Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2017

Τόσο κοντά, τόσο μακριά*

Το Ποντίκι

του Σταύρου Χριστακόπουλου
Στη χθεσινή συνάντηση της Άνγκελα Μέρκελ με την Κριστίν Λαγκάρντ - και δευτερευόντως σε αυτήν της καγκελαρίου με τον πρόεδρο της Κο­μισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ - επρόκειτο να κριθεί σε μεγάλο βαθμό το μέλλον του ελληνι­κού μνημονίου και της δεύτερης αξιολόγησής του.
Για το οργιώδες διπλωματι­κό παρασκήνιο οι λεπτο­μέρειες θα βγουν από σή­μερα και μετά. Είναι όμως βέβαιο ότι, όπως και άλλοτε έχου­με επισημάνει, η μπάλα ελάχιστα παίχτηκε στην ελληνική περιοχή καθ' όλη τη διάρκεια της πρόσφα­της διαπραγμάτευσης. Η σκληρή σύγκρουση διεξήχθη - και ενδε­χομένως συνεχίζεται - μεταξύ του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Γερμανίας και εστιάζεται στα μέτρα για το χρέος και τα πρω­τογενή πλεονάσματα.
Η ελληνική κυβέρνηση, όπως δείχνουν αφενός η στάση της στην τελική φάση της διαπραγ­μάτευσης και αφετέρου οι πληρο­φορίες ότι είναι σχεδόν έτοιμο το Staff Level Agreement, έκανε ό­λες τις υποχωρήσεις που θα έβγα­ζαν τη διαδικασία από το αδιέξο­δο, ακόμη και χωρίς να λάβει εκ των προτέρων σαφείς δεσμεύσεις για την επόμενη μέρα.
Έμειναν έτσι σε εκκρεμότητα ό­λα τα βαριά θέματα και όλα τα ε­ρωτήματα που σχετίζονται με τις εξελίξεις τους επόμενους μήνες. Παρά ταύτα οι δημόσιες τοποθε­τήσεις των τελευταίων ημερών εκ μέρους των σημαντικότερων πα­ραγόντων της πλευράς των δανει­στών αποτελούν τροχιοδεικτικές βολές για το μέλλον.

Μόνιμο το νέο «μείγμα»
Για παράδειγμα, τόσο από τον Ντάισελμπλουμ όσο και από το ρεπορτάζ της εβδομάδας μάθαμε - και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος το επιβεβαίωσε - ότι οι μειώσεις σε αφορολόγητο και συντάξεις, που θα νομοθετηθούν τώρα για να ισχύσουν από το 2019 και με­τά, θα ισχύσουν ανεξαρτήτως των δημοσιονομικών επιδόσεων της χώρας.
Για τον λόγο αυτόν οι συγκε­κριμένες περικοπές θα περάσουν ως «διαρθρωτικές μεταρρυθμί­σεις», κάτι που, ως προς τη δομή τους, είναι αλήθεια. Ωστόσο η εκ των προτέρων νομοθέτηση έχει ένα πολύ συγκεκριμένο αποτέλε­σμα: Δεσμεύει όχι μόνο τη νυν κυβέρνηση (αν οι εκλογές γίνουν τον Σεπτέμβριο του 2019), αλλά και όποια θα προκύψει αν οι (μο­νές ή ακόμη και διπλές) εκλογές γίνουν νωρίτερα.
Αυτό σημαίνει ότι το τοπίο θα είναι απολύτως ξεκάθαρο ως προς τις - ελάχιστες - δυνατότητες πο­λιτικών ελιγμών των κυβερνήσε­ων σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Συνεπώς περιορίζεται δραστικά η δυνατότητα των πολιτικών κομ­μάτων να διαμορφώνουν πολιτι­κό αφήγημα έξω από το πλαίσιο που αναμένεται σύντομα να ψη­φιστεί.
Εκτός αν κάποια μελλοντική κυ­βέρνηση αποφασίσει ότι θα αλ­λάξει... μονομερώς (!) το υπό δια­μόρφωση οικονομικό και δημοσι­ονομικό «μείγμα» πολιτικής.
Επιπλέον εναπόκειται στις δια­θέσεις και τις προτεραιότητες των δανειστών ακόμη και η λήψη των όποιων μέτρων, αντισταθμιστι­κών της λιτότητας. Θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι η λήψη τέτοιων μέτρων θα έχει ως προϋ­πόθεση όχι μόνο τον δημοσιονο­μικό χώρο (δημοσιονομική υπεραπόδοση), αλλά και τη δημοσι­ονομική προοπτική κάθε επόμε­νου έτους, όπως τουλάχιστον θα τη διαβάζουν κάθε φορά οι δανει­στές...
Επομένως το σημαντικότερο πολιτικό πρόβλημα της επόμενης περιόδου θα είναι η δυνατότητα κομμάτων και κυβερνήσεων να αναζητούν και να διαμορφώνουν συναινέσεις στο πολιτικό και το κοινωνικό επίπεδο ώστε το πολιτι­κό σύστημα να αντέξει τους κρα­δασμούς. Αν μπορούν βεβαίως.
Ποσοτική χαλάρωση, αλλιώς...
Μια δεύτερη παράμετρος της νομοθέτησης των εν λόγω «με­ταρρυθμίσεων» θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στις δηλώσεις του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και του ε­πικεφαλής του Ε5Μ Κλάους Ρέγκλινγκ, οι οποίοι τις τελευταίες μέρες δήλωσαν ότι η Ελλάδα δεν θα χρειαστεί τέταρτο μνημόνιο.
Η εκ των προτέρων επιβολή της συμφωνημένης «συνταγής» φαί­νεται όντως να αποσκοπεί στην - αμφισβητούμενη σήμερα από το ΔΝΤ - «διατηρησιμότητα» των δημοσιονομικών επιδόσεων και το 2018, οπότε λήγει το μνημό­νιο, αλλά και κατά το διάστημα α­πό το 2019 και ύστερα, αλλά και στην «ενίσχυση της ανταγωνιστι­κότητας».
Από τις δηλώσεις αυτές το πρώ­το συμπέρασμα είναι ότι τα μέτρα που θα ψηφιστούν, θα ανοίξουν - υπό όρους, τους οποίους θα δού­με προσεχώς - τον δρόμο για την ποσοτική χαλάρωση και την έξο­δο στις αγορές. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η κυβέρνηση πρέπει να προ­σαρμοστεί σχεδόν πλήρως για να μη χάσει το τρένο.
Από την άλλη όμως είναι δεδο­μένο ότι η επιτήρηση της οικονο­μίας θα συνεχιστεί για χρόνια, ό­σο τουλάχιστον μένει πίσω η απο­πληρωμή των δανείων του ΕSΜ. Συνεπώς θα αναζητηθεί ένας μη­χανισμός δημοσιονομικού ελέγ­χου. Ίσως πρέπει λοιπόν, αν υπο­θέσουμε ότι θα βγούμε στις αγο­ρές, να θυμηθούμε την περίφημη «προληπτική πιστωτική γραμμή» που συζητιόταν επί Σαμαρά. Η ο­ποία, εν επιλεγεί, θα επιφέρει ένα ακόμη μνημόνιο «μεταρρυθμίσε­ων».
Τι γίνεται όμως αν οι συγκρού­σεις και η κωλυσιεργία μεταξύ Γερμανίας και ΔΝΤ οδηγήσει σε πάγωμα αυτής της δυνατότητας; Εδώ το πράγμα μπλέκει και πολιτι­κά, αφού κάποια χρονικά ορόση­μα δεν μπορεί να αγνοηθούν:
- Οι γερμανικές εκλογές του Σε­πτεμβρίου του 2017 οδηγούν σε νέα κυβέρνηση, η οποία θα ανα­λάβει δράση αρχές του 2018.
- Το μνημόνιο λήγει τον Αύγου­στο του 2018.
- Συνεπώς, για να κριθεί αν η Ελ­λάδα μπορεί να βγει στις αγορές ή να πάρει ένα ακόμη χρηματοδοτι­κό μνημόνιο, ο χρόνος είναι ελάχι­στος - μόλις έξι έως επτά μήνες.
Ανάλογα από την έως τότε πο­ρεία, η νυν κυβέρνηση θα πρέπει να έχει αποφασίσει αν μπορεί - α­νεξαρτήτως της διάθεσής της να εξαντλήσει τη θητεία της - να πε­ράσει και αυτόν τον πολύ δύσκο­λο κάβο.
Συμπέρασμα: Όσο νωρίτερα κλείσει η συμφωνία και όσο συ­ντομότερα αρθούν οι διαφορές μεταξύ των δανειστών τόσο πε­ρισσότερες οι πιθανότητες να επι­κρατήσει πολιτική σταθερότητα. Διαφορετικά, όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά.


Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1957 στις 23-2-2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου