Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

Τρεις παρατηρήσεις και μια εμπειριακή κατάθεση

Νέα Πολιτική

του Αντώνη Δ. Παπαγιαννίδη

Το γήπεδο της Παιδείας –διότι περί αυτού πρόκειται– ξαναχρησιμοποιείται για έναν ακόμη γύρο στην ιεροτελεστία της πολιτικής αντιπαράθεσης. Όπου, τακτικά, προσέρχονται πλήθος «ενδιαφερομένων»: πολιτικοί, συνδικαλιστές, μηντιακοί τενόροι, γονείς/ψηφοφόροι (ή: η σκιά τους), δάσκαλοι/καθηγητές (εννοούμε τους μη–υποτελείς στις συνδικαλιστικές ηγεσίες τους), φοιτητικές παρατάξεις, κομματικές νεολαίες. Σίγουρα όμως όχι μαθητές/φοιτητές (πλην των υποτελών στις παραπάνω παρατάξεις και νεολαίες).

Το γεγονός ότι, με βαθύτατη υποκρισία, όλος ο λόγος γίνεται για τους τελευταίους –δηλαδή για τους απόντες– είναι μια ακόμη προσβολή εκείνου που λέγεται «δημόσιος βίος» στην ωραία μας χώρα.

Ας μας επιτραπούν τέσσερεις παρατηρήσεις. ή, μάλλον, τρεις παρατηρήσεις και μια εμπειριακή κατάθεση. Θα συνιστούσαμε στον τυχόν βιαστικό αναγνώστη να περιοριστεί στην τελευταία:

Παρατήρηση πρώτη:

Την Δευτέρα, 11 Μαΐου –«την ημέρα ενός ακόμη κρίσιμου Eurogroup», έτσι μετριέται πλέον ο χρόνος στην Ελλάδα του 2015….– σε ανοιχτή συγκέντρωση στο κλειστό γήπεδο «Σπύρος Λούης» δίπλα στο υπουργείο Παιδείας, στο Μαρούσι, η «Πρωτοβουλία «Παιδεία 2015»» το κατάφερε και μάζεψε κάπου 1500 άτομα, ως κίνηση πολιτών, με σύνθημα (προβλεπτό…) «Όχι ‘Μπαλτά’ στην Παιδεία». Βέβαια, πρώτη σειρά βρέθηκαν πολιτικοί – Ντόρα, Κυριάκος Μητοστάκης, Εύη Χριστοφιλοπούλου, παραπέρα Άννα Διαμαντοπούλου, Κ. Αρβανιτόπουλος, Κωστής Χατζηδάκης, Αντρέας Λοβέρδος, Γιάννης Μανιάτης κοκ: οι Ποταμίσιοι, με Στ. Θεοδωράκη και Απ. Δοξιάδη και Ν. Ορφανό προτίμησαν κερκίδες /»ορεινά» – πλην όμως η κινητοποίηση δεν ήταν πολιτική. Πάντως δεν ήταν ευθέως πολιτική. Σαφώς μικρότερη απήχηση είχε η συγκέντρωση της Τρίτης, 12 Μαΐου, στο Σύνταγμα, με συλλαλητηριακό χαρακτήρα, από την εκπαιδευτική κοινότητα.


Όσα ακούστηκαν για την «εγκατάσταση στην μετριοκρατία», για την «επιστροφή στην ήσσονα προσπάθεια», ακόμη-ακόμη για τον «βαθειά αντιδραστικό και συντηρητικό χαρακτήρα» των παρεμβάσεων Μπαλτά/Κουράκη, είχαν μικρότερη εμβέλεια –φρονούμε– από το «πρώτα γκρεμίζουν και μετά σκέφτονται» της Βάσως Κιντή. Νωρίς να πει κανείς ότι «η κοινωνία των πολιτικών ξύπνησε» (αυτό ήταν του Θάνου Βερέμη) – πολύ νωρίς, άλλωστε αρκούντως ασύντακτη η εκκίνηση. ΄Ομως η αλήθεια είναι πως η άρνηση της αντιμεταρρύθμισης Μπαλτά έδειξε να είναι κάτι σαν πρώτο μέτωπο απέναντι σε μια Κυβέρνηση που προσήλθε με βαρύ βηματισμό στον χώρο της Παιδείας.

Παρατήρηση δεύτερη:

Έχουμε την εντύπωση ότι το μέτωπο της Παιδείας, σε ετούτη την περίοδο όπου λίγα /ελάχιστα –εκτός από βουή– μπορούν να γίνουν στον χώρο της καθημερινής ζωής των (εξαιρετικά πιεσμένων) ανθρώπων στην Ελλάδα του 2015, θα εξελιχθεί στον κατ’ εξοχήν χώρο αντιπαράθεσης. Μπορεί και σύγκρουσης. Γιατί; Μα, ακριβώς επειδή στα οικονομικά, στα μισθολογικά, στα συνταξιοδοτικά, στα θέματα Υγείας, η μνημονιακή πραγματικότητα αποκλείει ο,τιδήποτε το απτό και συγκεκριμένο (πλην… προσαρμογής). Οπότε στην Παιδεία, όπου έχουμε πια συνηθίσει ότι οι ασκήσεις γίνονται κυρίως επί χάρτου –αχνή μνήμη, πια, η διεκδίκηση κονδυλίων για την Παιδεία: όχι, δηλαδή, ότι και τα κονδύλια όταν υπήρχαν, έκαναν κάτι!– η αντιπαραθετικότητα θα ανθίσει. Θα ανθίζει, προβλέπουμε, επί καιρό.

Παρατήρηση τρίτη, τώρα:

Το επόμενο βήμα –και, ας μας επιτραπεί να πούμε, το μόνο που φαντάζει πιο μακροπρόθεσμα σημαντικό– αφορά την διαφαινόμενη απεμπλοκή από την συστηματική (οργανωτική, αξιολογητική, ως βάση ισοδυναμίας) προσέγγιση της Μπολόνια. Δηλαδή την αποστασιοποίηση από την «Ευρωπαϊκή οικογένεια», που, όσον αφορά την ανώτατη εκπαίδευση, ουσιαστικά ενσωματώνει στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Εδώ, άμα όντως «κατορθώσουμε» να πάμε πίσω –πράγμα που, με δεδομένη την συνδικαλιστικότροπη προσέγγιση Μπαλτά, δεν μπορεί να αποκλεισθεί– θα έχουμε αληθινά εισαγάγει την ταξικότητα στην Ελληνική πραγματικότητα. Όσοι μπορούν/ όσοι προλάβουν να στείλουν τα παιδιά τους «έξω», θα τα έχουν ενταγμένα στην φρίκη (για την ιδεοληπτική μας κοινωνία!) της παγκοσμιοποίησης. Όσοι όχι, αν δεν ανήκουν στην κοτζαμπάσικη ή την υπερκαπιταλιστική ελίτ (που βλέπει την Ελλάδα σαν «κτήμα» ή σαν τόπο διακοπών, αντιστοίχως) θα τα δουν να μένουν εκεί που παραδοσιακά οι Έλληνες αρνήθηκαν: πίσω! Αν αυτό δεν είναι ταξικότητα, τότε τι είναι;

Πάμε τώρα στο εμπειριακό: μιλώ ως απόφοιτος του Πειραματικού Αθηνών –όπως, ας πούμε, του Κολλεγίου Αθηνών ο Αριστείδης Μπαλτάς–, του καταθλιπτικού (δικαίως λειτούργησε ως Κομμαντατούρ επί Γερμανικής Κατοχής) αλλά παράξενα μαγικού σχολείου, που βρίσκεται απέναντι στον Άγιο Διονύσιο στην Σκουφά και –πιο σημαντικό– διαγωνίως από το Dolce (το οποίο πασχίζει τα τελευταία χρόνια να πείσει ότι λέγεται Φίλιον). Άχρηστο να το πει κανείς, αλλά το σχολείο φιλοξένησε Κώστα/Κωστάκη Καραμανλή, Κώστα Σημίτη, ακόμη και ο Ανδρέας Παπανδρέου από εκεί αποφοίτησε (για να γλυτώσει την διπλή τελευταία τάξη του Κολλεγίου). Στο σχολείο αυτό, που άλλοτε έμπαιναν με τεστ, εμείς –σειρά του ΄59– με κλήρωση, φιλοξενούνταν –σε μια τάξη– ένας γιος υπουργού (της Ενώσεως Κέντρου) και ο γόνος του φούρναρη του Λυκαβηττού. ένας γιος εφοπλιστικής οικογένειας και η κόρη θυρωρού σε πολυκατοικία παρακάτω. παιδιά αντιστασιακής οικογένειας και ανηψιός του δικτάτορα (μας βρήκε το ΄67 στο Γυμνάσιο, αποφοιτήσαμε επί χούντας).

 Αυτό το ανθρώπινο υλικό, απέναντί του είχε –από τότε– διδάσκοντες με αρκετά διαφοροποιημένο προφίλ: ένας μαθηματικός βρέθηκε καθηγητής στο ΕΜΠ, φιλόλογοι αργότερα έφθασαν στις ανώτερες βαθμίδες της καριέρας/σύμβουλοι. Ενιαία ήταν μια επιδίωξη αριστείας – σε κανένα όμως σημείο δεν υπήρχε λατρεία της μονομερούς επίδοσης: πολύ περισσότερο από την λάμψη του έξυπνου/του «καλύτερου του μαθητή», προωθούνταν εκείνο που σήμερα θα λέγαμε συναισθηματική νοημοσύνη – και κοινωνικές δεξιότητες. Στην άμιλλα –που υπήρχε– θέτονταν όρια: με τίποτε δεν ενισχυόταν το να πατήσεις τον άλλο, αντίθετα υπήρχε ευδιάκριτη η προτροπή, εκείνοι που έπιαναν επιδόσεις να βοηθούν τους λιγώτερο είτε έξυπνους (ή: φαινόμενα έξυπνους), είτε προσαρμοσμένους. (Λεπτομέρεια: ένα από τα παιδιά με τις χαμηλότερες επιδόσεις στην τάξη, υπήρξε ο μόνος καθηγητής πανεπιστημίου που ανέδειξε).

Αποτρεπόταν –αρκετά αποτελεσματικά– η εκμετάλλευση της (υπαρκτής, το είπαμε) κοινωνικής ανισότητας, αλλά και της ανισότητας των επιδόσεων.

Αν και σχολείο κλασσικό, δεν δεχόταν την παραμέληση των θετικών μαθημάτων – στην δε διδασκαλία της Φυσικής πρέπει να είχε αφήσει εποχή.

Εξιδανικευμένες αναμνήσεις; Πού να ακούστε και το άλλο! Ήρθαν τα χρόνια της Χούντας. Έγινε βαρύτατα αισθητή η αλλαγή του κλίματος μέχρι και αλλαγές στο διδακτικό προσωπικό, πάντως διδασκαλίες και προβολή «εθνωφελούς» υλικού. Η μαθητική κοινότητα δεν πολυμάσαγε –όχι δε μόνον όσοι είχαν οικογενειακή παράδοση– η μεγάλη πλειοψηφία των διδασκόντων επίσης. 
Φθάνουμε στην Έκτη Γυμνασίου, έτσι μετριούνταν τότε τα πράγματα, που ετοιμάζονται τα παιδιά για το Ακαδημαϊκό. Διδάσκεται Ιστορία – πώς; Στην τάξη διδάσκεται η «επίσημη» Ιστορία, εκείνη του βιβλίου, με επισήμανση «προσέχετε». (Το ίδιο άλλωστε και η Έκθεση, η οποία τότε είχε περιεχόμενη ανάπτυξης ιδεών, αποτύπωσης απόψεων: «προσοχή, άμα το θέμα που τεθεί έχει περιεχόμενο ιδεολογικό»). Στο διάλειμμα , συχνά εκτός τάξης, στο προαύλιο οργανωνόταν –με τον καθηγητή σε ρόλο πρωταγωνιστή, αλλά συζητητικά– η «άλλη» Ιστορία: η ανάγνωση των γεγονότων, ιδίως της πρόσφατης Ιστορίας, αλλά ας πούμε και της Επανάστασης του ΄21, υπό ένα πρίσμα πιο φωτισμένο. «Μεγάλα παιδιά είσαστε, βρείτε τον δρόμο σας. Ακούστε τα, όμως όλα».
Δική μας κατακλείδα: οι άνθρωποι κάνουν την Παιδεία, οι συγκεκριμένοι άνθρωποι. Ακόμη και οι πιο ανόητες ή/και αντιδραστικές ρυθμίσεις δεν αρκούν για να ξεθεμελιώσουν. Νομίζουμε…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου