Νέα Πολιτική
του Κώστα Μ. Σταματόπουλου
Προτού αναζητήσομε τον τύπο του θεραπευτή, ίσως να ήταν
λογικό να ξεκινήσομε από την διάγνωση της ασθένειας και, βλέποντας από τι
πάσχει ο ασθενής, να επιλέξομε κατόπιν το κατάλληλο τύπο ατόμου, ικανού να του
ξαναδώσει την υγεία του. Προηγουμένως όμως δεν θα ήταν άσκοπο να υποστηρίξομε
με έμφαση την αδιαμφισβήτητη σημασία και αξία της υπάρξεως για το κοινό καλό
αληθινού ηγέτη σε οποιαδήποτε περίπτωση, ακόμη και σε κοινωνίες και έθνη
εθισμένα στο να υποτάσσονται στους νόμους και να σέβονται τους θεσμούς.
Πόσο μάλλον σε λαούς που, όπως ο δικός μας, ουδέποτε
ένιωσε συμπάθεια προς τους απρόσωπους θεσμούς, θέτοντας ανέκαθεν υπεράνω του
νόμου το συμφέρον της στιγμής, συνηθέστερα υπό την πιο ωμή, προσωπική, ενίοτε
δε και κοντόφθαλμη διάστασή του. Ο ίδιος λαός, που από καταβολής του
εξανθρώπισε πλήρως το θείον, και αργότερα, στα πλαίσια της Ορθοδοξίας, έδωσε
έμφαση στα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, θέτοντας σε ήσσονα μοίρα την θεϊκή Ουσία
και που περιεβλήθη στο επίπεδο καθημερινής συναναστροφής από πλήθος αγίων, ήταν
και είναι φυσικό να προσδοκά την παρουσία ηγέτη, να προκαλεί την εμφάνισή του
και εν συνεχεία να δένεται φανατικά με αυτόν – ενίοτε δε και με τους απογόνους
του ασχέτως προσωπικής τους αξίας -, έχοντας δυστυχώς την τάση, για λόγους που
δεν είναι του παρόντος να εκθέσομε, να προτιμά τους «σωτήρες», κράμα αυταρχικού
ηγέτη και λαϊκιστή δημαγωγού. Η έννοια που ωστόσο καλείται ο αναγνώστης να
συγκρατήσει, είναι εκείνη της γενικής απαίτησης υπάρξεως με την εξουσία
διαπροσωπικής σχέσεως, έστω και αν αυτή συχνότατα πραγματώνεται υπό την φθηνή
εκδοχή της συναλλαγής και του ρουσφετιού.
Ενίοτε νιώθω τον πειρασμό να παραθέτω Χούντα και
Μεταπολίτευση ως τα δύο πρόσωπα του Ιανού. Η αποστροφή τους απέναντι στην
ιεραρχία, την αξιοκρατία, η πλήρης αποξένωση των λέξεων από το νόημα και
περιεχόμενό τους, ο κυρίαρχος ανατολικός, αντιθεσμικός και χαοτικός χαρακτήρας
αμφοτέρων, η αποσυνθετική τους πολιτεία πραγματούμενη με αντίστροφο πλην κοινά
λαϊκίστικο τρόπο, τα καθιστά παρά τις εντονώτατες διαφορές επιφανείας καθεστώτα
εξόχως συγγενή.
Η κοινή αντίθεσή τους προς την βασιλεία δεν είναι τυχαία.
Αμφότερα εγέννησαν την παρούσα πολύπλευρη κρίση, κρίση βαθιάς παρακμής, της
οποίας οι πολλοί, με παιδεία/καλλιέργεια ανύπαρκτη και αποχαυνωμένοι από την
υλική ευμάρεια και την βουλιμική κατανάλωση, δεν απέκτησαν την επίγνωση, παρά
αφ’ ότου προσέλαβε οξύτατη οικονομική διάσταση.
Τα τελευταία χρόνια, εξ αιτίας της κρίσεως, η αποσύνθεση
προχώρησε ένα ακόμη βήμα πιο βαθειά: την οργή της κοινωνίας, τα χρόνια
2010-2012, απέναντι στην εξουσία (οργή που επί τέλους αποτελεί είδος σχέσης
έστω και αρνητικής) διαδέχθηκε, δίκην τεράστιας αμπώτιδος, η πλήρης αποξένωσή
της από την πολιτική της ηγεσία, η οποία, αρνούμενη να μεταρρυθμιστεί σε βάθος
– κάτι που θα ισοδυναμούσε και με την τύποις (αυτό)κατάργησή της – επέλεξε ωμά
και άνανδρα, κι αφού επί χρόνια κατέτρεξε ανάλγητα τον ελληνικό λαό, τον φοβικά
πλήρη διαχωρισμό της από αυτόν, κατάσταση, κτυπητή εικόνα της οποίας αποτελούν
οι πρόσφατες παρελάσεις των εθνικών επετείων. Μια τέτοιας υφής και εκτάσεως
παραίτηση/ορφάνια, επί πλέον προκληθείσα από το επίσημο κράτος και εμφαντικά
δηλωθείσα σε στιγμές εθνικά εμβληματικές, μόνο πρόξενος τερατογενέσεων με
ανυπολόγιστες συνέπειες μπορεί να αποβεί, μία από τις οποίες είναι η εδραίωση
της Χρυσής Αυγής στο πολιτικό τοπίο της Ελλάδος.
Πόσο μάλλον που εξακολουθώ να πιστεύω πως ο
ελληνικός λαός είναι βαθειά μέσα του λαός Π/πίστης, σε σημείο που η απώλεια της
πίστεως αυτής να ισοδυναμεί με εξανδραποδισμό και πλήρη του εξαφάνιση. Η
Π/πίστη, εισάγοντας στην κονίστρα το μεταφυσικό και ψυχικό στοιχείο, αποβαίνει
ισχυρότατος παράγων ενότητος, συνοχής και ισχύος, όντας ταυτόχρονα, αν αφεθεί
αχαλίνωτη, πρόξενος μισαλλοδοξίας και φανατισμού. Η κατάργηση της Π/πίστεως
στους λαούς όπως ο ελληνικός, αντικαθίσταται αυτόματα όχι από την απουσία της,
αλλά από την πλήρη αντιστροφή της. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας προσπάθειας δεν
είναι ποτέ ουδέτερο σε έναν λαό Π/πίστης, που σχηματικά θα λέγαμε πως κατ’
ευθείαν περνά από τα χέρια του Θεού σ’ εκείνα του δαίμονα. Την διαδέχεται, συνεπώς,
είτε η μεταλλαγή της σε μία νέα πίστη, πίστη βίας και αίματος, με εξ ίσου
απαιτήσεις καθολικότητας (τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί η μπολσεβίκικη Ρωσσία),
είτε η καθολική αποσυνθετική σωμάτων και ψυχών εξαχρείωση, τόσο πιο βαθειά και
πιο γενικευμένη, όσο ισχυρή και κυρίαρχη υπήρξε κάποτε η Πίστη.
Ένα ακόμη στοιχείο που πρέπει να τονιστεί είναι η ύπαρξη
μιας υγιούς και σκληρά εργαζόμενης Ελλάδος, χωρίς την οποία οποιαδήποτε περί
ηγέτου συζήτηση στερείται σημασίας. Η αποχή της από την πολιτική, και η αναδίπλωσή
της στην οικογένεια, ή στην καλύτερη περίπτωση στην μικρής εμβέλειας κοινωφελή
συσσωμάτωση, δηλωτική της αποστροφής που εύλογα προκαλεί η κατάντια του
πολιτικού κόσμου σε ανθρώπους που επιζητούν αξιοκρατία, συνέπεια και
αποτελεσματικότητα, είναι μέρος της κρίσης, ενώ αντίστροφα η εμπλοκή της στα
κοινά, θα ήταν οπωσδήποτε καίριος συντελεστής ανόρθωσης. «Όταν οι αηδιασμένοι
αποχωρούν» – συνήθιζε να λέει μια ξένη φίλη μου, μακαρίτισσα πια – «παραμένουν
μόνον οι αηδιαστικοί». Κι ο φαύλος κύκλος δεν έχει τέλος έως το πλήρες
αδιέξοδο.
Επί δύο σχεδόν γενεές οι Έλληνες συστηματικά και διά του
«άνωθεν» παραδείγματος διδάχθηκαν να μην ενδιαφέρονται ούτε για την Πατρίδα
ούτε για τον διπλανό τους, παρά μόνον «για πάρτη τους», ενώ, εξ ίσου
συστηματικά, γαλουχήθηκαν με πρότυπα αρνητικά, η μίμηση των οποίων προβλήθηκε
ως η εγγύηση ατομικής επιτυχίας. Κι αυτός είναι ο λόγος που, σε αντίθεση με το
παρελθόν, ο ανέκαθεν ισχυρός ατομικισμός τους, τον οποίον όμως κάποτε άμβλυνε
με τις αρχές της η κοινή Πίστη και παρενθετικά μέσα στον χρόνο η αστική
ευπρέπεια, έλαβε την χυδαία μορφή που μας καταπνίγει σήμερα. Αποσυρθέντες από
τον δημόσιο βίο και χώρο που δεν τους αφορά, οι υγιείς Έλληνες ιδιωτεύουν, έως
την στιγμή που ο εχθρός υπό την μία ή την άλλη μορφή θα εισβάλλει στο σπίτι
τους. Ο εχθρός, όμως, έχει ήδη εισβάλλει, και η πλήρης άλωση της προσωπικής
τους εστίας, αν δεν υπάρξει από μέρους τους αντίδραση – γενναία δηλαδή απόφαση
ψυχής για προσωπική και συλλογική αντίσταση – είναι ζήτημα χρόνου.
Το πρώτο προκύπτον συμπέρασμα είναι ότι δεν αρκεί παρ’
ημίν ο εκάστοτε διαπρεπής πολιτικός άνδρας να είναι απλά καλός διαχειριστής.
Τόσο η εσωτερική κατάσταση, όπως επί τροχάδην την σκιαγραφήσαμε, όσο και η
ελληνική, πλήρης κινδύνων και απειλών γειτονία, απαιτούν ηγέτη, με την πλήρη σημασία
του όρου. Άτομο εν ολίγοις ικανό να ξανακάνει τους Έλληνες λαό στρατευμένο. Το
χαρισματικό αυτό άτομο, ακριβώς επειδή δεν μπορεί να είναι υπεράνθρωπος όσο και
για να μην στρέψει τις ικανότητές του προς ίδιον όφελος – όπως το έκαμαν τόσοι
και τόσοι μέχρι στιγμής – οφείλει να είναι άνθρωπος Πίστης. Κάτι που
συνεπάγεται την πλήρη αφιέρωση, την πλήρη προσωπική ανάλωση υπέρ του σκοπού ,
απόφαση θυσίας έως θανάτου, πλήρη ανιδιοτέλεια, απόλυτη διάθεση προσφοράς. Να
είναι Έλληνας υπό την έννοια του ενσυνείδητου, ταπεινού και εμπνευσμένου
υπηρέτη υπερ-τρισχιλιετούς πολιτισμού, όντας ταυτόχρονα – κάτι το αυτονόητο αν
αληθινά υπάρξει ελληνικός- κοσμοπολίτης, με επίγνωση ορίων, αλλά και των νέων
τακτικών και πραγματικοτήτων που επιβάλλει η παγκοσμιοποίηση στα πλαίσια
αδιάλειπτου όσο και ανηλεούς ανταγωνισμού προς επιβίωση ή διάκριση ατόμων,
ομάδων και κρατών. Να είναι βαθύτατα πατριώτης και ταυτόχρονα ανοικτός στον έξω
κόσμο, οραματιστής και συνάμα πραγματιστής, ικανός να απευθύνεται στο
συναίσθημα, αλλά και να ικανοποιεί την ψυχρή λογική.
Άνθρωπος πίστης ναι, πλην όμως όχι άνθρωπος
ολοκληρωτικός. Διότι, προκειμένου να καταφέρει ό,τι δημιούργησε να μην
εξαφανιστεί αμέσως αφ’ότου αυτός εγκαταλείψει την εξουσία, αλλά απ’εναντίας να
αποτελέσει την αφετηρία μιας μακράς ανορθωτικής περιόδου, ο ηγέτης πρέπει να
είναι ταυτόχρονα δημοκράτης, στοχεύοντας όχι απλά στην προσωπική του
επικράτηση, αλλά ιδιαιτέρως στην ποιοτική αναβάθμιση σύνολου του πολιτικού
βίου, βασικές παράμετροι της οποίας είναι αφ’ ενός ο σεβασμός της διακρίσεως
των εξουσιών και αφ’ ετέρου η αναγνώριση της χρησιμότητας για τον ίδιο υπάρξεως
μιας σωστής αντιπολιτεύσεως.
Συνακόλουθο των παραπάνω είναι η αποδοκιμασία έως
αποστροφής κάθε προσπάθειας προσωπολατρίας. Στόχος του είναι η εδραίωση και η
ενίσχυση των θεσμών και μέσω αυτών, καθώς και της επιβολής της αξιοκρατίας σε
κάθε περίπτωση, η αποκατάσταση του κύρους του κράτους και η επανασύνδεσή του με
την κοινωνία, τις προσπάθειες της οποίας αυτό ενισχύει και με την οποία στενά
συνεργάζεται. Ο ηγέτης οφείλει να αφουγκράζεται την κοινωνία με όλη την
πολυπλοκότητά της. Ο ρόλος του να είναι συνενωτικός και γεφυροποιός. Ο ηγέτης
της σήμερον οφείλει να είναι ανοικτός στην ετερότητα και να την προσλαμβάνει
θετικά ως στοιχείο εμπλουτισμού και γονιμοποίησης, χωρίς ποτέ να παραβλέψει την
ύπαρξη κρίσιμων ισορροπιών. Βασική προϋπόθεση επιτυχίας του, αλλά και κύριο
ηγετικό χαρακτηριστικό, είναι τέλος η επιλογή εκ μέρους του συνεργατών υψηλής
περιωπής και αξίας.
Η συγκέντρωση όλων αυτών των αρετών και των ικανοτήτων σε
ένα και μόνο πρόσωπο είναι βέβαια κάτι το εξαιρετικά σπάνιο, όπως σπάνιοι είναι
οι αληθινοί ηγέτες. Πλην όμως είναι κάτι το όχι παντελώς ανεύρετο, έστω και σε
βαθμό ήσσονα. Αν μας εζητείτο, ανατρέχοντας στην πολιτική μας ιστορία, να
υποδείξομε προσωπικότητες στις οποίες απαντώνται πολλά από τα χαρακτηριστικά
που θεωρούμε απαραίτητα για τον ιδανικό ηγέτη της σήμερον, θα αναφέραμε ως
εγγύτερο προς το ζητούμενο τον Ιωάννη Καποδίστρια (αφιέρωση μέχρις αυτοθυσίας,
εργατικότητα, επίγνωση του διεθνούς περιβάλλοντος), εν συνεχεία τον Ιωάννη
Μεταξά (στιβαρότητα, πολιτικότητα, φιλοπατρία ), καθώς και κάποιες διαστάσεις
της περιπτώσεως Ελευθέριος Βενιζέλος, όπως είναι η αστήρευτη ευρηματικότητα και
η ικανότητα ελιγμών. Το ιδανικώτερο για την χώρα σχήμα θα ήταν ένας τέτοιος
έκτακτος άνθρωπος να συνυπήρχε με έναν Γεώργιο Α΄, που θα ενίσχυε έτι περαιτέρω
την θεσμική σταθερότητα, καθώς και την διεθνή θέση της χώρας ή με έναν βασιλέα
Παύλο, λόγω της βαθειάς πνευματικότητας, της απλότητας όχι χωρίς μεγαλείο, και
της αμεσότητας πατρικής επαφής με τον λαό που χαρακτήριζε τον προτελευταίο
βασιλέα των Ελλήνων. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου