Ιστορικά Θέματα
Τον Φεβρουάριο του 1071 ο στρατηγός-αυτοκράτορας της Ελληνικής Μεσαιωνικής Αυτοκρατορίας Ρωμανός Δ’ Διογένης αποφάσισε να εκστρατεύσει ανατολικά και να δώσει την κρίσιμη μάχη ώστε να συντρίψει μια νέα απειλή εξ ανατολών, τους Σελτζούκους Τούρκους. Νομάδες από τα υψίπεδα του Αλτάι, πρόσφατα προσηλυτισμένοι στο Ισλάμ και δεινοί έφιπποι πολεμιστές, οι Σελτζούκοι φάνταζαν μακρινή απειλή για την Κωνσταντινούπολη. Οι επιδρομές τους όμως στην Ανατολία ήταν τόσο σφοδρές και η βαρβαρότητα που επιδείκνυαν σε κάθε χωριό, πόλη ή επαρχία τόσο μεγάλη, που η άμεση αντιμετώπιση τους είχε καταστεί πρώτη προτεραιότητα για τον Αυτοκράτορα.
Η κρίσιμη μάχη δόθηκε στο Μάντζικερτ. Η εμπροσθοφυλακή του Βυζαντινού στρατού απέκρουσε με επιτυχία την πρώτη επίθεση των Τούρκων και με τον Ρωμανό ως επικεφαλή ξεκίνησε αντεπίθεση. Η ορμή της αντεπίθεσης ήταν τέτοια που διέρρηξε το μέτωπο των αντιπάλων, τους ανάγκασε να ξεκινήσουν άτακτη υποχώρηση αλλά κάπου εκεί «κάτι» πήγε στραβά. Το κύριο σώμα του στρατού όχι μόνο δεν ακολούθησε την καταδίωξη του εχθρού αλλά σήμανε και υποχώρηση (!) κάτι που ανάγκασε και την οπισθοφυλακή να θεωρήσει πως η μάχη χάθηκε και υποχώρησε και αυτή. Αυτή η συμπεριφορά των αξιωματικών του κυρίου σώματος ήταν μια ξεκάθαρη προδοσία προς το πρόσωπο του Αυτοκράτορα, αποτέλεσμα της δυσαρέσκειας των αυλικών και των γραφειοκρατών της Πόλης με τον Ρωμανό. Ήθελαν να τον ξεφορτωθούν και το έκαναν εις βάρος των κατοίκων όλης της Ανατολίας! Με το 1/3 του στρατού του μόνο ο Διογένης έφτασε πολύ κοντά στη νίκη αλλά ο αντίπαλος του, Σουλτάνος Αλπ Αρσλάν ήταν άξιος αντίπαλος. Κατάφερε και συγκράτησε την οπισθοχώρηση του στρατού του, τον αναδιοργάνωσε και περικύκλωσε την εμπροσθοφυλακή που είχε απομείνει μόνη της στο πεδίο της μάχης. Αιχμαλώτισε τον αυτοκράτορα και τους άντρες τους.
Ο Αρσλάν φέρθηκε βασιλικά στον αντίπαλο του και τον άφησε ελεύθερο μετά από λίγο καιρό, σε αντίθεση με τους πρώην υπηκόους του. Για να σωθεί ο Διογένης απαρνήθηκε τα επίγεια και περιβλήθηκε το μοναχικό σχήμα. Η Αυλή όμως δε μπορούσε να του συγχωρήσει το παρελθόν του και έβαλε να τον συλλάβουν και να τον τυφλώσουν με πρωτάρη βασανιστή που δεν χρησιμοποίησε καυτές σιδερένιες βελόνες ώστε να συντομεύσει το μαρτύριο του Διογένη αλλά απλές βελόνες. Κατάφερε και τον τύφλωσε με την τρίτη προσπάθεια. Σιδηροδέσμιος και με φρικτά μολυσμένα τραύματα, ο πρώην αυτοκράτορας οδηγούνταν στην Πόλη. Ξεψύχησε όμως στη διαδρομή. Ένας αργός και βασανιστικός θάνατος ύστερα από προδοσία….
Μετά τη μάχη η Βυζαντινή Αυτοκρατορία άρχισε να παραπαίει. Ολόκληρη σχεδόν η Ανατολία, μέσα σε είκοσι περίπου έτη έπεσε στα χέρια των Σελτζούκων μέσω συνεχών πολέμων και ανηλεών σφαγών του πληθυσμού που αντιστεκόταν. Οι περισσότεροι αιτιολογούν αυτή την καταστροφή ως συνέπεια της ήττας στο Μάντζικερτ, στιγματίζοντας πολύ σοφά τις ραδιουργίες της Αυλής (και του μέγιστου ανθρώπου των γραμμάτων Μιχαήλ Ψελλού) κατά του Αυτοκράτορα. Αν δούμε όμως τα δεδομένα της μάχης με ψυχρή λογική θα αποκομίσουμε διαφορετική αντίληψη. Οι απώλειες του Ελληνικού στρατού ήταν λιγότερες από το 1/3 του στρατεύματος (οι τουρκικές πολύ μεγαλύτερες). Το μεγαλύτερο μέρος του στρατού διέφυγε χωρίς καμία απώλεια. Ο Αυτοκράτορας αν και αιχμαλωτίστηκε, αφέθηκε ελεύθερος και θα μπορούσε να συνεχίσει τον αγώνα κατά των Σελτζούκων. Αυτά τα ψυχρά δεδομένα ανατρέπουν την εικόνα της δικαιολογημένης κατάρρευσης της αυτοκρατορίας στην Ανατολή. Ποια ήταν όμως τα αίτια, τα πραγματικά αίτια;
Στα γενικότερα αίτια κατάρρευσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας εντάσσονται οι εσωτερικές έριδες, η γραφειοκρατία, οι συνεχείς εμφύλιοι πόλεμοι καθώς και η διείσδυση δυτικών πολεμιστών και εμπόρων στα εσωτερικά του κράτους. Τα ειδικότερα αίτια της κατάρρευσης εκείνη την καταστροφική 20ετία μπορούν να εντοπιστούν σε δύο ενέργειες του διάδοχου του Ρωμανού Διογένη, Μιχαήλ Ζ’ Δούκα που είχε καταστεί υποχείριο ενός πανούργου ευνούχου, του Νικηφόρου ή αλλιώς Νικηφορίτζη. Διαβάζοντας την Ιστορία του βυζαντινού λόγιου και χρονικογράφου Μιχαήλ Ατταλειάτη μπορεί κάποιος εύκολα να διακρίνει τις αιτίες της ραγδαίας πτώσης της δύναμης της αυτοκρατορίας :
«Εν συνεχεία άρχισαν να απευθύνονται κατηγορίες και να εγείρονται απαιτήσεις εναντίον αθώων ώστε να καταβληθούν μη χρεωστούμενα, και διεξάγονταν δίκες όπου δεν λαμβανόταν υπόψιν το δίκαιο, αλλά το κέρδος του δημοσίου και οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα τη γενική ή τη μερική δήμευση των περιουσιών. Συχνές ήσαν οι κατηγορίες και πολλές οι δίκες για φορολογικά ζητήματα, με αποτέλεσμα τη δυσαρέσκεια όσων υπέφεραν και τη γενική δυσφορία». (εκδόσεις ΚΑΝΑΚΗ σελ.321)
«Ενώ λοιπόν, όπως το συνήθιζε πολλές φορές, δίκαζε ανθρώπους με τρόπο ανάρμοστο για βασιλιά και τους καταδίκαζε χωρίς εύλογες αιτίες, ακολουθώντας τις υποδείξεις των κακόβουλων, έφθαναν μηνύματα που έλεγαν ότι οι Τούρκοι επέδραμαν στη Χαλκηδόνα και τη Χρυσόπολη, πλησιάζοντας τότε για πρώτη φορά τόσο κοντά στη βασιλεύουσα. Εκείνος όμως δεν θορυβήθηκε διόλου, σαν η περιοχή που υπέφερε να ήταν ξένη και παράμενε αδιάφορος» (εκδόσεις ΚΑΝΑΚΗ σελ.349)
Η δίψα δηλαδή του Νικηφορίτζη για πλούτη και η εξουσία που ασκούσε στο νεαρό αυτοκράτορα ήταν τέτοιες που ο Μιχαήλ αδιαφορούσε πλήρως για την κατάσταση στην Ανατολή και η μοναδική του ασχολία ήταν η αφαίμαξη του λαού και η υφαρπαγή των περιουσιών των υπηκόων του. Η συλλογή φόρων μέσω παράνομων και ανήθικων διαδικασιών είχε γίνει καθημερινότητα, όπως και η συνεχής επέλαση των Τούρκων στη Μικρά Ασία. Ο Ατταλειάτης όμως εντοπίζει ακόμη έναν λόγο, ίσως πιο σοβαρό από τη φοροεπιδρομή, για την απώλεια τόσο μεγάλης περιοχής στους Σελτζούκους:
«Για τούτο και όταν πληροφορήθηκε ότι στη Ραιδεστό μεταφέρουν το σιτάρι πολλές άμαξες, που διασκορπίζονται στην περιοχή και το πουλούν εύκολα και χωρίς εμπόδια στους ξενώνες και στα καταστήματα των μοναστηριών, της μεγάλης Εκκλησίας και των ντόπιων, και έτσι εξελίσσεται η οικονομία του τόπου, φθόνησε ο άθλιος την ευτυχία του λαού και έχτισε μια αποθήκη έξω από την πόλη, ορίζοντας με βασιλικό διάταγμα να συγκεντρώνονται εκεί οι άμαξες. Μετέτρεψε λοιπόν το εμπόριο του σιταριού, που είναι το πιο αναγκαίο αγαθό, σε μονοπώλιο, αφού κανείς δεν είχε πλέον τη δυνατότητα παρά μόνον από αυτήν την πραγματικά καταραμένη αποθήκη. Γιατί από τότε που κατασκευάστηκε, χάθηκε η ευημερία των πόλεων και η οργή του Θεού ενέσκηψε ακόμη μεγαλύτερη στο κράτος των Ρωμαίων. Δεν μπορούσε, όπως στο παρελθόν, όποιος ήθελε να αγοράσει το σιτάρι να συναλλάσσεται με τον πωλητή και αν δεν του άρεσε το σιτάρι ενός καταστήματος να απευθυνθεί σε άλλο ούτε διεξάγονταν πλέον οι πωλήσεις από τις άμαξες, αλλά συγκέντρωνα όλους τους καρπούς μέσα στην αποθήκη, σαν σε φυλακή, και εκεί περίμεναν οι έμποροι σιτηρών. Αυτοί, αφού προκαταβολικά άρπαζαν το σιτάρι, το αγόραζαν στη συνέχεια και το αποθήκευαν, και κατόπιν συναγωνίζονταν να κερδίσουν για κάθε νόμισμα που δαπάνησαν τρία. Κανείς δεν αγόραζε πλέον από τις άμαξες, ούτε οι ναυτικοί που εισήγαγαν το εμπόρευμα στη βασιλεύουσα ούτε οι κάτοικοι της πόλης, ούτε οι χωρικοί ούτε άλλος κανείς. Η αγορά πραγματοποιούνταν από τους κερδοσκόπους της αποθήκης, με τον τρόπο που ήθελαν εκείνοι και ο διεφθαρμένος επικεφαλής τους αποθηκάριος. Αυτός εκμεταλλευόταν όσους έφερναν στην αποθήκη το σιτάρι, παίρνοντας τους παράνομα μέρος του εμπορεύματος, και επειδή εισέπραττε μεγάλο φόρο για τα τοπιατικά, αναγκαστικά η είσπραξη από την πώληση μειωνόταν εξαιτίας των διαφόρων φορολογιών. Η αποθήκη αυτή λοιπόν έγινε αιτία να πάρει η αδικία τεράστιες διαστάσεις και η παλιά ευημερία της πολιτείας ανατράπηκε. Κατά το παρελθόν με ένα νόμισμα αγόραζες δεκαοκτώ μοδίους (μονάδα μέτρησης σιτηρών) σιταριού, ενώ τώρα κατέληξε να αγοράζεις μόνον έναν». «Τέτοια αδικία δεν είχε ξανασυμβεί. Αν πληροφορούνταν ότι κάποιος πούλησε στο σπίτι του σιτάρι, από αυτό που ο ίδιος παρήγαγε, του δήμευαν την περιουσία-σαν να επρόκειτο για φονιά, βιαστή ή άλλο κακοποιό- η οποία και διαμοιραζόταν από τον επιστάτη τη αποθήκης.»(εκδόσεις ΚΑΝΑΚΗ σελ.353-357)
Οι συνέπειες για την Κωνσταντινούπολη και ολόκληρη την αυτοκρατορία ήταν καταλυτικές. Ο λαός έχανε την περιουσία του από τη φοροεπιδρομή και ταυτόχρονα επιβλήθηκε μονοπώλιο στο σιτάρι (και αργότερα και σε άλλα αγαθά) ανεβάζοντας την τιμή του, μετατρέποντας αυτό το βασικό είδος διατροφής ως είδος πολυτελείας. Η πείνα άρχιζε να μαστίζει τον πληθυσμό των πόλεων που έφτασαν σε σημείο να μην ενδιαφέρονται για τις νίκες των Τούρκων αφού είχαν έναν πιο επικίνδυνο εχθρό να αντιμετωπίσουν, τον ίδιο τους τον Βασιλιά!
Η αυτοκρατορία δυστυχώς δε μπόρεσε να ανακάμψει ποτέ από την πρωτοφανή επίθεση της εξουσίας έναντι στον λαό. Η βασιλεία του Αλέξιου Κομνηνού ανέκοψε τα αντιλαϊκά μέτρα αλλά η ζημιά στην Ανατολή είχε γίνει μη-αναστρέψιμη. Η συντριπτική νίκη του Αλέξιου κατά των Τούρκων στο Φιλομήλιον το 1117μ.Χ σταμάτησε τη προέλαση των Τούρκων που είχαν κτυπηθεί και από τους Σταυροφόρους. Ο γιος του Αλέξιου, Ιωάννης συνέχισε τους πολέμους σε Ανατολή και Δύση και πήρε μόνιμη πρωτοβουλία κινήσεων έναντι των Σελτζούκων. Ο εγγονός του Αλέξιου, Μανουήλ Κομνηνός , ένας ακόμη αυτοκράτορας-στρατηγός συνέχισε τον πόλεμο σε όλα τα μέτωπα και τα πήγαινε περίφημα. Οι νίκες συνεχίστηκαν μέχρι το έτος 1176 μ.Χ και την ήττα στη μάχη του Μυριοκέφαλου, μια αναμέτρηση που θύμισε τόσο το Μάντζικερτ όσο και τη μάχη του Πύρρου στην Ηράκλεια κατά των Ρωμαίων το 280π.Χ, όπου ο Ηπειρώτης βασιλιάς έχασε όλους τους έμπιστους και ικανούς στρατιωτικούς τους διοικητές στο πεδίο της μάχης.
Ενώ λοιπόν φαίνεται ξεκάθαρα πως τα πραγματικά αίτια της προέλασης των Τούρκων στην Ανατολία δεν είναι η νίκη τους στο Μάντζικερτ αλλά οι αντιλαϊκές/εξοντωτικές φοροεισπρακτικές πολιτικές που ακολούθησαν και σκοπό είχαν την υφαρπαγή των περιουσιών των πολιτών, ο μεγάλος μου προβληματισμός είναι άλλος.. πως οι ίδιες πολιτικές εφαρμόζονται και σήμερα…
Νίκος Τοπούζης
Ιστορικός Συγγραφέας
ΥΓ. Για αυτό το άρθρο θέλω να ευχαριστήσω τον φίλο μου κ.Μαυράκη Γεώργιο για τις πολύτιμες συμβουλές και την καθοδήγηση του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου