Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

Η λάθος συνταγή της «εισαγόμενης ανάπτυξης»


Πώς οι ξένες επενδύσεις μπορούν να οδηγήσουν την οικονομία σε λάθος κατεύθυνση και να επαναφέρουν τα προ κρίσης προβλήματα. Ποια πρέπει να είναι η στρατηγική για το Ασφαλιστικό. 

Γράφουν οι Γ. Ρομπόλης και Β. Μπέτσης.

Με την ελληνική οικονομία να βαδίζει, τουλάχιστον τυπικά, στη μεταμνημονιακή περίοδο, στη δημόσια πολιτική και επιστημονική συζήτηση αναδεικνύεται με έμφαση, μεταξύ των άλλων, η αναγκαιότητα αλλαγής του παραγωγικού προτύπου της δανειακής ανάπτυξης, της εισαγόμενης «έτοιμης» εκβιομηχάνισης και των ενδιάμεσων δραστηριοτήτων (υπηρεσίες, εμπόριο, τουρισμός, οικοδομή).
Πρόκειται για το πρότυπο που οδήγησε στο τεχνολογικό, παραγωγικό (αρχές δεκαετίας του 2010 η ελληνική οικονομία παρήγαγε μόνο το 27% των προϊόντων που κατανάλωνε) και κοινωνικό έλλειμμα. Ακριβώς αυτή η τεχνολογική και παραγωγική αποδιάρθρωση οδήγησε άλλωστε, κατά βάση, στην κρίση δανεισμού (2009), η οποία με τις ασκούμενες νεοφιλελεύθερες πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης των τριών μνημονίων μετεξελίχθηκε σε κρίση χρέους, παραγωγική καθίζηση, ιδιωτικοποιήσεις, ύφεση, ανεργία, αποδιάρθρωση του κοινωνικού κράτους, κοινωνικές ανισότητες και φτωχοποίηση (κατά 38%) του πληθυσμού.
Με βάση τα δυσμενή αυτά αναπτυξιακά, οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα, προβληματίζει ανησυχητικά η έντονη επίκληση πολιτικών και επιχειρηματικών φορέων της χώρας μας προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και προς το ξένο κεφάλαιο, να επενδύσουν μαζικά και να χρηματοδοτήσουν την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Μία τέτοια επιλογή, όπως και κατά το παρελθόν, εμβαθύνει την εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας, συρρικνώνει τις αναπτυξιακές δυνατότητες αυτοτελούς παραγωγής πλούτου και περιορίζει τον ηγετικό ρόλο που αντικειμενικά μπορεί να αναλάβουν οι εγχώριες επενδύσεις (δημόσιες και ιδιωτικές) της χώρας μας. Κι αυτό γιατί, σύμφωνα με την αντίστοιχη διεθνή βιβλιογραφική γνώση και τη μακρόχρονη ελληνική και διεθνή εμπειρία, ο προσανατολισμός της αναπτυξιακής και χρηματοδοτικής επιλογής καθώς και το περιεχόμενο του αναπτυξιακού, τεχνολογικού και παραγωγικού μοντέλου στην ελληνική οικονομία, θα συνάδουν με τις επενδυτικές στρατηγικές επιλογές των ξένων επενδυτών προς την κατεύθυνση, κατά βάση, τεσσάρων πεδίων οικονομικής δραστηριότητας: των υπηρεσιών, των δικτύων, του τουρισμού, της ενέργειας-υδρογονανθράκων, του real state και του διαμετακομιστικού εμπορίου.

Αυτό θα συντελεστεί, μάλιστα, παράλληλα με την καθίζηση του μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους εργασίας, απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, ευελιξίας της απασχόλησης, αποδιάρθρωσης του κοινωνικού κράτους, μετάβασης του διανεμητικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στο υψηλού κοινωνικο-οικονομικού κινδύνου σύστημα των ατομικών λογαριασμών.
Εξάλλου, αυτό ακριβώς το μοντέλο της εισαγόμενης «ανάπτυξης» που κατηύθυνε, στον βαθμό που το αφορά, την ελληνική οικονομία στις αρχές της δεκαετίας του 2010 στην κρίση δανεισμού κ.λπ., εφαρμοζόμενο σε διεθνές επίπεδο (π.χ. Λατινική Αμερική, Αφρική κ.λπ.) οδήγησε και οδηγεί, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, οικονομικούς σχηματισμούς με πλούσιους παραγωγικούς πόρους (π.χ. ενέργεια, πολύτιμα μέταλλα, πρώτες ύλες κ.λπ.) και ανθρώπινο δυναμικό στην υπανάπτυξη και στην εξωτερική μετανάστευση του πληθυσμού, από τη χρηματοδότηση και τη δραστηριότητα, κατά βάση, των ξένων επενδύσεων.
Έτσι, το συντελούμενο παραγωγικό και κοινωνικό έλλειμμα θα οδηγήσει, όπως άλλοτε, τόσο στην αύξηση του δανεισμού και του χρέους, όσο και στη διεύρυνση του ξένου κεφαλαίου (ξένες άμεσες επενδύσεις, funds κλ.π.) σε διεθνή πεδία ιδιοποίησης νέων πόρων στη σφαίρα της παραγωγής και της κυκλοφορίας του κεφαλαίου, με αποτέλεσμα την εντυπωσιακή αύξηση των ανισοτήτων και «του διεθνούς χρέους σε επίπεδο τριπλάσιο του παγκόσμιου εισοδήματος».
Στο αναπτυξιακό και κοινωνικό αυτό πλαίσιο της Σχολής του Σικάγου (M. Friedman) που επιβάλλουν, κατά βάση, στις χώρες η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (Δ.Ν.Τ.) εντάσσεται και η αντικατάσταση του διανεμητικού συστήματος καθορισμένων παροχών από κεφαλαιοποιητικά συστήματα ατομικών λογαριασμών (M.Friedman: Καπιταλισμός και Ελευθερία, εκδόσεις Κ. Παπαδόπουλος, Αθήνα 2012, σελ. 251 και 258-259), προκειμένου η προκαλούμενη αύξηση των συνταξιοδοτικών δαπανών να επιβαρύνει τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους αντί να επιβαρύνει τον κρατικό και κοινωνικό προϋπολογισμό.
Από την άποψη αυτή, η ρητορική ότι από τη γήρανση του πληθυσμού επηρεάζονται μόνο τα διανεμητικά συστήματα καθορισμένων παροχών και όχι τα συστήματα των ατομικών λογαριασμών (καθορισμένων εισφορών) είναι εσφαλμένος. Η παρατήρηση αυτή έχει επισημανθεί στη διεθνή βιβλιογραφία και για αυτόν ακριβώς τον λόγο οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές έχουν ήδη εκδώσει οδηγία (Έκθεση Συνταξιοδοτικών Παροχών) για την ορθή και πλήρη πληροφόρηση των ασφαλισμένων που συμμετέχουν σε συνταξιοδοτικά προγράμματα ατομικών λογαριασμών (καθορισμένων εισφορών).

Γήρανση και επενδυτικές επιλογές

Πιο συγκεκριμένα, οι Εποπτικές Αρχές, αναφέροντας τη μελλοντική πορεία της αγοραστικής δύναμης του ασφαλισμένου, επιβάλλουν στα συνταξιοδοτικά προγράμματα καθορισμένων εισφορών την παροχή στον ασφαλισμένο επαρκών πληροφοριών για το πιθανό μελλοντικό ύψος του συντελεστή αναπλήρωσης, λαμβάνοντας υπόψη με διάφορα σενάρια την εξέλιξη του προσδόκιμου ζωής, το ύψους του πληθωρισμού, τη μεταβλητότητα των επιτοκίων και την πιθανή απόδοση των επενδύσεων, η οποία συσχετίζεται με τον κίνδυνο των αγορών. Επιπλέον, το βασικότερο επιχείρημα ότι η γήρανση του πληθυσμού επιφέρει την κατάρρευση του διανεμητικού συστήματος (αύξηση του δείκτη εξάρτησης από το 33,4% το 2016 σε 63,1% το 2070, σύμφωνα με τη Eurostat) είναι αυτό που καθιστά προβληματική την υπόθεση εργασίας ότι η επενδυτική απόδοση μπορεί να επιφέρει ένα υψηλό (άνω του 50%) συντελεστή αναπλήρωσης.
Κι αυτό γιατί η γήρανση του πληθυσμού προκαλεί αλλαγή στην ηλικιακή δομή ενός πληθυσμού (δημογραφική πυραμίδα) και αυτή η αλλαγή στην ηλικιακή δομή, σύμφωνα με μελέτη των επενδυτικών οίκων Credit Swiss και Fidelity, επηρεάζει τις προτιμήσεις των ασφαλισμένων/επενδυτών σχετικά με την ανάληψη κινδύνων, τις επενδυτικές επιλογές και τη ροπή προς αποταμίευση ενός γερασμένου πληθυσμού.
Αυτή ακριβώς η διαπίστωση έχει προκαλέσει μία ανησυχία στους επενδυτικούς οίκους ότι στο μέλλον θα είναι δυσκολότερη η επίτευξη υψηλών επενδυτικών αποδόσεων, οι οποίες επιπλέον θα πιέζονται ακόμη περισσότερο από την τάση για υψηλό πληθωρισμό.
Έτσι, εάν στις μελλοντικές αποδόσεις επενδύσεων ληφθεί υπόψη η αλλαγή που θα φέρει στις επενδυτικές επιλογές η γήρανση του πληθυσμού, οι ανησυχίες για υψηλό πληθωρισμό λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, το κόστος διαχείρισης των αποθεματικών και το ύψος του αναλαμβανόμενου κινδύνου, τότε οι πραγματικές αποδόσεις επενδύσεων θα είναι πολύ μικρότερες από αυτές που αναμένονται.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Χιλή, όπου όταν συντελέσθηκε η αλλαγή του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης με την εισαγωγή των ατομικών λογαριασμών, οι υποστηρικτές της «μεταρρύθμισης» υπόσχονταν στους ασφαλισμένους ότι μετά από 35 έτη εργασίας θα εξασφάλιζαν συντελεστή αναπλήρωσης 70% κατά τη συνταξιοδότηση. Μετά από 35 χρόνια εφαρμογής του συστήματος των ατομικών λογαριασμών στη Χιλή, ο μέσος συντελεστής αναπλήρωσης ήταν στο 30% και αυτό συνέβη λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, των μεσοδιαστημάτων ανεργίας και των πολύ μικρότερων επενδυτικών αποδόσεων που επιτεύχθηκαν τελικά.

Ποιος πληρώνει τελικά το... μάρμαρο;

Το σημαντικότερο όμως πρόβλημα της αντικατάστασης του διανεμητικού συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης από ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα ατομικών λογαριασμών είναι η χρηματοδότηση των συντάξεων των σημερινών συνταξιούχων, καθώς και τα δεδουλευμένα (μέχρι σήμερα) δικαιώματα των σημερινών εργαζομένων/ασφαλισμένων. Αυτό που στη διεθνή βιβλιογραφία ορίζεται ως κόστος μετάβασης από το διανεμητικό στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα των ατομικών λογαριασμών. Δηλαδή, οι σημερινοί εργαζόμενοι θα πρέπει όχι μόνο να αποταμιεύουν για τη δική τους μελλοντική σύνταξη στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα, αλλά θα πρέπει να συνεχίσουν να εισφέρουν για την απρόσκοπτη καταβολή των συντάξεων των σημερινών συνταξιούχων του διανεμητικού συστήματος. Το κόστος αυτό μετάβασης για την Ελλάδα έχει υπολογιστεί στα 120 δισ. ευρώ (κύρια σύνταξη) και 55 δισ. ευρώ (επικουρική σύνταξη).
Το εύρημα αυτό σημαίνει ότι όσο θα διαρκέσει η μετάβαση από το διανεμητικό στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα των ατομικών λογαριασμών, η γενιά (ή και οι γενιές) της μετάβασης θα πρέπει να αναλάβει(ουν) να επωμισθούν αυτό το τεράστιο κόστος.
Η άλλη περίπτωση είναι το κόστος αυτό να το επωμισθεί το κράτος. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει το κράτος, σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα του Δημοσίου Τομέα (IPSAS), να αναγνωρίσει άμεσα αυτό το έλλειμμα στους κρατικούς προϋπολογισμούς. Η περίπτωση των ομολόγων αναγνώρισης σημαίνει τη μετάθεση στο μέλλον και σταδιακά την αναγνώριση του ελλείμματος στους κρατικούς προϋπολογισμούς. Όμως, η ουσία της καταβολής των συντάξεων των σημερινών συνταξιούχων παραμένει, οπότε το κράτος θα πρέπει πέρα από τα τοκοχρεολύσια των δανείων που έχει να πληρώσει μέχρι το 2060, να επωμισθεί και το τεράστιο κόστος μετάβασης από το διανεμητικό στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα.
Από την άποψη αυτή, είναι προφανής η αρνητική συμπεριφορά των αγορών, όταν το κράτος στην Ελλάδα αναγγείλει ότι θα αναλάβει να χρηματοδοτήσει το έλλειμμα που προέρχεται από το κόστος μετάβασης, επιπλέον των δανειακών υποχρεώσεων που έχει αναλάβει.
Για τους λόγους αυτούς, άλλωστε, στη διεθνή βιβλιογραφία δεν προτείνεται η αντικατάσταση ενός συνταξιοδοτικού διανεμητικού συστήματος από ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα ατομικών λογαριασμών καθώς εμπεριέχει μεγάλη πολυπλοκότητα και τεράστιο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό κόστος. Αντ’ αυτού προτείνονται σχεδιασμένες, μετρήσιμες μακροχρόνια παραμετρικές παρεμβάσεις οικονομικής βιωσιμότητας και κοινωνικής αποτελεσματικότητας, σε συνδυασμό και με τη θεσμοθέτηση επιπλέον πόρων (όπως, για παράδειγμα, στη Νορβηγία), προκειμένου τα υπάρχοντα διανεμητικά συστήματα να διατηρηθούν σε μακροχρόνια κοινωνικο-οικονομική ισορροπία.
Εξειδικεύοντας τον προσανατολισμό αυτόν στην Ελλάδα, η αναγκαία κατεύθυνση που επιβάλλεται να ακολουθήσει το σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων στη χώρα μας είναι αυτή που στο πλαίσιο του ανώτερου ορίου των συνταξιοδοτικών δαπανών στο 16% του ΑΕΠ, απαιτείται να σχεδιαστεί η ποσοτική και ποιοτική αναβάθμιση των συνταξιοδοτικών και γενικότερα των κοινωνικο-ασφαλιστικών παροχών.
Παράλληλα βέβαια, απαιτείται ο ουσιαστικός σχεδιασμός και η αποτελεσματική υλοποίηση της τεχνολογικής και παραγωγικής ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας, στην κατεύθυνση περισσότερο της παραγωγής και λιγότερο της πραγματοποίησης προστιθέμενης αξίας.

* Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι ομ. Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου και ο Βασίλειος Γ. Μπέτσης υποψήφιος Διδάκτορας Παντείου Πανεπιστημίου.



euro2day

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου