Σάββατο 23 Απριλίου 2016

Η υπόθεση Φαμπρ και ο πολιτιστικός ιμπεριαλισμός

ardin-rixi

Mouvement: Η αλαζονεία του Φαμπρ και ο πολιτιστικός εκμηδενισμός της κυβέρνησης Τσίπρα. Ολόκληρο το πολυσυζητημένο άρθρο του γαλλικού περιοδικού για την υπόθεση Φαμπρ
Αναδημοσιεύουμε το κείμενο της Mari-Mai Corbel γιατί, αν και Γαλλίδα, απέδωσε πολύ καλύτερα από τους περισσότερους Έλληνες κριτικούς την ουσία της υπόθεσης Φαμπρ. Παραθέτουμε και την απάντηση του περιοδικού στις αντιρρήσεις της Ρένας Δούρου για τον ρόλο του αδερφού της στο υπουργείο Πολιτισμού. 
Mouvement: Η αλαζονεία του Φαμπρ και ο πολιτιστικός εκμηδενισμός της κυβέρνησης Τσίπρα. Ολόκληρο το πολυσυζητημένο άρθρο του γαλλικού περιοδικού για την υπόθεση Φαμπρ
Της Mari-Mai Corbel από το γαλλικό περιοδικό mouvement.net. Τη μετάφραση στα ελληνικά την βρήκαμε στο lifo.gr 
Παράδοξα, όλα είναι παράδοξα σε αυτή την υπόθεση του Φεστιβάλ Αθηνών στην οποία ενεπλάκη ο Γιαν Φαμπρ. Στο βαθμό που δεν μπορώ παρά να σκεφτώ και την υπόθεση του ΟΧΙ της 5ης Ιουλίου 2015, το οποίο μετετράπη στο ακριβώς αντίθετο του μέσα σε λιγότερο από δέκα ημέρες. Η ανακοίνωση της επιλογής του Γιαν Φαμπρ στα μέσα Φεβρoυαρίου ήταν πολλά υποσχόμενη. Ήταν αδύνατον να φαντασθεί κανείς τότε πως ο Γιαν Φαμπρ δεν θα είχε κανένα ενδιαφέρον για την σύγχρονη ελληνική δημιουργία. Εξίσου αδύνατον ήταν να φανταστεί κανείς πως ο Γιαν Φαμπρ θα σκεφτόταν να αναλάβει αυτή την περίοπτη θέση στο ελληνικό καλλιτεχνικό τοπίο μη γνωρίζοντας το παραμικρό γι’ αυτό. Αδύνατον διότι οι ευρωπαϊκοί, για να μην πούμε οι διεθνείς καλλιτεχνικοί κύκλοι, είναι πορώδεις, πραγματικές κυψέλες. Επίσης, πολυάριθμοι Ευρωπαίοι σκηνοθέτες και χορογράφοι περνούν από την Αθήνα, όχι μόνο για να παίξουν στο φεστιβάλ. Κι ωστόσο, στην συνέντευξη τύπου της 30ης Μαρτίου που έλαβε χώρα με δόξα και τιμή στο Μουσείο της Ακροπόλεως, με προσκλητήριο μάλιστα (κάτι που δεν έχει ξανασυμβεί) και όπου δεν κλήθηκε κανένας Έλληνας καλλιτέχνης, παραδέχθηκε πως δεν είχε ιδέα. Παράδοξο κι εξίσου απίστευτο.

 Απίστευτο πρόγραμμα. Η δημοσιοποίηση του καλλιτεχνικού προγράμματος του Γιαν Φαμπρ κυκλοφόρησε σαν αστραπή στους ευρωπαϊκούς καλλιτεχνικούς κύκλους μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, προκαλώντας πολυάριθμες πτώσεις από τα σύννεφα σε κάθε ανάγνωση του. Η λιγότερη κακή ερμηνεία για τον Γιαν Φαμπρ είναι να φανταστεί κανείς πως η διάνοια αυτή, απορροφημένη και όντας στον κόσμο του, δεν είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τις δοκιμασίες της ελληνικής πολιτικής ούτε τις ευρωκρατικές δολιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε τις αθλιότητες του ΔΝΤ απέναντι στο μικρό αυτό κράτος στην άκρη των Βαλκανίων. Θα είχε μείνει στις 25 Ιανουαρίου, στην νίκη του Αλέξη Τσίπρα και της ριζοσπαστικής αριστεράς στην μυθική κοιτίδα της δημοκρατίας. Μία καθαρή αφήγηση στην οποία εκείνος θα προσέθετε το δικό του κομμάτι. Ένα κομμάτι καλλιτεχνικής αρωγής στους φτωχούς Έλληνες καλλιτέχνες που έχουν θαφτεί στην Αθήνα. Ένα κομμάτι που θα άνοιγε τα μάτια ενός κοινού που στερείται τον καλλιτεχνικό φλαμανδικό πλούτο. Κομμάτι συνεισφοράς πολυπολιτισμικού κεφαλαίου, το οποίο εξάλλου αποτέλεσε και το θέμα της συνέντευξης τύπου του. Ο Γιαν Φαμπρ, με την άγνοια του της ελληνικής κατάστασης, δεν υπολόγισε πως το πρόγραμμα του, το οποίο και θα εκθέσω στη συνέχεια, θα μπορούσε να έχει δύσοσμα ψήγματα αποικιοκρατίας στο συγκεκριμένο ελληνικό πολιτικό και ιστορικό πλαίσιο. Αναμφισβήτητα αυτός ο επαγγελματίας της πρόκλησης θα φανταζόταν πως θα δώσει το αναγκαίο λάκτισμα στην ελληνική αισθητική μυρμηγκοφωλιά παρότι ο ίδιος δεν είχε ιδέα περί τίνος πρόκειται, γεγονός που αποδεικνύει πως είχε αμετακίνητες προκαταλήψεις. Αναμφισβήτητα φαντάστηκε πως θα ξεκινούσε μία αναζωογονητική αισθητική διένεξη που θα του θύμιζε τα νιάτα του… Όμως δεν είχε ανθρώπους να τον πληροφορήσουν. Την μεθεπόμενη της συνέντευξης τύπου, την Παρασκευή 1η Απριλίου, έλαβε χώρα στο θέατρο Σφενδόνη μία γενική συνέλευση. Πρωταπριλιάτικα, συνετάχθησαν δύο επιστολές που εστάλησαν η μία στο Γιαν Φαμπρ δηλώνοντας πως με την συμπεριφορά του είχε καταστήσει εαυτόν “persona non grata για το φεστιβάλ”, και μία δεύτερη στον Υπουργό Πολιτισμού Αριστείδη Μπαλτά, ζητώντας την παραίτηση του. Μέσα στη νύχτα τα τηλέφωνα των ελληνικών και ευρωπαϊκών καλλιτεχνικών κύκλων πήραν φωτιά. Το επόμενο πρωινό ο Γιαν Φαμπρ παραιτήθηκε με μία κακία που δεν απείχε της δουλικότητας που είχε επιδείξει προς τους πολιτικούς κύκλους που τον είχαν διορίσει, και θα επανέλθω επ’ αυτού, επιχειρηματολογώντας πως δεν επιθυμούσε “την εργασία σε ένα επιθετικό καλλιτεχνικό περιβάλλον”, εκείνος που είχε έλθει με “το πνεύμα και την καρδιά ανοιχτά”. Κάποιες φορές νομίζουμε πως ονειρευόμαστε. Όμως η αχίλλειος πτέρνα κάποιων ιδιοφυϊών είναι ότι ζούνε εγωκεντρικά σε έναν κόσμο απομακρυσμένο από την πραγματικότητα, μη γνωρίζοντας ούτε καν την δική τους και την προσωπικότητα τους.
  Όποιος κι αν διαβάσει αυτό το καλλιτεχνικό πρόγραμμα, μαντεύει πως γράφτηκε στο πόδι και το πολύ σε 48 ώρες. Ο Γιαν Φαμπρ εξάλλου παραδέχθηκε στην συνέντευξη τύπου του, περιστοιχιζόμενος από την φλαμανδική ομάδα του, πως “δεν είχε τον χρόνο” να συναντήσει καλλιτέχνες και να δει έργα. Μη έχοντας τον χρόνο να ενημερωθεί σε “τοπική” κλίμακα, ο Γιαν Φαμπρ πρότεινε την έξωση κάθε ανεξάρτητης ελληνικής δημιουργίας από τον πρώτο χρόνο. Έμεναν οι προγραμματισμένες παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου, της Λυρικής Σκηνής, του ΚΘΒΕ και της ΚΟΕ. Αυτό εννοούσε εκείνος με “το πνεύμα και την καρδιά ανοιχτά”. Ποζάροντας μπροστά από το Ηρώδειο όπου έχουν δοθεί τόσες πολιτικές συναυλίες (εδώ, το 1974 μία ανάμνηση με τον Μίκη Θεοδωράκη, εθνική προσωπικότητα χωρίς αντιστοιχία στην Γαλλία) με μία βελγική σημαία στο βάθος, ο Γιαν Φαμπρ χαμογελά ευτυχής που φέρνει το βελγικό πνεύμα και την πολυπολιτισμικότητα στην ελληνική κοινωνία, για να την βοηθήσει στον περίπλου του δύσκολου κάβου της παγκοσμιοποίησης. Αυτό ήταν το πρόγραμμα του. Ένα πρόγραμμα που στόχευε το 2019 να δημιουργηθεί ένα “Ελληνικό Matrix”, με νέους Έλληνες καλλιτέχνες τους οποίους θα έχει προηγουμένως επιλέξει και καταρτίσει. Νεοφιλελεύθερη βία από μία κλίκα καλλιτεχνών της δεκαετίας του 1980. Θα θυμίσω πως η ιστορία της ταινίας Matrix βασίζεται σε ένα πρόσωπο που ανακαλύπτει ερχόμενο σε επαφή με την εικονική πραγματικότητα ότι εκείνο που ζει είναι το εικονικό, κι εκείνο που θεωρούσε εικονικό είναι η αληθινή πραγματικότητα… Δηλαδή, αγαπητοί Έλληνες, ακόμα κοιμάστε κι ονειρεύεστε, αλλά σύντομα η ΕΕ και οι ΗΠΑ από πίσω θα σας εξηγήσουν το όνειρο.     Από το 2017 το πρόγραμμα θα άνοιγε ώστε να συμμετέχουν οι νέοι Έλληνες καλλιτέχνες σε ποσοστό 30%. Η ποσόστωση αυτή, πολυπολιτισμική ώστε να διασφαλίσει σε μία εθνοτική μειονότητα, κι ας ζητωκραυγάσουμε εδώ, μία ελάχιστη εκπροσώπηση σε ένα φεστιβάλ όπου μέχρι τούδε αποτελούσε το 80% του προγράμματος. Δεν επρόκειτο καθόλου όμως για την διασφάλιση της συμμετοχής κατά το ένα τρίτο ελληνικών έργων, μα καθόλου. Επρόκειτο για την στρατολόγηση νεαρών Ελλήνων καλλιτεχνών (όπου μάλιστα διευκρινιζόταν ότι θα έπρεπε να είναι κάτω των 30 ετών) ώστε να ενσωματωθούν στις διανομές διεθνώς αναγνωρισμένων καλλιτεχνών που θα προσκαλούσε ο Γιαν Φαμπρ. Για τον σκοπό αυτό καμιά πενηνταριά νεαρών Ελλήνων καλλιτεχνών θα “επιλέγονταν” και θα καταρτίζονταν μέσω master classes και σεμιναρίων από καλλιτέχνες και πάλι διεθνούς φήμης. Για να υποστηριχθεί η κατάρτιση τους, κι εδώ έχουμε μια ζουμερή λεπτομέρεια, οι ευτυχείς επιλεχθέντες θα λάβουν επτά εισιτήρια για το φεστιβάλ, ούτε καν ένα πάσο. Τέτοιες ζουμερές λεπτομέρειες υπήρχαν μπόλικες. Θα πρέπει να αναφερθούμε στη μερίδα του λέοντος που επιφύλαξε ο Γιαν Φαμπρ για τον εαυτό του, οικειοποιούμενος τα εγκαίνια του νέου Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης για να εκθέσει το σύνολο των πλαστικών έργων του από την δεκαετία του 1970, η ιδέα πίσω από αυτό είναι να εισαχθεί το κοινό στο “φαμπρικό” σύμπαν ή και η ποπ και τζαζ μουσική που είναι η αγαπημένη του. Θα σταματήσω όμως εδώ για να μην βυθίσω το κείμενο αυτό από τα φλαμανδικά άχθη. Γιατί νομίζω το πιάσατε το πνεύμα.
Αναφορά ονομάτων προς εντυπωσιασμό, (Isabelle Huppert, Bob Wilson), περιορισμός της βελγικής σκηνής σε κάποια γηρασμένα φλαμανδικά ονόματα (Anna Teresa De Keersmaker, Jan Lauwers, Sidi Labi Cherkaoui) και σε μία συγκεκριμένη γενιά της Αμβέρσας της οποίας το πολιτικό DNA δεν θα αναφέρουμε εδώ η οποία βρίσκει τοίχο στην σκηνή των Βρυξελλών και στην γενιά κάτω των 50 ετών, πνεύμα τυχοδιωκτικό, βολτούλα φιλανθρωπική με τους υπεύθυνους του προσφυγικού στρατοπέδου στον Πειραιά ακολουθώντας τα βήματα της Αντζελίνα Τζολί ή της Βανέσα Ρεντγκρέϊβ, και ιδού δύο φαμπρικές δημιουργίες, μέ ένα βλέμμα τουλάχιστον λεπταίσθητο στον ελληνικό πολιτισμό (Όρος Όλυμπος, Προς Δόξα της Λατρείας της Τραγωδίας. Μια 24ωρη περφόρμανς), ακόμα πιο λεπταίσθητη δεδομένης της ομολογούμενης άγνοιας του Γιαν Φαμπρ για τον συγκεκριμένο πολιτισμό, λεπταίσθητη διότι για ακόμη μία φορά η Ελλάδα μειώνεται σε ένα φολκλορικό στερεότυπο (σάτιρα του χορού συρτάκι από την ταινία Ζορμπάς) ή των τραγικών της αρχαιοτήτων (την ΤΡΑΓΩΔΙΑ).
Για ακόμα μία φορά η Ελλάδα χρησιμεύει ως προβολή της καταπιεσμένης ταυτότητας των Βορειοευρωπαίων. Κι είναι που μπορούμε να συσχετίσουμε την κατάπληξη που νιώθουμε από την απερίσκεπτη επίσκεψη αστραπή ενός Γιαν Φαμπρ με εκείνη που νιώσαμε μετά τις 13 Ιουλίου 2015 και την καταναγκαστική ψήφιση ενός τρίτου μνημονίου, χειρότερου από τα προηγούμενα, κι εκείνη που συνεχίζουμε να νιώθουμε απέναντι στην εμμονή της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διαλύσει την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Η Ελλάδα, δυστυχώς για την ίδια, με την Ακρόπολη και την Επίδαυρό της, χρησιμεύει ως μέσο πολιτισμικής νομιμοποίησης σε πολλούς Δυτικοευρωπαίους του Βορρά οι οποίοι μάλλον είναι βαρβαρικής προελεύσεως εξάλλου… Παλιά ιστορία η οποία προφανώς δύσκολα χωνεύεται. Σ’ έναν κόσμο όπου η ισχύς αποκτάται ελάχιστα βάσει δεξιοτήτων και εξίσου λίγο μέσω λαϊκής νομιμοποίησης στους ευρωκρατικούς κύκλους, τι καλύτερο από την οικειοποίηση αυτών των πολιτισμικών ελληνικών για την επίτευξη της αυτο-νομιμοποίησης; Μόνο που ανάμεσα σε αυτές τις αρχαίες και τις σημερινές πηγές παρεμβάλλεται ολόκληρη η βυζαντινή ιστορία, η σύγχρονη ιστορία καθώς και η βαλκανική ιστορία την οποία σε μεγάλο βαθμό ο βορράς περιθωριοποιεί ή περιφρονεί. Κι έτσι, η πολυπολιτισμικότητα που προτίθετο να μεταδώσει στην ελληνική κοινωνία ήταν τουλάχιστον ανεπιθύμητη.
Από την βυζαντινή αυτοκρατορία, περνώντας από την οθωμανική αυτοκρατορία και το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, τα Βαλκάνια δεν έπαψαν να είναι ένα χωνευτήρι πολιτισμικών, γλωσσολογικών και θρησκευτικών στοιχείων. Επιπλέον, όσοι γνωρίζουν την ελληνική ιστορία γνωρίζουν πως η ελάχιστα κεκαλυμμένη πρακτική του προτεκτοράτου των Δυνάμεων (ρωσσικών, γερμανικών, αγγλικών, γαλλικών) που επέβαλλε διάφορες πολιτιστικές συμπεριφορές ακόμα και δια σιδήρου, είναι συνδεδεμένη με εξορίες. Η ελληνική διασπορά διατηρεί ισχυρούς δεσμούς σε ολόκληρο τον κόσμο. Από την πολιτική των μνημονίων κι έκτοτε πάνω από 200.000 νέοι έχουν διασπαρεί ανά την υφήλιο και στην Ευρώπη και αναζωογόνησαν, αν μου επιτρέπετε την έκφραση, αυτή την διασπορά. Και για να επιστρέψουμε στην καλλιτεχνική σκηνή, η γενιά της δεκαετίας του 1990, την οποία συνάντησα το 2014 κατά την διάρκεια ενός ρεπορτάζ για τους ανεξάρτητους Έλληνες καλλιτέχνες, στην πλειοψηφία της έχει σπουδάσει στις ΗΠΑ, την Αγγλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία, δημιουργώντας διεθνείς καλλιτεχνικούς δεσμούς κατ΄ αυτόν τον τρόπο. Για να μην μιλήσουμε για τους προγόνους τους (μουσικούς, τραγουδιστές, συγγραφείς, κινηματογραφιστές, θεατράνθρωπους) οι οποίοι είχαν εξαναγκαστεί σε αυτοεξορία στη Γαλλία ή τη Γερμανία για πολιτικούς λόγους.
2
  Ας ανασκαλέψουμε λίγο αυτή την πολυπολιτισμικότητα του Φαμπρ, κι ας αφήσουμε στην άκρη το βλακώδες γεγονός ότι επρόκειτο για την επιβολή μιας βελγικής μονοπολιτισμικότηταςΠρόκειται για έναν παλιό αταβισμό αποικιοκρατικού έθνους που ορίζεται από την απουσία ενδιαφέροντος για την μειονοτική γλώσσα του άλλου, την πολυπλοκότητα της ιστορίας του και του πολιτισμού του προκειμένου να μεταλαμπαδεύσει ΤΟΝ πολιτισμό (στην παρούσα περίπτωση τον ευρωπαϊκό, και κρατάμε την κοιλιά μας από τα γέλια) σε αυτόν τον “άλλον”, κι εδώ, μιλάμε για τον “Έλληνα”. Να του φέρει την νέα πολυπολιτισμική κουλτούρα, την “υπόσχεση” που μας ευαγγελίζει η “παγκοσμιοποίηση” σύμφωνα με τα λόγια του Φαμπρ. Ας αφήσουμε κατά μέρους ότι αυτή η νέα πολυπολιτισμική κουλτούρα ουσιαστικά περιορίζεται σε έναν εξαμερικανισμό του τρόπου ζωής και τον ευτελισμό των περιφερειακών πολιτισμών σε μεταμοντέρνα φολκλορικά σύμβολα, κατά το μάλλον ή το ήττον διασκεδαστικά και άνευ ουσίας. Η απόδειξη αυτού είναι η προκλητική φωτογραφία υπό την σκέπη της οποίας έδωσε ο Γιαν Φαμπρ την συνέντευξη τύπου του, υποδειγματική κατ’ αυτόν εικόνα, ασύλληπτη εικόνα, δηλαδή την φωτογραφία της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου του Βελγίου, τους Κόκκινους Διαβόλους. Οι Κόκκινοι Διάβολοι, πλάκα κάνουμε. Το πρόσχημα ήταν ότι μιλάνε τρεις γλώσσες και έχουν διαφορετικού χρώματος δέρμα, αλλά εν τέλει τι κάνουν εκτός από το να αριστεύουν σε ένα άθλημα που δεν είναι παρά μια εντυπωσιακή βιομηχανία που εκμεταλλεύεται τα χαμηλότερα εθνικιστικά ένστικτα; Μία μονοδιάστατη αρρενωπή δραστηριότητα, εύκολα εξαγώγιμη, η οποία ομοιογενοποιεί τα σώματα σε μία πανομοιότυπη πειθαρχία, χωρίς ίχνος διαλόγου πέραν των λακτισμάτων στην μπάλα. Τρέμουμε στη ιδέα του τι θα μπορούσε να προσθέσει ο κοσμικός Φαμπρ, ο αριστοκράτης των ξέφρενων νυχτών του 1980, ο ειδικός των ιδιωτικών σουαρέ, ο εραστής της πολυτέλειας, ο χλιδάτος γόης, στο λαϊκό ποδόσφαιρο. Ας το προσπεράσουμε λοιπόν κι ας εξετάσουμε την ελληνική πλευρά.
  Τυγχάνει και μία εβδομάδα προ του βελγικού σκανδάλου εορταζόταν η εθνική εορτήτης 25ης Μαρτίου. Επ’ ευκαιρία της επετείου αυτής συνηθίζεται η διεξαγωγή πέραν της στρατιωτικής παρέλασης και η σχολική παρέλαση. Οι μαθητές φορούν επάνω λευκή μπούζα και από κάτω έχουν την ευχέρεια να φορέσουν κοντή φούστα, μακριά φούστα, παντελόνι, χρώματος μπλε. Ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας όμως είχε συμπεριλάβει στην παρέλαση και μία μαθήτρια με μαντήλα με την μακριά μαύρη φούστα της, κι έναν μαθητή πακιστανικής καταγωγής με μαύρο τουρμπάνι Σιχ, σχολιάζοντας πως είναι πια καιρός για μια πολυπολιτισμική κοινωνία. Για δες.
  Σαφώς και η αλαζονική άγνοια του Γιαν Φαμπρ είναι ασυγχώρητη, αλλά μπορούμε να εικάσουμε κάποια πράγματα για το παρασκήνιο στα του φεστιβάλ, από την απομάκρυνση του Γιώργου Λούκου ως τον διορισμό του Γιαν Φαμπρ, όταν γνωρίζουμε πως από πλευράς Υπουργείου Πολιτισμού και του κύκλου του Τσίπρα, υπάρχει συγκεκριμένη ιδεολογία. Μια ιδεολογία που συμβαδίζει με την εμμονή του να παραμείνουν μέσα στα πράγματα σε ότι αφορά το ευρώ και να υποκύψουν στους ευρωκράτες, καθώς η ελληνική αγωνία είναι μπας και θεωρηθούν μη ευρωπαίοι, μη δυτικοί, δηλαδή όχι σύγχρονοι και οπισθοδρομικοί. Μια ιδεολογία που υιοθετεί την μαγική λέξη “μεταρρυθμίσεις” (που καθορίζει ένα νεοφιλελεύθερο καθεστώς όπου το κοινωνικό κράτος διαλύεται και σκληραίνει το φορολογικό καθεστώς ώσπου αυτό να καταστεί συντριπτικό) δικαιολογώντας ταυτόχρονα την πώληση δημόσιων αγαθών ως και παραλίες και νησιά σε “ξένους επενδυτές”. “Δεν είμαι ειδικός αλλά ο Φαμπρ είναι ο άνθρωπος που κατορθώνει να πραγματώσει την κανοτομία ταυτόχρονα σε όλες τις μορφές τέχνης. Γνωρίζει πως αυτό σημαίνει παγκοσμιοποίηση και προσπαθεί να μεταγγίσει το έργο του σε όλη την Ευρώπη. Ο Γιαν Φαμπρ καλείται να οδηγήσει την Ελλάδα στο επίκεντρο του παγκόσμιου γίγνεσθαι ως ισότιμο εταίρο δήλωσε ο υπουργός πολιτισμούς Αριστείδης Μπαλτάς, εμπρηστικός, χωρίς να αμελήσει να αναφέρει τον Σπινόζα ως Φλαμανδό, αγνοώντας όμως πως ο Σπινόζα είχε διδαχθεί τα αρχαία ελληνικά στην Βενετία από έναν ορθόδοξο καλόγερο ο οποίος είχε διαφύγει της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ιδεολογία του “εκσυγχρονισμού δια της παγκοσμιοποίησης”, η οποία στην Ελλάδα γνωρίζει απήχηση δια της ματιάς που ρίχνουν οι ίδιοι οι Έλληνες στον εαυτό τους μέσα από τον παραμορφωτικό καθρέπτη που κρατούν μπροστά τους οι Βορειοευρωπαίοι, έναν καθρέφτη διαστροφικό και παραμορφωμένο από έναν μοχθηρό ρατσισμό απέναντι στο γεγονός πως οι κληρονόμοι της Ακροπόλεως δεν μιλούν πια αρχαία ελληνικά (όχι, μη γελάτε), ούτε φοράνε τηβέννους (αυτοί οι αισθησιακοί, τεμπέληδες, βυζαντινοί, απατεώνες, κλέφτες, σπάταλοι κ.ο.κ. Έλληνες). Ναι, καταλαβαίνω, είναι οδυνηρό αλλά το χειρότερο που μπορεί να συμβεί στους εκ Δυσμάς επισκέπτες είναι να αντιληφθούν πως τόσο η Οδύσσεια, όσο και η ελληνική μυθολογία επιβιώνουν σε μεγάλο βαθμό στη σύγχρονη κουλτούρα – με δυσκολία τολμώ να αρθρώσω την λέξη “λαϊκή” καθώς θα πλήξει τόσο τα δυτικά σας στερεότυπα. Οι τραγωδίες είναι τόσο γνωστές όσο και, κάτι που αγνοούν οι βόρειοι, οι κωμωδίες (κι έτσι το βίντεο του Όρους Όλυμπος του Γιαν Φαμπρ όχι μόνο δεν σόκαρε κανέναν στην πραγματικότητα αλλά προκάλεσε έντονο γέλιο) και κάτι ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι πως το ελληνικό θεατρόφιλο κοινό προσέρχεται αθρόα ανεξαρτήτως του χώρου ή του name dropping. Τέλος, αυτό το σύνολο έργων τους ανήκει ακόμα. Ναι, είναι εντυπωσιακό, μένουμε άπραγοι αλλά ο μοντερνισμός έπιασε. Από την άποψη αυτή το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου εξακολουθεί να είναι το φεστιβάλ “τους”. Η γιορτή τους. Όπως μου είπε ένας φίλος καλλιτέχνης, είναι εξαιρετικά πιθανό ο Γιαν Φαμπρ να μην συνάντησε παρά κάποιους από την νομενκλατούρα του Τσίπρα, οι οποίοι να άφησαν να εννοηθεί πως οι λαϊκοί Έλληνες είναι αταβιστικά εθνικιστές, ελαφρώς νοσταλγικοί μιας παρωχημένης κουλτούρας (ξανά και ξανά ο Μίκης Θεοδωράκης και τα ποιήματα του!), και πως είναι επείγουσα ανάγκη να τους απαλλάξουν από τα δεινά αυτά με μία καλή θεραπευτική δόση μοντερνουά τέχνης και με φλαμανδικό νυστέρι παλιάς αξιόπιστης τζαζ (στο μουσικό πρόγραμμα του Γιαν Φαμπρ).
    Η ερμηνεία του ελληνικού εθνικισμού, αν υπάρχει τέτοιος, βρίσκεται στους αντίποδες της ερμηνείας του φλαμανδικού, γερμανικού ή γαλλικού εθνικισμού, δηλαδή αποικιοκρατικών εθνών. Πάντα στην Ελλάδα η υπεράσπιση του έθνους προκύπτει μέσα από εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα ενάντια στους κατοχείς, και στη συνέχεια ενάντια στα προτεκτοράτα με πιο πρόσφατο το ευρωγερμανικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ευρώ. Στην Ελλάδα οι ελίτ περιφρονούσαν την χώρα τους, ώστε να δικαιολογούν τη συνεργασία τους με τα ξένα συμφέροντα, δέσμιες της δουλοπρέπειας, συχνά διεφθαρμένης και μπολιασμένης με το κόμπλεξ του αποικημένου που ονειρεύεται να εκσυγχρονισθεί, να εξευρωπαϊστεί, να δυτικοποιηθεί. Με την τρέχουσα προσφυγική κρίση όμως η λαϊκή αντίσταση στις εθνικιστικές και ξενόφοβες κορώνες έγινε μάθημα για τα μεγάλα, τόσο πολιτισμένα βορειοευρωπαϊκά κράτη. Σημειώνω πως οι επιπτώσεις των πολιτιστικών πολιτικών στην Γαλλία, όπως και σχεδόν σε όλη την Ευρώπη εδώ και δεκαπέντε χρόνια, έχουν ως αποτέλεσμα τον παραγκωνισμό της σύγχρονης ανεξάρτητης παραγωγής. Μία δημιουργία που προκύπτει από την κριτική θεάματος, που επιζητά τον επαναπροσδιορισμό της θέσης του θεατή, και συχνά προτιμά τα μικρά ονόματα από τα μεγάλα σόου. Μια δημιουργία που προσπαθεί θέσει να αποφύγει τα βίαια νεοφιλελεύθερα κύματα που παρασέρνουν το θέατρο και τον χορό στη λογική της αγοράς, όπου η μοίρα του ονόματος του καλλιτέχνη είναι εκείνη της μάρκας και του σταρ, περιφρονώντας την πραγματικότητα της καλλιτεχνικής εργασίας, που αναγκαστικά είναι συλλογική. Αν δούμε ψυχρά το πρόγραμμα του Γιαν Φαμπρ αντιλαμβανόμαστε ότι είχε ως πρόθεση να διαλύσει αυτή την ανεξάρτητη ελληνική παραγωγή η οποία αναδύεται στο εξωτερικό, ώστε να δημιουργήσει ένα τάγμα ερμηνευτών του δικού του ύφους, του εντυπωσιασμού που εδράζεται στη μάρκα “Γιαν Φαμπρ”. Μια μάρκα που στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη μηντιακή οργάνωση της προώθησής του μέσα από βιβλία, άρθρα κουτσομπολίστικου ύφους (όπως εκείνο για την επέτειο της εταιρείας του στις 27 Μαρτίου με 600 καλεσμένους σελέμπριτι) και μία ρήξη με τους κριτικούς. Διότι, και αυτό είναι το σημαντικό, προκειμένου να κρυφτεί η ανέχεια των προϋπολογισμών για τον πολιτισμό στους οποίους η Ελλάδα θριαμβεύει, η τρόϊκα είχε επιβάλλει το 2011 την εξάλειψη κατά 100% των επιδοτήσεων προς τις ανεξάρτητες θεατρικές ομάδες, αρκεί να διατηρηθούν κάποιες εντυπωσιακές παραγωγές με διεθνή ονόματα (τα οποία γηράσκουν), ονοματα διεθνώς γνωστά με παγιέτες και αποδεκτές μάρκες εύκολες στην προώθηση και από εκεί κι έπειτα η καλλιτεχνική ερημοποίηση θα περάσει απαρατήρητη. Πραγματική απατεωνιά που ταιριάζει με εκείνες των πολιτικών αντιπροσώπων μας, οι οποίοι έχουν με την σειρά τους γίνει σελέμπριτι.
 Τι ήρθε λοιπόν να κάνει μέσα σε όλα αυτά ο Γιαν Φαμπρ; Δεν είναι δυνατόν να αγνοήσει κανείς το μέγεθος του σκανδάλου αποδίδοντας το απλά σε συνδυασμό αγαρμποσύνης και χυδαιότητας. Υπάρχει κάτι ευρωκρατικό στον αέρα, στην επιτάχυνση της Ιστορίας, που προξενεί την περιφρόνηση της αργής και υπομονετικής δουλειάς των καλλιτεχνών, των περίπλοκων αυτών συνδέσμων που δένονται με το κοινό, της δύσκολης εργασίας του καλλιτεχνικού μοντερνισμού που αποπειράται να μεταφράσει σε σύγχρονη σημειολογική γλώσσα τα διαχρονικά στοιχεία της ανθρώπινης ζωής. Και επιτέλους είτε εξοικονομούμε αυτές τις κοπιώδεις πολιτιστικές ανταλλαγές είτε στην συνάντηση με τον άλλο πολιτισμό που συναντούμε τον εαυτό μας, γινόμαστε ο άλλος που πάντα ήμασταν σε κάποιο βαθμό. Στο πνεύμα αυτό θα μπορούσαμε να φανταστούμε κάποιον άλλο διευθυντή να καταφθάνει εδώ, χωρίς να γνωρίζει τίποτα, να κερδίσει το στοίχημα της συνάντησης με την άλλη γλώσσα, τον άλλο πολιτισμό που έχει υφανθεί από πολλές και διάφορες πολιτισμικές πηγές. Θα μπορούσε να το κάνει αυτό, χάρη και στον περιορισμένο προϋπολογισμό του. Θα μπορούσε να πει πως αυτά τα λιγοστά 400.000 ευρώ θα χρησίμευαν για μια προκήρυξη διαγωνισμού που θα καλούσε Έλληνες και Βαλκάνιους καλλιτέχνες να δημιουργήσουν μαζί του και στο πλευρό του, σε εργαστήρια, να πει πως θέλει να ξεχάσει όσα γνωρίζει και να βυθιστεί στην ελληνική λογοτεχνία, να μεταφράσει στα φλαμανδικά ελληνικά έργα, να συναντήσει μουσικούς, Έλληνες πλαστικούς καλλιτέχνες κλπ. Να αναζητήσει νέους χώρους στην Αθήνα, η οποία βρίθει επιλογών. Να οργανώσει ένα forum για να συζητηθεί ένα νέο φεστιβαλικό πρόγραμμα, να διερωτηθεί επί της κριτικής του πολιτισμού, να επανατοποθετήσει την έννοια της ευρωπαϊκής κουλτούρας σε σχέση με την περίπλοκη ελληνική σημειολογία. Και εκεί να προσκαλέσει Ευρωπαίους καλλιτέχνες σε ένα brain storming. “Τα χρήματα δεν είναι τόσο σημαντικά, μπορείς να στήσεις ένα εντυπωσιακό φεστιβάλ με ένα ευρώ” δήλωσε στην συνέντευξη τύπου, τρομακτικό σημείο της εξωπραγματικής υπερβολής του. Σημειώνω επίσης πως στο άλλοθι της απουσίας χρόνου νιώθει κανείς μια νευρωτική κούραση (σήμερα δεν έκανα τίποτα, αλλά αύριο θα δουλέψω), μια σχετική κατάθλιψη της επιθυμίας. Ναι. Ο Γιαν Φαμπρ θα μπορούσε να δουλέψει. Για τον λόγο αυτόν, το βελγικό ανέκδοτο που ήταν πιο σύντομο προτεκτοράτο που γνώρισε ποτέ η Ελλάδα στην ιστορία της, κρύβεται μεγάλη θλίψη. Δεν γνωρίζω καν αν παρά τις βέβαιες συνέπειες του ωστικού κύματος αυτού του σκανδάλου στους ευρωπαϊκούς καλλιτεχνικούς κύκλους, το μάθημα θα γίνει αντιληπτό. Και τι θ’ απογίνει το Φεστιβάλ Αθηνών; Το ότι σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα η κυβέρνηση του Τσίπρα κατόρθωσε να εκμηδενίσει το υπομονετικό και προσεκτικό έργο του Γιώργου Λούκου, με μία μεταμαρξιστική κίνηση του παρελθόντος, που έριξε στην αβεβαιότητα μια ιστορία εξήντα ετών, και όλα αυτά σε συνδυασμό με τις εγχώριες πολιτικές δολοπλοκίες που αποδίδονται σε κάποιον Παναγιώτη Δούρο, μας αφήνουν εμβρόντητους. Και μένει το άγνωστο, η αφετηρία μιας άλλης εποχής, το κενό ενός φεστιβάλ που θα πορευτεί με μπαλώματα, ίσως ήρθε κι ο καιρός για να δοθεί ένα λάκτισμα στην μυρμηγκοφωλιά του δημόσιου ευρωπαϊκού πολιτισμού.
  Ύστατο μάθημα των Ελλήνων καλλιτεχνών, αυθόρμητο, η ενωτική, δημοκρατική συνέλευση για να ξεσηκωθούν ενάντια σε εκείνους που βλέπουν ακόμα τον εαυτό τους ως ευγενείς καλλιτέχνες, περήφανοι που στέκονται πλάι στα σελέμπριτι της ευρωπαϊκής σκηνής. Η Αθήνα, ανυπότακτη, τον έστειλε μέσα σε λιγότερο από 48 ώρες να επιδείξει αλλού την αρρενωπότητα του. Μένει μόνο αυτή η πίκρα εδώ, που δεν υποδέχθηκαν το “Διαφορετικό” και δεν τον γιόρτασαν (βέβαια δεν άφησε κανένα περιθώριο για μια κοινή γιορτή). Αυτή είναι η πιο θλιβερή σιωπή την οποία μοιραζόμαστε εδώ.   Αθήνα, 4 Απριλίου 2016.
 Mετάφραση, επιμέλεια: The LifoTeam
H διαμαρτυρία της Ρένας Δούρου: 
“Στο άρθρο-ποταμός που αφιερώνει στην υπόθεση Γιαν Φαμπρ, ο ιδρυτής της έκδοσης σας Jean-Marc Adolphe αναφέρεται στη συγγένεια του κου Παναγιώτη Δούρου με την Περιφερειάρχη Αττικής, κα. Ρένα Δούρου, υπονοώντας πως χάρη σε αυτή την σχέση ο κ. Παναγιώτης Δούρος έγινε διευθυντής του γραφείου του νυν υπουργού Πολιτισμού, κυρίου Μπαλτά,  όπως ήταν και επί του προκατόχου του, κυρίου Ξυδάκη. Συγκεκριμένα ο κ. Adolphe γράφει : “και ακόμα και επί Σύριζα, ο νεποτισμός δεν εξαφανίσθηκε από την ελληνική πολιτική σφαίρα.” Το συμπέρασμα αυτό είναι τελείως λανθασμένο και αβάσιμο. Η Περιφερειάρχης Δούρου δεν παρενέβη ποτέ με οιονδήποτε τρόπο ώστε να διορισθεί ο κύριος Δούρος στην θέση του διευθυντή του γραφείου του υπουργού Πολιτισμού. Ο κ. Δούρος υπήρξε επί σειρά ετών ο στενότερος συνεργάτης του κου. Γιώργου Λούκου, τέως διευθυντή του Φεστιβάλ Αθηνών και επιλέχθηκε για την θέση αυτή χάρη στις εξειδικευμένες σπουδές του και την γνώση του στον τομέα του πολιτισμού, πολύ πριν την εκλογή της Ρένας Δούρου στην θέση της Περιφερειάρχη της Αττικής, τον Μάϊο του 2014. Εξάλλου γι’αυτό επιλέχθηκε, ως έμπειρο στέλεχος του Φεστιβάλ Αθηνών, από δύο διαδοχικούς υπουργούς Πολιτισμού ώστε να διατελέσει διευθυντής του υπουργικού γραφείου. Αυτό αποδεικνύει πως δεν υπάρχει ίχνος… νεποτισμού σχετικά με τον διορισμό του ως επικεφαλής του γραφείου του Υπουργού Πολιτισμού. Το να λέγεται πως ο διορισμός του είναι καρπός της συγγένειας του με την κα Ρ. Δούρου είναι μία παρανόηση που προφανώς οφείλεται σε κατακερματισμένη πληροφόρηση εκ μέρους του κ. Adolphe.” Το γραφείο τύπου της Περιφέρειας Αττικής ζητά συνεπώς από το Mouvement να “διορθώσει αυτή την ανακρίβεια” και να “ξεκαθαρίσει το ζήτημα στους αναγνώστες του.” Συνεπώς θεωρώ καθήκον μου να διευκρινίσω κάποια σημεία.
Η απάντηση του περιοδικού: 
Mea culpa, καταρχάς: εξαιτίας της κατακερματισμένης πληροφόρησης μου κατά την σύνταξη του άρθρου έκανα το εξής λάθος: έγραψα “Διευθυντής του γραφείου του Έλληνα υπουργού Πολιτισμού στην κυβέρνηση του συντηρητικού Πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά [ο Παναγιώτης Δούρος] παραδόξως διατήρησε την θέση του στην κυβέρνηση Σύριζα, διαδοχικά επί υπουργίας Νίκου Ξυδάκη (τον Ιανουάριο 2015) και σήμερα επί Αριστείδη Μπαλτά.” Έκανα λάθος: ο Παναγιώτης Δούρος δεν μπήκε στο Υπουργείο Πολιτισμού παρά τον Ιανουάριο του 2015, ως διευθυντής του γραφείου του υπουργού Νίκου Ξυδάκη, δηλαδή μερικούς μήνες έπειτα από την εκλογή της αδελφής του, Ρένας Δούρου, ως Περιφερειάρχη Αττικής. Έχοντας πραγματοποιήσει λοιπόν αυτή την διόρθωση, ας προχωρήσουμε σε κάποιες περαιτέρω διευκρινίσεις.
Αντιθέτως με όσα διατείνεται το γραφείο τύπου της Περιφέρειας Αττικής, ο Παναγιώτης Δούρος ποτέ δεν “υπήρξε επί σειρά ετών ο στενότερος συνεργάτης του κ. Γιώργου Λούκου, τέως διευθυντή του Φεστιβάλ Αθηνών”. Είχε προσληφθεί στο Φεστιβάλ Αθηνών το 2005 από τον προκάτοχο του Γιώργου Λούκου, Γιάννη Καραχισαρίδη και στην συνέχεια “προήχθη” βοηθός της γραμματέως του κ. Λούκου. Το πλέον τεκμηριωμένο άρθρο στον ελληνικό τύπο σχετικά με τον Παναγιώτη Δούρο, με την υπογραφή του Ανδρέα Στασινού, αναφέρεται εξάλλου σε “έναν ταπεινό γραφειοκράτη” του Φεστιβάλ Αθηνών. Επιπλέον, αν ο Παναγιώτης Δούρος είχε υπάρξει “επί σειρά ετών ο στενότερος συνεργάτης του κ. Γιώργου Λούκου” θα ήταν τουλάχιστον εντυπωσιακό να μην είχε πληροφορηθεί τις λεγόμενες οικονομικές ατασθαλίες για τις οποίες κατηγορήθηκε ο κ. Λούκος ώστε να δικαιολογηθεί η απόλυση του (η δικαστική έρευνα που διεξήχθη δεν οδήγησε σε καμία κατηγορία, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα πως οι κατηγορίες αυτές δεν ήταν παρά προπέτασμα καπνού). Είναι παράξενο ωστόσο ο Γιώργος Λούκος να εκδιωχθεί τόσο βάναυσα και ο “στενότερος συνεργάτης του”, ο οποίος λίγους μήνες νωρίτερα είχε προαχθεί στην θέση του διευθυντή του γραφείου του υπουργού Πολιτισμού, διατηρώντας τον μισθό του από το Φεστιβάλ Αθηνών, όπως αποκάλυψε τον Νοέμβριο του 2015 ο ελληνικός τύπος!
Δεν αμφιβάλλουμε καθόλου για την ειλικρίνεια της πολιτικής δέσμευσης της Ρένας Δούρου στον Σύριζα. Σε ότι αφορά την υποψία του νεποτισμού σχετικά με τον διορισμό του αδελφού της στο υπουργείο Πολιτισμού, αυτό που κάναμε ήταν να αναπαράξουμε πληροφορίες που έχουν ήδη αναρτηθεί σε ελληνικά ειδησεογραφικά sites. Σε κάθε περίσταση η κα Δούρου εξανίσταται με την αμφισβήτηση της εντιμότητας της. Εξ ου και το διάβημα. Όμως το γραφείο τύπου της Περιφέρειας Αττικής αναφέρεται στις “εξειδικευμένες σπουδές” του Παναγιώτη Δούρου, “και την γνώση του στον τομέα του πολιτισμού, πολύ πριν την εκλογή της Ρένας Δούρου στην θέση της Περιφερειάρχη της Αττικής” και προσθέτει: “Εξάλλου γι’ αυτό επιλέχθηκε, ως έμπειρο στέλεχος του Φεστιβάλ Αθηνών, από δύο διαδοχικούς υπουργούς Πολιτισμού ώστε να διατελέσει διευθυντής του υπουργικού γραφείου.” Έμπειρο στέλεχος ή “ταπεινός γραφειοκράτης”; Οι αμφιβολίες εξακολουθούν να υφίστανται. Όσο για τις “εξειδικευμένες σπουδές” και “την γνώση του στον τομέα του πολιτισμού” θα εκτιμούσαμε περισσότερες πληροφορίες. Παραδόξως όμως στο διαδίκτυο δεν βρίσκουμε ίχνος τέτοιας προϋπηρεσίας, όπως είθισται για τους διευθύνοντες των γραφείων υπουργών Πολιτισμού. Επιπλέον, δεν βρίσκουμε κανένα απολύτως ίχνος στο διαδίκτυο οποιασδήποτε διακεκριμένης δραστηριότητας (όχι μόνο διακεκριμένης, αλλά και σκέτης δραστηριότητας) του Παναγιώτη Δούρου πριν από…το 2014. Αναγκαστικά αυτό μας βάζει ψύλλους στ’ αυτιά και καθιστά αμφίβολη την “εμπειρία” την οποία ισχυρίζεται πως διαθέτει…
douros
Ο Παναγιώτης Δούρος με τον στυφό Μάκη Βορίδη σε μία τελετή του Ροταριανού Oμίλου Φιλοθέης  
Επιπλέον, και πέραν της απόλυσης του κ. Λούκου και κάποιων άλλων περιπετειών όπως η θύελλα περί “διπλού μισθού” που λαμβάνει (από το Υπ. Πολιτισμού και το Φεστιβάλ Αθηνών) και σχετικά με τις συνθήκες του “διορισμού” στο υπουργείο Πολιτισμού, το όνομα του Παναγιώτη Δούρου συνδέεται κυρίως με την δραστηριότητα του στον Ροταριανό Σύλλογο Φιλοθέης. Με εικόνες που δεν ανταποκρίνονται στις ιδέες που έχουμε για τον Σύριζα. Ιδού η περιγραφή μιας πολυτελούς τελετής του Ροταριανού Συλλόγου τον Ιούνιο του 2012, στο κομψό ξενοδοχείο Astir Palace Resort: “Οι πλούσιοι κήποι της ιδιωτικής χερσονήσου και η μαγευτική γαλάζια παλέτα του Σαρωνικού Κόλπου, αποτέλεσαν το σκηνικό που χάρισε σε 248 ροταριανούς και φίλους του Ρόταρυ μια βραδιά απόδρασης που ξεπερνά τα όρια της φαντασίας. Η άψογη φιλοξενία ξεκίνησε με αφρώδη οίνο και συνεχίστηκε στις όμορφα στολισμένες ροτόντες της πολυτελούς αίθουσας Alexander (…). Το δείπνο συνόδευσε τετραμελής ορχήστρα (…) σε ρυθμούς jazz. (…) Παράλληλα, παγωμένη μπύρα έρρεε άφθονη, καθώς στις βεράντες του Αρίωνα οι καλεσμένοι απολάμβαναν μια θέα πραγματικά μαγευτική”. Προφανώς στην Ελλάδα η κρίση δεν αφορά το σύνολο του πληθυσμού (εδώ οφείλουμε να πούμε πως η σαμπάνια είναι σπάνια, είναι απλησίαστη, αλλά ο αφρώδης οίνος θεωρείται οίνος πολυτελείας).
  Εντύπωση κάνουν επίσης κάποιες επαφές που διατηρεί ο Παναγιώτης Δούρος με προσωπικότητες που απέχουν κατά πολύ από το πνεύμα του Σύριζα, όπως ο Μάκης Βορίδης (ο οποίος έγινε δεκτός με μεγαλοπρέπεια από τον Ροταριανό Σύλλογο), του οποίου η ανάληψη του υπουργείου Υγείας τον Ιούνιο του 2014 είχε προκαλέσει αίσθηση: προερχόμενος από το ακροδεξιό κόμμα ΛΑΟΣ, ο δικηγόρος αυτός είχε κάνει τα πρώτα του πολιτικά βήματα από την νεολαία του ακροδεξιού κόμματος ΕΠΕΝ, έναν σχηματισμό που ιδρύθηκε μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα και διατηρούσε σχέσεις επί μακρόν με το Εθνικό Μέτωπο του Ζαν Μαρί Λε Πεν.
Εν τέλει το ερώτημα δεν είναι μάλλον τόσο το να γνωρίζουμε αν υπάρχει ή όχι “νεποτισμός”. Το ερώτημα δεν θα διατυπωνόταν καν αν οι σπουδές και η σταδιοδρομία του Παναγιώτη Δούρου ήταν αδιαμφισβήτητες. Νομιμοποιούμαστε όμως να αναρωτηθούμε τι δικαιολογει την παρουσία ενός τέτοιου προφίλ σε μία τόσο υψηλή θέση στους κυβερνητικούς κύκλους του Σύριζα.
Η ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου του Φεστιβάλ Αθηνών και του Έλληνα υπουργού πολιτισμού είναι σαφής. Στην “Υπόθεση Γιαν Φαμπρ” όμως, η οποία μάλλον θα έπρεπε να αποκαλείται “υπόθεση του Φεστιβάλ Αθηνών”, ο ρόλος του Παναγιώτη Δούρου πόρρω απέχει από το να είναι η αποκλειστική ανωμαλία. Αυτό το Σάββατο 9 Απριλίου, σε μία ανοιχτή επιστολή του προς τους Έλληνες καλλιτέχνες που τον ανακήρυξαν “persona non grata” ο Γιαν Φαμπρ επανέρχεται επί μακρόν στο παρασκήνιο του φιάσκο που οδήγησε στην παραίτηση του, την επαύριο της συνέντευξης τύπου που έδωσε στην Αθήνα στις 29 του περασμένου Μαρτίου. Εκεί μαθαίνουμε διάφορα ενδιαφέροντα πράγματα: ο Γιαν Φαμπρ είχε ζητήσει να διοριστεί ως συνεργάτης του, “έναν Έλληνα καλλιτεχνικό επιμελητή για την επιλογή ελληνικών παραστάσεων για το φεστιβάλ του 2016, που θα μελετούσε τις υποβληθείσες προτάσεις και θα μας παρουσίαζε μια πρώτη επιλογή”. Όμως, συνεχίζει ο Γιαν Φαμπρ, το αίτημα αυτό “απορρίφθηκε από το νέο ΔΣ του Φεστιβάλ”. Είχε, προσθέτει, την διαβεβαίωση πως όλοι οι καλλιτέχνες που είχαν συμμετάσχει στην διοργάνωση του 2015 είχαν ενημερωθεί επ’ αυτού. Προφανώς αυτό δεν ίσχυε. Ο Γιαν Φαμπρ αναφέρει τέλος πως η συνέντευξη τύπου (της 29ης Μαρτίου) είχε διοργανωθεί απο το ΔΣ του Φεστιβάλ Αθηνών και το Υπουργείο Πολιτισμού, και πως εκ των υστέρων αντιλήφθηκε πως κανένας Έλληνας καλλιτέχνης δεν είχε προσκληθεί… Να λοιπόν αμέσως αμέσως κάποια σημεία για τα οποία τόσο οι Έλληνες καλλιτέχνες όσο και οι δημοσιογράφοι θα έπρεπε να βρούνε το κουράγιο να ρωτήσουν τον Αριστείδη Μπαλτά, υπουργό Πολιτισμού, εφόσον η αρμοδιότητα του εμπλέκεται άμεσα.
  Όμως αυτό δεν είναι όλο… Στην “ανοιχτή επιστολή” του, ο Γιαν Φαμπρ αποκαλύπτει πως η κα Λιάνα Θεοδωράτου επιλέχθηκε από το υπουργείο Πολιτισμού για να αναλάβει τον συντονισμό και την εκτελεστική διεύθυνση του Φεστιβάλ Αθηνών. Η πληροφορία αυτη, η οποία δεν προκαλεί έκπληξη, δεν είχε ως την στιγμή εκείνη αποτελέσει αντικείμενο καμίας επίσημης ανακοίνωσης. Ποια είναι λοιπόν η Λιάνα Θεοδωράτου; Καθηγήτρια ελληνικών σπουδών, διευθύνει το Πρόγραμμα Ωνάση του Κέντρου ελληνικών σπουδών του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης. Και πλέον είναι αντιπρόεδρος του νέου ΔΣ του Φεστιβάλ Αθηνών, η σύνθεση του οποίου δεν δημοσιοποιήθηκε παρά λίγες ημέρες πριν από την περίφημη συνέντευξη τύπου της 29ης Μαρτίου. Είναι αδιανόητο όμως ένα πρόσωπο να είναι και αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου (προκείται για ελεγκτικό όργανο) ενός οργανισμού ενός φεστιβάλ και “διευθύντρια εκτέλεσης” του ιδίου φεστιβάλ. Επιπλέον δεν αντιλαμβανόμαστε πως είναι δυνατόν να αναλάβει την εκτελεστική διεύθυνση ενός μεγάλου διεθνούς φεστιβάλ συνεχίζοντας την επαγγελματική της σταδιοδρομία στις Ηνωμένες Πολιτείες…η κα Θεοδωράτου διαθέτει το χάρισμα της πανταχού παρουσίας;
dourou
Η Λιάνα Θεοδωράτου αγκαλιά με την Ρένα Δούρου στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, Απρίλιος 2015.  
Δίχως να αμφισβητούμε τις ακαδημαϊκές τις γνώσεις, αναμφίβολα τα αίτια της ξαφνικής ανόδου της Λιάνας Θεοδωράτου, η οποία δεν έχει στο παρελθόν ποτέ υπάρξει διευθύντρια πολιστικού οργανισμού. Στον κύκλο γνωριμιών της όμως συναντούμε… ξανά την Περιφερειάρχη Αττικής Ρένα Δούρου, την οποία καλωσόρισε εγκάρδια στην Νέα Υόρκη τον Απρίλιο του 2012 (έναν μήνα πριν την εκλογή της Ρένας Δούρου ως βουλευτή) και ξανά τον Απρίλιο του 2015.  Κυρίως όμως συναντάμε ξανά τον…Αριστείδη Μπαλτά, νυν υπουργό Πολιτισμού. Ο Αριστείδης Μπαλτάς εξάλλου δεν κρύβει τους στενούς και παλαιόθεν δεσμούς του με την Λιάνα Θεοδωράτου στον πρόλογο του βιβλίου του Peeling Potatoes or Grinding Lenses. Spinoza and Young Wittgenstein Converse on Immanence and Its Logic, το οποίο δημοσιεύθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2012 από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις του Πιτσμπουργκ το 1984-1985, όπου ο Αριστείδης Μπαλτάς δεν φείδεται επαίνων για την “συντροφικότητα” της Λιάνας Θεοδωράτου: “Επιμελήθηκε όχι μόνο των συνεδρίων και των παρουσιάσεων, αλλά και των προσκλήσεων, δείπνων, γευμάτων, προγευμάτων, τουριστικών δραστηριοτήτων και θεατρικών εξόδων.”
Αντιλαμβανόμαστε πως ο Αριστείδης Μπαλτάς πιθανά νιώθει υπόχρεος προς την Λιάνα Θεοδωράτου, αλλά από εκεί ως το να της αναθέσει και την αντιπροεδρία, και την εκτελεστική διεύθυνσης ενός διεθνούς φεστιβαλ… Το μυστήριο πυκνώνει ακόμα περισσότερο σε ότι αφορά τον Γιώργο Αντωνακόπουλο, ο οποίος πλέον προεδρευει του ΔΣ  του Φεστιβάλ Αθηνών. Ο Παναγιώτης Δούρος εισήγαγε αυτόν τον νεαρό δικηγόρο των 40 ετών, ο οποίος περιγράφεται ως “φιλοδοξος και αυταρχικός”, και ενίοτε “ευγενής” (να αναφέρουμε πως είχε συγκαλέσει μία συνάντηση με καλλιτέχνες και τελικά τους “έστησε” χωρίς όχι μόνο να τους ειδοποιήσει, αλλά ούτε καν να ζητήσει συγγνώμη), στο διοικητικό συμβούλιο του Φεστιβάλ Αθηνών το 2015, ως αντικάταστάτη ενός μέλους που παραιτήθηκε. Συναρτήσει ποίων ικανοτήτων και περγαμηνών; Ουδείς γνωρίζει. Είναι παντελώς άγνωστος στους ελληνικούς πολιτιστικούς κύκλους και, όπως και στην περίπτωση του Παναγιώτη Δούρου, δεν μπορεί κανείς να βασιστεί στο διαδίκτυο ώστε να ενημερωθεί περισσότερο σχετικά με το πρόσωπο του και τα “ανδραγαθήματα” του παρελθόντος του.
  Έτσι, το Φεστιβάλ ξαναπερνά στον ασφυκτικό έλεγχο της κυβέρνησης
Και τέλος λίγα λόγια για τον σκηνοθέτη Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο, που κλήθηκε πυροσβεστικά να αντικαταστήσει τον Γιαν Φαμπρ. Πέραν του ότι θεωρείται φίλα προσκείμενος στον Σύριζα, οι παλαιότερες παραστάσεις του δεν θεωρούνται ιστορικές και η μόνη γλώσσα που μιλάει είναι τα ελληνικά, στοιχεία που δεν φαντάζουν και το καλύτερο ατού για την ανάληψη της διεύθυνσης ενός διεθνούς φεστιβάλ.
Το φιάσκο του διορισμού/παράιτησης του Γιαν Φαμπρ, τα “μπερδέματα” και τα “κολλητηλίκια” που αποκαλύπτει αυτή η έρευνα, μαρτυρούν τουλάχιστον έναν ανησυχητικό υπουργικό ερασιτεχνισμό. Στο βάθος όμως, υπάρχει κάτι πιο ανησυχητικό, του οποίου σύμπτωμα είναι η ιστορία του Φεστιβάλ Αθηνών. Το Φεστιβάλ ιδρύθηκε το 1955, επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Καραμανλή. Τίθεται υπό την αιγίδα του Υπουργείου Τουρισμού, και η μοναδική του φιλοδοξία είναι να αποτελέσει “βιτρίνα” χωρίς ιδιαίτερες καλλιτεχνικές φιλοδοξίες. Όταν το σύνταγμα του 1975, επιτέλους εγκαθιδρύει την Ελλάδα ως κοινοβουλευτική δημοκρατία, το Φεστιβάλ Αθηνών παραμένει υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης, και πρέπει να περιμένουμε το 1998, ώστε να τεθεί υπό τη αιγίδα ενός οργανισμού με την επωνυμία “Ελληνικό Φεστιβάλ”. Ένας νέος σταθμός στην ιστορία του είναι το 2005, όταν ο Γιώργος Λούκος, διευθυντής του Μπαλέτου της Όπερας της Λυών προσκαλείται για να βγάλει το φεστιβάλ από την ναφθαλίνη.
Σήμερα, η “υπόθεση Γιαν Φαμπρ”, η οποία σχολιάσθηκε στον παγκόσμιο Τύπο (μέχρι και στους New York Times), κρύβει μία άλλη υπόθεση: την ανάληψη εκ νέου από την πολιτική εξουσία των ηνίων ενός φεστιβάλ που είχε αρχίσει να κερδίζει την ανεξαρτησία του. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο οι υποψίες νεποτισμού και οι αυθαίρετοι διορισμοί προκαλούν δηλητηριώδεις συνέπειες. Ο Σύριζα ωστόσο είχε κάνει φλάμπουρο του την διαφάνεια της δημόσιας ζωής και την μάχη κατά της διαφθοράς. Αν διαβάσει όμως κανείς την μακρά και έντονη ανοιχτή επιστολή της βουλευτού Ζωής Κωνσταντοπούλου προς τον Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, πόρρω απέχουμε από κάτι τέτοιο…
Και ο πολιτισμός μέσα σε όλα αυτα; Θα ήλπιζε κανείς πως η κυβέρνηση του Σύριζα θα καταπιανόταν με τον εκδημοκρατισμό των δομών. Από απόσταση μπορεί κάποιος να έχει την εντύπωση πως η ελληνική καλλιτεχνική ζωή περιορίζεται σε κάποιους μεγάλους οπισθοδρομικούς θεσμούς. Στην πραγματικότητα υπάρχει ένα σημαντικότατο φυτώριο ανεξάρτητων ομάδων (κάτι που μαρτυρά εξάλλου και η πρόσφατη ανάδυση σκηνοθετών και χορογράφων που χαίρουν αναγνώρισης από τις διεθνείς σκηνές). Είναι περιττό να αναφέρουμε πως σε μία εξαιρετικά δύσκολη οικονομική κατάσταση οι καλλιτέχνες αυτοί δεν είναι προνομιούχοι, και τα μέσα παραγωγής τους είναι ιδιαίτερα περιορισμένα: δεν λείπουν μόνο τα χρήματα, αλλά και οι χώροι, τα μέσα προβολής κλπ.
Οποιαδήποτε κυβέρνηση, ακόμα περισσότερο αν αυτοαποκαλείται “προοδευτική”, θα έπρεπε να αναγνωρίσει μέσα σε αυτό το καλλιτεχνικό και πολιτιστικό φυτώριο την υπέροχη ευκαιρία να ανορθώσει την χώρα. Δεν είναι βέβαιο ότι ο νυν υπουργός Πολιτισμού Αριστειδης Μπαλτάς διαθέτει την διαύγεια, ή τις ικανότητες και ακόμα την πολιτική θέληση να χαράξει τον δρόμο αυτόν, σε συνεργασία με τους καλλιτέχνες και τους πολιτιστικούς φορείς που δίνουν την μάχη αυτή καθημερινά.
Είναι τόσο πιο άνετο να χρησιμοποιείς την εξουσία για να διαπραγματευθείς διορισμούς μεταξύ φίλων και να φυλάξεις για κάποιους προνομιούχους  τα υπόλοιπα κομμάτια της πίτας. Από τον κακά προετοιμασμένο διορισμό του Γιαν Φαμπρ, στον εσπευσμένο του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, η “υπόθεση του Φεστιβάλ Αθηνών” είναι απελπιστική για την Ελλάδα, αλλά και για την Ευρώπη (ή εν πάσει περιπτώσει εκείνη την Ευρώπη που δεν ταυτίζεται με τους τεχνοκράτες και τους πολιτικούς και τα καρικατουρίστικα στερεότυπα που αναπαράγουν για τους Έλληνες, αλλά την δική μας, που θαυμάζει το πνεύμα αλληλεγγύης, ανθρωπισμού και φιλοξενίας που παρουσιάζει ο ελληνικός λαός προς τους πρόσφυγες).
Οι Έλληνες καλλιτέχνες μοιάζουν να μην υποκύπτουν. Συγκεντρώθηκαν στις 2 Απριλίου στο Θέατρο Σφενδόνη σε γενική συνέλευση, ζητώντας την παραίτηση του Γιαν Φαμπρ και του υπουργού Πολιτισμού, Αριστείδη Μπαλτά. Έχουν ήδη κατακτήσει το ήμισυ των αιτημάτων τους και θα συναντηθούν ξανά αυτή την Τετάρτη, 13 Απριλίου. Όμως με ή χωρις υπουργό, γνωρίζουν πως τις διαμαρτυρίες πρέπει να διαδεχθεί μία πλατφόρμα προτάσεων και πρωτοβουλιών ώστε οι συνθήκες της καλλιτεχνικής δημιουργιας στην Ελλάδα να μεταμορφωθούν ριζικά και να μην αφεθούν ποτέ ξανά στα χέρια ανίκανων πολιτικών και των σκιωδών ανδρών (η γυναικών) τους.
    ______ Μετάφραση: The LIFO Team To άρθρο στα γαλλικά, ΕΔΩ Πηγή: www.lifo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου