ΣΦΑΚΤΗΡΙΑ
βραχονησίδα της Μεσσηνίας στο Ν Ιόνιο πέλαγος. Κοντά στην Πύλο,
μπροστά στο φυσικό της λιμάνι, ως κυματοθραύστης. Είναι μακρόστενο νησί και
έχει έκταση 3,2 km2. Κατέχει στρατηγική θέση σ' ένα από τα
μεγαλύτερα φυσικά λιμάνια της Ελλάδας και ιδιαίτερα της Πελοποννήσου. Το γεγονός
αυτό συνετέλεσε στο να εξελιχθούν αρκετά ιστορικά γεγονότα στην περιοχή, όπως
πολεμικές συγκρούσεις κατά τα αρχαία χρόνια και κατά την περίοδο της
Τουρκοκρατίας.
1825: Ο Ιμπραήμ με 11.000 πεζούς και 800 ιππείς
κυριεύει τη Σφακτηρία, την οποία υπεράσπιζαν μόνο 1.500 Έλληνες. Πέφτουν
μαχόμενοι ο Υπουργός Στρατιωτικών Αναγνώστης Παπαγεωργίου (Αναγνωσταράς) και ο
φιλέλληνας Σανταρόζα, μαζί με άλλους 350 Έλληνες. Στη Σφακτηρία έγινε επίσης μάχη κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821
μεταξύ των Ελλήνων και των Φιλελλήνων και των Τουρκοαιγυπτίων, όταν(16/04/1825)
ο Ιμπραήμ ήρθε εναντίον του νησιού που υπερασπιζόταν ο
Μαυροκορδάτος με τους Σαχτούρη, Τσαμαδό και 1.000 άνδρες.
Η άνιση μάχη έληξε με ήττα των ελληνικών δυνάμεων. Σκοτώθηκαν ο Τσαμαδός κι
ο φιλέλληνας Ιταλός Σανταρόζα. Ο Μαυροκορδάτος κι ο Σαχτούρης κατάφεραν να
διαφύγουν με το πλοίο του Τσαμαδού, τον Άρη, ο οποίος διέσχισε τον
αιγυπτιακό στόλο και κατάφερε να διαφύγει διάτρητος από τις σφαίρες, χωρίς
κατάρτια και με λίγες απώλειες. Αργότερα στη Σφακτηρία στήθηκε αναμνηστική
πυραμίδα στη μνήμη του Σανταρόζα και των Ελλήνων ηρώων και μνημεία προς τιμή
των Άγγλων, Ρώσων και Γάλλων που έπεσαν στη ναυμαχία του Ναβαρίνου(08/10/1827).
ΙΜΠΡΑΗΜ
Ο Ιμπραήμ Πασάς γεννήθηκε στην Καβάλα, ή
στη Δράμα, όπου η οικογένεια του Μωχάμετ Άλη(Muhammad Ali) είχε βρει προσωρινό
καταφύγιο(πανώλη στην Καβάλα). Ήταν κατά πάσα πιθανότητα γιος του αλβανικής
καταγωγής βαλή και χεβίδη(αντιβασιλέα) Μωχάμετ Αλή, αν και μερικοί υποστηρίζουν
ότι ήταν θετός γιος του, και κάποιας χριστιανής, χήρας του Τουρματζή και τον υιοθέτησε.
Αυτό το ανέφερε ένας Γάλλος σύμβουλός του, που προσβλήθηκε από τον Ιμπραήμ. Έλαβε μόρφωση από Ευρωπαίους παιδαγωγούς, η οποία δεν απάλυνε τον σκληρό
χαρακτήρα του. Έτσι, ο πατέρας του αναγκάστηκε να τον εξορίσει στο εσωτερικό
της χώρας, αλλά σύντομα έδειξε τις στρατιωτικές του ικανότητες, βοηθώντας τον
να εξολοθρεύσει τους Μαμελούκους(στρατιωτικές δυνάμεις δούλων), που λυμαίνονταν το Σουλτανάτο της Αιγύπτου.
Σύμφωνα με την περιγραφή ενός Άγγλου αξιωματικού, ήταν κοντός, πολύ χοντρός
και με σημαδεμένο το πρόσωπο από την ευλογιά. Κατέλαβε(εκστρατεία στην Αραβική Χερσόνησο, 1818) την πρωτεύουσα των
Βαχαβιτών(μουσουλμανική αίρεση, της οποίας ηγείτο η οικογένεια Saud, μτγν. Ιδρυτές της Σαουδικής Αραβίας), Diriyah και αιχμαλώτισε τον
αρχηγό τους, Abdullah.
Επανέφερε στην οθωμανική επικράτεια την ιερή πόλη των μουσουλμάνων Μεδίνα. Τότε ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β’ τον ονόμασε Πασά της Μέκκας και βεζίρη με
3 Ιππουρίδες(αλογοουρές), καθιστώντας τον ισότιμο του πατέρα του. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Κάιρο, όπου ξεκίνησε την αναδιοργάνωση του
στρατού και του ναυτικού σύμφωνα με ευρωπαϊκά πρότυπα, από Γάλλους
αξιωματικούς. Η αντίδραση της ντόπιας ολιγαρχίας δεν τον
πτόησε και ο στρατός της Αιγύπτου(τέλη 1823) έφθανε τους 100.000 ετοιμοπόλεμους
άνδρες και οι φιλοδοξίες του μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Ο Σουλτάνος, σε
προφανή αδυναμία να καταστείλει την Ελληνική Επανάσταση, απευθύνθηκε(αρχές
1824) στον Μωχάμετ Άλι και του ζήτησε να τον βοηθήσει. Ως αντάλλαγμα θα λάμβανε
την Κρήτη και την Πελοπόννησο. Έλαβε μέρος στην εκστρατεία
στο Σουδάν(1821-2). Κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης(1824), στάλθηκε
από τον πατέρα του στην Πελοπόννησο για να βοηθήσει τους Οθωμανούς. Αφού
κατέλαβε την Κρήτη(Φεβρουάριος 1825), αποβιβάστηκε στον Μοριά. Η αρμάδα του Ιμπραήμ με 17.000 άνδρες απέπλευσε(04/07/1824) με προορισμό
την Κρήτη.
Το επιτελείο του αποτελείτο αποκλειστικά από γάλλους αξιωματικούς, με
επικεφαλής των συνταγματάρχη De Sève, που έλαβε τον τίτλο του Πασά με το όνομα Suleiman. Το σχέδιο του Ιμπραήμ
προέβλεπε τη συνδυασμένη επίθεση του τουρκικού και αιγυπτιακού στόλου στα
επαναστατημένα νησιά του Αιγαίου, ως απαραίτητη προϋπόθεση για απόβαση στην
Πελοπόννησο. Έτσι, ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος κατέστρεψε τα Ψαρά (20/06/1824) και προσπάθησε
ανεπιτυχώς να καταλάβει τη Σάμο, αφού συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τον
ελληνικό στόλο στη Ναυμαχία του Γέροντα(28/08/1824). Τότε, ο Ιμπραήμ αποφάσισε
να ξεχειμωνιάσει στη Σούδα και να επαναλάβει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις την
άνοιξη του 1825. Ο ελληνικός στόλος αδρανούσε, λόγω έλλειψης χρημάτων και του
Εμφυλίου. Κυρίευσε αρχικά την Τρίπολη και το
Ναβαρίνο, ωστόσο η επίθεσή του στην Αργολίδα αποκρούστηκε(Ιούνιος) από τον
Δημήτριο Υψηλάντη. Ο Ιμπραήμ επέσπευσε την απόβαση στην
Πελοπόννησο, όταν πληροφορήθηκε την εμφύλια διαμάχη.
Αποβιβάστηκε(26/02/1825) ανενόχλητος στη Μεθώνη με 4.000 πεζούς και 400
ιππείς και κατέλαβε το κάστρο της πόλης. Τις επόμενες μέρες ενισχύθηκε με νέες
δυνάμεις και ο συνολικός αριθμός του πεζικού του έφθασε τις 15.000. Μέχρι τα
τέλη Απριλίου είχε καταλάβει τα στρατηγικά κάστρα Κορώνης και Πύλου(Νεόκαστρο),
αφού προηγουμένως είχε νικήσει τους Έλληνες στα Κρεμμύδια(07/04/1825). Οι
επαναστάτες αφυπνίστηκαν, έστω και καθυστερημένα. Άφησαν κατά μέρος τις
διαφορές τους και προσπάθησαν να προβάλλουν αποτελεσματική αντίσταση με ηγέτη
τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, που εν τω μεταξύ είχε αποφυλακιστεί. Μόνο σε
κλεφτοπόλεμο μπορούσαν να ελπίζουν, αφού σε κανονική μάχη ο στρατός του Ιμπραήμ
προκαλούσε «σοκ και δέος» στους ανοργάνωτους Έλληνες.
Ο Ιμπραήμ κατατρόπωσε τον Παπαφλέσσα στο Μανιάκι(19/05/1825) και άνοιξε τον
δρόμο για την Τριπολιτσά, την οποία κατέλαβε και κατέστρεψε(11/06/1825). Βάδισε
(12/06) κατά του Άργους και του Ναυπλίου, αλλά ο Δημήτριος Υψηλάντης τον
σταμάτησε στους βάλτους των Μύλων(12/06/1825). Έκτοτε δεν επεχείρησε άλλη
εκστρατεία στην περιοχή. Άφησε(Νοέμβριος 1825) την Τρίπολη και μετέβη το
Μεσολόγγι για να βοηθήσει τον Κιουταχή που πολιορκούσε τη μαρτυρική πόλη. Μετά
τηνΈξοδο(10/04/1826) επέστρεψε δριμύτερος στην Πελοπόννησο,
αλλά βρέθηκε αντιμέτωπος με τον κλεφτοπόλεμο του Κολοκοτρώνη, που του
προκαλούσε σημαντικές φθορές. Επιχείρησε(Ιούλιος 1826) να καταλάβει τη Μάνη,
αλλά απέτυχε.
Μη μπορώντας να εδραιώσει τη θέση του στην Πελοπόννησο, άρχισε να
εφαρμόζει(καλοκαίρι 1827) την τακτική της «καμένης γης», για να κάμψει τους
επαναστάτες, ενώ προετοίμαζε απόβαση στην Ύδρα και τις Σπέτσες, που θα είχε
ολέθριες συνέπειες για την Επανάσταση, αν γινόταν πραγματικότητα. Τον πρόλαβαν,
όμως, οι ναυτικές δυνάμεις Γαλλίας, Ρωσίας και Αγγλίας, που κατέστρεψαν τον
τουρκοαιγυπτιακό στόλο στη Ναυμαχία του
Ναβαρίνου(08/10/1827).
Ο χρόνος άρχισε να μετράει πλέον αντίστροφα για τον Ιμπραήμ. Κατέλαβε το Μεσολόγγι(1826) και, αφού ο στόλος του είχε καταστραφεί στο
Ναβαρίνο, αποχώρησε(1828) από την Ελλάδα μετά την παρέμβαση των Γάλλων με την
Εκστρατεία του Μοριά. Οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν αλλάξει την
πολιτική τους και ήταν αποφασισμένες να υποστηρίξουν την ανεξαρτησία της
Ελλάδας. Με τη Συνθήκη της Αλεξάνδρειας (09/08/1828), που υπέγραψε
ο Μοχάμετ Άλι με τον Codrington(1770-1851), ο Ιμπραήμ αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την Πελοπόννησο(10/10/1828). Στράφηκε(1831) εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο Ιμπραήμ είχε μεγάλες φιλοδοξίες και η αποτυχία του
στην Πελοπόννησο τον πείσμωσε. Μετά την επιστροφή του στο Κάιρο στράφηκε μαζί
με τον πατέρα του κατά του Σουλτάνου. Γρήγορα έγιναν κύριοι της Παλαιστίνης,
της Συρίας και μέρους της Μικράς Ασίας. 2 φορές εκστράτευσε κατά της
Κωνσταντινούπολης(1833 και 1839) και τις 2 εμποδίστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις,
που δεν ήθελαν αλλαγή του status quo. Στον συμμαχικό στόλο που βομβάρδισε τη
Συρία(1839), συμμετείχαν και 2 ελληνικά πλοία.
Κατέλαβε πόλεις της Συρίας και κατατρόπωσε(1832) τον οθωμανικό στρατό στο
Ικόνιο. Ύστερα από παρέμβαση της Ρωσίας, σταμάτησε την προέλασή του στην
Κωνσταντινούπολη. Έγιναν ξανά εχθροπραξίες μεταξύ των 2 χωρών, με αποτέλεσμα
την ήττα της Τουρκίας στο Nejd(1839). Ο Ιμπραήμ έγινε για λίγους μήνες
αντιβασιλέας της Αιγύπτου(1848) στη θέση του πατέρα του, που προσβλήθηκε από
γεροντική άνοια. Η φυματίωση που τον ταλαιπωρούσε αποδείχθηκε ανίκητη και παρά
τη θεραπεία που υποβλήθηκε στην Ιταλία, πέθανε(10/11/1848) σε ηλικία 59 ετών.
Άφησε πίσω του ένα γιο, τον Ισμαήλ, ο οποίος διοίκησε αργότερα την Αίγυπτο και
την κατέστησε σχεδόν ανεξάρτητη από τον Σουλτάνο.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΡΑΣ (ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ)
Ονομαζόταν Χρήστος αλλά επειδή ήταν μεγάλου
αναστήματος και «αναγνώστης» στην εκκλησία τον ονόμαζαν Αναγνωσταρά. Ο ίδιος
υπέγραφε σαν Αναγνώστης Παπαγεωργίου. Ασχολήθηκε με το εμπόριο επειδή όμως σκότωσε σε καυγά με τον προεστό Κ.
Δικαίο έφυγε στα βουνά και έγινε κλέφτης. Υπήρξε παλαιός κλέφτης και σημαντικός
οπλαρχηγός της Επανάστασης του 1821. Συνεργάστηκε με τους Ρώσους, τους Γάλλους και τους Άγγλους και χρημάτισε ως
ταγματάρχης στα Επτάνησα. Ήταν περίφημος για τους τρόπους του και την ικανότητά
του να πείθει και να ραδιουργεί.
Πριν την Επανάσταση πήγε στην Ρωσία μετά το πνιγμό των 2 γιων του για να
ανταμώσει τους Καποδίστρια και Αλέξανδρο Υψηλάντη. Ο Καποδίστριας(1819) έκανε
κατήχηση στους καπεταναίους που υπηρετούσαν στα Ρωσικά τάγματα στην πατρίδα του
την Κέρκυρα και συνάντησε πολλούς δυσαρεστημένους, επειδή οι Ρώσοι δεν τους
πλήρωναν τους μισθούς. Οι καπεταναίοι είχαν κάνει και ένσταση στον Ρώσο
Αυτοκράτορα, αλλά οι μισθοί έμεναν απλήρωτοι. Ο Καποδίστριας τότε υποσχέθηκε να
μεσιτεύσει για να πληρωθούν οι λογαριασμοί, σαν αντάλλαγμα όμως απαίτησε την
δραστηριοποίηση των καπεταναίων προς όφελος της επανάστασης. Έτσι και έγινε.
Ο Αναγνωσταράς μυήθηκε(1817) στη Φιλική Εταιρεία. Η εκεί μετάβασή του
ωφέλησε πολύ την κατάσταση των πραγμάτων της Πελοποννήσου και την δύναμη αυτής,
διαφωτίζοντας και εμψυχώνοντας τους εκεί Έλληνες. Γύρισε στην Ελλάδα και μύησε πολλούς Έλληνες- ανάμεσά τους οι Παπαφλέσσας
και Θεόδωρος Κολοκοτρώνης-. Πήγε ακόμα και σε Ύδρα και Σπέτσες για να διαδώσει
τις ιδέες της Επανάστασης. Αργότερα έγινε αρχηγός
και συνεργάστηκε με τους Πετμεζά, Κολοκοτρώνη, Ζαχαριά, Κεφάλα, Παπατσώνη κ.ά..
Τους συγκέντρωσε όλους και πολιόρκησαν από κοινού με 2500 στρατιώτες την
Καρύταινα. Η πολιορκία αυτή διαλύθηκε όταν οι Τούρκοι έλαβαν ενίσχυση από την
Τριπολιτσά. Από εκεί ο Αναγνωσταράς πήγε στην Στεμνίτσα μαζί με άλλους καπεταναίους
και από εκεί τράβηξε για το Λεοντάρι. Συναντήθηκε μαζί με πολλούς άλλους στο
Βαλτέτσι, όπου οι Έλληνες βρήκαν αντίσταση των Τούρκων και σκορπίστηκαν πάλι. Ο
Αναγνωσταράς από εκεί αναχώρησε για τα μεσσηνιακά Φρούρια και προετοίμασε την
πολιορκία. Ο εκεί ευρισκόμενος Δημήτριος Υψηλάντης όταν το έμαθε πήγε στο Άργος
για να τον υποδεχτεί και να τον πάρει μαζί του όπως και έγινε για την πολιορκία
της Τριπολιτσάς.
Η απελευθέρωση της Καλαμάτας οφείλεται σε μεγάλο ποσοστό σ’ αυτόν. Έλαβε
μέρος σε πολλές μάχες και παρακίνησε τους κατοίκους γενικεύοντας την επανάσταση
στις επαρχίες Τρυφυλλίας και Ολυμπίας. Αργότερα αναμείχτηκε στα πολιτικά πράγματα. Επί κυβερνήσεως Θ. Κουντουριώτη
έγινε Υπουργός Πολέμου και με αυτό το αξίωμα εκστράτευσε εναντίον Ιμπραήμ Πασά. Εναντιώθηκε στον Κολοκοτρώνη και γι’ αυτό όταν οι
κοτζαμπάσηδες τον διόρισαν υπουργό πολέμου αρνήθηκε να τον αποφυλακίσει. Σκοτώθηκε όταν υπεράσπιζε την Σφακτηρία στο Ναβαρίνο
όταν οι Άραβες έκαναν εισβολή από ξηρά και θάλασσα για την πολιορκία του Νεοκάστρου.
SANTORE SANTAROZA (ΣΑΝΤΑΡΟΖΑ)
Ο Κόμης Santore Santaroza(1783-1825), ήταν Ιταλός στρατιωτικός, επαναστάτης, τιτλούχος και σπουδαίος
φιλέλληνας, που σκοτώθηκε στην Ελληνική Επανάσταση. Γεννήθηκε(1783) στο Savigliano στο Πεδεμόντιο(Piedmont, Β. Ιταλία).
Ολοκληρώνοντας τις εγκύκλιες σπουδές του ακολούθησε το στρατιωτικό επάγγελμα
όπου και έλαβε μέρος σχεδόν σε όλες τις κατά του Ναπολέοντα μάχες στην Ιταλία.
Τελικά μετά την κατάληψη του Πεδεμοντίου παραιτήθηκε από τις τάξεις του
στρατού. Μετά όμως την πτώση του Ναπολέοντα ο Santaroza επανήλθε στο στρατό και έλαβε μέρος στην
εκστρατεία της Γκρενόμπλ όπου διαπνεόμενος με πατριωτικά και φιλελεύθερα
αισθήματα υποκίνησε σε επανάσταση το Πεδεμόντιο κατά της αυστριακής κατοχής
αναλαμβάνοντας Υπουργός των Στρατιωτικών της επαναστατικής κυβέρνησης.
Αποτυγχάνοντας όμως της γενικής επανάστασης κατέφυγε στη Γαλλία και από εκεί
στην Ελβετία απ’ όπου κατέληξε στο Λονδίνο.
Τότε Έλληνες απεσταλμένοι του εκεί συγκροτημένου φιλελληνικού κομιτάτου τον
κάλεσαν αν ήθελε να συμμετάσχει στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Εκείνος
με ενθουσιασμό αποδέχθηκε την πρόσκληση και έφθασε(Δεκέμβριος 1824) στο
Ναύπλιο. Από εκεί αρχικά μετέβη σε Επίδαυρο, Αίγινα και Αθήνα προς επίσκεψη των
αρχαιοτήτων που είχε μέχρι τότε ακουστά και θαύμαζε. Κατά τις επισκέψεις του
όμως αυτές δεν έπαυε να βγάζει φλογερούς πατριωτικούς λόγους ξεσηκώνοντας τους
κατοίκους των περιοχών αυτών. Ως απλός αγωνιστής με
το όνομα De' Rossi ακολούθησε τον Γ. Κουντουριώτη και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο στην
προς Πυλία εκστρατεία τους και κατάφερε και εισήλθε(20/04/1825) στο φρούριο
Νεόκαστρο της Πύλου. Ως παλαίμαχος στρατιωτικός έδωσε εντολή για άμεση επισκευή
διαφόρων τμημάτων του, όμως δεν εισακούσθηκε.
Όταν πριν λίγες ημέρες ο
αγωνιζόμενος από τη νήσο Σφακτηρία Αναγνωσταράς ζήτησε βοήθεια-ενισχύσεις από
το έναντι αυτής Νεόκαστρο, μεταξύ των 100 περίπου αγωνιστών που εστάλησαν ήταν
και ο De' Rossi(07/03). Όταν ξεκίνησε(08/05) την επίθεση κατά της Σφακτηρίας ο Αιγύπτιος
στρατηγός Ιμπραήμ Πασάς, ο De'
Rossi τραυματίσθηκε βαριά, αρνούμενος όμως να παραδοθεί ένας Αιγύπτιος
στρατιώτης τον φόνευσε και στη συνέχεια του αφαίρεσε από τα ρούχα του κάποια
χρήματα και μία σφραγίδα από την οποία και πληροφορήθηκε περί της τύχης του
ένας φίλος του Santaroza που υπηρετούσε
στον αιγυπτιακό στόλο όπως έγραψε αργότερα στο ημερολόγιό του. Προς τιμή του ηρωικά μαχόμενου και πεσόντα φιλέλληνα Santaroza, με τη συμπλήρωση των 100 ετών από το θάνατό
του(Απρίλιος 1925), τελέστηκε επίσημο μνημόσυνο επί της Σφακτηρίας όπου και
ανεγέρθη μνημείο του. Ο Δήμος Αθηναίων έδωσε το όνομά του σε μία από τις οδούς
της πόλης. Και στη γενέτειρά του υψώθηκε μαρμάρινος ανδριάντας του όπου και
τιμάται ως εθνικός ήρωας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου