Αναρχικός Τραπεζίτης
του Γιώργου Ν. Οικονόμου
Δρ Φιλοσοφίας
Η σημερινή Ελλάς βρίσκεται σε άκρως απογοητευτική και θλιβερή κατάσταση. Διέρχεται μια προϊούσα κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική σήψη, στα πρόθυρα καταρρεύσεως. Τα στοιχεία που συντελούν σε αυτή τη διαπίστωση είναι πολλά: η γενικευμένη διαφθορά σε όλους τους τομείς, το ρουσφέτι, οι πελατειακές σχέσεις, η παραοικονομία, η υπερδιόγκωση του εξωτερικού χρέους, τα μεγάλα ελλείμματα του προϋπολογισμού, η καταλήστευση των δημοσίων ταμείων. ο άκρατος ατομικισμός, η ανυπαρξία συλλογικών αξιών και οραμάτων, η απουσία πνευματικής και δημοκρατικής παράδοσης, η τεράστια έλλειψη γενικής παιδείας και κουλτούρας. η αποσάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος, του συστήματος υγείας, της περιβαλλοντικής μέριμνας, η έλλειψη σοβαρής πολιτικής για τους μετανάστες, η αποτυχία στην εξωτερική πολιτική, στην εσωτερική ασφάλεια και την προστασία της δημόσιας περιουσίας, η κατίσχυση των ιδιωτικών συμφερόντων εις βάρος του κοινού αγαθού, η ανυπαρξία απόδοσης δικαιοσύνης.
Η αιτία γι’ αυτήν την κρίσιμη κατάσταση δεν είναι η οικονομική κρίση του 2008, όπως λένε οι κυβερνώντες. Ούτε μόνο ο νεοφιλελευθερισμός και η παγκοσμιοποίηση. Οι αιτίες είναι βαθύτατα ελληνικές και εγγενείς στο νεοελληνικό σύστημα του βίου, του πολιτεύεσθαι, του σκέπτεσθαι και του πράττειν. Όσον αφορά το πολιτεύεσθαι, κύρια αιτία είναι η νεοελληνική εκδοχή του κοινοβουλευτισμού με το οιονεί μοναρχικό μοντέλο διακυβέρνησης στηριγμένο στον πρωθυπουργοκεντρισμό και τον αυταρχισμό, στην απουσία ουσιαστικού ελέγχου της εξουσίας, στην κομματοκρατία, στις διεφθαρμένες και ανίκανες διακυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών, στην πλήρη ιδιωτικοποίηση του δημοσίου και του πολιτικού χώρου.
Η κατάσταση αυτή κατανοείται ευκολότερα από μία απλή αναδρομή στη νεώτερη ιστορία της χώρας. Η Ελλάς είναι ιδιάζουσα βαλκανική ανατολική περίπτωση που δεν κατόρθωσε ποτέ να απαλλαγεί από το βυζαντινό και χριστιανο-ορθόδοξο παρελθόν. Ως εκ τούτου διαφοροποιείται σε ένα βασικό σημείο από τα άλλα δυτικοευρωπαϊκά κράτη: ενώ στα τελευταία ο αρχηγός του κόμματος και μέλλων άτυπος μονάρχης εκλέγεται από ένα σχετικώς ευρύ πολιτικό φάσμα, αντιθέτως εν Ελλάδι ορίζεται αποκλειστικώς από τρεις οικογένειες-δυναστείες. Οι οικογένειες αυτές από τα μέσα του περασμένου αιώνα επί μία πεντηκονταετία δίνουν πρωθυπουργούς και υπουργούς – ενώ η πρωθυπουργία Σημίτη ήταν μια ενδιάμεση περίοδος, ένα είδος άτυπης αντιβασιλείας μέχρι να ενηλικιωθεί, να ωριμάσει και να αναδειχθεί ο διάδοχος της οικογένειας-δυναστείας. Είναι πολύ πιθανό ότι και στις επόμενες δεκαετίες η διακυβέρνηση θα περιέλθει σε κάποιον γόνο των οικογενειών-δυναστειών, αφού η προωθημένη έκφραση της κομματοκρατίας έχει προσλάβει στην Ελλάδα τη μορφή της οικογενειοκρατίας. Το γεγονός ότι τον πολιτικό βίο της χώρας λυμαίνονται επί μακρόν ορισμένες οικογένειες αναπαράγοντας τις ίδιες δομές, παραπέμπει σε ένα προπολιτικό στάδιο, στην περίοδο των αριστοκρατικών γενών.
H οικογενειοκρατική, προσωποπαγής και αρχηγική φύση των ελληνικών κομμάτων βρίσκεται στη ρίζα του νεποτισμού, της απύθμενης διαφθοράς και σήψης που μαστίζει τον πολιτικό και κρατικό τομέα σε όλα τα επίπεδα, όπως αποδεικνύεται και από τα οικονομικοπολιτικά σκάνδαλα των τελευταίων δεκαετιών, από την έλλειψη σοβαρού διαλόγου και την εξαθλίωση του πολιτικού λόγου.
Όμως η γενικευμένη εξαχρείωση και διαφθορά δεν είναι δυνατές χωρίς την αναλγησία και συνέργεια του κοινωνικού σώματος. Εν τέλει το πρόβλημα είναι κοινωνικό: η νεοελληνική κοινωνία νοσεί βαθύτατα, αφού εκδηλώνει ανικανότητα και απροθυμία αντιστάσεων στη φθορά και τη διαφθορά. Τα εθνικιστικά μυθεύματα και τα θρησκευτικά ιδεολογήματα, εμβαπτισμένα στον άκρατο λαϊκισμό, στη χαβούζα της τηλεόρασης, στα ποδοσφαιρικά, καλαθοσφαιρικά θεάματα και στην υποκρισία των πολιτικών, δικαστικών, πνευματικών, οικονομικών και εκκλησιαστικών στελεχών, έχουν τονίσει τον πατροπαράδοτο συντηρητισμό της νεοελληνικής κοινωνίας, έχουν υποσκάψει τις ηθικο-πνευματικές αντιστάσεις και λεηλατήσει την πολιτική συνείδηση των κοινωνικών στρωμάτων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν ανασχετικό παράγοντα στη φθορά. Το καταστροφικό αποτέλεσμα ήταν τα στρώματα αυτά αφοπλισμένα να παραδοθούν στους δημαγωγούς, τους πολιτικάντηδες, στους Χριστόδουλους και τους Εφραίμ, στους πάσης φύσεως ηθικολογούντες, εθνολογούντες και θεολογούντες κόλακες.
Η μόνη σημασία που αναγνωρίζουν οι νεοέλληνες χριστιανοί είναι το ατομικό συμφέρον, επιδιωκόμενο με οποιοδήποτε τρόπο και κόστος, ενδεδυμένο κατά το πλείστον με τα ιδεολογήματα του Έθνους και του Χριστιανισμού. Τα χαρακτηριστικά αυτά δεν προσδίδουν στη νεοελληνική κοινωνία έναν ουσιαστικό συνεκτικό ιστό, και την κατακερματίζουν σε φέουδα συμφερόντων - οικογενειακών, ιδιωτικών, κομματικών και θρησκευτικών – που συντηρούν την ανομία, τη διαπλοκή, την εξαγορά, το ηθικό και πολιτισμικό κενό. Δεν πρόκειται δηλαδή για κοινωνία αλλά για συναγέλασμα ατόμων και οικογενειών, ικανό για το χειρότερο. Στην νεοελληνική περίπτωση ισχύει κατά μείζονα λόγο αυτό που είπε ο J.-J. Rousseau: «Mόλις κάποιος πει για τις δημόσιες υποθέσεις: Τι με ενδιαφέρει; πρέπει αμέσως να σκεφθούμε ότι η κοινότητα έχει χαθεί».
Τα κόμματα εξουσίας δεν έχουν ριζοσπαστικές ιδέες και αξιόπιστες προτάσεις για έξοδο από την κρίση, είναι εγκλωβισμένα στην παραδοσιακή άσκηση της εξουσίας, το ρουσφέτι, τις πελατειακές σχέσεις, τις υποσχέσεις και την παροχολογία. Ούτε άλλωστε διαθέτουν πρόσωπα ικανά και αξιόπιστα για μεγάλες αποφάσεις. Επί πλέον τα κόμματα αυτά δεν αποτελούν λύση του προβλήματος, αποτελούν μέρος και αιτία του προβλήματος. Αποδείχθηκαν ανίκανα και διεφθαρμένα, είναι φορείς και αιτία της διαφθοράς. Το πολιτικό σύστημα που συγκροτήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες έχει αγγίσει τα όριά του, σέρνοντας εν πλήρει συνειδήσει τη χώρα στον γκρεμό. Τα παραδείγματα αφθονούν: η κατασπατάληση των πακέτων και δανείων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η μεγάλη απάτη του χρηματιστηρίου το 1999, η ανάληψη των Ολυμπιακών αγώνων του 2004 και το μεγάλο φαγοπότι από τους μεγαλο-μεσαίους επιχειρηματίες, οι χαριστικές αντιμετωπίσεις των Τραπεζών, η χρησιμοποίηση των κρατικών ομολόγων προς όφελος των ιδιωτικών συμφερόντων, της κομματικής νομενκλατούρας και των γκόλντεν μπόυς κ.λπ.
Από την άλλη, τα κόμματα της παραδοσιακής Αριστεράς, σταλινικής και «ανανεωτικής», εμφανίζονται ανίκανα να προτείνουν λύση, να εμπνεύσουν ευρέα στρώματα της κοινωνίας, να συγκροτήσουν ένα όραμα που να πείθει τους ανθρώπους. Το αδιέξοδο και η ανικανότητά τoυς εκδηλώνονται αφ’ ενός στις εσωτερικές φατριαστικές και προσωπικές διενέξεις για την ανάδειξη στα εξουσιαστικά πόστα και σε θέσεις φιλέτα βουλευτών, και αφ’ ετέρου στην τελευταία οικονομική κρίση, κατά την οποία αμήχανα και μουδιασμένα ψελλίζουν παλαιές συνταγές περί επεμβάσεως του κράτους, περί εθνικοποιήσεων και κρατικοποιήσεων. Όμως οι παλαιές συνταγές του λεγόμενου σοσιαλισμού έχουν αποδειχθεί ανεπαρκείς και επιζήμιες, όταν το σύνολο των ανθρώπων δεν συμμετέχει στην εξουσία και στον έλεγχό της. Άλλωστε τις συνταγές αυτές τις εφαρμόζουν, μετά την οικονομική κρίση, με τον τρόπο τους, οι κυρίαρχες εξουσίες επιστρέφοντας στην κρατική παρέμβαση και τον κεϋνσιανισμό. Στα αιτήματα για εθνικοποίηση ή κρατικοποίηση, που ενέσκηψαν μετά την παγκόσμια κρίση, απουσιάζει εκκωφαντικά το θεμελιώδες αίτημα για δημοκρατικοποίηση.
Και εδώ έγκειται η ιστορική αποτυχία και το ιστορικό τέλος της υπαρκτής Αριστεράς.: είναι εγκλωβισμένη στα παλαιά ιδεολογήματα του 19ου και του 20ου αιώνα, τα οποία αν και απέτυχαν παταγωδώς, στοιχειώνουν ένα μεγάλο μέρος της. Όχι μόνο ο μαρξισμός και ο λενινισμός, ο σοσιαλισμός ή ο κομμουνισμός αλλά και ο τερατώδης σταλινισμός ανασύρονται ως ιδεολογικά όπλα.
Η χώρα χρειάζεται κάτι άλλο, μια νέα αρχή, η οποία δεν μπορεί να προέλθει από το σημερινό σεσηπός σύστημα. Για να υπάρξει πραγματική διέξοδος θα πρέπει να αλλάξουν ορισμένοι βασικοί θεσμοί, αξίες και πρακτικές που οδήγησαν σε αυτή την παρακμιακή κατάσταση. Αλλαγές τόσο στην πολιτική σκηνή όσο και στην κοινωνική. Θα πρέπει λοιπόν να υπάρξει φαντασία, τόλμη, διαφωτισμός και άλλου είδους οργάνωση και δράση, από εναπομείναντα ίσως τμήματα που προσπαθούν να συγκροτήσουν εστίες αντιστάσεων.
(Για περισσότερη ανάλυση και προϋποθέσεις για διέξοδο από την κρίση βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, Από την κρίση του κοινοβουλευτισμού στη δημοκρατία, Παπαζήσης, 2009).
του Γιώργου Ν. Οικονόμου
Δρ Φιλοσοφίας
Η NEOΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΚΜΗ
Η σημερινή Ελλάς βρίσκεται σε άκρως απογοητευτική και θλιβερή κατάσταση. Διέρχεται μια προϊούσα κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική σήψη, στα πρόθυρα καταρρεύσεως. Τα στοιχεία που συντελούν σε αυτή τη διαπίστωση είναι πολλά: η γενικευμένη διαφθορά σε όλους τους τομείς, το ρουσφέτι, οι πελατειακές σχέσεις, η παραοικονομία, η υπερδιόγκωση του εξωτερικού χρέους, τα μεγάλα ελλείμματα του προϋπολογισμού, η καταλήστευση των δημοσίων ταμείων. ο άκρατος ατομικισμός, η ανυπαρξία συλλογικών αξιών και οραμάτων, η απουσία πνευματικής και δημοκρατικής παράδοσης, η τεράστια έλλειψη γενικής παιδείας και κουλτούρας. η αποσάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος, του συστήματος υγείας, της περιβαλλοντικής μέριμνας, η έλλειψη σοβαρής πολιτικής για τους μετανάστες, η αποτυχία στην εξωτερική πολιτική, στην εσωτερική ασφάλεια και την προστασία της δημόσιας περιουσίας, η κατίσχυση των ιδιωτικών συμφερόντων εις βάρος του κοινού αγαθού, η ανυπαρξία απόδοσης δικαιοσύνης.
Η αιτία γι’ αυτήν την κρίσιμη κατάσταση δεν είναι η οικονομική κρίση του 2008, όπως λένε οι κυβερνώντες. Ούτε μόνο ο νεοφιλελευθερισμός και η παγκοσμιοποίηση. Οι αιτίες είναι βαθύτατα ελληνικές και εγγενείς στο νεοελληνικό σύστημα του βίου, του πολιτεύεσθαι, του σκέπτεσθαι και του πράττειν. Όσον αφορά το πολιτεύεσθαι, κύρια αιτία είναι η νεοελληνική εκδοχή του κοινοβουλευτισμού με το οιονεί μοναρχικό μοντέλο διακυβέρνησης στηριγμένο στον πρωθυπουργοκεντρισμό και τον αυταρχισμό, στην απουσία ουσιαστικού ελέγχου της εξουσίας, στην κομματοκρατία, στις διεφθαρμένες και ανίκανες διακυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών, στην πλήρη ιδιωτικοποίηση του δημοσίου και του πολιτικού χώρου.
Η κατάσταση αυτή κατανοείται ευκολότερα από μία απλή αναδρομή στη νεώτερη ιστορία της χώρας. Η Ελλάς είναι ιδιάζουσα βαλκανική ανατολική περίπτωση που δεν κατόρθωσε ποτέ να απαλλαγεί από το βυζαντινό και χριστιανο-ορθόδοξο παρελθόν. Ως εκ τούτου διαφοροποιείται σε ένα βασικό σημείο από τα άλλα δυτικοευρωπαϊκά κράτη: ενώ στα τελευταία ο αρχηγός του κόμματος και μέλλων άτυπος μονάρχης εκλέγεται από ένα σχετικώς ευρύ πολιτικό φάσμα, αντιθέτως εν Ελλάδι ορίζεται αποκλειστικώς από τρεις οικογένειες-δυναστείες. Οι οικογένειες αυτές από τα μέσα του περασμένου αιώνα επί μία πεντηκονταετία δίνουν πρωθυπουργούς και υπουργούς – ενώ η πρωθυπουργία Σημίτη ήταν μια ενδιάμεση περίοδος, ένα είδος άτυπης αντιβασιλείας μέχρι να ενηλικιωθεί, να ωριμάσει και να αναδειχθεί ο διάδοχος της οικογένειας-δυναστείας. Είναι πολύ πιθανό ότι και στις επόμενες δεκαετίες η διακυβέρνηση θα περιέλθει σε κάποιον γόνο των οικογενειών-δυναστειών, αφού η προωθημένη έκφραση της κομματοκρατίας έχει προσλάβει στην Ελλάδα τη μορφή της οικογενειοκρατίας. Το γεγονός ότι τον πολιτικό βίο της χώρας λυμαίνονται επί μακρόν ορισμένες οικογένειες αναπαράγοντας τις ίδιες δομές, παραπέμπει σε ένα προπολιτικό στάδιο, στην περίοδο των αριστοκρατικών γενών.
H οικογενειοκρατική, προσωποπαγής και αρχηγική φύση των ελληνικών κομμάτων βρίσκεται στη ρίζα του νεποτισμού, της απύθμενης διαφθοράς και σήψης που μαστίζει τον πολιτικό και κρατικό τομέα σε όλα τα επίπεδα, όπως αποδεικνύεται και από τα οικονομικοπολιτικά σκάνδαλα των τελευταίων δεκαετιών, από την έλλειψη σοβαρού διαλόγου και την εξαθλίωση του πολιτικού λόγου.
Όμως η γενικευμένη εξαχρείωση και διαφθορά δεν είναι δυνατές χωρίς την αναλγησία και συνέργεια του κοινωνικού σώματος. Εν τέλει το πρόβλημα είναι κοινωνικό: η νεοελληνική κοινωνία νοσεί βαθύτατα, αφού εκδηλώνει ανικανότητα και απροθυμία αντιστάσεων στη φθορά και τη διαφθορά. Τα εθνικιστικά μυθεύματα και τα θρησκευτικά ιδεολογήματα, εμβαπτισμένα στον άκρατο λαϊκισμό, στη χαβούζα της τηλεόρασης, στα ποδοσφαιρικά, καλαθοσφαιρικά θεάματα και στην υποκρισία των πολιτικών, δικαστικών, πνευματικών, οικονομικών και εκκλησιαστικών στελεχών, έχουν τονίσει τον πατροπαράδοτο συντηρητισμό της νεοελληνικής κοινωνίας, έχουν υποσκάψει τις ηθικο-πνευματικές αντιστάσεις και λεηλατήσει την πολιτική συνείδηση των κοινωνικών στρωμάτων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν ανασχετικό παράγοντα στη φθορά. Το καταστροφικό αποτέλεσμα ήταν τα στρώματα αυτά αφοπλισμένα να παραδοθούν στους δημαγωγούς, τους πολιτικάντηδες, στους Χριστόδουλους και τους Εφραίμ, στους πάσης φύσεως ηθικολογούντες, εθνολογούντες και θεολογούντες κόλακες.
Η μόνη σημασία που αναγνωρίζουν οι νεοέλληνες χριστιανοί είναι το ατομικό συμφέρον, επιδιωκόμενο με οποιοδήποτε τρόπο και κόστος, ενδεδυμένο κατά το πλείστον με τα ιδεολογήματα του Έθνους και του Χριστιανισμού. Τα χαρακτηριστικά αυτά δεν προσδίδουν στη νεοελληνική κοινωνία έναν ουσιαστικό συνεκτικό ιστό, και την κατακερματίζουν σε φέουδα συμφερόντων - οικογενειακών, ιδιωτικών, κομματικών και θρησκευτικών – που συντηρούν την ανομία, τη διαπλοκή, την εξαγορά, το ηθικό και πολιτισμικό κενό. Δεν πρόκειται δηλαδή για κοινωνία αλλά για συναγέλασμα ατόμων και οικογενειών, ικανό για το χειρότερο. Στην νεοελληνική περίπτωση ισχύει κατά μείζονα λόγο αυτό που είπε ο J.-J. Rousseau: «Mόλις κάποιος πει για τις δημόσιες υποθέσεις: Τι με ενδιαφέρει; πρέπει αμέσως να σκεφθούμε ότι η κοινότητα έχει χαθεί».
Τα κόμματα εξουσίας δεν έχουν ριζοσπαστικές ιδέες και αξιόπιστες προτάσεις για έξοδο από την κρίση, είναι εγκλωβισμένα στην παραδοσιακή άσκηση της εξουσίας, το ρουσφέτι, τις πελατειακές σχέσεις, τις υποσχέσεις και την παροχολογία. Ούτε άλλωστε διαθέτουν πρόσωπα ικανά και αξιόπιστα για μεγάλες αποφάσεις. Επί πλέον τα κόμματα αυτά δεν αποτελούν λύση του προβλήματος, αποτελούν μέρος και αιτία του προβλήματος. Αποδείχθηκαν ανίκανα και διεφθαρμένα, είναι φορείς και αιτία της διαφθοράς. Το πολιτικό σύστημα που συγκροτήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες έχει αγγίσει τα όριά του, σέρνοντας εν πλήρει συνειδήσει τη χώρα στον γκρεμό. Τα παραδείγματα αφθονούν: η κατασπατάληση των πακέτων και δανείων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η μεγάλη απάτη του χρηματιστηρίου το 1999, η ανάληψη των Ολυμπιακών αγώνων του 2004 και το μεγάλο φαγοπότι από τους μεγαλο-μεσαίους επιχειρηματίες, οι χαριστικές αντιμετωπίσεις των Τραπεζών, η χρησιμοποίηση των κρατικών ομολόγων προς όφελος των ιδιωτικών συμφερόντων, της κομματικής νομενκλατούρας και των γκόλντεν μπόυς κ.λπ.
Από την άλλη, τα κόμματα της παραδοσιακής Αριστεράς, σταλινικής και «ανανεωτικής», εμφανίζονται ανίκανα να προτείνουν λύση, να εμπνεύσουν ευρέα στρώματα της κοινωνίας, να συγκροτήσουν ένα όραμα που να πείθει τους ανθρώπους. Το αδιέξοδο και η ανικανότητά τoυς εκδηλώνονται αφ’ ενός στις εσωτερικές φατριαστικές και προσωπικές διενέξεις για την ανάδειξη στα εξουσιαστικά πόστα και σε θέσεις φιλέτα βουλευτών, και αφ’ ετέρου στην τελευταία οικονομική κρίση, κατά την οποία αμήχανα και μουδιασμένα ψελλίζουν παλαιές συνταγές περί επεμβάσεως του κράτους, περί εθνικοποιήσεων και κρατικοποιήσεων. Όμως οι παλαιές συνταγές του λεγόμενου σοσιαλισμού έχουν αποδειχθεί ανεπαρκείς και επιζήμιες, όταν το σύνολο των ανθρώπων δεν συμμετέχει στην εξουσία και στον έλεγχό της. Άλλωστε τις συνταγές αυτές τις εφαρμόζουν, μετά την οικονομική κρίση, με τον τρόπο τους, οι κυρίαρχες εξουσίες επιστρέφοντας στην κρατική παρέμβαση και τον κεϋνσιανισμό. Στα αιτήματα για εθνικοποίηση ή κρατικοποίηση, που ενέσκηψαν μετά την παγκόσμια κρίση, απουσιάζει εκκωφαντικά το θεμελιώδες αίτημα για δημοκρατικοποίηση.
Και εδώ έγκειται η ιστορική αποτυχία και το ιστορικό τέλος της υπαρκτής Αριστεράς.: είναι εγκλωβισμένη στα παλαιά ιδεολογήματα του 19ου και του 20ου αιώνα, τα οποία αν και απέτυχαν παταγωδώς, στοιχειώνουν ένα μεγάλο μέρος της. Όχι μόνο ο μαρξισμός και ο λενινισμός, ο σοσιαλισμός ή ο κομμουνισμός αλλά και ο τερατώδης σταλινισμός ανασύρονται ως ιδεολογικά όπλα.
Η χώρα χρειάζεται κάτι άλλο, μια νέα αρχή, η οποία δεν μπορεί να προέλθει από το σημερινό σεσηπός σύστημα. Για να υπάρξει πραγματική διέξοδος θα πρέπει να αλλάξουν ορισμένοι βασικοί θεσμοί, αξίες και πρακτικές που οδήγησαν σε αυτή την παρακμιακή κατάσταση. Αλλαγές τόσο στην πολιτική σκηνή όσο και στην κοινωνική. Θα πρέπει λοιπόν να υπάρξει φαντασία, τόλμη, διαφωτισμός και άλλου είδους οργάνωση και δράση, από εναπομείναντα ίσως τμήματα που προσπαθούν να συγκροτήσουν εστίες αντιστάσεων.
(Για περισσότερη ανάλυση και προϋποθέσεις για διέξοδο από την κρίση βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, Από την κρίση του κοινοβουλευτισμού στη δημοκρατία, Παπαζήσης, 2009).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου