iskra
του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Την περασμένη εβδομάδα, το περιοδικό New Yorker δημοσίευσε άρθρο της διεθνώς αναγνωρισμένης δημοσιογράφου και ερευνήτριας Ρόμπιν Ράιτ με τίτλο: «Ο Τραμπ θα αφήσει τον Ασαντ να μείνει μέχρι το 2021, ενώ ο Πούτιν ανακηρύσσει εαυτόν νικητή στη Συρία». Το ρεπορτάζ που ακολουθούσε ήταν αποκαλυπτικό. Ενώ η Ουάσιγκτον επέμενε, μέχρι πρόσφατα, ότι δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική λύση στη Συρία όσο ο πρόεδρος Μπασάρ Ασαντ μένει στην εξουσία, τώρα η κυβέρνηση Τραμπ είναι έτοιμη να ρίξει «λευκή πετσέτα», αναγνωρίζοντας την υπεροχή της Ρωσίας στη συριακή σκακιέρα.
Στο στρατιωτικό πεδίο, η ρωσική παρέμβαση, που άρχισε τον Σεπτέμβριο του 2015, σε συνδυασμό με τη συνδρομή του Ιράν και της Χεζμπολάχ, ανέτρεψε το σκηνικό υπέρ του Ασαντ, ο οποίος ελέγχει πλέον το σύνολο, σχεδόν, των μεγάλων πόλεων. Αντίθετα, στα τρία χρόνια της ύπαρξής του, ο διεθνής συνασπισμός υπό την ηγεσία των ΗΠΑ δεν κατάφερε να κερδίσει καμία πόλη, με μόνες εξαιρέσεις τις επιτυχίες των Κούρδων –που δεν πρέπει να θεωρούνται δεδομένοι για την Ουάσιγκτον– στον συριακό Βορρά και πρόσφατα στη Ράκα. Στο πολιτικό επίπεδο, όπως αναγνωρίζει η Ρόμπιν Ράιτ, η φιλοδυτική αντιπολίτευση της Συρίας παραμένει αδύναμη και πολυδιασπασμένη, με την παρουσία της πιο έντονη στα ξενοδοχεία της Γενεύης και της Κωνσταντινούπολης και λιγότερο στην πολύπαθη Συρία.
Τέλος, στο επίπεδο της διπλωματίας, οι Αμερικανοί έχουν, καιρό τώρα, περιθωριοποιηθεί, καθώς η πρωτοβουλία ανήκει στην ιδιόρρυθμη τρόικα Ρωσίας – Ιράν – Τουρκίας, που δρομολόγησε τη διαδικασία της Αστάνα. Με αυτά τα δεδομένα, η κυβέρνηση Τραμπ αποσύρει, πάντα σύμφωνα με το New Yorker, την απαίτησή της για απομάκρυνση του Ασαντ και δέχεται η τελική, πολιτική λύση να έρθει με εκλογές υπό την επίβλεψη του ΟΗΕ, πιθανόν το 2021.
Οι επισκέψεις
Την ίδια ημέρα, ο Βλαντιμίρ Πούτιν επισφράγιζε την εντυπωσιακή ρωσική «κάθοδο» στη Μέση Ανατολή με μια περιοδεία – αστραπή σε Συρία, Αίγυπτο και Τουρκία – τρεις πολύ σημαντικές, συμβολικά και πολιτικά, επισκέψεις μέσα στο ίδιο εικοσιτετράωρο. Για πρώτη φορά από την έναρξη των επιχειρήσεων στη Συρία, ο Ρώσος πρόεδρος επισκέφθηκε την αεροπορική βάση της χώρας του στο Χμεϊμίμ, όπου κήρυξε τη νίκη στον αγώνα εναντίον του Ισλαμικού Κράτους και διέταξε την απόσυρση του μεγαλύτερου μέρους των ρωσικών δυνάμεων. Παράλληλα, τόνισε ότι «οι συνθήκες είναι πλέον ώριμες για την προώθηση της ειρηνευτικής διαδικασίας του ΟΗΕ, στη Γενεύη», απ’ όπου η αντιπροσωπεία της κυβέρνησης Ασαντ είχε αποσυρθεί επί μία εβδομάδα. Λίγες ώρες αργότερα, η κυβερνητική αντιπροσωπεία της Δαμασκού βρισκόταν ξανά στις όχθες της λίμνης Λεμάν. Εντυπωσιακή ήταν και η επίσκεψη Πούτιν στο Κάιρο. Πέρα από την υπογραφή συμφωνίας για την κατασκευή ατομικού σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από τη ρωσική Rosatom, ο Πούτιν και ο Αιγύπτιος πρόεδρος Αμπντελφατάχ Σίσι συζήτησαν την ενίσχυση της στρατιωτικής συνεργασίας τους. Τον περασμένο μήνα, η Μόσχα έδωσε στη δημοσιότητα σχέδιο συμφωνίας που προβλέπει ότι κάθε μια από τις δύο χώρες θα μπορεί να χρησιμοποιεί τον εναέριο χώρο και τις αεροπορικές βάσεις της άλλης.
Αν επικυρωθεί αυτή η εξέλιξη, θα συνιστά ιστορική στροφή για την Αίγυπτο, αντίστοιχη (και αντίστροφη) με την απόφαση του Ανουάρ Σαντάτ, το 1972, να ανατρέψει την εξωτερική πολιτική του Νάσερ και να διώξει από τη χώρα τους Σοβιετικούς στρατιωτικούς συμβούλους. Σήμερα, η Αίγυπτος εξακολουθεί να αποτελεί τον δεύτερο, μετά το Ισραήλ, παραλήπτη αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας στον κόσμο, αλλά οι σχέσεις της με την Ουάσιγκτον επί εποχής Σίσι βαίνουν επιδεινούμενες.
Στην Τουρκία
Την ίδια πικρή γεύση άφησε στους Αμερικανούς η επίσκεψη Πούτιν στην Τουρκία – άλλη μια χώρα-κλειδί της περιοχής, που αποτελούσε παραδοσιακά προκεχωρημένο φυλάκιο των αμερικανικών συμφερόντων, αλλά αποξενώνεται ταχύτατα από τη Δύση, προσεγγίζοντας τη Ρωσία, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 εναντίον του Ερντογάν. Στη συνάντησή τους, οι δύο πρόεδροι επιβεβαίωσαν τη συμφωνία για την αγορά ρωσικών πυραύλων S-400 από την Τουρκία, που έχει θορυβήσει έντονα το ΝΑΤΟ. Επιπλέον, αποδοκίμασαν από κοινού την πρόσφατη απόφαση Τραμπ για την Ιερουσαλήμ, που έφερε την Αμερική σε κατάσταση πρωτοφανούς διπλωματικής απομόνωσης, τόσο στο Συμβούλιο Ασφαλείας (14-1 ήταν ο συσχετισμός δυνάμεων στη σχετική συζήτηση) όσο και στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Οταν ξεκινούσε η ρωσική επέμβαση στη Συρία, ο Μπαράκ Ομπάμα την αντιμετώπισε με την παροιμιώδη, στα όρια του… ζεν ψυχραιμία του, προβλέποντας ότι θα εξελιχθεί σε δεύτερο ρωσικό Αφγανιστάν. Εκ των υστέρων, φαίνεται ότι ήταν η πιο άστοχη εκτίμηση της οκταετίας του. Οι 41 νεκροί Ρώσοι στρατιώτες ήταν απολύτως αποδεκτό πολιτικό κόστος για τον Βλαντιμίρ Πούτιν σε σύγκριση με το τεράστιο στρατηγικό κέρδος. Παραμένει γεγονός ότι η μεγάλη πληγή του Συριακού είναι ακόμη ανοιχτή και ότι οι δύο ρωσικές βάσεις και οι 2.000 Αμερικανοί στρατιωτικοί «σύμβουλοι» δεν πρόκειται να φύγουν στο ορατό μέλλον. Η όποια λύση δεν πρόκειται να έρθει χωρίς έναν ιστορικό συμβιβασμό της Ρωσίας με τις ΗΠΑ, από τις οποίες, πλην των άλλων, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και η αναγκαία οικονομική βοήθεια για την ανασυγκρότηση της κατεστραμμένης χώρας.
Δύσκολο παζάρι του Πούτιν με Ερντογάν
Από τις πιο ενδιαφέρουσες ανακοινώσεις μετά τη συνάντηση Πούτιν – Ερντογάν ήταν η κατ’ αρχήν συμφωνία των δύο ηγετών να συγκληθεί «Συνέδριο Εθνικού Συριακού Διαλόγου», με τη συμμετοχή κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, στο Σότσι της Μαύρης Θάλασσας, στις αρχές του 2018. Αρχικά, το συνέδριο είχε προγραμματιστεί για τον Νοέμβριο, αλλά «σκόνταψε» στις τουρκικές αντιρρήσεις για τη συμμετοχή του μεγαλύτερου κόμματος των Κούρδων της Συρίας, του PYD.
Οπως δήλωσε ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, η κυβέρνησή του είναι πρόθυμη να δεχθεί τη συμμετοχή κουρδικής αντιπροσωπείας, αρκεί να μην συμπεριλαμβάνεται σ’ αυτήν το PYD. Στη θέση του, η Αγκυρα θα ήθελε να συμμετάσχουν οι δυνάμεις που πρόσκεινται στο κόμμα KDP της οικογένειας Μπαρζανί, στο βόρειο Ιράκ, παρότι αποτελούν μειοψηφία μεταξύ των Κούρδων της Συρίας.
Φαίνεται ότι ο Ερντογάν εννοεί να παζαρέψει σκληρά το Κουρδικό, προσφέροντας ως αντάλλαγμα στη Ρωσία την ανοχή του στη βορειοδυτική συριακή επαρχία του Ιντλίμπ. Πρόκειται για την τελευταία μεγάλη περιοχή που εξακολουθούν να ελέγχουν αντικαθεστωτικοί αντάρτες που πρόσκεινται στην Αλ Κάιντα. Αρθρογράφος του ρωσικού πρακτορείου Sputnik έγραφε πρόσφατα ότι «αν ο αγώνας για την απελευθέρωση του Χαλεπίου ήταν το Στάλινγκραντ της Συρίας, το Ιντλίμπ είναι η μάχη του Βερολίνου». Παραμένει αμφίβολο, όμως, κατά πόσον η Μόσχα είναι πρόθυμη να εγκαταλείψει το PYD, χαρίζοντάς το στην Ουάσιγκτον.
Πηγή: kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου