Τρίτη 31 Μαρτίου 2015

Η ίδρυση της Π.Ε.Ε.Α. και η στάση στον Στρατό της Μέσης Ανατολής (Μάρτιος-Απρίλιος 1944)

Νέα Πολιτική


του Σπύρου Λυγκούρη*

Η αυγή του 1944 βρίσκει την ελληνική υπόθεση σε μια ακατάβλητη αλληλουχία γεγονότων. Μπορεί οι συγκρούσεις μεταξύ Ε.Α.Μ και Ε.Δ.Ε.Σ. του Νοεμβρίου 1943 να είχαν τερματιστεί από τις συνθήκες Πλάκας-Μυροφύλλου, αλλά αυτό δεν ήταν ικανό να δημιουργήσει βιώσιμη ειρήνη μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων. Από την άλλη, η κατοχική κυβέρνηση Ράλλη είχε κηρύξει ολομέτωπη επίθεση εναντίον των αντάρτικων δυνάμεων του Ε.Α.Μ-Ε.Λ.Α.Σ. μέσω της δημιουργίας των Ταγμάτων Ασφαλείας, η παρουσία των οποίων συνεπαγόταν έναν καθημερινό ανελέητο πόλεμο. 

Από πλευράς Ε.Α.Μ., καθοριστική κίνηση στο πλαίσιο της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων αποτέλεσε η ανακήρυξη της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (Π.Ε.Ε.Α.) ως μία μορφή διακυβέρνησης της «Ελεύθερης Ελλάδας», της επικράτειας, που βρισκόταν κάτω από την εξουσία του Ε.Α.Μ-Ε.Λ.Α.Σ., στις 10 Μαρτίου του 1944 στο χωριό Βίνιανη της Ευρυτανίας. Πρώτος πρόεδρος αναδείχτηκε ο επονομαζόμενος «κόκκινος συνταγματάρχης» Ευριπίδης Μπακιρτζής. Μερικές μέρες αργότερα στους Κορυσχάδες θα συνεδριάσει για πρώτη φορά το Εθνικό Συμβούλιο. 

Η δημιουργία της Π.Ε.Ε.Α. σήμαινε ότι πλέον υπήρχαν τρεις κυβερνήσεις, οι οποίες διεκδικούσαν την εκπροσώπηση του ελληνικού λαού: η εξόριστη κυβέρνηση του Καϊρου, η «κατοχική κυβέρνηση» των Αθηνών και αυτή της Π.Ε.Ε.Α. ή αλλιώς η «κυβέρνηση του Βουνού», η οποία φαινόταν να έχει κάποια πλεονεκτήματα καθώς απολάμβανε ευρύτερης λαϊκής νομιμοποίησης σε σχέση με αυτήν του εξόριστου πολιτικού κόσμου.

Στο άκουσμα της είδησης, ο πολιτικός κόσμος της Μέσης Ανατολής εμφανίστηκε σαστισμένος. Ο πρωθυπουργός της εξόριστης κυβέρνησης, Εμμανουήλ Τσουδερός, κάλεσε αντιπροσωπείες από όλο το φάσμα του πολιτικού κόσμου προκειμένου να επιτευχθεί ευρύτερη συνεννόηση στο πλαίσιο μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Την ίδια στιγμή, όμως, έδειχνε να αποκλείει το ενδεχόμενο αποστολής κλιμακίου της κυβέρνησης στο βουνό, ακριβώς για να μην «νομιμοποιήσει» την πρωτοβουλία αυτή του Ε.Α.Μ. και του ΚΚΕ. Για να κατευναστούν τα πνεύματα, ο πολιτικός κόσμος στην πλειοψηφία του φαινόταν να αποδέχεται την μη άμεση επιστροφή του Βασιλέως Γεωργίου Β’ στην Ελλάδα, τουλάχιστον μέχρι την πραγματοποίηση δημοψηφίσματος για το πολιτειακό.

Το τεταμένο κλίμα ανάμεσα στον κόσμο των «παλαιών κομμάτων» και τον «κόσμο του Βουνού» θα μεταφερθεί στις τάξεις του Στρατού της Μέσης Ανατολής. Εκεί θα λάβει χώρα η πρώτη σοβαρή διαμάχη για την μεταπολεμική εξουσία, γεγονός, που θα κρίνει πολλά για τις μετέπειτα εξελίξεις. Επίσης, τα γεγονότα του Απριλίου 1944 θα αποτελέσουν έναν βασικό κρίκο στις ζυμώσεις του αστικού πολιτικού κόσμου προς την «ομογενοποίηση» μπροστά στην απειλή, που εξέφραζε το Ε.Α.Μ-Ε.Λ.Α.Σ.

Στα πλαίσια του Στρατού της Μέσης Ανατολής δρούσε μια ισχυρή οργάνωση δημοκρατικών αξιωματικών, που επρόσκειντο στο ΕΑΜ. Ήταν η λεγόμενη Α.Σ.Ο. (Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση). Σύμφωνα με τον ιστορικό Σόλωνα Γρηγοριάδη, ιδρυτής της ΑΣΟ ήταν ο Γιάννης Σαλλιάς, παλαιό στέλεχος του ΚΚΕ, στις 10 του Οκτώβρη του 1941. Όπως γράφει ο Γρηγοριάδης: “Η ΑΣΟ και οι διακλαδώσεις της ΑΟΝ και ΑΟΑ κατόρθωσαν να οργανώσουν σημαντικό αριθμό των στρατιωτών, των ναυτών και των σμηνιτών, καθώς και ένα μικρό αλλά όχι ασήμαντο μέρος υπαξιωματικών και αξιωματικών. Ένα τμήμα τους σοβαρό προσχώρησε βαθμιαία απόλυτα στον κομμουνισμό, περιλαμβάνοντας και μερικούς βαθμοφόρους. Με τον μηχανισμό που συγκρότησε μπορούσε να κινητοποιεί μαζικά τους άνδρες και να εμπνέει φανατισμό και πάθος. Αρχικά απευθυνόταν στους δημοκρατικούς, αλλά ενέταξε τους οπαδούς της σε μια σαφώς αριστερή κατηγορία με την επωνυμία του «αντιφασίστα[…]. Στην τακτική και την στρατηγική της η ΑΣΟ χρησιμοποίησε επαναστατικές, λενινιστικές μεθόδους. Τα στελέχη της ζούσαν στην εποχή του 1916. Στρέφονταν απευθείας προς τα κάτω, προς τους οπλίτες. Η κινητοποίηση και η μύηση αξιωματικών αποτελούσε δευτερεύοντα σκοπό τη οργάνωσης […] Στελέχη και οπαδοί της ισχυρής οργάνωσης είχαν νοοτροπία «Ερυθροφρουρών», όπως θα λέγαμε σήμερα».

Η κρίση θα διαφανεί στα τέλη Μαρτίου του 1944. Πιο συγκεκριμένα, στις 31 Μαρτίου μία επιτροπή από αξιωματικούς και των τριών όπλων προσκείμενων στην Α.Σ.Ο. επισκέφθηκε τον πρωθυπουργό Εμμανουήλ Τσουδερό. Του παρουσιάζουν μια αίτηση υπογεγραμμένη από χιλιάδες στρατιώτες, ναύτες και αξιωματικούς, με την οποία ζητούσαν την παραίτησή του και την συγκρότηση κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, με συμμετοχή του κόσμου των αντιστασιακών οργανώσεων, δηλαδή της Π.Ε.Ε.Α.. Αντίγραφο της ίδιας αίτησης δοκιμάστηκε να αποδοθεί και στον σοβιετικό πρέσβη Νορβόποφ, προκειμένου να έχουν την υποστήριξη της σοβιετικής πλευράς. Ο πρέσβης, όμως, αρνήθηκε πεισματικά να τους δεχθεί.

Ανήμερα της πρωταπριλιάς, δυο αξιωματικοί του 2ου Συντάγματος Πεδινού Πυροβολικού, κοντά στην Ηλιούπολη του Καΐρου εμφανίστηκαν στο διοικητή τους και δήλωσαν ότι αναγνωρίζουν ως νόμιμη κυβέρνηση μόνο την ΠΕΕΑ, δηλαδή την κυβέρνηση του βουνού. Ακολούθησε συγκέντρωση του Συντάγματος, όπου δήλωσαν υποστήριξη στην ΠΕΕΑ 14 αξιωματικοί και 240 οπλίτες, σε σύνολο 700. Ο διοικητής Μανιαδάκης, προετοιμασμένος, τους συνέλαβε όλους, τους παρέδωσε στους Άγγλους και αυτοί τους έκλεισαν στο στρατόπεδο Μένα κοντά στις πυραμίδες.
Στις 2 Απριλίου ο Υπουργός Ναυτιλίας Σοφοκλής Βενιζέλος μίλησε για την ανάγκη να επιτευχθεί πολιτική κατανόηση με τους αντάρτες και με τις άλλες οργανώσεις «έστω και αν μερικά πρόσωπα θα χρειαστούν να αποσυρθούν, για να διευκολύνουν τα πράγματα». Την επόμενη ημέρα, 3 Απριλίου 1944, ο Εμμανουήλ Τσουδερός παραιτείται και συνιστά στον Βασιλιά τον Υπουργό Ναυτιλίας για διάδοχό του. Την ίδια μέρα ο απότακτος (για τις στάσεις του ’43) ταγματάρχης Κώνστας κατέλαβε το ελληνικό φρουραρχείο του Καΐρου. Επίσης, παρουσιάστηκαν στον πρωθυπουργό Τσουδερό τρεις συνταγματάρχες και του δήλωσαν ότι στον στρατό και το στόλο ασκούσαν την πραγματική διοίκηση επιτροπές στρατιωτών και ναυτών, μέλη του ΑΣΟ. Ο Βασιλιάς Γεώργιος Β΄, από το Λονδίνο, όπου βρισκόταν, αρνήθηκε να δεχτεί την παραίτηση του πρωθυπουργού και ζήτησε να παραμείνει ο Τσουδερός στο αξίωμά του μέχρι να φθάσει ο ίδιος στην Μέση Ανατολή. Η αξίωση αυτή του Βασιλιά προκάλεσε τις παραιτήσεις του Βενιζέλου και των ηγετών των πολεμικών Υπουργείων.

Η κρίση κλιμακώνεται. Στις 5 Απριλίου, η αποσπασμένη μονάδα στην ελληνική διοίκηση αφοπλίζεται. Οι «στασιαστές» στέλνονται σε απομονωμένο μέρος. Οι μεταξικοί αξιωματικοί προσπαθούν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους, αλλά η ΑΣΟ αντιδρά. Δημοκρατικοί Αξιωματικοί και στρατιώτες της 1ης Ταξιαρχίας, που σταθμεύει στην Αλεξάνδρεια συλλαμβάνουν τους αντιπάλους τους και αναλαμβάνουν την διοίκηση. Το κίνημα εξαπλώνεται και στο Ναυτικό. Οι μεταξικοί αξιωματικοί του αντιτορπιλικού «Πίνδος» είτε κλείνονται στα αμπάρια είτε ρίχνονται στην Θάλασσα. Το παλιό Θωρηκτό «Αβέρωφ» και τρία ακόμα ακολουθούν. Τα 5 πλοία εκλέγουν μια μικρή επιτροπή ναυτών και αξιωματικών που αναλαμβάνει την διοίκηση. Μερικοί αξιωματικοί, οπαδοί του κινήματος, βρίσκονταν στην ξηρά όταν άρχισε η δράση. Τη νύχτα, με βάρκες συναντάνε τις μονάδες που στασίασαν.

Την επόμενη ημέρα, αγγλική αντιπροσωπία έρχεται να συζητήσει με τους στασιαστές της 1ης Ταξιαρχίας. Οι Άγγλοι αναλαμβάνουν την υποχρέωση να στείλουν τα ελληνικά στρατεύματα στο ιταλικό μέτωπο, αν οι συλληφθέντες αξιωματικοί απελευθερωθούν. Το αίτημα των Άγγλων ικανοποιείται τάχιστα. Αλλά το Γενικό Επιτελείο δεν αρκείται σε τίποτε λιγότερο από τον αφοπλισμό της Ταξιαρχίας. Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις η Α.Σ.Ο. νιώθει ότι τα περιθώρια ελιγμών λιγοστεύουν επικίνδυνα. Οπότε η σκληρή γραμμή επικρατεί: «Αυτά τα Όπλα θα τα κρατήσουμε. Προορίζονται να σώσουν την πατρίδα. Τα δοξάσαμε στην Αλβανία, τη Μακεδονία, την Κρήτη, το Ελ Αλαμέιν, και δεν θα τα δώσουμε. Να ακυρωθεί η διαταγή και να μας στείλουν αμέσως στο Ιταλικό Μέτωπο».

Λόγω της επικινδυνότητας των εξελίξεων και λόγω της ασθένειας του Άντονυ Ήντεν, την παρακολούθηση των εξελίξεων από μεριάς των Άγγλων ανέλαβε ο ίδιος ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο οποίος ήταν εξαρχής υπέρ της τηρήσεως σκληρής στάσεως έναντι των στασιαστών. Οι 4.500 άνδρες της 1ης Ταξιαρχίας τίθενται υπό πλήρη απομόνωση. Σύμφωνα με τις διαταγές του Τσώρτσιλ στον Άγγλο στρατηγό Πέιτζετ(«Πριν καταφύγετε εις τα όπλα, θα πρέπει αναμφιβόλως να περιμένετε όπως η έλλειψη εφοδίων δημιουργήση τα αποτελέσματά της εις τον λιμένα και εις το στρατόπεδον…»), κόβεται κάθε είδους ανεφοδιασμός σε τρόφιμα και νερό.

Στο μεταξύ, στο κυβερνητικό στρατόπεδο, οι αλλαγές είναι σαρωτικές. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ φθάνει στο Κάιρο στις 10 Απριλίου και τέσσερις μέρες αργότερα διορίζει στην πρωθυπουργία τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Ορκίστηκαν μόνο δύο υπουργοί, ο Τζανακάκης και ο ναύαρχος Ιωάννης Δεμέστιχας. Κατόπιν, ο Βενιζέλος συγκάλεσε σύσκεψη των πολιτικών που βρίσκονταν στο Κάιρο και στις 21 του μηνός και διόρισε διοικητή του στόλου τον ναύαρχο Π. Βούλγαρη. Στις 23 του μηνός η κρίση κορυφώνεται, καθώς ο Τσώρτσιλ προειδοποιεί τον Βενιζέλο, ότι αν δεν καταφέρει να δαμάσει την εξέγερση, τότε οι αγγλικές δυνάμεις θα ανοίξουν πυρ. Το ίδιο βράδυ, ο ναύαρχος Βούλγαρης συγκροτεί μια ομάδα κομάντος 200 ανδρών προκειμένου να ανακαταλάβει τα πλοία, που είχαν στασιάσει. Αρχικά οι ομάδες των κομάντος καταφέρνουν να καταλάβουν δύο μικρά σκάφη, τον «Αποστόλη» και τον «Σαχτούρη». Απομένουν ο «Ήφαιστος» και το « Αβέρωφ». Μέχρι την αυγή η επιτροπή δράσης αντιλαμβάνεται το ανώφελο της συνέχισης του αγώνα. Έτσι, η επιτροπή δράσης αποφασίζει να παραδώσει την διοίκηση του στόλου στον Βούλγαρη. Όταν η 1η Ταξιαρχία μαθαίνει τα καθέκαστα στον λιμένα της Αλεξάνδρειας, αποφασίζει με την σειρά της να καταθέσει τα όπλα. Μερικές μέρες αργότερα, τα στρατεύματα οδηγούνται σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στην έρημο της Λιβύης.

Παρά την καταστολή της εξέγερσης, ο Βενιζέλος δεν παραμένει στην πρωθυπουργία. Στις 15 του Απριλίου φθάνει στο Κάιρο ο Γεώργιος Παπανδρέου. Ένθερμος υποστηρικτής της αβασίλευτης Δημοκρατίας παλαιότερα ο Παπανδρέου από το 1943 είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το ΕΑΜ αποσκοπούσε στην βίαιη κατάληψη της εξουσίας και ότι ήταν επιτακτική ανάγκη η συσπείρωση των αστικών δυνάμεων, οι οποίες με την βοήθεια των Συμμάχων θα πετύχαιναν να αποτρέψουν αυτό το ενδεχόμενο. Μετά από διαβουλεύσεις, ο Παπανδρέου ορκίστηκε πρωθυπουργός στις 26 Απριλίου. Αμέσως μετά, έδωσε στην δημοσιότητα τις προγραμματικές του δηλώσεις, οι οποίες έμελλε να ευοδωθούν στο Συνέδριο του Λιβάνου. Σε αυτές περιλαμβάνονταν ο σχηματισμός «Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος», η δίκαιη τιμωρία των προδοτών, η ευόδωση των εθνικών διεκδικήσεων, η ανασύνταξη του στρατού και η εξασφάλιση της ελευθερίας του Ελληνικού Λαού.
Άμεσο αποτέλεσμα ήταν η διάλυση των δύο Ταξιαρχιών, ο εγκλεισμός περίπου 9.000 ανδρών σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και η εκκαθάριση των ενόπλων Δυνάμεων από τα αριστερά στοιχεία. Ματαιώθηκε, επίσης, το σχέδιο για την συμβολική είσοδο της 1ης Ελληνικής Ταξιαρχίας στην Ρώμη ως επιβεβαίωσης της ελληνικής συμμετοχής στον συμμαχικό αγώνα. Επίσης, η αστική κυβέρνηση, μετά την εκκαθάριση του στρατεύματος από τα φιλοΕΑΜικά στοιχεία, θα προχωρήσει στην δημιουργία συμπαγών και προπάντων «νομιμόφρονων» στρατιωτικών δυνάμεων. Τέτοια δύναμη, αναμφίβολα, ήταν η 3η Ορεινή Ταξιαρχία υπό τον Θρασύβουλο Τσακαλώτο, η οποία λόγω της συμμετοχής της στην κατάληψη του Ρίμινι στο Ιταλικό Μέτωπο έμεινε γνωστή ως Ταξιαρχία Ρίμινι. Ακόμα, θα διατηρηθεί και ο λεγόμενος Ιερός Λόχος, ο οποίος το 1944 θα αποκτήσει δύναμη συντάγματος. Η επίλεκτη αυτή μονάδα  κατά τη διάρκεια της άνοιξης και του καλοκαιριού του 1944 εκτέλεσε επιτυχημένες καταδρομικές επιχειρήσεις σε όλο σχεδόν το Αιγαίο και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απελευθέρωση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου μέχρι και την συνθηκολόγηση της Γερμανίας.

Η στάση το Απριλίου του 1944 θα αποτελέσει τον καταλύτη στη συσπείρωση των πολιτικών δυνάμεων απέναντι στην πρόκληση του ΕΑΜ. Και στο σημείο αυτό, η παράλληλη επίθεση του ΕΛΑΣ εναντίον του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων της ΕΚΚΑ και ο θάνατος του αρχηγού της, συνταγματάρχη Ψαρρού, τον Απρίλιο, γεγονότα που θα γίνουν γνωστά στην Μέση Ανατολή με καθυστέρηση, ουσιαστικά ταυτόχρονα με την σύγκληση του Συνεδρίου του Λιβάνου, θα αποτελέσουν το τελευταίο βήμα για την συνένωση των πολιτικών δυνάμεων και την αντιπαράταξη τους στο ΕΑΜ, την στιγμή μάλιστα, που συζητιόταν ο σχηματισμός ενιαίας κυβέρνησης. Οπότε, η επικράτηση των αστικών δυνάμεων στο πλαίσιο του Στρατού Μέσης Ανατολής την έφερε σε μερική θέση ισχύος έναντι του αντιπάλου, εφόσον χωρίς αυτήν, η πολιτική επιτυχία στο Συνέδριο του Λιβάνου θα είχε καταστεί πιο δυσχερής.

*Μεταπτυχιακός φοιτητής Νεώτερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, ΕΚΠΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου