analyst
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία σχετικά με το ότι οι σημαντικότερες κεντρικές τράπεζες, παρεμβαίνοντας στην ελεύθερη λειτουργία των αγορών, έχουν δημιουργήσει τεράστια προβλήματα – με πολλούς να θεωρούν πως έχει χαθεί εντελώς ο έλεγχος του χρηματοπιστωτικού συστήματος, οπότε θα ακολουθήσουν μεγάλες, οδυνηρές, παγκόσμιες αναταράξεις.
Εκτός από τα συνεχή πακέτα ποσοτικής διευκόλυνσης, τα μηδενικά επιτόκια είναι αυτά έχουν προκαλέσει την άνοδο των χρεών παγκοσμίως (ανάλυση) – ενώ η απόφαση σχετικά με την αύξηση τους δεν είναι καθόλου εύκολη.
Ειδικότερα, εάν αυξηθούν τα αμερικανικά επιτόκια, θα οδηγήσουν σταδιακά στη διόρθωση των υπερβολών (φούσκες), οι οποίες έχουν δημιουργηθεί σε πολλούς κλάδους – στα ακίνητα, στα χρηματιστήρια, καθώς επίσης στον σκιώδη τραπεζικό τομέα. Εκτός αυτού όλες εκείνες οιαναπτυσσόμενες οικονομίες, ο ιδιωτικός τομέας των οποίων έχει υπερχρεωθεί σε δολάρια, θα βρεθούν αντιμέτωπες με αθετήσεις πληρωμών και με χρεοκοπίες – αφού η άνοδος των επιτοκίων θα αυξήσει την ισοτιμία του δολαρίου.
Πρόβλημα θα προκληθεί επίσης στις Η.Π.Α., στο ήδη ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τους,αφού το ισχυρότερο δολάριο θα διευκολύνει τις εισαγωγές, δυσχεραίνοντας τις εξαγωγές – ενώ είναι η μοναδική σχεδόν χώρα που δεν έχει ακόμη εισέλθει στο συναλλαγματικό πόλεμο που διεξάγεται στον πλανήτη (άρθρο).
Εάν δεν αυξηθούν όμως τα βασικά επιτόκια, θα συνεχιστεί η ανοδική πορεία των παγκοσμίων χρεών, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μία πολύ πιο επικίνδυνη κατάσταση μελλοντικά – όπως έχει τεκμηριωθεί από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η οποία ήταν το αποτέλεσμα της πολιτικής των χαμηλών επιτοκίων.
Το δίλημμα επομένως είναι πολύ μεγάλο, ενώ τα επακόλουθα της όποιας απόφασης δεν θα φανούν αμέσως – γεγονός που θα δημιουργήσει εσφαλμένες εντυπώσεις στους επενδυτές, στους δανειοδότες και στους οφειλέτες, διαστρεβλώνοντας ακόμη περισσότερο τις αγορές.
Την ίδια στιγμή πάντως συνεχίζονται οι προειδοποιήσεις εκ μέρους της κεντρικής τράπεζας των κεντρικών τραπεζών, σε σχέση με την κατακόρυφη άνοδο των παγκοσμίων χρεών – για την αντιμετώπιση των οποίων τάσσεται υπέρ της αύξησης των επιτοκίων, ακόμη και αν προκληθεί ένα καταστροφικό κραχ. Σύμφωνα δε με την πρόσφατη μελέτη που δημοσίευσε το τμήμα μακροοικονομικών της (πηγή), η οικονομία του πλανήτη υποφέρει από τις εξής τρεις επικίνδυνες επιβαρύνσεις:
.
(α) Από το υπερβολικό ύψος των χρεών, δημοσίων και ιδιωτικών, τα οποία δεν έχουν μειωθεί παρά τη χρηματοπιστωτική κρίση που μεσολάβησε.
(β) Από την πολύ χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας, όπου η εργασία δημιουργεί όλο και μικρότερη υπεραξία – λιγότερα επί πλέον οφέλη δηλαδή, οπότε μειώνεται ο ρυθμός ανάπτυξης.
(γ) Από την αδυναμία των κεντρικών τραπεζών και των κυβερνήσεων οι οποίες, έχοντας πλέον καταναλώσει τα όπλα τους, δεν θα μπορούν να παρέχουν την απαιτούμενη στήριξη σε μία επόμενη κρίση.
.
Ειδικότερα, τα δημόσια χρέη είναι ήδη πολύ υψηλά, οπότε δεν θα μπορούν να αναληφθούν περισσότερα από τις κυβερνήσεις, για την αναθέρμανση της οικονομίας – ενώ τα επιτόκια είναι μηδενικά και οι ισολογισμοί των κεντρικών τραπεζών στις βιομηχανικές χώρες υπερδιογκωμένοι, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να αγοράσουν περισσότερα ομόλογα (QE).
.
Οι χρηματοπιστωτικοί και οι αναπτυξιακοί κύκλοι
Περαιτέρω, οι ένοχοι για τη δύσκολη κατάσταση, στην οποία έχει οδηγηθεί σήμερα ο πλανήτης, είναι αφενός μεν οι κυβερνήσεις, αφετέρου οι κεντρικές τράπεζες – με βασικά λάθη τους τα εξής:
.
(α) Δεν έχουν βγάλει τα σωστά συμπεράσματα, σχετικά με τις αιτίες που προκάλεσαν τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
(β) Έλαβαν ελάχιστα ή καθόλου μέτρα, για να εμποδίσουν την αύξηση των χρεών, καθώς επίσης τις χρηματοπιστωτικές υπερβολές – όπως στο παράδειγμα του S&P 500, ο οποίος αποτιμάται με έναν μέσο όρο της τάξης του 27 (Shiller P/E), όταν θα έπρεπε να είναι στο 17, ή σε αυτό του Dow Jones, η αντικειμενική «τιμή» του οποίου υπολογίζεται στις 10.000 – 11.000 μονάδες, ενώ σήμερα είναι στις 16.700.
(γ) Εμπιστεύθηκαν υπερβολικά τη στήριξη της ζήτησης με την αύξηση της ρευστότητας (QE), για να ανταπεξέλθουν με το σπάσιμο της φούσκας το 2008 – ενώ δεν διαχώρισαν τη διαχείριση της κρίσης από την επίλυση της, για την οποία έκαναν ελάχιστα.
.
Στα πλαίσια αυτά, έπρεπε να δοθεί μεγαλύτερη σημασία στις διαφορετικές διακυμάνσεις των οικονομικών κύκλων της ανάπτυξης (Business Cycle – κόκκινη καμπύλη στο γράφημα που ακολουθεί), καθώς επίσης των χρηματοπιστωτικών (Financial Cycle, μπλε καμπύλη) – όπου ο μεν πρώτος αφορά τις διακυμάνσεις του ΑΕΠ, ενώ ο δεύτερος μεγέθη όπως τα χρέη, το ποσοστό τους, καθώς επίσης τις τιμές των ακινήτων.
.
.
Ειδικότερα, η ανοδική κίνηση κατά τη διάρκεια ενός χρηματοπιστωτικού κύκλου χαρακτηρίζεται από τα υψηλότερα χρέη, από τη θετική εξέλιξη των χρηματαγορών (άνοδος των χρηματιστηριακών δεικτών κλπ.), καθώς επίσης από τις ακριβότερες τιμές των ακινήτων – ενώ η ανοδική κίνηση κατά τη διάρκεια ενός αναπτυξιακού κύκλου χαρακτηρίζεται από την αύξηση του ΑΕΠ.
Όπως φαίνεται όμως από το γράφημα, οι αναπτυξιακοί κύκλοι δεν έγιναν μεγαλύτεροι – σε πλήρη αντίθεση με τους χρηματοπιστωτικούς κύκλους, οι διακυμάνσεις των οποίων ήταν πολύ υψηλότερες, ενώ η διάρκεια τους μεγαλύτερη. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των κινδύνων κατάρρευσης του συστήματος (κραχ) – λόγω του ότι οι αναπτυξιακοί κύκλοι δεν στηρίζουν, δεν δικαιολογούν κατά κάποιον τρόπο τους χρηματοπιστωτικούς.
Περαιτέρω, ελάχιστοι οικονομολόγοι δίνουν σημασία στους χρηματοπιστωτικούς κύκλους, οι οποίοι είναι πολύ σημαντικοί μετά το 1970 – όπου απελευθερώθηκαν το δολάριο, καθώς επίσης το χρηματοπιστωτικό σύστημα από τα δεσμά τους, σηματοδοτώντας την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού.
Η σημασία τους είναι πολύ μεγαλύτερη για την Οικονομία, από όσο γίνεται ευρέως αποδεκτό – επειδή το ξέσπασμα μίας χρηματοπιστωτικής κρίσης προκαλεί ζημίες στην πραγματική οικονομία, ενώ αποδυναμώνει την αύξηση της παραγωγικότητας.
Αναλυτικότερα, κατά τη διάρκεια μίας χρηματοπιστωτικής ανόδου η πραγματική οικονομία αναπτύσσεται κατά 0,3% λιγότερο – ενώ μετά από μία χρηματοπιστωτική κρίση, η ανάπτυξη μειώνεται κατά 0,7%.
Επομένως, μία πενταετής άνοδο, την οποία ακολουθεί μία πενταετής κρίση, κοστίζει 6% ανάπτυξη στην παγκόσμια οικονομία – ένα μέγεθος που δεν είναι καθόλου αμελητέο, εάν επιμερίσει κανείς σωστά τις συνέπειες του.
.
Σήματα κινδύνου
Στο σημείο αυτό εύλογα αναρωτιέται κανείς από που προέρχονται αυτές οι συνέπειες – με την απάντηση να είναι κυρίως η λανθασμένη κατανομή των πόρων. Αυτό σημαίνει ότι, κατά τη διάρκεια των χρηματοπιστωτικών ανόδων μεταφέρονται εργαζόμενοι σε μη παραγωγικούς τομείς – στους κλάδους των ακινήτων, καθώς επίσης στα χρηματιστήρια, οι οποίοι είναι αφενός μεν οι κύριοι ωφελημένοι των ανόδων, αφετέρου αυτοί που κυρίως ζημιώνονται από τις καθόδους.
Επί πλέον, η χαλαρή νομισματική πολιτική των βιομηχανικών χωρών μεταφέρεται στις αναπτυσσόμενες – προκαλώντας τους ανάπτυξη, η οποία όμως δεν είναι διατηρήσιμη. Ο δανεισμός τους σε δολάρια αυξάνεται, ενώ δεν θέλουν να ανατιμήσουν τα νομίσματα τους για να μη μειωθούν οι εξαγωγές τους – οπότε ουσιαστικά υιοθετούν τη νομισματική πολιτική της Fed.
Αργότερα όμως, όταν η κεντρική τράπεζα των Η.Π.Α. αλλάζει την πολιτική της, οι αναπτυσσόμενες χώρες υποχρεώνονται να πληρώσουν το λογαριασμό – ο οποίος σήμερα έχει ήδη εκδοθεί, αφού έχουν ανάψει όλες οι προειδοποιητικές λυχνίες που σηματοδοτούν το ξέσπασμα τραπεζικών κρίσεων (banking distress).
Ειδικότερα, όπως φαίνεται από το γράφημα που ακολουθεί, όσον αφορά το δείκτη χρέους προς το ΑΕΠ (Credit to GDP), καθώς επίσης την εξυπηρέτηση των χρεών (Debt Service Ratio), τόσο η Βραζιλία, όσο και η Κίνα έχουν υπερβεί τα ανώτατα όρια – ενώ αρκετές άλλες χώρες ευρίσκονται στο κόκκινο (στο +), στους επί μέρους δείκτες.
.
(*Πατήστε στον πίνακα για μεγέθυνση)
.
Με βάση το δείκτη συνολικό χρέος προς ΑΕΠ (πρώτη στήλη) η Κίνα ευρίσκεται στην πρώτη θέση (η Ασία γενικότερα), ακολουθούμενη από την Τουρκία και τη Βραζιλία – ενώ στις τιμές της ακίνητης περιουσίας (φούσκα, δεύτερη στήλη) προηγείται η Ιαπωνία και ακολουθεί η Ελβετία.
Στο δείκτη εξυπηρέτησης του χρέους (τρίτη στήλη) εμφανίζονται ξανά η Κίνα, η Βραζιλία και η Τουρκία σε επικίνδυνη θέση – με την κατάσταση τους να γίνεται ακόμη πιο επισφαλής, στην περίπτωση αύξησης των βασικών επιτοκίων κατά 250 μονάδες βάσης (τέταρτη στήλη).
Συμπερασματικά λοιπόν, τα πολύ χαμηλά επιτόκια οδηγούν σε μία έντονη χρηματοπιστωτική αστάθεια, η οποία προκαλεί μεγάλες ζημίες στην Οικονομία – οπότε δεν είναι ορθολογικό να χρησιμοποιεί κανείς τα επιτόκια, για να εξισορροπεί τις διαστρεβλώσεις.
Τα πολύ χαμηλά επιτόκια δε του παρελθόντος (Greenspan), είναι η αιτία των σημερινών μηδενικών – τα οποία έχουν πολλαπλασιάσει τις ζημίες που θα προκληθούν πολύ σύντομα (εντός των επομένων δύο ετών).
.
Επίλογος
Η πρόταση της BIS είναι η υιοθέτηση μίας μακροπρόθεσμης πολιτικής, η οποία θα εμποδίζει τις χρηματοπιστωτικές ραγδαίες ανόδους – αντί να τις αντιμετωπίζει κανείς με τις βραχυπρόθεσμες μεθόδους της στήριξης της ζήτησης (QE, μηδενικά επιτόκια).
Τα υφιστάμενα προληπτικά εργαλεία, όπως οι ρυθμίσεις που εμποδίζουν την αύξηση των πιστώσεων, μέσω των αυστηρότερων κριτηρίων για την παροχή ενυπόθηκων δανείων ή της απαίτησης αύξησης των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών, είναι μεν σημαντικά, αλλά δεν αρκούν. Οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει επί πλέον να αυξήσουν τα βασικά τους επιτόκια, παρά το ότι δεν φαίνεται κίνδυνος πληθωρισμού – ενώ στις αποφάσεις τους πρέπει να λαμβάνουν υπ’ όψιν τα αποτελέσματα για τις άλλες χώρες.
Ειδικά οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη, με τα διεθνή νομίσματα, οφείλουν να συμπεριφέρονται πολύ πιο υπεύθυνα – προφανώς δε να μην μεταφέρουν με τη συναλλαγματική τους πολιτική τον πλούτο από τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα στα ανώτατα, ούτε από τις φτωχές χώρες στις πλούσιες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου