Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

Κορυφαία μεταρρύθμιση η μείωση των τιμών

ΕΛευθερη Λαικη Αντιστασιακη Συσπειρωση


του Ηλία Ιωακείμογλου
Μεγάλο ζητούμενο της τρέχουσας πολιτικής και οικονομικής συγκυρίας είναι να δρομολογηθεί μια διαδικασία ταχύρρυθμης οικονομικής μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας, η οποία υπό τις παρούσες συνθήκες θα πρόσφερε πολύτιμους βαθμούς πολιτικής ελευθερίας στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, κάθε προσπάθεια οικονομικής ανάκαμψης βασισμένη στην μεγέθυνση της εσωτερικής ζήτησης στην Ελλάδα θα προσκρούει στο εξής σε έναν εξωτερικό περιορισμό: Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών και η υποκατάσταση εισαγωγών πρέπει, στο εξής, να αντισταθμίζουν τις αυξήσεις των εισαγωγών που θα προκαλεί η μεγέθυνση της εσωτερικής ζήτησης. Κι αυτό, διότι η ελληνική οικονομία είναι υποχρεωμένη πλέον να διατηρεί ισοσκελισμένο ή ελαφρώς ελλειμματικό εξωτερικό εμπόριο, όχι μόνο στη μακροχρόνια διάρκεια, αλλά και στη μεσοπρόθεσμη. Αυτή η υποχρέωση απορρέει κυρίως από το γεγονός ότι το εξωτερικό χρέος της χώρας βρίσκεται σε δυσθεώρητα ύψη και συνοδεύεται από την διαρκή πλέον απειλή μιας δυσμενούς επανεκτίμησης κινδύνου από τις χρηματιστικές αγορές, συμπληρωματικά δε και από την ύπαρξη νέου θεσμικού πλαισίου της Ευρωζώνης, που έχει καθιερώσει την επίβλεψη, τον έλεγχο και την διόρθωση των ελλειμμάτων στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών των εθνικών οικονομιών.
Γνωρίζαμε ήδη κατά τα τελευταία έτη [1] ότι σήμερα αυτή η «οροφή ανάπτυξης» που καθορίζει το ισοζύγιο εξωτερικών ανταλλαγών είναι πολύ χαμηλή στην περίπτωση της Ελλάδας. Αυτή η εκτίμηση επιβεβαιώνεται από τα πρόσφατα τριμηνιαία στοιχεία που δείχνουν ότι η αύξηση της εσωτερικής ζήτησης κατά 2% το δεύτερο εξάμηνο του 2014 (σε ετήσια βάση) μετέτρεψε την φθίνουσα πορεία των εισαγωγών και του εξωτερικού ελλείμματος σε αύξουσα. Για πρώτη φορά μετά το 2009, η διείσδυση εισαγωγών παρουσιάζει ισχυρή αυξητική τάση. Δεν είναι δύσκολο να προβλέψει κάποιος ότι μια ενδεχόμενη εκκίνηση ταχύρρυθμης οικονομικής μεγέθυνσης (εσωτερική ζήτηση, ΑΕΠ, απασχόληση) θα οδηγήσει πολύ γρήγορα σε μεγάλη διεύρυνση του εξωτερικού ελλείμματος.

Επιβεβαιώνεται, λοιπόν, από τα πρόσφατα στοιχεία, ότι κάθε προσπάθεια επιτάχυνσης της ελληνικής οικονομίας θα προσκρούει στον εξωτερικό περιοριστικό παράγοντα, δηλαδή σε μια «οροφή» της οποίας το ύψος καθορίζεται από τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών και από την υποκατάσταση εισαγωγών. Ακόμη και εάν υπάρξει αύξηση στην αυτόνομη εισροή ιδιωτικών κεφαλαίων, η επακόλουθη αύξηση της εσωτερικής ζήτησης θα οδηγεί σε εξωτερικά ελλείμματα, τα οποία, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη μέχρι το 2008, θα απαιτηθεί από τις χρηματοπιστωτικές αγορές να διορθωθούν αμέσως (και υπό την πίεση του θεσμικού πλαισίου της ευρωζώνης) [2]. Τα ίδια θα ισχύσουν και για τους δημόσιους πόρους που ενδέχεται να διατεθούν από διεθνείς οργανισμούς για την αύξηση των επενδύσεων ή άλλων δαπανών.
Λύση ή έστω χαλάρωση αυτού του περιορισμού αποτελεί η μείωση των τιμών των εγχωρίων προϊόντων, για να μπορούν οι εξαγωγές και η υποκατάσταση εισαγωγών να αντισταθμίσουν τις εισαγωγές που θα είναι αυξημένες στο επιθυμητό υψηλότερο επίπεδο του προϊόντος. Στην δε μακροχρόνια διάρκεια, θα πρέπει να βελτιωθούν τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του εξαγωγικού τομέα – αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Προς το παρόν επείγουν οι διαρθρωτικές αλλαγές στις αγορές προϊόντων για να επιτευχθεί η μείωση των εγχωρίων τιμών.
Προς το παρόν, όμως, οι τιμές στην Ελλάδα επιδεικνύουν εκπληκτική ακαμψία και η μεγάλη μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, αντί να μετατραπεί σε μειώσεις των τιμών μετατράπηκε σε εκρηκτική αύξηση της αναλογίας κερδών / μισθών ήδη πριν από την φορολόγηση των εισοδημάτων. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα, η μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος κατά 12,1%[3] συνοδεύτηκε στη διάρκεια του προηγούμενου προγράμματος από μείωση των τιμών μόλις κατά 2,2%. Υπολείπεται, λοιπόν, μια μείωση των τιμών κατά 10%, την οποία η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να επιδιώξει σε ορίζονται τετραετίας με μια δραστική πολιτική διαρθρωτικών αλλαγών στις αγορές προϊόντων ή με διοικητικά μέσα για την αντιμετώπιση των ευρύτατα διαδεδομένων ολιγοπωλιακών καταστάσεων.
ioakeimoglouΗ μείωση των τιμών θα βελτιώσει το εξωτερικό ισοζύγιο, θα χαλαρώσει έτσι τον εξωτερικό περιορισμό της ανάπτυξης, θα αυξήσει του πραγματικούς μισθούς και θα οδηγήσει σε αντίστροφη αναδιανομή του προϊόντος, από τα κέρδη προς την εργασία. Θα συμβάλει στην αύξηση του προϊόντος, στην μείωση της ανεργίας και στην κατακόρυφη άνοδο των φορολογικών εσόδων.
Η μείωση των τιμών θα οδηγούσε σε αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ της εργασίας και μέσω αυτής σε αύξηση του ΑΕΠ, όχι δηλαδή σε μείωση, όπως διατείνεται η καθεστωτική προπαγάνδα. Οι δισταγμοί του Υπουργείου Εργασίας σε ό,τι αφορά την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ και οι δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών ότι δεν έχει υποσχεθεί ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε ένα ευρώ πάνω από τα 700, εν είδει απολογίας προς τους καθεστωτικούς οικονομολόγους, δημιουργούν την εντύπωση (ας ελπίσουμε λανθασμένη) ότι στο κυβερνητικό επιτελείο πιστεύουν ότι η αύξηση του ΑΕΠ είναι προϋπόθεση της αναδιανομής του προϊόντος υπέρ της εργασίας. Στην πραγματικότητα όμως ισχύει το αντίστροφο: χρειαζόμαστε την αναδιανομή του προϊόντος υπέρ της εργασίας για να αυξήσουμε το ΑΕΠ. Στη διάρκεια της περιόδου 2010-2014, περί τα 25 δισεκατομμύρια ευρώ μεταφέρθηκαν από τους μισθωτούς στις επιχειρήσεις ενισχύοντας έτσι τα μικτά κέρδη τους και μειώνοντας την ζήτηση. Η κατάρρευση που προκλήθηκε εξαιτίας αυτής της τερατώδους αναδιανομής δείχνει με τον πιο γλαφυρό, και δυστυχώς με τον πιο τραγικό τρόπο, ότι η αύξηση του εισοδήματος της εργασίας στην Ελλάδα έχει μεγαλύτερη σημασία ως ζήτηση παρά ως κόστος (με εξαίρεση τις περιπτώσεις υπερθέρμανσης της οικονομίας). Η μείωση των τιμών, που είναι ένας τρόπος να αυξηθεί το εισόδημα της μισθωτής εργασίας, μπορεί να έχει ισχυρότατες επιπτώσεις στην αύξηση του ΑΕΠ, της απασχόλησης και των φορολογικών εσόδων (Μπορεί βεβαίως να αντιτάξει κάποιος ότι ο αποπληθωρισμός θα είχε σειρά δυσμενών επιπτώσεων, όπως η αναβολή των καταναλωτικών δαπανών, η αύξηση της πραγματικής αξίας των δανείων και άλλα. Εάν όμως εξετάσουμε τους ισχυρισμούς αυτούς συγκεκριμένα, για την συγκυρία δηλαδή στην οποία βρίσκεται η ελληνική οικονομία, είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν είναι ορθοί. Αυτή όμως είναι μια εκτενής συζήτηση που δεν μπορεί να περιληφθεί στο άρθρο αυτό).
Οι μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων με σκοπό την μείωση των τιμών έχουν και μεγάλη πολιτική σημασία διότι εμπλέκονται στο παιχνίδι της πολιτικής ηγεμονίας: Το συμφέρον των εργαζόμενων τάξεων, που εν προκειμένω είναι η μείωση των τιμών, ταυτίζεται με το γενικό συμφέρον (που είναι η γενικότερη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης). Για τον λόγους αυτούς, τόσο τους οικονομικούς όσο και τους πολιτικούς, οι μεταρρυθμίσεις των αγορών προϊόντων και η επακόλουθη μείωση των τιμών είναι οι κορυφαίες μεταρρυθμίσεις που μπορούν να προταθούν αυτή τη στιγμή στην ηγεσία της Ευρωζώνης στα πλαίσια του πολιτικού παιχνιδιού που έχει καθορίσει η συμφωνία της 20ς Φεβρουαρίου. Πολύ περισσότερο που οι μεταρρυθμίσεις αυτές περιλαμβάνονται ως πρόσχημα σε όλα τα προγράμματα προσαρμογής (και τελικά δεν υλοποιούνται) για να αντισταθμίσουν τις αρνητικές εντυπώσεις που προκαλούν οι διαρθρωτικές αλλαγές στις αγορές εργασίας (οι οποίες υλοποιούνται).
Εν κατακλείδι, ακριβώς όπως οι κυβερνήσεις του κεφαλαίου μειώνουν την ικανότητα των μισθωτών εργαζομένων να αυξάνουν το εισοδηματικό μερίδιό τους στο ΑΕΠ επιβάλλοντας διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας, έτσι και μια κυβέρνηση της Αριστεράς, επιβάλλοντας διαρθρωτικές αλλαγές στις αγορές των προϊόντων, στους κλάδους παραγωγής, στις μορφές του ανταγωνισμού, στις μορφές ιδιοκτησίας κ.ά., μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των περαιτέρω μείωση των τιμών. Η αύξηση του εισοδηματικού μεριδίου της εργασίας που θα προκύψει θα έχει σημαντικές θετικές επιπτώσεις στο ΑΕΠ, την απασχόληση και τα φορολογικά έσοδα. Το συμφέρον των εργαζόμενων τάξεων θα μετατραπεί έτσι σε γενικό συμφέρον και θα ενισχύσει την πολιτική ηγεμονία επί των δυνάμεων του αστισμού. Εάν αντιθέτως, η κυβερνητική πολιτική καθοδηγείται από την ιδέα ότι η πρωτοκαθεδρία ανήκει στις επιχειρήσεις και ότι προϋπόθεση της αναδιανομής υπέρ της εργασίας είναι η αύξηση του ΑΕΠ (και όχι το αντίστροφο) παίζουμε πλέον στο πεδίο του αντιπάλου και είμαστε σε διαδικασία απώλειας της πολιτικής ηγεμονίας.
Σημειώσεις
1 Βλ. στις ετήσιες εκθέσεις του ΙΝΕ ΓΣΕΕ των τελευταίων ετών.
2 Το νέο θεσμικό πλαίσιο ελέγχου του εξωτερικού ισοζυγίου των χωρών της ευρωζώνης ουσιαστικά κλείνει τον δρόμο σε αυτό που συνέβη πριν το 2008, δηλαδή μια ταχεία αύξηση του ΑΕΠ βασισμένη στον τομέα των μη-εμπορεύσιμων διεθνώς προϊόντων (δηλαδή στην εσωτερική αγορά) με ταυτόχρονη μείωση του σχετικού βάρους του εξαγωγικού τομέα.
3 Σύμφωνα με τα πρόσφατα αναθεωρημένα στοιχεία των Εθνικών Λογαριασμών που εμφανίζουν πλέον μειωμένες τις απώλειες που υπέστησαν οι μισθωτοί από την μνημονιακή πολιτική.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου