Τρίτη 25 Απριλίου 2017

Ο άνθρωπος που «κάρφωσε» την καρδιά του κτήνουSS

Το Ποντίκι


του Βενιζέλου Λεβεντογιάννη

Η ιστορία του Σοβιετικού στρατιώτη Μιχαήλ Μίνιν και της σημαίας με το σφυροδρέπανο στο Βερολίνο
9 Ιανουαρίου 2008, πόλη Πσκοφ, Βορειοδυτική Ρωσία
«Παιδιά, ήρεμα, δεν θέλω να ενοχλείτε τον παππού σας με τις φωνάρες σας. Δεν θα τρέχετε και δεν θα ουρλιάζετε. Το καταλάβατε;». Η Ελισαβέτα Μίνινβα άνοιξε την εξώπορτα της πολυκατοικίας όπου μεγάλωσε και η ίδια και άφησε τα δυο παιδιά της να περάσουν μέσα. Καθώς την έκλεινε, κοίταξε τη θέα απέναντι. Από μικρή της άρεσε να χαζεύει τα πρώτα δέντρα του δάσους που ξεκινούσαν από τις όχθες του ποταμού Βελίκαγια, που τα σκούρα μπλε νερά του κατέβαιναν νωχελικά.
 
Το ασανσέρ είχε χαλάσει και αναγκάστηκε, φορτωμένη με σακούλες ψώνια, να ανέβει μέχρι τον τρίτο όροφο από τις σκάλες. Πριν χτυπήσει το κουδούνι του διαμερίσματος έσκυψε στο ύψος των παιδιών και νουθέτησε προκαταβολικά για άλλη μια φορά τον 13χρονο Ολεξάντρ και τον 10χρονο Μιχαήλ και τους ζήτησε να καθίσουν ήσυχοι. 
 
Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά. «Ταράααμ» ακούστηκε μια φωνή και το πρόσωπο ενός ηλικιωμένου, που άστραφτε και χαμογελούσε, εμφανίσθηκε. Αν και 86 χρόνων, ο Μιχαήλ Μίνιν έσκυψε, πήρε τα εγγόνια του αγκαλιά, τα σήκωσε ψηλά και άρχισε να τα φιλάει. Ο Ολεξάντρ και ο Μιχαήλ μεμιάς ξέχασαν τις υποσχέσεις στη μαμά και άρχισαν να φιλάνε τον αγαπημένο τους παππού. Οι φωνούλες τους ακούγονταν μέχρι το ισόγειο. 
 
«Παππούλη μας, θέλουμε να μας πεις και άλλη ιστορία από τον μεγάλο πόλεμο» είπε ο μικρούλης συνονόματος του ηλικιωμένου άνδρα, μετά το φαΐ. «Ώστε θέλετε ιστορίες, εεε; Η μαμά θα ζεστάνει το σαμοβάρι να πιούμε τσάι και εμείς θα πάμε να καθίσουμε δίπλα στο τζάκι και θα σας πω τα πάντα» είπε καλοσυνάτα ο Μιχαήλ Μίνιν ο πρεσβύτερος και πήρε από το χέρι τα εγγονάκια του. Μπήκαν στο σαλόνι. Ο Μιχαήλ έριξε λίγα κούτσουρα στη θράκα και αναζωπύρωσε τη φωτιά, κοίταξε την ασπρόμαυρη φωτογραφία της κατάξανθης γυναίκας του, της Αννιέσα, που έχασε πριν από 15 χρόνια, κάθισε, πήρε τα εγγόνια του στα πόδια του και άρχισε να τους μιλάει...
 
30 Ιουνίου 1941, χωριό Βανίνο, Βορειοδυτική Ρωσία 
«Αγαπημένη μου Αννιέσα, σε λίγες ημέρες φεύγω για το μέτωπο, θα σε σκέφτομαι πάντα με αγάπη. Συγχώρεσε με που έφυγα έτσι ξαφνικά. Η πατρίδα χρειάζεται εθελοντές να πολεμήσει τους ναζήδες. Σ’ αγαπώ με όλη μου την καρδιά. Μιχαήλ». Ο 19χρονος φαντάρος Μίνιν δίπλωσε το γράμμα του, το έβαλε στον φάκελο, έγραψε τη διεύθυνση του παραλήπτη και το έδωσε στον ταχυδρομικό υπάλληλο. Φόρεσε το δίκοχό του και με τα πόδια πήγε μέχρι το στρατόπεδο. Οι Γερμανοί είχαν εισβάλει στην πατρίδα του εδώ και εφτά ημέρες και η προέλασή τους ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Τα άρματα μάχης του Γκουντέριαν μέσα σε λίγες ώρες είχαν σαρώσει αστραπιαία κάθε αντίσταση στο Μπρεστ - Λιτόφσκ και «έτρεχαν» για να καταλάβουν το Μινσκ, το Κίεβο και το Χάρκοβο. 
 
Η κατάσταση στη Σοβιετική Ένωση ήταν από χαοτική έως και αποκαρδιωτική. Η μία ήττα μετά την άλλη διαγράφονταν σε κάθε σημείο. Ο Στάλιν είχε κλειστεί στην καλοκαιρινή κατοικία του, στη λίμνη Ρίτσα της Αμπχαζίας, και δεν μιλούσε σε κανέναν. Κανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί στη γερμανική πολεμική μηχανή που χτυπούσε τη «ρωσική αρκούδα» σε τρία μέτωπα. Από Βορρά, από το Κέντρο και από τον Νότο. Ο «Πατερούλης» είχε αποψιλώσει το στράτευμα από ικανούς αξιωματικούς και πλέον οι περισσότεροι που είχαν μείνει, δεν γνώριζαν τι έπρεπε να κάνουν. 
 
Είχαν ακόμη στο μυαλό τους στατικές μεθόδους άμυνας από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τη στιγμή που οι ευέλικτοι Γερμανοί χτυπούσαν με ορμή και στη συνέχεια ισοπέδωναν τα πάντα. O πρώτος που κατάλαβε τη «λογική» των Γερμανών ήταν ο στρατάρχης Ζούκοφ, που ανέλαβε να πείσει τον Στάλιν για νέους τρόπους επιθετικής άμυνας και εξόντωσης των ναζί. 
 
Η πρώτη μετάθεση: Λένινγκραντ
«Εεεπ, στραβάδι, ήρθε η μετάθεσή σου. Λένινγκραντ. Θα καλοπεράσεις, τυχερούλη! Φεύγεις σήμερα το βράδυ». Ο υπολοχαγός έδωσε το χαρτί της μετάθεσης στον Μιχαήλ. Μαζί τού έδωσε και το κουπόνι - εισιτήριο για το τρένο. Ο Μιχαήλ Μίνιν θα πήγαινε να υπερασπιστεί την πόλη του Λένιν, που παλαιότερα λεγόταν Πέτρογκραντ.
 
Στο Λένινγκραντ, όταν έφτασε, από την πλευρά της λίμνης Λατόγκα, είχε ήδη ξεκινήσει η μεγαλύτερη πολιορκία πόλης του πολέμου. Μαζί είχε ξεκινήσει και το δριμύ ψύχος. Οι γερμανικές, οι ισπανικές και οι φινλανδικές μονάδες στρατού είχαν δημιουργήσει μια τανάλια γύρω της και τη σφυροκοπούσαν νύχτα και μέρα. 
 
Στην αρχή τον έστειλαν στο στρατόπεδο νοτιοδυτικά της πόλης, δίπλα στις αποθήκες Μπαντάγιεφ. Κάθε μέρα φύλαγε σκοπιά, έξω από τα τεράστια ξύλινα κτήρια όπου βρίσκονταν τα τρόφιμα, τα εφόδια και τα σιτηρά, προκειμένου να αντέξει η πόλη στην πολιορκία. Το μοναδικό βράδυ που πήρε άδεια και βγήκε να ξεσκάσει, ύστερα από καιρό, δυο κύματα από γερμανικά βομβαρδιστικά ισοπέδωσαν τις αποθήκες. Το Λένινγκραντ έμοιαζε πλέον καταδικασμένο. 
Σε λίγες ημέρες κατέφθασε στην πόλη ο μοναδικός άνθρωπος που θα μπορούσε να τη σώσει. Ο στρατάρχης Ζούκοφ, με εντολή του ίδιου του Στάλιν, ανέλαβε την αρχηγία από τον Κλεμέντ Βοροσίλοφ και τότε ξεκίνησε ο πραγματικός πόλεμος. Ο Μίνιν στάλθηκε στα χαρακώματα δυτικά της πόλης, εκεί όπου ο ποταμός Νέβα σχηματίζει ένα δέλτα. Στα έλη αυτά οι Γερμανοί είχαν κολλήσει και δεν μπορούσαν να προχωρήσουν. Η αντίσταση των Σοβιετικών ήταν λυσσαλέα. Κάθε μέτρο που προέλαυναν οι Γερμανοί, το πλήρωναν με αίμα. 
 
Ο Μίνιν είχε μπει μέχρι τον λαιμό μέσα στα χιόνια. Δεν φαινόταν. Δίπλα του, ανάμεσα στα δέντρα, βρίσκονταν οι τρεις καλοί του φίλοι που πλέον, μέσα στην τρέλα του πολέμου, είχαν αναπτύξει δεσμούς αδελφικούς. Ο Γκιόρκι Ζάγιτοφ, ο Αντρέι Λισιμένκο και ο Αντρέι Μπομπρόφ. Όλοι τους με το δάχτυλο στη σκανδάλη, είχαν στήσει ένα δόκανο μέσα στο δάσος, για τους δολοφόνους των «Άιζενκρούπε Α», τους ναζί με τις νεκροκεφαλές, που έσφαζαν αθώους ανθρώπους και ηδονίζονταν να δολοφονούν μικρά παιδιά. 
 
«Έρχονται. Μη ρίξετε εάν δεν σας πω» έκανε νοήματα με τα γαντοφορεμένα χέρια του ο Μίνιν. Οι Γερμανοί της επίλεκτης μονάδας της μεραρχίας Τότενκοπφ δεν κατάλαβαν τι συνέβη. Δεν πρόλαβαν καν να σηκώσουν όπλα και να πυροβολήσουν. Οι τέσσερις Σοβιετικοί άδειασαν επάνω σε 35 Γερμανούς τις δεσμίδες τους.
Ο Μίνιν δεν έβλεπε μπροστά του, όταν πήγε και αποτελείωσε με μια σφαίρα στο κεφάλι όποιον είχε επιζήσει. Το χιόνι είχε πάρει ένα σκούρο ροζ χρώμα. Στα μάτια του είχε την εικόνα που είδε το πρωί μέσα στην πόλη, δίπλα στη γέφυρα του καναλιού Φοντάνκα: Μια γυναίκα καθόταν σε ένα παγκάκι και κρατούσε στην αγκαλιά της το μωρό της. Ήταν και οι δυο τους φασκιωμένοι μέχρι τα αυτιά. 
 
Ο Μιχαήλ προσπέρασε τις δυο φιγούρες μέσα στο χιόνι. Δεν πρόλαβε να κάνει δέκα βήματα και κοντοστάθηκε. Γύρισε: «Τι διάβολο, ας της δώσω λίγο ψωμί από το δικό μου. Όλο και κάτι θα βρω να φάω» σκέφτηκε. Όταν πλησίασε και της μίλησε τρυφερά, η γυναίκα παρέμενε ακίνητη. Το μωρό δεν έκλαιγε. Ο Μιχαήλ κατάλαβε. Τη σκούντησε απαλά. Μάνα και μωρό είχαν παγώσει. Ο Μιχαήλ έκλαψε, δεν συνήθισε ποτέ τον θάνατο. Καθημερινά ζούσε με αυτόν, καθημερινά τον ένιωθε να του χαϊδεύει την πλάτη, αλλά ποτέ δεν τον συνήθισε.
 
Την επόμενη μέρα μέσα στο χαράκωμα, ο θάνατος άγγιξε περισσότερο από ποτέ τον Μιχαήλ Μίνιν. Το γερμανικό πυροβολικό άρχισε να σφυροκοπεί τις σοβιετικές θέσεις άμυνας. Μια οβίδα έσκασε δίπλα του. Το ωστικό κύμα τον τίναξε ψηλά και τον πέταξε έξω από το χαράκωμα, επάνω στο χιόνι. Τα καυτά θραύσματα τον βρήκαν στο χέρι, στον ώμο και στη λεκάνη. 
 
Όταν τον περισυνέλεξαν οι τραυματιοφορείς - νοσοκόμοι και τον μετέφεραν στο πρόχειρα στημένο χειρουργικό κρεβάτι της μονάδας του, ο γιατρός δεν του έδινε πιθανότητες και ζήτησε να του φέρουν τον επόμενο τραυματία. Είχε πολλή δουλειά. Ο χάρος φαίνεται όμως ότι το μετάνιωσε. Ο Μίνιν έζησε και μάλιστα ύστερα από λίγο άρχισε να αναρρώνει. Σε 10 μήνες ήταν έτοιμος να αναλάβει πάλι δράση. Όχι όμως ως στρατιώτης, αλλά ως λοχίας του Κόκκινου Στρατού...
 
9 Ιανουαρίου 2008
Η Ελισαβέτα είχε πλησιάσει αθόρυβα κρατώντας τον δίσκο με δυο αχνιστά φλιτζάνια τσάι και δυο ζεστές σοκολάτες για τα παιδιά. «Κι άλλη ιστορία από τον πόλεμο» σκέφτηκε και κάθισε αναπαυτικά στην άκρη μιας πολυθρόνας. Ο παππούς μιλούσε αργά, με τα μάτια καρφωμένα στις φλόγες του τζακιού. Τα εγγονάκια του κρέμονταν από τα χείλη του. Αυτά που άκουγε όμως να εξιστορεί ο πατέρας της δεν είχαν καμία σχέση με τις τόσες και τόσες ιστορίες που είχε ακούσει από εκείνον μέχρι τότε, για τον «Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο». Ήταν μια άγνωστη ιστορία...
 
Βράδυ 30ής Απριλίου 1945, Βερολίνο 
Το 1ο Μέτωπο της Λευκορωσίας, υπό τον στρατάρχη Γκεόργκι Ζούκοφ, έμοιαζε αλλά δεν ήταν εξαντλημένο. Είχε εξουδετερώσει στην κυριολεξία τη γερμανική πολεμική μηχανή στη μάχη του Κουρσκ και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα έφτασε στην πρωτεύουσα του κτήνους. Οι Γερμανοί ναζί ήταν ανήμποροι να αντισταθούν στα σοβιετικά όπλα. Η εντολή του Στάλιν ήταν μία: «Να μπούμε πρώτοι στο Βερολίνο και μέχρι τη γιορτή των εργατών όλου του κόσμου, την Πρωτομαγιά, θέλω η κόκκινη σημαία μας να κυματίζει στο Ράιχσταγκ». 
 
Ο λοχίας Μίνιν είχε επιστρέψει. Βρισκόταν στο κέντρο του Βερολίνου. Οι μάχες με τα υπολείμματα των ναζί γίνονταν σχεδόν σώμα με σώμα. Οι σκληρότεροι από όλους δεν ήταν οι Γερμανοί πλέον, αλλά οι εθελοντές ναζί, από τη Γαλλία, το Βέλγιο και τη Νορβηγία, που υπερασπίζονταν την ιδεολογία ενός παράφρονα που αιματοκύλησε τον κόσμο. 
 
Η ομάδα του λοχία Μίνιν, την οποία απάρτιζαν μεταξύ άλλων και οι τρεις φίλοι του, Γκιόρκι Ζάγιτοφ, Αντρέι Λισιμένκο και Αντρέι Μπομπρόφ, ξεχύθηκε στους δρόμους της ερειπωμένης πόλης με απερίγραπτη ταχύτητα. Κανένα όρυγμα, κανένα εμπόδιο, καμία ομάδα Γερμανών που αμύνονταν, δεν στάθηκε εμπόδιο. Οι Ρώσοι σάρωναν τομέα τον τομέα, δρόμο τον δρόμο, τη γερμανική άμυνα.
 
Μέσα στα ορύγματα οι Γερμανοί και οι αμετανόητοι σύμμαχοί τους μάχονταν λυσσασμένα. Οι περισσότεροι ήταν ηλικιωμένοι και μικρά αμούστακα παιδιά. Τα κράνη τους ήταν φαρδιά, το ίδιο και οι στολές τους. Κρατούσαν ανά δυο τα panzerfaust, προκειμένου να αναχαιτίσουν τα τεράστια σοβιετικά άρματα μάχης. Ο θόρυβος από τις εκατοντάδες ερπύστριες επάνω στους λιθόστρωτους δρόμους της πόλης πολλαπλασιαζόταν και τρυπούσε τα αυτιά.
Πίσω από τα άρματα μάχης ακολουθούσαν οι πεζικάριοι. Ό,τι δεν ισοπέδωναν τα τανκς, το ισοπέδωναν οι Σοβιετικοί φαντάροι. Το Βερολίνο έπεφτε. Ήταν μια πόλη γεμάτη ερείπια, σκόνη και βρομερή μυρωδιά.
 
Κάποια στιγμή η ομάδα του Μίνιν καθηλώθηκε λίγες εκατοντάδες μέτρα πριν από την Berlin Aleksantarplatz. «Τι γίνεται, παιδιά; Εδώ θα μείνουμε όλη τη μέρα;» φώναξε ο Μίνιν. Οι σφαίρες σφύριζαν απειλητικά. «Δεξιά μας, στα 50 μέτρα, είναι μια ομάδα Νορβηγών Ες-Ες. Πρέπει να είναι καμιά 40ριά» του απάντησε δυνατά ο Μπορμπόφ. Σχεδόν ταυτόχρονα ακούστηκαν πυροβολισμοί. Τέσσερις φαντάροι από την ομάδα του δεν πρόλαβαν να δουν το Βερολίνο να πέφτει. Οι δυο έμειναν στον τόπο. Ο τρίτος φαντάρος ούρλιαξε και έφερε τα χέρια στην ανοιγμένη κοιλιά του. Ο τέταρτος ήταν πιο τυχερός. Είχε ζήσει. Το αριστερό του χέρι όμως, από το ύψος του αγκώνα, είχε γίνει μια άμορφη μάζα κρέατος.
«Αντρέι, θέλω εσένα, τον Γκιόρκι και τον Ζάγιτοφ. Θα τους πλευροκοπήσουμε. Μας λιανίζουν. Ελέγξτε οπλισμό και ακολουθήστε με, θα τους βγούμε από πίσω δίχως να μας δουν».
 
Σαν σκιές από άλλο κόσμο, καλυμμένοι από τους καπνούς και τη σκόνη, τρέχοντας άλλοτε σκυμμένοι και άλλοτε πηδώντας χαλάσματα και τάφρους, έστριψαν αριστερά. Μπήκαν μέσα σε μια ρημαγμένη πολυκατοικία και βγήκαν από την άλλη πλευρά στο σημείο που ήθελαν. Όπλισαν και σκυφτοί σημάδεψαν από ψηλά τους Νορβηγούς Ες-Ες. Μέσα σε τρία λεπτά, το όρυγμα είχε εκκαθαριστεί. Οι Νορβηγοί δεν κατάλαβαν τι τους χτύπησε. Θερίστηκαν μέχρι ενός. Ο Μίνιν πήδηξε στο χαντάκι. Έψαχνε για επιζώντες. Εντόπισε μερικούς. Κρατούσε πάντα επάνω του μια ακονισμένη μπαγιονέτα.
 
Την ξεθήκωσε και σε όποιον Νορβηγό ζούσε ακόμη γονάτιζε και, δίχως να μιλήσει, πίεζε το φονικό εργαλείο στη βάση του λαιμού του. Οι περισσότεροι έφερναν τα χέρια τους σαν να προσπαθούσαν να κλείσουν την τρύπα από την οποία χυνόταν άφθονο το αίμα. Πέθαιναν βασανιστικά. «Κάψτε ό,τι υπάρχει μέσα» είπε ο λοχίας αγριεμένα σε έναν φλογοβολιστή. Σε λίγα δευτερόλεπτα η περιοχή μύριζε καμένο κρέας. Ένα ουρλιαχτό έκανε τον Μίνιν να μονολογήσει: «Ήμουν σίγουρος ότι κάποιον ξέχασα».
 
Ο Ζάγιτοφ τον άγγιξε στο μπράτσο. «Κοίτα. Το Ράιχσταγκ». Οι τέσσερις φίλοι δεν το σκέφτηκαν δεύτερη φορά. Σαν σκιές έφτασαν στις πύλες της Γερμανικής Βουλής, αφού διέσχισαν την Εμπερτστράσσε, και στη συνέχεια έστριψαν αριστερά στη Ντοροθέενστράσσε. Μέσα στο κτήριο υπήρχαν Γερμανοί. 
 
Οι άνδρες προσπάθησαν να ανοίξουν όποια πόρτα συναντούσαν. Ήταν όλες κλειδαμπαρωμένες. Τη λύση έδωσε ο Λισιμένκο. Τα μέλη της ομάδας πήραν ένα καδρόνι και το χρησιμοποίησαν ως έμβολο. Έσπασαν μια κλειδωμένη πόρτα με δύναμη. Μέσα συνάντησαν μικρή αντίσταση από Γερμανούς στρατιώτες που φοβισμένοι πυροβολούσαν μεμονωμένα. Λίγες ριπές ήταν αρκετές. Σαν τρελοί ανέβηκαν τα σκαλοπάτια. Βγήκαν στη στέγη. Ο Μίνιν είδε από ψηλά το Βερολίνο να φλέγεται. Πήρε βαθιά ανάσα. Ο Μπορμπόφ από το σακίδιό του έβγαλε την κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο. Θα την κρεμούσαν στο μεγάλο άγαλμα της «Γκερμάνια», πάνω από την κύρια είσοδο. Με ένα κοντάρι και μια ζώνη παντελονιού στερέωσαν την σημαία στην κορώνα που φορούσε το άγαλμα. Το Βερολίνο είχε πέσει. 
 
Τον Μάιο του 1945 ο Μίνιν έγινε «ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης» για την πράξη του αυτήν. Όμως η συγκεκριμένη φωτογραφία, που έγινε μια από τις διασημότερες του 20ού αιώνα, δεν παρουσιάζει τον Μίνιν, αφού είναι από το συνεργείο των Επικαίρων, που την επόμενη μέρα (Πρωτομαγιά του 1945) απαθανάτισε τη συμβολική στιγμή με τον φακό του Γεβγκένι Χαλντέι. Στη φωτογραφία δεν απεικονίζεται, όπως γενικώς πιστεύεται, ο Μίνιν, αλλά ο Γεωργιανός λοχίας Μελίτων Καντάρια.
 
9 Ιανουαρίου 2008
Η ησυχία μέσα στο σαλόνι του σπιτιού ήταν απόλυτη. Η Ελισαβέτα σκούπισε τα δάκρυά της. Δεν γνώριζε αυτήν την ιστορία για τον μπαμπά της. Τα εγγόνια του Μίνιν δεν μιλούσαν πλέον. Κοίταζαν τον παππού τους σαν υπεράνθρωπο. 
«Αυτάαα» είπε ο 86χρονος βουρκωμένος άνδρας και φίλησε τα δυο παιδιά με τρυφερότητα στο κεφάλι. Εκείνα απλώς χαμογελούσαν αμίλητα.
 
Η Ελισαβέτα αποχαιρέτησε τον πατέρα της. Είχε έρθει η ώρα να φύγουν. Τον έσφιξε στην αγκαλιά της δυνατότερα από κάθε άλλη φορά. Την επόμενη μέρα, ο Μιχάηλ Πέτροβιτς Μίνιν έφυγε από τη ζωή. Τον βρήκαν καθισμένο μπροστά στο τζάκι. Στο ένα του χέρι βαστούσε τη φωτογραφία της γυναίκας του και στο άλλο τη φωτογραφία του Χαλντέι. Λίγες μέρες μετά, στον τάφο του τοποθετούσαν το «αστέρι του ήρωα». 







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου