Του Παναγιώτη Οικονομόπουλου
Ας αναλύσουμε
με απλά λόγια τις κατηγορίες των στοιχείων της δομής του πρωτογενούς ισοζυγίου
του γενικού προϋπολογισμού της συνολικής κυβέρνησης όχι για λόγους λογιστικούς
και στατικούς αλλά για λόγους οικονομικής και δυναμικής ανάλυσης. Οι τρεις βασικές
αναλυτικές κατηγορίες είναι το 1) κυκλικό, 2) διαρθρωτικό και 3) επενδυτικό
ισοζύγιο του προϋπολογισμού που συμπεριλαμβάνει όλα τα έσοδα/έξοδα όλων των κυβερνητικών
υπηρεσιών και οργανισμών, κεντρικών, περιφερειακών, τοπικών και κοινωφελών υπηρεσιών
εξαιρούμενων μονό των τοκοχρεολυσίων του κρατικού χρέους.
Το κυκλικό
ισοζύγιο μεταβάλλεται αντίστροφα (πλεόνασμα/έλλειμμα) με την διακύμανση ανόδου/καθόδου
του ΑΕΠ καθότι περιλαμβάνει μετρά αυτόματης προσαρμογής και σταθεροποίησης της διακύμανσης
του εθνικού εισοδήματος/προϊόντος, μετρά όπως η κάλυψη επιδομάτων ανεργίας, κοινωνικής
υποστήριξης και η αυτόματη αύξηση/μείωση φορολογικών/ασφαλιστικών εσόδων με την
άνοδο/κάθοδο του εισοδήματος με σταθερούς φορολογικούς/ασφαλιστικούς συντελεστές.
Το διαρθρωτικό ισοζύγιο μεταβάλλεται αρνητικά (έλλειμμα/πλεόνασμα) με την ιδιωτική
συμπεριφορά εκμετάλλευσης των κρατικών δαπανών μέσω σπατάλης/διαφθοράς,
με την φορολογική συμπεριφορά, αντίστροφα με την υπερβολή της πολίτικης δημοσιονομικού
περιορισμού (λιτότητα) που υπερφορολόγει με υψηλούς συντελεστές εισοδήματος αλλά
και ανεξάρτητων του εισοδήματος (πχ. κατοχή ακίνητης περιουσίας, δήμευση καταθέσεων)
αλλά και περιορίζει την αναγκαία κρατική δαπάνη πέραν της σπατάλης. Επίσης επηρεάζεται
αρνητικά από την αναποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού στον έλεγχο και είσπραξη
φόρων και στην παράγωγη κοινωφελών υπηρεσιών προς την κοινότητα των πολιτών. Συμπεριλαμβάνει
και την αναδιάρθρωση των φορολογικών και ασφαλιστικών συντελεστών και τα μετρά πιστοποίησης,
δανειοδότησης, έλεγχου και εποπτείας των συναλλαγών. Τέλος το επενδυτικό ισοζύγιο
αναφέρεται στις κρατικές επενδύσεις (έσοδα, έξοδα) που εκτελούνται για την αναδιοργάνωση
των κρατικών υπηρεσιών και τις υποδομές κοινωφελών υπηρεσιών (παραγωγικές, κοινωνικές)
ώστε να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών και των δικτύων υποστήριξης
της παραγωγικής και συναλλακτικής δραστηριότητας.
Δυστυχώς
πολλοί οικονομολόγοι αδυνατούν να αντιληφτούν την δυναμική αλληλεπίδραση μεταξύ
αυτών των αναλυτικών κατηγοριών ισοζυγίου του προϋπολογισμού μέσω των επιπτώσεων
επί του εισοδήματος αλλά και επί της αποτελεσματικότητας της οικονομικής δραστηριότητας.
Ας δούμε τις παραμετρικές σχέσεις των καταστάσεων ισοζυγίου αυτών των αναλυτικών
κατηγοριών του προϋπολογισμού.
1. Κυκλικό
Ανισοζύγιο
Η μεταβολή
του κυκλικού ισοζυγίου (έλλειμμα/πλεόνασμα) επιδρά αντίθετα επί του διαρθρωτικού
και του επενδυτικού ισοζυγίου. Για παράδειγμα ένα έλλειμμα κυκλικού ισοζυγίου μειώνει
το έλλειμμα διαρθρωτικού ισοζυγίου για τους εξής λόγους. α) Η κάθοδος του εισοδήματος
που προκαλεί το κυκλικό έλλειμμα επιδρά αρνητικά στην φοροφυγική συμπεριφορά
και την διάθεση σπατάλης επειδή οι αυτόματες δαπάνες και μειώσεις φόρων περιορίζουν
τα κίνητρα αυτής της συμπεριφοράς. Το επενδυτικό ισοζύγιο είναι ελλειμματικό αν
οι επενδύσεις αυξάνουν ταχύτερα από τα έσοδα για την κάλυψη των και αυτό είναι στοιχειό
ανάπτυξης και μεγέθυνσης του εισοδήματος αλλά το κυκλικό έλλειμμα επιδρά αρνητικά
σε αυτήν την επεκτατική στάση του επενδυτικού ανισοζυγίου γιατί αυξάνει το κόστος
χρηματοδότησης (τόκος) μέσω της κεφαλαιαγοράς. Αν όμως η νομισματική πολιτική
είναι υποστηρικτική αυτών των κυκλικών και επενδυτικών ελλειμμάτων, τότε το κόστος
συγκρατείται και το επενδυτικό έλλειμμα χρηματοδοτείται και δαπανάται με θετικά
αποτελέσματα για το ΑΕΠ.
2. Διαρθρωτικό
Ανισοζύγιο
Η μεταβολή
του διαρθρωτικού ανισοζυγιου, όπως ένα πλεόνασμα έχει αρνητικά αποτελέσματα στο
κυκλικό ανισοζυγιο (έλλειμμα) και στο επενδυτικό ανισοζυγιο (πλεόνασμα). Μετρά
δημοσιονομικής προσαρμογής (λιτότητα), με την δικαιολογία του υψηλού κρατικού χρέους
και την αδυναμία χρηματοδότησης μέσω της νομισματικής πολίτικης, καταλήγουν μέσω
του υπερβολικού δημοσιονομικού περιορισμού να μειώσουν όχι μονό την σπάταλη και
να πατάξουν την φοροφυγά αλλά και την παραγωγική ικανότητα, την συνολική δαπάνη
και το αποτελεσματικό διαθέσιμο εισόδημα. Οι οικονομικές μονάδες από την απώλεια
εισοδήματος αποκτούν πρόσθετα κίνητρα εκμετάλλευσης πελατειακής διαφθοράς, καταφυγή
σε παράνομες συναλλαγές που δεν φορολογούνται αλλά και φυγή κεφαλαίου! Αυτό
βεβαία αυξάνει το κυκλικό έλλειμμα στον βαθμό που δεν έχει καταργηθεί η αυτόματη
προστασία που έχει προκαλέσει η κοινωνική αστάθεια! Η λιτότητα επίσης επιδρά αρνητικά
στην επενδυτική δαπάνη και προκαλεί πλεόνασμα του επενδυτικού ανισοζυγιου με αποτέλεσμα
την πτώση της μεγέθυνσης του εισοδήματος. Το πλεόνασμα του διαρθρωτικού
ανισοζυγιου λογά αναπροσαρμογής των φορολογικών/ασφαλιστικών συντελεστών με την
υπερφορολόγηση και την κατάργηση των μέτρων
εποπτείας και έλεγχου καταλήγουν όχι μονό να μειώσουν το διαθέσιμο εισόδημα και
να αυξήσουν το κυκλικό έλλειμμα αλλά δημιουργούν κίνητρα φοροαποφυγής και ιδιωτικής
σπατάλης που επιδρούν αρνητικά στην φορολογική απόδοση (ληξιπρόθεσμα φορολογικά
χρέη) και στην αποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού ώστε δυναμικά
το διαρθρωτικό ανισοζύγιο να στρεβλωθεί περαιτέρω και να μετατραπεί σε έλλειμμα!
Τέλος και η επενδυτική προσπάθεια περιορίζεται όταν οι λεγόμενες "μεταρρυθμίσεις"
του διαρθρωτικού πλεονάσματος καταλήγουν να περιορίσουν την κρατική επένδυση
ως δήθεν μη αναγκαία μέσω και ιδιωτικοποιήσεων, με αποτέλεσμα την αρνητική επίπτωση
επί της μεγέθυνσης του εισοδήματος.
Πρέπει,
βεβαία να τονίσουμε ότι μετρά που διορθώνουν το ελλειμματικό διαρθρωτικό ανισοζύγιο
χωρίς να προκαλούν πλεόνασμα, καταλήγουν να μειώσουν το κόστος χρέους, την στρέβλωση
των οικονομικών σχέσεων, αυξάνουν την αποτελεσματικότητα της παραγωγικής και συναλλακτικής
διαδικασίας ώστε αυξάνουν το εισόδημα της οικονομίας. Επίσης περιορίζουν την αρνητική
επίδραση του διαρθρωτικού ελλείμματος στην κυκλική διακύμανση που αυξάνεται από
την σπάταλη δαπανών και την φοροφυγά.
3. Επενδυτικό
Ανισοζύγιο
Ένα ελλειμματικό
επενδυτικό ανισοζύγιο, εφ όσον χρηματοδοτείται, που δημιουργείται από εθελοντική
επενδυτική επιλογή, οδηγεί σε αύξηση των παραγωγικών υπηρεσιών, της δαπάνης,
του εισοδήματος, της παραγωγικότητας του ιδιωτικού τομέα και αυξάνει το κεφάλαιο
της οικονομίας επί παρατεταμένης βάσης ώστε σταθεροποιεί και περιορίζει το κυκλικό
ανισοζυγιο και μειώνει το διαρθρωτικό έλλειμμα λόγω της αναδιοργάνωσης των κρατικών
υπηρεσιών και την αύξηση της παραγωγικότητας αυτών με αποτέλεσμα να είναι πιο αποτελεσματικές
στην καταπολέμηση και πάταξη της σπατάλης και της φοροφυγάς. Ένα ελλειμματικό επενδυτικό
ανισοζυγιο επειδή αυξάνει τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας και του εισοδήματος,
περιορίζει και το κόστος χρέους λογά μείωσης του πιστωτικού κίνδυνου, και
καταλήγει να περιορίζει τον λόγο χρέους προς τον ΑΕΠ και έτσι να μειώνει
τις πιθανότητες εφαρμογής της αθλίας πολίτικης δημοσιονομικής καταπίεσης που δημιουργεί
διαρθρωτικές στρεβλώσεις πέραν των καταστροφικών επιπτώσεων στο διαθέσιμο εισόδημα
της οικονομίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου