Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

Το δημοσιονομικό σύμφωνο


Η Συμφωνία για τη σταθερότητα, τη συνεργασία και τη διακυβέρνηση στη νομισματική ένωση, ή αλλιώς το δημοσιονομικό σύμφωνο είναι μια συνθήκη που υπογράφηκε από όλα τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκτος από την Τσεχία και το Ηνωμένο Βασίλειο, το Μάιο του 2012. Το σύμφωνο μπαίνει σε ισχύ από τις αρχές του 2013, υπό την προϋπόθεση ότι θα έχει επικυρωθεί από τα κοινοβούλια των 12 μελών της Ευρωζώνης. Το δημοσιονομικό σύμφωνο απαιτεί από τα μέλη του την επίτευξη ισοσκελισμένων ή και πλεονασματικών κρατικών προϋπολογισμών. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης το Ευρωπαϊκό δικαστήριο θα μπορεί να επιβάλλει πρόστιμο στη χώρα που δε συμμορφώνεται μέχρι και το 0,1% του ΑΕΠ της.
Ευελιξία προβλέπεται για τις χώρες, οι οποίες έχουν δημόσιο χρέος κάτω από το 60% του ΑΕΠ τους. Αυτές μπορούν να καταγράφουν ελλείμματα μέχρι και 1% του ΑΕΠ. Χώρες που παρουσιάζουν υπερβολικά ελλείμματα είναι υποχρεωμένες να τα μειώνουν με ρυθμό 5% κατ’ έτος.
Μακροπρόθεσμα η εφαρμογή του δημοσιονομικού συμφώνου θα σημάνει τη σταδιακή αποπληρωμή του δημοσίου χρέους σε ολόκληρη την ΕΕ και απόρριψη της δυνατότητας του κράτους να καταφύγει στον δανεισμό ακόμα και για τα μακροπρόθεσμα επενδυτικά έργα.

Αυτός είναι ένας στόχος τουλάχιστον παρανοϊκός. Ακόμα και αν δεχτούμε ότι ένα κράτος λειτουργεί όπως μια επιχείρηση ή ένα νοικοκυριό, που δε λειτουργεί έτσι. Ποια επιχείρηση ή νοικοκυριό απορρίπτει εκ των προτέρων τη δυνατότητα προσφυγής σε δανεισμό για να καλύψει μεγάλες επενδυτικές ανάγκες. Η σημαντική αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας από μια επιχείρηση ή η αγορά κατοικίας από ένα νοικοκυριό είναι σχεδόν αδύνατα χωρίς την προσφυγή σε δανεικά κεφάλαια, αφού όπως έχουμε εξηγήσει και παλαιότερα το χρήμα προέρχεται από το χρέος. Μπορεί σε μικροοικονομικό επίπεδο η προσφυγή σε δανεισμό για την επιχείρηση για χρήση σαν κεφάλαιο κίνησης ή για κάλυψη αναγκών μισθοδοσίας να θεωρείται σημάδι κακής διαχείρισης. Το ίδιο ισχύει αντίστοιχα με τη χρήση δανεικών κεφαλαίων από ένα νοικοκυριό για καταναλωτικές δαπάνες.
Επενδυτικές δαπάνες χωρίς προσφυγή σε δανεισμό μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο από επιχειρήσεις ή νοικοκυριά, τα οποία έχουν συσσωρεύσει τεράστια πλεονάσματα με την μορφή αποταμιεύσεων. Εθνικά κράτη όμως με συσσωρευμένα πλεονάσματα δεν υπάρχουν. Το δημοσιονομικό σύμφωνο λοιπόν αποδυναμώνει το κράτος, στερώντας του σημαντικές πήγες χρηματοδότησης. Στην ουσία λοιπόν το δημοσιονομικό σύμφωνο επικουρεί και ολοκληρώνει το έργο της συνθήκης του Μάαστριχτ. Ρίχνει το κράτος στο περιθώριο προς όφελος του ιδιωτικού τομέα.
Γιατί είναι απαραίτητο όμως το δημοσιονομικό σύμφωνο; Δεν ήταν αρκετή η εφαρμογή της συνθήκης του Μάαστριχτ; Η απάντηση είναι ότι το δημοσιονομικό σύμφωνο είναι πολύ πιο περιοριστικό. Θέτει όριο στο έλλειμμα στο 1% του ΑΕΠ αντίθετα με το 3% της συνθήκης του Μάαστριχτ, και αυτό το 1% μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Επιπρόσθετα η συνθήκη του Μάαστριχτ προέβλεπε κάποιους περιορισμούς για τα κράτη – μέλη, όχι όμως τρόπους για την εφαρμογή τους, ούτε ποινές. Το δημοσιονομικό σύμφωνο προβλέπει την κατοχύρωση των στόχων του με ανώτερη πολιτειακή υποχρέωση για κάθε κράτους – μέλος και συγκεκριμένες θεσμοθετημένες ποινές για την παραβίασή του.
Το δημοσιονομικό σύμφωνο μπορεί να είναι ουδέτερο ή ακόμα και χρήσιμο σε περιόδους ανάπτυξης, αφού δεν επιτρέπει τη δημιουργία ελλειμμάτων, μπορεί όμως να αποδειχτεί καταστροφικό σε περιόδους κρίσης. Αφαιρεί από το κράτος τη δυνατότητα να δημιουργήσει ελλείμματα σε μια προσπάθεια να αναστρέψει την υφεσιακή πορεία της οικονομίας, αυξάνοντας το διαθέσιμο χρήμα στην αγορά όταν οι υπόλοιπες οικονομικές μονάδες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά, είναι πιο επιφυλακτικές, και διστάζουν να κάνουν ανοίγματα.
Δυστυχώς όμως, μόνο το κράτος μπορεί να παίξει αυτό το ρόλο αναθερμαίνοντας την οικονομία. Το κράτος είναι ο μόνος οργανισμός του οποίου η ύπαρξη δεν απειλείται από μια χρεοκοπία σε αντίθεση με μια εταιρία για την οποία μια χρεοκοπία σημαίνει συνήθως διάλυση. Η εφαρμογή περιορισμών σαν και αυτούς που επιβάλλει το δημοσιονομικό σύμφωνο σε περιόδους ύφεσης, όχι μόνο δεν είναι η λύση, αλλά και παρατείνει την ύφεση επ’ αόριστο.

Την προηγούμενη φορά που η ανθρωπότητα γνώρισε μια παγκόσμια κρίση, χρειάστηκε ένας πόλεμος με τις αυξημένες κρατικές δαπάνες που αυτός φέρνει για να ξεπεραστεί. Αυτή τη φορά τι έχουμε να περιμένουμε;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου