analyst
Οι κεντρικές τράπεζες αποτελούν τα αεροπλανοφόρα, αμυντικά ή επιθετικά, των οικονομικών πολέμων που διεξάγονται μεταξύ των μεγάλων χωρών/περιοχών του πλανήτη – οπότε είναι απαραίτητη η γνώση της λειτουργίας, των μεγεθών και των δραστηριοτήτων τους.
.Ανάλυση
- του Βασίλη Βιλιάρδου
Η κεντρική τράπεζα που εκδίδει το ευρώ, είναι μία τράπεζα χωρίς πατρίδα – όπως το ευρώ είναι ένα νόμισμα που δεν ανήκει σε καμία χώρα. Τα δύο αυτά γεγονότα αποτελούν την Αχίλλειο πτέρνα της Ευρωζώνης – η οποία είναι μία προβληματική οικονομική και νομισματική ένωση, με ένα σύστημα εθνικών κεντρικών τραπεζών, μετόχων της ΕΚΤ που εκδίδει το ευρώ. Σε αντίθεση τώρα με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των Η.Π.Α. (Federal Reserve Board) του αμερικανικού συστήματος των κεντρικών τραπεζών (Federal Reserve System), η ΕΚΤ δεν είναι μόνο ένας οργανισμός λήψης αποφάσεων, μαζί με τα εξειδικευμένα τμήματα της – αλλά πραγματικά μία κεντρική τράπεζα, η οποία ως εκ τούτου μπορεί να λειτουργεί μόνη της στις χρηματαγορές. Με δεδομένο δε το ότι διαθέτει το δικό της Ισολογισμό με το Ενεργητικό και Παθητικό του, παράγει κέρδη – μέσω των οποίων έχει την οικονομική της ανεξαρτησία (πηγή).
Εν τούτοις πρόκειται για μία παράδοξη κεντρική τράπεζα από πολλές πλευρές – για κάτι εντελώς διαφορετικό από τις άλλες. Για παράδειγμα, δεν έχει κανένα κράτος ως κύριο μέτοχο της – ενώ όταν αποδίδει τα κέρδη της, τα μερίσματα της καλύτερα, δεν εισρέουν στον προϋπολογισμό μίας χώρας, όπως συνήθως συμβαίνει με όλες τις άλλες. Η έλλειψη κρατικής στήριξης τώρα και η μη ύπαρξη ενός Υπουργείου Οικονομικών που να συνεργάζεται μαζί του, την καθιστά ευάλωτη – ενώ υπονομεύει την νομισματική της ισχύ.
Ακριβώς για το συγκεκριμένο «κατασκευαστικό» της ελάττωμα, πολλοί Ευρωπαίοι Πολίτες έχουν ήδη ζημιωθεί σε μεγάλο βαθμό – ενώ ο λογαριασμός των ζημιών αυξάνεται σχεδόν καθημερινά και θα συνεχίσει να αυξάνεται, για εκείνο το χρονικό διάστημα που δεν διορθώνεται το «εκ γενετής» δομικό σφάλμα της.
Μέτοχος της ΕΚΤ λοιπόν δεν είναι κάποιο κράτος, αλλά οι εθνικές κεντρικές τράπεζες του συστήματος της Ευρωζώνης – ενώ τα μερίδια της εκάστοτε βασίζονται σε ένα «κλειδί» που υπολογίζεται από το ποσοστό του ΑΕΠ της κάθε χώρας στο συνολικό ΑΕΠ, καθώς επίσης από τον πληθυσμό της (αναδιαμορφώνεται περιοδικά). Ως εκ τούτου κράτη όπως η Ελλάδα, το ΑΕΠ των οποίων μειώνεται συνεχώς, πόσο μάλλον συγκριτικά με τις άλλες χώρες, ενώ ο πληθυσμός τους επίσης, συμμετέχουν με όλο και χαμηλότερα ποσοστά στην ΕΚΤ – το κεφάλαιο της οποίας έχει ορισθεί στα 10,8 δις €, όπου όμως έχουν κατατεθεί μόνο τα 7,6 δις € από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των χωρών του ευρώ.
Οι υπόλοιπες εθνικές κεντρικές τράπεζες της ΕΕ έχουν καταθέσει μόνο το 3,75% του μεριδίου τους, ως συμμετοχή στο κόστος λειτουργίας της ΕΚΤ – αν και φυσικά δεν χρησιμοποιούνται αυτά τα ποσά για την κάλυψη των δαπανών της ΕΚΤ, αλλά τα έσοδα τους από τα πάγια, στα οποία έχουν επενδυθεί. Παρά το ότι όμως πληρώνουν το κόστος λειτουργίας της ΕΚΤ, δεν συμμετέχουν στα κέρδη ή στις ζημίες της – τα οποία μοιράζονται στα κράτη της Ευρωζώνης, ανάλογα με το «κλειδί» που προαναφέραμε. Ο μεγαλύτερος μέτοχος της ΕΚΤ είναι η κεντρική τράπεζα της Γερμανίας, με συμμετοχή ύψους 2 δις € – γεγονός που σημαίνει πως το μερίδιο της στο «κλειδί» της ΕΚΤ είναι σχεδόν 18% και 26% επί του κατατεθειμένου κεφαλαίου της.
Περαιτέρω, τα μερίσματα της ΕΚΤ μειώνουν το σχηματισμό αποθεματικών κεφαλαίων για μελλοντικά ρίσκα ορισμένες φορές, αλλά δεν μπορούν να υπερβούν τα βασικά της κεφάλαια – ενώ εάν προκληθούν ζημίες, καλύπτονται εν πρώτοις από τα αποθεματικά της και στη συνέχεια από τα συναλλαγματικά της (μονεταριστικά) κέρδη που διανέμονται συνήθως στις εθνικές κεντρικές τράπεζες των μελών του ευρώ. Παρά το ότι δε ορισμένες εθνικές κεντρικές τράπεζες έχουν εν μέρει ιδιώτες μετόχους, όπως η ΤτΕ, το συντριπτικό μέρος των κερδών της ΕΚΤ οδηγείται στους προϋπολογισμούς των κρατών μέσω των εθνικών κεντρικών τους τραπεζών – οπότε στους φορολογουμένους.
Οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ πως τα μονεταριστικά έσοδα της ΕΚΤ υπολογίζονται από την αξία των περιουσιακών στοιχείων που ευρίσκονται απέναντι στις υποχρεώσεις της ΕΚΤ στο Ευρωσύστημα – οι οποίες (υποχρεώσεις) είναι τα μετρητά χρήματα και οι ρεζέρβες. Στην ΕΚΤ έχει εκχωρηθεί το 8% των εσόδων από την κυκλοφορία των χαρτονομισμάτων (για να είμαστε πιο ακριβείς το εισόδημα που προέρχεται από τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται με αυτά) – ενώ εντός των πλαισίων του Ευρωσυστήματος πραγματοποιούνται ορισμένες προσαρμογές, όσον αφορά την κατανομή των εσόδων. Όσον αφορά τις εθνικές κεντρικές τράπεζες, αυτό που παίζει μεγάλο ρόλο στην παραπάνω κατανομή είναι (α) τα υπόλοιπα στο σύστημα Target 2, όπου η Γερμανία είναι μακράν ο μεγαλύτερος δανειστής και (β) ένα στοιχείο που μετράει σε ποιό βαθμό αποκλίνει η κυκλοφορία των νομισμάτων στην εκάστοτε χώρα, από το μερίδιο της σύμφωνα με το «κλειδί» της ΕΚΤ.
Στην περίπτωση της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας, η οποία έχει τις υψηλότερες απαιτήσεις στο σύστημα Target 2, οπότε μεγαλύτερα έσοδα από την κυκλοφορία των χαρτονομισμάτων, υπάρχουν πολλές διαμαρτυρίες – λόγω του ότι εισπράττει πολύ περισσότερα από την έκδοση χρημάτων (seigniorage), σε σχέση με τις άλλες εθνικές κεντρικές τράπεζες. Από την άλλη πλευρά βέβαια οι απαιτήσεις απέναντι της (τα χαρτονομίσματα συνιστούν απαιτήσεις απέναντι στην κεντρική τράπεζα που τα εκδίδει), οι υποχρεώσεις της δηλαδή, είναι μεγαλύτερες και άρα πολύ πιο επικίνδυνες – όπως στην περίπτωση τυχόν διάλυσης της Ευρωζώνης.
Με απλά λόγια από το σημείο αυτό συμπεραίνεται πως το ισχυρότερο οικονομικά κράτος εντός της Ευρωζώνης, κερδίζει περισσότερα από τους αδύναμους, ακόμη και από τις «προμήθειες» για την έκδοση χρημάτων – ότι δηλαδή η Γερμανία δεν απομυζεί μόνο τους εταίρους της με τα υπέρογκα πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της, με τα δάνεια της μέσω του ESM ή απ’ ευθείας, καθώς επίσης με την υφαρπαγή των περιουσιακών τους στοιχείων σε εξευτελιστικές τιμές, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, αλλά από παντού. Εύλογα λοιπόν οι οικονομίες των χωρών της Ευρωζώνης αποκλίνουν μεταξύ τους (γράφημα, σύγκριση της ανάπτυξης του κέντρου με την μπλε καμπύλη, σε σχέση με την περιφέρεια ), αντί να συγκλίνουν – γεγονός που σημαίνει ότι, τα πλούσια κράτη γίνονται πλουσιότερα και τα φτωχά φτωχότερα.
Οι ιδιαιτερότητες της ΕΚΤ
Περαιτέρω, το σημαντικότερο σημείο είναι το ότι, εντός της Ευρωζώνης δεν έχουν «κοινοτικοποιηθεί» όλες οι λειτουργίες και τα εγχειρήματα μίας κεντρικής τράπεζας – αλλά, κυρίως, η συμβατική νομισματική πολιτική. Ειδικότερα, οι Ισολογισμοί των εκάστοτε εθνικών κεντρικών τραπεζών αντικατοπτρίζουν ακόμη και σήμερα τις ιστορίες των κρατών τους – καθώς επίσης των σημερινών λειτουργιών και εργασιών τους, σαν να πρόκειται για διαφορετικές χώρες. Σε αντίθεση δε με το αμερικανικό ομοσπονδιακό σύστημα της Fed, τα κεντρικά τραπεζικά κέρδη του Ευρωσυστήματος δεν οδηγούνται σε έναν ομοσπονδιακό προϋπολογισμό – αλλά στους προϋπολογισμούς των εθνικών κρατών, μέσω των κεντρικών τραπεζών τους.
Εκτός αυτού διαμοιράζονται μόνο τα μονεταριστικά έσοδα του Ευρωσυστήματος, καθώς επίσης τα κέρδη (ζημίες) της ΕΚΤ – ενώ τα υπόλοιπα κέρδη ή ζημίες από τα κεντρικά τραπεζικά εγχειρήματα των εθνικών κεντρικών τραπεζών παραμένουν εθνικά θέματα, εάν δεν οφείλονται σε εντολές του Ευρωσυστήματος για (κοινό) λογαριασμό όλων.
Όσον αφορά τώρα την εξέλιξη των κερδών της ΕΚΤ σε σχέση με την κρίση, καθώς επίσης με τη μη συμβατική νομισματική πολιτική (QE), οι καθοριστικοί παράγοντες ήταν το μέγεθος και η σύνθεση του Ισολογισμού της – καθώς επίσης τα εκάστοτε ποσοστά απόδοσης του ενεργητικού και παθητικού της. Ειδικότερα, η επέκταση του ενοποιημένου Ισολογισμού του Ευρωσυστήματος έλαβε χώρα σε δύο φάσεις, με αφετηρία την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.
(α) Η πρώτη φάση είχε σχέση με την έλλειψη ρευστότητας των εμπορικών τραπεζών που έπρεπε να καταπολεμηθεί και η οποία επιδεινώθηκε κατά τη χρηματοπιστωτική κρίση – ενώ ολοκληρώθηκε με ορισμένα ειδικά προγράμματα, όπως αυτά για τη στήριξη των υπερχρεωμένων χωρών της Ευρωζώνης (Securities Markets Programs), καθώς επίσης για την αναχρηματοδότηση των τραπεζών με καλυμμένα, με εγγυημένα δηλαδή ομόλογα (Covered Bonds, Purchase Program 1, CBPP2).
Η πρώτη φάση έφτασε στο ζενίθ της το καλοκαίρι του 2012, ενώ αμέσως μετά συρρικνώθηκε ξανά ο Ισολογισμός του Ευρωσυστήματος σταδιακά – επειδή οι τράπεζες επέστρεψαν τα δάνεια εκτάκτου ανάγκης που είχαν λάβει, αφού χαλάρωσε σε κάποιο βαθμό η κατάσταση με τη δήλωση του επικεφαλής της ΕΚΤ ότι θα κάνει τα πάντα για να διασώσει το ευρώ.
(β) Η δεύτερη φάση ξεκίνησε το Φθινόπωρο του 2014, εν πρώτοις ωθούμενη από το τρίτο πρόγραμμα αγοράς εγγυημένων ομολόγων (CBPP3) – στη συνέχεια από το πρόγραμμα τίτλων καλυμμένων με περιουσιακά στοιχεία (Asset-Backed Securities Purchase Programs – ABSPP). Η διόγκωση τώρα του Ισολογισμού του Ευρωσυστήματος επιταχύνθηκε πολύ έντονα την Άνοιξη του 2015, με τη διεύρυνση της αγοράς ομολόγων, όσον αφορά τα κράτη (Public Sector Purchase Program, PSPP) – με την πολιτική δηλαδή της ποσοτικής χαλάρωσης (QE) που ξεκίνησε η ΕΚΤ, με την αδικαιολόγητη καθυστέρηση αρκετών ετών, την οποία πλήρωσε πανάκριβα η Ελλάδα.
Ειδικότερα, στη χώρα μας επιβλήθηκε αφενός μεν το εγκληματικό PSI το 2012, ατυχώς μερικούς μήνες πριν η ΕΚΤ μειώσει τα επιτόκια δανεισμού όλων των χωρών της Ευρωζώνης επεμβαίνοντας στις αγορές, αφετέρου βρέθηκε το 2015 εκτός του QE, ως αποτέλεσμα της αρχικής μη συμμόρφωσης της νέας κυβέρνησης της – ενώ στη συνέχεια κυριολεκτικά δολοφονήθηκε, με το παράνομο κλείσιμο των τραπεζών από την ΕΚΤ και με τον αφελληνισμό ολόκληρου του τραπεζικού της συστήματος.
Επί πλέον στην καθυστερημένη τώρα νομισματική πολιτική της ΕΚΤ (QE), προστέθηκαν ακόμη δύο προγράμματα αναχρηματοδότησης με μακροπρόθεσμους στόχους – μέσω των οποίων όφειλε να ενισχυθεί απ’ ευθείας η παροχή δανείων εκ μέρους των τραπεζών προς την πραγματική οικονομία, με εξαίρεση την Ελλάδα (Target Long–term refinancingoperations, TLTROs). Η εξέλιξη όλων αυτών των προγραμμάτων φαίνεται στο γράφημα – από το οποίο διαπιστώνεται πως οι αγορές με το πρόγραμμα ΑΡΡ ήταν της τάξης των 60 δις € μηνιαία το 2015, έχοντας αυξηθεί στα 80 δις € το 2016, ενώ μειώθηκαν στα 60 δις € ξανά από τον Απρίλιο του 2017 και τελικά στα 30 δις € από τον Ιανουάριο του 2018.
Στα τέλη τώρα του 2018, όπου το πρόγραμμα ολοκληρώθηκε, έφτασε συνολικά στα 2,5 τρις € – ενώ η ΕΚΤ επιβεβαίωσε πως θα σταματήσει μεν τις καθαρές αγορές, αλλά θα ανακυκλώνει τα ληξιπρόθεσμα αξιόγραφα αγοράζοντας καινούργια. Με απλά λόγια δήλωσε πως δεν θα αυξήσει άλλο το γιγαντιαίο Ισολογισμό του Ευρωσυστήματος από τα 4,5 τρις € σήμερα – όπου όμως τα παλαιά προγράμματα, όπως το SMP, συρρικνώνονται από την πληρωμή των χρεολυσίων.
Ο Ισολογισμός της ΕΚΤ
Περαιτέρω, η επέκταση του Ισολογισμού της ΕΚΤ (και του Ευρωσυστήματος), μέσω της αγοράς προσοδοφόρων παγίων στοιχείων του Ενεργητικού (ομόλογα κλπ.), όφειλε αξιωματικά να αυξήσει τα κέρδη της – κάτι που έχει διαπιστωθεί με την Τράπεζα της Αγγλίας ή με τη Fed, αλλά όχι τόσο με την Τράπεζα της Ιαπωνίας ή της Ελβετίας. Όσον αφορά βέβαια τα κέρδη της ΕΚΤ, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο η πολιτική των αρνητικών επιτοκίων που ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2014 – όπου ουσιαστικά οι εμπορικές τράπεζες πλήρωναν τόκους αντί να εισπράττουν, για τις σχετικά μεγάλες ποσότητες χρημάτων που τοποθετούσαν ως εγγύηση στην κεντρική τράπεζα.
Από την άλλη πλευρά όμως η ΕΚΤ, στα πλαίσια του προγράμματος TLTRO2, πλήρωνε μία προμήθεια σε εκείνες τις εμπορικές τράπεζες που αύξαναν τη δανειοδότηση της πραγματικής οικονομίας – οπότε μειώνονταν ανάλογα τα κέρδη της, από τα αρνητικά επιτόκια που επέβαλλε. Η πολιτική τώρα των αρνητικών επιτοκίων της ΕΚΤ αφορά μεν μόνο τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια (τα οποία παραδοσιακά τοποθετούνται από την κεντρική τράπεζα ως ο λειτουργικός στόχος της νομισματικής της πολιτικής στις χρηματαγορές), αλλά σε συνδυασμό με το πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης (QE) μείωσε σε τέτοιο βαθμό τη δομή των επιτοκίων, ώστε σε ορισμένα κράτη του ευρώ τα μακροπρόθεσμα επιτόκια έπεσαν κάτω από το μηδέν – στην περίπτωση της Γερμανίας σχεδόν για όλα της τα ομόλογα έως δέκα έτη, με αποτέλεσμα να έχει επωφεληθεί με ένα συνολικό ποσόν της τάξης των 300 δις € (μία ακόμη πηγή απομύζησης των εταίρων της).
Αναλυτικότερα, όταν μία εθνική κεντρική τράπεζα όπως η γερμανική αγοράζει ομόλογα με συνεχείς αρνητικές αποδόσεις, τότε εγγράφει ζημίες εάν τα κρατήσει μέχρι τη λήξη τους. Από την άλλη πλευρά μπορεί να εισπράττει έσοδα μέσω των τραπεζικών εγγυήσεων από τις αγορές αυτές, στο ύψος των επιτοκίων από τη διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων – τουλάχιστον για εκείνο το διάστημα που είναι αρνητικά.
Τον Ιανουάριο τώρα του 2017 η ΕΚΤ αποφάσισε, στα πλαίσια του προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων (PSPP), να αγοράσει ομόλογα με αποδόσεις χαμηλότερες ακόμη και από τα αρνητικά επιτόκια αποδοχής καταθέσεων – κάτι που ήταν αντίθετο με την απαγόρευση που η ίδια τοποθέτησε στον εαυτό της, όσον αφορά τη μη διεξαγωγή ζημιογόνων εγχειρημάτων (τα οποία αφορούσαν κυρίως τη γερμανική κεντρική τράπεζα). Η αιτιολογία που ανέφερε ήταν η αυξανόμενη έλλειψη άλλων παγίων περιουσιακών στοιχείων, η οποία την «ανάγκασε» να προβεί σε τέτοιες αγορές – γεγονός που, όπως είπαμε, ωφέλησε σχεδόν αποκλειστικά τη γερμανική κεντρική τράπεζα.
Συνεχίζοντας, η εξέλιξη των μεγεθών της ΕΚΤ από το 1999 έως το 2017 φαίνεται στο γράφημα που ακλουθεί – όπου διαπιστώνεται ότι, τα καθαρά έσοδα της από τόκους, καθώς επίσης το κόστος λειτουργίας της, ήταν σταθερά τα τελευταία δέκα έτη. Εν τούτοις αντικατοπτρίζεται τόσο ο κύκλος των επιτοκίων, όσο και οι δύο φάσεις της νομισματικής πολιτικής που προαναφέραμε – επίσης η εξέλιξη του Ισολογισμού της μετά την κρίση.
Η θέση «Καθαρό αποτέλεσμα από χρηματοοικονομικές πράξεις…» συμπεριλαμβάνει τα πραγματοποιούμενα κέρδη/ζημίες, τις αποσβέσεις, καθώς επίσης τυχόν προσθήκες ή αναστροφές προβλέψεων μελλοντικών κινδύνων – ένα μέγεθος που παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερες διακυμάνσεις σε σχέση με τα έσοδα από τόκους. Πριν το 2007 το μέγεθος αυτό επηρεαζόταν κυρίως από την τιμή του χρυσού και από τις συναλλαγματικές ισοτιμίες – όπου το ύψος των πραγματοποιούμενων κερδών μεταξύ των ετών 2000 και 2002 (τότε πουλήθηκαν πολύ ακριβά συναλλαγματικά αποθέματα σε δολάρια για τη στήριξη του ευρώ), ακολούθησαν αργότερα ζημίες λόγω υψηλών αποσβέσεων στα συναλλαγματικά αποθέματα σε δολάρια, εξαιτίας της ανατίμησης του ευρώ.
Ειδικότερα, η ΕΚΤ ξεκίνησε το πρώτο έτος της με ζημίες της τάξης των 250 εκ. € – ενώ τα αποθεματικά της από τα χαμηλά κέρδη του 1998 που δεν διανεμήθηκαν, καθώς επίσης τα μονεταριστικά της έσοδα του 1999, δεν ήταν αρκετά για να καλύψουν τις ζημίες. Ως εκ τούτου επιβαρύνθηκαν απ’ ευθείας οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των χωρών του ευρώ, με ποσά αντίστοιχα με το «κλειδί» τους στην ΕΚΤ – ενώ οι υψηλότερες ζημίες τα έτη 2003 και 2004 καλύφθηκαν από τα μονεταριστικά της έσοδα, αφού είχαν καταναλωθεί τα αποθεματικά της.
Περαιτέρω, το 2005 η ΕΚΤ αποφάσισε να σχηματίσει μεγαλύτερα αποθεματικά για μελλοντικούς κινδύνους συναλλαγματικής ισοτιμίας, επιτοκίων και τιμών χρυσού– ενώ το 2009 με το CBPP1 συμπεριελήφθησαν και οι πιστωτικοί κίνδυνοι, με αποτέλεσμα από το 2005 έως το 2012 να έχει αυξήσει σε μεγάλο βαθμό τα αποθεματικά της, εις βάρος βέβαια των διανεμομένων κερδών που ήταν λιγότερα (από το 2005 έως το 2007 δεν διένειμε απολύτως τίποτα, ενδεχομένως προβλέποντας την κρίση).
Το 2009 τα πραγματοποιηθέντα (=μη λογιστικά) κέρδη της από αξιόγραφα και πωλήσεις χρυσού αυξήθηκαν σε μεγάλο βαθμό – ενώ από το 2010 έως το 2012 τα ίδια κεφάλαια της αυξήθηκαν σε τρεις φάσεις κατά 5 δις €,ταυτόχρονα με την .άνοδο των αποθεματικών της για μελλοντικούς κινδύνους (γράφημα). Από το 2014 τώρα και μετά η ΕΚΤ ανέλαβε νέες υποχρεώσεις στα πλαίσια του εποπτικού μηχανισμού που δρομολογήθηκε (Single Supervisory Mechanism), κάτι που φάνηκε στα «λοιπά έσοδα» και «λοιπές δαπάνες» του Ισολογισμού της.
Συνολικά τα κέρδη που διανεμήθηκαν στις εθνικές κεντρικές τράπεζες από την ΕΚΤ, περί το 1 δις € ετησίως, ήταν σχετικά σταθερά τα τελευταία χρόνια – ενώ σε σχέση με τη ραγδαία άνοδο του Ισολογισμού της μάλλον χαμηλά, όπως της Τράπεζας της Ιαπωνίας, κυρίως λόγω του σχηματισμού αποθεματικών για μελλοντικούς κινδύνους. Ως ποσοστό όμως επί του συνεχώς αυξανόμενου Ισολογισμού της τα αποθεματικά της μειώθηκαν, από 20% το 2014 σε λιγότερα από 10% το 2017.
Συνεχίζοντας, η ΕΚΤ είναι συνιστώσα του Ευρωσυστήματος, του οποίου η εξέλιξη φαίνεται στο γράφημα που ακολουθεί (Ισολογισμός από το 1999) – στο οποίο αναγνωρίζει κανείς αφενός μεν τις δύο φάσεις της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, αφετέρου τη μεγάλη άνοδο των αποθεματικών του συστήματος. Όσον αφορά το μέγεθος του Ισολογισμού έχει σχεδόν τετραπλασιαστεί – ενώ η άνοδος του διατηρήθηκε και το 2018, με την κυκλοφορία των χαρτονομισμάτων να έχει διπλασιαστεί.
Ως αποτέλεσμα πάντως των προγραμμάτων ρευστότητας των εμπορικών τραπεζών και της ποσοτικής χαλάρωσης (QE), αυξήθηκαν κυρίως τα αποθεματικά των τραπεζών – ενώ το Ευρωσύστημα φαίνεται να έχει σήμερα αποθεματικά έναντι κινδύνων της τάξης το 5-6% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης, από το οποίο το 6% είναι της ΕΚΤ.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, διαπιστώνεται μία έντονη διαφορά με το Ομοσπονδιακό Σύστημα της Fed – η οποία, με την πολιτική του QE που ξεκίνησε πρώτη το 2008, αύξησε σε μεγάλο βαθμό τα κέρδη της αποδίδοντας τα (μερίσματα) εξ ολοκλήρου στο αμερικανικό υπουργείο οικονομικών και στηρίζοντας τον προϋπολογισμό της χώρας.
Από την άλλη πλευρά τα αποθεματικά της Fed μειώθηκαν σημαντικά τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα να είναι σήμερα χαμηλότερα από τα συνήθη. Αντίθετα η ΕΚΤ μείωσε τα μερίσματα της και αύξησε τα ίδια κεφάλαια, καθώς επίσης τα αποθεματικά της – κάτι που συνέβη επίσης στο Ευρωσύστημα. Επομένως οι διαφορές μεταξύ των δύο κυρίαρχων κεντρικών τραπεζών είναι μεγάλες – ενώ θα ερμηνευθούν οι αιτίες σε μία επόμενη ανάλυση.
Πηγές: ECB, Bibow
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου