Το Ποντίκι
* Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1957 στις 23-2-2017
του Σταύρου Χριστακόπουλου
Στη χθεσινή συνάντηση της Άνγκελα Μέρκελ με την Κριστίν Λαγκάρντ - και δευτερευόντως σε αυτήν της καγκελαρίου με τον πρόεδρο της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ - επρόκειτο να κριθεί σε μεγάλο βαθμό το μέλλον του ελληνικού μνημονίου και της δεύτερης αξιολόγησής του.
Για το οργιώδες διπλωματικό παρασκήνιο οι λεπτομέρειες θα βγουν από σήμερα και μετά. Είναι όμως βέβαιο ότι, όπως και άλλοτε έχουμε επισημάνει, η μπάλα ελάχιστα παίχτηκε στην ελληνική περιοχή καθ' όλη τη διάρκεια της πρόσφατης διαπραγμάτευσης. Η σκληρή σύγκρουση διεξήχθη - και ενδεχομένως συνεχίζεται - μεταξύ του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Γερμανίας και εστιάζεται στα μέτρα για το χρέος και τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Η ελληνική κυβέρνηση, όπως δείχνουν αφενός η στάση της στην τελική φάση της διαπραγμάτευσης και αφετέρου οι πληροφορίες ότι είναι σχεδόν έτοιμο το Staff Level Agreement, έκανε όλες τις υποχωρήσεις που θα έβγαζαν τη διαδικασία από το αδιέξοδο, ακόμη και χωρίς να λάβει εκ των προτέρων σαφείς δεσμεύσεις για την επόμενη μέρα.
Έμειναν έτσι σε εκκρεμότητα όλα τα βαριά θέματα και όλα τα ερωτήματα που σχετίζονται με τις εξελίξεις τους επόμενους μήνες. Παρά ταύτα οι δημόσιες τοποθετήσεις των τελευταίων ημερών εκ μέρους των σημαντικότερων παραγόντων της πλευράς των δανειστών αποτελούν τροχιοδεικτικές βολές για το μέλλον.
Μόνιμο το νέο «μείγμα»
Για παράδειγμα, τόσο από τον Ντάισελμπλουμ όσο και από το ρεπορτάζ της εβδομάδας μάθαμε - και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος το επιβεβαίωσε - ότι οι μειώσεις σε αφορολόγητο και συντάξεις, που θα νομοθετηθούν τώρα για να ισχύσουν από το 2019 και μετά, θα ισχύσουν ανεξαρτήτως των δημοσιονομικών επιδόσεων της χώρας.
Για τον λόγο αυτόν οι συγκεκριμένες περικοπές θα περάσουν ως «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», κάτι που, ως προς τη δομή τους, είναι αλήθεια. Ωστόσο η εκ των προτέρων νομοθέτηση έχει ένα πολύ συγκεκριμένο αποτέλεσμα: Δεσμεύει όχι μόνο τη νυν κυβέρνηση (αν οι εκλογές γίνουν τον Σεπτέμβριο του 2019), αλλά και όποια θα προκύψει αν οι (μονές ή ακόμη και διπλές) εκλογές γίνουν νωρίτερα.
Αυτό σημαίνει ότι το τοπίο θα είναι απολύτως ξεκάθαρο ως προς τις - ελάχιστες - δυνατότητες πολιτικών ελιγμών των κυβερνήσεων σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Συνεπώς περιορίζεται δραστικά η δυνατότητα των πολιτικών κομμάτων να διαμορφώνουν πολιτικό αφήγημα έξω από το πλαίσιο που αναμένεται σύντομα να ψηφιστεί.
Εκτός αν κάποια μελλοντική κυβέρνηση αποφασίσει ότι θα αλλάξει... μονομερώς (!) το υπό διαμόρφωση οικονομικό και δημοσιονομικό «μείγμα» πολιτικής.
Επιπλέον εναπόκειται στις διαθέσεις και τις προτεραιότητες των δανειστών ακόμη και η λήψη των όποιων μέτρων, αντισταθμιστικών της λιτότητας. Θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι η λήψη τέτοιων μέτρων θα έχει ως προϋπόθεση όχι μόνο τον δημοσιονομικό χώρο (δημοσιονομική υπεραπόδοση), αλλά και τη δημοσιονομική προοπτική κάθε επόμενου έτους, όπως τουλάχιστον θα τη διαβάζουν κάθε φορά οι δανειστές...
Επομένως το σημαντικότερο πολιτικό πρόβλημα της επόμενης περιόδου θα είναι η δυνατότητα κομμάτων και κυβερνήσεων να αναζητούν και να διαμορφώνουν συναινέσεις στο πολιτικό και το κοινωνικό επίπεδο ώστε το πολιτικό σύστημα να αντέξει τους κραδασμούς. Αν μπορούν βεβαίως.
Ποσοτική χαλάρωση, αλλιώς...
Μια δεύτερη παράμετρος της νομοθέτησης των εν λόγω «μεταρρυθμίσεων» θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στις δηλώσεις του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και του επικεφαλής του Ε5Μ Κλάους Ρέγκλινγκ, οι οποίοι τις τελευταίες μέρες δήλωσαν ότι η Ελλάδα δεν θα χρειαστεί τέταρτο μνημόνιο.
Η εκ των προτέρων επιβολή της συμφωνημένης «συνταγής» φαίνεται όντως να αποσκοπεί στην - αμφισβητούμενη σήμερα από το ΔΝΤ - «διατηρησιμότητα» των δημοσιονομικών επιδόσεων και το 2018, οπότε λήγει το μνημόνιο, αλλά και κατά το διάστημα από το 2019 και ύστερα, αλλά και στην «ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας».
Από τις δηλώσεις αυτές το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι τα μέτρα που θα ψηφιστούν, θα ανοίξουν - υπό όρους, τους οποίους θα δούμε προσεχώς - τον δρόμο για την ποσοτική χαλάρωση και την έξοδο στις αγορές. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η κυβέρνηση πρέπει να προσαρμοστεί σχεδόν πλήρως για να μη χάσει το τρένο.
Από την άλλη όμως είναι δεδομένο ότι η επιτήρηση της οικονομίας θα συνεχιστεί για χρόνια, όσο τουλάχιστον μένει πίσω η αποπληρωμή των δανείων του ΕSΜ. Συνεπώς θα αναζητηθεί ένας μηχανισμός δημοσιονομικού ελέγχου. Ίσως πρέπει λοιπόν, αν υποθέσουμε ότι θα βγούμε στις αγορές, να θυμηθούμε την περίφημη «προληπτική πιστωτική γραμμή» που συζητιόταν επί Σαμαρά. Η οποία, εν επιλεγεί, θα επιφέρει ένα ακόμη μνημόνιο «μεταρρυθμίσεων».
Τι γίνεται όμως αν οι συγκρούσεις και η κωλυσιεργία μεταξύ Γερμανίας και ΔΝΤ οδηγήσει σε πάγωμα αυτής της δυνατότητας; Εδώ το πράγμα μπλέκει και πολιτικά, αφού κάποια χρονικά ορόσημα δεν μπορεί να αγνοηθούν:
- Οι γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2017 οδηγούν σε νέα κυβέρνηση, η οποία θα αναλάβει δράση αρχές του 2018.
- Το μνημόνιο λήγει τον Αύγουστο του 2018.
- Συνεπώς, για να κριθεί αν η Ελλάδα μπορεί να βγει στις αγορές ή να πάρει ένα ακόμη χρηματοδοτικό μνημόνιο, ο χρόνος είναι ελάχιστος - μόλις έξι έως επτά μήνες.
Ανάλογα από την έως τότε πορεία, η νυν κυβέρνηση θα πρέπει να έχει αποφασίσει αν μπορεί - ανεξαρτήτως της διάθεσής της να εξαντλήσει τη θητεία της - να περάσει και αυτόν τον πολύ δύσκολο κάβο.
Συμπέρασμα: Όσο νωρίτερα κλείσει η συμφωνία και όσο συντομότερα αρθούν οι διαφορές μεταξύ των δανειστών τόσο περισσότερες οι πιθανότητες να επικρατήσει πολιτική σταθερότητα. Διαφορετικά, όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά.
* Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1957 στις 23-2-2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου