«Οι πιέσεις από τις κυβερνήσεις για πολιτικές καταπολέμησης των ασθενειών που σχετίζονται με τη διατροφή, η άνοδος του βιοτικού επιπέδου σε μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, καθώς και η αύξηση του ποσοστού των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών δημιουργούν ανάγκες για διαφοροποιημένα τρόφιμα. Η βιομηχανία δείχνει όχι μόνο απλώς να προσαρμόζεται εύκολα στα νέα δεδομένα, αλλά συχνά να καλλιεργεί η ίδια τις καινούργιες διατροφικές συνήθειες».(Καθημερινή, 23.04.17, Δ. Μανιφάβα)
Σε αυτές τις λίγες γραμμές αποτυπώνεται ένα μεγάλο μέρος της πιο σύνθετης, βέβαια, πραγματικότητας, όπως αυτή διαμορφώνεται από την κυριαρχία. Η μεγάλη αύξηση του πληθυσμού, η βιομηχανοποίηση χωρών, που μέχρι πρότινος ήταν κυρίως αγροτικές και το οικονομικό μοντέλο του καπιταλισμού που προελαύνει παγκοσμίως, δημιουργούν ορισμένα ζητήματα, όπως στο διατροφικό τομέα, που χρήζουν λύσεις για το σύστημα. Και αυτό διότι μπορούν να βρουν τους τρόπους να καλλιεργούν και να παράγουν «διαφοροποιημένα» τρόφιμα, αλλά θα πρέπει να συνυπολογίσουν το κόστος μεταφοράς και εφοδιαστικής αλυσίδας, συναρτήσει των συνεχών μισθολογικών πιέσεων που δέχονται όλο και περισσότερα κομμάτια του πληθυσμού. Και σε αυτόν τον τομέα νομίζουμε ότι τα πράγματα έχουν αρχίσει να ξεκαθαρίζουν διεθνώς.
Ας δούμε λίγο τι συμβαίνει, σήμερα, σε κράτη όπως η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, οι ΗΠΑ και ο Καναδάς. Υπάρχουν άπειρα τρόφιμα στα ράφια των σούπερ μάρκετ, σε μια αγορά συγκεντρωτική ως προς τις αλυσίδες λιανικής, που όμως ένας καταναλωτής που διαβάζει και τις ετικέτες θα δυσκολευτεί πολύ να αγοράσει κάτι αξιόλογο. Ο διαχωρισμός σε αυτές τις χώρες είναι σαφής: όποιος δεν διαθέτει αγοραστική δύναμη αγοράζει αποκλειστικά από αλυσίδες τύπου Tesco, Wal-Mart όπου τα «σκουπίδια» πουλιούνται στο σωρό. Αλλά και οι μεγάλες αλυσίδες που στοχεύουν σε πιο «ψαγμένο» καταναλωτή, όπως bio/vegan/vegetarian, κρύβουν τα ένοχα μυστικά τους. Γιατί, μπορεί κάποιο προϊόν να είναι χαρακτηρισμένο ως bio αλλά να αποτελεί ένα βιομηχανοποιημένο τρόφιμο με συστατικά βλαβερά στην υγεία του ανθρώπου (βλέπε π.χ. φοινικέλαιο σε μια σειρά προϊόντων).
Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι ήδη το σύστημα έχει φροντίσει να τακτοποιήσει τους καταναλωτές βάσει της αγοραστικής τους ευχέρειας και προτιμήσεων σε ήδη διαμορφωμένες αλυσίδες που ελέγχουν τον τομέα της διατροφής. Ασφαλώς και υπάρχει και ένα μικρό ποσοστό καταναλωτών που επιλέγει αυστηρά την τροφή του μέσω άλλων δικτύων και μέσων.
Το παραπάνω απόσπασμα, που παρατίθεται, προέρχεται από άρθρο με τον τίτλο: Ο φόρος της ζάχαρης αλλάζει παραγωγικές και καταναλωτικές συνήθειες σε όλο τον κόσμο,και αναφέρεται στη στρατηγική επιλογή των εταιρειών τροφίμων, κυρίως αναψυκτικών, να στραφούν σε άλλα γλυκαντικά είδη –πλην της ζάχαρης– για διαφόρους λόγους. «Ο ‘‘πόλεμος της στέβιας’’ που έχει ξεσπάσει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα ανάμεσα στις εταιρείες αναψυκτικών δεν είναι απλώς ένας εμπορικός ‘‘πόλεμος’’. Οι εταιρείες μέσω των προϊόντων αυτών έχουν δύο στόχους: πρώτον, να καλύψουν όλες τις σύγχρονες διατροφικές τάσεις και, δεύτερον, να προλάβουν την επιβολή μέτρων κατασταλτικού χαρακτήρα από τις κυβερνήσεις, όπως για παράδειγμα ο φόρος ζάχαρης». Ο συγκεκριμένος φόρος έχει επιβληθεί σε μια σειρά από χώρες της ΕΕ όπως Γαλλία, Μ. Βρετανία κ.α., στη λογική της επί μέρους κάλυψης των ιατρικών δαπανών που απαιτούνται για τις συνέπειες της χρήσης ζάχαρης. Σύμφωνα με τις αποφάσεις που έχουν ληφθεί, σε εθνικό ή ευρωπαϊκό επίπεδο, «η οικονομική επίπτωση της κατανάλωσης ζάχαρης, όπως αυτή κυρίως εκδηλώνεται από τον αριθμό των ασθενών με διαβήτη και των παχύσαρκων, είναι πολύ υψηλή». Επί πλέον, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το 2015, σύμφωνα με τη Διεθνή Ομοσπονδία Διαβήτη, το 9% των συνολικών δαπανών για την υγεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση αφορούσε τον διαβήτη, ενώ μόνο στην Ελλάδα το μέσο ετήσιο κόστος για κάθε διαβητικό εκτιμάται σε περίπου 2.250 ευρώ. Εντύπωση, όμως, προκαλεί η ευκολία με την οποία κρατικοί θεσμοί συσχετίζουν την ζάχαρη με το διαβήτη, όταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια τα «παπαγαλάκια» των πολυεθνικών υποβάθμιζαν ή απέκλειαν τη συσχέτιση/επίδραση. Ακόμη, δεν είναι τυχαίο ότι οι συγκεκριμένοι φόροι και αλλαγή πλεύσης των κυβερνήσεων έρχεται τη στιγμή που η βιομηχανία παραγωγής στέβιας είναι έτοιμη να καλύψει τις ανάγκες των πολυεθνικών. Ήδη, η Coca-Cola ανακοίνωσε ότι το 2017 θα μειώσει τη ζάχαρη σε πάνω από 500 αναψυκτικά παγκοσμίως, η Nestlé δεσμεύθηκε, επίσης, φέτος να αφαιρέσει τουλάχιστον 18.000 τόνους ζάχαρης από τα προϊόντα που διαθέτει στην Ευρώπη μέχρι το 2020.
Και τώρα ξαφνικά, με περισσή ευκολία, διαβάζουμε και στον «σοβαρό» τύπο, ότι «αυξημένος ο κίνδυνος εγκεφαλικού και άνοιας για όσους πίνουν αναψυκτικά διαίτης καθημερινά», «ότι οι άνθρωποι που καταναλώνουν συχνά αναψυκτικά και φρουτοχυμούς με ζάχαρη (πάνω από δύο τη μέρα) είναι πιθανότερο να έχουν χειρότερη μνήμη, μικρότερο όγκο εγκεφάλου και ιδίως μικρότερο ιππόκαμπο (η περιοχή που είναι σημαντική για τη μνήμη)». Η διατροφή, οι περιβαλλοντικές συνθήκες και η ψυχική υγεία αποτελούν τους βασικούς πυλώνες υγείας στη ζωή των ανθρώπων. Είναι δεδομένο, πάντως, ότι τίποτα από τα παραπάνω δεν ενδιαφέρει το κράτος. Το ενδιαφέρον του εξαντλείται αποκλειστικά και μόνο στη λογιστική του επίπτωση. Μόνο όταν διαπιστώνει ότι οι δαπάνες αυξάνονται για επιπτώσεις που έχουν προκληθεί από την οικονομική ελίτ, χρηματοδοτεί ερευνητικά προγράμματα ώστε να βρεθούν «εναλλακτικά» τρόφιμα και πρώτες ύλες. Και όταν η έρευνα πιστοποιεί τη μαζική/βιομηχανική παραγωγή ξεκινά η δουλειά των «γραφειοκρατών» για τις θεσμικές τροποποιήσεις, με τη ταυτόχρονη παροχή πληροφοριών στον «τύπο» για να διαμορφωθούν οι συνθήκες της «επόμενης μέρας». Για τη ζάχαρη για παράδειγμα, όλοι γνώριζαν τη βλαβερότητά της, όμως δεν είχαν κατορθώσει να παράγουν μαζικά υποκατάστατα της. Ο Ρόμπερτ Λάστιγκ, καθηγητής Παιδιατρικής στο τμήμα Ενδοκρινολογίας του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας αναφέρει: «Η ζάχαρη λειτουργεί ως δόλωμα διότι, όσο περισσότερη βάζει ο κατασκευαστής στο προϊόν, τόσο πιο πολύ θα θέλετε να το αγοράσετε, καθώς ενεργοποιεί δραστηριότητα στον επικλινή πυρήνα του εγκεφάλου, δηλαδή στο κέντρο της ευχαρίστησης ή ανταμοιβής, με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν οι ναρκωτικές ουσίες. Όταν τη δεκαετία του ’80 η βιομηχανία άρχισε να περιορίζει τα λιπαρά στα επεξεργασμένα τρόφιμα, έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος να παραμείνουν νόστιμα, και η ζάχαρη κρίθηκε ως ο πιο βολικός. Επειδή, εκτός των άλλων, λειτουργεί ως φυσικό συντηρητικό, καθώς δεσμεύει το διαθέσιμο νερό εμποδίζοντας την ανάπτυξη μικροοργανισμών, π.χ. διατηρεί το ψωμί αφράτο και φρέσκο για περισσότερες μέρες. Επίσης, καταλαμβάνει χώρο στη συσκευασία, επιτρέποντας στον κατασκευαστή να χρησιμοποιεί μικρότερες ποσότητες από ακριβότερες πρώτες ύλες, όπως π.χ. η βρώμη στα δημητριακά πρωινού».
Με την βιομηχανοποίηση της τροφής, ως αποτέλεσμα της συνολικής κοινωνικής διάρθρωσης που αυτή συντελείται μέσω της κατασκευής μεγάλων πόλεων, της βιομηχανοποίησης, της αποξένωσης από τη φύση και τη γεωργία, διαμορφώνονται, ταυτόχρονα με τις συνθήκες εξάρτησης της εξεύρεσης τροφής, οι λόγοι υποβάθμισης της υγείας –φυσικής και ψυχικής– των ανθρώπων.
Όπως είδαμε και παραπάνω, οι καταναλωτικές συνήθειες, εν πολλοίς καθορίζονται από τη βιομηχανία τροφίμων. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος απομακρύνθηκε σταδιακά από γεύσεις πικρές και ξινές, αφού αυτές δεν αποτελούσαν βιομηχανική επιλογή. Ο Ιπποκράτης σημείωνε την αναγκαιότητα της ισορροπίας των γεύσεων. «Εκείνο που διατηρεί την υγεία είναι ισομερής κατανομή και ακριβής μείξη μέσα στο σώμα των δυνάμεων του ξηρού, του υγρού, του κρύου, του γλυκού, του πικρού, του ξινού και του αλμυρού. Την Αρρώστια την προκαλεί η επικράτηση του ενός. Η θεραπεία επιτυγχάνεται με την αποκατάσταση της διαταραχθείσας ισορροπίας, με τη μέθοδο της αντίθετης από την πλεονάζουσα δύναμη. Μέσα στον άνθρωπο υπάρχει και το πικρό και το αλμυρό, το γλυκό, το ξινό, το στυφό και το άνοστο και… τα συστατικά αυτά όταν αναμειγνύονται και ενώνονται μεταξύ τους, ούτε φαίνονται ούτε βλάπτουν τον άνθρωπο. Όταν όμως κάποιο απ΄ όλα διαχωριστεί και μείνει μόνο του, τότε φαίνεται να προκαλεί βλάβη».
Συνεπώς, καμμία θεσμική-κρατική απόφαση δεν πρόκειται να είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, ακόμη και όταν κομπάζουν και διατείνονται ότι ενδιαφέρονται για την υγεία μας. Μοναδικός τους στόχος είναι η διαιώνιση των σχέσεων εξουσίας τους και οικονομικής ισχύος, προσπαθώντας να χρυσώνουν το χάπι κάθε φορά με κάθε λογής τερτίπια και φόρους υγιεινισμού και περιβαλλοντισμού, που πολύ θα είναι της μόδας τα επόμενα χρόνια…
Αναρχικός Πυρήνας Χαλκίδας
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 171, Μάϊος 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου