Σάββατο 2 Απριλίου 2016

Η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας μέσα στο ευρώ σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία


Σε ερείπιο έχει μετατρέψει την Ελληνική οικονομία η είσοδός μας στην "παράδεισο" της ευρωζώνης. Ύστερα από μια αρχική περίοδο πλαστής ευημερίας μεταξύ των ετών 2002-2007 που προωθήθηκε συστηματικά μέσω της αύξησης του δημοσίου χρέους και της εκτόξευσης του δανεισμού προς τις τράπεζες, από το 2008 και μέχρι σήμερα, η χώρα βιώνει επτά χρόνια ..γρουσουζιάς. Το δημόσιο χρέος τραβάει συνεχώς την ανηφόρα και τα εθνικό εισόδημα καταρρέει χωρίς ελπίδες ανάκαμψης. Πρωταθλήτρια στην ανεργία η χώρα μας στην Ευρώπη και διεθνώς, διώχνει κάθε χρόνο πάνω από 110.000 νέους που  μεταναστεύουν στο εξωτερικό σε αναζήτηση καλύτερης μοίρας στη διεθνή αγορά εργασίας. Όλοι οι δείκτες της οικονομίας βυθίζονται στα Τάρταρα. Εκτόξευση του δημοσίου χρέους, όπως και του ιδιωτικού χρέους στις τράπεζες, εκτίναξη των επισφαλειών και των κόκκινων δανείων, πολλαπλασιασμός των ληξιπρόθεσμων οφειλών σε εφορίες και ασφαλιστικά ταμεία, απώλειες περιουσιών κυρίως από ακίνητα και μετοχές, ακρίβεια και η υπερφορολόγηση και τουλάχιστον 1 εκ. χαμένες θέσεις εργασίας, αυτά είναι τα βασικά δώρα του ευρώ στη χώρα μας.



Η πορεία των επίσημων στατιστικών δεικτώνσηματοδοτεί την κατάρευση :

1. Ο δείκτης τιμών κατοικιών, το 2015 διαμορφώθηκε στις 155,1 μονάδες έναντι 157,5 μονάδων που ήταν το 2001. Ο «κύκλος» περιελάμβανε ανατιμήσεις άνω του 65% στο διάστημα 2001-2008 αλλά και υποτιμήσεις της τάξεως του 40% από το 2008 μέχρι το 2015.Γενικότερα, οι κατασκευές΄ς, η ατμομηχανή της Ελληνικής οικονομίας, μπήκε στον πάγο στην εποχή του ευρώ.

2. Οι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 111 δισ. ευρώ –περίπου μισό ΑΕΠ– από τότε που μπήκαμε στο ευρώ μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2009. Ολόκληρο αυτό το ποσό εξαφανίστηκε μέσα στην περίοδο των μνημονίων και πλέον τα ελληνικά νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις μοιράζονται μόλις 123 δισ. ευρώ, πολύ λίγο λιγότερα σε σχέση με αυτά που υπήρχαν «αποθηκευμένα» στις τράπεζες τον Δεκέμβριο του 2001.

3. Οι αξίες που «γεννήθηκαν» και χάθηκαν λόγω των επενδύσεων σε εταιρείες πρακτικά δεν μπορούν να υπολογιστούν. Μοναδικό μετρήσιμο μέγεθος, η χρηματιστηριακή αξία των εισηγμένων εταιρειών στην οποία θα πρέπει να προστεθεί και ο πακτωλός των δισ. που επενδύθηκαν μέσω των αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου. Η τρέχουσα χρηματιστηριακή αξία διαμορφώνεται στα 40-45 δισ. ευρώ ανάλογα με τη συνεδρίαση, με την κεφαλαιοποίηση να αντιστοιχεί περίπου στο 22% του ΑΕΠ. Τέτοια αναλογία έχει να καταγραφεί στο ελληνικό Χρηματιστήριο από το 1996. Το 2003 η κεφαλαιοποίηση ήταν 85 δισ. ευρώ στο κλείσιμο της χρονιάς.

Η μετάβαση από τη δραχμή στο ευρώ βρήκε τη Σοφοκλέους με χρηματιστηριακή αξία 97 δισ. ευρώ. Δηλαδή, στα χρόνια του ευρώ οι χρηματιστηριακές αξίες έχουν υποχωρήσει κατά 55-60 δισ. ευρώ ενώ αν προστεθούν και οι αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου που «εξαερώθηκαν» (ειδικά τα τελευταία χρόνια μπήκαν πάνω από 40 δισ. ευρώ μόνο στις τράπεζες), οι συνολικές απώλειες υπερβαίνουν τα 100 δισ. ευρώ.

Στα χρόνια του ευρώ διαπιστώνονται :

1. Τεράστιες δανειακές υποχρεώσεις απέναντι στις τράπεζες. Το συνολικό ύψος των δανείων, από τα 74,6 δισ. ευρώ που ήταν τον Δεκέμβριο του 2001 και τα 87 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2002, έφτασαν στο επίπεδο ρεκόρ των 257,4 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2010 για να υποχωρήσουν σήμερα στα 203,9 δισ. Αυτό σημαίνει ότι, με το ίδιο εισόδημα που είχαν και το 2003, οι Έλληνες καλούνται να εξυπηρετήσουν διπλάσια δάνεια ή υποχρεώσεις αυξημένες κατά 100 δισ. ευρώ. Συμπτωματικά, η μεταβολή στα χρέη από το 2003 μέχρι το 2016 –τα 100 δισ. ευρώ– ισούται και με το ύψος των «κόκκινων» δανείων.

2. Πρόσθετες ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία ύψους τουλάχιστον 55 δισ. ευρώ. Παραδοσιακά, τα ληξιπρόθεσμα χρέη κινούνταν στο επίπεδο των 25-30 δισ. ευρώ. Σήμερα, έχουν ξεπεράσει και τα 86 δισ. ευρώ. Αν μάλιστα προστεθούν και οι οφειλές προς τα ασφαλιστικά ταμεία, τότε το χρέος προσεγγίζει τα 110 δισ. ευρώ.

3. Ένα δημόσιο χρέος το οποίο έχει εκτοξευτεί από τα 168 δισ. ευρώ το 2003 (ή τα 151 δισ. ευρώ το 2001) στα 320 δισ. ευρώ, παρά τα δύο προγράμματα απομείωσης (PSI). Το μόνο που μας έχει σώσει σε επίπεδο κρατικού προϋπολογισμού είναι η πτώση των επιτοκίων και οι περίοδοι χάριτος, με αποτέλεσμα οι τόκοι του 2016 να είναι λιγότεροι (περίπου 6 δισ. ευρώ) συγκριτικά με το 2001-2003 (9-10 δισ. ευρώ) παρά τον διπλασιασμό του χρέους.

4. Εναν τεράστιο στρατό ανέργων. Οι απασχολούμενοι το 2002 ήταν 4,353 εκατομμύρια για να μειωθούν στο τέλος του 2015 στα 3,65 εκατομμύρια. Το ποσοστό της ανεργίας έχει υπερδιπλασιαστεί στο διάστημα 2002-2015, καθώς από το 10%-11% έχει εκτοξευτεί στο 24%-25% και των νέων άνω του 40%.

Ελάχιστη αύξηση εσόδων από φόρους

Το σύνολο των φορολογητέων εισοδημάτων φυσικών και νομικών προσώπων ήταν το 2003 γύρω στα 80 δισ. ευρώ ενώ το 2015 δηλώθηκαν στην εφορία περίπου 82 δισ. ευρώ, από τα οποία μεγάλο μέρος είναι ανεξόφλητο.Με άλλα λόγια, οι φορολογικές εισπράξεις έχουν μειωθεί, παρ' όλη τη σαδιστική ευρωμνημονιακή φοροκαταιγίδα.

Τα έσοδα από ΦΠΑ σε όλη την περίοδο από το 2002 έως το 2004 κυμαίνονταν περί τα 12-12,5 δισ. ευρώ. Στα ίδια επίπεδα βρίσκονται περίπου και τα  κρατικά έσοδα απο εισπράξει του ΦΠΑ το 2015, παρ' όλη την αύξηση των συντελεστών σε 13% και 23%, έναντι 8% και 18% στο παρελθόν.

Οι φόροι από εισοδήματα και περιουσία ανέρχονταν  το 2003 και το 2004 περίπου 14,5 δισ. ευρώ. Αμφίβολο είναι αν από τους αντίστοιχους φόρους του 2015, τα κρατικά έσοδα έφτασαν στα 17 δισ. ευρώ, παρ' όλη την αφιονισμένη φοροκαταιγίδα που μόνο για τον ΕΝΦΙΑ αφορούν  2,7 δισ. ευρώ.

Οσον αφορά τις ασφαλιστικές εισφορές, το 2015 οι εισπράξεις των ασφαλιστικών ταμείων ήταν 19 δισ. ευρώ. Με απόκλιση 1-2 δισ. ευρώ, τόσα εισπράτταμε και την περίοδο 2002-2003. 


Η σύγκριση των φόρων που πληρώναμε το 2003 με τους φόρους που πληρώνουμε σήμερα είναι αποκαλυπτική:

1. Ο μισθωτός (οικογενειάρχης με δύο παιδιά) και εισόδημα 16.000 ευρώ πλήρωνε το 2003 φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων της τάξεως των 1.530 ευρώ, παρά το γεγονός ότι τότε το αφορολόγητο των μισθωτών ήταν μικρότερο από ό,τι σήμερα (8.400 ευρώ έναντι 9.550 ευρώ). Τότε υπήρχε βέβαια και η έκπτωση φόρου για τα παιδιά (210 ευρώ για δύο παιδιά) οπότε ο μισθωτός κατέληγε να πληρώνει 1.320 ευρώ στην εφορία.

Σήμερα, ο εργαζόμενος των 16.000 ευρώ ετησίως πληρώνει 1.532 ευρώ καθώς έχει αφαιρεθεί έκπτωση για τα παιδιά και έχει προστεθεί η εισφορά αλληλεγγύης. Επίσης, αν υλοποιηθούν τα σχέδια για μείωση του αφορολογήτου, ο φόρος μπορεί να εκτοξευτεί για το 2016 ακόμη και πάνω από τις 2.000 ευρώ. Αύξηση φόρου στην περίοδο 2003-2015: 16% με προοπτική το ποσοστό να ανεβεί ακόμη περισσότερο, στο 50% αν μειωθεί το αφορολόγητο.

2. Για τον ελεύθερο επαγγελματία των 16.000 ευρώ ο φόρος έχει εκτοξευθεί. Το 2003 πλήρωνε 1.370 ευρώ και τώρα καταβάλλει 650 ευρώ τέλος επιτηδεύματος και 4.160 ευρώ φόρο εισοδήματος, δηλαδή συνολικά 4.810 ευρώ. Η ποσοστιαία αύξηση φόρου από το 2003 μέχρι το 2015 φτάνει στο 250%. Η σύγκριση με το 2003 είναι εφιαλτική και στην έμμεση φορολογία.

Ο ΦΠΑ πριν από 12 χρόνια υπολογιζόταν με συντελεστή 18% και όχι 23%. Ο ΦΠΑ στα περισσότερα προϊόντα αυξήθηκε κατά 27%. Υπήρχαν εκατοντάδες προϊόντα και υπηρεσίες (κυρίως τρόφιμα και ήδη πρώτης ανάγκης, στα οποία ο φορολογικός συντελεστής αυξήθηκε από το 8% στο 23%, δηλαδή κατά 187,5%). Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης έχει τετραπλασιαστεί, ενώ πολύ μεγάλες αυξήσεις έχουν γίνει σε τσιγάρα, οινοπνευματώδη, βενζίνες και τέλη κυκλοφορίας.

Σημαντικότατες έμμεσες επιβαρύνσεις, που δεν υπήρχαν προ 12ετίας, πηγάζουν από τον πολλαπλασιασμό (και σε τιμές και σε αριθμό) των τεκμηρίων διαβίωσης. Οσον αφορά το μεγαλύτερο «χτύπημα» που δέχθηκαν τα νοικοκυριά, αυτό δεν ήταν άλλο από τον φόρο στην ακίνητη περιουσία. Το 2003 υπήρχε μόνο ο ΦΜΑΠ για τους έχοντες πολύ μεγάλη ακίνητη περιουσία με αντικειμενική αξία άνω των 400.000 ευρώ (τότε έπαιζε ρόλο και η οικογενειακή κατάσταση προκειμένου να προσδιοριστεί η εξαίρεση από τον ΦΜΑΠ).

Οι αντικειμενικές αξίες ήταν πολύ χαμηλότερες καθώς μεσολάβησε η αύξηση του 2005 και του 2007. Αυτός ο φόρος, τον οποίο πλήρωναν 200.000 ιδιοκτήτες, αντικαταστάθηκε από τον ΕΝΦΙΑ τον οποίο πλέον πληρώνουν έξι εκατομμύρια ιδιοκτήτες ακινήτων.

Παρά τις τάσεις αποπληθωρισμού των τελευταίων τριών ετών (τον Φεβρουάριο συμπληρώθηκαν τρία χρόνια μείωσης του δείκτη τιμών καταναλωτή), οι τιμές παραμένουν αισθητά υψηλότερες σε σχέση με την προ του 2003 εποχή. Ο δείκτης τιμών καταναλωτή διαμορφώθηκε το 2015 στις 105,52 μονάδες όταν το 2001, τελευταίο έτος κατά το οποίο χρησιμοποιούσαμε τη δραχμή, ο ίδιος δείκτης υπολογιζόταν από την Ελληνική Στατιστική Αρχή στις 78,155 μονάδες και το 2003 στις 83,85 μονάδες.

Επίλογος

Ενώ οι φορολογικοί συντελεστές έχουν αυξηθεί από 15% έως και 400% και το ατομικό εισόδημα, κατά μέσο όρο έχει μειωθεί τουλάχιστον κατά 30%, από το 2001, οι τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών είναι τουλάχιστον κατά 35% υψηλότερες σε σχέση με την εποχή της δραχμής. 

Η τραγωδία που έχει πλήξει τη χώρα, εκτός από τα αδιαμφισβήτητα στατιστικά στοχεία και δεδομένα, διαγράφεται ξεκάθαρα από την εικόνα που παρουσιάζουν σήμερα κεντρικοί εμπορικοί δρόμοι της Αθήνας και άλλων πόλεων, όπου τα μισά σχεδόν καταστήματα έχουν κατεβάσει ρολά. Θλίψη προκαλεί ένας περίπατος στην πάλαι ποτέ πολύβουη οδό Σταδίου, στο εμπορικό κέντρο της της χώρας, όπου φαίνεται με μια ματιά στα κλειστά μαγαζιά, η κατάρρευση της Ελληνικής οικονομίας. 

Η απόλυτη φτωχοποίηση της χώρας ήταν και είναι ο συνοδοιπόρος της "παραδεισένιας" διαδρομής μας στην ευρωζώνη. Και παρ' όλα αυτά επιμένουμε στο γελοίο δόγμα του "πάση θυσία στο ευρώ". Αναρωτιέται κανείς πόσο ισχυρή μπορεί να είναι τέλος πάντων, η πονηριά των "κουτόφραγκων", το συμφέρον ορισμένων εγχώριων καθεστωτικών και οσφυοκαμπτών και η λοβοτομημένη αντίληψη κάποιων άλλων ; 


 Πηγή : ΕΛΣΤΑ,  Eurostat  και Καθημερινή


Οδός Δραχμής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου