Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

Συμβολαιακή γεωργία: θεσμοθετημένη τραπεζική κερδοσκοπία


Πέρα για πέρα δίκιο είχαν οι αγρότες στα μπλόκα της Ελλάδας τον περσινό χειμώνα που κατήγγειλαν την κυβέρνηση ότι με τα μέτρα που θα εφαρμόσει στη γεωργία κι όσα έχει ήδη εφαρμόσει (αύξηση συντελεστή φορολόγησης αγροτικού εισοδήματος από 13% στο 20% για το 2016 και στο 26% για το 2017, αύξηση ΦΠΑ στα αγροτικά μέσα κι εφόδια από 13% σε 23% και κυρίως αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών από 7% στο 20%, κ.α.) θα αναγκάσει χιλιάδες μικρομεσαίους αγρότες να βγουν από την παραγωγή. Ωστόσο, η επαπειλούμενη συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού είναι η μια όψη των δρομολογούμενων εξελίξεων στην αγροτική παραγωγή. Και δεν είναι η κυρίαρχη…
Του Λεωνίδα Βατικιώτη
Η άλλη όψη, που είναι η δεσπόζουσα μάλιστα, σχετίζεται με την εκ βάθρων αναδιάρθρωση του αγροτικού τομέα. Κοινό γνώρισμα αυτών των τάσεων είναι το ξαναστήσιμο γενικότερα της αγροτικής παραγωγής (συμπεριλαμβανομένης της αλιείας και της κτηνοτροφίας) σε αμιγώς επιχειρηματικές βάσεις. Ξεχάστε εν ολίγοις τις μικρές γεωργικές εκμεταλλεύσεις που ήταν στημένες με επίκεντρο την οικογενειακή εργασία. Η αναδυόμενη γεωργία θα είναι οργανικά συνδεδεμένη με την υπόλοιπη οικονομία και τους ακρογωνιαίους λίθους της, όπως είναι οι τράπεζες.
Σε δούρειο ίππο για την άλωση του αγροτικού τομέα από το χρηματοπιστωτικό σύστημα αναδεικνύεται η συμβολαιακή γεωργία. Η αλήθεια είναι πως τα συμβόλαια στη γεωργία δεν περίμεναν τις τράπεζες να δημιουργήσει τις δικές τους διευθύνσεις επιβάλλοντας στους γεωργούς να καταστρώνουν μπίζνες πλαν και ταμειακές ροές. Υπήρχε εδώ και πολλά χρόνια. Εταιρείες ζυμαρικών με σιτοπαραγωγούς, ζυθοποιίες με παραγωγούς κριθαριού, ελαιουργεία με ελαιοπαραγωγούς και καπνοβιομηχανίες με καπνοπαραγωγούς σύναπταν εδώ και δεκαετίες συμβόλαια ώστε η παράδοση των πρώτων υλών να είναι εγγυημένη κι εκ των προτέρων συμφωνημένη, αντί να τρέχουν τα τμήματα προμηθειών τελευταία στιγμή να βρουν τους κατάλληλους προμηθευτές.

Οι τράπεζες όμως, πράγματι, κομίζουν κάτι νέο – κι αυτό δεν είναι ούτε ελπιδοφόρο, ούτε επωφελές για τους αγρότες, όπως επαναλαμβάνουν τα πληρωμένα δημοσιεύματα στον Τύπο. Πίσω από τα πράγματι εντυπωσιακά μεγέθη των δανείων ύψους 680 εκ. ευρώ που έχει προσφέρει μία μόνο τράπεζα (από 400 πριν ενάμισι χρόνο) σε 170 συνεταιρισμούς την τελευταία τριετία μέσω δράσεων συμβολαιακής γεωργίας καταφέρνοντας να εμπλέξει 17.000 παραγωγούς που απασχολούν 14.000 εργαζόμενους κρύβεται η άλωση της γεωργίας από το χρηματοπιστωτικό σύστημα, η μετατροπή των γεωργών σε σύγχρονους κολίγους που αντί να δουλεύουν για τους γαιοκτήμονες και την αριστοκρατία της γης θα δουλεύουν – και αυτοί – για την αριστοκρατία του χρήματος.
Αμαρτωλά τρίγωνα στη γεωργία
Η συμβολαιακή γεωργία αφορά μια τριγωνική σχέση μεταξύ αγροτών – παραγωγών από τη μια, μεταποιητών – εμπόρων από την άλλη, και της τράπεζας που αναλαμβάνει το ρόλο του ενδιάμεσου και εγγυητή. Κι αυτός ακριβώς ο παράγοντας, η τράπεζα, είναι που μετατρέπει τη φυσιολογική, στη γενική της μορφή, σχέση αγροτών – εμπόρων σε …παρά φύσιν. Η παρουσία της, που υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν περιττή, εμφανίζεται ως αναγκαία και σωτήρια γιατί πριν απ’ όλα εξασφαλίζει τη ρευστότητα. Παρέχει «εδώ και τώρα» τα ποσά που είναι απαραίτητα για να κινηθεί ακόμη κι ο νέος αγρότης (19-40 ετών) υπό τον όρο να υποθηκεύσει στην τράπεζα την επιδότηση του ΟΓΑ, ύψους 10.000 ευρώ. Κι από κει και πέρα η τράπεζα του παρέχει το ρευστό που είναι απαραίτητο, αφού φυσικά τον επιβαρύνει με ένα καθόλου αμελητέο αναπροεξοφλητικό επιτόκιο, ύψους άνω του 7%. Η τράπεζα επιβάλλει την παρουσία της κι έτσι γίνεται ο κόμβος γύρω από τον οποίο συναρθρώνονται όλες οι συναφείς δραστηριότητες δίνοντας σε κάθε αγρότη που θα συνεργαστεί μαζί της μια κάρτα (σαν τις πιστωτικές – χρεωστικές) με την οποία μπορεί να προμηθεύεται από τα συνεργαζόμενα με αυτήν καταστήματα πώλησης γεωργικών εφοδίων, λιπασμάτων και μηχανημάτων ό,τι χρειάζεται. Και το κόστος των αγορών χρεώνεται στο λογαριασμό του, που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι δάνειο. Με τον καιρό ασκείται μια τρομακτική πίεση στους εμπόρους να προμηθευτούν το κατάλληλο POS και μέσω αυτού να συνεργαστούν με την τράπεζα και στους αγρότες να ψωνίζουν μέσω αυτού του μηχανισμού, που δε απαιτεί ρευστό, λύνοντας έτσι ένα τεράστιο πρόβλημα που υπάρχει στη γεωργική παραγωγή όπου ο παραγωγός καλείται σταθερά να χρηματοδοτεί την παραγωγή του για να πληρωθεί μετά από έξι μήνες, κι αυτό στην καλύτερη περίπτωση, που δεν θα έχει μεσολαβήσει κάποια θεομηνία ή αρρώστια που θα καταστρέψει την παραγωγή. Η τράπεζα άρει αυτή την αβεβαιότητα, προφανώς με το αζημίωτο, δένοντας όμως χειροπόδαρα τον αγρότη με ένα συμβόλαιο και μετατρέποντάς τον σε δανείου υποτελή. Με αυτό το μηχανισμό από τα κάτω και σιωπηρά η κάθε τράπεζα μετατρέπεται και σε γαιοκτήμονα, επαναφέρει σχέσεις δουλείας που ήκμασαν στην ύπαιθρο μέχρι και πρώτο μισό του 20ου αιώνα, για να εγκαταλειφθούν στη συνέχεια λόγω των αγώνων και των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων.
Η συμβολαιακή γεωργία διευκολύνει βραχυπρόθεσμα τον αγρότη και με έναν ακόμη τρόπο: Συμβολαιοποιώντας και την τιμή, πέρα από την ποσότητα. Άμεση συνέπεια είναι πω το ερώτημα για την τιμή που θα πιάσει στην αγορά το προϊόν εξαλείφεται κι η αγωνία του αγρότη για το αν θα έχει τιμή τερματίζεται. Κι έτσι μπορεί να εξηγηθεί ή έκταση που έχει λάβει το φαινόμενο, καθώς σύμφωνα με έκθεση του τμήματος γεωπονίας του ΑΠΘ που παρουσιάστηκε στην έκθεση Agrotica 2014, το 13,7% των ελλήνων γεωργών έχει υιοθετήσει τη συμβολαιακή γεωργία, ενώ ένα ποσοστό 24,8% ενδιαφερόταν να ενταχθεί σε σχετικά προγράμματα. Εξαλείφεται ωστόσο το ερώτημα της τιμής κι ο κίνδυνος προς όφελος της τράπεζας που θα μπορεί κάλλιστα να ασφαλίζει την τιμή του προϊόντος στην αγορά των παραγώγων, μεταθέτοντας το κίνδυνο σε άλλους αντισυμβαλλόμενους και κρατώντας η ίδια, εκ του ασφαλούς, το πιο σίγουρο μέρος της πρόβλεψης για την εξέλιξη της τιμής. Τα περισσότερα άλλωστε από τα προϊόντα που εντάσσονται στη συμβολαιακή γεωργία (βαμβάκι, γάλα, καπνά, κ.α.) αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε χρηματιστήρια εμπορευμάτων. Κι εκεί, η υπόσταση κάθε παίκτη και τα στοιχήματα που μπορεί να βάλει είναι συνάρτηση των ποσοτήτων τις οποίες μπορεί να διαπραγματευτεί. Οι ελληνικές τράπεζες επομένως χρησιμοποιεί τον έλληνα αγρότη για να πάρουν «άδεια κυνηγιού» και να παίξουν στα πιο χοντρά κερδοσκοπικά παιχνίδια. Κι αυτό μάλιστα θα συντελεσθεί σε βάρος άλλων κριτηρίων, όπως για παράδειγμα η παραγωγή χρήσιμων αγροτικών προϊόντων ή η διατροφική επάρκεια της χώρας.
Οι αγρότες γίνονται μισθωτοί
Σε ό,τι δε αφορά τον αγρότη η εγγυημένη, προκαθορισμένη τιμή του προϊόντος τον μετατρέπει σε μισθωτό, ακυρώνοντας την πρόοδο που είχε συντελεστεί από τη δεκαετία του ‘80 κι έπειτα όταν η κοινωνική και εισοδηματική θέση του αγρότη βελτιωνόταν. Η μεταβίβαση του κινδύνου των ακραίων τιμών στην τράπεζα, που πλέον θα τους διαχειρίζεται επαγγελματικά, ισοδυναμεί με την αλλαγή του στάτους του: από έρμαιο του καιρού σε υποχείριο της τράπεζας. Αυτός ο υποβιβασμός επ’ ουδενί δεν αποτρέπει το κράτος από το να τον αντιμετωπίζει ως επιχειρηματία, όταν του αλλάζει το φορολογικό πλαίσιο, καταργώντας το προηγούμενο ευνοϊκό καθεστώς.
Η χρηματιστικοποίηση της γεωργίας, που δε θα είχε συντελεστεί, τουλάχιστον στο σημερινό βαθμό, αν η Αγροτική  Τράπεζα παρέμενε δημόσια καταφέρνει κάτι ακόμη που εκ πρώτης όψεως μοιάζει παράδοξο: υπαγάγει ευθέως και ουσιαστικά τη γεωργία στην μεταποίηση. Καθετοποιεί την παραγωγή, προσθέτοντας εκείνη τη λειτουργία που υποσχέθηκαν να φέρουν σε πέρας οι συνεταιρισμοί, πριν περάσουν στην ανυποληψία από τη στιγμή που έγιναν θερμοκήπια σκανδάλων και εκκολαπτήρια παροιμιώδους διαφθοράς. Οι τράπεζες έτσι δουλεύουν μεν για τα στενά τους συμφέροντα, την επιβολή τόκων και προμηθειών, εξυπηρετούν όμως και την απρόσκοπτη τροφοδοσία των βιομηχανιών με πρώτη ύλη, όπως είναι τα γεωργικά προϊόντα. Ας μην ξεχνούμε άλλωστε ότι ο κλάδος τροφίμων και ποτών αποτελούσε ανέκαθεν κλάδο στρατηγικής σημασίας της ελληνικής οικονομίας, με αυξημένο ειδικό βάρος. Και η ίδια η αγροτική παραγωγή αποτελεί αιχμή του δόρατος της ελληνικής οικονομίας. Αρκεί να αναφερθεί πως το πρώτο δεκάμηνο του 2015 σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2014 η μεγαλύτερη αύξηση στις εξαγωγές, ύψους 14,8%, καταγράφηκε στα αγροτικά προϊόντα, όταν στα βιομηχανικά προϊόντα καταγράφηκε αύξηση της τάξης του 7,9% και στο σύνολο των εξαγωγών μείωση ύψους 5,5%. Ως αποτέλεσμα, στο σύνολο των εξαγωγών για την προαναφερόμενη περίοδο το μερίδιο των αγροτικών προϊόντων αυξήθηκε στο 20,3%, όταν ένα χρόνο πριν ήταν 16,7%, παρότι μάλιστα το εμπορικό ισοζύγιο των αγροτικών προϊόντων είναι ελλειμματικό εξ αιτίας της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής.
Η σημασία που έχει η συμβολαιακή γεωργία στο πλαίσιο των αναδιαρθρώσεων που συντελούνται στην ύπαιθρο υπογραμμίζεται από την ώθηση που της δίνει η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική 2014-2020, η οποία έχει εντάξει τη συμβολαιακή γεωργία στις βασικές της προτεραιότητες, μεταφέροντας στην Ευρώπη μια παγκόσμια τάση. Μαζί φυσικά με μια σειρά άλλων στόχων που αλλάζουν άρδην τη φύση της αγροτικής παραγωγής, όπως η σταδιακή περικοπή των επιδοτήσεων κατά 60% μέχρι το 2019, με τους πρώτους που επλήγησαν να είναι 90.000 αγρότες που δικαιούνταν επιδότηση μέχρι 250 ευρώ. Οι επιδοτήσεις δηλαδή αφαιρέθηκαν απ’ όσους τις είχαν μεγαλύτερη ανάγκη και μπορούσαν χάρη σε αυτές να συνεχίζουν να καλλιεργούν και να πληρώνουν τους προμηθευτές τους…
Σε λίγους η γη
Οι φτωχοί ήταν οι μεγάλοι χαμένοι της τελευταίας δεκαετίας με κριτήριο επίσης την κατανομή της γης. Από το 2000 ως το 2010 σημειώθηκε μια μεγάλης έκτασης πόλωση της ιδιοκτησίας στη γη, με τους πλούσιους να αποκτούν ακόμη περισσότερη γη και τους φτωχούς να βλέπουν τον κλήρο τους να εξανεμίζεται. Συγκεκριμένα, με βάση στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας οι αγρότες με ιδιοκτησία έως 50 στρέμματα κατείχαν το 2000 περίπου 10,5 εκ. στρέμματα, ενώ μια δεκαετία αργότερα η ιδιοκτησία τους μειώθηκε στα 8,9 εκ. στρέμματα. Στο άλλο άκρο της ιδιοκτησιακής κλίμακας, οι αγρότες που είχαν στην κατοχή τους πάνω από 250 στρέμματα αύξησαν θεαματικά την καλλιεργούμενη έκτασή τους: από 8,8 εκ. στρέμματα το 2000, σε 10,8 εκ. στρέμματα  το 2010. Εξ ίσου «γενναιόδωρη» στάθηκε η δεκαετία του 2000 και για μια ακόμη μικρότερη μειοψηφία, όσων έχουν κλήρο άνω των 1.000 στρεμμάτων, που μπορούν να παρομοιαστούν με το μισητό 1% της υπαίθρου. Το 2000 ήταν μόνο 925 άτομα και το 2010 έφτασαν τους 1.498 (αυξήθηκαν περισσότερο από 50%), ενώ η γη που είχαν στην κατοχή τους από 1.616 στρέμματα έφτασε τα 2.506. Η συγκέντρωση της γης σε ολοένα και λιγότερα χέρια σημαίνει την ισχυροποίηση της θέσης των πλουσίων του χωριού έναντι της πλειοψηφίας που σιγά – σιγά και σταθερά χάνει από τον έλεγχό της τα βασικότερα μέσα παραγωγής που κατείχε, όπως είναι η γη. Σε αυτό το πλαίσιο η εξάρτησή της από το μεροκάματο γίνεται πιο στενή, ενώ οι ακτήμονες παύουν να εξασφαλίζουν από τη γη και τα δικά τους μέσα καθημερινής διατροφής και συντήρησης (χόρτα, φρούτα, πουλερικά, κ.α.). Εύκολα μπορεί ο οποιοσδήποτε να προβλέψει πως από το 2010 και έπειτα αυτή η τάση θα εμφανίστηκε ακόμη πιο ισχυρή καθώς η αυξημένη φορολογία, ελέω Μνημονίων, οδήγησε χιλιάδες αγρότες και πολλούς περισσότερους κατοίκους των αστικών περιοχών να ξεφορτωθούν κομμάτια γης που δεν προσφέρονται για εκμετάλλευση. Δεν λείπουν μάλιστα κι εκείνοι που θέλουν να πουλήσουν εκτάσεις γης που έχουν από κληρονομιές και δεν μπορούν να τις πουλήσουν, γιατί απλώς κανείς δεν ενδιαφέρεται να αγοράσει. Αντίθετα δηλαδή με ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν όταν η ιδιοκτησία στη γη ήταν μια επένδυση σχετικά ανέξοδη μετά την αγορά, καθώς δεν επέσειε κόστος συντήρησης ή κατοχής.
Η τάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης της γεωργικής γης θα επιταχυνθεί απότομα από τον επόμενο χρόνο, το 2017, όταν η κυβέρνηση θα επιβάλει ΕΝΦΙΑ και στα αγροτεμάχια, όπως επίσης και σε όλες τις εκτός σχεδίου και οικισμού εκτάσεις. Η επιβολή ΕΝΦΙΑ και στα αγροτεμάχια θα διευκολυνθεί με την συμπλήρωση δύο νέων στηλών (με αριθμό 25 και 26) στον πίνακα 2 όπου δηλώνονται οι εκτός σχεδίου και οικισμού εκτάσεις οι οποίες προστέθηκαν στο νέο έντυπο του ΕΝΦΙΑ, που όλο και περισσότερο μοιάζει με κεφαλικό φόρο. Το αποτέλεσμα θα είναι να χάσει η ιδιοκτησία στην ύπαιθρο ένα σχετικά δημοκρατικό χαρακτήρα που διέθετε τις προηγούμενες δεκαετίες, εξ αιτίας της ανόδου των εισοδημάτων, προκαλώντας στη συνέχεια έναν ενάρετο κύκλο που συντελούσε στην κοινωνική ευημερία. Η μεγάλη διασπορά δηλαδή του κλήρου βοηθούσε τα φτωχά νοικοκυριά να ανταπεξέρχονται στις δυσκολίες της καθημερινής διαβίωσης και επέτρεπε στους ιδιοκτήτες τους να διατηρούν μια σχετική εισοδηματική ανεξαρτησία απέναντι στις μεγάλες αγροτοβιομηχανικές επιχειρήσεις της υπαίθρου ή τους εμπόρους. Όλα αυτά όμως θα ανήκουν στο παρελθόν όταν θα εισβάλει ο ΕΝΦΙΑ, από μια κυβέρνηση μάλιστα που ακόμη και τον Ιανουάριο του 2015 (δια στόματος μάλιστα του πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, στο πλαίσιο συνέντευξής του στην τηλεόραση του Σκάι) υποσχόταν την κατάργησή του και δεσμευόταν μάλιστα πως η «τρύπα» που θα δημιουργηθεί στα δημόσια ταμεία θα καλυφθεί από τον ανασχεδιασμό του φορολογικού συστήματος σε πιο δίκαιες βάσεις. Κι αυτό που είδαμε ήταν γενίκευση του ΕΝΦΙΑ και εμβάθυνση της φορολογίας στις ίδιες, άδικες βάσεις…
Έκρηξη της παραγωγικότητας στη γεωργία
Εξετάζοντας το θέμα της παραγωγικότητας, δεν αποκλείεται καθόλου ο συνδυασμός των παραπάνω παραγόντων (επέκταση της συμβολαιακής γεωργίας με μηχανοδηγό τις τράπεζες, και συγκέντρωση της γης σε ολοένα και λιγότερα χέρια με κινητήρια δύναμη τη φορολογία) να οδηγήσει στα ύψη την παραγωγικότητα της γεωργίας. Έτσι, να συνεχιστεί μια τάση που έγινε ορατή στην ύπαιθρο σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα κι είχε ως αιτίες της την εισαγωγή των μηχανημάτων και την υποκατάσταση των ζώων, τη χρήση λιπασμάτων, ζιζανιοκτόνων και εντομοκτόνων, την επέκταση της άρδευσης και τις οικονομίες κλίμακας που επέτρεπαν την εισαγωγή και αξιοποίηση μεθόδων εκμετάλλευσης στη γη που χαρακτηρίζονταν από ένταση κεφαλαίου και όχι ένταση εργασίας. Ενδεικτικά στοιχεία για να φανεί η έκρηξη στην παραγωγικότητα του πρωτογενούς τομέα περιλαμβάνουν τον τετραπλασιασμό των καλλιεργειών αραβοσίτου ανά ακρ στις ΗΠΑ το διάστημα 1930-2000 όταν από 30 βαρέλια έφτασαν τα 130 ανά ακρ και τον τριπλασιασμό της παραγωγής γάλακτος και γαλακτομικών καθώς το 1955 η μέση παραγωγή ανά αγελάδα ήταν 4.572 λίμπρες, το 1971 ο μέσος όρος αυξήθηκε σε 10.000 λίμπρες και στα τέλη του 20ου αιώνα ο μέσος όρος αυξήθηκε πάλι σε 17.000 ανά αγελάδα! (Οικονομική περιβάλλοντος και φυσικών πόρων, T. Tietenberg & L. Lewis, εκδ. Gutenberg, 2010). Η πρόοδος που έχει συντελεστεί είναι τόσο εκπληκτική ώστε σήμερα η παγκόσμια γεωργία παράγει 17% περισσότερες θερμίδες κατ’  άτομο (!!!) απ’ ότι παρήγαγε πριν 30 χρόνια, παρότι μάλιστα ο παγκόσμιος πληθυσμός αυτή την περίοδο έχει αυξηθεί κατά 70%. Πρόβλημα επομένως επάρκειας των τροφίμων δεν θα έπρεπε να τίθεται και υποσιτισμένα παιδιά δεν θα έπρεπε να εμφανίζονται στις οθόνες μας, καθώς παράγονται αρκετά τρόφιμα για να θρέψουν ολόκληρη την ανθρωπότητα και μάλιστα …περισσεύουν. Το πρόβλημα που τίθεται σχετίζεται με την κατανομή των τροφίμων, δηλαδή με τους όρους υπό τους οποίους διανέμονται τα παραγόμενα τρόφιμα. Αποκαλύπτεται έτσι πως η αιτία πίσω από τις απεγνωσμένες εκκλήσεις διεθνών διασκέψεων που θέτουν φιλόδοξους κάθε φορά στόχους για την μείωση του αριθμού των υποσιτιζόμενων ανθρώπων (βλέπε πχ Διακήρυξη της Ρώμης για την Παγκόσμια Ασφάλεια για τα Τρόφιμα του 1996) ή πίσω από σοκαριστικά ρεπορτάζ και έρευνες που αποκαλύπτουν πχ ότι στις ίδιες τις ΗΠΑ το 1 στα 10 νοικοκυριά αντιμετωπίζουν ήδη πρόβλημα πείνας ή κινδυνεύουν να πεινάσουν δεν βρίσκεται η σπανιότητα των τροφίμων. Βρίσκεται η μετατροπή της πιο βασικής ανθρώπινης ανάγκης, όπως είναι η διατροφή, σε εμπόρευμα και πολλές φορές χρηματιστηριακό εμπόρευμα, με τις τράπεζες να επιβάλουν τους όρους τους
Η επέκταση της συμβολαιακής γεωργίας στην καθημαγμένη από την κρίση Ελλάδα θα ενισχύσει αυτή τη δυναμική σε βάρος όλων: τόσο των αγροτών όσο και των καταναλωτών.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο μηνιαίο περιοδικό Nexus


leonidasvatikiotis.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου