Ο Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ ετοιμαζόταν να φύγει από την κυβέρνηση Κλίντον, τον Ιανουάριο του 1996, και σχεδίαζε ως τελευταία πράξη του ένα ταξίδι στην Ελλάδα, στην Τουρκία και στην Κύπρο με στόχο να εγκαινιάσει μια αμερικανική διπλωματική πρωτοβουλία για το Κυπριακό. Το πρωί της 30ής Ιανουαρίου ο Χόλμπρουκ μιλούσε στο Ινστιτούτο Εξωτερικής Πολιτικής της Ουάσιγκτον, όταν ένας από τους βοηθούς του τον διέκοψε και του έδωσε ένα σημείωμα από τον Λευκό Οίκο. Το σημείωμα τον ενημέρωνε ότι οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες είχαν συλλέξει πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες η Τουρκία ετοιμαζόταν να χρησιμοποιήσει στρατιωτικές δυνάμεις για να εκδιώξει τη μικρή ομάδα ελλήνων κομάντος που βρισκόταν στα Ίμια και να καταλάβει τη βραχονησίδα.
Ο Χόλμπρουκ συνέχισε την ομιλία του, αν και βιάστηκε να την ολοκληρώσει. Το αυτοκίνητο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ που τον περίμενε τον οδήγησε αμέσως μετά στον Λευκό Οίκο όπου είχε προγραμματισθεί μια σύσκεψη στελεχών όλων των αρμόδιων υπηρεσιών για το Κυπριακό. Η σύσκεψη επικεντρώθηκε πολύ γρήγορα στην κρίση στα Ιμια και στην αποτροπή μιας σοβαρής πολεμικής αναμέτρησης στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ο αμερικανός διπλωμάτης περιγράφει στο βιβλίο του «Ασταθής ειρήνη», το οποίο κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ,(μετέπειτα κυκλοφόρησε και στα ελληνικά) τα όσα ακολούθησαν καθώς και τον σκωπτικό τρόπο με τον οποίο έβλεπαν την κρίση γύρω από «μερικά βράχια» ορισμένοι αξιωματούχοι της Ουάσιγκτον. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Χόλμπρουκ αποφεύγει να εξηγήσει τη φόρμουλα που διαπραγματεύθηκε στον τηλεφωνικό μαραθώνιο της κρίσιμης εκείνης νύχτας και περιορίζεται να αποκαλύψει ότι οι Έλληνες αποχώρησαν από τα Ίμια υπό συνθήκες και περιστάσεις που ήταν «ελαφρώς ασαφείς».
Είναι δύσκολο να συμπεράνει κανείς κατά πόσον ο Χόλμπρουκ θέλει να αποφύγει να εκθέσει τη μία από τις δύο εμπλεκόμενες κυβερνήσεις ή αν και ο ίδιος δεν έχει καταλήξει σε σαφή εκτίμηση για την ακολουθία των γεγονότων εκείνης της κρίσης.
Στο βιβλίο του ο αμερικανός διπλωμάτης καταγράφει τις σκέψεις του για τη στρατηγική σημασία της Τουρκίας. Την ίδια στιγμή περιγράφει το πόσο εντυπωσιασμένοι ήταν όλοι οι Αμερικανοί από την πρωθυπουργό της Τουρκίας Τανσού Τσιλέρ αλλά και το πώς πίστευαν ότι δεχόταν αφόρητες πιέσεις από τη στρατιωτική ηγεσία της Άγκυρας για να ακολουθήσει μια σκληρή πολιτική στο Κυπριακό και στο Αιγαίο. Πρόκειται ασφαλώς για εξήγηση η οποία δεν συνάδει με τη συνήθη αντίληψη που φέρει την Τσιλέρ να λειτουργεί «αυτόνομα» στην κρίση των Ίμια ξεπερνώντας το στρατιωτικό κατεστημένο στην κλιμάκωσή της.
Τα σχέδια για το Κυπριακό, ο ρόλος της Τουρκίας και η γοητεία της Τσιλέρ
«Σχεδίαζα να τερματίσω τη θητεία μου ως υφυπουργός Εξωτερικών με μια σημαντική πρωτοβουλία για το Κυπριακό. Για μία ακόμη φορά όμως μεσολάβησαν εξελίξεις που άλλαξαν τα σχέδιά μου.
Οι εξελίξεις άρχισαν να παίρνουν ανεξέλεγκτη τροπή το πρωί της 30ής Ιανουαρίου 1996, όταν μας ήλθαν πληροφορίες ότι η Τουρκία ετοιμαζόταν να χρησιμοποιήσει στρατιωτική δύναμη για να καταλάβει μια ακατοίκητη νησίδα μερικών στρεμμάτων, πέντε μίλια από την τουρκική ακτή, που ήταν γνωστή ως Ίμια στην Ελλάδα και Καρντάκ στην Τουρκία. Στην αρχή κανένας δεν πήρε το πρόβλημα στα σοβαρά. Είχαμε μόλις αντιμετωπίσει το ζήτημα της Βοσνίας και τώρα μας είχε απορροφήσει ένας σωρός από βράχια που συνήθως φιλοξενούσε περί τα 70 πρόβατα.
Ενώ πολλοί άνθρωποι αστειεύονταν, δυσκολευόμενοι να πιστέψουν ότι δύο νατοϊκοί σύμμαχοι θα μπορούσαν ποτέ να πάνε σε πόλεμο για λίγα στρέμματα, το πρόβλημα ήταν εντελώς πραγματικό. Η Ελλάδα και η Τουρκία είχαν διενέξεις για πολλά χρόνια γύρω από την ιδιοκτησία εκατοντάδων μικρών νησίδων στην Ανατολική Μεσόγειο. Η διένεξη παρέμενε ειρηνική ως τον Ιανουάριο του 1996, όταν μια σειρά από μικρά γεγονότα κλιμάκωσαν την κατάσταση γύρω από τα Ιμια / Καρντάκ και τη μετέτρεψαν σε διεθνές επεισόδιο. Έτσι ξεκίνησε μια αγωνιώδης 18ωρη προσπάθεια για να αποτρέψουμε ένα στρατιωτικό επεισόδιο που θα μπορούσε εύκολα να οδηγήσει σε πόλεμο. Από σύμπτωση είχαμε προγραμματίσει στον Λευκό Οίκο, το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, μια σύσκεψη των αναπληρωτών επικεφαλής κάθε υπηρεσίας για το Κυπριακό. Γρήγορα μετατράπηκε σε σύσκεψη για την αντιμετώπιση της κρίσης. Ως πρώτο βήμα ζητήσαμε από τον πρόεδρο Κλίντον να τηλεφωνήσει στους ηγέτες της Τουρκίας και στον νέο πρωθυπουργό της Ελλάδας Κώστα Σημίτη.
Τα τηλεφωνήματα του προέδρου έδειξαν πολύ γρήγορα την ανησυχία των ΗΠΑ στο ανώτατο επίπεδο. Κατόπιν ο υπουργός Εξωτερικών Κρίστοφερ, Αμυνας Πέρι και ο αρχηγός των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων στρατηγός Σαλικασβίλι τηλεφώνησαν στους ομολόγους τους στις δύο χώρες. Το υπόλοιπο μεσημέρι ο αναπληρωτής μου Τζον Κόρνμπλουμ, ο βοηθός υφυπουργός Μάρσαλ Αντερ και εγώ συντονίσαμε έναν οκτάωρο τηλεφωνικό μαραθώνιο. Τελικά, αρκετά μετά τα μεσάνυχτα (ώρα Ανατολικής Αμερικής) καθώς ο ήλιος ανέτελλε στην Ανατολική Μεσόγειο και οι τουρκικές δυνάμεις είχαν ήδη καταλάβει ένα άλλο μικρό νησί δίπλα στα Ιμια / Καρντάκ οι Ελληνες αποχώρησαν, υπό συνθήκες και περιστάσεις που δεν ήταν εντελώς σαφείς.
Η κρίση είχε τελειώσει αλλά ο απόηχός της θα επηρέαζε, άμεσα και έμμεσα, τόσο τη Βοσνία όσο και την Ανατολική Μεσόγειο».
Ο Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, ο αμερικανός διπλωμάτης που διαπραγματεύθηκε τη συμφωνία του Ντέιτον για την ειρήνευση στη Βοσνία, θεωρούσε ότι ένας από τους βασικούς στόχους του ήταν να αποφύγει την επανάληψη της εμπειρίας του Κυπριακού στην πρώην Γιουγκοσλαβία. «Η εικόνα της Κύπρου, οι δύο εχθρικές εθνικές της ομάδες χωρισμένες για 21 χρόνια από ένα άθλιο τείχος και στρατιωτικές περιπόλους οι οποίες χωρίζουν το νησί στη μέση, ήταν για μας ένας εφιάλτης κατά τη διάρκεια της ειρηνευτικής προσπάθειάς μας στη Βοσνία» γράφει στο βιβλίο του «Ασταθής ειρήνη» και προσθέτει: «Ετσι θα έμοιαζε η Βοσνία μετά την ολοκλήρωση της προσπάθειάς μας, έστω και αν πετυχαίναμε τους στόχους μας; Θα ήταν καλύτερα από έναν πόλεμο αλλά σίγουρα δεν θα ήταν πραγματική ειρήνη. Γνωρίζαμε το πρόβλημα και η ομάδα μας μιλούσε συχνά για την ανάγκη να μην αφήσουμε τη Βοσνία να γίνει μια άλλη Κύπρος, να μην αφήσουμε δηλαδή μια προσωρινή γραμμή ανακωχής να καταστεί μια μόνιμη γραμμή διχοτόμησης».
Το βιβλίο του αποκαλούμενου «μάγου» της αμερικανικής διπλωματίας αποκαλύπτει όμως και τη στρατηγική σημασία που αποδίδει στην Τουρκία: «Η Τουρκία έχει μεγάλη σημασία. Στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αναγνώρισαν αμέσως ότι η Τουρκία θα έπαιζε ακόμη κρίσιμο ρόλο, αν και όλο και περισσότεροι άνθρωποι στην Ουάσιγκτον συνειδητοποιούσαν τον ρόλο της. Σε μια σειρά από ομιλίες και δηλώσεις είχα υπογραμμίσει την άποψη ότι μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου η Τουρκία είχε μετατραπεί σε χώρα πρώτης γραμμής στην Ευρώπη όχι γιατί βρισκόταν ανάμεσα σε δύο υπερδυνάμεις αλλά γιατί ήταν το επίκεντρο μιας κρίσιμης όχι όμως και σαφούς προσπάθειας να επιβληθεί ειρήνη και σταθερότητα στην Ευρώπη μετά από έναν αιώνα κρίσεων, στον οποίο η Τουρκία και πριν η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχαν παίξει αποσταθεροποιητικό ρόλο».
«Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης ο ρόλος της Τουρκίας ως ένας κρίκος μεταξύ της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας είχε ενισχυθεί. Τέσσερις τουλάχιστον από τις νέες, ανεξάρτητες χώρες της Κεντρικής Ασίας έχουν στενές πολιτιστικές σχέσεις με την Τουρκία. Παρ” όλα αυτά το Ιράν, η Σαουδική Αραβία, πιθανώς το Ιράκ και η Ρωσία προσπαθούσαν να αποκτήσουν επιρροή επάνω τους. Συμφέρον των ΗΠΑ και της Ευρώπης ήταν να ενισχυθεί ο ρόλος της Τουρκίας στην περιοχή αυτή. Αυτό ήταν όμως δύσκολο. Οι Τούρκοι αισθάνονταν περικυκλωμένοι, ως συνήθως, από εχθρικές χώρες, αρχής γενομένης με τη Συρία, το Ιράν και το Ιράκ, με μεγάλα προβλήματα λόγω της καταπιεσμένης κουρδικής μειονότητας η οποία δεν είχε ποτέ αφομοιωθεί πλήρως και διατηρούσε όνειρα για ανεξαρτησία ή μεγαλύτερη αυτονομία. Βόρεια και ανατολικά της Τουρκίας βρίσκονται περιοχές μεγάλων εντάσεων ή και συγκρούσεων: η Τσετσενία, το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, η Γεωργία και το Τατζικιστάν. Οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρώπη δεν ήταν γενικά καλές, ειδικά με τη Γερμανία όπου τρία περίπου εκατομμύρια Τούρκοι ζουν και εργάζονται. Είχα ζητήσει από όλους τους πρέσβεις μας στις χώρες της ΕΕ να πιέσουν για τη βελτίωση των σχέσεων της Ενωσης με την Τουρκία».
«Το κλειδί για τη σταθερότητα στην περιοχή βρίσκεται στη σχέση μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας. Οι μακροχρόνιες τριβές και διαφορές ανάμεσα στα δύο μέλη του ΝΑΤΟ αυξήθηκαν μόλις το τέλος του Ψυχρού Πολέμου εξουδετέρωσε τη Σοβιετική Ενωση ως την κοινή απειλή και η μεταξύ τους ένταση είχε ξεπεράσει κάθε προηγούμενο το 1995. Κατά την άποψή μου η σχέση Ελλάδας – Τουρκίας έδειχνε συμπτώματα αναζωπύρωσης μίσους και πάθους ανάμεσα σε δύο λαούς, κρυμμένα με τη μορφή του εθνικισμού, συμπτώματα τα οποία έμοιαζαν με εκείνα που είχαν δηλητηριάσει τα υπόλοιπα Βαλκάνια και τμήματα της Κεντρικής Ευρώπης στη μεταψυχροπολεμική Ευρώπη».
«Η πρωθυπουργός Τανσού Τσιλέρ αποτελούσε μια συνεχή έκπληξη για τους Αμερικανούς. Ελκυστική, ευγενής και πολύ έξυπνη, με δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, μπορούσε να εντυπωσιάσει τους συνομιλητές, συμπεριλαμβανομένου και του προέδρου Κλίντον, όπως κανένας άλλος ηγέτης στην Ευρώπη. Η ικανότητά της όμως να πάρει αποφάσεις και να υλοποιήσει δεν ήταν τόσο προφανής. Καθόταν ουσιαστικά πάνω σε ένα εύθραυστο πολιτικό οικοδόμημα, το οποίο δεν της είχε εμπιστοσύνη. Είχε τεταμένες σχέσεις με πολλά μέλη της συμμαχικής της κυβέρνησης και με τον πρόεδρο Ντεμιρέλ. Οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, με τη δική τους ανεξάρτητη ισχύ, κρατούσαν την πολιτική ηγεσία συνεχώς υπό πίεση σε εκρηκτικά θέματα, όπως το Κυπριακό και η κυριαρχία μικρών νήσων στο Ανατολικό Αιγαίο, θέματα τα οποία αποτελούσαν επίκεντρο μακροχρόνιων διαφορών με την Ελλάδα».
crashonline.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου