analyst
Τονίζοντας πως ο νεοφιλελευθερισμός δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το φιλελευθερισμό (ανάλυση), θεωρώ πως ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της Ελλάδας σήμερα προέρχεται από το γεγονός ότι, δεν υπάρχει κανένα πραγματικά φιλελεύθερο κόμμα, το οποίο να αντιστέκεται στην καταστροφική πολιτική των μνημονίων – ειδικά στο τρίτο κατά σειρά, το οποίο είναι έτσι διαμορφωμένο, ώστε να μην οδηγήσει ποτέ την Ελλάδα στην έξοδο από την κρίση, έχοντας στόχο την εκποίηση της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας της, οπότε τη μετατροπή της σε ένα απόλυτα εξαρτημένο προτεκτοράτο.
Ακόμη πιο επικίνδυνοι βέβαια για την Ελλάδα είναι οι διάφοροι αριστεροί υποστηρικτές της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, οι οποίοι δεν συμφωνούν καν μεταξύ τους για το δρόμο που θα έπρεπε να ακολουθηθεί. Επικίνδυνοι όχι λόγω της αδυναμίας της χώρας να υιοθετήσει μία νέα δραχμή, αλλά για τις μεθόδους που προτείνουν, οι οποίες είναι κάτι περισσότερο από ανεφάρμοστες ή ουτοπικές – εντελώς εξωπραγματικές, στα ανώτατα όρια της ανοησίας.
Περαιτέρω, ένα επόμενο δείγμα του νεοφιλελεύθερου παραλογισμού είναι η χρησιμοποίηση των μεταναστών από τη Γερμανία – με στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της, εις βάρος τόσο των εργαζομένων της, όσο και των εταίρων της στην Ευρωζώνη, χωρίς κανέναν ηθικό ενδοιασμό.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του εθνικιστικού ινστιτούτου οικονομικών μελετών του Μονάχου (Ifo), το οποίο είναι επίσημος σύμβουλος της καγκελαρίου, οι περισσότεροι πρόσφυγες δεν είναι κατάλληλα εκπαιδευμένοι για τη γερμανική αγορά εργασίας – ενώ ο αριθμός που αναμένεται να φτάσει στη χώρα (800.000 μετανάστες), θα κοστίσει στον προϋπολογισμό 10 δις € ετήσια (από εδώ καταλαβαίνει κανείς το αντίστοιχο κόστος για την Ελλάδα).
Από την άλλη πλευρά, για να μην επιβαρύνονται οι Γερμανοί φορολογούμενοι με το μεταναστευτικό κόστος, θα πρέπει οι πρόσφυγες να βρουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα θέσεις εργασίας – οπότε να προσληφθούν από γερμανικές εταιρείες.
Ως αποτέλεσμα τώρα του συνδυασμού των δύο παραπάνω, επειδή δηλαδή οι πρόσφυγες πρέπει μεν να εργασθούν, αλλά δεν θα μπορέσουν με το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα των 8,50 € ανά ώρα εργασίας (το οποίο υιοθετήθηκε πρόσφατα από τη Γερμανία), λόγω του ότι δεν έχουν τα προσόντα οπότε η παραγωγικότητα τους είναι περιορισμένη, θα πρέπει να μειωθεί το ελάχιστο εισόδημα!
Φυσικά το ινστιτούτο αδιαφορεί για τα επακόλουθα της πρότασης του – για το ότι δηλαδή αφενός μεν θα μειωθούν οι μισθοί των Γερμανών (λόγω της μεγαλύτερης προσφοράς εργασίας με χαμηλότερους μισθούς εκ μέρους των προσφύγων), αφετέρου θα ενταθεί το μισθολογικό dumping – μέσω του οποίου αυξάνεται κάθε χρόνο η γερμανική ανταγωνιστικότητα, εις βάρος των άλλων κρατών της Ευρωζώνης, οδηγώντας τη νομισματική ένωση στη διάλυση της (άρθρο).
Υπενθυμίζοντας πως το ίδιο ινστιτούτο ήταν αυτό που τάθηκε από την αρχή υπέρ της υιοθέτησης της δραχμής από την Ελλάδα (ανησυχώντας επίσης για τους Γερμανούς φορολογουμένους που επωμίζονταν το μεγάλο κόστος διάσωσης της χώρας μας), εκπλήσσομαι ακόμη μία φορά από την απίστευτη ευρηματικότητα του νεοφιλελευθερισμού – ο οποίος προσπαθεί να εκμεταλλευθεί κάθε είδους ευκαιρία μείωσης του κόστους εργασίας, τονίζοντας παράλληλα με θράσος πως ο σκοπός του είναι να μην επιβαρυνθούν οι φορολογούμενοι/εργαζόμενοι!
Η εκμετάλλευση αυτή τεκμηριώνεται πολύ εύκολα από τις Η.Π.Α., μέσω του δείκτη των μισθών ως προς το ΑΕΠ (γράφημα) – ο οποίος μειώνεται συνεχώς τα τελευταία 40 χρόνια, με ορισμένα μικρά διαλείμματα (την εποχή του πολέμου του Βιετνάμ, κατά τη διάρκεια της φούσκας του διαδικτύου, καθώς επίσης λόγω της φούσκας των ενυπόθηκων δανείων χαμηλής εξασφάλισης).
.
ΓΡΑΦΗΜΑ – εξέλιξη μισθών ως ποσοστό επί του ΑΕΠ
.
Περαιτέρω, όταν οι μισθοί μειώνονται συνεχώς, σε σχέση με το ΑΕΠ, τότε τα νοικοκυριά έχουν στη διάθεση τους λιγότερα χρήματα – ακόμη και όταν η οικονομία της χώρας τους αναπτύσσεται με ικανοποιητικούς ρυθμούς. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και σήμερα, συγκριτικά με το 2000 – αφού τα εισοδήματα των νοικοκυριών μειώθηκαν κατά 8,5% σε προσαρμοσμένη βάση (αφαιρουμένου του πληθωρισμού).
Στο σημείο αυτό δημιουργείται εύλογα η απορία, σχετικά με το πώς είναι δυνατόν οι εργαζόμενοι να πληρώνουν υψηλότερους φόρους, να δανείζονται περισσότερα χρήματα, καθώς επίσης να καταναλώνουν μεγαλύτερες ποσότητες προϊόντων, όταν τα πραγματικά εισοδήματα τους περιορίζονται – επομένως, πώς να ενισχύουν την οικονομία της χώρας τους, η οποία στηρίζεται κατά 75% περίπου στην κατανάλωση τους.
Η απάντηση στην προκειμένη περίπτωση είναι απλή: δεν μπορούν, οπότε είναι αδύνατον να διατηρηθεί ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας των Η.Π.Α., κάτι που συμβαίνει επίσης σε πολλές άλλες χώρες του πλανήτη.
Ως εκ τούτου, όταν δεν θα υπάρχει πλέον η δυνατότητα να εξοικονομούν οι καταναλωτές αγοραστική δύναμη από άλλες πηγές (μείωση των τιμών των καταναλωτικών προϊόντων εξαιτίας της φθηνότερης παραγωγής της Κίνας, περιορισμός του κόστους της ενέργειας λόγω της πτώσης των τιμών, χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού επειδή η κεντρική τράπεζα μηδένισε τα βασικά επιτόκια κοκ.), ενώ παράλληλα θα έχουν εξαντληθεί τα περιθώρια δανεισμού των νοικοκυριών, δεν πρόκειται να αποφευχθεί η ύφεση – όσο και αν γίνεται προσπάθεια συγκάλυψης της, μέσω των παραποιημένων στατιστικών.
Εκείνη ακριβώς τη χρονική περίοδο ο νεοφιλελευθερισμός θα έχει υπερβεί τα ανώτατα όρια του – με αποτέλεσμα να αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση της βασιλείας του, η οποία θα είναι εξαιρετικά γρήγορη, επικίνδυνη και επώδυνη για το παγκόσμιο σύστημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου