Γνωρίζετε ότι:
·
Σε περίπτωση που περιέλθουν σε γνώση της
φορολογικής αρχής συμπληρωματικά στοιχεία (με συνέπεια η
παραγραφή να επεκτείνεται σε 10ετία), επιτρέπεται η έκδοση πράξεων διορθωτικού
προσδιορισμού φόρου και επιβολής προστίμου αποκλειστικά για τη φορολογητέα ύλη που
προκύπτει από τα στοιχεία αυτά και για το έτος το οποίο αυτά αφορούν, με την
προϋπόθεση ότι τα στοιχεία αυτά αποδεδειγμένα δεν είχε ούτε μπορούσε
δικαιολογημένα να έχει υπόψη της η ελεγκτική αρχή, ώστε να τα εκτιμήσει κατά
τον αρχικό φορολογικό έλεγχο (ΠΟΛ 1194/2017).
·
Οι πληροφορίες από την αλλοδαπή που έχουν
περιέλθει στη φορολογική διοίκηση (όπως π.χ. τα
χρηματοοικονομικά προϊόντα, λοιπές κινητές αξίες, διαφορές χαρτοφυλακίου,
τραπεζικές κινήσεις, διαφορές υπολοίπων λογαριασμών) συνιστούν συμπληρωματικά
στοιχεία, εφόσον: α) η φορολογική διοίκηση αποδεδειγμένα δεν είχε και
δικαιολογημένα δεν μπορούσε να τις έχει υπόψη της κατά την αρχική πενταετή
προθεσμία παραγραφής και β) διαπιστώνεται από τον έλεγχο μη δηλωθείσα
φορολογητέα ύλη με βάση τα στοιχεία αυτά (ΠΟΛ 1194/2017). Συνεπώς, κατά τη
γνώμη μας, εισοδήματα αλλοδαπής προέλευσης (τόκοι, κεφαλαιακά κέρδη κ.λπ.) που
έχουν δηλωθεί κανονικά δεν μπορούν να συνιστούν συμπληρωματικά στοιχεία.
·
Δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία
εκείνα τα οποία είτε είχαν περιέλθει σε γνώση της φορολογικής αρχής εντός της πενταετίας από την υποβολή της φορολογικής δήλωσης και
αγνοήθηκαν ή δεν ελήφθησαν προσηκόντως υπόψη από αυτήν, είτε η φορολογική αρχή
όφειλε να έχει λάβει γνώση τους, εντός της ίδιας πενταετίας, εάν είχε επιδείξει
τη δέουσα επιμέλεια, ήτοι εάν είχε λάβει τα προσήκοντα μέτρα ελέγχου και
έρευνας που προβλέπονται στον νόμο (ΠΟΛ 1194/2017).
·
Αντισυνταγματική έκρινε το Νομικό
Συμβούλιο του Κράτους την παράταση του χρόνου παραγραφής σε 20 έτη σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής που ανάγονται στη χρήση του 2011 και
προγενέστερες (ΝΣΚ 268/2017). Κατά το σκεπτικό της παραπάνω γνωμοδότησης, η
20ετής παραγραφή είναι εφαρμοστέα σε εκκρεμείς υποθέσεις ελέγχου που αφορούν
τις χρήσεις 2012 και εφεξής, εφόσον υφίσταται μεγάλη φοροδιαφυγή (δηλαδή
αποφυγή πληρωμής φόρου άνω των 100.000 ευρώ ανά φορολογικό έτος ή άνω των
50.000 ευρώ για ΦΠΑ). Συνεπώς, για χρήσεις μέχρι και το 2011 δεν πρέπει να
εφαρμόζεται η 20ετής παραγραφή, ακόμη και εάν προκύπτουν στοιχεία μεγάλης
φοροδιαφυγής. Ωστόσο, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, η 20ετής παραγραφή θα
πρέπει να καταλαμβάνει μόνο τις χρήσεις από 1ης/1/2013 και εντεύθεν. Η
γνωμοδότηση αυτή είναι ιδιαιτέρως σημαντική για τους φορολογουμένους, καθώς με
τις προηγούμενες αποφάσεις του το ΣτΕ δεν είχε προβεί σε ευθεία κρίση για το
ζήτημα της συνταγματικότητας της 20ετίας – μόνον εμμέσως αυτή είχε θιγεί ως
αντισυνταγματική στο σκεπτικό της Ολομέλειας (ΣτΕ 1738/2017).
·
Απομένει πλέον να κριθεί οριστικά το
ζήτημα της συνταγματικότητας της παράτασης του χρόνου παραγραφής στα 20 έτη σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής που ανάγονται σε χρήσεις μεταγενέστερες
του 2012. Κατά τη νομολογία του ΣτΕ, η διάρκεια της παραγραφής πρέπει να είναι
εύλογη και η λήξη της δεν μπορεί να συναρτάται με το ύψος του ποσού, στο οποίο
η διοίκηση θα προσδιορίσει τις φορολογικές υποχρεώσεις του διοικουμένου.
Συνεπώς, θεωρούμε ότι, κατά την ερμηνεία της νομολογίας του ΣτΕ, θα πρέπει η
20ετής παραγραφή λόγω ύψους φοροδιαφυγής να θεωρηθεί αντισυνταγματική στο
σύνολό της.
·
Δεν είναι δυνατή η υποβολή μηνυτήριας
αναφοράς από τα όργανα της φορολογικής διοίκησης για χρήσεις που θεωρούνται μη προτεραιοποιημένες λόγω παραγραφής, δηλαδή για
υποθέσεις φοροδιαφυγής που ανάγονται σε χρήσεις μέχρι το 2011 (παραγράφεται στο
τέλος του 2017). Ο λόγος είναι ότι για τις υποθέσεις αυτές δεν πρόκειται να
διενεργηθεί έλεγχος, ούτε να εκδοθεί οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού
του φόρου, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς
και την εν συνεχεία άσκηση της ποινικής διώξεως. Είναι, δε, εντελώς διάφορη η
περίπτωση της δυνατότητας του εισαγγελέα να ασκήσει ποινική δίωξη για
φοροδιαφυγή, κατόπιν μηνυτήριας αναφοράς ή και παρά την έλλειψη αυτής, με βάση
στοιχεία που θα περιέλθουν σε αυτόν από άλλη πηγή, εφόσον κρίνει ότι συντρέχουν
οι προϋποθέσεις. Στην περίπτωση της εκδόσεως πλαστών ή εικονικών φορολογικών
στοιχείων, καθώς και της αποδοχής εικονικών στοιχείων ή νοθεύσεως τέτοιων
στοιχείων, δεν απαιτείται η έκδοση πράξεως διορθωτικού προσδιορισμού, πλην όμως
η διαπίστωση των σχετικών παραβάσεων προϋποθέτει τη διενέργεια φορολογικού
ελέγχου (ΠΟΛ 1190/2017 και ΝΣΚ 254/2017).
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με φορολογικά θέματα, μπορείτε να
επικοινωνήσετε με το τμήμα Tax & Outsourcing της Grant Thornton στο
email: tax@gr.gt.com
Πηγή grant-thornton.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου