του Χρήστου Γιανναρά
Η εικόνα πέρασε σε όλα τα Δελτία Ειδήσεων.
Ενας ξέφρενος εκπαιδευτικός να κραυγάζει στον καινούργιο υπουργό Παιδείας την
αγανάκτησή του, με ερώτημα καταλυτικό: «Αφού το Μνημόνιο σας απαγορεύει να
διορίσετε δασκάλους και ρημάζουν τα σχολειά, γιατί δεν μειώνετε τον αριθμό των
συμβούλων του κάθε υπουργού διορίζοντας (ισοδύναμα) με το κόστος κάθε συμβούλου
τρεις, το λιγότερο, δασκάλους;».
Η απάντηση στο ερώτημα είναι προφανέστατη, γι’
αυτό και δεν δόθηκε – ο κώδικας «πολιτικής ορθότητας» στην παντομίμα του δημοκρατικού
παιγνίου την απαγορεύει. Τον κ. Τσίπρα δεν τον ενδιαφέρουν τα σχολειά που
ρημάζουν χωρίς δάσκαλο, τον ενδιαφέρει να μη ρημάξει το κόμμα του χωρίς
βολεμένους κομματανθρώπους. Ιδια στάση, πανομοιότυπη, με αυτήν του Αντ. Σαμαρά,
του Γ. Παπανδρέου (τουπίκλην ολίγιστου), Κ. Καραμανλή του βραχέος, Κ. Σημίτη
και πάει λέγοντας (οπισθοβατικώς). Αν και νέος, φρέσκος και ριζοσπάστης, ο Αλ.
Τσίπρας είναι πειθήνια υποταγμένος στην απαρέγκλιτη αρχή του εν Ελλάδι
συνταγματικού πολιτεύματος, της αχαλίνωτης κομματοκρατίας: «Πρώτα το κόμμα και
ύστερα η κοινωνία» – δεν λέμε «η πατρίδα», γιατί τη λέξη την αχρηστεύει η χρήση
της από τον κ. Καμμένο, τον εκλεκτό του «προοδευτικού» εθνομηδενισμού.
Αν
ο κ. Τσίπρας ενδιαφερόταν για την κοινωνία (και ο κ. Καμμένος για την πατρίδα),
υπουργός Παιδείας δεν θα ήταν ο πανάσχετος κ. Φίλης, ούτε θα είχε προηγηθεί ο
κ. Μπαλτάς (που λογάριαζε την αριστεία για «ρετσινιά» στοχεύοντας στο Νόμπελ
του σκοταδισμού). Στο συνονθυλευματικό (τέως και νυν) κόμμα του κ. Τσίπρα δεν
περιλαμβάνονται μόνο αφελείς του μηδενιστικού πρωτογονισμού, υπάρχει και μερίδα
σοβαρών ανθρώπων, με επίπονα δουλεμένες απόψεις «πατριωτικής Αριστεράς». Ο κ.
Τσίπρας έχει (εκών-άκων;) περιθωριοποιήσει αυτήν την ποιότητα και δυναμική –
επαναλαμβάνει και εδώ τη στάση των προκατόχων του πρωθυπουργών (ωσάν η
πρωθυπουργία εν Ελλάδι να παρέχεται υπό όρους, ένας από τους οποίους είναι η
εσκεμμένη πριμοδότηση, στερητικώς, του φασιστοειδούς εθνικισμού). Πρώτο,
λοιπόν, συμπέρασμα από την παγερή πρωθυπουργική αδιαφορία για την αγανάκτηση –
πρόκληση που συνόψιζε το ερώτημα προς τον κ. Φίλη: Μην περιμένουμε την
παραμικρή διαφορά στην πολιτική συμπεριφορά, νοοτροπία, στρατηγική του κ.
Τσίπρα όσον αφορά τα «ουσιώδη». Το ενδιαφέρον του για τα όσα συγκροτούν την
ποιότητα της ζωής και το νόημα της συλλογικότητας (γλώσσα, ιστορική συνείδηση,
παιδευτική καλλιέργεια, αίσθηση δημοσίου συμφέροντος, κράτος δικαίου, ενεργός
πολιτισμική ιδιοπροσωπία) αποδείχνεται τόσο λυμφατικό όσο και των κυβερνήσεων
που με ντροπή αναπολούμε: Σαμαρά – Μπαλτάκου, Γ. Παπανδρέου – Β. Βενιζέλου,
Καραμανλή του βραχέος.
Συμπέρασμα δεύτερο: Κανένας κομματικός αρχηγός
στην Ελλάδα δεν δείχνει να διδάσκεται από το παρελθόν το κοντινό, όχι το
απώτερο. Κανένας δεν μπορεί να δει τα αίτια της παραλυτικής ανημπόριας να
λειτουργήσει κράτος, κράτος στην υπηρεσία του πολίτη, των αναγκών της κοινωνίας
των πολιτών. Τα αίτια είναι εξόφθαλμα, αλλά αδιόρατα για τους πολιτευόμενους.
Πού οφείλεται αυτή η τυφλότητα; Στον αυτονόητο χαρακτήρα που έχει προσλάβει η
διαστροφή – και αυτός είναι ο ορισμός της παρακμής. Η παρακμή λαών και η
ιστορική τους εξαφάνιση είναι σαφώς το αποτέλεσμα μεταλλαγής της παθολογίας σε
φυσιολογία.
Εχουμε χρόνιους εθισμούς οι σήμερα Ελληνώνυμοι
σε αυτή τη διαστροφική μεταλλαγή. Κάθε κυβέρνηση επιδιώκει, πριν από κάθε τι άλλο,
την επανεκλογή της, όχι την πραγματοποίηση των επαγγελιών της, όχι να
αντιμετωπίσει τις κραυγάζουσες κοινωνικές ανάγκες. Πρώτιστος στόχος η
ψηφοθηρία, δηλαδή η οικοδόμηση πελατειακού κράτους. Το ρουσφέτι αποκλείει
αυτονόητα την αξιοκρατία, οι κοινές ανάγκες πρέπει να εξυπηρετηθούν όχι από τον
ικανό και δημιουργικό, αλλά από τον ευνοοημένο: πιθανότατα ηλίθιο ή κακοήθη, Η
πείρα βεβαιώνει ότι ο αυθαίρετα ευνοημένος είναι πάντοτε ανασφαλής, άρα
απαιτητικός και άπληστος. Γι’ αυτό και ο συνδικαλισμός των «λειτουργών του
κράτους» είναι κατά κανόνα αντικοινωνικός: εκβιάζει, αυθαιρετεί, καθιστά το
κράτος αντίπαλο του πολίτη, απειλή για τον πολίτη, μισητό στον πολίτη.
Ετσι η παθολογία γενικεύεται, παίρνει τις
διαστάσεις λοιμικής. Η κυβέρνηση ή το κόμμα υπηρετεί πρωταρχικά την ιδιοτέλεια
της επανεκλογής, ο πολίτης αμύνεται απέναντι στην ιδιοτέλεια της εξουσίας
αντιτάσσοντας τη δική του ατομοκεντρική ιδιοτέλεια – φοροδιαφυγή, ιδιοποίηση
του κοινωνικού χρήματος (υπερκοστολογήσεις δημοσίων έργων, πλαστές συντάξεις, αργομισθίες
κ.τ.ο.). Η «κοινωνία» παύει να κοινωνεί τις ανάγκες, παλινδρομεί στη λογική της
ζούγκλας: της επιβίωσης και επιβολής του ισχυροτέρου, της ανεξέλεγκτης
προτεραιότητες των εγωτικών τυφλών ενορμήσεων και ενστίκτων. Ο τρόπος που
παρκάρουμε, που οδηγούμε, που πολιτικολογούμε, που λιμπιζόμαστε τα καταναλωτικά
αγαθά, που υπερασπιζόμαστε τις επιλογές μας στο ποδόσφαιρο ή στην πολιτική, ο
εγωκεντρικός τρόπος που ακυρώνει τη χαρά της σχέσης, υποβιβάζει τη γλώσσα,
θυσιάζει τη δημιουργία στο βωμό του εντυπωσιασμού, αυτός ο πρωτόγονος, της
ζούγκλας τρόπος είναι η αυτονόητη, «φυσιολογική» καθημερινότητά μας σήμερα.
Είναι αφορμή πανικού και τρέλας, κυριολεκτικά,
να πιστοποιεί ο Ελληνας ότι τον κυβερνάει μια αυτοδιαφημιζόμενη στην «αριστερή»
κυβέρνηση, που ο ένας υπουργός της έχει καταθέσεις εκατομμυρίων (και ξεχνάει το
νούμερο), ο άλλος επέδειχνε νεοπλουτίστικη αφροντισιά στο ντύσιμό του και στο
σπιτικό του, διεκδικώντας θέση στο διεθνές jet set, ο τρίτος βάλλεται
πανταχόθεν για τις εξωφρενικές απολαβές του από τη δικηγορική – και πάει
λέγοντας. Δεν είναι πουριτανικά τα κριτήρια που δημιουργούν την έκπληξη, είναι
ορθολογικότατα τα ερείσματα του φόβου και της απόγνωσης, όταν εκατομμυριούχοι
επαγγέλλονται την πολιτική εκπροσώπηση της φτωχολογιάς, των ανέργων, των κατεξευτελισμένων
και ατιμασμένων συνταξιούχων.
Ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας δεν είναι ο ίδιος,
ύστερα από κάποιους μήνες πρωθυπουργίας. Η διαφορά γίνεται εξόφθαλμη, έστω κι
αν δεν μπορεί να συγκεκριμενοποιηθεί σε λέξεις. Εχασε το λεξιλόγιο του
αγωνιστή, μιλάει πια τη γλώσσα της αυτάρκειας. Δεν αναμετριέται με στόχους,
φλυαρεί απολογητικά εξωραΐζοντας την αυτοάμυνα – στα αχνάρια των σπιθαμιαίων
προκατόχων του. Αν οι προκλητικές ανεπάρκειες (ή επιπολαιότητες) υπουργών δεν
επιφέρουν ακαριαία την απαλλαγή από τα καθήκοντά τους, πώς να εμπιστευθεί ο
πολίτης ότι θα ξαναλειτουργήσει κράτος, θα καταξιωθεί η ποιότητα, θα
αποκατασταθεί συνέπεια και κοινωνική δικαιοσύνη;
Η βιτρίνα της κυβέρνησης, τα κρατικά ΜΜΕ,
είναι η πιο αποκαρδιωτική εικόνα διάψευσης των ελπίδων που διέβλεπαν οι
αισιόδοξοι στο πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα. Η ποιότητα σε διωγμό, τα προγράμματα,
σχεδόν όλα, παραχωρημένα στις κομματικές βδέλλες, στους ατάλαντους και
ανατριχιαστικά αγράμματους αλλά έγκαιρα εφοδιασμένους με κομματική ταυτότητα.
Για μία ακόμα φορά, η μικρόνοια αποδείχνεται
επιλογή, όχι κουσούρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου