Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

Η «γερμανική» Ευρώπη, οι ισορροπίες και οι κίνδυνοι


Θα πρέπει να δει κανείς και να εκτιμήσει ποιες θα είναι οι σχέσεις της Γερμανίας με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, με δεδομένη την αυξανόμενη εξάρτηση της γερμανικής οικονομίας από τις αναδυόμενες ασιατικές αγορές και ιδιαίτερα την κινεζική. 

Γράφει ο Α. Παπανδρόπουλος.

Από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων στην ΕΣΣΔ, την Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, ο αντιγερμανισμός άρχισε να κάνει εκ νέου την εμφάνισή του στην Ευρώπη.
Αφετηρία είχε τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, που έβλεπαν με μεγάλη καχυποψία την πιθανή επανένωση των δύο τότε Γερμανιών.
Η καχυποψία αυτή άρχισε να διαχέεται σε όλη την Ευρώπη και να παίρνει διαστάσεις στη Γαλλία του Φρανσουά Μιτεράν τότε -ο οποίος επίσης έβλεπε καχύποπτα το σενάριο της ενωμένης Γερμανίας. Ένωση που ήταν, όμως, αναπόφευκτη και θα έπρεπε να γίνει στη βάση της λογικής που τότε υπαγόρευε την πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) προς την ολοκλήρωσή της.
Την ίδια περίοδο, με αφορμή την πτώση του κομμουνισμού, άρχισε να αναπτύσσεται στη Γερμανία και στη Γαλλία το σενάριο μιας διευρυμένης Ευρώπης προς την ανατολική και κεντρική πλευρά της, η οποία σε τελευταία ανάλυση θα αποτελούσε κίνητρο και για τη ρωσική ενσωμάτωση στο υπό εκκόλαψη νέο ευρωπαϊκό μόρφωμα.

Στη βάση αυτού του σεναρίου, η Γαλλία ανελάμβανε να φέρει πιο κοντά στην ΕΕ την Τσεχία, την Πολωνία και τη Ρουμανία, η δε Γερμανία άπλωνε την επιρροή της στην Ουγγαρία, στις χώρες της Βαλτικής, τη Σλοβακία, την Κροατία και τη Σλοβενία. Η Ελλάδα, από την πλευρά της, επωφελείτο της ευκαιρίας για να θέσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων την είσοδο της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ, έχοντας τη στήριξη Γαλλίας, Ιταλίας και Ισπανίας.
Όλες οι παραπάνω εξελίξεις προκαλούσαν σοβαρές ανησυχίες στον αγγλοσαξωνικό κόσμο, που έβλεπε ότι, στη μετακομμουνιστική εποχή, η Ευρώπη, υπό διευρυμένη μορφή, πέρα από παγκόσμια εμπορική δύναμη θα εξελισσόταν και σε ισχυρό γεωπολιτικό παίκτη, με υψηλό κοινωνικό κύρος. Ας μην ξεχνάμε ότι την περίοδο 1993-2000, τρία βαρυσήμαντα βιβλία Αμερικανών διανοουμένων -Λέστερ Θόροου, Τζέρεμι Ρίφκιν, Φράνσις Φουκουγιάμα- έπλεκαν το εγκώμιο του αποκαλούμενου ρηνανικού καπιταλισμού, ήτοι της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, και υπογράμμιζαν με έμφαση ότι το ευρωπαϊκό οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο αποτελούσε πλέον παγκόσμιο ζητούμενο.
Όμως, πέρα από τις θεωρήσεις αυτές στον αγγλοσαξονικό κόσμο, υπήρχε και ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα το οποίο, ιδιαίτερα στη χώρα μας, συσκοτίζεται συνεχώς και για συγκεκριμένους λόγους. Πρόκειται για το θέμα των σχέσεων της Γερμανίας με τη Ρωσία και για την περίφημη Ostpolitik που η χώρα του Γκαίτε είχε αρχίσει να εφαρμόζει από την εποχή του Βίλι Μπραντ. Για αρκετούς Αμερικανούς αναλυτές, η γερμανική πολιτική έναντι της Ρωσίας είναι φιλική και υπακούει σε κανόνες οικονομικής αλληλεξάρτησης που την κάνουν και μόνιμη. Παρά την ουκρανική κρίση, αυτές οι σχέσεις ελάχιστα έχουν διαταραχθεί επί της ουσίας.
Όπως επισημαίνει σε σημαντικό άρθρο του στο περιοδικό Foreign Affairs ο Hans Kundnani, διευθυντής ερευνών στο European Council of Foreign Relations και συγγραφέας, στο πλαίσιο της περίφημης Ανατολικής Πολιτικής, από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι οικονομικοί δεσμοί μεταξύ της Γερμανίας και της Ρωσίαςεπεκτάθηκαν και ισχυροποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Ας μην ξεχνούν οι εγχώριοι ρωσολάτρες ότι, επικαλούμενος την μνήμη της Ostpolitik του Β. Μπραντ (επιφανούς Γερμανού σοσιαλδημοκράτη), ο ομοϊδεάτης του καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ ξεκίνησε μία πολιτική «αλλαγής μέσω εμπορίου» (wandel durch handel) με τη Ρωσία, με σκοπό τον εκσυγχρονισμό της ρωσικής οικονομίας και της διαφοροποίησής της.
«Οι δεσμοί αυτοί», γράφει ο Hans Kundnani, «βοηθούν να εξηγηθεί η αρχική απροθυμία της Γερμανίας να επιβάλει κυρώσεις μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2014. Στη διαδικασία της απόφασής της αν πρέπει ή όχι να ακολουθήσει το παράδειγμα των ΗΠΑ, η Μέρκελ αντιμετώπισε πιέσεις από ισχυρούς λομπίστες της γερμανικής βιομηχανίας, με επικεφαλής την Επιτροπή Οικονομικών Σχέσεων Ανατολικής Ευρώπης, η οποία υποστήριξε ότι οι κυρώσεις θα υπονόμευαν σοβαρά τη γερμανική οικονομία.
Σε μία επίδειξη υποστήριξης του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, ο Joe Kaeser, ο διευθύνων σύμβουλος της Siemens, επισκέφθηκε τον Ρώσο ηγέτη στην κατοικία του έξω από τη Μόσχα αμέσως μετά την προσάρτηση της Κριμαίας. Ο Kaeser διαβεβαίωσε τον Πούτιν ότι η εταιρεία του, η οποία είχε ασκήσει δραστηριότητα στη Ρωσία για περίπου 160 χρόνια, δεν θα αφήσει τις "βραχυπρόθεσμες αναταράξεις" -ο χαρακτηρισμός του για την κρίση- να επηρεάσει τις σχέσεις της με τη χώρα. Σε κύριο άρθρο του στους Financial Times τον Μάιο, ο γενικός διευθυντής της Ομοσπονδίας Γερμανικών Βιομηχανιών, Markus Kerber, έγραψε ότι οι γερμανικές επιχειρήσεις θα υποστηρίξουν τις κυρώσεις αλλά θα το πράξουν με "βαριά καρδιά".
»Η μεγάλη εξάρτηση της Γερμανίας από τη ρωσική ενέργεια προκάλεσε επίσης το Βερολίνο να αποποιηθεί τις κυρώσεις. Μετά την πυρηνική καταστροφή το 2011 στη Φουκουσίμα στην Ιαπωνία, η Γερμανία αποφάσισε να καταργήσει σταδιακά την πυρηνική της ενέργεια νωρίτερα από το προγραμματισμένο, κάτι που έκανε τη χώρα ολοένα και πιο εξαρτημένη από το ρωσικό φυσικό αέριο. Μέχρι το 2013, οι ρωσικές εταιρείες παρείχαν περίπου το 38% του πετρελαίου της Γερμανίας και το 36% του φυσικού της αερίου. Παρά το γεγονός ότι η Γερμανία θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί μακριά από το φυσικό αέριο με την εύρεση εναλλακτικών πηγών ενέργειας, μια τέτοια διαδικασία πιθανόν να χρειαστεί δεκαετίες. Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, ως εκ τούτου, η Γερμανία υπήρξε διστακτική να ανταγωνιστεί τη Ρωσία.
»Για την υποστήριξή της στην επιβολή των κυρώσεων, η Μέρκελ έχει αντιμετωπίσει αντίδραση όχι μόνον από τη βιομηχανία αλλά και από το γερμανικό κοινό. Αν και μερικοί στις ΗΠΑ και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν κατηγορήσει τη γερμανική κυβέρνηση ότι είναι πάρα πολύ ήπια απέναντι στη Ρωσία, πολλοί στη Γερμανία έχουν την αίσθηση ότι η κυβέρνησή τους ενεργεί πάρα πολύ επιθετικά. Για παράδειγμα, όταν ο Γερμανός δημοσιογράφος Bernd Ulrich έκανε έκκληση για σκληρότερη δράση κατά του Πούτιν, είδε τον εαυτό του να πλημμυρίζει με email μίσους που τον κατηγορούσαν ως πολεμοκάπηλο. Ακόμη και ο Frank-Walter Steinmeier, ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, που από παλιά θεωρείτο φιλικός προς τη Ρωσία, έχει αντιμετωπίσει παρόμοιες κατηγορίες. Οι αποκαλύψεις για την κατασκοπεία από την Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας των ΗΠΑ μόνον αύξησε τη συμπάθεια για τη Ρωσία. Όπως το έθεσε ο Ulrich τον Απρίλιο του 2014, "όταν ο Ρώσος πρόεδρος λέει ότι αισθάνεται καταπιεσμένος από τη Δύση, πολλοί εδώ πιστεύουν: το ίδιο και εμείς"».
Προφανώς, οι Έλληνες επαίτες ρωσικής βοήθειας προς την Ελλάδα αγνοούσαν τις «λεπτομέρειες» αυτές, γι' αυτό η προσπάθειά τους να πουλήσουν «αντιγερμανισμό» στον Ρώσο πρόεδρο έπεσε με πάταγο στο κενό. Αγνοούσαν επίσης ότι η γερμανική σχέση με τη Ρωσία έχει βαθιές ιστορικές ρίζες, τις οποίες το 1918 ο Γερμανός συγγραφέας Τόμας Μαν κατέγραψε στο βιβλίο του «Σκέψεις ενός απολιτικού ανθρώπου». Συγκεκριμένα, στο βιβλίο αυτό ο Τ. Μαν υποστήριζε ότι η γερμανική κουλτούρα ήταν διαφορετική -και ανώτερη- από τους πολιτισμούς των άλλων δυτικών χωρών, όπως η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η γερμανική κουλτούρα βρισκόταν κάπου μεταξύ της ρωσικής κουλτούρας και των πολιτισμών της υπόλοιπης Ευρώπης.
Σήμερα όλα δείχνουν ότι η ιδέα αυτή βρίσκεται με ιδιαίτερη ένταση στο προσκήνιο στη γερμανική πολιτική και κοινωνική σκηνή. Πρόκειται δε για μία τάση η οποία κάθε άλλο παρά άνευ σημασίας είναι. Όταν το 54% των Γερμανών είναι εναντίον ισχυρότερων κυρώσεων κατά της Ρωσίας, με αφορμή την ουκρανική κρίση, αυτό σημαίνει ότι η γερμανική πολιτική απέναντι στη δυτική προσπάθεια αναχαίτισης της Ρωσίας δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θεωρείται δεδομένη.

Η γερμανο-κινεζική σχέση

Από την άλλη πλευρά, όπως προκύπτει από συγκεκριμένα γεγονότα (τα οποία, βεβαίως, ελάχιστα προβάλλονται), οι σχέσεις Κίνας και Γερμανίας γίνονται όλο και πιο στενές, γεγονός που έχει και μεγάλη γεωπολιτική σημασία -κυρίως δε για τη θέση της Γερμανίας στην Ευρώπη κα στη Δύση γενικότερα.
Τα δέκα τελευταία χρόνια, οι γερμανικές εξαγωγές προς την Κίνα συνεχώς αυξάνονται, για να φθάσουν το 2014 τα 76 δισ. ευρώ. Έτσι, η Κίνα έχει καταστεί η δεύτερη μεγαλύτερη αγορά για τις γερμανικές εξαγωγές εκτός της ΕΕ και μπορεί σύντομα να ξεπεράσει τις ΗΠΑ ως η μεγαλύτερη. Η Κίνα είναι ήδη η μεγαλύτερη αγορά για τη Volkswagen, τη μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία της Γερμανίας, και την S-Class της Mercedes-Benz.
Κατά τον Hans Kundnani, «η σχέση μεταξύ της Γερμανίας και της Κίνας έγινε ισχυρότερη μετά την οικονομική κρίση του 2008, όταν οι δύο χώρες βρέθηκαν στην ίδια πλευρά στις συζητήσεις σχετικά με την παγκόσμια οικονομία. Και οι δύο έχουν ασκήσει αποπληθωριστικές πιέσεις στους εμπορικούς εταίρους τους, επέκριναν την αμερικανική πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης και αντιστάθηκαν στις εκκλήσεις από τις ΗΠΑ να αναλάβουν δράση για τη διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών στην παγκόσμια οικονομία.
"Ταυτοχρόνως, η Γερμανία και η Κίνα έχουν έρθει πιο κοντά πολιτικά. Το 2011 οι δύο χώρες άρχισαν να πραγματοποιούν μία ετήσια διαβούλευση κυβέρνησης προς κυβέρνηση -στην πραγματικότητα μία κοινή συνεδρίαση των υπουργικών τους συμβουλίων. Η εκδήλωση σηματοδότησε την πρώτη φορά που η Κίνα είχε διεξάγει μία τόσο ευρείας βάσης διαπραγμάτευση με μιαν άλλη χώρα. Για τη Γερμανία, η σχέση είναι πρωτίστως οικονομική, αλλά και για την Κίνα -που θέλει μία ισχυρή Ευρώπη να αντισταθμίζει τις ΗΠΑ- είναι επίσης στρατηγικής σημασίας. Η Κίνα μπορεί να δει τη Γερμανία ως το κλειδί για να επιτύχει το είδος της Ευρώπης που θέλει, εν μέρει επειδή η Γερμανία φαίνεται να είναι ολοένα και πιο ισχυρή στην Ευρώπη, αλλά και ίσως επειδή οι γερμανικές προτιμήσεις φαίνονται πιο κοντά στις δικές της απ' όσο εκείνες των άλλων κρατών-μελών της ΕΕ, όπως η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
»Ο στενότερος δεσμός Βερολίνου-Πεκίνου έρχεται καθώς οι ΗΠΑ υιοθετούν σκληρότερη προσέγγιση για την Κίνα ως μέρος της λεγόμενης "στροφής" τους στην Ασία, και θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό πρόβλημα για τη Δύση. Αν οι ΗΠΑ βρεθούν σε σύγκρουση με την Κίνα για οικονομικά θέματα ή θέματα ασφάλειας -εάν γινόταν μία ασιατική Κριμαία, για παράδειγμα- υπάρχει μία πραγματική πιθανότητα ότι η Γερμανία θα παρέμενε ουδέτερη.
Μερικοί Γερμανοί διπλωμάτες στην Κίνα έχουν ήδη αρχίσει να αποστασιοποιούνται από τη Δύση. Το 2012, για παράδειγμα, ο πρέσβης της Γερμανίας στην Κίνα, Michael Schaefer, δήλωσε σε συνέντευξή του: "Δεν νομίζω ότι υπάρχει πλέον αυτό που λέμε Δύση».
»Λαμβάνοντας υπόψη την αυξανόμενη εξάρτησή τους από την Κίνα ως εξαγωγική αγορά, οι γερμανικές επιχειρήσεις θα ήταν ακόμη πιο αντίθετες με την επιβολή κυρώσεων στην Κίνα από όσο στη Ρωσία. Η γερμανική κυβέρνηση πιθανότατα θα ήταν ακόμη πιο απρόθυμη να αναλάβει αποφασιστική δράση από όσο ήταν κατά τη διάρκεια της ουκρανικής κρίσης, κάτι που θα προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερα ρήγματα εντός της Ευρώπης και μεταξύ της Ευρώπης και των ΗΠΑ».
Υπό το φως των όσων προηγούνται, γίνεται καλύτερα κατανοητό το αντιγερμανικό μένος κάποιων Αμερικανών οικονομολόγων και πολιτικών αναλυτών, οι οποίοι βάλλουν κατά της γερμανικής λιτότηταςόχι βέβαια γιατί τους ενδιαφέρει το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος (που είναι πολύ προωθημένο), αλλά γιατί μέσω αυτής ενισχύονται η ευρωπαϊκή και η γερμανική ανταγωνιστικότητα σε μία περίοδο επιβράδυνσης της διεθνούς οικονομίας.
Ωστόσο, οι Αγγλοσάξονες φοβούνται ότι, με την πολιτική της, η σημερινή Γερμανία βρίσκεται σε πιο κεντρική και ισχυρή θέση στην Ευρώπη. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Δυτική Γερμανία ήταν ένα αδύναμο κράτος στις παρυφές αυτού που έγινε η ΕΕ, αλλά η επανενωμένη Γερμανία είναι σήμερα μία από τις ισχυρότερες -αν όχι η ισχυρότερη- δυνάμεις στην ΕΕ. Δεδομένης αυτής της θέσης της, μία μετα-Δυτική Γερμανία θα μπορούσε να πάρει αρκετά από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη με το μέρος της, ιδιαίτερα δε τις χώρες της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης.
Οι ΗΠΑ απεύχονται ένα τέτοιο ενδεχόμενο, γιατί μία «γερμανική Ευρώπη» θα γινόταν ευκολότερα εταίρος με τη Ρωσία παρά τα επιφαινόμενα. Αυτός είναι και ο λόγος που ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα πιέζει τους Άγγλους να παραμείνουν εντός ΕΕ.
Είναι λοιπόν σαφές ότι το γερμανικό θέμα όχι μόνον δεν είναι απλό, αλλά γίνεται και επικίνδυνο όταν υπεραπλουστεύεται από τους εγχώριους γελωτοποιούς της πολιτικής και της οικονομίας.
Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος
ath.papandropoulos@euro2day.gr


euro2day

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου