ΕΛευθερη Λαικη Αντιστασιακη Συσπειρωση
του Πέτρου Σταύρου
Αριστερή βιοπολιτική και ζητήματα οικονομικής πολιτικής μετά το Μνημόνιο 3
Σε ποια πολιτική και ιστορική φάση βρισκόμαστε σήμερα μετά και τη δεύτερη και καθοριστικότερη εκλογική επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Σεπτεμβρίου; Σε ποια φάση βρίσκεται ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και το ελληνικό αστικό πολιτικό σύστημα; Σε ποια φάση βρίσκονται οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και τι θέλουν να εφαρμόσουν πάνω στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό; Δεν θα τα απαντήσουμε όλα αυτά τα ερωτήματα εδώ. Θα επιχειρήσουμε όμως κάποιες εκτιμήσεις στη βάση μιας νέας λογικής που δεν έχει αναπτυχθεί, μέχρι τώρα, στο πλαίσιο της ανασύνθεσης του αριστερού ριζοσπαστικού και αντικαπιταλιστικού χώρου αλλά και επιχειρήματος.
Συνήθως, η συζήτηση επί της αριστερής και ριζοσπαστικής στρατηγικής διεξάγεται κυρίως με όρους «εντός» και «εκτός» ευρωζώνης και ΕΕ. Αυτό το «εντός» και το «εκτός» μοιάζουν να χωρίζονται από ένα λεπτό χρονικό νήμα ως αποτέλεσμα μιας έκρηξης του βουλησιαρχικού δυναμικού της αντικαπιταλιστικής και ριζοσπαστικής αριστεράς αλλά και άλλων πιο εθνοκεντρικών και πατριωτικών δυνάμεων που θα εκδηλωθεί, από κοινού, κάποια στιγμή. Όμως στη πραγματικότητα αυτό το χρονικό νήμα δεν υπάρχει. Δεν μπορούμε να συζητάμε για το τι θα κάνουμε την «επόμενη ημέρα» όταν αυτή η «επόμενη ημέρα» τοποθετείται θεωρητικά στην εκτός ΕΕ εποχή. Πρόκειται για μια συζήτηση σε υψηλό θεωρησιακό επίπεδο που δεν λαμβάνει υπόψη της την παρούσα συγκυρία και τις πολιτικές συγχρονίες. Είμαστε ακόμα εντός της ΕΕ και δεν προβλέπεται να αποχωρήσουμε άμεσα. Άρα θα πρέπει να διορθώσουμε, κατά κάποιο τρόπο, τη χρονικότητα των στρατηγικών αναφορών μας που μιλούν με όρους «εντός» και «εκτός» της ΕΕ.
Στο κείμενο αυτό θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε το εξής ερώτημα και τα συνεπαγόμενα παράγωγά του: Τι μπορούμε να κάνουμε στη περίπτωση που διαπιστώσουμε ότι η πολιτική ελίτ της ΕΕ δεν επιδιώκει το Grexit, όπως πιστεύεται, και δεν θα δεχθεί αποπομπή της Ελλάδας από το ευρώ, αλλά αντιθέτως θα επιχειρήσει, με καθαρά επιθετικές πολιτικές, τη διατήρηση της ελληνικής οικονομίας στην «επικράτεια» του ευρώ; Τι μπορούμε να κάνουμε αν διαπιστώσουμε ότι η έξοδος από την ΕΕ δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο σε μια μονομερή απόφαση της χώρας που την επιδιώκει; Τι μπορούμε να κάνουμε εάν διαπιστώσουμε ότι η αναζήτηση βαθμών ελευθερίας στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής δεν θα είναι μια απλή υπόθεση ανακήρυξης της νομισματικής ανεξαρτησίας μας αλλά πως, αντιθέτως, θα πυροδοτήσει μια «βεντάλια» αντίμετρων της ΕΕ περιορισμού αυτής της ανεξαρτησίας σε όλα τα επίπεδα και σε όλους τους βαθμούς; Πόσο λεπτό είναι το χρονικό νήμα που χωρίζει το «εντός» και το «εκτός» της ΕΕ; Μήπως θα πρέπει να μιλάμε για μια στρατηγική κοινωνικού μετασχηματισμού με ταυτόχρονη αντιμετώπιση της επιθετικής ευρωπαϊκής πολιτικής και όχι απλά για περισσότερο η λιγότερο ταξικές νομισματικές πολιτικές, ως εάν οι Ευρωπαίοι να μας προσέφεραν την άνεση και τα χρονικά περιθώρια να αποφασίσουμε για το τι είδος οικονομική πολιτική θα ακολουθήσουμε; Ποιες είναι οι νέες μορφές εκδήλωσης του ιμπεριαλισμού; Τι σημαίνει ιμπεριαλισμός στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό και πώς αυτός επηρεάζει τη νομισματική κυριαρχία;
Όλα τα παραπάνω ερωτήματα δεν απαντώνται ολοκληρωμένα εάν δεν ληφθούν υπόψη δύο κυρίαρχα πολιτικά στοιχεία: Το πρώτο στοιχείο αφορά στο είδος του νεοφιλελευθερισμού που καθοδηγεί τις αποφάσεις της ΕΕ και της ευρωζώνης. Ο κεντροευρωπαϊκός νεοφιλελευθερισμός είναι ο ορντοφιλελευθερισμός, και όχι ο κλασικός νεοφιλελευθερισμός της Θάτσερ, και αυτό έχει καθοριστική σημασία. Το δεύτερο στοιχείο αφορά το εγχώριο πολιτικό σύστημα και ειδικότερα τον ΣΥΡΙΖΑ. Η μετάλλαξη του, μετά την υπογραφή του 3ου μνημονίου, δεν αφορά τόσο τα ταυτοτικά ιδεολογικά χαρακτηριστικά του όσο το είδος των ενεργών πολιτικών που είναι επιφορτισμένος να ακολουθήσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον κόμμα της φιλελεύθερης βιοπολιτικής, διότι η πολιτική του παρεμβαίνει και ρυθμίζει υποθέσεις του συνολικού πληθυσμού της επικράτειας του ελληνικού κράτους. Τα υπόλοιπα αριστερά κόμματα, αλλά και τα κόμματα του σοσιαλιστικού ή ακραίου κέντρου, είναι κόμματα θεματικής πολιτικής και περιορισμένου ακροατηρίου. Ο ρόλος της «κοινωνίας1» θα είναι πλέον καθοριστικός στις πρακτικές εφαρμογές του μνημονίου, πρακτικές εφαρμογές που οι νομοθετικές προδιαγραφές τους θα εκπηγάζουν από ένα κοινοβούλιο που κατά 90% είναι μνημονιακό, για πρώτη φορά. Αλλά ας συνεχίσουμε στη προσέγγιση μας…
Τι είναι ο ορντοφιλελευθερισμός;
Τι είναι ο ορντοφιλελευθερισμός και πού διαφέρει από τον αγγλοσαξονικό φιλελευθερισμό; Δεν πρόκειται απλά για ένα γερμανικό ιδίωμα του νεοφιλελευθερισμού, αλλά για το βασικό μοντέλο διακυβερνητικής βιοπολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο M. Foucault2 μας έχει δώσει την πιο εμβριθή και έγκυρη ανάλυση για το τι ακριβώς είναι ο ορντοφιλελευθερισμός, μέσα από την έννοια της βιοπολιτικής και της κυβερνησιμότητας (governmentality). Ανήκει και αυτός στο μεγάλο ρεύμα της φιλελεύθερης διακυβερνησιακής λογικής που αποζητά μείωση των κυβερνησιακών διαδικασιών των κρατών, μέσω της μέριμνας για την μέγιστη αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα της κρατικής και διοικητικής μηχανής. Όμως υπάρχει μια σημαντική διαφορά μεταξύ του κλασικού φιλελευθερισμού και του ορντοφιλελευθερισμού ή της «μαξβεμπεριανής» προσέγγισης του καπιταλισμού ως κοινωνικού-πολιτιστικού φαινομένου: Ενώ ο φιλελευθερισμός του 18ου και 19ου αιώνα, αλλά και οι νεοφιλελεύθερες αποχρώσεις του στον 20ο αιώνα, επιζητούν τη μείωση του κράτους κάτω από την απαίτηση του «να επιτραπεί στις δυνάμεις της αγοράς και του ανταγωνισμού να δράσουν», ο ορντοφιλελευθερισμός έρχεται να καταγγείλει τη φυσικότητα με την οποία απαιτείται από το κράτος –αυτόν τον κόμβο της νεωτερικότητας– να μειώσει τον εαυτό του για να δράσουν ανεμπόδιστες, υποτίθεται, οι αγορές.
Ο ορντοφιλελευθερισμός αμφισβητεί το νατουραλισμό του κλασικού φιλελευθερισμού και λέει, με κάθε δυνατό τρόπο, ότι ο καπιταλισμός και οι αγορές είναι ιστορικά φαινόμενα και όχι μια «φύση» ως ουσία των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων. Έρχεται, επίσης, να αντιστρέψει το αίτημα προς το κράτος και να πει πως ο ανταγωνισμός δεν είναι μια φυσική λειτουργία που πρέπει να την αφήσουμε ήσυχη και χωρίς παρεμβατισμούς για να δράσει, αλλά είναι η ίδια η ουσία του κράτους και των πρακτικών κυβερνησιμότητας. Με λίγα λόγια, οι αγορές και ο ανταγωνισμός είναι στο εσωτερικό του κράτους και αρθρώνονται σε συγκεκριμένους κανόνες. Αντί να αυτοπεριορίζεται το κράτος, θα πρέπει να δρα και να παρεμβαίνει για να διαμορφώνει την πολιτική κοινωνία και τις οικονομικές σχέσεις. Ο φιλελευθερισμός «πλάθεται» στην κοινωνική βάση από τη δραστικότητα ενός κράτους που κουβαλάει στο εσωτερικό του τις αγορές και τον ανταγωνισμό ως εμμενή και αναπόσπαστα χαρακτηριστικά του, ως κανόνες του παιχνιδιού της διακυβέρνησης της οικονομίας, των πληθυσμών και της εδαφικής επικράτειας του.
Ο ορντοφιλελευθερισμός αλλάζει την Ευρώπη πολύ πριν την Θάτσερ
Η δεκαετία του 50 θα δώσει την ιστορική ευκαιρία στις πολιτικές δυνάμεις που εμφορούνται από τον ορντοφιλελευθερισμό να ξετυλίξουν τις διαδικασίες βελτίωσης της κυβερνησιακής αποτελεσματικότητας. Ενώ όμως ο κλασικός φιλελευθερισμός θέλει τον περιορισμό της παρεμβατικότητας του κράτους, τι γίνεται όταν σχεδόν δεν υπάρχει αυτή η κρατική υπόσταση που όλοι επιζητούν τον περιορισμό της; Τι γίνεται όταν και αυτή που υπάρχει είναι μια κρατική υπόσταση με κατεστραμμένη «φήμη», μια εκμαυλισμένη κρατική υπόσταση από τον ναζισμό; Γιατί τέτοια περίπτωση είναι η Γερμανία κατά τα τέλη της δεκαετίας του 40 και αρχές της δεκαετίας του 50. Ένα κράτος κατεστραμμένο από τον πόλεμο, με μια διοικητική δομή ανυπόληπτη που αγωνίζεται να πετάξει από πάνω της την επώδυνη μνήμη και τα σημάδια της ναζιστικής περιόδου.
Όμως, πως μπορεί ο φιλελευθερισμός να υλοποιήσει το αίτημα του, της οργάνωσης της κοινωνίας όταν δεν υπάρχει αυτό που θέλει να περιορίσει; Στο σημείο αυτό λοιπόν αναλαμβάνει ο ορντοφιλελευθερισμός τον ιστορικό του ρόλο και θέτει σε εφαρμογή μια αντεστραμμένη φιλελεύθερη τεχνολογία διακυβέρνησης. Αφού το κράτος δεν υπάρχει, θα πρέπει οι δυνάμεις της αγοράς και γενικότερα της οικονομίας να φτιάξουν από την αρχή αυτό το κράτος. Δεν τίθεται το κλασικό ζήτημα της προτεραιότητας της οικονομίας έναντι της πολιτικής αλλά το ερώτημα πώς η οικονομία (και φυσικά οι οικονομικοί πόροι της αμερικάνικής βοήθειας) θα βοηθήσει να ιδρυθεί ένα σοβαρό και αποτελεσματικό κράτος, πως δηλαδή θα ρυθμιστεί μια σφαιρική και αξιόπιστη πολιτική, βάσει των αρχών της οικονομίας της αγοράς. Ο κοινωνικός παρεμβατισμός μιας τέτοιας αντίστροφης διαδικασίας που οδήγησε στο μεταπολεμικό γερμανικό θαύμα δεν είναι αντίθετος με την οικονομία της αγοράς αλλά, τουναντίον, βασική της προϋπόθεση. Η αγορά και η οικονομία, γενικότερα, χρειάζονται την επανίδρυση της κρατικής και διοικητικής υπόστασης, δουλεύουν για να ξανακερδηθεί η χαμένη αξιοπιστία της κρατικής μηχανής και πασχίζουν να καταστεί ο ανταγωνισμός, εσωτερικός κανόνας οργάνωσης της διοίκησης, από απλό φυσικό χαρακτηριστικό της οικονομικής ζωής που ήταν μέχρι τώρα.
Όμως, ο ορντοφιλελευθερισμός δεν συνέδραμε μόνο στην οικοδόμηση του πλήρως οργανωμένου μεταπολεμικού γερμανικού κράτους που ξέρουμε. Συνέδραμε και στην οικοδόμηση της ίδιας της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών – μια ευρωπαϊκή δημόσια αρχή που δεν υπήρχε – και κατέστησε τον ανταγωνισμό διοικητική διεύθυνση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Συνταγματοποίησε, με τη συνθήκη του Μάαστριχτ, τη λιτότητα και δημιούργησε το σύστημα των ανεξάρτητων αρχών αλλά και την ίδια την Κεντρική Τράπεζα της ευρωζώνης. Η ΕΕ οργανώνεται στη βάση της έννοιας της περιφέρειας και όχι του κράτους – μέλους. Η περιφέρεια ως μια υποεθνική ενότητα συμβαδίζει πιο αποτελεσματικά με τη βασική μέριμνα της φιλελεύθερης διακυβέρνησης που είναι η αποτελεσματικότητα της δημόσιας και κρατικής διοίκησης. Στο ευρωπαϊκό σύστημα των περιφερειών ακόμα και η πολιτική της συνοχής και της σύγκλισης μεταξύ των αποκλίνουσων περιφερειών, σε σχέση με την οικονομική ανάπτυξη και την παραγωγικότητα, οργανώνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να προστατεύει και να ενισχύει τον ανταγωνισμό.
Οι θεσμοί της ΕΕ και της ευρωζώνης δουλεύουν ακόμα, παρά την οικονομική κρίση και παρά τις ατέλειες του ευρώ που κλυδώνισαν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Το πολιτικό και οικονομικό πρόταγμα του ορντοφιλελευθερισμού αποδείχθηκε πολύ πιο δραστικό, κοινωνικά και πολιτικά, από τις θεωρίες του δημοσιονομικού και φορολογικού φεντεραλισμού, αλλά και από αυτήν ακόμα τη φιλελεύθερη θεωρία των άριστων νομισματικών περιοχών3. Τουλάχιστον μέχρι σήμερα, δεν έχουν επαληθευτεί προβλέψεις που στηρίζονταν στη παραπάνω θεωρία και που αμφέβαλλαν για την ανθεκτικότητα της ευρωζώνης.
Να κάνουμε μια υπόθεση προς διερεύνηση: η ευρωζώνη θα είχε πολύ πιθανά διαλυθεί κάτω από τις συνέπειες της πρόσφατης χρηματοπιστωτικής κρίσης που χτύπησε το κέντρο του παγκόσμιου καπιταλισμού, αν δεν υπήρχε η τόσο οργανωμένη και εκτεταμένη γραφειοκρατία των Βρυξελλών και το πολύπλευρο θεσμικό δίκτυο που την πλαισιώνει, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την ΕΚΤ και το σύστημα τραπεζικών διακανονισμών Target 2. Οι απλές φιλελεύθερες και κεϋνσιανές θεωρίες του αγγλοσαξονικού κόσμου αγνοούν τη σημασία αυτής της γραφειοκρατίας και γι’ αυτό, ενώ προβλέπουν τη διάλυση του ευρώ και λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης αλλά και λόγω της στρεβλής «αρχιτεκτονικής» του, αυτή ακόμα δεν έχει συμβεί.
Ο ορντοφιλελευθερισμός και το ελληνικό κράτος
Από μια άποψη, το ελληνικό κράτος βρίσκεται σήμερα σε μια κατάσταση «ανυπαρξίας» και ανυποληψίας, όπως ακριβώς και το γερμανικό κράτος στη δεκαετία του ’50. Η λεγόμενη «κοινή γνώμη» αλλά και όλες οι πολιτικές δυνάμεις, με τον τρόπο τους η κάθε μια, κρίνουν ότι η αποτελεσματικότητά του βρίσκεται κοντά στο σημείο μηδέν, ενώ αντίθετα, η διαφθορά και η κομματικοποίηση του στον υψηλότατο βαθμό αυτής της κλίμακας. Υπεύθυνοι για αυτήν την κατάσταση θεωρούνται κυρίως τα μέχρι τώρα κυβερνητικά κόμματα του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ και αυτό αποτελεί την άλλη αιτία, εκτός της εφαρμογής του μνημονίου, της βαθιάς κρίσης που περνούν αυτοί οι κομματικοί σχηματισμοί. Ο καθημερινός κόσμος λέει πως «οι καινούργιοι είναι αδύνατον να κυβερνήσουν τόσο χάλια όσο οι παλιοί». Από την άλλη, οι διανοούμενοι του νεοφιλελευθερισμού λένε πως οι μεταρρυθμίσεις του μνημονίου είναι άκρως απαραίτητες για ένα κράτος με τέτοιο παρεμβατισμό όπως το ελληνικό. Η ελληνική «σοβιετική» δημοκρατία θα κολλήσει στο βόρβορο του «ηθικού κινδύνου» εάν δεν προχωρήσει πρώτα σε γενεές μεταρρυθμίσεις και έπειτα σε κάθε είδους ποσοτική χαλάρωση. Αν δοθεί πρώτα λύση στο ζήτημα της ρευστότητας και της πιστωτικής ασφυξίας, χωρίς μεταρρυθμίσεις, τότε αυτός που θα βγει κερδισμένος θα είναι οι παλιές νοοτροπίες ενός εκμαυλισμένου κράτους.
Τελικά όμως τι έχουμε στην Ελλάδα; Ένα εκμαυλισμένο ανύπαρκτο κράτος με πλήρως αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση και σπατάλες σε όλα τα επίπεδα των κρατικών δαπανών ή ένα πανίσχυρο κράτος που με τον υψηλό παρεμβατισμό του και τον τεράστιο αριθμό των υπαλλήλων του απομυζά την οικονομία και δεν την αφήνει να ανασάνει; Πρέπει να αναδιοργανωθεί αυτό το κράτος ή πρέπει να περιοριστεί σημαντικά; Και σε αυτό το ερώτημα η προσέγγιση του ορντοφιλελευθερισμού έχει τη δική της απάντηση. Το κράτος πρέπει να περιοριστεί μέσω της αύξησης της αποτελεσματικότητας του και όχι απλά με την απόσυρση του από το οικονομικό και κοινωνικό πεδίο. Οι ρυθμίσεις και τα προαπαιτούμενα των μνημονίων σε αυτό αποσκοπούν.
Να κάνουμε σε αυτό το σημείο μια εκτίμηση: Η πολιτική και οικονομική συγκυρία, μετά και τη δεύτερη εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, ταιριάζει απόλυτα με τις πιθανές «λύσεις» που μπορεί να δώσει μια ορντοφιλελεύθερη προσέγγιση στα διαχρονικά προβλήματα της ελληνικής κρατικής συγκρότησης. Η διάθεση της εκλογικής βάσης να τιμωρήσει το πολιτικό προσωπικό των παλιών κομμάτων εξουσίας είναι ισχυρή. Η αναδιοργάνωση του ελληνικού κράτους θα πρέπει να γίνει εντός του πνεύματος της λιτότητας και της αποφυγής του «ηθικού κινδύνου» στο πλαίσιο μιας πολιτικής χαμηλού κόστους παροχής των δημόσιων υπηρεσιών και με το μέγιστο κοινωνικό αποτέλεσμα. Η κατάσταση απαιτεί μια εντατικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών και το μοίρασμα των ίδιων πόρων σε όσο το δυνατόν περισσότερο πληθυσμό. Χαρακτηριστικότερη πολιτική αυτού του είδους είναι η αναδιάρθρωση του ασφαλιστικού συστήματος και η γενική εφαρμογή του ελάχιστου εγγυημένου συστήματος σε όλη την επικράτεια.
Ας ανακεφαλαιώσουμε έως εδώ: Μία νέα πολιτική δύναμη είναι στη κυβέρνηση, το 3ο μνημόνιο δεν έχει να ζηλέψει τίποτα σε θεσμική και νομική ισχύ από τα προηγούμενα και ένα σημαντικό κομμάτι της εκλογικής βάσης φαίνεται ότι απαιτεί αλλαγή υποδείγματος κυβερνησιμότητας και όχι τόσο της κυβέρνησης και της ιδεολογικής βάσης του πολιτικού συστήματος. Μάλλον πρόκειται για την ιδανική τριάδα προϋποθέσεων για να εφαρμοστεί η ορντοφιλελεύθερη «τεχνολογία» μετασχηματισμού του κράτους.
Το «παράλληλο πρόγραμμα» του ΣΥΡΙΖΑ και ο ορντοφιλελευθερισμός
Σκοπός αυτού του κειμένου δεν είναι να πει «αλήθειες», αλλά να δει τα πράγματα της συγκυρίας ως μια διαμάχη μεθόδων τεχνοεξουσίας πέρα και ανεξάρτητα του αν αυτές ευοδώνονται ή όχι. Δεν πρόκειται να ψάξουμε την ουσία των πραγμάτων αλλά να περιγράψουμε, τουλάχιστον, τους δρώντες πρακτικισμούς, τα μείγματα ιδεολογιών και πολιτικών δράσεων που τροποποιούν την κοινωνική πραγματικότητα ακόμα και μέσα από την αποτυχία των διακηρυγμένων στόχων τους. Ο ορντοφιλελευθερισμός είναι ένα τέτοιο μείγμα ιδεολογίας, ιστορικής θεώρησης των πραγμάτων και πολιτικοδιοικητικής πρακτικής. Επαναλαμβάνουμε, ίσως κουραστικά, αλλά με απαραίτητη, πιστεύουμε, επιμονή πως ο ορντοφιλελευθερισμός δεν θέλει απλώς τον περιορισμό του κράτους έναντι των αγορών. Ο ορντοφιλελευθερισμός καλεί όλες τις διάσπαρτες οικονομικές δυνάμεις να ενισχύσουν έναν απαραίτητο κρατικό πυρήνα με εκτεταμένο κοινωνικό παρεμβατισμό. Για τον ορντοφιλελευθερισμό ο ανταγωνισμός είναι το προσίδιο χαρακτηριστικό του κράτους και όχι μια φυσική λειτουργία. Οι αγορές δεν υπάρχουν χωρίς το κράτος, αλλά το κράτος της ιδρύει και τις διατηρεί.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ενός ισχυρού και παρεμβατικού νεοφιλελευθερισμού ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μεταλλάχτηκε, τουλάχιστον όχι ακόμα, σε ένα νεοφιλελεύθερο μόρφωμα αποκτώντας την ανάλογη ουσία και περιεχόμενο που έχει κάθε νεοφιλελεύθερο μόρφωμα. Με το να συνθηκολογήσει υπογράφοντας το 3ο μνημόνιο έκανε κυρίως κάτι άλλο: προσχώρησε στο σύμπαν της κυβερνησιμότητας του ορντοφιλελευθερισμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον μια κυβέρνηση κάτω από την ιεραρχία και την επιρροή της βιοπολιτικής του νεοφιλελευθερισμού. Μπορεί ως κόμμα να κρατάει κάποια από τα χαρακτηριστικά του και τις βασικές κοινωνικές εκπροσωπήσεις που είχε πριν την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας, αλλά όλα αυτά τα χαρακτηριστικά του «εμβαπτίζονται», σαν χρώματα, στο «γενικό φωτισμό» της νεοφιλελεύθερης κυβερνησιμότητας, θα έλεγε ο Μαρξ των Grundrisse.
Στο περιβάλλον του «γενικού φωτισμού» που επιβάλλει στα υπόλοιπα χρώματα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, το περίφημο «παράλληλο» πρόγραμμα της ταξικής, υποτίθεται, μεροληψίας θα είναι αυτό που θα χάσει αμέσως τις ταξικές του αποχρώσεις και θα «ενδυθεί» το «βασικό χρώμα» του ορντοφιλελευθερισμού. Ήδη αυτή η «χρωματική» αλλοίωση έχει ξεκινήσει και μπορούμε να το επιβεβαιώσουμε. Το «παράλληλο» πρόγραμμα δεν είναι ανύπαρκτο, ούτε μια γλωσσική κατασκευή που απλά μπορούμε να ειρωνευόμαστε. Μπορεί να μην έχει τη δομή κλασικού προγράμματος με άξονες παρέμβασης και τα υπόλοιπα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά των προγραμματικών κειμένων, αλλά πρόκειται σίγουρα για αξονισμένες προτροπές και κατευθυντήριες γραμμές, για μια «προγραμματολογία».
Το «παράλληλο» πρόγραμμα είναι ένας «κυβερνητικός ακτιβισμός» που ταιριάζει τόσο στην «αριστεροσύνη» του ΣΥΡΙΖΑ όσο και στην ορντοφιλελεύθερη έμφαση, στη χρήσιμη παρεμβατικότητα του κράτους, χρήσιμη για να ιδρύει αγορές με κανόνες. Ξεκίνησε ως προτροπή για το μπόλιασμα των μέτρων της «συμφωνίας» με ταξική μεροληψία και κοινωνική ευαισθησία για τους πιο αδύνατους, αλλά φαίνεται πως καταλήγει να είναι η ανίχνευση μιας ευκαιρίας να εφαρμοστεί όλο το μεταρρυθμιστικό δυναμικό της «συμφωνίας» για να χτυπηθεί το «παλιό» που εκφράζει η ΝΔ. Ο Γ. Βούλγαρης εντοπίζει μια τέτοια ευκαιρία που θα ξεχωρίσει την υλοποίηση του 3ου μνημονίου, με το μεταρρυθμιστικό πνεύμα που απαιτεί αυτό, από τη δομική ακινησία της εφαρμογής των προηγούμενων μνημονίων4. Ο συριζαϊκός κυβερνητικός ακτιβισμός ίσως αποδειχθεί η καταλληλότερη συνταγή, μετά τον σημιτικό εκσυγχρονισμό, για την αφύπνιση αυτών των αντιλήψεων.
Μήπως το «παράλληλο» πρόγραμμα έχει καταλήξει να είναι η φιλοτεχνημένη αφήγηση ενός ορντοφιλελεύθερου παρεμβατισμού που θέλει να ανατρέψει το παλιό, να χτυπήσει τη διαφθορά, να αυξήσει την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης και εν πάση περιπτώσει να αναθερμάνει τη μεταρρυθμιστική ικανότητα της πολιτικής; Είναι πολύ πιθανό. Όμως αυτός ο μεταρρυθμιστικός παρεμβατισμός λίγη σχέση έχει με μια ταξική μεροληψία που να ταιριάζει στα λαϊκά στρώματα. Λέει ο Γ. Φουρτούνης5 στην «Εποχή» πως δεν υπάρχει πουθενά παρόμοιο παράδειγμα όπου ένα αντιμνημονιακό κόμμα να είναι υποχρεωμένο να εφαρμόσει το μνημόνιο που υπέγραψε. Όντως, πρόκειται περί μιας ανεκδοτολογικής κατάστασης. Όμως ας σκεφτούμε λίγο πιο περίπλοκα.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ καλούνταν να εκτελέσει ένα ακραιφνώς νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα περιορισμού του κράτους, μείωσης της φορολογίας κλπ, τότε ναι, θα υπήρχε μια έντονη φαινομενολογική αντίφαση μεταξύ της ταυτότητάς του και της κυβερνητικής λειτουργίας του. Αν καλείται όμως να εφαρμόσει ένα ορντοφιλελεύθερο πρόγραμμα που απαιτεί αναδιάταξη των χρηματοροών και αύξηση των εισπράξεων του δημοσίου, όπως επίσης, και έντονο κυβερνητικό ακτιβισμό, αλλά και ισχυρή κρατική παρεμβατικότητα στην οργάνωση των αγορών και την καταπολέμηση της διαφθοράς, η αντίφαση γίνεται όλο και πιο δυσδιάκριτη.
Ο ορντοφιλελευθερισμός και η έξοδος από την ΕΕ
Η είσοδος μιας χώρας στο ευρώ είναι από νομικής και θεσμικής πλευράς αμετάκλητο γεγονός. Επίσης αμετάκλητη είναι η ισοτιμία του ευρώ. Το αμετάκλητο του γεγονότος της εισόδου στο ευρώ σημαίνει ότι η χώρα δεν μπορεί να εκδιωχθεί από το ευρώ αλλά και ότι η χώρα δεν μπορεί να φύγει οικειοθελώς. Το αμετάκλητο του ευρώ είναι η πεμπτουσία του ορντοφιλελευθερισμού διότι εναποθέτει στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και όχι στις αγορές την ευστάθεια και την συνοχή της ευρωζώνης. Το αμετάκλητο του ευρώ δεν προϋποθέτει μια άριστη νομισματική περιοχή αλλά μια ολοκλήρωση του θεσμικού οικοδομήματος. Η ΕΚΤ δεν μπορεί να διακόψει την παροχή ρευστότητας σε ευρώ στα επιμέρους τραπεζικά συστήματα.
Αν ισχύουν οι παραπάνω διαπιστώσεις τότε το ερώτημα είναι τι ακριβώς έκανε η ΕΚΤ όταν έβγαλε το ελληνικό τραπεζικό σύστημα από την κανονική χρηματοδότηση του ευρωσυστήματος και χρησιμοποίησε τον ELA στις αρχές του 2015; Γνώμη μας είναι πως η ΕΚΤ κινήθηκε με πολιτικό τρόπο, κοντά στο όριο παραβίασης των ευρωπαϊκών συνθηκών και του καταστατικού της με στόχο να βλάψει τη διαπραγματευτική τακτική της νεοεκλεγείσας ελληνικής κυβέρνησης. Η ΕΚΤ έπληξε σε τέτοιο βαθμό τη ρευστότητα της ελληνικής οικονομίας έτσι ώστε και τις ευρωπαϊκές συνθήκες να μην παραβεί αλλά και να ακινητοποιήσει, αποτελεσματικά, την οικονομική καθημερινότητα ούτε ώστε να μπλοκαριστεί η διαπραγμάτευση. Την οριστική διακοπή της ρευστότητας όμως δεν θα την επιχειρούσε χωρίς να θέσει σε αμφισβήτηση όλο το θεσμικό δίκτυο των συνθηκών και την κατανομή των ρόλων των ανεξάρτητων αρχών και θεσμών του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Τα σενάρια περί Grexit και η φημολογούμενη προετοιμασία της Κομισιόν για την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη, στη καλύτερη περίπτωση, αφορούσαν σε λιγότερο ή περισσότερο τεκμηριωμένες ασκήσεις ιδεών με στόχο να πιέσουν σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα τις «συνομιλίες» και όχι για να προβούν σε ριζική αλλαγή του θεσμικού καθεστώτος της ευρωζώνης με την αποπομπή ενός μέλους της. Άλλο πράγμα η απειλή και άλλο πράγμα η πραγματοποίηση της. Μόλις σε προχθεσινά δημοσιεύματα μπορεί να εντοπιστεί και μια εκ των υστέρων απάντηση στο αγωνιώδες ερώτημα του εάν η ΕΚΤ ή κάποιος άλλος θεσμός ή θεσμοί θα πατούσαν το «κόκκινο κουμπί» της εξόδου. Για παράδειγμα, πρόσφατα άρθρα στον οικονομικό τύπο επισημαίνουν ότι η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ήταν τμήμα της απειλής που χρησιμοποιήθηκε εναντίον της ελληνικής κυβέρνησης αλλά δεν θα ήταν καλό να συσχετιστεί με τα βήματα που πρέπει να γίνουν, από δω και πέρα, στις πραγματικές διαδικασίες εφαρμογής του ελληνικού προγράμματος6. Άλλο παράδειγμα είναι o σιωπηρός δανεισμός που κάνει ο ESM υπέρ του ελληνικού χρέους. Όλα τα προηγούμενα παραδείγματα δεν παρουσιάζουν το Grexit ως μια θεσμικά δυνατή και πολιτικά επιθυμητή διαδικασία αποπομπής αλλά ως μια τακτική απειλή και μόνο.
Η Ευρωζώνη και η ΕΕ είναι καπιταλιστικές ολοκληρώσεις με δύο ρυθμούς οικοδόμησης. Ό ένας είναι εντατικός και αφορά στο εσωτερικό τους και ο άλλος εκτατικός και αφορά στην εξάπλωση τους. Η ορντοφιλελεύθερη λογική ενισχύει τον εντατικό ρυθμό ολοκλήρωσης αλλά και ενισχύεται από την εκτατική εξάπλωση της ΕΕ. Υπό αυτές τις συνθήκες, τόσο η ΕΕ όσο και η ευρωζώνη δεν θα χρησιμοποιήσουν το Grexit. Κάθε «αυτοκρατορία» ενδιαφέρεται να διατηρεί τις «κτήσεις» της και όχι να τις χάνει.
Κατά συνέπεια και μετά από μια μακροσκελή αλλά πιστεύω χρήσιμη αναφορά στις πτυχές του ορντοφιλελευθερισμού καταλήγουμε στο εξής συμπέρασμα: Η ευρωζώνη και η ΕΕ δεν επιδιώκουν τόσο να εκδιώξουν την Ελλάδα αλλά κυρίως να καταστήσουν εντελώς αδύνατη την επιβίωση της εκτός ευρώ όσους βαθμούς αυτονομίας και αν αποκτήσει η οικονομία της. Αν ήθελαν την αποπομπή της Ελλάδας θα επέτρεπαν και τη χρήση παράλληλου νομίσματος, δεν θα είχαν κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα ως προς αυτό. Όμως, η αποπομπή της Ελλάδας θα προκαλούσε, αν όχι οικονομικούς, τουλάχιστον, θεσμικούς κλυδωνισμούς και αυτό είναι κάτι που δεν συνάδει με την ορντοφιλελεύθερη λειτουργία και αρχιτεκτονική της ΕΕ.
Αν ισχύει το παραπάνω συμπέρασμα, τότε τα πράγματα είναι δύσκολα για τις οικονομικές πολιτικές που στηρίζονται μόνο στη νομισματική ανεξαρτησία. Μια χώρα που είτε βγαίνει, με την αποπομπή της, από την ΕΕ και την ευρωζώνη είτε βγαίνει οικειοθελώς και έπειτα από τη ρήξη της με τις πολιτικές λιτότητας θα συναντήσει την πλήρη εχθρότητα και εναντίωση των ευρωπαϊκών θεσμών και πολιτικών. Στόχος αυτής της εναντίωσης θα είναι η μη επιβίωση της εν λόγω οικονομίας εκτός του ευρώ.
Κάτω από τέτοιες συνθήκες, η πολιτική αυτής της χώρας, αν επιλέξει να πάει σε ρήξη με την ΕΕ, αναγκαστικά θα πρέπει να μετατραπεί σε μια στρατηγική επανελέγχου της οικονομίας και των βασικών χρηματοροών της και όχι να επιμένει σε απλές εξαγγελίες αναπτυξιακών μέτρων και κάποιας – υποτιθέμενης – παραγωγικής ανασυγκρότησης. Στο βραχυμεσοπρόθεσμο διάστημα ο επανέλεγχος της οικονομίας δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικός αν δεν είναι ταξικά μεροληπτικός υπέρ των εργαζόμενων τάξεων, όπως ακριβώς ο ορντοφιλελευθερισμός αποκαθιστά τον πλήρη έλεγχο των χρηματοροών, υπέρ των καπιταλιστικών τάξεων και εγγράφει στο εσωτερικό του κράτους τους νεοφιλελεύθερους κανόνες λειτουργίας των αγορών. Στο μεσομακροπρόθεσμο διάστημα ο επανέλεγχος της οικονομίας θα πρέπει να προσθέσει, στην ταξικά μεροληπτική εφαρμογή του, τον κοινωνικό και παραγωγικό μετασχηματισμό και το άνοιγμα όλων των μετακαπιταλιστικών προοπτικών και πιθανοτήτων.
Είναι δε πολύ πιθανό ενδεχόμενο η ρήξη με την ΕΕ να μην αποτελεί ένα στιγμιαίο γεγονός αλλά μια διαδικασία σε διάρκεια. Είναι επίσης πιθανό η ρήξη να μην εκφραστεί με όρους «εντός» και «εκτός» της ΕΕ αλλά ως μια αποτελεσματική στρατηγική της αποδιοργάνωσης της ορντοφιλελεύθερης «μηχανής». Εφόσον η διαδικασία της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης είναι και εντατική και εκτατική η αντίσταση σε αυτήν δεν μπορεί να πάρει αμέσως τη μορφή ενός απροσδιόριστου η φαντασιακού «εκτός», όπως και η διάλυση των αυτοκρατοριών απαιτούσε την ιστορική προϋπόθεση της αντικατάσταση τους από το νεωτερικό κράτος – έθνος. Το «εκτός» με τα σημερινά χαρακτηριστικά της ΕΕ και του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού δεν είναι ασφαλές καταφύγιο. Η αποδιοργάνωση της ορντοφιλελεύθερης μηχανής θα μπορούσε να είναι μια πολιτική εσωτερικής αυτονόμησης, εφόσον το εξωτερικό περιβάλλον είναι πολιτικά, οικονομικά και γεωστρατηγικά πλήρως αποσταθεροποιημένο και επίφοβο πεδίο εκδίπλωσης σκληρών πολιτικών εμπάργκο. Στο πλαίσιο αυτό, η νομισματική κυριαρχία7 και οι περισσότεροι βαθμοί ελευθερίας αποκτώνται από το συνδυασμό ενός συνόλου πολιτικών και κοινωνικών παρεμβάσεων και όχι από την απλή αποκατάσταση του εκδοτικού προνομίου.
Εικονογράφηση: Sabato Visconti, «Vertigo by Alfred Glitchcock»
Σημειώσεις
* Η έννοια «ορντοφιλελευθερισμός προέρχεται από το ακαδημαϊκό περιοδικό ordo του 1948 – 1974 από τις εκδόσεις Helmut Kupper στο Ντυσσελντορφ και από 1975 από τις εκδόσεις Gustav Fischer στη Στουτγκάρδη.
1. Η έννοια του «κοινωνικού» ΣΥΡΙΖΑ είναι ίσως η πιο απτή περιγραφή της μετακίνησης προς μια μέριμνα υπέρ του γενικού πληθυσμού και όχι υπέρ των στενών κοινωνικών εκπροσωπήσεων.
2. MICHEL FOUCAULT, Η γέννηση της βιοπολιτικής: Παραδόσεις στο Κολέγιο της Γαλλίας (1978 – 1979), μτφρ: Βασίλης Πατσόγιαννης, Εκδόσεις Πλέθρον.
3. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η ΕΕ δεν συνιστά μια άριστη νομισματική περιοχή σε απόλυτους (σύμφωνα με τη θεωρία) και σε σχετικούς (σύμφωνα με άλλες νομισματικές περιοχές όπως η ΗΠΑ) όρους. Πρόκειται για μια διαπίστωση που φαίνεται πως δεν επηρεάζει σε τίποτα τη δυναμική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που εκφράζεται με ορντοφιλελεύθερους όρους.
4. Γιάννης Βούλγαρης, «Προς τα που πάει ο μνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ», Περιοδικό «Μεταρρύθμιση».
6. Γ. Αγγέλης: Γιατί ο Draghi «αποσπά» τώρα την ανακεφαλαιοποίηση από την αξιολόγηση. Capital, 16.10.2015
7. Νομισματική κυριαρχία έχει μια χώρα όταν ελέγχει πλήρως και την ποσότητα και την αξία του κυκλοφορούντος νομίσματος αλλά και όλες τις μορφές του (συμπεριλαμβανομένου και του δημόσιου χρέους). Τέτοιου είδους νομισματική κυριαρχία διαθέτουν 6 με 7 χώρες σε όλον τον πλανήτη. Δες και http://www.coppolacomment.com/2015/09/rethinking-government-debt.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου