Euro2day
Αντιμέτωπη με διπλό πρόβλημα η Ευρωπαϊκή Ένωση. Πώς η κρίση μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία ώστε να καταστεί μια πραγματική παγκόσμια υπερδύναμη. Το παράδειγμα των ΗΠΑ του μεσοπολέμου.
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου*
Μία παράδοση στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) θέλει οι κρίσεις να μεταφράζονται σε ευκαιρίες. Έτσι, η «ευρωσκλήρωση» και οι περιπέτειες των κοινοτικών προϋπολογισμών στη δεκαετία του '80 υπήρξαν οι προπομποί της Ενιαίας Πράξης του 1986. Οι κρίσεις των συναλλαγματικών μηχανισμών το 1992-1993 επιτάχυναν τη δημιουργία του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος. Συνεπώς, υπάρχει λόγος να πιστεύει κανείς ότι η τρέχουσα κρίση διακυβερνήσεως στην ευρωζώνη θα ακολουθήσει αυτό το υπόδειγμα και όχι μόνον επειδή μία εναλλακτική οδός θα ήταν καταστροφική.
Τα τρία χρόνια που πέρασαν από τον Μάιο του 2010, όταν οι Ευρωπαίοι ηγέτες ενέκριναν το περίφημο χρηματοοικονομικό πακέτο σωτηρίας του ευρώ, υπήρξαν επικίνδυνα, αλλά και γόνιμα σε αποφάσεις, παρά τη διάχυτη καταστροφολογία που διέπει τα μέσα μαζικής επικοινωνίας (ΜΜΕ). Την ίδια περίοδο, οι Ευρωπαίοι ηγέτες, μετακινούμενοι αισθητά από εθνικές τους θέσεις, πήραν και σημαντικές για το μέλλον του ευρώ αποφάσεις, με πιο χαρακτηριστική αυτήν της τραπεζικής ένωσης. Όλα αυτά πείθουν έναν ψύχραιμο παρατηρητή ότι περί το 2020 η Ευρώπη θα απέχει πολύ από την αντίστοιχη σημερινή.
Χωρίς να το διαλαλούν, οι ηγέτες της Ευρώπης αναγνωρίζουν ότι η ήπειρός μας θα ήταν μία οικονομική γη σπατάλης χωρίς το ενιαίο νόμισμά της. Παρά τις διάφορες αμπελοφιλοσοφικές θεωρήσεις που εκφράζονται από τους αντιπάλους της ευρωζώνης, το κόστος της μη ύπαρξης του ευρώ, με αφορμή την αμερικανική κρίση του 2007, θα ήταν αβάστακτο τα χρόνια που πέρασαν. Οι ανταγωνιστικές υποτιμήσεις των εθνικών νομισμάτων μετά τη χρηματοοικονομική κρίση του 2008 θα είχαν οδηγήσει σε ένα ασυγκρίτως πιο επικίνδυνο χάος από τις αναταράξεις που βιώνουμε τον τελευταίο καιρό.
Οι ηγέτες της ευρωζώνης το αναγνωρίζουν αυτό. Το καθήκον τους σήμερα είναι να αποφευχθεί ο κίνδυνος της διαλύσεως με ταυτόχρονη ανάδειξη των πλεονεκτημάτων της υπάρξεως του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος. Αυτή είναι μία σοβαρή πρόκληση και θα πρέπει να αντιμετωπισθεί ως τέτοια. Αυτό εύχονται όσοι πιστεύουν στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την τεράστια σημασία της για τις παγκόσμιες ισορροπίες.
Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο, θα πρέπει οι Ευρωπαίοι ηγέτες να συνειδητοποιήσουν μερικές πραγματικότητες. Όσο θετική κι αν υπήρξε η δημιουργία του ευρώ, τόσο αδύναμη είναι η αντίληψη πάνω στην οποία στηρίζεται η πρακτική πλευρά του - δηλαδή, το σύστημα διακυβέρνησής του. Διότι, πώς μπορεί να υπάρχει και να κυκλοφορεί με αξιώσεις ένα κοινό νόμισμα όταν τα κράτη μέλη της ευρωζώνης διατηρούν την εθνική τους κυριαρχία στη φορολογία, στη δημοσιονομική διαχείριση και τις μακροοικονομικές επιλογές τους;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δείχνει για ποιον λόγο το περίφημο Σύμφωνο Σταθερότητος δεν μπορούσε ποτέ να είναι ένα ισχυρό θεμέλιο πάνω στο οποίο θα στηριζόταν το ευρώ. Στον βαθμό που η τήρησή του επαφιόταν στις εθνικές κυβερνήσεις και στη θέλησή τους να σεβαστούν την υπογραφή τους, οι ρωγμές στο όλο οικοδόμημα ήσαν αναπόφευκτες. Έτσι, στην ευρωζώνη, η τρέχουσα κρίση δημοσίων χρεών είναι το άμεσο αποτέλεσμα της δομής διακυβερνήσεως του ενιαίου νομίσματος, που οι εμπνευστές του θεώρησαν ότι μπορεί να συμπλέει με την εθνική κυριαρχία.
Και αυτό είναι κάτι που οι παγκόσμιες αγορές το γνωρίζουν καλά. Γι' αυτό και αντιδρούν βίαια κατά της ευρωζώνης. Στην ουσία, τεστάρουν την αλληλεγγύη των χωρών μελών της ευρωζώνης, γνωρίζοντας ότι η κατανομή εθνικής κυριαρχίας μεταξύ της Γερμανίας και της Ελλάδας δεν υπόκειται σε καμία πολιτική εξουσία. Πλην αυτής, βέβαια, σήμερα, που προκύπτει από τις σχέσεις δανειστών και δανειζομένου. Μια σχέση που και αυτή είναι χαλαρή στην Ε.Ε., αν αναλογιστεί κανείς τα 306 δισεκατ. ευρώ που η Ελλάδα πήρε μέσα σε τρία έτη.
Επίσης, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στις ΗΠΑ, οι Ευρωπαίοι για την ώρα ελάχιστο έχουν στη διάθεσή τους κοινό προϋπολογισμό. Ούτε διαθέτουν ισχυρό οργανισμό εποπτείας, ικανό να έχει συνολική αντίληψη των δραστηριοτήτων μιας τράπεζας στις διάφορες χώρες της Ε.Ε. Η προληπτική εποπτική λειτουργία είναι πολυδιασπασμένη στα διάφορα κράτη και έχει αρκετά κενά. Η κατάσταση αυτή προκάλεσε πρακτικά προβλήματα στην εφαρμογή των σχεδίων σωτηρίας. Είδαμε, έτσι, οι υπουργοί Οικονομίας και Οικονομικών να αντιτίθενται στην εν θερμώ αντιμετώπιση των τραπεζικών χρεοκοπιών, καθώς δεν διέθεταν την ίδια πληροφόρηση, συνολική και επαληθευμένη, για την κατάσταση των τραπεζών που καλούνταν να διασώσουν από κοινού. Αυτό λειτουργεί στην πράξη ως απόδειξη του πόσο επείγει η δημιουργία ευρωπαϊκού οργανισμού εποπτείας που να λειτουργεί σε στενή σχέση με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Από την άλλη μεριά, είτε αυτό αρέσει σε κάποιους είτε όχι, κοινοτική διαχείριση της κρίσης προϋποθέτει κοινή δημοσιονομική προσέγγιση. Και σήμερα, μπροστά στις πιέσεις των αγορών, αυτή είναι η πιο ενδεδειγμένη λύση για την ευρωζώνη. Διότι, όπως γράφει και ο διαπρεπής Γάλλος οικονομολόγος Μισέλ Αλιετά σε άρθρο του στη γαλλική Λε Μοντ, αν η Ευρώπη θέλει να δώσει αποτελεσματική απάντηση στην κατάσταση ύφεσης που προκαλεί η χρηματοπιστωτική κρίση, χρειάζεται να αναλάβει δράση γρήγορα και συλλογικά.
Ο εμφανέστερος κίνδυνος είναι οι διάφορες χώρες της Ε.Ε. να υποκύψουν στον πειρασμό της καθυστέρησης και να εφαρμόσουν μία πολιτική του τύπου «ο καθένας για τον εαυτό του», στηριζόμενες στον γείτονα, για να υπάρξει βοήθεια διά του προϋπολογισμού. Οι μεν θα δυσφορούν στην ιδέα συμμετοχής σε μια κοινή προσπάθεια, με την αιτιολογία ότι δεν θέλουν να υποσκάψουν μία εθνική δημοσιονομική ισορροπία την οποία έχουν πληρώσει στο παρελθόν με επώδυνες μεταρρυθμίσεις: αυτή είναι η περίπτωση της Γερμανίας, που προδήλως δεν έχει καμία διάθεση να πληρώσει για τους λιγότερο ενάρετους γείτονές της. Οι δε θα απευθύνουν έκκληση για μία φιλόδοξη κοινοτική δράση, στη χρηματοδότηση όμως της οποίας δεν θα είναι ικανοί να μετάσχουν ουσιωδώς, καθώς εδώ και χρόνια παίζουν τον τζίτζικα, έχοντας επιβαρύνει επικίνδυνα τα δημόσια ελλείμματά τους: αυτή ήταν, και είναι εν μέρει, η περίπτωση των χωρών του Νότου και της Γαλλίας.
Είναι έτσι κατάδηλο ότι οι Ευρωπαίοι βρίσκονται μπροστά σε ένα διπλό πρόβλημα: την έλλειψη ενός ομοσπονδιακού προϋπολογισμού και τη σχετική θεσμική αδυναμία της Ε.Ε. Όσο δεν υπερπηδούν αυτά τα δύο εμπόδια, δεν θα κατορθώσουν να ξεπεράσουν το στάδιο της διακυβερνητικής δράσης και να κατευθυνθούν προς τη δημιουργία μιας συγκροτημένης οικονομικής οντότητας και προς μία κοινή διακυβέρνηση. Σήμερα, λοιπόν, περισσότερο παρά ποτέ, θα έπρεπε να εγκαθιδρυθεί ένας κοινοτικός προϋπολογισμός –ή, τουλάχιστον, ένα έμβρυο προϋπολογισμού- όπου θα επέτρεπε να δοθεί συλλογική απάντηση στην κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Ταυτόχρονα, θα χρειαζόταν ενίσχυση των εξουσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ώστε να ελέγχεται η χρήση των χρημάτων των πολιτών της Ε.Ε., όπως αυτή θα γίνεται.
Πλην όμως, μία θεσμική ενίσχυση του Ευρωκοινοβουλίου απαιτεί και βαθιές αλλαγές στον τρόπο εκλογής των μελών του. Οι διορισμοί ευρωβουλευτών, για παράδειγμα, είναι αντιδημοκρατικοί, αφενός, και προβληματικοί για τον θεσμό, αφετέρου. Υπό παρόμοιες συνθήκες, μία στοιχειώδης πολιτική ενοποίησης της Ευρώπης είναι αδιανόητη.
Από την άλλη πλευρά, η χρηματοπιστωτική κρίση επέτρεψε να διαφανεί πώς θα λειτουργούσε μία διακυβέρνηση διά του Eurogroup. Η οικονομική κρίση, όμως, δεν έχει επιτρέψει μέχρι στιγμής να δοθούν ξεκάθαρα δείγματα γραφής για το ποιες είναι οι απώτερες προθέσεις των Ευρωπαίων ηγετών, πέρα από κάποιες θετικές ενέργειές τους, αλλά και πολλές κενόλογες διακηρύξεις. Παρ' όλα αυτά, με αφορμή την κρίση, δίνεται η ευκαιρία να γίνει ένα ακόμη βήμα προς την οικοδόμηση της Ευρώπης και να διαμορφωθεί μία κατάσταση μη αναστρέψιμη. Ακριβώς αυτό συνέβη στις ΗΠΑ με την κρίση της δεκαετίας του '30. Με την ευκαιρία εκείνη, και η κεντρική εξουσία ενισχύθηκε σημαντικά, και η Αμερική απέκτησε τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό που μέχρι τότε της έλειπε. Και βέβαια, δεν είναι διόλου τυχαίο ότι, επωφελούμενη και από εγκληματικά λάθη των Ευρωπαίων, έγινε και παγκόσμια υπερδύναμη.
Μία υπερδύναμη, όμως, που σήμερα έχει ανάγκη την Ευρώπη, αν θέλει να αντέξει στην αναδυόμενη ασιατική πρόκληση.
*Ο κ. Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος είναι δημοσιογράφος, επίτιμος Πρόεδρος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων και Πρόεδρος του European Business Review (EBR). Μπορείτε να διαβάζετε τα άρθρα του στο www.europeanbusiness.gr και στο εβδομαδιαίο newsletter "EBR Confidential".
Αντιμέτωπη με διπλό πρόβλημα η Ευρωπαϊκή Ένωση. Πώς η κρίση μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία ώστε να καταστεί μια πραγματική παγκόσμια υπερδύναμη. Το παράδειγμα των ΗΠΑ του μεσοπολέμου.
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου*
Μία παράδοση στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) θέλει οι κρίσεις να μεταφράζονται σε ευκαιρίες. Έτσι, η «ευρωσκλήρωση» και οι περιπέτειες των κοινοτικών προϋπολογισμών στη δεκαετία του '80 υπήρξαν οι προπομποί της Ενιαίας Πράξης του 1986. Οι κρίσεις των συναλλαγματικών μηχανισμών το 1992-1993 επιτάχυναν τη δημιουργία του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος. Συνεπώς, υπάρχει λόγος να πιστεύει κανείς ότι η τρέχουσα κρίση διακυβερνήσεως στην ευρωζώνη θα ακολουθήσει αυτό το υπόδειγμα και όχι μόνον επειδή μία εναλλακτική οδός θα ήταν καταστροφική.
Τα τρία χρόνια που πέρασαν από τον Μάιο του 2010, όταν οι Ευρωπαίοι ηγέτες ενέκριναν το περίφημο χρηματοοικονομικό πακέτο σωτηρίας του ευρώ, υπήρξαν επικίνδυνα, αλλά και γόνιμα σε αποφάσεις, παρά τη διάχυτη καταστροφολογία που διέπει τα μέσα μαζικής επικοινωνίας (ΜΜΕ). Την ίδια περίοδο, οι Ευρωπαίοι ηγέτες, μετακινούμενοι αισθητά από εθνικές τους θέσεις, πήραν και σημαντικές για το μέλλον του ευρώ αποφάσεις, με πιο χαρακτηριστική αυτήν της τραπεζικής ένωσης. Όλα αυτά πείθουν έναν ψύχραιμο παρατηρητή ότι περί το 2020 η Ευρώπη θα απέχει πολύ από την αντίστοιχη σημερινή.
Χωρίς να το διαλαλούν, οι ηγέτες της Ευρώπης αναγνωρίζουν ότι η ήπειρός μας θα ήταν μία οικονομική γη σπατάλης χωρίς το ενιαίο νόμισμά της. Παρά τις διάφορες αμπελοφιλοσοφικές θεωρήσεις που εκφράζονται από τους αντιπάλους της ευρωζώνης, το κόστος της μη ύπαρξης του ευρώ, με αφορμή την αμερικανική κρίση του 2007, θα ήταν αβάστακτο τα χρόνια που πέρασαν. Οι ανταγωνιστικές υποτιμήσεις των εθνικών νομισμάτων μετά τη χρηματοοικονομική κρίση του 2008 θα είχαν οδηγήσει σε ένα ασυγκρίτως πιο επικίνδυνο χάος από τις αναταράξεις που βιώνουμε τον τελευταίο καιρό.
Οι ηγέτες της ευρωζώνης το αναγνωρίζουν αυτό. Το καθήκον τους σήμερα είναι να αποφευχθεί ο κίνδυνος της διαλύσεως με ταυτόχρονη ανάδειξη των πλεονεκτημάτων της υπάρξεως του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος. Αυτή είναι μία σοβαρή πρόκληση και θα πρέπει να αντιμετωπισθεί ως τέτοια. Αυτό εύχονται όσοι πιστεύουν στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την τεράστια σημασία της για τις παγκόσμιες ισορροπίες.
Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο, θα πρέπει οι Ευρωπαίοι ηγέτες να συνειδητοποιήσουν μερικές πραγματικότητες. Όσο θετική κι αν υπήρξε η δημιουργία του ευρώ, τόσο αδύναμη είναι η αντίληψη πάνω στην οποία στηρίζεται η πρακτική πλευρά του - δηλαδή, το σύστημα διακυβέρνησής του. Διότι, πώς μπορεί να υπάρχει και να κυκλοφορεί με αξιώσεις ένα κοινό νόμισμα όταν τα κράτη μέλη της ευρωζώνης διατηρούν την εθνική τους κυριαρχία στη φορολογία, στη δημοσιονομική διαχείριση και τις μακροοικονομικές επιλογές τους;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δείχνει για ποιον λόγο το περίφημο Σύμφωνο Σταθερότητος δεν μπορούσε ποτέ να είναι ένα ισχυρό θεμέλιο πάνω στο οποίο θα στηριζόταν το ευρώ. Στον βαθμό που η τήρησή του επαφιόταν στις εθνικές κυβερνήσεις και στη θέλησή τους να σεβαστούν την υπογραφή τους, οι ρωγμές στο όλο οικοδόμημα ήσαν αναπόφευκτες. Έτσι, στην ευρωζώνη, η τρέχουσα κρίση δημοσίων χρεών είναι το άμεσο αποτέλεσμα της δομής διακυβερνήσεως του ενιαίου νομίσματος, που οι εμπνευστές του θεώρησαν ότι μπορεί να συμπλέει με την εθνική κυριαρχία.
Και αυτό είναι κάτι που οι παγκόσμιες αγορές το γνωρίζουν καλά. Γι' αυτό και αντιδρούν βίαια κατά της ευρωζώνης. Στην ουσία, τεστάρουν την αλληλεγγύη των χωρών μελών της ευρωζώνης, γνωρίζοντας ότι η κατανομή εθνικής κυριαρχίας μεταξύ της Γερμανίας και της Ελλάδας δεν υπόκειται σε καμία πολιτική εξουσία. Πλην αυτής, βέβαια, σήμερα, που προκύπτει από τις σχέσεις δανειστών και δανειζομένου. Μια σχέση που και αυτή είναι χαλαρή στην Ε.Ε., αν αναλογιστεί κανείς τα 306 δισεκατ. ευρώ που η Ελλάδα πήρε μέσα σε τρία έτη.
Επίσης, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στις ΗΠΑ, οι Ευρωπαίοι για την ώρα ελάχιστο έχουν στη διάθεσή τους κοινό προϋπολογισμό. Ούτε διαθέτουν ισχυρό οργανισμό εποπτείας, ικανό να έχει συνολική αντίληψη των δραστηριοτήτων μιας τράπεζας στις διάφορες χώρες της Ε.Ε. Η προληπτική εποπτική λειτουργία είναι πολυδιασπασμένη στα διάφορα κράτη και έχει αρκετά κενά. Η κατάσταση αυτή προκάλεσε πρακτικά προβλήματα στην εφαρμογή των σχεδίων σωτηρίας. Είδαμε, έτσι, οι υπουργοί Οικονομίας και Οικονομικών να αντιτίθενται στην εν θερμώ αντιμετώπιση των τραπεζικών χρεοκοπιών, καθώς δεν διέθεταν την ίδια πληροφόρηση, συνολική και επαληθευμένη, για την κατάσταση των τραπεζών που καλούνταν να διασώσουν από κοινού. Αυτό λειτουργεί στην πράξη ως απόδειξη του πόσο επείγει η δημιουργία ευρωπαϊκού οργανισμού εποπτείας που να λειτουργεί σε στενή σχέση με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Από την άλλη μεριά, είτε αυτό αρέσει σε κάποιους είτε όχι, κοινοτική διαχείριση της κρίσης προϋποθέτει κοινή δημοσιονομική προσέγγιση. Και σήμερα, μπροστά στις πιέσεις των αγορών, αυτή είναι η πιο ενδεδειγμένη λύση για την ευρωζώνη. Διότι, όπως γράφει και ο διαπρεπής Γάλλος οικονομολόγος Μισέλ Αλιετά σε άρθρο του στη γαλλική Λε Μοντ, αν η Ευρώπη θέλει να δώσει αποτελεσματική απάντηση στην κατάσταση ύφεσης που προκαλεί η χρηματοπιστωτική κρίση, χρειάζεται να αναλάβει δράση γρήγορα και συλλογικά.
Ο εμφανέστερος κίνδυνος είναι οι διάφορες χώρες της Ε.Ε. να υποκύψουν στον πειρασμό της καθυστέρησης και να εφαρμόσουν μία πολιτική του τύπου «ο καθένας για τον εαυτό του», στηριζόμενες στον γείτονα, για να υπάρξει βοήθεια διά του προϋπολογισμού. Οι μεν θα δυσφορούν στην ιδέα συμμετοχής σε μια κοινή προσπάθεια, με την αιτιολογία ότι δεν θέλουν να υποσκάψουν μία εθνική δημοσιονομική ισορροπία την οποία έχουν πληρώσει στο παρελθόν με επώδυνες μεταρρυθμίσεις: αυτή είναι η περίπτωση της Γερμανίας, που προδήλως δεν έχει καμία διάθεση να πληρώσει για τους λιγότερο ενάρετους γείτονές της. Οι δε θα απευθύνουν έκκληση για μία φιλόδοξη κοινοτική δράση, στη χρηματοδότηση όμως της οποίας δεν θα είναι ικανοί να μετάσχουν ουσιωδώς, καθώς εδώ και χρόνια παίζουν τον τζίτζικα, έχοντας επιβαρύνει επικίνδυνα τα δημόσια ελλείμματά τους: αυτή ήταν, και είναι εν μέρει, η περίπτωση των χωρών του Νότου και της Γαλλίας.
Είναι έτσι κατάδηλο ότι οι Ευρωπαίοι βρίσκονται μπροστά σε ένα διπλό πρόβλημα: την έλλειψη ενός ομοσπονδιακού προϋπολογισμού και τη σχετική θεσμική αδυναμία της Ε.Ε. Όσο δεν υπερπηδούν αυτά τα δύο εμπόδια, δεν θα κατορθώσουν να ξεπεράσουν το στάδιο της διακυβερνητικής δράσης και να κατευθυνθούν προς τη δημιουργία μιας συγκροτημένης οικονομικής οντότητας και προς μία κοινή διακυβέρνηση. Σήμερα, λοιπόν, περισσότερο παρά ποτέ, θα έπρεπε να εγκαθιδρυθεί ένας κοινοτικός προϋπολογισμός –ή, τουλάχιστον, ένα έμβρυο προϋπολογισμού- όπου θα επέτρεπε να δοθεί συλλογική απάντηση στην κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Ταυτόχρονα, θα χρειαζόταν ενίσχυση των εξουσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ώστε να ελέγχεται η χρήση των χρημάτων των πολιτών της Ε.Ε., όπως αυτή θα γίνεται.
Πλην όμως, μία θεσμική ενίσχυση του Ευρωκοινοβουλίου απαιτεί και βαθιές αλλαγές στον τρόπο εκλογής των μελών του. Οι διορισμοί ευρωβουλευτών, για παράδειγμα, είναι αντιδημοκρατικοί, αφενός, και προβληματικοί για τον θεσμό, αφετέρου. Υπό παρόμοιες συνθήκες, μία στοιχειώδης πολιτική ενοποίησης της Ευρώπης είναι αδιανόητη.
Από την άλλη πλευρά, η χρηματοπιστωτική κρίση επέτρεψε να διαφανεί πώς θα λειτουργούσε μία διακυβέρνηση διά του Eurogroup. Η οικονομική κρίση, όμως, δεν έχει επιτρέψει μέχρι στιγμής να δοθούν ξεκάθαρα δείγματα γραφής για το ποιες είναι οι απώτερες προθέσεις των Ευρωπαίων ηγετών, πέρα από κάποιες θετικές ενέργειές τους, αλλά και πολλές κενόλογες διακηρύξεις. Παρ' όλα αυτά, με αφορμή την κρίση, δίνεται η ευκαιρία να γίνει ένα ακόμη βήμα προς την οικοδόμηση της Ευρώπης και να διαμορφωθεί μία κατάσταση μη αναστρέψιμη. Ακριβώς αυτό συνέβη στις ΗΠΑ με την κρίση της δεκαετίας του '30. Με την ευκαιρία εκείνη, και η κεντρική εξουσία ενισχύθηκε σημαντικά, και η Αμερική απέκτησε τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό που μέχρι τότε της έλειπε. Και βέβαια, δεν είναι διόλου τυχαίο ότι, επωφελούμενη και από εγκληματικά λάθη των Ευρωπαίων, έγινε και παγκόσμια υπερδύναμη.
Μία υπερδύναμη, όμως, που σήμερα έχει ανάγκη την Ευρώπη, αν θέλει να αντέξει στην αναδυόμενη ασιατική πρόκληση.
*Ο κ. Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος είναι δημοσιογράφος, επίτιμος Πρόεδρος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων και Πρόεδρος του European Business Review (EBR). Μπορείτε να διαβάζετε τα άρθρα του στο www.europeanbusiness.gr και στο εβδομαδιαίο newsletter "EBR Confidential".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου