analyst
Η υιοθέτηση από μία χώρα της Ευρωζώνης ενός άλλου νομίσματος, υπό προϋποθέσεις φυσικά και για περιορισμένο χρονικό διάστημα, δεν θα είχε κανένα μειονέκτημα για την οικονομία της – αφού, έτσι ή αλλιώς, το νόμισμα της θα παρέμενε ξένο, όπως επίσης το «γερμανικό Ευρώ».
.
«Εάν η Ελλάδα αποφάσιζε να υιοθετήσει τη δραχμή, θα είχε τη δυνατότητα να επιτρέψει σε όλους να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους σε δραχμές – με μία ισοτιμία, η οποία θα καθοριζόταν ελεύθερα από την Ελληνική Βουλή» (άρθρο μας από τις 03.12.2011, πριν την υπογραφή του PSI – πηγή).
του Βασίλη Βιλιάρδου
Ανάλυση
Κατ’ αρχήν θεωρούμε πως τυχόν μονομερής, εκούσια προφανώς επιστροφή της Ελλάδας στο εθνικό της νόμισμα, θα ήταν κάτι παραπάνω από εφιαλτική – υπό τις σημερινές συνθήκες πλήρους κατάρρευσης, μετά το PSI, καθώς επίσης αφού έχουν προηγηθεί τα προηγούμενα χρόνια της κυλιόμενης πτώχευσης. Ειδικά για τις εισοδηματικά ασθενέστερες ομάδες του πληθυσμού, κυρίως για τους συνταξιούχους και δευτερευόντως για τους μισθωτούς του δημοσίου τομέα – οι οποίοι θα πλήττονταν πολύ περισσότερο, μεταξύ άλλων επειδή τα έσοδα τους είναι «ανελαστικά» στον πληθωρισμό.
Θα επρόκειτο λοιπόν για κάτι εντελώς διαφορετικό από τη διάλυση της Ευρωζώνης ή/και την από κοινού επιστροφή όλων των χωρών μαζί στην προ ευρώ εποχή – πόσο μάλλον σε συνδυασμό με μία πανευρωπαϊκή συνδιάσκεψη χρέους, έτσι ώστε να ρυθμιστούν (παγώσουν, διαγραφούν) εκείνες οι υποχρεώσεις των κρατών που είναι αδύνατον ποτέ να πληρωθούν, ενώ στραγγαλίζουν την ανάπτυξη. Φυσικά δεν έχουμε καμία απολύτως πρόθεση να τρομοκρατήσουμε κανέναν αλλά, αντίθετα, να εκφράσουμε την υποκειμενική μας άποψη, υπεύθυνη κατά τη γνώμη μας – την οποία δεν είναι υποχρεωμένος να αποδεχθεί κανείς.
Περαιτέρω, αν και το νόμισμα βοηθάει την οικονομία, δεν είναι αυτό που την οδηγεί στην ευημερία. Αντίθετα η οικονομία, η οποία δεν θα μπορούσε να λειτουργεί χειρότερα στη σημερινή Ελλάδα, είναι αυτή που κάνει το νόμισμα. Για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, δεν είναι ούτε το νόμισμα αυτού καθεαυτού το σημαντικότερο για μία χώρα, αλλά η νομισματική της πολιτική – όπως το ύψος των επιτοκίων σε σχέση με τον πληθωρισμό ή αποπληθωρισμό, η αύξηση της ποσότητας χρήματος κοκ.
Εν προκειμένω η Ελλάδα θα ήταν αντιμέτωπη με ένα ακόμη πρόβλημα: με την αδυναμία αύξησης της ρευστότητας της, λόγω του ότι υπάρχουν πλέον ελάχιστοι φερέγγυοι οφειλέτες – ειδικά όσον αφορά τη σπονδυλική στήλη της οικονομίας της, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς επίσης τα νοικοκυριά.
Μπορεί λοιπόν να είναι πράγματι χαμηλή η ρευστότητα στη χώρα, σε σύγκριση ακόμη και με την Πορτογαλία (γράφημα), αλλά κατά κάποιον τρόπο συμβαδίζει με το τεράστιο ύψος των μη εξυπηρετούμενων ιδιωτικών χρεών της – γεγονός που σημαίνει πως για να έχει η Ελλάδα κάποια προοπτική εκτός ευρώ, δεν πρέπει μόνο να προηγηθεί η διαγραφή ενός μεγάλου μέρους των δημοσίων χρεών της αλλά, επίσης, των ιδιωτικών. Διαφορετικά είναι αδύνατον να αυξηθεί ο δανεισμός και άρα η ρευστότητα, ο οποίος προέρχεται συνήθως κατά 90% από τις εμπορικές τράπεζες, οπότε να επιστρέψει η Ελλάδα σε μία βιώσιμη πορεία ανάπτυξης – αφού καμία τράπεζα δεν δανείζει υπερχρεωμένες επιχειρήσεις και νοικοκυριά, ακόμη και αν έχει τη δυνατότητα να το κάνει.
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη της ποσότητας χρήματος Μ3 στην Ελλάδα (μπλε καμπύλη, αριστερή κάθετος) και στην Πορτογαλία (μαύρη καμπύλη, δεξιά κάθετος).
.
Περαιτέρω θεωρούμε επίσης σημαντικό να αναφέρουμε ότι, με το πολιτικό σύστημα που διαθέτουμε, καθώς επίσης με την ιδιωτική κεντρική μας τράπεζα υπό το γνωστό διοικητή της, τυχόν υιοθέτηση του εθνικού μας νομίσματος θα είχε ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας – χωρίς καμία απολύτως αμφιβολία.
Ανεξάρτητα όμως από όλα αυτά, η Ελλάδα χρειάζεται απαραίτητα ένα σχέδιο επιστροφής της στο εθνικό νόμισμα, είτε διαλυθεί η Ευρωζώνη, είτε όχι – αφού δεν πρόκειται να αλλάξουν πολιτική οι δανειστές της, οπότε κάποια στιγμή θα υποχρεωθεί εκ των πραγμάτων να το κάνει (θα την υποχρεώσουν δηλαδή, αφού μόνη της δεν θα έπρεπε ποτέ να τραβήξει τη σκανδάλη – απλά οφείλει να μη συμβιβάζεται με τις παράλογες απαιτήσεις των δανειστών της) . Εκτός αυτού, όσο πιο πολύ αργεί, τόσο χειρότερα, αφού στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα απλά θα λεηλατείται, χωρίς καμία προοπτική για το μέλλον της – ενώ η μεγάλη της ευκαιρία είναι ασφαλώς εντός του 2017, όπου δεν έχει λήξει ακόμη το πρόγραμμα χρηματοδότησης της, οι Η.Π.Α. άλλαξαν πολιτική και στην Ευρώπη διενεργούνται σημαντικές εκλογικές αναμετρήσεις.
Το σχέδιο αυτό οφείλει να ξεκινάει με τον τρόπο της εξόδου της, όπου θα έλεγε κανείς πως θα έπρεπε να επιλεχθεί η καταναγκαστική μεν, αλλά ελεγχόμενη, σταδιακή και προσεκτική επιστροφή στο εθνικό της νόμισμα, εντός των επομένων τριών ετών – με τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων που προβλέπονται για μία χώρα μέλος της ΕΕ, όπως στο παράδειγμα της Βρετανίας, αφού δεν υπάρχει κάτι ανάλογο για ένα κράτος της Ευρωζώνης.
Παράλληλα θα έπρεπε να καταγγελθούν οι παράνομες, αντισυνταγματικές δανειακές συμβάσεις/μνημόνια στο ευρωπαϊκό δικαστήριο, καθώς επίσης να αναβληθούν οι πληρωμές των εξωτερικών χρεών όσο ακόμη η χώρα θα ήταν μέλος της Ευρωζώνης – οπότε να διευρυνθούν οι διαπραγματεύσεις, έτσι ώστε να συμπεριλαμβάνουν τη διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του δημοσίου χρέους, τη μετατροπή του υπολοίπου που αφορά τα κράτη και τους θεσμούς της Ευρωζώνης στο εθνικό νόμισμα παρά το PSI, την άρση της υποθήκευσης της χώρας κοκ.
Κλείνοντας τη μικρή εισαγωγή μας οφείλουμε να σημειώσουμε ότι, οι τοποθετήσεις που κυκλοφορούν, σύμφωνα με τις οποίες επειδή εισάγουμε προϊόντα από τρίτες χώρες και όχι τόσο από τη Γερμανία ή την Ιταλία δεν θα έχουμε πρόβλημα, είναι λανθασμένες – αφού αυτό οφείλεται στην υποτίμηση των νομισμάτων τους σε σχέση με το ευρώ που εμείς έχουμε και το οποίο δεν θα υπήρχε μετά την υιοθέτηση του εθνικού μας νομίσματος.
Το μη συμβατικό σενάριο της εξόδου
Συνεχίζοντας, όπως έχουμε ήδη αναλύσει, η έξοδος μίας χώρας από την Ευρωζώνη θα την υποχρέωνε να ανταλλάξει το Ευρώ με το νέο νόμισμα της. Επομένως, τόσο οι Πολίτες της, όσο και οι τράπεζες της, θα έπρεπε να παραδώσουν τα Ευρώ τους στην ΕΚΤ, ενώ θα ελεγχόταν στη συνέχεια, εκ μέρους του κράτους τους, η πιστή εφαρμογή των παραπάνω (διασυνοριακοί έλεγχοι, «λαθραίες» αποταμιεύσεις κλπ.).
Λογικά λοιπόν, εάν προέβλεπε κανείς ένα τέτοιο ενδεχόμενο, θα μετέτρεπε τις οικονομίες του σε ξένα νομίσματα – τα οποία αφενός μεν δεν θα υποτιμούνταν, αφετέρου δεν θα έπρεπε να ανταλλαχθούν με το νέο νόμισμα. Ως εκ τούτου, η έξοδος μίας χώρας από μία νομισματική ένωση δεν προαναγγέλλεται – για να αποφευχθούν ενέργειες αυτού του είδους.
Υποθέτοντας τώρα ένας «ανατρεπτικός» συνάδελφός μας στο παρελθόν ότι το κράτος, το οποίο θα υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη, θα ακολουθούσε την ίδια τακτική, θεώρησε πως η κυβέρνηση του θα έκανε ίσως τη σκέψη (μόνη της ή μετά από υπόδειξη του ΔΝΤ, στα πλαίσια ενδεχομένων σχεδίων διάλυσης της Ευρωζώνης), να ανταλλάξει τα Ευρώ με Δολάρια, πριν ακόμη εξέλθει από το κοινό νόμισμα – «υποκινώντας» έμμεσα τους Πολίτες της, καθώς επίσης τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις, να κάνουν το ίδιο.
Με αυτόν τον τρόπο θα άλλαζε αρχικά (πριν εξέλθει από την Ευρωζώνη) το επίσημο νόμισμα του κράτους, το Ευρώ, «defacto» με το δολάριο – εκ των πραγμάτων δηλαδή, όπως για παράδειγμα ο Ισημερινός (άρθρο) και χωρίς να ακολουθηθεί μία «επίσημη διαδικασία».
Ένα πρώτο αποτέλεσμα των «πράξεων» του συγκεκριμένου κράτους θα ήταν προφανώς η δημιουργία τεράστιων προβλημάτων στην Ευρωζώνη – αφού θα ακολουθούσαν μεγάλες πιέσεις στην ισοτιμία του Ευρώ, σε σχέση με το δολάριο, λόγω των μαζικών πωλήσεων Ευρώ εκ μέρους του (επομένως, θα επιταχυνόταν η διάλυση της).
Περαιτέρω, η έξοδος του συγκεκριμένου κράτους από την Ευρωζώνη, δεν θα είχε σαν αποτέλεσμα την επιδρομή των καταθετών του στις τράπεζες (bank run), την εξαγωγή συναλλάγματος λόγω των φόβων υποτίμησης/παρακράτησης, τη ραγδαία μείωση της αγοραστικής αξίας του νέου νομίσματος, την αδυναμία εισαγωγών πρώτων υλών, την άνοδο της τιμής των εισαγομένων προϊόντων και όλα όσα «καταστροφικά» έχουμε στο παρελθόν αναφέρει – αφού το «de facto» ανταλλακτικό νόμισμα (δολάριο) θα έμενε ανέπαφο.
Υποθέτοντας τώρα ότι, η Ευρωζώνη θα διαλυόταν στη συνέχεια ή πως η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ θα μειωνόταν δραματικά, σε σχέση με το δολάριο (λόγω της υπερχρέωσης, των φόβων διάλυσης, της αδυναμίας αντιμετώπισης της Ελληνικής, της Ιταλικής ή της Ισπανικής κρίσης κλπ.), είναι προφανές ότι, το δημόσιο χρέος του εξερχόμενου κράτους, θα περιοριζόταν αισθητά, «εκπεφρασμένο» στο εθνικό του νόμισμα – λόγω ανατίμησης του δολαρίου.
Συνεχίζοντας στο σενάριο του συναδέλφου μας, το κράτος που θα εγκατέλειπε την Ευρωζώνη, υιοθετώντας το δικό του νόμισμα, θα μπορούσε να καθορίσει την ισοτιμία του σε σχέση με το δολάριο και όχι με το ευρώ. Παράλληλα, η κεντρική του τράπεζα θα μπορούσε να δημιουργήσει πλέον μόνη της χρήματα, εκδίδοντας το νέο εθνικό νόμισμα – το οποίο όμως δεν θα διέθετε ελεύθερα για ένα χρονικό διάστημα 3-5 ετών, έτσι ώστε αφενός μεν να μην υποτιμηθεί σημαντικά η αξία του, αφετέρου να μην υπάρξει «διαφυγή» του στο εξωτερικό.
Απλούστερα, όλες οι συναλλαγές εντός και εκτός της συγκεκριμένης χώρας θα γινόταν με δολάρια, αντί με ευρώ – φυσικά σταδιακά, μέχρι να αντικατασταθεί πλήρως το Ευρώ, μέσω της αγοράς δολαρίων εκ μέρους των Πολιτών από τις τράπεζες, με τα διαθέσιμα ευρώ. Δηλαδή, όλα τα προϊόντα, οι υπηρεσίες, οι μισθοί, οι συντάξεις κλπ. θα πληρωνόντουσαν από ένα σημείο και μετά με δολάρια, αφού αυτό θα ήταν το de facto νόμισμα του κράτους – έως τη στιγμή που θα το αντικαθιστούσε το νέο εθνικό του νόμισμα.
Περαιτέρω, η κεντρική τράπεζα του εξερχόμενου κράτους, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το νέο εθνικό νόμισμα για την ανταλλαγή του με δολάρια, εάν συνεργαζόταν με τη Fed – η οποία θα είχε τη δυνατότητα ενδεχομένως να τη βοηθήσει, δανείζοντας την με χαμηλά επιτόκια, με τη μέθοδο των swap.
Σε αντάλλαγμα για τη βοήθεια αυτή, το κράτος θα μπορούσε να καλύπτει τις ανάγκες της σε πρώτες ύλες, ενέργεια κλπ. από αμερικανικές εταιρείες, διαθέτοντας κοινό νόμισμα μαζί τους – μεταξύ άλλων τις εξοπλιστικές, αντί από τη Γερμανία ή από τη Γαλλία. Ίσως οφείλουμε να προσθέσουμε εδώ ότι, η Fed (ιδιωτική τράπεζα) έχει βοηθήσει στο παρελθόν πολλές άλλες κεντρικές τράπεζες, ακόμη και την ΕΚΤ, μέσω συμφωνιών ανταλλαγής (dollar liquidity swap lines).
Με τα χρήματα αυτά τώρα, η κεντρική τράπεζα θα αγόραζε ενδεχομένως ομόλογα του δημοσίου της χώρας της, χρεώνοντας ελάχιστα υψηλότερα επιτόκια από τη Fed και καλύπτοντας τις δανειακές ανάγκες του κράτους, έτσι ώστε να μη χρεοκοπήσει, για μία ορισμένη χρονική περίοδο, κατά τη διάρκεια της οποίας η χώρα θα έπρεπε να εξυγιανθεί.
Παράλληλα, οι καταθέσεις των Πολιτών της εξερχόμενης χώρας στις τράπεζες του εξωτερικού θα επέστρεφαν, με ευεργετικά αποτελέσματα για τους Ισολογισμούς των εγχωρίων τραπεζών της – αφού το δολάριο θα παρέμενε το de facto νόμισμα του κράτους, έχοντας ουσιαστικά ανάλογη ή καλύτερη «εικόνα» (prestige) από το Ευρώ.
Το γεγονός αυτό θα διευκόλυνε, μεταξύ άλλων, τις επενδύσεις των υπολοίπων «περιοχών» του δολαρίου, την έκδοση εθνικών ομολόγων ή τη σύναψη δανειακών συμβάσεων με τρίτες χώρες – ενδεχόμενα που θα βοηθούσαν στο να δημιουργηθούν συνθήκες ανάπτυξης.
Φυσικά θα εμφανίζονταν αρκετά προβλήματα (ιδιαίτερα στις εξαγωγές, στην περίπτωση ανατίμησης του δολαρίου απέναντι στο ευρώ, αν και θα ήταν θετικό για τις εισαγωγές – ενώ θα επιτυγχάνονταν τα αντίθετα αποτελέσματα, εάν υποτιμούταν το δολάριο, λόγω πιθανού υπερπληθωρισμού στις Η.Π.Α.), τα οποία όμως θα ήταν μάλλον επιλύσιμα, εάν επέστρεφε η αισιοδοξία στο κράτος, μέσα από μία υγιή μελλοντική προοπτική.
Τα swaps ρευστότητας των κεντρικών τραπεζών
Ειδικά όσον αφορά τα συναλλαγματικά swap είναι χρηματοπιστωτικά παράγωγα, με τη βοήθεια των οποίων δύο αντισυμβαλλόμενοι ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληρωμές τόκων και κεφαλαίου – σε δύο διαφορετικά νομίσματα. Στο συναλλαγματικό swap, σε αντίθεση με το swap τόκων, αλλάζουν οι ονομαστικές αξίες στην αρχή και στο τέλος της χρονικής ισχύος τους. H Ιταλία κατηγορήθηκε για τη χρήση ενός swap το 1995, με στόχο τη μείωση του δημοσίου χρέους της και την «παραπλανητική» είσοδο της στην Ευρωζώνη – επίσης η Ελλάδα το 2002, με τα ονομαζόμενα «Cross Currency Swaps» της Goldman Sachs.
Ίσως είναι σκόπιμο εδώ να περιγράψουμε τα swap παροχής ρευστότητας των κεντρικών τραπεζών, έτσι ώστε να γίνει κατανοητή η παραπάνω ρηξικέλευθη δυνατότητα – η οποία θα μπορούσε να προσφερθεί σε ένα αδύναμο κράτος-μέλος της Ευρωζώνης από το ΔΝΤ ή από οποιονδήποτε άλλο, ο οποίος θα είχε στόχο την πλήρη διάλυση της Ευρωζώνης. Στα πλαίσια αυτά οφείλουμε αρχικά να αναφέρουμε ότι, λόγω κυρίως της παγκοσμιοποιημένης φύσης των αγορών τραπεζικής χρηματοδότησης, η Fed έχει κατά διαστήματα συνεργαστεί με αρκετές κεντρικές τράπεζες, με στόχο την παροχή της απαιτούμενης ρευστότητας.
Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η Fed προσχώρησε σε συμφωνίες, με σκοπό τη καθιέρωση αμοιβαίων συναλλαγματικών διακανονισμών περιορισμένης χρονικής διαρκείας (central bank liquidity swap lines), με ορισμένες ξένες κεντρικές τράπεζες. Έτσι καθιερώθηκαν δύο βασικές μορφές τέτοιων, τύπου swap παροχών: (α) οι παροχές ρευστότητας δολαρίου και (β) οι παροχές σε ξένο συνάλλαγμα.
Αν και οι προσωρινοί αυτοί διακανονισμοί έπαψαν να ισχύουν την 1η Φεβρουαρίου του 2010, οι παροχές ρευστότητας δολαρίου τέθηκαν ξανά σε ισχύ από τη Fed το Μάιο του 2010, σε συνεργασία με τις κεντρικές τράπεζες άλλων κρατών – σαν άμεση, «θεσμική» αντίδραση στις μεγάλες δυσκολίες των αγορών βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης σε δολάρια.
Οφείλουμε βέβαια να διευκρινίσουμε εδώ ότι, η Fed λειτουργεί αυτές τις «γραμμές παροχής χρηματοδότησης τύπου swap», με την εξουσιοδότηση της παραγράφου 14 της πράξης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας – σε συμφωνία με τα δικαιώματα, με τις πολιτικές και με τις διαδικασίες, οι οποίες έχουν καθιερωθεί από την επιτροπή «Federal Open Market» (FOMC). Ειδικά όσον αφορά τις παροχές ρευστότητας δολαρίου (ανάλογα λειτουργούν και οι παροχές σε συνάλλαγμα), τα παρακάτω:
Παροχές Ρευστότητας Δολαρίου
Τον Δεκέμβριο του 2007 η FOMC ανακοίνωσε ότι, συμφώνησε να εξουσιοδοτήσει τόσο την ΕΚΤ, όσο και την Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας, να παρέχουν ρευστότητα σε αμερικανικά δολάρια στις «υπερατλαντικές» αγορές – ενώ στη συνέχεια επέκτεινε την εξουσιοδότηση, εφαρμόζοντας την ίδια πρακτική, μεταξύ της Fed και των παρακάτω Κεντρικών Τραπεζών: της Αυστραλίας, της Βραζιλίας, του Καναδά, της Δανίας, της Αγγλίας, της Ιαπωνίας, της Κορέας, του Μεξικού, της Νέας Ζηλανδίας, της Νορβηγίας, της Σιγκαπούρης και της Σουηδίας.
Οι παραπάνω διακανονισμοί τώρα, με τις κεντρικές τράπεζες άλλων κρατών, συμπεριλαμβανομένων της ΕΚΤ και της κεντρικής τράπεζας της Ελβετίας, ολοκληρώθηκαν την 1η Φεβρουαρίου του 2010 – ενώ το Μάιο του 2010, η FOMC ανακοίνωσε ότι, έχει εξουσιοδοτήσει ξανά για παροχή ρευστότητας τύπου swap τις κεντρικές τράπεζες του Καναδά, της Αγγλίας, της Ευρωζώνης (ΕΚΤ), της Ιαπωνίας και της Ελβετίας.
Σε γενικές γραμμές, αυτά τα swap ορίζονται από δύο τύπους συναλλαγών – από μία διπλή συναλλαγή καλύτερα. Ειδικότερα, όταν μια ξένη κεντρική τράπεζα κάνει χρήση του δικαιώματος παροχής ρευστότητας με την Fed, η ξένη κεντρική τράπεζα «πουλάει» μια καθορισμένη ποσότητα του συναλλάγματος της (του νομίσματος της) στη Fed, υπό τη μορφή της ανταλλαγής του με δολάρια – με την τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία.
Η Fed διατηρεί το ξένο συνάλλαγμα σε έναν λογαριασμό, στη χώρα της ξένης κεντρικής τράπεζας – ενώ τα δολάρια, τα οποία παρέχει η Fed, τοποθετούνται σε έναν λογαριασμό, τον οποίο η ξένη κεντρική τράπεζα διατηρεί στη Fed της Νέας Υόρκης (ουσιαστικά λοιπόν, δεν υπάρχει εδώ κίνηση χρημάτων). Ταυτόχρονα, η Fed και η ξένη κεντρική τράπεζα προσχωρούν σε μια δεσμευτική συμφωνία για μια δεύτερη συναλλαγή – η οποία υποχρεώνει την ξένη κεντρική τράπεζα να ξαναγοράσει το συνάλλαγμα της σε μια προκαθορισμένη μελλοντική στιγμή, με την ίδια ισοτιμία ανταλλαγής.
Η δεύτερη συναλλαγή λοιπόν ακυρώνει ουσιαστικά την πρώτη – ενώ κατά την ολοκλήρωση της δεύτερης συναλλαγής, η ξένη κεντρική τράπεζα πληρώνει τόκο, με βάση το τρέχων επιτόκιο της Fed. Οι παροχές ρευστότητας σε δολάρια τύπου swap έχουν διάρκεια ζωής από μια ημέρα (overnight), έως και 3 μήνες.
Περαιτέρω, όταν η ξένη κεντρική τράπεζα δανείζει τα δολάρια που έλαβε με τη χρήση των swap σε ιδρύματα της δικής της δικαιοδοσίας (τοπικές εμπορικές τράπεζες), τα δολάρια αυτά μεταφέρονται από το λογαριασμό που η ξένη κεντρική τράπεζα διατηρεί στη Fed Νέας Υόρκης, στο λογαριασμό της τοπικής εμπορικής τράπεζας – η οποία τα χρησιμοποιεί για την εκκαθάριση των συναλλαγών της σε δολάρια.
Η ξένη κεντρική τράπεζα παραμένει φυσικά υπεύθυνη να επιστρέψει τα δολάρια στη Fed, με βάση τους όρους της συμφωνίας – η Fed δηλαδή δεν είναι ο «αντισυμβαλλόμενος» στο δάνειο, το οποίο έλαβε η τοπική εμπορική τράπεζα από την κεντρική της, αλλά η ίδια η κεντρική. Επομένως, η ξένη κεντρική τράπεζα αναλαμβάνει το πιστωτικό ρίσκο, το οποίο σχετίζεται με τα δάνεια που συνάπτει με τα πιστωτικά ιδρύματα (εμπορικές τράπεζες), τα οποία ανήκουν στη δικαιοδοσία της.
Το ξένο συνάλλαγμα τώρα, το οποίο λαμβάνει η Fed, είναι μέρος του ενεργητικού στον Ισολογισμό της. Επειδή το swap δε εξοφλείται στην ίδια συναλλαγματική ισοτιμία, η οποία συμφωνήθηκε κατά την αρχική χρήση του, η αξία σε δολάρια, στο ενεργητικό του Ισολογισμού της Fed, δεν επηρεάζεται από τις διακυμάνσεις της ισοτιμίας του ξένου νομίσματος στην ελεύθερη αγορά. Από την άλλη πλευρά, η ποσότητα συναλλάγματος σε δολάρια, η οποία παρέμεινε στους λογαριασμούς που η ξένη κεντρική Τράπεζα διατηρεί στη Fed της Νέας Υόρκης, αποτελεί στοιχείο του Παθητικού στον Ισολογισμό της Fed.
Το γερμανικό ευρώ
Η Ευρωζώνη, έτσι όπως είναι σήμερα κατασκευασμένη, είναι συστημικά πολύ ασταθής – έχει λοιπόν σοβαρότατα δομικά προβλήματα, μη ισορροπημένες σχέσεις πλεονασματικών και ελλειμματικών κρατών, ενώ δεν αποτελεί έναν άριστο νομισματικό χώρο. Η αστάθεια της αυτή οφείλεται μεταξύ άλλων στο ότι, οι χώρες-μέλη της δανείζονται σε ξένο νόμισμα – ότι δηλαδή είναι χρεωμένες σε ένα «υπερεθνικό», ξένο συνάλλαγμα, αφού δεν ελέγχουν τις προϋποθέσεις της προσφοράς του (ποσότητα χρήματος και επιτόκια).
Θα μπορούσε μάλιστα να ισχυρισθεί κανείς ότι, όλες οι χώρες της Ευρωζώνης είναι χρεωμένες σε γερμανικά μάρκα – αφού η Γερμανία είναι το μοναδικό κράτος, το οποίο σήμερα ελέγχει το Ευρώ, απολαμβάνοντας πολύ χαμηλά επιτόκια δανεισμού, εις βάρος ουσιαστικά όλων των υπολοίπων εταίρων της. Ενδεχομένως θα μπορούσε επίσης να ισχυρισθεί κανείς ότι, η εγκατάσταση της ΕΚΤ στη Φρανκφούρτη ήταν προμελετημένη – πόσο μάλλον αφού σήμερα η ΕΚΤ είναι χρεωμένη στη γερμανική τράπεζα, με ποσά που ξεπερνούν τα 750 δις € (άρθρο).
Σε σύγκριση λοιπόν με τις χώρες εκτός Ευρώ (Η.Π.Α., Μ. Βρετανία κλπ.), οι οποίες είναι χρεωμένες σε δικά τους νομίσματα, σε νομίσματα δηλαδή που ελέγχουν και επηρεάζουν τη λειτουργία τους, ο σχεδιασμός της νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ) έχει μεγάλα προβλήματα – ενώ το Ευρώ δεν υποστηρίζεται ουσιαστικά από καμία οικονομία.
Περαιτέρω, σε αντίθεση με ένα κράτος εκτός Ευρώ, η εκάστοτε επί μέρους χώρα της Ευρωζώνης δεν διαθέτει ενεργητική κεντρική τράπεζα – η οποία θα μπορούσε να μεσολαβήσει, αγοράζοντας τα ομόλογα του δημοσίου που πωλούνται, έτσι ώστε να σταθεροποιήσει τα επιτόκια δανεισμού και να εμποδίσει τη χρεοκοπία της. Όσον αφορά δε την ΕΚΤ, παρά τις αντίθετες απόψεις της πλειοψηφίας των ευρωπαϊκών χωρών, δεν επιτρέπεται να λειτουργεί όπως η Fed ή η οποιαδήποτε άλλη κεντρική τράπεζα –επειδή η Γερμανία δεν συμφωνεί, έχοντας προφανώς άλλα σχέδια.
Τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης λοιπόν δεν μπορούν να είναι σίγουρα ότι, θα έχουν πάντοτε τη δυνατότητα να αναχρηματοδοτούν τα ληξιπρόθεσμα χρέη τους. Κατ’ επέκταση, είναι εκ των πραγμάτων εκτεθειμένα, συγκριτικά με τα υπόλοιπα κράτη, σε πολύ μεγαλύτερα ρίσκα έλλειψης ρευστότητας και χρεοκοπίας – γεγονός που γνωρίζουν πλέον οι επενδυτές, οι οποίοι απαιτούν καθαρές λύσεις (πολιτική ένωση της Ευρωζώνης ή διάλυση της), αφού διαφορετικά προβλέπουν μία αλυσιδωτή χρεοκοπία των ευρωπαϊκών συγκοινωνούντων δοχείων (κράτη, τράπεζες, επιχειρήσεις, καταναλωτές) άνευ προηγουμένου στην Ιστορία.
Στα πλαίσια αυτά, η υιοθέτηση από μία χώρα-μέλους της Ευρωζώνης ενός άλλου νομίσματος, υπό προϋποθέσεις φυσικά και για περιορισμένο χρονικό διάστημα (συμφωνία με άλλο κράτος κλπ.), δεν θα είχε ουσιαστικά καμία διαφορά για την Οικονομία της – αφού, έτσι ή αλλιώς, το νόμισμα της θα παρέμενε ξένο, όπως επίσης το «γερμανικό Ευρώ» (ενώ θα απέφευγε τα προβλεπόμενα δεινά της Ευρωζώνης).
Επομένως η ανταλλαγή του ευρώ με το δολάριο, όπως στο επικίνδυνο για την Ευρωζώνη σενάριο που αναλύσαμε, είναι δυνατόν να επιλεχθεί από μία χώρα, η οποία θα αντιμετώπιζε μεγάλα προβλήματα – αφού θα μπορούσε να είναι προς όφελος της, εάν τόσο η επιλογή του ξένου νομίσματος, όσο και οι περίπλοκες διαπραγματεύσεις, καθώς επίσης οι διακρατικές συμφωνίες, οι οποίες θα το συνόδευαν (πάντοτε για μία περιορισμένη, για μία μεταβατική καλύτερα χρονική περίοδο, με στόχο το εθνικό νόμισμα στο τέλος της), ήταν ορθολογικές και επιτυχημένες.
Φυσικά θα εμφανίζονταν πολλά προβλήματα, ενώ θα υπήρχαν σίγουρα αρκετά μειονεκτήματα, τα οποία δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά – με κυριότερο ίσως την αυξημένη πλέον «επιρροή» των Η.Π.Α. στη χώρα που θα επέλεγε το δολάριο, σαν μεταβατικό νόμισμα για την επιστροφή στο εθνικό της. Εν τούτοις, οι απειλές διάλυσης της Ευρωζώνης, καθώς επίσης οι επεκτατικές βλέψεις της Γερμανίας (η οποία επιθυμεί, χωρίς καμία πλέον αμφιβολία, να μεταλλάξει πολλές χώρες σε δικά της προτεκτοράτα και όχι απλά σε κράτη επιρροής της), δεν αποτελούν ίσως μικρότερους κινδύνους.
Έχουμε την άποψη λοιπόν ότι, οι κίνδυνοι για τη συνοχή της Ευρωζώνης, καθώς επίσης για το κοινό νόμισμα, αυξάνονται κάθε φορά που η ηγεσία της αρνείται να λάβει εκείνα τα μέτρα, τα οποία είναι απαραίτητα για μία νομισματική ένωση – τα μέλη της οποίας οφείλουν να είναι αλληλέγγυα μεταξύ τους, χωρίς βέβαια να απειλείται ποτέ η εθνική τους κυριαρχία και χωρίς να εκβιάζονται.
Οι ενστάσεις στο σενάριο του δολαρίου
Το συγκεκριμένο υποθετικό σενάριο τώρα αναφέρθηκε σε τηλεοπτική εκπομπή στο παρελθόν παρουσία μας, όπου εκφράστηκαν κυρίως οι παρακάτω «ενστάσεις»:
(α) Θα μπορούσε να εφαρμοσθεί μόνο από μία σοβαρή χώρα – γεγονός που καθιστά εκ των πραγμάτων αδύνατη την υιοθέτηση του από την Ελλάδα.
Στα πλαίσια αυτά η θέση μας ήταν ότι, δεν είναι σωστό να θεωρείται ως de facto μη σοβαρή η Ελλάδα, απλά και μόνο επειδή κατά καιρούς κυβερνήθηκε εσφαλμένα – με τη διαπλοκή, με τη διαφθορά, με τη γραφειοκρατία, με το κομματικό κράτος, με τον υπερδανεισμό, με την υπερκατανάλωση κλπ. δυστυχώς να «οργιάζουν».
Ενδεχομένως δε η σημερινή κρίση να αποδειχθεί ότι αποτελεί μία μεγάλη ευκαιρία για την Ελλάδα, αφού ταράχθηκαν τα νερά και εμφανίσθηκαν χρόνια προβλήματα της οικονομίας, της πολιτικής, των ΜΜΕ, της κοινωνίας και του χρηματοπιστωτικού της συστήματος – επίσης της Ευρωζώνης, των Η.Π.Α. και ολόκληρου του πλανήτη.
(β) Με αυτόν τον τρόπο θα οδηγούταν η Ελλάδα στο δρόμο της Αργεντινής – η οποία χρεοκόπησε επειδή είχε συνδέσει το νόμισμα της με το δολάριο, με στόχο την καταπολέμηση του πληθωρισμού.
Εδώ αντιτείναμε ότι, είναι διαφορετικό θέμα η υιοθέτηση του δολαρίου, ως ένα de facto μεταβατικό νόμισμα, από την απλή σύνδεση του, όπως στο παράδειγμα της Αργεντινής, στην οποία λειτούργησε εντελώς διαφορετικά – όπως έχουμε περιγράψει αναλυτικά στο άρθρο μας «Η χρεοκοπία της Αργεντινής».
Σε κάθε περίπτωση, οι λύσεις που οφείλουμε να βρούμε δεν μπορεί να είναι ούτε εύκολες, ούτε συμβατικές – ενώ ενέχουν μεγάλους κινδύνους, τους οποίους πρέπει να προβλέψουμε και να προσπαθήσουμε να αποφύγουμε. Άλλωστε, είμαστε υποχρεωμένοι να έχουμε πολλά εναλλακτικά σενάρια (σχέδιο Β, Γ κλπ.), όχι μόνο επειδή ίσως αναγκασθούμε να εγκαταλείψουμε μονομερώς την Ευρωζώνη, αλλά και λόγω της πολύ πιθανής κατάρρευσης της, στο άμεσο μέλλον (κάτι που θεωρούμε ότι, θα οδηγούσε ολόκληρο τον πλανήτη πολλές δεκαετίες πίσω – όχι μόνο την Ευρώπη και την Ελλάδα).
(γ) Η Ελλάδα δεν επιτρέπεται να μετατρέψει το δημόσιο χρέος της από Ευρώ σε δραχμές, οπότε θα αναγκασθεί να το αποπληρώσει με το κοινό νόμισμα.
Εδώ αναφέραμε ότι, η μετατροπή εξαρτάται από το εάν μία χώρα έχει συνάψει τα δάνεια της με βάση το εθνικό ή το διεθνές Δίκαιο. Τα ομόλογα του Ελληνικού δημοσίου (πηγή: FT), υπάγονταν τότε κατά 94% στο εθνικό μας Δίκαιο – οπότε είχαμε τη δυνατότητα να τα μετατρέψουμε άμεσα σε δραχμές, με έναν απλό συναλλαγματικό νόμο, τον οποίο θα ψήφιζε το Ελληνικό Κοινοβούλιο.
Αντίθετα, τα ομόλογα που εκδίδονται στη βάση του βρετανικού Δικαίου σε Ευρώ ή σε δολάρια, όπως συμβαίνει με τα δάνεια της Τρόικας, δεν μπορούν να μετατραπούν σε δραχμές. Επομένως, τυχόν υιοθέτηση της δραχμής και υποτίμηση της (από 40-80%), θα πολλαπλασίαζε τα συγκεκριμένα χρέη. Ακριβώς για το λόγο αυτό θεωρούσαμε από τότε ακόμη πολύ επικίνδυνο τον περαιτέρω δανεισμό μας – ο οποίος όχι μόνο δεν έλυσε τα προβλήματα μας αλλά, αντίθετα, τα επιδείνωσε σε μεγάλο βαθμό.
(δ) Εάν μία χώρα μετατρέψει τα χρέη της στο εθνικό νόμισμα, οπότε θα μειωθούν εκ των πραγμάτων όταν το υιοθετήσει, λόγω της ραγδαίας υποτίμησης του, θα ήταν ανήθικο όσον αφορά τους δανειστές της.
Κατά την άποψη μας οι αγορές, οι τοκογλύφοι δανειστές μας δηλαδή, κάθε άλλο παρά ως ηθικοί μπορούν να χαρακτηρισθούν. Εάν θελήσει κανείς λοιπόν να αντιμετωπίσει τις εκ των πραγμάτων «αιμοβόρες» αγορές ηθικά, θα καταστραφεί πριν καλά-καλά το καταλάβει.
Αντίθετα, εάν οι αγορές πεισθούν ότι, μία χώρα έχει τη δυνατότητα να ανταπεξέλθει με τις μελλοντικές υποχρεώσεις της, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που έχει στη διάθεση της, τότε «επιστρέφουν» και τη δανείζουν – όπως στο παράδειγμα της Ρωσίας.
(ε) Δεν είναι σωστό να αναφέρονται δημόσια σκέψεις επαναφοράς της δραχμής, αφού δημιουργούν συνθήκες πανικού στους Πολίτες – οι οποίοι τότε αποσύρουν τις καταθέσεις τους.
Πάγια θέση μας είναι ότι, η Ελλάδα πρέπει να κάνει ότι μπορεί για να παραμείνει ισότιμο κράτος της ζώνης του Ευρώ – όχι όμως να υποδουλωθεί ή να καταστραφεί, στα πλαίσια μίας εγκληματικής πολιτικής λιτότητας, χωρίς επενδυτικούς/αναπτυξιακούς στόχους, η οποία θα την οδηγήσει λεηλατημένη, με εξαθλιωμένους Πολίτες, στην απόλυτη χρεοκοπία.
Οφείλει λοιπόν να επεξεργάζεται διάφορα σχέδια επιστροφής στο εθνικό της νόμισμα – πόσο μάλλον αφού δεν κινδυνεύει μόνο η ίδια, αλλά ολόκληρη η Ευρωζώνη. Το χειρότερο άλλωστε που θα μπορούσε να της συμβεί θα ήταν η «μη συντεταγμένη» έξοδος της από την Ευρωζώνη, χωρίς σχέδιο και πρόγραμμα – ένα απόλυτα εφιαλτικό σενάριο.
Οι Πολίτες της τώρα δεν είναι παιδιά, ούτε τόσο ανώριμοι, ώστε να μην μπορούν να λειτουργήσουν σωστά – επαφιόμενοι στα «μυστικά σχέδια» μίας δήθεν πολιτικής ελίτ. Οφείλουν λοιπόν να ενημερώνονται για τα πάντα – ακόμη και αν κάποιες φορές δεν είμαστε σίγουροι για τη δυνατότητα τους να ανταπεξέρχονται με τέτοιες πιεστικές καταστάσεις.
(στ) Τι σημαίνει η έξοδος μίας χώρας από το κοινό νόμισμα για τις επιχειρήσεις της, οι οποίες έχουν απαιτήσεις ή υποχρεώσεις σε Ευρώ;
Αν και η ερώτηση δεν διατυπώθηκε, θεωρούμε ότι είναι απαραίτητη η απάντηση της. Στα πλαίσια αυτά, τα εθνικά κράτη έχουν το δικαίωμα να ορίζουν μόνα τους το νόμισμα τους (Lex Monetae). Τα κράτη λοιπόν καθορίζουν ελεύθερα εάν οι δημόσιες ή οι ιδιωτικές υποχρεώσεις από συμβάσεις, οι οποίες έλαβαν χώρα πριν από την έξοδο τους από το Ευρώ (ή τη διάλυση της Ευρωζώνης), οφείλουν να αποπληρωθούν με το παλαιό ή με το νέο νόμισμα τους.
Για παράδειγμα, εάν η Ελλάδα αποφάσιζε να υιοθετήσει τη δραχμή, η κυβέρνηση της θα είχε τη νόμιμη δυνατότητα να επιτρέψει στους Πολίτες και στις επιχειρήσεις της να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους σε δραχμές – με μία ισοτιμία, η οποία θα καθοριζόταν από την Ελληνική Βουλή, κατά την ημερομηνία υιοθέτησης της δραχμής. Προφανώς λοιπόν η πιθανολογούμενη υποτίμηση της νέας δραχμής θα ήταν προς όφελος των δανειοληπτών – τόσο περισσότερο, όσο μεγαλύτερη η υποτίμηση (ο κίνδυνος του υπερπληθωρισμού είναι ένα διαφορετικό θέμα – ενώ οι μισθοί αυξάνονται συνήθως, μετά από τέτοια γεγονότα, με αποτέλεσμα να πληρώνονται ευκολότερα τα χρέη).
Οι ξένες επιχειρήσεις βέβαια, όπως επίσης οι ξένες τράπεζες, όλοι όσοι δηλαδή θα είχαν απαιτήσεις σε ευρώ ή σε άλλο νόμισμα απέναντι στην Ελλάδα (στο δημόσιο, στους ιδιώτες και στις επιχειρήσεις της), θα αντιμετώπιζαν πολύ μεγάλα προβλήματα – αφού θα εξοφλούνταν σε δραχμές, οι οποίες θα υποτιμούνταν.
Επίλογος
Εκ των υστέρων μπορεί κανείς εύκολα να διαπιστώσει ότι, το παραπάνω ευφάνταστο σενάριο του δολαρίου, τότε που παρουσιάστηκε, δεν ήταν καθόλου εκτός τόπου και χρόνου – ειδικά επειδή η Ελλάδα δεν είχε ακόμη υπογράψει το εγκληματικό PSI, ενώ η οικονομία της, ειδικά ο ιδιωτικός της τομέας, δεν είχε καταρρεύσει.
Σήμερα βέβαια είναι ίσως πολύ αργά για τέτοιου είδους νομισματικά πειράματα – αν και δεν είναι αρνητικό να τα λαμβάνει κανείς υπ’ όψιν, όσον αφορά τα εναλλακτικά σχέδια που οφείλει να έχει μία χώρα στα συρτάρια της, για κάθε ενδεχόμενο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου