analyst
Η Κίνα, μέσα σε ένα χρονικό διάστημα 20 περίπου ετών (μετά το 1995), έχει εξελιχθεί στη μεγαλύτερη εξαγωγική χώρα του πλανήτη – ενώ, παρά το ότι οι εξαγωγές της μειώνονται τα τελευταία χρόνια (άρθρο), το μερίδιο της στην παγκόσμια αγορά συνεχίζει να αυξάνεται.
Η άνοδος της Κίνας στην κορυφή των εξαγωγικών κρατών, συνέβη εις βάρος της βιομηχανίας της Ευρώπης, των Η.Π.Α. και της Ιαπωνίας – προκαλώντας σε κάποιο βαθμό την αποβιομηχανοποίηση τους. Όπως φαίνεται δε από το γράφημα που ακολουθεί, ο μεγαλύτερος χαμένος στη μάχη των μεριδίων αγοράς ήταν η Ιαπωνία (κίτρινη καμπύλη) – ακολουθούμενη από τις Η.Π.Α. (πράσινη) και την Ευρωζώνη (κόκκινη).
.
.
Συνεχίζοντας, το μερίδιο αγοράς της κάποτε ισχυρότατης εξαγωγικά Ιαπωνίας ευρίσκεται σε ελεύθερη πτώση μετά τη δεκαετία του 1990, όπου η χώρα βυθίστηκε στην ύφεση, μετά το σπάσιμο της φούσκας του χρηματιστηρίου της – ενώ θα συνεχίσει να μειώνεται τα επόμενα έτη, αν μη τι άλλο για νομισματικούς λόγους.
Σε καλύτερη θέση από την Κίνα είναι οι Η.Π.Α., οι οποίες ναι μεν έχασαν το ένα τρίτο των εξαγωγών τους μετά την είσοδο της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001, αλλά σταθεροποιήθηκαν την τελευταία δεκαετία – κυρίως επειδή πίεσαν την Κίνα να ανατιμήσει το νόμισμα της απέναντι στο δολάριο, την τριετία 2005-2008 (όπως ακριβώς την Ιαπωνία τη δεκαετία του 1980).
Η Ευρώπη, η Ευρωζώνη εν προκειμένω, έχασε επίσης ένα σημαντικό μερίδιο αγοράς – από το 35% περίπου, συμπεριλαμβανομένης όμως της εσωτερικής της αγοράς, στο 24%. Οι απώλειες αυτές δεν μοιράζονται εξ ίσου μεταξύ των χωρών της νομισματικής ένωσης – όπου οι μεγάλοι χαμένοι ήταν η Γαλλία και η Ιταλία, ενώ η Ισπανία, ακόμη περισσότερο η Γερμανία, είχαν τις μικρότερες μειώσεις.
Περαιτέρω, φαίνεται πως η τάση θα συνεχιστεί και το 2015 – όπου, από νομισματικής πλευράς, θα υποστούν απώλειες τόσο η Ιαπωνία, όσο και η Ευρωζώνη, με τις Η.Π.Α. και την Κίνα να αποκομίζουν περισσότερα κέρδη. Ερευνώντας τώρα κανείς τα αίτια της συγκεκριμένης εξέλιξης, θα πρέπει να τα διαχωρίσει σε δυο φάσεις:
(α) 1980-2000: Μετά την είσοδο της Κίνας στον καπιταλισμό και το ξεκίνημα της εξαγωγικής ανόδου της, οι πραγματικοί μισθοί των εργαζομένων της παρέμειναν σταθεροί, παρά την οικονομική της ανάπτυξη. Το γεγονός αυτό επιτεύχθηκε μέσω της ρύθμισης της αγοράς εργασίας – η οποία έμοιαζε με τη χειρότερη εποχή της αρχικής βιομηχανοποίησης της Δύσης.
Ειδικότερα, εκατομμύρια εσωτερικοί μετανάστες-εργαζόμενοι δεν είχαν κανένα δικαίωμα διαμονής στις μεγάλες πόλεις, ενώ μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να απολυθούν – παράλληλα, η αγορά εργασίας ήταν ελεγχόμενη και οι μισθοί διατηρούταν εξαιρετικά χαμηλοί.
Την ίδια εποχή, ειδικά τη χρονική περίοδο 1980-1994, η Κίνα υποτιμούσε δραστικά το νόμισμα της – συνολικά περισσότερο από 50%. Ο συνδυασμός λοιπόν των δύο αυτών παραγόντων (φθηνό εργατικό δυναμικό, υποτιμημένο νόμισμα), απογείωσε τις εξαγωγές της χώρας – την οποία δεν μπορούσε να ανταγωνισθεί καμία άλλη.
(β) 2000 – 2014: Η αγορά εργασίας απελευθερώθηκε εν μέρει, ενώ επιτράπηκε στις επιχειρήσεις να συνδέουν τους μισθούς των εργαζομένων τους με την παραγωγικότητα τους. Το δικαίωμα διαμονής στις μεγάλες πόλεις «χαλάρωσε» και η Κίνα εισήλθε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, αποδεχόμενη τους κανόνες του – έτσι ώστε να έχει ευκολότερη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές.
Περαιτέρω, επειδή οι μισθοί στην αρχή της δεκαετίας του 2000 ήταν πολύ χαμηλοί, ενώ το κινεζικό νόμισμα εξαιρετικά υποτιμημένο, η χώρα μπόρεσε να κερδίσει μεγάλα μερίδια σε όλες τις εξαγωγικές αγορές του πλανήτη. Παρά το ότι δε οι μισθοί άρχισαν να αυξάνονται με ισχυρούς ρυθμούς, συνδεόμενοι με την παραγωγικότητα των εργαζομένων, αφενός μεν είχαν μία πολύ χαμηλή αφετηρία, αφετέρου το νόμισμα παρέμενε υποτιμημένο – οπότε δεν εμποδίστηκε η εξαγωγική άνοδος της Κίνας.
Παράλληλα, η χώρα επικεντρώθηκε στην παραγωγή εκείνων των προϊόντων, τα οποία είχαν μεγάλη ζήτηση σε όλες τις εξαγωγικές αγορές – όπου μόλις τέσσερα από αυτά (κινητά τηλέφωνα, φορητοί υπολογιστές, οθόνες LCD και ολοκληρωμένα κυκλώματα), συγκέντρωναν πάνω από το ένα τρίτο των συνολικών εξαγωγών της.
.
Το παραγωγικό μοντέλο
Η παραπάνω εξέλιξη της Κίνας δεν οφειλόταν στο συνειδητό σχεδιασμό των δημοσίων υπηρεσιών της – αντίθετα, ήταν το έργο των ξένων πολυεθνικών, οι οποίες είχαν επιλέξει τη χώρα ως την παραγωγική πλατφόρμα τους. Η κυριαρχία των ξένων αυτών ομίλων είναι τυπική για τη μεταποιητική βιομηχανία της Κίνας – όπως επίσης οι εισαγωγές πολλών σημαντικών εξαρτημάτων, τα οποία απλά συναρμολογούνταν στη χώρα.
Με άλλα λόγια, η Κίνα έχει μία «δυαδική» εξαγωγική κουλτούρα – ο ένας πυλώνας της οποίας χαρακτηρίζεται από την παραγωγή προϊόντων με υψηλό μερίδιο ξένων πρώτων υλών (εξαρτήματα κλπ.), ενώ ο άλλος συμπεριλαμβάνει σημαντικό μερίδιο κινεζικών πόρων.
Την ίδια στιγμή, η Κίνα ακολούθησε μία πραγματιστική πολιτική, με στόχο εκείνες τις χώρες, στις οποίες είχαν αποτύχει τόσο οι Η.Π.Α., όσο και η Ευρώπη – όπως, για παράδειγμα, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική.
Ο απώτερος στόχος της ήταν φυσικά ο υπόγειος πλούτος αυτών των ηπείρων, όπου όμως η Κίνα προσέφερε πολύ περισσότερα στην ανάπτυξη τους, συγκριτικά με τις πρώην ευρωπαϊκές και αμερικανικές αποικιοκρατικές δυνάμεις – ενώ τις χρησιμοποίησε επίσης για την πώληση των προϊόντων της.
Συνεχίζοντας, οι εξαιρετικές εξαγωγικές επιδόσεις της Κίνας δεν οφειλόταν μόνο σε όλα τα παραπάνω – αφού,ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες της επιτυχίας της, ήταν η αφελής εμπορική και νομισματική πολιτική ολόκληρης της δυτικής τριάδας (Η.Π.Α., ΕΕ και Ιαπωνία).
Ειδικότερα, οι Η.Π.Α. αποδέχθηκαν έως και το 2005 τη σύνδεση του κινεζικού νομίσματος με το δολάριο, παράλληλα με την τεχνητή διατήρηση της ισοτιμίας του πολύ χαμηλά – συνειδητοποιώντας πολύ αργότερα την καταστροφή που, λόγω αυτού, υπέστη η αμερικανική βιομηχανία. Όσο για την Ιαπωνία και την Ευρώπη, η αιτία ήταν ένας εξαιρετικά λανθασμένος νομισματικός σχεδιασμός – όπου η ΕΚΤ επικεντρώθηκε στη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, αφήνοντας την εξέλιξη της ισοτιμίας του ευρώ στις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς.
Στη συνέχεια, η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας «αποχαιρέτησε» πολύ απρόθυμα την αρχική της νομισματική πολιτική, ενώ η ΕΚΤ δεν το έχει κάνει ακόμη τόσο, όσο θα έπρεπε – ειδικά όταν είναι αντιμέτωπη με μία εξαγωγική χώρα, όπως η Κίνα, η οποία χειραγωγεί μαζικά τόσο το νόμισμα, όσο και την αγορά εργασίας της, με αποτέλεσμα να μην μπορούν καθόλου να αμυνθούν, να είναι απροστάτευτες καλύτερα οι βιομηχανίες σε άλλες νομισματικές ζώνες.
Πολύ περισσότερο, όταν οι σημαντικότεροι εξαγωγικοί βιομηχανικοί κλάδοι της Κίνας επιδοτούνται από το κράτος με πολύ χαμηλό κόστος κεφαλαίου, ενώ ενισχύονται με μία πλημύρα πιστώσεων και (επισφαλών) δανείων – επίσης, όταν η Κίνα προστατεύει τη βασική εγχώρια βιομηχανία της, όπως αυτή των αυτοκινήτων, με υψηλούς, σχεδόν απαγορευτικούς δασμούς, έτσι ώστε να είναι ασύμφορες οι εισαγωγές από τη Δύση.
Συνοψίζοντας, η αφελής εμπορική πολιτική της Δύσης άνοιξε όλες τις αγορές στην Κίνα, χωρίς καμία ανταπόδοση ή αμοιβαιότητα – ενώ τόσο το ευρώ, όσο και το γεν ανατιμούταν για πάρα πολλά χρόνια, χωρίς να συνειδητοποιηθεί το πρόβλημα από τις νομισματικές αρχές των δύο αυτών περιοχών του πλανήτη.
Ως εκ τούτου, σημαντικά μερίδια της μεταποιητικής βιομηχανίας της Ιαπωνίας, λιγότερο της Ευρώπης, καταστράφηκαν χωρίς καμία δυνατότητα αναβίωσης τους – αμετάκλητα. Έτσι οι δύο περιοχές βυθίστηκαν στην ύφεση, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό η Ιαπωνία, προσπαθώντας σήμερα να αντιδράσουν – αν και είναι πολύ αργά, κατά την άποψη μας.
Η σημερινή κρίση του κινεζικού παραγωγικού μοντέλου
Παρά τις μεγάλες επιτυχίες του παρελθόντος, το κινεζικό παραγωγικό μοντέλο βιώνει μία διαρθρωτική προσαρμογή, η οποία θα προκαλέσει πιθανότατα μία μαζική διόρθωση του ρυθμού ανάπτυξης της χώρας. Το γεγονός αυτό δεν οφείλεται τόσο στο ότι, η Κίνα δεν είναι πλέον ανταγωνιστική – αλλά στη μη ύπαρξη εκείνων των θεμελιωδών παραγόντων, μέσω των οποίων επετύγχανε τη συνεχή, ισχυρή ανάπτυξη των επενδύσεων και των εξαγωγών.
Αυτό τουλάχιστον συμπεραίνεται από τον εξαγωγικό «ισολογισμό» της Κίνας, ο οποίος δεν είναι πλέον τόσο ισχυρά ανοδικός (αν και με μεγάλες διακυμάνσεις, γράφημα, πράσινες μπάρες), όσο μετά το τέλος της δεκαετίας του 1970 – ή μετά την είσοδο της χώρας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (2001 – 2008).
.
.
Συνεχίζοντας, ο μέσος ρυθμός αύξησης των εξαγωγών της Κίνας μεταξύ των ετών 1980 και 2008 ήταν περίπου 20% ετησίως (κίτρινη γραμμή) – έχοντας μειωθεί σημαντικά από το 2009, σε λιγότερο από 10% κατ’ έτος.Προβλέπεται δε πως θα περιορισθεί στα επόμενα χρόνια, με μία μεγάλη πτώση του να αναμένεται για το 2016 – γεγονός που οφείλεται στην ελαστικότητα των εισοδημάτων (ΑΕΠ ξένων κρατών), καθώς επίσης των τιμών (ισοτιμία του νομίσματος) στη χώρα.
Αναλυτικότερα, οι κινεζικές εξαγωγές αντιδρούν πολύ ισχυρά, όσον αφορά τις διακυμάνσεις του ΑΕΠ των εξαγωγικών αγορών – επίσης, με κριτήριο τις αλλαγές της πραγματικής (της προσαρμοσμένης και εμπορικά σταθμισμένης δηλαδή) ισοτιμίας του νομίσματος της χώρας.
Όταν λοιπόν το (εμπορικά σταθμισμένο) ΑΕΠ στις χώρες εξαγωγής διαφοροποιείται κατά 1%, τότε οι εξαγωγές της Κίνας αλλάζουν κατά 5% – προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση (αύξηση του ΑΕΠ κατά 1% = αύξηση των κινεζικών εξαγωγών κατά 5% – μείωση του ΑΕΠ κατά 1% = μείωση των εξαγωγών κατά 5%).
Από την πλευρά της ισοτιμίας του νομίσματος, όταν αυξάνεται εμπορικά σταθμισμένα κατά 1%, τότε οι εξαγωγές αυξάνονται από 1-1,5% – κάτι που συμβαίνει επίσης στην αντίθετη κατεύθυνση (μειώσεις).
Αυτό που χαρακτηρίζει επομένως τις εξαγωγές της Κίνας είναι ο συνδυασμός των δύο ως άνω παραγόντων– του ΑΕΠ των πελατών της και της ισοτιμίας του νομίσματος της.
Ως εκ τούτου, επειδή ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ στις μεγάλες εξαγωγικές αγορές της Κίνας (Η.Π.Α., Ευρώπη, Ιαπωνία) μειώθηκε σημαντικά μετά το 2009, ενώ το νόμισμα της ανατιμήθηκε σε μεγάλο βαθμό (γράφημα), ο ρυθμός αύξησης των εξαγωγών της έπεσε κάτω από το 10% κατά μέσον όρο – έναντι 20% προηγουμένως.
.
.
Θα είχε μειωθεί δε πολύ περισσότερο, εάν δεν είχε ισορροπηθεί από την αύξηση των εξαγωγών της στις αναπτυσσόμενες οικονομίες – οι οποίες όμως οφείλονταν κυρίως στην έκρηξη των επί πιστώσει επενδύσεων στο εσωτερικό της Κίνας, μεταξύ των ετών 2009 και 2011, λόγω των οποίων εκτοξεύθηκαν οι τιμές των πρώτων υλών που εισάγει στα ύψη.
Ειδικότερα, η ραγδαία άνοδος των τιμών των πρώτων υλών και της ενέργειας, αύξησε τις συγκεκριμένες εξαγωγές και τα κέρδη των αναπτυσσομένων οικονομιών – τα οποία τα χρησιμοποίησαν για να αυξήσουν τις εισαγωγές τους, μεταξύ άλλων από την Κίνα. Διαφορετικά η χώρα δεν θα μπορούσε να διατηρήσει το ρυθμό αύξησης των εξαγωγών της στο 8% περίπου ετήσια – κάτι που όμως δεν θα επαναληφθεί το 2015, πιθανότατα ούτε το 2016, λόγω της κατάρρευσης των τιμών των πρώτων υλών και της ενέργειας.
Σε κάθε περίπτωση, με δεδομένη την πτώση των εισοδημάτων (ΑΕΠ) των αναπτυσσομένων οικονομιών, καθώς επίσης τη μειωμένη ανάπτυξη των βιομηχανικών, κυρίως της Ευρώπης, η Κίνα είναι αδύνατον να διατηρήσει σταθερές τις εξαγωγές της στο άμεσο μέλλον – παρά το ότι το προσπαθεί, με τη βοήθεια πλέον της μικρής υποτίμησης του νομίσματος της.
.
Πιθανή αλλαγή πορείας
Ενδεχομένως βέβαια να εντείνει η Κίνα τις προσπάθειες της, εισερχόμενη στον εν εξελίξει νομισματικό πόλεμο (ανάλυση) – κάτι που θα είχε σοβαρότατες συνέπειες για τον πλανήτη, αφού πρόκειται για τη μεγαλύτερη εξαγωγική δύναμη παγκοσμίως, με μεγάλη απόσταση από τη δεύτερη (πηγή).
Με δεδομένο δε το ότι, παράγει ξανά αυξημένα πλεονάσματα στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών της, θα την ακολουθούσαν άμεσα χώρες, όπως η Ιαπωνία, υποτιμώντας αντίστοιχα τα νομίσματα τους – για να διασώσουν την εγχώρια βιομηχανία τους (κάτι που έχει δηλώσει πρόσφατα ο Ιάπωνας υπουργός οικονομικών).
Ήδη πάντως η Κίνα ξεκίνησε να χρησιμοποιεί το πλεονάζον παραγωγικό δυναμικό της στο εσωτερικό, στον εξαγωγικό τομέα – αυξάνοντας σημαντικά τις εξαγωγές αλουμινίου και χάλυβα, σε τιμές που είναι αδύνατον να τις ανταγωνισθεί η Δύση.
Την ίδια στιγμή, η General Motors σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει τις εγκαταστάσεις της στην Κίνα, για να εξάγει από εκεί αυτοκίνητα στις Η.Π.Α. – γεγονός που, εφόσον το μιμηθούν οι υπόλοιπες πολυεθνικές, θα προκαλέσει μία αποπληθωριστική μείωση της κερδοφορίας της παγκόσμιας μεταποιητικής βιομηχανίας, δημιουργώντας τεράστια προβλήματα σε πάρα πολλές άλλες χώρες.
.
Επίλογος
Όπως η Γερμανία προσπάθησε με επιτυχία να λύσει τα προβλήματα της οικονομίας της στις αρχές της δεκαετίας του 2000 μέσω των εξαγωγών (μερκαντιλισμός), με τη μείωση την ισοτιμίας του νομίσματος της με τη βοήθεια του ευρώ (εις βάρος των «εταίρων» της, καθώς επίσης του υπόλοιπου πλανήτη), έτσι και η Κίνα θα δοκιμάσει πιθανότατα κάτι ανάλογο ξανά σήμερα – αφού διαφορετικά θα μειωθεί επικίνδυνα ο ρυθμός ανάπτυξης της, προκαλώντας μεγάλες κοινωνικές αναταραχές και εξεγέρσεις στο εσωτερικό της, καθώς επίσης το βίαιο σπάσιμο της τριπλής φούσκας που τη χαρακτηρίζει (ακίνητα, χρηματιστήριο, τράπεζες).
Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα είχε σοβαρότατες συνέπειες για την αποβιομηχανοποιημένη σε μεγάλο βαθμό Δύση, κυρίως για την ΕΕ και την Ιαπωνία, ενώ θα επηρέαζε θετικά τις τιμές της ενέργειας, καθώς επίσης των πρώτων υλών – αυξάνοντας τες προς όφελος των αναπτυσσομένων οικονομιών, ιδιαίτερα αυτών που παράγουν τα συγκεκριμένα προϊόντα (Ρωσία, Αυστραλία, Καναδάς, Λατινική Αμερική, Μέση Ανατολή κλπ.).
Επομένως, θα εξελισσόταν σε ένα «επιθετικό όπλο» των χωρών των BRICS, με θύμα κυρίως τη δυτική τριάδα (Ευρώπη, και Ιαπωνία, λιγότερο τις Η.Π.Α.). Κάτι τέτοιο θα προκαλούσε πιθανότατα τη βίαιη αντίδραση της Δύσης, η οποία δεν θα ήθελε να υποστεί τέτοιου είδους ζημίες – γεγονός που θα σήμαινε πως, για μία ακόμη φορά, ένας νομισματικός πόλεμος θα μετατρεπόταν σε έναν ευρύτερο οικονομικό ή/και συμβατικό, με πολύ δυσάρεστα αποτελέσματα για τον πλανήτη.
.
Σημείωση: Από όλη την παραπάνω ανάλυση (πηγή: DWN) μπορεί να προβλέψει κανείς την εξέλιξη των ισοτιμιών αρκετών νομισμάτων, των δεικτών πολλών χρηματιστηρίων, των τιμών της ενέργειας, των πρώτων υλών κοκ. – εάν φυσικά επαληθευθεί, αφού πρόκειται για υποθέσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου