analyst
Μερικές ημέρες πριν ανακοινώθηκαν οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας των Η.Π.Α., οι οποίες δεν ήταν οι αναμενόμενες, με αποτέλεσμα να πανηγυρίζουν έκτοτε οι αγορές μετοχών και ομολόγων παγκοσμίως – λόγω των συγκεκριμένων κακών ειδήσεων που προστέθηκαν στις ήδη απογοητευτικές, όσον αφορά το ρυθμό ανάπτυξης στις Η.Π.Α., καθώς επίσης τους κινδύνους ύφεσης σε πολλές άλλες χώρες.
Εύλογα βέβαια θα απορούσε κανείς γιατί οι κακές ειδήσεις θεωρούνται τόσο καλές από τα χρηματιστήρια, εάν δεν γνώριζε πως «εισπράττονται» ως εμπόδιο για την αύξηση των επιτοκίων εκ μέρους της Fed – η οποία καθυστερεί πάνω από ένα χρόνο, παρά το ότι διογκώνει τις φούσκες στις αγορές παγίων, κλιμακώνοντας τις απειλές για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα (άρθρο).
Δεν πανηγυρίζουν όμως μόνο οι αγορές αλλά, επίσης, το ΔΝΤ, το οποίο δεν έπαψε να συστήνει στην κεντρική τράπεζα την αποφυγή της αύξησης των επιτοκίων – μεταξύ άλλων λόγω των ρίσκων στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, οι οποίες είναι υπερβολικά δανεισμένες σε δολάρια (ανάλυση).
Η Fed βέβαια ενθαρρύνει έμμεσα αυτού του είδους τις προτροπές, γνωρίζοντας πολύ καλά πως η αμερικανική οικονομία δεν θα άντεχε μία ακόμη ανατίμηση του δολαρίου, την οποία θα προκαλούσε η άνοδος των βασικών επιτοκίων – αφού η υπερδύναμη είναι αφενός μεν υπερχρεωμένη, αφετέρου αντιμέτωπη με ένα πολύ μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών της και ειδικά στο εμπορικό (γράφημα).
.
.
Περαιτέρω, είναι αστείες οι συμβουλές του ΔΝΤ σε χώρες όπως η Ελλάδα, όταν η ίδια του η πατρίδα, οι Η.Π.Α., ευρίσκεται σε μία άθλια οικονομική κατάσταση – αν και αυτό δεν αφορά την ελίτ του 1%, η οποία τρέφεται τόσο από τα πακέτα ποσοτικής διευκόλυνσης (QE), όσο και από τα μηδενικά επιτόκια. Προφανώς δεν αφορά ούτε τις μεγάλες τράπεζες, για τις οποίες είναι επίσης ωφέλιμη η πολιτική της Fed – όπως συμβαίνει και με τις πολυεθνικές επιχειρήσεις.
Το γεγονός αυτό συμπεραίνεται, μεταξύ άλλων, από το ρεκόρ των «αποδόσεων» προς τους μετόχους τους, οι οποίες έφτασαν στα 923 δις $ στους τελευταίους δώδεκα μήνες, όσον αφορά τις εταιρείες του δείκτη S&P 500 – με το μεγαλύτερο μέρος τους στη μορφή των επαναγορών μετοχών.
Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνεται η εξέλιξη ορισμένων μεγεθών (επαναγορές, μερίσματα, κέρδη) από το 2000, σε τριμηνιαία βάση (ετησιοποιημένη) – όπου εντός ενός έτους, με ημερομηνία το τέλος του Ιουνίου, οι αμερικανικές επιχειρήσεις επένδυσαν το τεράστιο ποσόν των 600 δις $ (κίτρινες στήλες) για την επαναγορά μετοχών τους. Τα υπόλοιπα 323 δις $ (μπλε στήλες) δόθηκαν στους μετόχους με τη μορφή μερισμάτων – εξασφαλίζοντας τους τεράστιες αποδόσεις.
.
ΗΠΑ, δείκτης S&P500 – η εξέλιξη στην αξία επαναγοράς μετοχών εκ μέρους των επιχειρήσεων (κίτρινες στήλες, κινούμενος μέσος όρος 12 μηνών, αξίες σε δις δολάρια Αμερικής/αριστερός κάθετος άξονας), στην αξία των μερισμάτων (γαλάζιες στήλες) και στα αποτελέσματα κερδοφορίας (γκρίζα γραμμή).
.
Συνολικά, σε ετήσιο επίπεδο το σύνολο μερισμάτων και επαναγορών αυξήθηκε κατά 6,6% – παρά το ότι τα κέρδη των 500 αυτών ομίλων συρρικνώθηκαν κατά -8,4% στα 841 δις $ (μαύρη καμπύλη). Η αιτία της συγκεκριμένης «διαστρέβλωσης» είναι προφανώς τα μηδενικά επιτόκια – αφού επιτρέπουν το φθηνό δανεισμό των επιχειρήσεων, έτσι ώστε να καλύπτονται τα μειωμένα κεφάλαια τους, από τα χρήματα που επιστρέφουν στους μετόχους τους.
Προφανώς δε η κατάσταση θα άλλαζε απότομα, εάν αυξανόταν τα επιτόκια δανεισμού των συγκεκριμένων επιχειρήσεων – επειδή θα περιοριζόταν ακόμη περισσότερο τα κέρδη τους, θα προσέφεραν μικρότερα μερίσματα,θα μειωνόταν οι τιμές των μετοχών τους λόγω της μη διενέργειας επαναγορών, θα ακολουθούσε η πτώση των χρηματιστηριακών δεικτών κοκ.
.
Η αιτία της τοποθέτησης του ΔΝΤ
Περαιτέρω, η αντίθεση του ΔΝΤ στην αύξηση των βασικών επιτοκίων αιτιολογείται από το ίδιο, μέσω της έκθεσης που δημοσίευσε πρόσφατα (πηγή) – όπου φαίνεται πως ανακάλυψε έναν επί πλέον κίνδυνο για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος: την παγκόσμια έλλειψη ρευστότητας, η οποία φυσικά θα επιδεινωνόταν από τυχόν υψηλότερα επιτόκια.
Η ανακάλυψη αυτή μοιάζει βέβαια παράδοξη, αφού οι μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη πλημύρισαν τα τελευταία χρόνια το σύστημα με τεράστιες ποσότητες νέων τυπωμένων χρημάτων – κάτι που δεν έχει συμβεί ποτέ μέχρι σήμερα στην παγκόσμια ιστορία.
Σύμφωνα όμως με το ΔΝΤ, η ρευστότητα που «παράγεται» από τις κεντρικές τράπεζες, καθώς επίσης η ρευστότητα που υπάρχει στις αγορές, είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα – ενώ υπάρχουν οι εξής τρεις μεγάλες διαφορές μεταξύ τους:
(α) Η μονεταριστική ρευστότητα, τα χρήματα δηλαδή που δημιουργούν από το πουθενά οι κεντρικές τράπεζες, δεν έχουν καμία σχέση με τα μονεταριστικά (νομισματικά) μεγέθη, όπως η ποσότητα χρήματος Μ1, Μ2 κλπ. – κάτι που έχουμε επισημάνει και εμείς, στην πρόσφατη ανάλυση μας (Η δικτατορία των τοκογλύφων).
(β) Είναι αποφασιστικής σημασίας η ποιότητα των δανειοληπτών ή η δυνατότητα να δανείζονται οι συμμετέχοντες από τις αγορές, με αποδεκτές προϋποθέσεις – όπως περίπου έχουμε αναλύσει στο άρθρο «Ο μύθος της ρευστότητας», από την πλευρά της Ελλάδας.
(γ) Η τρίτη διαφορά έχει σχέση με την ποιότητα των αγορών η οποία, όσο καλύτερη είναι, τόσο πιο εύκολες γίνονται οι συναλλαγές μεγάλων ποσοτήτων αξιόγραφων – επίσης με χαμηλότερο κόστος, χωρίς να αλλάζουν πολύ οι τρέχουσες τιμές (courses).
Όλες οι παραπάνω ιδιαιτερότητες έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της επιρροής των κεντρικών τραπεζών, όσον αφορά την κυκλοφορούσα ρευστότητα – γεγονός που αποτελεί το μεγαλύτερο μειονέκτημα του νέου όπλου που χρησιμοποιήθηκε για την αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008.
Αυτός είναι λοιπόν ο λόγος της έλλειψης ρευστότητας που διαπιστώνεται παγκοσμίως, παρά την πλημμύρα νέων χρημάτων – ενώ μπορεί να λειτουργήσουν αντιπαραγωγικά, προς την αντίθετη κατεύθυνση δηλαδή από αυτήν που επιδιώκεται, όπως παρατηρήθηκε στις αγορές τιτλοποιημένων στεγαστικών δανείων (MBS) των Η.Π.Α.
Η αιτία είναι το ότι, η Fed σταμάτησε πλέον τα προγράμματα πέρυσι, αλλά υπάρχουν ακόμη περαιτέρω έσοδα από τα «πορτοφόλια» των MBS που κατέχει – τα οποία επενδύει, αγοράζοντας νέα MBS. Ο επενδυτικός όγκος εν προκειμένω είναι αρκετά μεγάλος, αφού πρόκειται ουσιαστικά για ένα τέταρτο «άτυπο» QE, με αποτέλεσμα η αγορά των MBS να οδηγείται ανά σταθερά χρονικά διαστήματα σε ελλείψεις – μέσω των οποίων επιδεινώνεται η ρευστότητα, αντί να καλυτερεύει.
Στα πλαίσια αυτά, οι διαστρεβλώσεις δεν είναι εύκολο να μετρηθούν – οπότε το πρόβλημα που δημιουργείται είναι ακριβώς η αδυναμία μέτρησης τους, κάτι που δεν συμβαίνει όταν οι κεντρικές τράπεζες τυπώνουν απλά χρήματα.
Διαπιστώνονται βέβαια ορισμένες ενδείξεις, όπως η διευρυμένη απόσταση μεταξύ των τιμών ζήτησης και προσφοράς των αμερικανικών δημοσίων ομολόγων κοκ., οι οποίες όμως δεν οδηγούν σε ασφαλή συμπεράσματα.
Συνεχίζοντας, το ΔΝΤ δεν διαπιστώνει μεν εντυπωσιακές συρρικνώσεις της ρευστότητας, αλλά μία λανθάνουσα πηγή κινδύνων – όπου το ρίσκο επικεντρώνεται σε μία ξαφνική στενότητα της ρευστότητας, όπως συνέβη στην ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων, με αποτέλεσμα τη ραγδαία άνοδο τότε των επιτοκίων δανεισμού της Γερμανίας.
Θεωρεί δε πως το ρίσκο αυτό είναι σήμερα αυξημένο, ειδικά εάν υιοθετηθούν κανόνες, έτσι ώστε να περιοριστεί η κερδοσκοπία ή να ρυθμισθούν οι τράπεζες – ενώ θα έφτανε μία μικρή σπίθα για να ξεσπάσει μία μεγάλη πυρκαγιά, η οποία θα εξαπλωνόταν σε όλες τις αγορές και σε όλα τα κράτη, όπως συνέβη το 2008.
.
Συμπέρασμα
Ολοκληρώνοντας, το ΔΝΤ φοβάται το ξαφνικό ξέσπασμα μίας μεγάλης κρίσης, όπως επίσης η BIS(άρθρο) – θεωρώντας πως η σπίθα θα μπορούσε να είναι η μη προσεκτική ομαλοποίηση των αμερικανικών επιτοκίων (Smooth normalization is crucial).
Εν τούτοις, η παραμονή των επιτοκίων σε μηδενικά επίπεδα συνεχίζει να διογκώνει τις φούσκες, καθώς επίσης να μεταφέρει τα χρήματα από τα κάτω προς τα επάνω εισοδηματικά στρώματα – εις βάρος της κατανάλωσης, του ρυθμού ανάπτυξης κοκ. Επομένως, είναι ανεύθυνο να συνεχίζεται στο διηνεκές – όπως έκανε ο πρώην πρόεδρος της Fed, ο κ. A. Greenspan, προκαλώντας την κατάρρευση των ενυπόθηκων δανείων χαμηλής εξασφάλισης και την κρίση του 2008.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου