Το Ποντίκι
του Βενιζέλου Λεβεντογιάννη
«Αφήστε τον μαύρο να φορέσει τη στολή των ΗΠΑ. Να βάλει τον αετό στα κουμπιά του, να κουβαλήσει το μουσκέτο στους ώμους του και τις σφαίρες στην τσέπη του. Τότε δε θα υπάρχει καμία δύναμη στη γη που να μπορεί να τον σταματήσει»
Φρέντερικ Ντάγκλας Αφροαμερικανός πρώην σκλάβος, κοινωνικός μεταρρυθμιστής, υπέρμαχος της ισότητας μαύρων λευκών, και συγγραφέας
19 Σεπτεμβρίου 1863 βαμβακοφυτεία Meredith Calhoun of Rapides. Δυναμικό: 709 μαύροι σκλάβοι
Ο ήλιος έπεφτε σκληρά καυτός επάνω στο γυμνό δέρμα του 17χρονου Τζέισον Κίντε. Δεν είχε φτάσει καν 10 η ώρα και η πλάτη του είχε γεμίσει φουσκάλες που σε κάθε του κίνηση έσκαγαν. Ένα κίτρινο διάφανο υγρό έρεε χαμηλά και ανακούφιζε προσωρινά το υπόλοιπο κορμί του. Ήταν και οι βουρδουλιές που πριν από δυο απογεύματα του είχε ρίξει ο ίδιος αφέντης, ο «κύριος Τομ», και όχι ο Μόργκαν ο επιστάτης, επειδή θεώρησε πως δεν μάζευε το βαμβάκι αρκετά γρήγορα.
Εκτός από τη ζέστη, που σε δυσκόλευε να ανασάνεις, στη Λουιζιάνα η αναπνοή γινόταν δυσκολότερη από την υγρασία. Ζέστη, υγρασία, κουνούπια και μαστίγωμα. Και σαν να μην έφτανε αυτό αν ήσουν άμαθος, το βαμβάκι σου πλήγιαζε τα δάχτυλα. Δεν είναι τόσο εύκολο να το βγάλεις από το υπόλοιπο φυτό, χωρίς να γδάρεις το δέρμα σου στα οδοντωτά παραφύλλα του, που υπάρχουν κάτω από το κοτσάνι. Και μετά έρχεται το ζύγιασμα. Πρέπει όλοι οι μαύροι αυτοί άνθρωποι, όπως ο Τζέισον Κίντε να πιάσουν ένα συγκεκριμένο όριο σε βάρος από το βαμβάκι που μάζεψαν. Εάν δεν τα κατάφερναν, ο αφέντης, ο κύριος Τομ, διέταζε τον Μόργκαν να τους βουρδουλίσει. Κάποιοι δεν άντεχαν και πέθαιναν τη στιγμή που το μαστίγιο ξέσκιζε τις σάρκες τους. Κάποιοι όχι.
Ο Τζέισον συνέχισε να γεμίζει με βαμβάκι τον σάκο που είχε περασμένο χαμηλά στους γοφούς του. Με τον ήλιο να τον ζαλίζει και να του φέρνει ναυτία, ξεχώριζε, έκοβε και όλο και περισσότερο ξεμάκραινε από τη δική του γραμμή. Έφτασε σχεδόν δίπλα στη «μάμα Αιρίν». Την παχουλή γυναίκα που τον είχε μεγαλώσει σαν δικό της παιδί, στο κτήμα του αφέντη. Η μητέρα του, μια πανέμορφη μουλάτα, είχε πεθάνει όταν ήταν 3 χρονών. Την είχαν βιάσει ομαδικά ο κύριος Τομ και άλλοι 3 φίλοι του από τα διπλανά κτήματα. Μετά την παρέδωσαν στους επιστάτες και εκείνοι ύστερα από λίγη ώρα στα σκυλιά.
Τον πατέρα του που δεν τον γνώρισε ποτέ, έμαθε ότι τον κατασπάραξαν κάτι αλιγάτορες στις εκβολές του Μισσισιπί. Είχε προσπαθήσει να αποδράσει αλλά οι ύπουλες οι αλυσίδες στα πληγιασμένα του πόδια δεν έσπαγαν με τίποτε. Τον πρόλαβαν μετά από τρεις μέρες. Κρύφτηκε στα καλάμια στις όχθες του ποταμού λίγο έξω από το Μπατόν Ρουζ. Κρύφτηκε και προσευχόταν να μην τον μυρίσουν τα κυνηγόσκυλα. Επέλεξε να προσευχηθεί αντί να έχει τα αυτιά του τεντωμένα. Δεν άκουσε τους αλιγάτορες που τον πλησίασαν. Τις κραυγές του άκουσαν οι διώκτες του και έφιπποι καθώς ήταν έφτασαν αμέσως στη λασπωμένη όχθη. Τον κοίταζαν, χαριεντιζόντουσαν μεταξύ τους και γελούσαν μέχρι να βγει η ψυχή του στα κατακόκκινα από το αίμα νερά. Μόνο ο πατέρας του αφέντη, του κυρίου Τομ, είχε νευριάσει λίγο επειδή έχανε ένα περιουσιακό του στοιχείο.
«Μάμα θα φύγω. Θα πάω στο βορρά. Σήμερα το βράδυ κιόλας.» ψιθύρισε στα γρήγορα στη γυναίκα που γνώρισε σα μητέρα. Εκείνη δαγκώθηκε. Πήγε να λιποθυμήσει. «Γύρνα στη γραμμή σου νεαρέ» του είπε αυστηρά. «Σαγαπώ πολύ μάμα. Ότι και να συμβεί σαγαπώ» της είπε και ξεμάκρυνε πάλι. Η Μάμα Αιρίν βούρκωσε και έπνιξε ένα τεράστιο κόμπο που την έπνιγε. «Να προσέχεις γιε μου» ψέλλισε και ύστερα έσκυψε και έκοψε άλλη μια λευκή κάψα από το φυτό. Δεν πρόσεξε τα παραφύλλα και τα δάχτυλα της μάτωσαν. Τα σκούπισε στο βρώμικο φόρεμα της μη και λερώσουν τις λευκές ίνες και βρει τον μπελά της.
Όταν έφτασε η ώρα για το ζύγιασμα του βαμβακιού, αργά το απόγευμα εκείνης της μέρας, ο σάκος του Τζέισον ήταν ξέχειλος. Ξεπέρασε κατά πολύ το όριο που είχε θέσει ο κύριος Τομ. Ο Μόργκαν ο επιστάτης ικανοποιημένος, του είπε ότι θα έπαιρνε μιάμιση μερίδα φαγητού για τη δουλειά που είχε κάνει. Ο 17χρονος μαύρος με σκυφτό κεφάλι, αφού απαγορευόταν να κοιτάζεις στα μάτια το αφεντικό, τον ευχαρίστησε και από μέσα του σκέφτηκε πως όλα πήγαν καλά. Και θα έτρωγε φαγητό να πάρει δυνάμεις και δεν περνούσε από το μυαλό τους ότι θα δραπέτευε.
Το σχέδιο του ήταν απλό αλλά έπρεπε να τηρηθεί σε κάθε λεπτομέρεια του. Γνώριζε καλά πως μια αποτυχία και σύλληψη του θα σήμαινε μαστίγωμα μέχρι θανάτου και εάν επιζούσε, ευνουχισμό μπροστά σε όλους τους σκλάβους για παραδειγματισμό, με τα εργαλεία που ο Μόργκαν ευνούχιζε τα μουλάρια.
Το βράδυ όταν όλοι κοιμήθηκαν, άνοιξε εύκολα τις αλυσίδες του, σύρθηκε στο γεμάτο άχυρα στάβλο που κοιμόταν. Οι πόρτες ήταν κλειδωμένες αλλά τις παραβίασε αθόρυβα. Ύστερα ένιωσε το δροσερό αέρα στο πρόσωπο του. Ο Τζέισον Κίντε έτρεξε ασταμάτητα όλο το βράδυ. Πέρασε ποτάμια, λίμνες, βαλτοτόπια. Διέσχισε δάση, χωράφια, πεδιάδες. Τα βράδια έτρεχε και τη μέρα κρυβόταν. Συνέχεια νόμιζε πως άκουγε σκυλιά πίσω του και έβγαζε φτερά στα πόδια. Έτρεχε ανατολικά προς το Μισισίπι και από κει με τρένο λαθραία, μέσα σε βαγόνια με γελάδια, έφτασε Νάσβιλ, κεντάκι, Δυτική Βιρτζίνια, Πενσιλβάνια. Κάποιο ξημέρωμα μπήκε στην επικράτεια των Βορείων. Έφτασε στο Ντελαγουέρ. Θεώρησε ότι ήταν πλέον ένας ελεύθερος άνδρας.
Στο σταθμό το τρένο σταμάτησε. Άκουσε τον οξύ ήχο της ατμομηχανής. Δεν είχε προλάβει να ανοίξει την ξύλινη συρόμενη πόρτα του βαγονιού του, ήθελε τόσο πολύ να ξεχυθεί έξω, όταν είδε μια ατελείωτη σειρά με μαύρους άνδρες, τον έναν πίσω από τον άλλον. Δεν ήταν δεμένοι με αλυσίδες όπως στο Νότο, αλλά παρέμεναν σκλάβοι. Το Ντελαγουέρ αν και στο πλευρό των Βορείων, διατηρούσε ακόμη το θεσμό της δουλείας. Ο Τζέισον έκλεισε την πόρτα και χώθηκε βαθύτερα στο σκοτάδι του βαγονιού, ανάμεσα στις αγελάδες…
Κάποια στιγμή ύστερα από μια μέρα, έφτασε στη Νέα Υόρκη. Βρώμικος, αλλά ελεύθερος βγήκε έξω και τότε το είδε. Ένας πάγκος μέσα στον σταθμό όπου άνδρες δήλωναν εθελοντές για τον πόλεμο. Ο πάγκος ήταν στολισμένος με λευκές κόκκινες και μπλε γιρλάντες. Πίσω του καθόντουσαν 2 μαύροι άνδρες ντυμένοι με τη σκούρα μπλε στολή των στρατιωτών της Ένωσης. Μια ταμπέλα που δεν μπόρεσε να διαβάσει, έγραφε: USCT (United States Colored Troops). Ο Τζέισον δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Πλησίασε, μίλησε λίγο με τους δυο άνδρες και στη συνέχεια έβαλε έναν σταυρό για υπογραφή στα χαρτιά που είχαν γράψει το όνομα του. Ήταν πλέον ένας από τους 180.000 μαύρους στρατιώτες της Ένωσης και θα πολεμούσε ενάντια στα παλιά του αφεντικά.
«Στρατιώτη Κίντε», του είπε με μπάσα φωνή ο ένας από τους δυο μαύρους που βρισκόντουσαν στον πάγκο. «Είμαι ο λοχίας William Henry Singleton, και από δω και μπρος εντάσσεσαι στο 35οτάγμα πεζικού των ΗΠΑ. Είμαστε όλοι αφροαμερικανοί. Μόνο οι αξιωματικοί μας είναι λευκοί. Θα κάνεις ότι σου λέω και θα ζήσεις. Δε θα με ακούσεις και στην καλύτερη περίπτωση κάποιος αφέντης θα σου φορέσει πάλι τις αλυσίδες.» Ο Τζέισον Κίντε κάτι πήγε να πει, αλλά η κίνηση του λοχία τον έκανε να σωπάσει. Τράβηξε το τζάκετ του, το πουκάμισο του και αποκάλυψε τους ώμους του. Οι πλάτες του ήταν χαραγμένες. Οι πληγές είχαν κλείσει και είχαν αφήσει μακρόστενα βουναλάκια. Κάποιος αφέντης τις είχε «μετρήσει» με το μαστίγιο του. Ήταν και ο Singleton, κάποτε σκλάβος στο Νότο.
Μεγάλη Πέμπτη 14 Απριλίου 1865 Λευκός Οίκος, Οβάλ γραφείο
«Τι ήθελα και μπλέχτηκα έτσι με την πολιτική. Δεν κατάπινα καλύτερα ένα μαγκάλι κάρβουνα…» Ο ψηλός ξερακιανός και πρόωρα γερασμένος άνδρας, πέρασε τα μακριά λεπτά του δάχτυλα στους κροτάφους του που είχαν ήδη γκριζάρει, άφησε έναν βαθύ αναστεναγμό και βυθίστηκε περισσότερο στη μεγάλη, δερμάτινη καρέκλα του.
«Μια χαρά ήμουν εκεί στο Κεντάκι. Τώρα θα ήμουν ήρεμος και θα ασχολιόμουν με το κτηματάκι του γερο- Τόμας. Θα καθόμουν μετά στη βεράντα του ξύλινου σπιτιού μου και θα κάπνιζα την πίπα μου.» Ο άνδρας αναστέναξε πάλι: «Αχ ρε μάνα. Καλή η θρησκεία σου αλλά πόσο θα ήθελα τώρα δα, να έβαζα στο στόμα μου μια σταλιά μπέρμπον να ηρεμήσω. Αλλά αυτό θα ήταν αμαρτία για εμάς τους Κουακέρους, έτσι δεν είναι;» μονολόγησε.
Ο Αβραάμ Λίνκολν, ο 16ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, βρισκόταν σε βαθιά περισυλλογή. Ο πόλεμος με τους Νότιους, είχε εξουθενώσει οικονομικά το Βορρά και είχε αναγκαστεί να υποκύψει στις πιέσεις των μεγάλων τραπεζιτών της Νέας Υόρκης. Από την άλλη οι μαύροι από τις νότιες πολιτείες και τις τεράστιες φυτείες βαμβακιού δραπέτευαν καθημερινά και κατά χιλιάδες έφταναν στο Βορρά. «Είπαμε να καταργήσουμε τη δουλεία, αλλά όπως γεννοβολάνε αυτοί και με τους ρυθμούς που έρχονται εδώ θα γίνουμε όλοι μαύροι» σκέφτηκε και δαγκώθηκε. «Αβραάμ αυτό δεν πρέπει να σου ξεφύγει σε καμία ομιλία σου προς τον κόσμο. Πρόσεχε»
Ετοιμάστηκε να φωνάξει τη γραμματέα του να του φέρει τελικά εκείνο το αναθεματισμένο μπέρμπον. Θα αμάρταινε όμως… «Είναι και εκείνες οι 4 πολιτείες στα σύνορα που ναι μεν θέλουν την Ένωση αλλά θέλουν και το θεσμό της δουλείας. Θεέ μου συγχώρεσε με πως τα έκανα έτσι. Δεν μπορεί όμως οι μαύροι να έχουν ίσα δικαιώματα με τους λευκούς. Δεν μπορεί όμως να είναι και δούλοι. Που πήγα και μπλέχτηκα.»
Ο πρόεδρος Λίνκολν εκείνο το απόγευμα ήταν εξαιρετικά αγχωμένος. Για το μοναδικό που δεν αγχωνόταν ήταν η έκβαση του πολέμου. Η πλάστιγγα έγερνε υπέρ των Βορείων. Τελικά δεν ήπιε μπέρμπον, παρά το γεγονός ότι τον έκαιγε ο ουρανίσκος του. Αντι αυτού, αποφάσισε να πάει να δει το ίδιο βράδυ μια θεατρική παράσταση στο θέατρο Φορντ, μαζί με τη σύζυγο του, την Mary Ann Todd…
Η δράση των USCT
Ο Αβραάμ Λίνκολν, με το «Confiscation Act of 1862», απελευθέρωσε τους αφροαμερικάνους σκλάβους, οι ιδιοκτήτες των οποίων πολεμούσαν ενάντια στην «Ένωση». Με τον ίδιο νόμο που έφερε και ψήφισε η Γερουσία, δινόταν στον Πρόεδρο των ΗΠΑ το δικαίωμα να μπορεί να χρησιμοποιεί κατά πως έκρινε, απελευθερωμένους μαύρους στον στρατό των ΗΠΑ.
Με τη «Γενική Εντολή 143» που υπέγραψε δημιουργήθηκαν 163 συντάγματα «εγχρώμων». Η δύναμη του στρατού της Ένωσης αυξήθηκε κατά 178.975 ελεύθερους μαύρους. Φυσικά στη «Γ.Ε 143» υπήρχε η σαφής οδηγία πως όλα τα συντάγματα των μαύρων θα διοικούνταν αποκλειστικά από λευκούς αξιωματικούς. Η οδηγία αυτή σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις άλλαξε και έγιναν αξιωματικοί και μαύροι.
Από τη στιγμή που φόρεσαν τη στολή της Ένωσης οι Αφροαμερικανοί αποδείχθηκαν ανεκτίμητοι στρατιώτες. Ξεπέρασαν κάθε προσδοκία και στο πεδίο της μάχης ισοπέδωσαν όποια δύναμη Νοτίων είχε την ατυχία να βρεθεί απέναντι τους.
Η Συνομοσπονδία (Νότιοι) ξεκαθάρισε πως δεν επρόκειτο να πιάσει μαύρο αιχμάλωτο. Όλους τους θανάτωναν στη στιγμή. Αυτό έδινε ένα ακόμη κίνητρο στα USCT να πολεμούν για τη ζωή τους.
Αρχικά, οι αφροαμερικανοί, αν και στρατιώτες δεν χρησιμοποιήθηκαν στα πεδία των μαχών, αλλά σαν βοηθητικοί. Καθάριζαν τουαλέτες, καθάριζαν μαγειρεία, ταΐζανε τα άλογα, κατασκεύαζαν δρόμους, μετέφεραν τραυματίες. Στα στρατόπεδα εκπαίδευσης οι αφροαμερικανοί υπέστησαν από τους συναδέλφους τους στρατιώτες, τρομερά καψώνια, ξυλοδαρμούς, εξευτελισμούς. Κάποιοι δεν άντεξαν και λιποτάκτησαν.
Οι διακρίσεις στο στρατό των Βορείων ήταν τεράστιες. Οι αφροαμερικάνοι στρατιώτες λάμβαναν 10 δολάρια το μήνα, και είχαν προαιρετική έκπτωση για ρούχα ύψους 3 δολαρίων. Οι λευκοί στρατιώτες των Βορείων λάμβαναν 13 δολάρια το μήνα και είχαν επίδομα ένδυσης 7 δολάρια επιπλέον.
Τον Οκτώβριο όμως του 1862, κατάφεραν να τους δοθούν όπλα να πολεμήσουν, ύστερα από πολλά παρακάλια, υπομνήματα τοπικών διοικητών, ακόμη και απειλές για στάση.
16 Σεπτεμβρίου 1864 Nashville, Tennessee, σημείο Shy's Hill, 15.30
Η μυρωδιά από το καμένο μπαρούτι, έτσουζε τα μάτια και έκανε τραχύ το λαιμό. Οι στρατιώτες μέσα στα χαρακώματα που οι ίδιοι είχαν σκάψει, καθάριζαν τα κατακόκκινα γεμάτα τσίμπλες και δάκρυα μάτια τους, σημάδευαν τον εχθρό και πυροβολούσαν. Ύστερα έβηχαν και έφτυναν για να καθαρίσουν το στόμα και τα πνευμόνια τους.
Το 35ο τάγμα «έγχρωμου» πεζικού υπό τις διαταγές του λευκού στρατηγού James Harrison Wilson είχε καθηλωθεί από το πυροβολικό των Νοτίων στο Δυτικό άκρο της πόλης. «Λοχία, εάν καταφέρω να μπω σε εκείνο το χαράκωμα, μετά θα έχουμε το Shy Hill ακάλυπτο. Άφησε με σε παρακαλώ». Ο Τζέισον Κίντε έκοψε με τα δόντια του το σακουλάκι από το μπαρούτι, το έριξε στην κάνη του «2-band Enfield Musketoon» τουφεκιού του, έβαλε το βόλι και παλλινδρομικά, τα πίεσε όλα με το λεπτό σιδερένιο ραβδάκι που υπήρχε στο κάτω μέρος του όπλου του. Ύστερα σημάδεψε με σιγουριά και πάτησε απαλά τη σκανδάλη. Ενώ περίμενε την απάντηση από τον λοχία William Henry Singleton, ο Κίντε έβηξε καθάρισε το λαιμό του και έφτυσε.
Όταν ο λοχίας του έγνεψε το κεφάλι, ο 18χρονος αφροαμερικάνος, έβγαλε ένα τεράστιο μαχαίρι από τον γυλιό του, και σύρθηκε σα σκιά ανάμεσα στους καπνούς από τις βόμβες και την ομίχλη που είχε αρχίσει να πέφτει, Σε λίγα λεπτά βρισκόταν επάνω από το στρογγυλό σαν κρατήρα, χαράκωμα των Νοτίων.
Έναν προς έναν έσφαξε τους 7 Νότιους στρατιώτες που είχαν απομείνει στο εχθρικό όρυγμα. Κανείς δεν κατάλαβε τι είχε συμβεί. Όταν έπιασε το κούτελο του τελευταίου και ετοιμάστηκε να βυθίσει τη λάμα του στον γυμνό λαιμό του, μια φωνή εφιάλτης από το παρελθόν του, τον έκανε να παγώσει.
«Μη Κίντε, μην το κάνεις». Ήταν ο κύριος Τόμας. Ο αφέντης του. Λασπωμένος, λερωμένος με πρόσωπο τόσο μαύρο όσο το δικό του. Ήταν ο επικεφαλής σε εκείνη την τρύπα που βρωμούσε αίμα, ούρα και μπαρούτι. Στο χέρι του έφερε τα γαλόνια του λοχαγού. Τα μάτια του πρώην σκλάβου βούρκωσαν από οργή. Σταμάτησε και κοίταζε τον δυνάστη και βιαστή της μητέρας του. Τον άνθρωπο που νυχθημερόν χαράκωνε την πλάτη του με το μαστίγιο. Μια κίνηση και θα τον έσφαζε εκεί δα σαν τις γαλοπούλες την ημέρα των ευχαριστιών. Δεν την έκανε. Είχε παγώσει.
Άκουσε τον πυροβολισμό, είδε το περίστροφο στα χέρια του κυρίου Τομ να καπνίζει και έπειτα ένιωσε ένα οξύ κάψιμο στον θώρακα του. Ύστερα όλα σκοτείνιασαν γύρω του…
Μεγάλη Πέμπτη 14 Απριλίου 1865, Ford Theatre Ουάσιγκτον
Η τρίτη πράξη της παράστασης «Our American Cousin», μόλις είχε τελειώσει. Στο θεωρείο των επισήμων ο πρόεδρος των ΗΠΑ, είχε ξεκαρδιστεί από τα γέλια. Γελούσε με την καρδιά του ύστερα από πολλούς μήνες. «Τελικά καλύτερα που ήρθα εδώ. Μου έφυγε το άγχος. Και δεν ήπια το μπέρμπον και δεν αμάρτησα και χαλάρωσα.» σκέφτηκε ο Αβραάμ Λίνκολν και γύρισε το κεφάλι του για να χαμογελάσει στη σύζυγο του.
Την είδε να σκουπίζει τα μάτια της από τα γέλια και εκείνη. Με την άκρη του ματιού του, είδε όμως και την πόρτα του θεωρείου να ανοίγει και τον ηθοποιό Τζον Γουίλκς Μπουθ να τον σημαδεύει με ένα περίστροφο. Τον άκουσε να φωνάζει «Sic semper tyrannis» και μετά ο χρόνος για εκείνον σταμάτησε. Η σφαίρα τον βρήκε στο κεφάλι. Το επόμενο πρωινό στις 7.22 ακριβώς, ο 16ος πρόεδρος των ΗΠΑ, πέθανε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου