Νέα Πολιτική
του Μελέτη Μελετόπουλου
Όπως έχει εξελιχθεί ή μάλλον εκφυλισθεί η λειτουργία του
πολιτεύματος στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, η ανάδυση νέων υγιών πολιτικών
δυνάμεων στο υπάρχον πλαίσιο είναι αδύνατη και η ρήξη με το παρελθόν είναι
αναπόφευκτη.
Ο ολιγαρχικός κοινοβουλευτισμός έχει διαμορφώσει μηχανισμούς
αποκλεισμού των αντιπάλων δυνάμεων, που εξασφαλίζουν την αέναη αναπαραγωγή του:
όριο 3% εισόδου στην Βουλή, βουλευτική ασυλία και προνόμια, νόμος περί ευθύνης
υπουργών, εκλογικές δαπάνες (παράβολα κλπ.) απρόσιτες για τον απλό πολίτη που
θέλει να πολιτευθεί, μαύρο προεκλογικό χρήμα, ασφυκτικός έλεγχος της
τηλεόρασης, απαγόρευση προεκλογικής διαφήμισης από τα μη κοινοβουλευτικά
κόμματα κλπ. Η διακυβέρνηση της χώρας μέσω του κοινοβουλευτισμού καθίσταται
έτσι ελέγξιμη από τους κομματικούς μηχανισμούς και τα
συμφέροντα που αυτοί εκπροσωπούν. Έτσι, είναι τεχνικά δύσκολο αν όχι αδύνατο να
εκδηλωθεί δημιουργικά υπό τις κρατούσες συνθήκες μία νέα πολιτική δύναμη, γι’
αυτό και το εκλογικό σώμα εκφράζεται αρνητικά με την πρωτοφανή εκλογική αποχή,
που θέτει εν αμφιβόλω την νομιμοποιητική βάση του σημερινού αντιπροσωπευτικού
συστήματος, με υποστήριξη ακραίων σχημάτων αλλά και με βίαιο εξωθεσμικό τρόπο,
με καθημερινές φραστικές ή και σωματικές επιθέσεις εναντίον εν ενεργεία ή πρώην
πρωθυπουργών και υπουργών, διαδηλώσεις και απειλές εναντίον του κοινοβουλίου
κλπ.
Επομένως, μόνη λύση προβάλλει μία συνολική ανατροπή του
σημερινού πολιτικού συστήματος, που θα κόψει τον Γόρδιο Δεσμό αφού αυτός δεν
λύνεται, θα καταργήσει τις ολιγαρχικές, κληρονομικές και φαυλοκρατικές δομές
της Μεταπολίτευσης και θα θεσμοθετήσει με ανοιχτές παλλαϊκές διαδικασίες μία
πραγματική ανοιχτή δημοκρατία. Το αίτημα μίας ριζικής πολιτικής μεταβολής, που
εμφανίσθηκε για πρώτη φορά με την διακήρυξη προσωπικοτήτων της 24ης Ιουλίου
2008 και την συλλογή εκατοντάδων υπογραφών στην ιστοσελίδα με τίτλο ΝΕΑ
ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ, γίνεται όλο και πιο επίμονο, υιοθετείται από όλο και
περισσότερους Έλληνες πολίτες.
Πολλοί πολίτες αλλά και συνταγματολόγοι αισθάνονται αμηχανία
μπροστά στο ερώτημα του τρόπου εξόδου από την παρούσα πολιτική κατάσταση και
αναδιαμόρφωσης των συνταγματικών θεσμών, στην κατεύθυνση της εγκαθίδρυσης ενός
πολιτεύματος με εγγυήσεις αξιοκρατίας και ριζικής διάκρισης των εξουσιών, καθώς
και θεσμούς αποτροπής φαινομένων διαφθοράς, οικογενειοκρατίας, ολιγαρχικών
προνομίων κλπ.
Η οδός της ομαλής μεταβολής υπάρχει και είναι η μεταπολίτευση
με πολιτειακό δημοψήφισμα, που θα επαναπροσδιορίσει εξ αρχής τους κανόνες
συμβίωσης και διακυβέρνησης της χώρας. Όλα σχεδόν τα σύγχρονα ευρωπαϊκά συντάγματα
(και το ελληνικό του 1975/86) προβλέπουν την διεξαγωγή δημοψηφίσματος για
μείζονα εθνικά και κοινωνικά ζητήματα. Το ελληνικό όμως σύνταγμα περιορίζει την
πρωτοβουλία για την διεξαγωγή δημοψηφίσματος στην κυβέρνηση και στο
κοινοβούλιο. Όσο αυτά ελέγχονται από τις πολιτικές δυνάμεις του παρελθόντος,
είναι πρακτικά αδύνατη η μεταπολίτευση μέσω δημοψηφίσματος. Επομένως υπάρχουν
δύο τρόποι πολιτειακής μεταβολής: είτε α. να αναδυθεί μία νέα ριζοσπαστική
μεταρρυθμιστική πλειοψηφία, η οποία να προκηρύξει συνταγματικό δημοψήφισμα είτε
β. εάν η χώρα περιέλθει σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, να σχηματισθεί μία
κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας, η οποία να προκηρύξει το δημοψήφισμα. Δεν επιμένω
σ’ αυτό το σημείο διότι δεν μπορεί κανείς να προβλέψει το μέλλον, ενώ η Ιστορία
πάντοτε εκπλήσσει.
* * *
Ποιό θα πρέπει να είναι, αναλυτικώτερα, το περιεχόμενο ενός
νέου Συντάγματος, που θα καταστήσει το κράτος ισχυρό, λειτουργικό, πραγματικά
δημοκρατικό και σύγχρονο;
Σε πολιτειακό επίπεδο, ο μόνος τρόπος απεγκλωβισμού από τον
ολιγαρχικό φαυλοκρατικό κοινοβουλευτισμό και η δημιουργία μιας υγιούς
δημοκρατίας είναι η πλήρης διάκριση των εξουσιών, με τον
διαχωρισμό της εκτελεστικής εξουσίας από το κοινοβούλιο και την άμεση εκλογή
από τον λαό ισχυρού εκτελεστικού προέδρου με πενταετή και άπαξ ανανεώσιμη
θητεία.
Ο πρόεδρος θα διοικεί τον κρατικό μηχανισμό και τις ένοπλες
δυνάμεις. Θα διορίζει εξωκοινοβουλευτικές κυβερνήσεις αποτελούμενες από ικανά
και έντιμα πρόσωπα, που θα έχουν εντολή να διοικούν τα υπουργεία τους με σιδηρά
πυγμή και όχι να τα μεταβάλουν σε πελατειακό μηχανισμό για την επανεκλογή τους,
όπως συνέβαινε μέχρι σήμερα.
Η βουλή θα αφοσιωθεί στο νομοθετικό της έργο, η δε θητεία της
θα είναι τετραετής χωρίς δυνατότητα πρόωρης διάλυσής της, ενώ ο πρόεδρος θα
διαθέτει δυνατότητα άπαξ αναπομπής των νομοσχεδίων. Θα θεσπιστούν αυστηρές
αξιοκρατικές προϋποθέσεις εκλογιμότητας των βουλευτών: λευκό ποινικό μητρώο,
εκπλήρωση στρατιωτικής θητείας ή νόμιμη απαλλαγή, ελάχιστη πενταετής
προϋπηρεσία σε οιονδήποτε επαγγελματικό κλάδο με ένσημα πλήρους απασχόλησης,
απαγόρευση υποψηφιότητας συγγενών πρώτου και δεύτερου βαθμού που θήτευσαν κατά
τις δύο τελευταίες τετραετίες σε αξίωμα στην Βουλή ή στην κυβέρνηση,
υποχρεωτική αναφορά επαγγελματικής προϋπηρεσίας και περιουσιακής κατάστασης
υποψηφίων στο ψηφοδέλτιο. Και φυσικά κατάργηση όλων των προνομίων των βουλευτών
και της ασυλίας για ποινικές υποθέσεις. Έτσι, η Βουλή θα ασχολείται
αποκλειστικά με νομοθετικές αρμοδιότητες και δεν θα αποτελεί λόχο κομματικών
στελεχών με κομματική πειθαρχία. Αλλά σώμα ανεξάρτητων και αδιάφθορων
προσωπικοτήτων, που θα νομοθετούν ελεύθερα με γνώμονα τον ορθό λόγο και το
δημόσιο συμφέρον.
Είναι επίσης απαραίτητη η εφαρμογή μεικτού εκλογικού
συστήματος, βάσει του οποίου θα εκλέγονται βουλευτές επικρατείας με απλή
αναλογική και τοπικοί βουλευτές σε στενή εκλογική περιφέρεια. Με αυτόν τον
τρόπο οι εκλογικές δαπάνες θα ελαχιστοποιούνται, εφ’ όσον στην μεν στενή
περιφέρεια οι υποψήφιοι κρίνονται από την προσωπική ιστορία τους και την
εκτίμηση που υπάρχει γι’ αυτούς στην τοπική κοινωνία, στην δε λίστα επικρατείας
εκτίθενται προσωπικότητες με πανελλήνια προβολή.
Επίσης, όλα τα κόμματα που εκπροσωπούν συγκεκριμένο αριθμό
βουλευτών, πρέπει να έχουν ίση και δωρεάν πρόσβαση στην πολιτική διαφήμιση, στα
ΜΜΕ και στους εκλογικούς μηχανισμούς.
Είναι αυτονόητο ότι, για μία Βουλή που θα νομοθετεί και δεν
θα εμπλέκεται στην Εκτελεστική Εξουσία, θα υιοθετηθεί ως σταθερό και πάγιο
εκλογικό σύστημα η Απλή Αναλογική.
Τέλος, η πλήρης διάκριση των εξουσιών θα ολοκληρωθεί με την
ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης από την πολιτική εξουσία. Σήμερα η εκάστοτε
κυβέρνηση ορίζει την ηγεσία των τριών ανωτάτων δικαστηρίων, του Αρείου Πάγου,
του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Αυτή η ρύθμιση,
εκτός του γεγονότος ότι προκαλεί ψυχολογία εξάρτησης των δικαστών από το
πολιτικό σύστημα, είναι και μειωτική για αυτούς. Η δικαιοσύνη πρέπει να είναι
ανεξάρτητη και θα αναδεικνύει μόνη της την φυσική ηγεσία της, ώστε οι πολιτικές
εξαρτήσεις και παρεμβάσεις να λάβουν τέλος.
* * *
Τα πλεονεκτήματα της προεδρικής δημοκρατίας θα δώσουν
λύσεις σε μια σειρά από ανυπέρβλητα προβλήματα, που προκύπτουν από το σημερινό
καθεστώς. Το προεδρικό σύστημα θα επιλύσει κατ’ αρχάς το ζήτημα της διαπλοκής
των εξουσιών, δηλαδή την εξάρτηση της εκτελεστικής εξουσίας από την νομοθετική,
που μεταβάλλει τους υπουργούς σε διεκπεραιωτές πελατειακών αιτημάτων και
εκλογικών σκοπιμοτήτων της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, αλλά και το
αντίστροφο, δηλαδή την αγελαία στοίχιση των βουλευτών στην κομματική πειθαρχία.
Ο κοινοβουλευτισμός, στην νεοελληνική εκδοχή του, λειτουργεί
ως όχημα ακυβερνησίας και διαφθοράς για τον εξής λόγο: τα κυβερνητικά σχήματα
αποτελούνται από βουλευτές. Αυτοί μεταβάλλουν το υπουργείο τους σε πολιτικό
γραφείο επανεκλογής τους, επομένως σε μηχανισμό εξυπηρέτησης των ψηφοφόρων
τους. Αντί να ασχολούνται με τα κρατικά προβλήματα, οι βουλευτές-υπουργοί
ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με ρουσφέτια. Στα υπουργικά γραφεία εισβάλλουν
κομματικά στελέχη, για να «ρυθμίσουν» κομματικές υποθέσεις. Παραγκωνίζεται η
διοικητική ιεραρχία από στρατιές «συνεργατών» του εκάστοτε υπουργού, που
εγκαθίστανται στο υπουργείο και διαστρέφουν την λειτουργία του σε πελατειακή
κατεύθυνση. Αυτονόητο είναι ότι οι όποιες αποφάσεις λαμβάνονται με καθαρώς
κομματικά και πελατειακά κριτήρια. Μα και η συγκρότηση της κυβέρνησης από τον
πρωθυπουργό στο σημερινό κοινοβουλευτικό σύστημα γίνεται με κριτήρια ισορροπιών
και δεσμεύσεων. Πρέπει να εκπροσωπούνται όσο το δυνατόν περισσότερες
περιφέρειες της χώρας, ώστε να εξασφαλίζεται η ικανοποίηση όσο το δυνατόν
περισσότερων πελατειακών αιτημάτων, απαραίτητη για την επανεκλογή του
κυβερνώντος κόμματος. Το κονκλάβιο των «βαρώνων», δηλαδή των τοπικών
πολιτευτών-ρουσφετολόγων που ελέγχουν εκλογικά μεγάλες περιφέρειες και χιλιάδες
ψήφους, είναι αυτό που στην ουσία κυβερνά το κόμμα και την χώρα. Πρόκειται γιά
ένα φεουδαρχικό σύστημα μακρυά από κάθε δημοκρατική λειτουργία. Τέλος, ο
πρωθυπουργός, απειλούμενος διαρκώς από ενδεχόμενη αποστασία βουλευτών που
μπορεί να οδηγήσει στην πτώση του (βλ. Γεώργιος Παπανδρέου, Κ. Μητσοτάκης,
Γιώργος Παπανδρέου κλπ.), φροντίζει να προάγει στα βουλευτικά και υπουργικά
αξιώματα δουλικές και ασήμαντες προσωπικότητες ή ακόμα χειρότερα ελεγχόμενους
φαύλους με αμαρτωλό παρελθόν. Επομένως παραγκωνίζεται κάθε κριτήριο αξιοκρατίας
στον σχηματισμό των κυβερνήσεων.
Αντίθετα στο σύστημα της προεδρικής δημοκρατίας υπάρχει
ασυμβίβαστο μεταξύ υπουργικής και βουλευτικής ιδιότητας. Οι υπουργοί ορίζονται
από τον (αιρετό απ’ ευθείας από τον λαό) Πρόεδρο με μοναδικό γνώμονα την
ικανότητά τους να διαχειρισθούν τις κρατικές υποθέσεις. Επειδή δεν θα
διακατέχονται από το άγχος της ψηφοθηρίας, αφού θα υπάρχει πρόβλεψη να
απαγορεύεται να αναγορευθούν υποψήφιοι και μετά την υπουργική τους θητεία,
τα ρουσφέτια θα εκλείψουν. Ο Πρόεδρος θα επιλέγει τους καλύτερους για
συνεργάτες του, διότι η επανεκλογή του δεν θα στηρίζεται σε τοπικά πελατειακά
δίκτυα που εκλέγουν βουλευτές, όπως στον βαλκάνιο νεοελληνικό κοινοβουλευτισμό,
αλλά στην αποτελεσματική διακυβέρνηση.
Αλλά και το ίδιο το πρόσωπο και το αξίωμα του Προέδρου θα
είναι απρόσβλητα από τις κομματικές διαπλοκές και ισορροπίες. Η άμεση εκλογή
από τον λαό θα διεξάγεται με έναν εκλογικό νόμο που θα διασφαλίζει την απολύτως
ίση προβολή όλων ανεξαιρέτως των υποψηφίων που θα έχουν συγκεντρώσει έναν
ορισμένο αριθμό ψήφων και θα επιβάλλει την απόλυτη διαφάνεια στις προεκλογικές
δαπάνες τους. Ένα τέτοιο εκλογικό σύστημα θα οδηγήσει στην ανάδειξη αδέσμευτων
προσωπικοτήτων στην προεδρία του κράτους, που θα εκφράζουν απ’ ευθείας το
εκλογικό σώμα, και όχι εμμέσως δια μέσου κομματικών και άλλων μηχανισμών.
Επίσης ο Πρόεδρος θα εκλέγεται για προσδιορισμένη χρονικά θητεία (π.χ.
πενταετία), ώστε δεν θα προβλέπεται δυνατότητα ανατροπής του από το κοινοβούλιο,
όπως μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή με τον κοινοβουλευτικό πρωθυπουργό,
εξαιρουμένων φυσικά των περιπτώσεων ανικανότητας άσκησης των καθηκόντων του ή
ποινικού αδικήματος. Αυτό θα απελευθερώσει τον προεδρικό θεσμό από κομματικές
και άλλες δουλείες, η δε μόνη αγωνία της άπαξ επανεκλογής του Προέδρου θα
μετριάζεται από το γεγονός ότι κριτής του θα είναι ο λαός και όχι ένας
κοινοβουλευτικός συνασπισμός συμφερόντων. Στην δε δεύτερη και τελευταία θητεία
του δεν θα υπάρχει καν η αγωνία της επανεκλογής του, ώστε οι αποφάσεις του θα
είναι εντελώς απελευθερωμένες από πολιτικές σκοπιμότητες και θα υπαγορεύονται
αποκλειστικά από την συνείδησή του, την επιδίωξη της υστεροφημίας του και το
συμφέρον της χώρας.
Ο Πρόεδρος, καθώς θα είναι ταυτόχρονα συμβολικός και πραγματικός
αρχηγός του Κράτους, θα μπορεί να το εκπροσωπεί υπεύθυνα στο εσωτερικό και στο
εξωτερικό σε κάθε περίσταση. Έτσι θα παύσει αυτή η κωμωδία της περιφοράς των
σήμερα στερουμένων από κάθε εξουσία Προέδρων της Δημοκρατίας στο εξωτερικό,
χωρίς να μπορούν να εκφέρουν καμμία απολύτως γνώμη ή να κάνουν οποιαδήποτε
ουσιαστική συζήτηση χωρίς την έγκριση του αρμοδίου υπουργού.
Ο Πρόεδρος θα είναι ο αρχηγός της εκτελεστικής εξουσίας. Θα
διορίζει τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου. Ο πρωθυπουργός θα είναι ο στενώτερος
συνεργάτης του Προέδρου, εκτελεστής της πολιτικής του, εντολοδόχος και
αναπληρωτής του και συντονιστής του υπουργικού συμβουλίου. Η ύπαρξή του είναι
σημαντική, διότι ο Πρόεδρος δεν θα αναλώνεται στην καθημερινή τρέχουσα
διαχείριση, που θα την ασκεί ο πρωθυπουργός. Επίσης, σε μία χώρα τεράστιας
γεωπολιτικής αστάθειας, ο πρωθυπουργός θα λειτουργεί ως θεσμικός απορροφητήρας
κραδασμών, που θα αφήνουν στον Πρόεδρο περιθώρια ελιγμών. Τέλος, ο Πρόεδρος
ασφαλώς χρειάζεται έναν καθημερινό θεσμικό συνομιλητή, διότι ο διάλογος, όπως
προανέφερα, προάγει τα ζητήματα.
Ο Πρόεδρος, ως αρχηγός της εκτελεστικής εξουσίας, θα διοικεί
τις Ένοπλες Δυνάμεις, τα Σώματα Ασφαλείας και ολόκληρο τον κρατικό
μηχανισμό. Δεν θα ελέγχει όμως την νομοθετική και την δικαστική
εξουσία. Η μεν νομοθετική εξουσία, δηλαδή η Βουλή (και πιθανώς μία
ολιγομελής εξισορροπητική Γερουσία), θα εκλέγονται για συγκεκριμένη θητεία και
θα νομοθετούν, ενώ ο Πρόεδρος θα διαθέτει δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας
(κατάθεση νομοσχεδίων) και δικαίωμα αναπομπής των νόμων για επαναψήφιση με
ηυξημένη πλειοψηφία δύο τρίτων (veto). Αυτές οι εγγυήσεις θα εξισορροπούν το
πολιτειακό σύστημα. Παράλληλα, ο Πρόεδρος δεν θα παρεμβαίνει στην δικαστική
εξουσία, η οποία θα παράγει αυτόνομα την ηγεσία της με ένα μεικτό σύστημα ιεραρχικής
ανόδου, εναλλαγής και κλήρωσης.
Έτσι οι μεν βουλευτές θα παύσουν να αποτελούν λόχο υποκείμενο
σε τριτοκοσμικές κομματικές πειθαρχίες, και θα νομοθετούν κατά συνείδηση, ενώ
οι δικαστές θα εκδικάζουν χωρίς να έχουν στραμμένο το βλέμμα τους σε κομματικούς
προθαλάμους, προκειμένου να εκμαιεύσουν μεταθέσεις και προαγωγές.
Η μεταβολή του πολιτεύματος σε προεδρική δημοκρατία θα
ανακόψει την μάστιγα της κομματικής πανούκλας. Θα δώσει την ευκαιρία στον
εκλεγμένο από τον λαό Πρόεδρο να αναδείξει προσωπικότητες καταξιωμένες στην
κοινωνία, να φέρει στην Ελλάδα σημαντικούς Έλληνες της Διασποράς, να
διαμορφώσει νέα ταλέντα ως Πυγμαλίων της πολιτικής. Από την άλλη τα κόμματα δεν
θα πάψουν μεν να υπάρχουν, αλλά θα μεταβληθούν σε συνασπισμούς ελεύθερων
προσωπικοτήτων με πιο ρευστά όρια. Προφανώς στις προεδρικές εκλογές τα κόμματα
θα υποστηρίζουν κάποιον υποψήφιο, αλλά ο λαός θα μπορεί να εκλέγει ελεύθερα και
κάποιον μη κομματικό υποψήφιο.
Στην Βουλή, εφ’ όσον δεν θα υπάρχει το ιδιοτελές διακύβευμα
της νομής της εξουσίας, δεν θα υπάρχει και ο καταναγκασμός της κομματικής
πειθαρχίας, η ισοπέδωση της προσωπικότητας του εκπροσώπου του έθνους και ο
εκφυλισμός του σε δουλικό εκπρόσωπο του κόμματος ή και κάποιων οργανωμένων
συμφερόντων. Αν μάλιστα περιορισθεί ο αριθμός των βουλευτικών εδρών σε 200 και
θεσπιστεί η άπαξ επανεκλογή, και μαζί με τις διάφορες εγγυήσεις που
προαναφέρθηκαν, θα περιορισθεί δραστικά η διαπλοκή των βουλευτών με συμφέροντα
και ποικίλες ομάδες πίεσης.
Τέλος, για την διασφάλιση της χρηστής διοίκησης, που αποτελεί
το θεμέλιο κάθε ευνομούμενης και δημοκρατικής πολιτείας, κλιμάκια του
Ελεγκτικού Συνεδρίου θα εγκατασταθούν σε όλα τα υπουργεία και την Βουλή και θα
ελέγχουν τα πόθεν έσχες των υπουργών, βουλευτών και γενικά όλων των
αξιωματούχων, θα δημοσιοποιούν κάθε έξ μήνες τις μεταβολές της περιουσιακής
τους κατάστασης και θα αποστέλλουν στον εισαγγελέα κάθε αδικαιολόγητη
προσαύξηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου