Στιγμιότυπο από τη μεγάλη δίκη των κατοχικών υπουργών (1945) |
του Μιχάλη Κοσμόπουλου*
Hταν πολλοί οι φτωχοδιάβολοι, οι δαίμονες και τα τέρατα της Κατοχής. Ανάμεσά τους ο δωσιλογισμός, όπως αναδύθηκε και ενσαρκώθηκε σε ένα ευρύ φάσμα συμπεριφορών, που εύστοχα έχει καταγράψει και η τέχνη: από τον Φον Δημητράκη του Ψαθά μέχρι τον Κουτσό του Μεταξουργείου, από τον Πούλο μέχρι τον Ράλλη, από τον τελευταίο μαυραγορίτη μέχρι την επιφανή πολιτική και επιχειρηματική τάξη των Αθηνών.
Γιατί, όπως έχει επισημανθεί, ο δωσιλογισμός ήταν θεσμικός και μαζικός και η αιτιολογική έκθεση στη Συντακτική Πράξη (Σ.Π.) 6/20.1.1945 τα υπονοεί όλα, μέσα στην άβολη αντιφατικότητα του συγγραφέα της:
«Λέγεται ότι αι Κυβερνήσεις της ξένης Κατοχής επεχείρησαν να κατοχυρωθούν όπισθεν της συγκαταθέσεως του πολιτικού κόσμου, όστις όμως αναλογιζόμενος τας ευθύνας του δεν ήθελε να εμφανισθή επί της σκηνής. Δεν γνωρίζομεν αν τούτο είναι αληθές. Οσονδήποτε όμως και αν αι Κυβερνήσεις αύται εξησφάλισαν την συγκατάθεσιν του πολιτικού κόσμου, παραμένει ανέπαφον το γεγονός ότι ήσαν Κυβερνήσεις των Γερμανών».
Αν θέλαμε να σκιαγραφήσουμε τη θέσπιση και εξέλιξη του νομικού πλαισίου, σε επίπεδο ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου, θα παρατηρούσαμε τα ακόλουθα:
■ Το νομικό πλαίσιο δίωξης του δωσιλογισμού ήταν νόμοι που τέθηκαν σε εφαρμογή μετά την απελευθέρωση. Παραβιαζόταν έτσι η αρχή της μη αναδρομικότητας του ποινικού νόμου, σύμφωνα με την οποία κανένας δεν μπορεί να καταδικαστεί και καμία ποινή δεν μπορεί να επιβληθεί για πράξη που δεν τιμωρείται κατά τον χρόνο τέλεσής της (Nullum crimen nulla poena sine lege).
■ Με τη Σ.Π. 6/20.1.1945 θεσπίστηκαν και ειδικές διατάξεις για τον λεγόμενο οικονομικό δωσιλογισμό. Μάλιστα η ευθύνη ήταν οικογενειακή: κάθε περιουσία που ανήκε στη σύζυγο, στους αδελφούς, στους ανιόντες και κατιόντες του καταδικασθέντος μπορούσε να δημευθεί, εφόσον αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια ή μετά την τέλεση των αποδιδόμενων πράξεων.
■ Φυσικά, τέθηκε και το ζήτημα της έννοιας του πολιτικού εγκλήματος και η εκδίκαση των σχετικών αδικημάτων από πλειοψηφία ενόρκων, ζητήματα που δεν έχουν σταματήσει να μας απασχολούν και σήμερα.
■ Μέσα σε 20 μέρες, που στη συνέχεια έγιναν 15, θα έπρεπε να εισάγονται οι υποθέσεις στο ακροατήριο. Η ανάκριση περατωνόταν ακόμα και χωρίς απολογία του κατηγορουμένου, ο οποίος λάμβανε γνώση της δικογραφία στο ακροατήριο.
■ Κατά των αποφάσεων που εκδίδονταν δεν επιτρεπόταν έφεση.
Είναι γεγονός όμως ότι σταδιακά επήλθαν τροποποιήσεις του νομοθετικού πλαισίου που αποκαθιστούσαν, ώς ένα βαθμό τη δικαιική και δικονομική κανονικότητα.
Πάντως, τα πενιχρά αποτελέσματα της όλης διαδικασίας δεν οφείλονταν σε ανεπάρκειες του νομικού πλαισίου.
Και οι δικαστές; Δεν θα κατανοήσουμε το γεγονός ότι ο δικαστικός κλάδος εξήλθε αλώβητος από τις διώξεις των δωσιλόγων, αν δεν συζητήσουμε για το πεδίο των σχέσεων εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, αλλά και τις αυτόματες προσαρμογές της Δικαιοσύνης στις κάθε φορά επικρατούσες συνθήκες.
Στις 28.1.2014, ο νυν πρωθυπουργός, ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επισκέφτηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας. Ο τότε πρόεδρος του ΣτΕ έκανε την εξής δήλωση:
«Εξηγήσαμε επίσης τη μεγάλη πίεση που δέχτηκε το δικαστήριο (…) από τις δυσμενείς πραγματικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα, γεγονότα που δυσχεραίνουν σε μεγάλο βαθμό την άνετη ερμηνεία και εφαρμογή του Συντάγματος».
Και μόλις στις 5.6.2015, στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του, ο ίδιος αναστοχάστηκε:
«Η ελευθερία [ενν. του ΣτΕ] μειώθηκε σημαντικά, όχι από παρεμβάσεις προσώπων αλλά από την επιβολή των πραγμάτων…. Οι βεβαιότητες αναιρέθηκαν».
Τα ανωτέρω παραδείγματα αφορούν την τρέχουσα περίοδο, αναμφίβολα μεταβατική, αλλά προφανώς μη συγκρίσιμη με το 1944.
Και αν τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας αισθάνονται την κανονιστική δύναμη των συνθηκών σε περιόδους ομαλότητας, καθένας μπορεί να φανταστεί το κλίμα εκείνης της εποχής.
Υπό αυτό το πρίσμα, η θεσμική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης διαθέτει σχετική μόνο αυτονομία από τη δυναμική των κοινωνικών και οικονομικών συναινέσεων σε συγκεκριμένο χρόνο.
Για την εποχή που μας απασχολεί, θα αναφερθώ σε ένα μόνο ΦΕΚ, το φύλλο 69 της 24.3.1945.
Στο ίδιο ΦΕΚ δημοσιεύονται τρεις πράξεις:
■ Πρώτον, η Σ.Π. 24 περί αποκαταστάσεως των δημοσίων υπαλλήλων που απολύθηκαν για πολιτικούς λόγους από το αποτυχημένο κίνημα Πλαστήρα του 1933 μέχρι το τέλος της Κατοχής. Από τη μεγάλη συμφιλίωση βασιλοφρόνων και βενιζελικών, οι δικαστές εξαιρούνταν ρητά.
■ Δεύτερον, η Σ.Π. 26 περί απολύσεως δημοσίων υπαλλήλων συνεργασθέντων μετά του εχθρού. Οι δικαστές εξαιρούνταν ρητά και αναγγελλόταν η θέσπιση ιδιαίτερου νόμου.
■ Τρίτον, ο αναγκαστικός νόμος 211 περί τροποποίησης του Κανονισμού των Δικαστηρίων, ο οποίος έδινε πειθαρχικές υπερεξουσίες στον υπουργό Δικαιοσύνης: χαρακτηριστικό είναι ότι μπορούσε να καλεί ολόκληρη σύνθεση δικαστηρίου για να την επιπλήξει.
Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι με μια τέτοια πολιτική καρότου και μαστιγίου, οι δικαστικές αποφάσεις των Ειδικών Δικαστηρίων Δωσιλόγων συνετέλεσαν στην αποκρυστάλλωση των μεταπολεμικών συσχετισμών.
Σε τέτοιες μεταβατικές περιόδους και η Δικαιοσύνη και το Δίκαιο έχουν χαρακτήρα μεταβατικό: δηλαδή μη κανονικό, απρόβλεπτο και πολιτικά υποταγμένο.
Παράγουν ιδεολογία και την επιβάλλουν με την ερμηνευτική ρευστότητα των νομικών εννοιών.
*Δικηγόρος
Πηγή efsyn
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου