Η επιβολή εμπορικών κυρώσεων στη Γερμανία από τον Τραμπ θα δημιουργούσε μεγαλύτερες ανισορροπίες στην παγκόσμια οικονομία. Γιατί ο επόμενος Γάλλος πρόεδρος είναι o μόνος που μπορεί να πιέσει το Βερολίνο.
του Wolfgang Munchau
Τους επόμενους δύο με τρεις μήνες, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και ο νέος πρόεδρος της Γαλλίας θα έρθουν αντιμέτωποι με ένα σημαντικό ζήτημα οικονομικής διπλωματίας: τι πρέπει να γίνει με το γερμανικό πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών;
Την προηγούμενη χρονιά άγγιξε το 8,6% του ΑΕΠ, ένα ακραίο νούμερο για την τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο. Το πλεόνασμα πιθανότατα θα υποχωρήσει λίγο αυτή τη χρονιά και την επόμενη, αλλά το μέγεθος και η επιμονή του αποτελούν μια από τις μεγαλύτερες πηγές ανισορροπιών για την παγκόσμια οικονομία και την ευρωζώνη.
Αν οι υπόλοιπες χώρες αποφασίσουν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα, θα πρέπει να το κάνουν με έξυπνο τρόπο. Μέχρι τώρα, η Γερμανία έχει αγνοήσει τις επικρίσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσιάζει κάθε χρόνο εκθέσεις για τις μακροοικονομικές ανισορροπίες. Το Βερολίνο τις έχει πετάξει όλες στο καλάθι των αχρήστων.
Το πρόβλημα επέλεξαν να μη θίξουν και διαδοχικοί Γάλλοι πρόεδροι. Η προτεραιότητά τους κατά τη διάρκεια της κρίσης της ευρωζώνης ήταν να περάσουν απαρατήρητοι και να μην εμφανιστούν στα ραντάρ των επενδυτών ομολόγων. Από τη στιγμή που ήταν σε θέση να χρηματοδοτήσουν τον κρατικό δανεισμό, δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας.
Οι ανισορροπίες στην παγκόσμια οικονομία, και της Γερμανίας ειδικότερα, δεν προέρχονται από το εμπόριο. Η Γερμανία δεν επιχορηγεί τις εξαγωγές της, ούτε χειραγωγεί το νόμισμά της. Το πρόβλημα είναι το πλεόνασμα των αποταμιεύσεων σε σχέση με τις επενδύσεις. Είναι κάτι που οφείλεται σε λανθασμένες πολιτικές και στη γήρανση του πληθυσμού.
Οι εμπορικές κυρώσεις δεν μπορούν να διορθώσουν μια ανισορροπία στις αποταμιεύσεις. Η υπόθεσή μου είναι πως η Γερμανία θα απαντούσε στην επιβολή δασμών με την περαιτέρω μείωση του κόστους παραγωγής, το οποίο θα επιδείνωνε ακόμα περισσότερο το πρόβλημα.
Ο υπόλοιπος κόσμος θα έπρεπε αντίθετα να αναγκάσει τη Γερμανία να αντιμετωπίσει τα αίτια για το πλεόνασμα αποταμιεύσεων: τις υπερβολικά αυστηρές ρυθμίσεις στην αγορά υπηρεσιών, τα χαμηλά επίπεδα ανάπτυξης των επενδύσεων στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα και τα αχρείαστα δημοσιονομικά πλεονάσματα.
Ένα καλό σημείο εκκίνησης θα ήταν η εκμετάλλευση των εσωτερικών αντιφάσεων της υπεράσπισης των πλεονασμάτων από τη Γερμανία. Ενόψει της εαρινής συνόδου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας που πραγματοποιήθηκε την περασμένη εβδομάδα στην Ουάσινγκτον, η κυβέρνηση του Βερολίνου ετοίμασε μια έκθεση που ανέφερε πως οι ΗΠΑ δεν πρέπει να ανησυχούν για τις διμερείς τους σχέσεις με τη Γερμανία, αλλά με την ευρωζώνη.
Το έγγραφο υποστήριζε πως είναι λογικά αδύνατο να χειραγωγεί η Γερμανία το νόμισμά της από τη στιγμή που δεν έχει δικό της νόμισμα. Αν το ευρώ είναι υποτιμημένο, δεν είναι λάθος της Γερμανίας, αλλά μια συνέπεια των νομισματικών πολιτικών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Το μήνυμα φαίνεται να είναι: μην απευθύνεστε σε μας, απευθυνθείτε στις Βρυξέλλες ή στη Φρανκφούρτη.
Πρόκειται για μια έκτακτη γραμμή υπεράσπισης. Αν η Γερμανία κατηγορεί την ευρωζώνη, τότε οι ΗΠΑ και οι υπόλοιπες χώρες του ευρώ πρέπει να επιμείνουν ότι το μπλοκ χρειάζεται να αποκτήσει τις εξουσίες για να αντιμετωπίσει πιο αποτελεσματικά το πρόβλημα.
Την περασμένη χρονιά, η ευρωζώνη είχε πλεόνασμα 3,4% του ΑΕΠ στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, χαμηλότερο από αυτό της Γερμανίας, αλλά και πάλι αρκετά μεγάλο για τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο. Αυτό σημαίνει πως η ευρωζώνη θα πρέπει να αποκτήσει τουλάχιστον κοινές δημοσιονομικές αρμοδιότητες και το δικαίωμα να επιβάλλει στα κράτη-μέλη πολιτικές για να επιδρά στη σχέση ανάμεσα στις αποταμιεύσεις και τις επενδύσεις.
Από τη στιγμή που η γερμανική κυβέρνηση απορρίπτει τις πολιτικές αυτές, τα επιχειρήματα του Βερολίνου σχετικά με την ευρωζώνη είναι άκυρα. Τα υπόλοιπα κράτη-μέλη δεν πρέπει να επιτρέψουν στη Γερμανία να τους κουνάει το δάχτυλο επειδή έχει τεράστιες ανισορροπίες μαζί τους αλλά και με τον υπόλοιπο κόσμο.
Oπότε τι πρέπει να κάνουν; Γράφω τη στήλη αυτή πριν από την ολοκλήρωση του δεύτερου γύρου των γαλλικών προεδρικών εκλογών. Αυτό που γνωρίζω είναι πως η γαλλική πολιτική τάξη θα αποτύχει, αν δεν ασκήσει πίεση στη Γερμανία για να αντιμετωπίσει το ζήτημα. Αν η Γερμανία αποδεχθεί πολιτικές για να διορθώσει τις ανισορροπίες ή συμφωνήσει σε μεταρρυθμίσεις στη διακυβέρνηση της ευρωζώνης ή ιδανικά και στα δύο, τότε η πιο έξυπνη στρατηγική για τη Γαλλία θα είναι να επιδιώξει μια στενή συνεργασία με το Βερολίνο και να ετοιμάσει τα επόμενα στάδια της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Αυτό θα ήταν το ιδανικό σενάριο για μένα. Η επιβίωση του ευρώ καθιστά αναγκαίο ένα τέτοιο βήμα.
Αν η Γερμανία συνεχίσει να αρνείται να αντιμετωπίσει το ζήτημα, τότε ο επόμενος Γάλλος πρόεδρος θα έπρεπε να διαμηνύσει στην Άγκελα Μέρκελ ή στον διάδοχό της στη γερμανική καγκελαρία πως η ευρωζώνη δεν είναι μια βιώσιμη κατασκευή και ότι το ευρώ θα χάσει σταδιακά τη στήριξη του κόσμου, ειδικά στη Γαλλία.
Δεν υπάρχει εγγύηση ότι η Γερμανία θα εντυπωσιαστεί από μια τέτοια απειλή. Αλλά μια διάλυση της ευρωζώνης θα συνιστούσε μια τόσο μεγάλη οικονομική καταστροφή για τη Γερμανία, που θα ήταν προς το συμφέρον της χώρας να αλλάξει πολιτική, αντί να διακινδυνεύσει μια νέα κρίση με δυνητικά καταστροφικές επιπτώσεις.
Μόνο η Γαλλία είναι σε θέση να ασκήσει πίεση στο εν λόγω ζήτημα, γιατί κρατάει το κλειδί για το μέλλον του ευρώ. Οπότε η πιο έξυπνη στρατηγική από την πλευρά των ΗΠΑ θα ήταν να σχηματίσουν μια στρατηγική συμμαχία με τη Γαλλία για να αντιταχθούν στη Γερμανία, αντί να επιδιώξουν διμερείς εμπορικές κυρώσεις, που είναι στην καλύτερη περίπτωση, μια εκτροπή.
euro2day
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου