Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

Η ρωσσική «αποχώρηση» από τη Συρία

Νέα Πολιτική


του Χρήστου Ζιώγα*
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο πως η ρωσσική εμπλοκή στη Συρία μετέβαλε άρδην τη στρατιωτική και πολιτική κατάσταση, διαμορφώνοντας νέα δεδομένα στην εμφύλια σύγκρουση. Κατά τη μεταψυχροπολεμική περίοδο, έλαβαν χώρα μια σειρά  επεμβάσεων των δυτικών κρατών, με πρωτοστατούσες τις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Σομαλία, τη Βοσνία, το Αφγανιστάν, το Ιράκ, που ενώ επέτυχαν σχετικά εύκολα τους στρατιωτικούς στόχους τους, δεν επέφεραν μια επιθυμητή και βιώσιμη πολιτική πραγματικότητα. Η μεταπολεμική κατάσταση, όσον αφορά την διατήρηση της εσωτερικής τάξης, σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν χειρότερη από την προηγηθείσα. Πιο συγκεκριμένα, η διαρκής παρουσία ειρηνευτικών δυνάμεων αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για την αποτροπή νέων συγκρούσεων.
Η Ρωσσία, μέσω της στρατιωτικής επέμβασης, συνέβαλε στη διατήρηση του καθεστώτος Άσαντ, στον εδαφικό και πολιτικό περιορισμό του Ισλαμικού Κράτους και στην εξασφάλιση των συμφερόντων της στην ευρύτερη περιοχή. Η συγκεκριμένη δράση πραγματοποιήθηκε σε συνεννόηση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην παρούσα περίσταση, το Κρεμλίνο εμφανίζεται διατεθειμένο να αποσύρει σημαντικό τμήμα των στρατιωτικών του δυνάμεων, θέλοντας να αποφύγει με κάθε τρόπο να εγκλωβιστεί στο συριακό εμφύλιο, κατ’ αντίστοιχο τρόπο που ενεπλάκησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες σε περιοχές όπου επενέβησαν  μεταψυχροπολεμικά. Σύμφωνα με τη ρωσσική  θέαση, η τάξη στη μετεμφυλιακή Συρία θα είναι βιώσιμη, εφ΄όσον αντανακλά τις εθνοτικές, θρησκευτικές και κοινωνικές πραγματικότητες, βασιζόμενη σε μια κοινά αποδεκτή πολιτική συμφωνία, δίχως τη διαρκή παρουσία ξένων δυνάμεων.

Η Μόσχα, επίσης, επιθυμεί η διευθέτηση της σύγκρουσης να πραγματοποιηθεί σε συμφωνία με την Ουάσιγκτον, η οποία θα συνυπολογίζει και τα ρωσσικά συμφέροντα στην μετα-Άσαντ εποχή. Η ρωσσική διπλωματία επιθυμεί να θεωρείται από τη Δύση, πολιτικές ηγεσίες και κοινωνίες, ως παράγων σταθερότητας κι όχι αστάθειας στο περιφερειακό και διεθνές σύστημα, ευελπιστώντας σε ανάλογη συνεννόηση και στην ουκρανική κρίση. Η «εγκράτεια» της Μόσχας, στην περίπτωση της κατάρριψης του ρωσσικού αεροσκάφους από την τουρκική αεροπορία, δηλοί του λόγου το αληθές. Η οικονομική κρίση που μαστίζει τη Ρωσσία, ως συνέπεια των κυρώσεων της Δύσης αλλά και των χαμηλών τιμών των υδρογονανθράκων, περιορίζει, αλλά σε καμμία περίπτωση δεν αναιρεί τις στοχοθεσίες της εξωτερικής της πολιτικής. Η διατήρηση των βάσεων στη Λατάκια και την Ταρτούς είναι σημαντικές για τα ρωσσικά συμφέροντα στην περιοχή,  επιδιώκοντας την διαιώνισή τους και στην μεταπολεμική Συρία.   
Η περίπτωση της ρωσσικής επέμβασης στη Συρία καταδεικνύει, έχοντας επανακάμψει ως περιφερειακή δύναμη, πως είναι αποφασισμένη να χρησιμοποιεί στρατιωτική βία για να επιτύχει πολιτικούς σκοπούς, ακόμη και όταν η Δύση αντιτίθεται. Η μερική αποχώρηση των στρατιωτικών δυνάμεων από το συριακό έδαφος προφανώς δεν σημαίνει την απεμπλοκή της από τη χώρα. Αντιθέτως επιδιώκει να πιέσει το υπάρχον καθεστώς, το οποίο η ρωσσική επέμβαση διέσωσε, να συναινέσει στην πολιτική επίλυση της σύγκρουσης, να αποφύγει έναν ατέρμονα και ανεπιθύμητο στρατιωτικό εγκλωβισμό, στην εν λόγω σύγκρουση, και να καταστήσει σαφές  στη Δύση πως η επέμβασή της έγινε με σκοπό την αποδόμηση του Ισλαμικού Κράτους και την αποτροπή διάχυσης της κρίσης. Η ρωσσική ηγεσία γνωρίζει ότι στην παρούσα συγκυρία, η διατήρηση της περιφερειακής τάξης ιεραρχείται και για τη Δύση ως σημαντικότερη από επιθυμητές, αλλά ανέφικτες καθεστωτικές αλλαγές. Η αρνητική τροπή των «αραβικών εξεγέρσεων» περιόρισε τις αξιώσεις των δυτικών κρατών, και κυρίως της Ουάσιγκτον, να διαδώσουν το φιλελευθερισμό σε μια ακόμη περιφέρεια του διεθνούς συστήματος.
Για τον υπερατλαντικό παράγοντα, η μερική παρουσία της Μόσχας στη Μέση Ανατολή ενδεχομένως να είναι χρήσιμη, τόσο για την περιφερειακή σταθερότητα, όσο και για την «επαναστοιχίση» των «απείθαρχων» συμμάχων στην περιοχή, ήτοι της Σαουδικής Αραβίας, του Ισραήλ και της Τουρκίας. Η επανένταξη του Ιράν στη διεθνή κοινότητα εξυπηρετεί, επίσης, τη συγκεκριμένη αμερικανική πρόθεση. Με την ενίσχυση του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία και το Ιράκ και τις τρομοκρατικές του δράσεις, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις συνεννόησης μεταξύ Ρωσσίας και Δύσης, με σκοπό την εκμηδένισή του.
Αναμφίβολα, η μερική απόσυρση των ρωσσικών στρατιωτικών δυνάμεων επ’ ουδενί λόγω δεν σηματοδοτεί την αποχώρηση της Μόσχας από τη Συρία. Η ρωσσική διπλωματία επιδιώκει να επιφέρει μια άμεση πολιτική διευθέτηση της σύγκρουσης, η οποία θα αναπαράγει τα συμφέροντά της, σε συνεννόηση με τις δυτικές πρωτεύουσες. Ευρύτερη στόχευση της Μόσχας, συνιστά η διάρρηξη του ατλαντικού χώρου, ο οποίος κατά την ουκρανική κρίση λειτούργησε ενιαία˙ μια νέα αντιπαράθεση, επ’ αφορμή του συριακού εμφυλίου, θα συσπείρωνε έτι περαιτέρω τις δυτικές χώρες, κατάσταση διόλου ευνοϊκή για τα ρωσσικά συμφέροντα.
*Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου