Γιατί απέτυχαν οι συνεχείς μεταρρυθμίσεις, αλλά ακολουθείται εκ νέου η ίδια συνταγή. Η λάθος αντίληψη που συντηρεί ένα σύστημα -κουρεμένων- προνομίων. Τι πρέπει να αλλάξει με τη μέγιστη δυνατή κομματική συναίνεση.
Γράφει ο Ν. Τεσσαρομάτης.
Ζούμε ένα ακόμα επεισόδιο -το πέμπτο νομίζω τα τελευταία επτά χρόνια- του σίριαλ που λέγεται μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος στην Ελλάδα.
Παρά, δε, τις συνεχείς αποτυχίες των μεταρρυθμίσεων, η συνταγή δεν αλλάζει. Οι αλλαγές επιχειρούνται με τη μέθοδο της «σαλαμοποίησης», χωρίς μακροχρόνια στρατηγική και ολοκληρωμένο σχέδιο, απλά και μόνο υπό το βάρος των οικονομικών υποχρεώσεων της χώρας, όπως αποτυπώνονται στο τρίτο πλέον μνημόνιο.
Στόχος τους είναι η μείωση δαπανών για συντάξεις και όχι η αλλαγή τηςαρχιτεκτονικής, ώστε να δημιουργηθεί, επιτέλους, ένα ασφαλιστικό σύστημα που θα παρέχει επαρκείς και βιώσιμες συντάξεις.
Η τελευταία εικοσαετία ήταν διεθνώς μια περίοδος σημαντικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων στον τομέα των συντάξεων, με στόχο την εξασφάλιση της βιωσιμότητας, επάρκειας και προσιτότητας του ασφαλιστικού συστήματος.
Οι σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις, που έγιναν, αφορούν τη μέθοδο υπολογισμού των συντάξεων, με βάση τον μέσο (και όχι τον τελευταίο) μισθό, κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου, την παροχή κινήτρων για μεγαλύτερη παραμονή στην εργασία, την αποθάρρυνση των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης στα 67 και σε μερικές χώρες κοντά στα 70 έτη και τη δημιουργία αυτόματων μηχανισμών προσαρμογής συντάξεων και ηλικίας συνταξιοδότησης στις αλλαγές του προσδόκιμου ζωής.
Με βάση τον διεθνή δείκτη συντάξεων, το 2014 στις τρεις πρώτες θέσεις μεταξύ 25 χωρών βρίσκονται τα ασφαλιστικά συστήματα της Δανίας, της Ολλανδίας και της Αυστραλίας. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι οισορροπημένος συνδυασμός κρατικού και ιδιωτικού πυλώνα, η ύπαρξη ισχυρού υποχρεωτικού δεύτερου πυλώνα συντάξεων (επαγγελματικά ταμεία) και η παροχή εγγυημένης σύνταξης.
Τι έγινε στην Ελλάδα τα τελευταία 25 χρόνια μεγάλων αλλαγών και μεταρρυθμίσεων στα συστήματα συντάξεων άλλων χωρών; Γιατί δεν έγιναν αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις; Τι φταίει για τη σημερινή κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος;
Απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρξει συμφωνία και εν συνεχεία επίλυση του ασφαλιστικού αποτελεί η κατανόηση των αιτιών που οδήγησαν στον εκτροχιασμό του, παρασύροντας μαζί και τη χώρα. Κάτι που δυστυχώς δεν επιτεύχθηκε την τελευταία εικοσιπενταετία.
Οι αλλαγές στο συνταξιοδοτικό σύστημα ξεκινούν στο τέλος της δεκαετίας του '80 και συμπίπτουν με τη σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους. Ο νόμος 1902 του 1990 αποτελεί την πρώτη σημαντική παρέμβαση, μετά τη Μεταπολίτευση, με στόχο τη μείωση των ελλειμμάτων που παρήγαγε το σύστημα.
Η μελέτη του καθηγητή Γ. Σπράου το 1997 έδειξε ότι η μεταρρύθμιση του 1990 δεν ήταν αρκετή για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος και προέβλεπε επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων από το 2010.
Η έκθεση συζήτησε λύσεις (καθιέρωση ελάχιστης κρατικής σύνταξης, ένα δεύτερο πυλώνα συντάξεων που χρηματοδοτείται από εργαζόμενους και εργοδότες και παρέχει πλήρως ανταποδοτική σύνταξη και μια πρόσθετη προαιρετική σύνταξη από προσωπικούς ατομικούς λογαριασμούς), που αποτελούσαν την επικρατούσα άποψη στην Ευρώπη την εποχή εκείνη και ήταν συμβατές με τη σουηδική μεταρρύθμιση, η οποία ξεκίνησε το 1994 και υλοποιήθηκε πλήρως στις αρχές του 2000.
Η έκθεση Σπράου επανέλαβε τις επίμονες συστάσεις διεθνών οργανισμών, όπως ο ΟΟΣΑ και το ΔΝΤ, για την ανάγκη αύξησης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, περικοπής των πολλαπλών συντάξεων και ενοποίησης των ασφαλιστικών ταμείων.
Η καθολική αντίδραση στην έκθεση και αργότερα στη μεταρρυθμιστική προσπάθεια Γιαννίτση είναι πια ιστορία. Όπως ιστορία είναι και η παραδοχή από πολλούς, που ήταν αντίθετοι τότε, ότι η μεταρρύθμιση Γιαννίτση ήταν μια χαμένη ευκαιρία για μια ριζική μεταρρύθμιση του συστήματος συντάξεων.
Με βάση την αναλογιστική μελέτη του Government Actuaries, η παρούσα αξία των μελλοντικών ελλειμμάτων, που είχε δημιουργήσει το ελληνικό δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα, υπερέβαινε το 2000 τα 400 δισ. ευρώ (σχεδόν 3 φορές το ΑΕΠ της χώρας τότε!).
Υπό προϋποθέσεις, η παρούσα αξία των μελλοντικών ελλειμμάτων μπορεί να θεωρηθεί "αφανές χρέος" και προφανώς δημιουργούσε σοβαρά ερωτηματικά για τη βιωσιμότητα του συστήματος συντάξεων, αλλά και σοβαρούς κινδύνους για την ελληνική οικονομία.
Οι πολέμιοι της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος τότε αλλά και μέχρι σήμερα, αποδίδουν τα προβλήματα στον χώρο της κοινωνικής ασφάλισης σε μια σειρά από αιτίες που πιστεύουν ότι συνέβαλαν στην κρίση του συστήματος δημόσιων συντάξεων.
Ως πρώτη αιτία της κακοδαιμονίας θεωρούνται η "καταλήστευση" των αποθεματικών των ταμείων από την κατάθεσή τους μέχρι το 1980 στην Τράπεζα της Ελλάδος, με μηδενικό επιτόκιο, οι επενδύσεις στο χρηματιστήριο, το σκάνδαλο των δομημένων ομολόγων και αργότερα το PSI.
Η δεύτερη αιτία της κρίσης είναι η γήρανση του πληθυσμού και η συνακόλουθη αύξηση των συνταξιούχων σε σχέση με τον ενεργό πληθυσμό. Τρίτη αίτια η υπο-χρηματοδότηση των δημόσιων συντάξεων από τον κρατικό προϋπολογισμό (σημειώστε ότι την περίοδο 2000-2014 το κράτος επιχορήγησε τα ταμεία με πάνω από 200 δισ. ευρώ).
Καμιά από τις παραπάνω ερμηνείες από μόνες τους, αλλά και αθροιστικά, δεν εξηγεί εξ ολοκλήρου το 'κολοσσιαίο' αφανές χρέος του ασφαλιστικού συστήματος.
Η σημαντικότερη κατά την άποψή μου αιτία, που εξηγεί την τεράστια μελλοντική υποχρέωση και αποτελεί τον βασικό λόγο που μέχρι σήμερα δεν καταφέραμε να κάνουμε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, είναι η υπερανταποδοτικότητα του δημόσιου συστήματος συντάξεων για ορισμένες ομάδες ασφαλισμένων.
Για σημαντικές ομάδες του πληθυσμού (δημόσιους υπαλλήλους, τράπεζες, ευγενή ταμεία, αγρότες), το σύστημα συντάξεων είναι υπερανταποδοτικό και παρέχει μεγαλύτερες συντάξεις από ό,τι θα δικαιολογούσαν οι εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων στο ασφαλιστικό σύστημα.
Οι 'υπερβάλλουσες' συντάξεις έχουν μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, αλλά παραμένουν ακόμα σημαντικές.
Η «επιδότηση» του υπερανταποδοτικού μέρους των συντάξεων από τον κρατικό προϋπολογισμό με τη μορφή συσσώρευσης ελλειμμάτων είχε σημαντική συνεισφορά στον εκτροχιασμό του δημόσιου χρέους και αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος του 'αφανούς χρέους'.
Το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα είναι αποτέλεσμα της πίεσης που άσκησαν ευνοημένες ομάδες στο πολιτικό σύστημα, με τη δημιουργία πολλών ταμείων που δίνουν τη δυνατότητα για μεροληπτική αντιμετώπιση και εξασφάλιση ενισχύσεων και προνομίων.
Όμως ένα συνταξιοδοτικό σύστημα, που παρέχει συνταξιοδοτικά προνόμια σε λίγους σε βάρος των πολλών, θα βρεθεί σε κρίση όταν ο αριθμός των προνομιούχων αυξάνει κάτω από την πίεση για επέκταση των προνομίων ενώ συγχρόνως μειώνεται η δυνατότητα χρηματοδότησης από κρατικό δανεισμό.
Οι απόψεις που συγκρούονται για το τι ασφαλιστικό σύστημα θέλουμε είναι δύο.
Από τη μια, ένας πλειοψηφικός συνασπισμός του μεγαλύτερου μέρους του πολιτικού, συνδικαλιστικού και δημοσιογραφικού κόσμου, που απορρίπτει με συνέπεια πολιτικές που προτείνονται (συνεπώς) από διεθνείς οργανισμούς και που αποτελούν την επικρατούσα τάση στον κόσμο.
Προκρίνει και προτείνει μέτρα που παγιώνουν ως μοναδικό τον ρόλο του κράτους στην παροχή συντάξεων και απορρίπτει και καταγγέλλει τον ρόλο της ιδιωτικής ασφάλισης ως νεοφιλελεύθερη.
Θεωρώντας ως βασική κακοδαιμονία της κρίσης του συνταξιοδοτικού συστήματος την 'αρπαγή' των αποθεματικών του συστήματος και την κρατική υποχρηματοδότηση, υποστηρίζουν ως λύση την εύρεση νέων πόρων (ακόμα και σήμερα στην Ελλάδα των τριών μνημονίων) για την άνετη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος.
Στο άλλο μέτωπο, βρίσκουμε μικρά πολιτικά κόμματα, ελάχιστους πολιτικούς από τα μεγάλα κόμματα, κάποιους ακαδημαϊκούς με εξειδίκευση και σε βάθος γνώση των θεμάτων κοινωνικής ασφάλισης και όλους τους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς.
Υποστηρίζουν τη ριζική μεταρρύθμιση και εκσυγχρονισμό του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα, στα πρότυπα πετυχημένων παραδειγμάτων μεταρρυθμίσεων διεθνώς. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι όλες σχεδόν οι επιτροπές 'σοφών' από την εποχή Σπράου, προτείνουν την εφαρμογή παραλλαγής του σουηδικού συστήματος νοητής κεφαλαιοποίησης.
Η μεταρρύθμιση συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης είναι κατά βάση πολιτικό πρόβλημα και στο τέλος αποτελεί συμβιβασμό διαφόρων συμφερόντων. Η σουηδική μεταρρύθμιση βασίστηκε στην πολιτική ομοφωνία των πέντε από τα επτά κόμματα του Σουηδικού Κοινοβουλίου το 1994, που αντιπροσώπευαν πάνω από 80% των ψηφοφόρων.
Δυστυχώς, ακόμα και σήμερα, μετά την επώδυνη εμπειρία των τελευταίων επτά ετών, δεν υπάρχει συμφωνία για το είδος του ασφαλιστικού συστήματος που θα θέλαμε.
Μένουν οι αποσπασματικές αλλαγές, όπως αυτές που έγιναν τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Η επιχειρούμενη μεταρρύθμιση δεν ξεφεύγει από την παραπάνω «συνταγή». Κλωτσάμε το τενεκεδάκι παραπέρα, με την ελπίδα ότι η οικονομική ανάπτυξη, ή νέοι πόροι από την ανακάλυψη υδρογονανθράκων, ή εκ νέου δανεισμός θα μας δώσει τη δυνατότητα να συνεχίσουμε ως έχει το αδιέξοδο σύστημα συντάξεων.
*Καθηγητής Χρηματοοικονομικής EDHEC Business School.
euro2day
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου