analyst
Εμείς οι Έλληνες, ως εκλογείς όσον αφορά τις εκάστοτε κυβερνήσεις μας, έχουμε κάνει πάρα πολλά λάθη – οπότε δίκαια τιμωρούμαστε, θα ισχυριζόταν κανείς, ενώ πολύ σωστά κατηγορούμε τον εαυτό μας, ασκώντας αυτοκριτική, για τη διαφθορά, για τη διαπλοκή, για τη φοροδιαφυγή, για τα παραποιημένα στοιχεία που στείλαμε στην Ευρώπη με στόχο την είσοδο μας στη νομισματική ένωση κοκ.
Εν τούτοις, δεν είμαστε το κέντρο του κόσμου – οπότε, λογικά, οφείλουμε να συγκρίνουμε τον εαυτό μας και τη χώρα μας με άλλους λαούς και με άλλα κράτη, έτσι ώστε να είμαστε δίκαιοι όσον αφορά τηναυτοκριτική μας.
Στα πλαίσια αυτά, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τι συμβαίνει στην Ολλανδία, στη βασίλισσα της φοροδιαφυγής (άρθρο), τα σκάνδαλα του προέδρου της Κομισιόν όταν ήταν πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου, τα οποία φυσικά δεν παραμένουν μόνο ατιμώρητα, αλλά συνεχίζονται, τη νόμιμη φοροδιαφυγή των αμερικανικών πολυεθνικών που εδρεύουν στην Ιρλανδία, τις offshore στην πρωτεύουσα της Ευρώπης, στις Βρυξέλες, τη φοροδιαφυγή στη Γερμανία (άρθρο), τις κλοπές των τραπεζών, τις ληστρικές επιδρομές του ΔΝΤ ανά τον κόσμο και, τέλος, τη μεγάλη απάτη της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας – η οποία ασφαλώς δεν αποτελεί την εξαίρεση, αλλά τον κανόνα, ενώ μπροστά της ωχριούν οι παραποιημένες «ελληνικές στατιστικές» (Greek Statistics).
Παρά το ότι λοιπόν δεν έχει κανένας το δικαίωμα του συμψηφισμού, με την έννοια πως δεν δικαιολογείται ένα έγκλημα επειδή όλοι οι άλλοι είναι «κατά συρροή» εγκληματίες, όταν πρόκειται για «αδικήματα» που αφορούν την Οικονομία το θέμα αλλάζει – επειδή εύλογα δεν μπορεί να επιβιώσει μία έντιμη χώρα, όταν οι υπόλοιπες, ιδίως οι μεγαλύτερες, κλέβουν και εξαπατούν τους πάντες.
Πριν από όλες η Γερμανία, η οποία χρησιμοποίησε το ευρώ κυριολεκτικά για να ληστέψει τους εταίρους της –αρχικά υιοθετώντας την πολιτική του μισθολογικού dumping για να δημιουργήσει τεράστια πλεονάσματα στο ισοζύγιο της και στη συνέχεια επιβάλλοντας την πολιτική λιτότητας. Ακόμη χειρότερα, λιτότητα σε συνδυασμό με μνημόνια στις περισσότερο αδύναμες χώρες – με στόχο να λεηλατήσει τόσο τη δημόσια, όσο και την ιδιωτική περιουσία τους, μετατρέποντας τες σε αποικίες χρέους.
Πώς μπορεί να επιβιώσει επομένως μία χώρα όταν τα ισχυρότερα κράτη την κλέβουν ασύστολα, όταν τα γειτονικά της ασθενέστερα έχουν φορολογικούς συντελεστές που δεν ξεπερνούν το 10% ή όταν της επιβάλλονται εγκληματικά μέτρα που βαθαίνουν την ύφεση και εξαθλιώνουν τον πληθυσμό της; Που ωφελεί τότε η αυτοκριτική, καθώς επίσης η ενοχοποίηση όλων των κυβερνήσεων της;
Περαιτέρω, αρκετοί κατέληξαν να κατηγορούν το ευρώ για τα προβλήματα των χωρών τους, αντί τον αμοραλισμό της Γερμανίας – η οποία δεν ενδιαφέρεται για τίποτα άλλο παρά για τα εθνικά της συμφέροντα. Επειδή όμως τα εθνικά της συμφέροντα είναι συνυφασμένα με αυτά της βαριάς βιομηχανίας της (όλοι οι υπόλοιποι Γερμανοί δεν υποφέρουν λιγότερα δεινά από τους Πολίτες των άλλων χωρών), η οποία χρησιμοποιεί κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσον για να αυξήσει τα κέρδη και την ισχύ της, η Ευρώπη οδηγήθηκε στα σημερινά αδιέξοδα.
Σωστά λοιπόν διαπιστώνει το Spiegel πως δεν εξαπατούν μόνο οι τράπεζες αλλά, επίσης, οι βιομηχανίες – κρίνοντας από το σκάνδαλο της Volkswagen και προσθέτοντας μία τρίτη λέξη στο σλόγκαν της εταιρείας «Το αυτοκίνητο», η οποία δεν είναι άλλη από την: «Η απάτη».
Εύλογα αναρωτιέται επομένως, πώς μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς μία επιχείρηση, η οποία χρησιμοποιεί τόσο την ισχύ της, όσο και την τεχνολογία για να παρανομήσει – καθώς επίσης τα στελέχη της, τα οποία πηγαίνουν καθημερινά στα γραφεία τους για να βρουν τον τρόπο, με τον οποίο θα αποφύγουν την τήρηση των νόμων.Συμπεραίνει δε πως επειδή το έγκλημα είναι μέρος του επαγγέλματος τους, τότε πρόκειται για επαγγελματίες εγκληματίες – ενώ λόγω του ότι αφορούσε συλλογικές ενέργειες, ολόκληρη η επιχείρηση είναι μία εγκληματική συμμορία.
Όσον αφορά τώρα τα κίνητρα των εγκλημάτων, τα οποία υποθέτει πως δεν περιορίζονται στο λογισμικό της απάτης, τα περιγράφει με μία και μόνο λέξη: Ως την (αχόρταγη) πλεονεξία μίας ισχυρότατης βιομηχανίας, η οποία απασχολεί 600.000 εργαζομένους σε 119 εργοστάσια, με τζίρο της τάξης των 200 δις €.
Υπενθυμίζει ταυτόχρονα τα «διδάγματα» ενός χρηματομεσίτη προς τους φοιτητές αμερικανικού πανεπιστημίου,σύμφωνα με τον οποίο η πλεονεξία είναι θεμιτή και υγιής – προτρέποντας τους ακροατές του να είναι πλεονέκτες, επειδή έτσι θα αισθάνονται καλύτερα (αργότερα καταδικάσθηκε σε τριάμισι χρόνια φυλακή, καθώς επίσης σε 100 εκ. $ πρόστιμο, λόγω παράνομης εσωτερικής πληροφόρησης).
Τέλος, θεωρεί πως το κακό ξεκίνησε όταν ο νόμος άρχισε να διαχωρίζει τα άτομα από τις εταιρείες – τα φυσικά πρόσωπα δηλαδή από τα νομικά. Η αιτία είναι το ότι, υπάρχει μία πολύ σημαντική διαφορά μεταξύ των φυσικών, καθώς επίσης των νομικών προσώπων – το γεγονός πως τα φυσικά πρόσωπα έχουν συνείδηση και αισθάνονται τύψεις (διαφορετικά είναι ψυχοπαθή), ενώ τα νομικά δεν έχουν και δεν αισθάνονται τίποτα.
Επομένως, οι επιχειρήσεις που δεν ανήκουν σε ένα άτομο αφενός μεν είναι ψυχοπαθείς οργανισμοί, αφετέρου μπορούν να εγκληματούν και να κλέβουν, χωρίς να νοιώθουν τύψεις συνείδησης – κάτι που συμβαίνει τόσο περισσότερο, όσο μεγαλύτερες είναι. Το γεγονός δε ότι, η Volkswagen είναι μία πολύ μεγάλη επιχείρηση, οδηγεί στο συμπέρασμα πως η ψυχοπάθεια της, ο υπέρτατος αμοραλισμός της, δεν είναι καθόλου παράδοξος.
Συνεχίζοντας, τα νομικά πρόσωπα θεωρούν πως «εξαγνίζονται» αυτόματα, εάν παραιτηθεί ο φυσικός γενικός διευθυντής τους – ο οποίος συνήθως συμπεριφέρεται συντετριμμένα, ισχυριζόμενος πως δεν γνώριζε τίποτα για να αποφύγει την ποινική δίωξη, όπως στο παράδειγμα της VW. Κάτι ανάλογο ισχυρίσθηκε άλλωστε και η καγκελάριος, παρά το ότι τεκμηριώθηκε πως ήταν εν γνώσει ακόμη και της Κομισιόν – η οποία ασφαλώς δεν το κράτησε μυστικό από τη γερμανική κυβέρνηση.
Βέβαια, επειδή ο πρόεδρος της VW είναι υπεύθυνος απέναντι στους μετόχους της εταιρείας, όσον αφορά το κόστος των αποφάσεων του (στην προκειμένη περίπτωση όφειλε να ζυγίσει το κόστος τυχόν σύλληψης της VW, σε σχέση με την ωφέλεια της), δεν πρόκειται να αποφύγει τελικά την τιμωρία – εκτός εάν είναι σε θέση να εκβιάσει όποιους πρέπει, κάτι που δεν μπορεί φυσικά να αποκλεισθεί.
Ολοκληρώνοντας, έχει ασφαλώς ενδιαφέρον το ότι, ο πρόεδρος της VW ανήκε στους ένθερμους υποστηρικτές της συμφωνίας ΤΤΙΡ (άρθρο) – με την έννοια πως, εάν είχε υπογραφεί πριν το σκάνδαλο της εκπομπής ρύπων, θα είχε εμποδίσει τις αγωγές εναντίον της VW, καταθέτοντας απλά μία αγωγή προστασίας της εταιρείας του από τυχόν ζημίες.
Το γεγονός αυτό θεωρείται πρόοδος, με βάση τη συμφωνία – όπου εύλογα αναρωτιέται κανείς για ποιόν. Δυστυχώς όμως, ελάχιστοι Ευρωπαίοι Πολίτες έχουν συνειδητοποιήσει τα επακόλουθα μίας τέτοιας συμφωνίας – εύλογα, αφού οι διατάξεις της κρατούνται μυστικές, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
.
ΥΓ: Επόμενη στο σκάνδαλο εκπομπής ρύπων η Audi – με 2,1 εκ. αυτοκίνητα, εκ των οποίων τα 1,42 εκ. στη δυτική Ευρώπη, τα 577.000 στη Γερμανία και τα 13.000 στις Η.Π.Α. Η VW δήλωσε επί πλέον ότι, 11 εκ. δικά της αυτοκίνητα παγκοσμίως έχουν το παραποιημένο λογισμικό – απολύοντας σήμερα τρία στελέχη από το διοικητικό της συμβούλιο.
Με στόχο τώρα να απαλύνουν τις συνέπειες της απάτης, οι αρμόδιες Αρχές της χώρας απείλησαν ότι θα θέσουν εκτός λειτουργίας όλα τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούν με το λογισμικό – το οποίο όμως έντεχνα δεν χαρακτηρίζουν ως παραποιημένο, αλλά ως απαγορευμένο. Προφανώς η υπόθεση θα έχει συνέχεια, τεκμηριώνοντας σε πόσο μεγάλο βαθμό έχει βυθιστεί στη διαφθορά η Γερμανία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου