Νέα Πολιτική
του Χρήστου Ζιώγα*
Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου υπεγράφη στο Παρίσι,
στις 27 Αυγούστου 1928,το Σύμφωνο Kellogg – Briand, από τα ονόματα του Αμερικανού
και Γάλλου υπουργών των εξωτερικών, γνωστό κι ως Αντιπολεμικό Σύμφωνο, το
οποίο καταδίκαζε τον πόλεμο ως μέσο επίλυσης των διακρατικών διαφορών και
διακήρυττε ότι οι χώρες οφείλουν πλέον να τις επιλύουν με ειρηνικά μέσα. Επίσης
τονιζόταν ότι τα συμβαλλόμενα κράτη παραιτούνται από την προσφυγή στον
πόλεμο, ως όργανο της εθνικής τους πολιτικής, καθιστώντας τον έκνομο. Φυσικά η
σαφής ιδεαλιστική συλλογιστική του σύμφωνου, απόρροια της ενσωμάτωσης των
Ηνωμένων Πολιτειών στο διεθνές σύστημα ως μεγάλης δύναμης και φιλοδοξούσας να
οικοδομήσει μια νέα διεθνή τάξη, και η αμιγώς νομική προσέγγιση του ζητήματος
δεν κατόρθωσαν να αποτρέψουν το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Τα δεινά του πολέμου κατέδειξαν μια υπαρκτή αναγκαιότητα
υπέρβασής του ως φαινόμενο και απετέλεσαν πηγή έμπνευσης, ευσεβή πόθο, και
ανεκπλήρωτη, εν τέλει, επιθυμία για πολλούς ανθρώπους στο διάβα της ιστορίας. Ο
Θουκυδίδης ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε συστηματικά με το ζήτημα του πολέμου
στον «Πελοποννησιακό Πόλεμο» κληροδοτώντας στην ανθρωπότητα ένα έργο που εν
πολλοίς συνιστά κείμενο αναφοράς του γνωστικού αντικειμένου των διεθνών
σχέσεων. Η εξέταση του πολέμου θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα του
εν λόγω επιστημονικού κλάδου και στόχευε εξ αρχής στην αναζήτηση των αιτίων του
έτσι ώστε να αναδειχθούν οι παράγοντες εκείνοι που συντελούν στην εκδήλωση
συγκρούσεων, διακρατικών ή εμφυλίων, παρέχοντας στις κοινωνίες την απαιτούμενη
γνώση. Στο σύγχρονό κόσμο ο πόλεμος συνιστά το αποδεκτό επίπεδο βίας μεταξύ
κυρίαρχων πολιτικών οντοτήτων εξ ου και η ανάπτυξη του δικαίου των ενόπλων
συγκρούσεων. Δυστυχώς ο πόλεμος είναι εγγενές φαινόμενο του διακρατικού
συστήματος και λαμβάνει χώρα όταν συντρέξουν σε κρίσιμη ένταση και βαθμό
ορισμένα από τα αίτιά του. Ως κυριότερο αίτιο, θεωρείται η άνιση ανάπτυξη
(Θουκυδίδης) σε όλες της τις μορφές οικονομική, τεχνολογική, στρατιωτική,
δημογραφική και ο βαθμός και το είδος πολιτικής συγκρότησης μεταξύ μεγάλων,
περιφερειακών αλλά και λιγότερο ισχυρών κρατών.
Το ξέσπασμα μιας διακρατικής ή εμφύλιας σύγκρουσης
προκαλεί συνήθως, εκτός από τις εκατόμβες θυμάτων μεταξύ των αντιμαχόμενων
πλευρών, στρατιωτών και αμαχών, και ένα δυσεξέλεγκτο «γιατί» στη διεθνή κοινή
γνώμη, απολύτως λογικό και ανθρώπινο αλλά συνήθως διόλου διαφωτιστικό. Ο
«εξορκισμός» του πολέμου δεν συμβάλλει στην επίλυση του προβλήματος, η προσμονή
δε πως ο κόσμος ή ακόμη χειρότερα ο άνθρωπος άλλαξε σε τέτοιο βαθμό που
αποκλείεται η προσφυγή στη συλλογική βία είναι τουλάχιστον πρόωρη ή εκτός
πραγματικότητας.
Εφ’ όσον ισχύει η θέση του Κλαούσεβιτς (Clausewitz Carl
von, On War) πως: «Ο πόλεμος είναι
μια πράξη βίας προορισμένη να εξαναγκάσει
τον αντίπαλο στην εκπλήρωση της θέλησής
μας» σημαίνει πως το
στοιχείο που προϋποθέτει την εκδήλωσή του είναι μια μορφή αντιπαλότητας –
έχθρας όποιον χαρακτήρα κι αν έχει, εθνικό, ταξικό, θρησκευτικό, οικονομικό και
πολλές φορές συνδυαστικά. Επίσης στο βαθμό που συνιστά: «(…) συνέχιση της πολιτικής με
άλλα μέσα»σημαίνει πως ως πιθανή επιλογή προσδιορίζεται κι εντάσσεται σ’
ένα συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο. Η «πολιτικοποίηση» του πολέμου δεν επιφέρει
την εξάλειψή του απλώς ορίζει το φορέα και το πεδίο πραγματοποίησής του.
Ανθρωπολογικοί, οι οποίοι δεν δύναται να αναλυθούν στο παρόν άρθρο, και
πολιτικοί λόγοι (Π. Κονδύλης, Η
Θεωρία του Πολέμου, σελ.
30-9) αποτρέπουν την απόλυτη εκδήλωσή του στο βαθμό που δεν συνιστά επωφελή
επιλογή η ολοκληρωτική καταστροφή του αντιπάλου, δηλαδή πέραν των ενόπλων
δυνάμεών του, αν και η τεχνολογία παρέχει αυτή την τρομακτική δυνατότητα στον άνθρωπό.
Επομένως ο πόλεμος καθορίζεται επί μίας ορθολογιστικής βάσης, κόστους-οφέλους
και δύναται να εκδηλωθεί στο διακρατικό επίπεδο για την επίτευξη ενός πολιτικού
σκοπού.
Η ανάγκη υπέρβασης του πολέμου εξακολουθεί να παραμένει
μια διαχρονική αλλά και γενική απαίτηση, οι επικρατούσες συνθήκες όμως
συντηρούν τον ανταγωνισμό των διακρατικών σχέσεων. Ο εμφύλιος πόλεμος, όπως και
πολλοί άλλοι, στη Συρία και η συνεπαγόμενη ανθρωπιστική τραγωδία μας
υπενθυμίζουν πως παρ’ όλη την πολύπλευρη πρόοδο της ανθρωπότητας η πιθανότητα
εκδήλωσης πολέμου παραμένει υπαρκτή. Για να δημιουργηθούν βάσιμες ελπίδες
οριστικού εκτοπισμού της προσφυγής στη βία ως επιλογής πρέπει να εκλείψουν τα
αίτια εκδήλωσής της. Το γεγονός που σταθεροποίησε το διεθνές σύστημα τα
τελευταία 70 έτη είναι κυρίως η απειλή ολοκληρωτικής καταστροφής του, λόγω της
ύπαρξης των πυρηνικών όλων, παρά γενικόλογες αναφορές για την κοινή μας
ανθρώπινη υπόσταση. Όσο ο άνθρωπος ήταν φορέας μόνο της οντότητας του ζούσε,
εκτός κοινωνικού πλαισίου, υπό συνθήκες ανεξέλεγκτης βίας προσπαθώντας να
επιβιώσει. Η σταδιακή πολιτική συγκρότηση επέλυσε το ζήτημα της βίας στο
εσωτερικό έκαστης πολιτικής οντότητας με τη μονοπώλησή της από τα αρμόδια
όργανα.
Αντίστοιχη χροιάς διευθέτηση απουσιάζει στο διεθνές
σύστημα και φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο να πραγματοποιηθεί. Υπό αυτές τις
συνθήκες σε συνδυασμό με την ατελή φύση του ανθρώπου καθιστούν τον πόλεμο ένα
υπαρκτό ενδεχόμενο.
* Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου