Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2017

Κώστας Βάρναλης: Ο ποιητής της εργατιάς


Γεννήθηκε στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας το 1883. Τελείωσε το σχολείο στη Φιλιππούπολη και έπειτα ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει Φιλολογία. Το 1908 πήρε το πτυχίο του και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση. Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας και κοινωνιολογίας. Τότε προσχώρησε στον μαρξισμό και τον διαλεκτικό υλισμό και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος. Πέθανε στις 16 Δεκέμβρη 1974.


Ζωγραφικό έργο του Γιώργου Μικάλεφ
Μεικτή τεχνική: Λάδι σε χαρτί και ηλεκτρονική επεξεργασία 32Χ18εκ.

Επιμέλεια: Δημήτρης Λαμπρόπουλος

Ο Κώστας Βάρναλης, παιδί μικροαστικής οικογένειας, που ο πατέρας Γιάννης Μπουμπούς ή Βάρναλης καταγόταν από τη Βάρνα και η μητέρα Ελισάβετ Μαυρομάτη από την Αγχίαλο, γεννήθηκε στον Πύργο της τότε Ανατολικής Ρωμυλίας (Βουλγαρία), αυτόνομης επαρχίας της Τουρκίας. Σύμφωνα με τον ίδιο, «πρέπει να γεννήθηκα το 1883, γιατί βαφτίστηκα στις 14 Φλεβάρη του 1884».

Το 1917 διορίστηκε καθηγητής στο Γυμνάσιο Πειραιά, και το 1919 έφυγε με υποτροφία για μετεκπαίδευση στην αισθητική και τη νεοελληνική φιλολογία στο Παρίσι. Η εκεί παραμονή του σηματοδότησε την ιδεολογική προσχώρησή του στο μαρξιστικό διαλεκτικό υλισμό, καρπός της οποίας στάθηκε το ποίημα Προσκυνητής.

Μετά την πτώση της κυβέρνησης Βενιζέλου η υποτροφία του διακόπηκε και ο Βάρναλης επέστρεψε στην Αθήνα, όπου στις αρχές του 1821 διορίστηκε καθηγητής στο Γ' Γυμνάσιο του Πειραιά. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου έγραψε στην Αίγινα Το Φως που καίει, που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους Μοιραίους στο περιοδικό Νεολαία και τη Λευτεριά στο περιοδικό Μούσα.

Το 1926 παύτηκε από τη θέση του ως καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, αρχικά προσωρινά και στη συνέχεια οριστικά, με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας που δημοσίευσε ως παράδειγμα της αντεθνικής δράσης των μεταρρυθμιστών Παιδαγωγών ένα απόσπασμα από Το φως που καίει. Ο Βάρναλης στράφηκε στη δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της Προόδου.

Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα και μετά εξορίστηκε στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο. Tο 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Είχαν προηγηθεί μεταξύ άλλων εκδόσεις των έργων του Ζωντανοί άνθρωποι, Το Ημερολόγιο της Πηνελόπης, Ποιητικά, Διχτάτορες, Αισθητικά- Κριτικά.

Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο Ελεύθερος κόσμος και το 1972 το θεατρικό έργο Άτταλος ο Γ'. Υπήρξε συνεργάτης σε πολλά περιοδικά και εγκυκλοπαίδειες μεταξύ των οποίων και στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. 

Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Kούτσα μια και κούτσα δυο,
της ζωής το ρημαδιό.
Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι•
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ’ αφήναν νηστικό.
Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια,
με κοτρώνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ’ αχαμνά!
Aνωχώρι, Kατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μού βγαινε η ψυχή.
Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κ’ έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.

Kαι ζεβγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ’ αφεντός τα στρέμματα.
Kαι στον πόλεμ’ «όλα για όλα»
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ’ αφέντη το φαΐ.
Kαι γι’ αφτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!
Aλλ’ εμένα σε μια σφήνα
μ’ έδεναν το Mάη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.
Kι ο παπάς με την κοιλιά του
μ’ έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
― Σε καβάλησε ο Xριστός!
Δούλεβε για να στουμπώσει
όλ’ η Xώρα κ’ οι Kαμπόσοι.
Mη ρωτάς το πώς και τι, να ζητάς την αρετή!
– Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
– Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου!
– Aντραλίζομαι!… Πεινώ!…
– Σουτ! Θα φας στον ουρανό!

K’ έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κ’ εγώ,
του θεού τ’αβασταγό!
Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!
Θα μου δώσουνε μια κόχη,
λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!
Kι όταν ένα καλό βράδι
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ! είν’ η ζωή),
η ψυχή μου θενά δράμει
στη ζεστή αγκαλιά τ’ Aβράμη,
τ’ άσπρα, τ’ αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!…
Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.
Kωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο:
– «Xαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!

Σώσε το γέρο κυρ Mέντη
απ’ την αδικιά τ’ αφέντη
συ που δίδαξες αρνί τα
ον κυρ λύκο να γενεί!
Tο σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!…»
Mα με την κουβέντ’ αφτή
πόρτα μού κλεισε κι αφτί.
Tότενες το μάβρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βια:
– «Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κ’ οι ραγιάδες απ’ τα ουράνια,
μα θεοί κι οξαποδώ κει
δεν είναι παρά δω.
Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρείς. Oπού ποθεί
λεφτεριά, παίρνει σπαθί.
Mη χτυπάς τον αδερφό σου
– τον αφέντη τον κουφό σου!
Kαι στον ίδρο το δικό
γίνε συ τ’ αφεντικό.
Xάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Aν ξυπνήσεις, μονομιάς
θα ’ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.
Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει
κ’ έχ’ η πλάση κοκκινήσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ’ άλλη θάλασσ’, άλλη γη».




Ο Βάρναλης υπήρξε κομμουνιστής με διαρκή προσφορά και συμμετοχή στους αγώνες της εργατικής τάξης. Το 1935 για τη δράση του εξορίστηκε στον Αϊ-Στράτη και στη Μυτιλήνη. Η εργατική τάξη με το Κόμμα της, το ΚΚΕ, αντιμετώπιζαν τον ποιητή, στο μέτρο του δυνατού που επέτρεπαν οι εποχές, με ιδιαίτερη αγάπη και φροντίδα. Ανάμεσα στα άλλα, αξίζει να αναφέρουμε τούτο: Μετά την απελευθέρωση, ο Βάρναλης δούλευε στον «Ριζοσπάστη» γεγονός που ναι μεν του εξασφάλιζε τα προς το ζην αλλά του δημιουργούσε εμπόδια και του στερούσε τον αναγκαίο χρόνο, για να αφιερωθεί στην καλλιτεχνική του δημιουργία. Το γεγονός αυτό υπέπεσε στην αντίληψη του Ν. Ζαχαριάδη και αντιμετωπίστηκε αμέσως. Ο Ζαχαριάδης, γράφει ο Β. Γεωργίου στις αναμνήσεις του «εκτιμούσε αναμφισβήτητα την πνευματική δουλειά και δέχτηκε αμέσως την πρότασή μας να δοθεί στον Βάρναλη εξάμηνη πληρωμένη άδεια για να γράψει το "Ημερολόγιο της Πηνελόπης"». 


Ποίηση - Ποιητικές συνθέσεις



Ο Προσκυνητής (1919)
Το Φώς που καίει (Αλεξάνδρεια 1922 με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας). Το 1933 επανατυπώθηκε στην Αθήνα με αναθεωρήσεις.
Σκλάβοι Πολιορκημένοι (1927)
Ποιητικές συλλογές
Κηρήθρες (1905)
Ποιητικά (1956)
Ελεύθερος κόσμος (1965)
Οργή λαού (1975)
Πεζά και κριτικά έργα
Ο λαός των μουνούχων (Φιλ.ψευδ. Δήμος Τανάλιας) (1923)
Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925)
Η Αληθινή απολογία του Σωκράτη (1931)
Αληθινοί άνθρωποι (1938)
Το ημερολόγιο της Πηνελόπης (1947)
Πεζός λόγος (1957)
Σολωμικά (1957)
Αισθητικά Κριτικά Α και Β (1958)
Ανθρωποι. Ζωντανοί - Αληθινοί (1958)
Οι δικτάτορες (1965)
Φιλολογικά Απομνημονεύματα (1980)


Θέατρο



Άτταλος ο Τρίτος (1972)



ΤΡΡ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου