δεν είχε ισόβιο χαρακτήρα, όπως απέκτησε αργότερα. Το καθεστώς εκχώρησης του Πατριαρχικού Θρόνου άλλαξε τα κατοπινά – μετά το 1714 – χρόνια, όπου η εκμίσθωση απέκτησε ισόβιο χαρακτήρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το πατριαρχικό αξίωμα αλλά και τα υπόλοιπα εκκλησιαστικά αξιώματα αποτελούσαν εξαγοράσιμες οργανικές θέσεις του οθωμανικού διοικητικού συστήματος ενοικίασης προσόδων.



Η διαδικασία ανατροπής ενός Πατριάρχη βασιζόταν σε στοιχεία που αποδείκνυαν αδιάσειστα ότι δεν ανταποκρινόταν εμφανώς στα καθήκοντά του, δεν μπορούσε με άλλα λόγια να αντεπεξέλθει στις αυξημένες του υποχρεώσεις. Σπανιότερα δε αυτό συνέβαινε όταν αδυνατούσε να καταβάλει τους προβλεπόμενους φόρους στο δημόσιο ταμείο. Τότε και η διάδοχη κατάσταση βασιζόταν στην εκ νέου εξαγορά του αξιώματος σε δημοπρασία.





Ένας Πατριάρχης μπορούσε να χάσει τον θρόνο του και να επανέλθει αργότερα με την ίδια διαδικασία σ’ αυτόν. Αυτό μπορεί να κατανοηθεί στο πλαίσιο των ανταγωνισμών που γεννούσαν τα σημαντικά έσοδα της Εκκλησίας τόσο σε χριστιανούς και μουσουλμάνους όσο και σε κληρικούς και κοσμικούς.



Έτσι, το Πατριαρχείο – και ιδιαίτερα ο κάθε Πατριάρχης – ήταν πολλές φορές δέσμιο κοσμικών παρεμβάσεων. Συχνά οι κοσμικοί παράγοντες παρενέβαιναν καθοριστικά μέσω των ισχυρών τους γνωριμιών στον καθορισμό του προσώπου του Πατριάρχη, έτσι ώστε κατόπιν να έχουν την άνεση να επηρεάζουν τις αποφάσεις του. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που Πατριάρχες, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις που είχαν αναλάβει έναντι τρίτων για την κατάληψη του θρόνου, προσέφευγαν στον δανεισμό με αποτέλεσμα να γίνονται υποχείρια των δανειστών τους. Αυτή η συνθήκη δανεισμού στην οποία κατέφευγαν οι Πατριάρχες είχε ως αποτέλεσμα πολλοί κοσμικοί να φτάσουν να διαχειρίζονται εκκλησιαστικά κεφάλαια…



Σε μικρότερη κλίμακα, όπως είναι προφανές, συνέβαινε το ίδιο και στις τοπικές εκκλησίες που υπάγονταν στο Πατριαρχείο. Ας διαβάσουμε τι γράφει πάνω στο θέμα ο Κ. Κούμας στην «Ιστορία των ανθρωπίνων πράξεων»:

«Οι ηγεμόνες διά των εφόρων των και ο Μέγας Διερμηνεύς έγιναν προστάται ήγουν (το αληθέστερον) σφετερισταί των εκκλησιαστικών δικαίων· αι επαρχίαι εδίδοντο με το μέσον των εις τούς, όσοι τους επλήρωναν περισσότερα· οι Πατριάρχαι ηλλάσσοντο κατά την αρεσκείαν των· και κατ’ ολίγον, επειδή ο Πατριάρχης είχε την άδειαν να αναφέρει τα των υπηκόων προς την Κυβέρνησιν, αυτοί ανελάμβαναν πολλά χριστιανικά κοινά των επαρχιών, και διά του Πατριάρχου φροντίζοντες τας υποθέσεις των, απελάμβανον αμοιβήν της φροντίδας των, ποσότητας πολλών χρημάτων».


Εν κατακλείδι, το πατριαρχικό αξίωμα εκχωρείτο από τον Σουλτάνο έναντι πλειστηριασμού και ανάληψης συγκεκριμένων υποχρεώσεων. Η εκπλήρωση αυτών των υποχρεώσεων, που σε μεγάλο βαθμό ήταν φορολογικές, αποτελούσε το μέτρο των καλών σχέσεων μεταξύ Πατριαρχείου και Σουλτάνου. Μια επίσης βασική υποχρέωση του Πατριάρχη προς τον Σουλτάνο ήταν να ελέγχει το ποίμνιό του: «Και κατά τε το αρχιερατικόν ημών επάγγελμα, καθ’ ο επιστάτης διορισμένος παρά της κραταιάς βασιλείας των Οθωμανών εις διαφέντευσιν του ημετέρου γένους των Ρωμαίων». Με δυο λόγια, ο Πατριάρχης είχε στις υποχρεώσεις του ως διορισμένος από τον Σουλτάνο υπάλληλος να ελέγχει τους ορθόδοξους πληθυσμούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου