Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΩΝ
ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Τα Τοπικά Πολιτεύματα της Επαναστατικής Περιόδου
Με την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1821 στην Ελλάδα, ιδρύθηκαν τα πρώτα τοπικά πολιτεύματα: η «Μεσσηνιακή Γερουσία», ο «Οργανισμός της Πελοποννησιακής Γερουσίας», «η Βουλή της Θετταλομαγνησίας», ο «Οργανισμός της Γερουσίας της Δυτικής Ελλάδος» και η «Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος» ή «Οργανισμός του Αρείου Πάγου, Γερουσίας της Ανατολικής Ελλάδος». Τα πολιτεύματα αυτά, ψηφισμένα κατά το πρώτο έτος της επανάστασης, το 1821, από τοπικές Συνελεύσεις προκρίτων των επαρχιών, είχαν ως σκοπό την προσωρινή διοικητική και στρατιωτική οργάνωση...
Συγκεκριμένα, το Μάιο του 1821, επικυρώθηκε η «Έκθεσις του Τοπικού Συστήματος της Σάμου» και το Μάιο του 1822 το «Προσωρινόν Πολίτευμα της νήσου Κρήτης». Θα πρέπει να σημειωθεί, πως η ίδρυση των τοπικών αυτών πολιτευμάτων ήταν ιδιαιτέρως σημαντική, αφενός μεν διότι περιείχαν, αν και ατελώς, αρχές πολιτικής αυτοδιάθεσης και ατομικής ελευθερίας, για τις οποίες αγωνιζόταν τότε ο λαός, αφετέρου δε διότι αποκάλυπταν την έφεση για διοίκηση και πολιτειακή ευνομία με αιρετούς άρχοντες, με ταυτόχρονη εισαγωγή κάποιων από τα συστατικά της παραδοσιακής Ελληνικής κοινωνίας.
Τα Συντάγματα Εθνικής Εμβέλειας
Η πρώτη, ωστόσο, κορυφαία στιγμή της πολιτικής ιστορίας της νεότερης Ελλάδας σε επίπεδο εθνικής πολιτειακής ρύθμισης, που εδραίωσε στη συνείδηση της Ελληνικής κοινωνίας το συνταγματισμό ως το θεμελιώδες και αναγκαίο κριτήριο πολιτικής νομιμότητας, διαρκούντος μάλιστα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, ήταν η ψήφιση του πρώτου Ελληνικού συντάγματος από την Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, τον Ιανουάριο του 1822. Το Σύνταγμα, «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος», περιλάμβανε 110 σύντομες παραγράφους χωρισμένες σε "τίτλους" και "τμήματα" και προέβλεπε την αντιπροσωπευτική αρχή και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Η «Διοίκησις» αποτελείτο από το «Βουλευτικόν» και το «Εκτελεστικόν», δύο συλλογικά όργανα με ενιαύσια θητεία, τα οποία «ισοσταθμίζονταν» στη νομοπαραγωγική διαδικασία, ενώ το «Δικαστικόν» ήταν ενδεκαμελές και ανεξάρτητο από «τας άλλας δύο δυνάμεις». Το Σύνταγμα της Επιδαύρου υποβλήθηκε, το Απρίλιο του 1823, σε αναθεώρηση από τη Β΄ Εθνοσυνέλευση, η οποία συνήλθε στο Άστρος. Το νέο Σύνταγμα, που αποτελούσε απλή αναθεώρηση του προϊσχύσαντος, ονομάστηκε «Νόμος της Επιδαύρου», ήταν νομοτεχνικώς αρτιότερο και καθιέρωνε ελαφρά υπεροχή της νομοθετικής εξουσίας έναντι της εκτελεστικής.
Ακόμη, μεταρρύθμιζε τα δικαιώματα της εκτελεστικής εξουσίας τα σχετικά με την κατάρτιση των νόμων, βελτίωνε τις διατάξεις περί ατομικών δικαιωμάτων και μετέβαλλε επί το δημοκρατικότερο τον εκλογικό νόμο. Το σημαντικότερο των Συνταγμάτων της Επανάστασης ψηφίσθηκε στην Τροιζήνα το Μάιο του 1827 από τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση, η οποία είχε ήδη αποφασίσει πως πρέπει «η νομοτελεστική εξουσία παραδοθή εις ένα και μόνον». Κατόπιν, με ψήφισμά της εξέλεξε τον Ιωάννη Καποδίστρια «Κυβερνήτη της Ελλάδος» για επτά χρόνια και ψήφισε το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» που έμεινε στην ιστορία ως το πιο φιλελεύθερο και δημοκρατικό σύνταγμα της εποχής του.
Η Συνέλευση θέλοντας να δώσει στη χώρα ένα οριστικό πολίτευμα, εμπνευσμένο από δημοκρατικές και φιλελεύθερες ιδέες και βεβαίως από το Πολίτευμα της Ελληνικής Δημοκρατίας του Ρήγα, διακήρυττε στο νέο Σύνταγμα για πρώτη φορά την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας: «η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος, πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού». Ακόμη, καθιέρωνε ρητά τη διάκριση των εξουσιών, ανέθετε στον Κυβερνήτη την εκτελεστική εξουσία και τη νομοθετική στο σώμα των αντιπροσώπων του λαού, τη Βουλή.
Η πρώτη, ωστόσο, κορυφαία στιγμή της πολιτικής ιστορίας της νεότερης Ελλάδας σε επίπεδο εθνικής πολιτειακής ρύθμισης, που εδραίωσε στη συνείδηση της Ελληνικής κοινωνίας το συνταγματισμό ως το θεμελιώδες και αναγκαίο κριτήριο πολιτικής νομιμότητας, διαρκούντος μάλιστα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, ήταν η ψήφιση του πρώτου Ελληνικού συντάγματος από την Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, τον Ιανουάριο του 1822. Το Σύνταγμα, «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος», περιλάμβανε 110 σύντομες παραγράφους χωρισμένες σε "τίτλους" και "τμήματα" και προέβλεπε την αντιπροσωπευτική αρχή και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Η «Διοίκησις» αποτελείτο από το «Βουλευτικόν» και το «Εκτελεστικόν», δύο συλλογικά όργανα με ενιαύσια θητεία, τα οποία «ισοσταθμίζονταν» στη νομοπαραγωγική διαδικασία, ενώ το «Δικαστικόν» ήταν ενδεκαμελές και ανεξάρτητο από «τας άλλας δύο δυνάμεις». Το Σύνταγμα της Επιδαύρου υποβλήθηκε, το Απρίλιο του 1823, σε αναθεώρηση από τη Β΄ Εθνοσυνέλευση, η οποία συνήλθε στο Άστρος. Το νέο Σύνταγμα, που αποτελούσε απλή αναθεώρηση του προϊσχύσαντος, ονομάστηκε «Νόμος της Επιδαύρου», ήταν νομοτεχνικώς αρτιότερο και καθιέρωνε ελαφρά υπεροχή της νομοθετικής εξουσίας έναντι της εκτελεστικής.
Ακόμη, μεταρρύθμιζε τα δικαιώματα της εκτελεστικής εξουσίας τα σχετικά με την κατάρτιση των νόμων, βελτίωνε τις διατάξεις περί ατομικών δικαιωμάτων και μετέβαλλε επί το δημοκρατικότερο τον εκλογικό νόμο. Το σημαντικότερο των Συνταγμάτων της Επανάστασης ψηφίσθηκε στην Τροιζήνα το Μάιο του 1827 από τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση, η οποία είχε ήδη αποφασίσει πως πρέπει «η νομοτελεστική εξουσία παραδοθή εις ένα και μόνον». Κατόπιν, με ψήφισμά της εξέλεξε τον Ιωάννη Καποδίστρια «Κυβερνήτη της Ελλάδος» για επτά χρόνια και ψήφισε το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» που έμεινε στην ιστορία ως το πιο φιλελεύθερο και δημοκρατικό σύνταγμα της εποχής του.
Η Συνέλευση θέλοντας να δώσει στη χώρα ένα οριστικό πολίτευμα, εμπνευσμένο από δημοκρατικές και φιλελεύθερες ιδέες και βεβαίως από το Πολίτευμα της Ελληνικής Δημοκρατίας του Ρήγα, διακήρυττε στο νέο Σύνταγμα για πρώτη φορά την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας: «η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος, πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού». Ακόμη, καθιέρωνε ρητά τη διάκριση των εξουσιών, ανέθετε στον Κυβερνήτη την εκτελεστική εξουσία και τη νομοθετική στο σώμα των αντιπροσώπων του λαού, τη Βουλή.
Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας (1828 - 1832)
Ο Καποδίστριας, ωστόσο, επικαλούμενος την αταξία και τις δυσκολίες που καθιστούσαν τη διακυβέρνηση δυσχερή εισηγήθηκε στη Βουλή, και αυτή με ψήφισμά της, τον Ιανουάριο του 1828 αποδέχθηκε, την αναστολή της λειτουργίας της ιδίας και του Συντάγματος. Στη θέση της Βουλής ιδρύθηκε το «Πανελλήνιον» και αργότερα η Γερουσία, συμβουλευτικά όργανα, τα οποία μετείχαν «μετά του Κυβερνήτου της Ελλάδος των έργων της Κυβερνήσεως». Ουσιαστικώς, βεβαίως, την εξουσία ασκούσε ο ίδιος ο Καποδίστριας ο οποίος συγκέντρωνε στα χέρια του όλη την εξουσία με λαϊκό χρίσμα που εκείνος λάμβανε και ανανέωνε με το αντιπροσωπευτικό σύστημα.
Δεν πρέπει, ωστόσο, να παραγνωρισθεί η προσπάθειά του για τη δημιουργία κρατικής υπόστασης από το μηδέν και η απελευθέρωση μεγάλου μέρους της χώρας. Μετά τη δολοφονία του Ι. Καποδίστρια και την ταραχώδη περίοδο που ακολούθησε, η αυτοαποκληθείσα «Πέμπτη Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις» ψήφισε τελικώς, το 1832, στο Ναύπλιο νέο «Σύνταγμα», διορίζοντας ταυτοχρόνως Κυβερνήτη τον αδελφό του δολοφονηθέντος Ιωάννη Καποδίστρια, Αυγουστίνο. Στη συνέχεια το «Σύνταγμα» αυτό, που θύμιζε έντονα το Αμερικανικό και δεν ίσχυσε ποτέ, χαρακτηρίστηκε «Ηγεμονικό», διότι προέβλεπε κληρονομικό αρχηγό του κράτους, τον Ηγεμόνα.
Η Απόλυτη Μοναρχία (1832 - 1843)
Στην περίοδο της απόλυτης μοναρχίας του Όθωνα που ακολούθησε, η περιφρόνηση που επέδειξε ο μονάρχης σε βάρος της φιλελεύθερης Ελληνικής ιδιοσυγκρασίας και ιδίως η άγνοιά του ότι η κοινωνική σύσταση της χώρας δεν παρείχε καν μόνιμα και σοβαρά ερείσματα απολυταρχικού πολιτεύματος, οδήγησαν, την 3η Σεπτεμβρίου 1843, σε λαϊκή εξέγερση και σε στάση της φρουράς των Αθηνών με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Δ. Καλλέργη. Μετά την επανάσταση συγκλήθηκε Εθνική Συνέλευση, η οποία ψήφισε, το επόμενο έτος, Σύνταγμα, που ήταν και το πρώτο του ανεξάρτητου, από το 1830, Ελληνικού κράτους.
Η Συνταγματική Μοναρχία (1843 - 1862)
Το Σύνταγμα του 1844 δεν αποτέλεσε έργο μιας κυρίαρχης εθνικής συντακτικής συνέλευσης, αλλά η Συνέλευση απλώς συνέπραξε στην κατάρτισή του. Για τον λόγο αυτό χαρακτηρίσθηκε «Σύνταγμα-συμβόλαιο», «Σύνταγμα - συνθήκη» ή τέλος, «Σύνταγμα - συνάλλαγμα». Καθιέρωνε δε την κληρονομική συνταγματική μοναρχία, με κυρίαρχο όργανο του Κράτους τον μονάρχη, στον οποίο αναγνωρίζονταν εκτεταμένες και ουσιώδεις εξουσίες καθώς και το «τεκμήριο της αρμοδιότητας». Το πρόσωπό του ανώτατου άρχοντα χαρακτηριζόταν ιερό και απαραβίαστο.
Ο ανώτατος άρχων ασκούσε την εκτελεστική εξουσία «δια των υπουργών του», τη νομοθετική από κοινού με την εκλεγμένη Βουλή και τη διορισμένη Γερουσία και, τέλος, τη δικαστική, η οποία πήγαζε από εκείνον, «δια των δικαστηρίων». Επίσης, το Σύνταγμα καθιέρωνε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, την ευθύνη των υπουργών για τις πράξεις του μονάρχη, ο οποίος τους διόριζε και τους έπαυε, αναγνώριζε θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, μεταξύ των οποίων, για πρώτη φορά, το απόρρητο των επιστολών και το άσυλο της κατοικίας.
Και προέβλεπε στο ακροτελεύτιο άρθρο 107 ότι «η τήρησις του παρόντος Συντάγματος αφιερούται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων». Τέλος, ο εκλογικός νόμος, που ψηφίσθηκε το Μάρτιο του 1844, καθιέρωσε την εκλογή των βουλευτών με πλειοψηφικό σύστημα δύο γύρων, που θα διεξαγόταν με άμεση, σχεδόν καθολική και μυστική ψηφοφορία.
Η Πρώτη Περίοδος του Πολιτεύματος της Βασιλευομένης Δημοκρατίας (1864 - 1909)
Οι συνεχώς, όμως, μεταβαλλόμενες κοινωνικές εξελίξεις ενίσχυσαν το φιλελεύθερο και δημοκρατικό πνεύμα, ούτως ώστε οι διαρκείς απολυταρχικές τάσεις του Όθωνα όχι μόνο να μην είναι πλέον ανεκτές, αλλά και να υπονομεύουν την ίδια του τη βασιλεία. Έτσι, τον Οκτώβριο του 1862, πολίτες και στρατός της Αθήνας εξεγέρθηκαν και προκάλεσαν την έκπτωση του ιδίου και της δυναστείας των Wittelsbach.
Η επανάσταση αυτή σηματοδότησε την κατάλυση της συνταγματικής μοναρχίας και τη μετάβαση στο πολίτευμα της Βασιλευομένης δημοκρατίας με μονάρχη, πλέον, τον Δανό πρίγκιπα Γεώργιο - Χριστιανό - Γουλιέλμο της δυναστείας Schleswig - Holstein - Sønderburg - Glücksburg, ο οποίος ορκίσθηκε τον Οκτώβριο του 1863 ως Γεώργιος Α΄ «Βασιλεύς των Ελλήνων». Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου (Οκτώβριος 1862 - Οκτώβριος 1863), της μεσοβασιλείας όπως έγινε γνωστή, το σύστημα διακυβέρνησης που ίσχυσε ήταν το σύστημα της κυβερνώσας Βουλής, το οποίο λειτούργησε για πρώτη και τελευταία φορά στη συνταγματική μας ιστορία.
Το Σύνταγμα του 1864, προϊόν της «Β΄ εν Αθήναις Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως» που ακολούθησε τη λαϊκή εξέγερση, περιλάμβανε 110 άρθρα, ήταν επηρεασμένο από τα συντάγματα του Βελγίου (1831) και της Δανίας (1849) και έμελλε να ισχύσει (με τις αναθεωρήσεις του 1911 και του 1952) για περισσότερα από εκατό χρόνια. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό του νέου καταστατικού χάρτη της χώρας ήταν ότι επανέφερε την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας του Συντάγματος της Τροιζήνας του 1827 και διείπετο από τη δημοκρατική και όχι τη μοναρχική αρχή, δηλαδή αναγνωριζόταν πλέον το έθνος, ο Ελληνικός λαός, και όχι ο μονάρχης, ως πηγή και φορέας της κρατικής εξουσίας.
Ακόμη, καθιέρωσε, μεταξύ άλλων, την αρχή της άμεσης, καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας η οποία θα διεξήγετο και θα διενεργείτο ταυτοχρόνως σε όλη την επικράτεια, το σύστημα της μιας (μονήρους) Βουλής τετραετούς θητείας, τα δικαιώματα του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι, ενώ κατήργησε τη Γερουσία. Παραλλήλως, υιοθέτησε αρκετές από τις διατάξεις του Συντάγματος του 1844, προέβλεψε, όμως, επιπλέον, τη δυνατότητα σύστασης από τη Βουλή «εξεταστικών των πραγμάτων επιτροπών».
Επίσης, ο βασιλιάς διατήρησε το δικαίωμα να συγκαλεί τακτικώς και εκτάκτως τη Βουλή όπως και να τη διαλύει κατά την κρίση του, αλλά το περί διαλύσεως Διάταγμα έπρεπε να είναι προσυπογεγραμμένο από το Υπουργικό Συμβούλιο. Τέλος, παρά το γεγονός ότι η πρόταση για υποχρέωση του στέμματος «όπως λαμβάνη τους υπουργούς εκ των Βουλών» απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία, η κατοχύρωση του δημοκρατικού χαρακτήρα του νέου πολιτεύματος, πέραν της καθιέρωσης για πρώτη φορά των δικαιωμάτων που ήδη αναφέρθηκαν, δεν άργησε να εκδηλωθεί με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο.
Συγκεκριμένως, με τον λόγο του Θρόνου στις 11 Αυγούστου 1875, και χάρη στο πολιτικό κύρος του Χαρίλαου Τρικούπη, καθιερώθηκε ατύπως η Αρχή της Δεδηλωμένης, η οποία, μεταβάλλοντας τη σχέση στέμματος και λαϊκής αντιπροσωπείας και προσδίδοντας άλλη ουσία στο όλο σύστημα της οργάνωσης των εξουσιών, νομιμοποίησε ουσιαστικώς την εισαγωγή του κοινοβουλευτικού συστήματος στη χώρα.
Βάσει της αρχής της «δεδηλωμένης» ο βασιλιάς είχε υποχρέωση να διορίζει την Κυβέρνηση λαμβάνοντας υπόψη του τη θέληση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, όπως όριζαν η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και το πνεύμα του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Η διάταξη, επομένως, του Συντάγματος κατά την οποία «ο Βασιλεύς διορίζει και παύει τους Υπουργούς αυτού» τέθηκε σε περιορισμό, καθώς η κυβέρνηση όφειλε να λαμβάνει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή.
Η Δεύτερη Περίοδος του Πολιτεύματος της Βασιλευομένης Δημοκρατίας και η Ανακήρυξη της Αβασίλευτης Δημοκρατίας (1911 - 1924)
Το Σύνταγμα του 1864 υπήρξε μακρόβιο και ίσχυσε χωρίς ιδιαίτερες μεταβολές έως το 1911, οπότε οι έντονες πιέσεις για πολιτικές, διοικητικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, που οδήγησαν στο «στρατιωτικό κίνημα» στο Γουδί (1909) και την άνοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου στην εξουσία, επέβαλαν την αναθεώρησή του. Οι σημαντικότερες μεταβολές που επέφερε η αναθεώρηση του 1911 ήταν η ενίσχυση των ατομικών ελευθεριών («το Δημόσιον Δίκαιο των Ελλήνων» κατά την ορολογία της εποχής) και του κράτους δικαίου, και ο γενικότερος εκσυγχρονισμός των θεσμών.
Οι σημαντικότερες αλλαγές σε σχέση με το Σύνταγμα του 1864 στο επίπεδο της προστασίας των ατομικών ελευθεριών ήταν η ενίσχυση της προστασίας της προσωπικής ασφάλειας, η μείωση από το 30ο στο 25ο του ορίου ηλικίας των εκλόγιμων βουλευτών, η φορολογική ισότητα, το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και του απαραβιάστου της κατοικίας. Ταυτοχρόνως, αναβαθμίσθηκε ο ρόλος της Βουλής, ενισχύθηκαν οι εγγυήσεις της δικαστικής ανεξαρτησίας, επανιδρύθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας και ανατέθηκε ο έλεγχος του κύρους των βουλευτικών εκλογών σε ειδικό δικαστήριο, το Εκλογοδικείο. Καθιερώθηκαν για πρώτη φορά η υποχρεωτική και δωρεάν στοιχειώδης εκπαίδευση.
Η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία και η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων και, τέλος, προβλέφθηκε απλούστερη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος. Ο εθνικός διχασμός, ωστόσο, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ως αποτέλεσμα των συνεχών συγκρούσεων της πολιτικής ηγεσίας με το παλάτι, η Μικρασιατική καταστροφή και η μεταβολή των γεωπολιτικών συνθηκών στη νοτιοανατολική Ευρώπη καθώς επίσης και η έλευση των προσφυγικών πληθυσμών στον ελλαδικό χώρο, οδήγησαν στην επανάσταση του Σεπτεμβρίου 1922 και, τελικώς, στην εγκαθίδρυση αβασίλευτου δημοκρατικού πολιτεύματος.
Με την αποφασιστική συμβολή του Αλεξάνδρου Παπαναστασίου, η «Δ΄ εν Αθήναις Συντακτική Συνέλευσις» κατήργησε, στη συνεδρίαση της 25ης Μαρτίου 1924, τον βασιλικό θεσμό και ανακήρυξε την αβασίλευτη δημοκρατία.
Το Σύνταγμα του 1927
Μετά την ψήφιση του Συντάγματος του 1925, που αποδείχθηκε θνησιγενές, έργο της επιτροπής του Αλ. Παπαναστασίου, και τις δικτατορίες Πάγκαλου και Κονδύλη, το 1925 και 1926, αντιστοίχως, η αβασίλευτη δημοκρατία καθιερώθηκε τελικώς με το Σύνταγμα του 1927. Συμφώνως με αυτό, προβλεπόταν ο θεσμός του αιρετού ανώτατου άρχοντα, ο οποίος εκλεγόταν από τα δύο πλέον νομοθετικά Σώματα, τη Βουλή και τη Γερουσία, για πενταετή θητεία. Ο ανώτατος άρχοντας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ήταν πολιτικώς ανεύθυνος, δεν μετείχε στη νομοθετική λειτουργία.
Μπορούσε να διαλύσει τη Βουλή μόνο μετά από σύμφωνη γνώμη της Γερουσίας και κατείχε το δικαίωμα έκδοσης νομοθετικών διαταγμάτων προσωρινής ισχύος. Ακόμη, καθιερώθηκε ο θεσμός του προαιρετικού συνταγματικού δημοψηφίσματος, θεσπίσθηκαν, για πρώτη φορά, κοινωνικά δικαιώματα όπως η προστασία της επιστήμης, της τέχνης κ.ά., εισήχθη η προστασία της τοπικής αυτοδιοίκησης, η αρμοδιότητα των δικαστηρίων να ελέγχουν τη συνταγματικότητα των νόμων, η αναγνώριση των κομμάτων ως οργανικών στοιχείων του πολιτεύματος και η κατοχύρωση του δικαιώματός τους να συμμετέχουν, αναλόγως της δύναμής τους, στη σύνθεση των διαφόρων κοινοβουλευτικών επιτροπών.
Για πρώτη φορά, τέλος, Ελληνικό Σύνταγμα περιέλαβε διάταξη που όριζε ότι η κυβέρνηση όφειλε «να απολάβει της εμπιστοσύνης της Βουλής». Με τον τρόπο αυτό καθιέρωσε και θεσμικώς, πλέον, την αρχή της «δεδηλωμένης» του 1875. Το Σύνταγμα αυτό, που έμελλε να ισχύσει για οκτώ μόνο χρόνια και ήταν συντηρητικότερο του σχεδίου της επιτροπής Παπαναστασίου, χαρακτηρίσθηκε στο πεδίο της οργάνωσης των εξουσιών από την τάση για υπέρμετρη ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας. Ο επιβεβλημένος, ωστόσο, από τις αντίξοες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες κρατικός παρεμβατισμός δεν εξασφαλίσθηκε, με μοιραίο επακόλουθο τη συχνή παραβίασή του.
Υπό τις συνθήκες αυτές, η αβασίλευτη Δημοκρατία, χωρίς συγκεκριμένο και ουσιαστικό κοινωνικό περιεχόμενο, δεν κατόρθωσε να καταστεί το σημείο αναφοράς ενός νέου εθνικού οράματος, που οι δημοκρατικοί πολιτικοί άνδρες της εποχής αναζητούσαν με συνέπεια να μην προωθηθούν αποτελεσματικώς οι απαραίτητες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Η δε σύντομη κυβερνητική σταθερότητα που ακολούθησε με την κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου (1928 - 1932), δεν δημιούργησε, εξαιτίας της χρονικής της βραχύτητας, ισχυρό υπόβαθρο κοινοβουλευτικής λειτουργίας.
Η Τρίτη Περίοδος του Πολιτεύματος της Βασιλευομένης Δημοκρατίας (1952 - 1967)
Η δεύτερη δικτατορία Κονδύλη, η δικτατορία Μεταξά, τα δύσκολα χρόνια της Γερμανικής κατοχής και ο εμφύλιος πόλεμος μετέβαλαν τις κοινωνικοπολιτικές ισορροπίες σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο, με συνέπεια τη διακοπή της προσδοκώμενης «κοινοβουλευτικής ωρίμανσης». Η εξέλιξη των κοινοβουλευτικών θεσμών, επανήλθε μόλις στις αρχές της δεκαετίας του '50, μετά και από την ατυχή κατάληξη, το 1948, της αναθεωρητικής διαδικασίας της Επιτροπής του Β΄ Ψηφίσματος.
Το Σύνταγμα του 1952 αποτελούνταν από 114 άρθρα και, λόγω των ιδιαίτερων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών που επικράτησαν κατά την κατάρτισή του, υπήρξε συντηρητικό και σε μεγάλο βαθμό προσκολλημένο στα συνταγματικά κείμενα του 1864 και του 1911. Βασικές καινοτομίες του ήσαν η ρητή καθιέρωση του Κοινοβουλευτισμού σε καθεστώς βασιλευομένης δημοκρατίας και η κατοχύρωση, για πρώτη φορά, στις Ελληνίδες του δικαιώματος ψήφου και υποβολής υποψηφιότητας για το βουλευτικό αξίωμα. Ταυτοχρόνως, αντιμετώπιζε συντηρητικώς τα ατομικά δικαιώματα, την εκπαίδευση και τον Τύπο.
Διαρκούσης της ισχύος του Συντάγματος του 1952, το Φεβρουάριο του 1963 κατατέθηκε πρόταση ευρείας αναθεώρησης του Συντάγματος από την κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή, η οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε τελικώς, λόγω της παραίτησης της κυβέρνησης και της διάλυσης της Βουλής μετά από λίγους μήνες. Αρκετές ωστόσο από τις προτάσεις που περιείχε αυτή η πρόταση αναθεώρησης ανευρίσκονται στο Σύνταγμα του 1975.
Η επτάχρονη, τέλος, στρατιωτική δικτατορία της 21ης Απριλίου (1967 - 1974) ψήφισε δύο συνταγματικά κείμενα, το 1968 και το 1973, εκ των οποίων μάλιστα το τελευταίο προέβλεπε την αβασίλευτη μορφή του πολιτεύματος. Τα συνταγματικά αυτά κείμενα είχαν αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά, ήταν εξαιρετικώς συντηρητικής νοοτροπίας και δεν εφαρμόσθηκαν.
Η Καθιέρωση της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και το Σύνταγμα του 1975
Με την αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας, τον Ιούλιο του 1974, η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας έθεσε ως πρώτο στόχο της την εδραίωση της Δημοκρατίας και επανέφερε εν μέρει σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952, με εξαίρεση τις διατάξεις που αφορούσαν τον βασιλέα. Τις πρώτες ελεύθερες βουλευτικές εκλογές (17 Νοεμβρίου 1974) και το δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος (8 Δεκεμβρίου 1974), το οποίο απέβη υπέρ του πολιτεύματος της αβασίλευτης δημοκρατίας, ακολούθησε το Σύνταγμα του 1975.
Το Σύνταγμα αυτό, μολονότι ψηφίσθηκε τελικώς μόνο από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, συγκέντρωσε σταδιακώς κατά την εφαρμογή του την ευρύτερη δυνατή αποδοχή εκ μέρους των πολιτικών δυνάμεων της χώρας. Ο νέος καταστατικός χάρτης της χώρας εισήγαγε το πολίτευμα της προεδρευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, περιείχε εξαρχής ευρύ κατάλογο ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις των καιρών και παραχωρούσε σημαντικές εξουσίες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, οι οποίες του επέτρεπαν να παρεμβαίνει αποφασιστικώς στη ρύθμιση της πολιτικής ζωής.
Το κράτος δικαίου προστατευόταν αποτελεσματικώς, ενώ προβλεπόταν και η συμμετοχή της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς και -εμμέσως- στην τότε ΕΟΚ.
Η Πρώτη Αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 (1986)
Τον Μάρτιο του 1986, συμφώνως με το άρθρο 110 του Συντάγματος, ένδεκα άρθρα αναθεωρήθηκαν και ψηφίσθηκε η μεταφορά του κειμένου του Συντάγματος στη δημοτική γλώσσα. Με την αναθεώρηση αυτή οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας περιορίσθηκαν σε σημαντικό βαθμό. Παρά την πολιτική και συνταγματική ένταση της περιόδου εκείνης, το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1975 / 1986, εισάγοντας ένα αμιγώς κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης, εφαρμόσθηκε κατά τρόπο που εξασφάλισε στη χώρα κοινοβουλευτική σταθερότητα και ομαλή πολιτική ζωή.
Η Δεύτερη Αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 (2001)
Την άνοιξη του 2001 ψηφίσθηκε μια νέα, πολύ πιο εκτεταμένη αυτή τη φορά, αναθεώρηση του Συντάγματος και, μάλιστα, σε κλίμα κατά κανόνα συναινετικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά την τροποποίηση μεγάλου αριθμού διατάξεων του Συντάγματος, η αναθεώρηση έγινε αποδεκτή, στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων, από τα τέσσερα πέμπτα του συνόλου των βουλευτών, και, επομένως, ο όρος «συναινετική αναθεώρηση» αποδίδει την πολιτική πραγματικότητα. Το αναθεωρημένο Σύνταγμα εισήγαγε νέα ατομικά δικαιώματα (όπως, π.χ., την προστασία της γενετικής ταυτότητας ή την προστασία από την ηλεκτρονική επεξεργασία προσωπικών δεδομένων).
Νέους κανόνες διαφάνειας στην πολιτική ζωή (χρηματοδότηση πολιτικών κομμάτων, προεκλογικές δαπάνες, σχέσεις των ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης με το Κράτος κ.ά.). Προσάρμοσε στην πραγματικότητα τα σχετικά προς την ανάδειξη στο βουλευτικό αξίωμα κωλύματα και ασυμβίβαστα με λήψη υπόψη της νομολογίας του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, εκσυγχρόνισε και αναδιοργάνωσε τις λειτουργίες της Βουλής, ανήγαγε σε συνταγματικό θεσμό τις καίριας σημασίας ανεξάρτητες αρχές, προέβη σε εκτεταμένη μεταρρύθμιση στο πεδίο της Δικαιοσύνης και ενίσχυσε το αποκεντρωτικό σύστημα της χώρας.
Η Τρίτη Αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 (2008)
Το Σύνταγμα του 1975 αναθεωρήθηκε για τρίτη φορά το 2008 σε περιορισμένο αριθμό διατάξεών του. Μεταξύ των διατάξεων που έγιναν δεκτές, είναι η κατάργηση του επαγγελματικού ασυμβιβάστου, που είχε θεσπισθεί με την αναθεώρηση του 2001, η προσθήκη των νησιωτικών και ορεινών περιοχών της χώρας στη μέριμνα του κοινού νομοθέτη και της Διοίκησης όταν πρόκειται για τη θέσπιση αναπτυξιακών μέτρων, η πρόβλεψη της δυνατότητας της Βουλής να υποβάλλει, υπό προϋποθέσεις, προτάσεις τροποποίησης επί μέρους κονδυλίων του προϋπολογισμού.
Αλλά και η πρόβλεψη ειδικότερης διαδικασίας ως προς την παρακολούθηση από τη Βουλή της εκτέλεσης του προϋπολογισμού. Συμπερασματικώς, το ισχύον Σύνταγμα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως Σύνταγμα με πολιτική και ιστορική νομιμοποίηση, σύγχρονο και προσαρμοσμένο στις διεθνείς εξελίξεις και παρέχον ένα πλήρες θεσμικό πλαίσιο για την Ελλάδα του 21ου αιώνα.
Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ
Ιστορία
Όλες οι επαναστάσεις (αδιακρίτως του εθνικού ή κοινωνικού τους χαρακτήρα) στηρίζονται σε δύο θεμελιακές συνιστώσες για την επιτυχή έκβασή τους:
α) Στις αξίες και στα ιδανικά των οποίων την κατίσχυση επιδιώκουν.
β) Στην αποτελεσματικότητα των μέσων που μετέρχονται.
Προκειμένου, όμως, να νομιμοποιηθούν τα κοινωνικοπολιτικά τους επιτεύγματα από τον Λαό, οι πρωτοστάτες των επαναστατικών κινημάτων προσφεύγουν, στην έκδοση Συνταγμάτων για την οργάνωση και λειτουργία των νεοσύστατων πολιτειακών τους μορφωμάτων. Συνεπώς, για την εξέταση των πρώτων Ελληνικών Συνταγμάτων της επαναστατικής περιόδου, που ρύθμιζαν το πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της ενιαίας Ελληνικής Επικράτειας κρίθηκε σκόπιμη η περιδιάβαση:
α) Στα έργα των σημαντικότερων Ελλήνων συγγραφέων και φιλοσόφων κυρίως του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, που συνέβαλαν στον ιδεολογικό και πολιτικό προϊδεασμό των επαναστατημένων Ελλήνων.
β) Στις σημαντικότερες αρχές και διατάξεις των Γαλλικών Συνταγμάτων, που λειτούργησαν ως πρότυπα πολιτικής οργάνωσης για την εποχή τους.
Ο Ελληνικός Διαφωτισμός ήταν έντονα επηρεασμένος από τη φιλοσοφία του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, που διεκδικούσε την κυριαρχία των επιτευγμάτων του κριτικού πνεύματος απέναντι στον δογματισμό του Μεσαίωνα. Αυτή η οικουμενική πρόσκληση για γνώση του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού είχε έναν προέχοντα εξισωτικό χαρακτήρα, γιατί αντιμετώπιζε τους ανθρώπους, εκ προοιμίου, ως έλλογες οντότητες, με ισοδύναμες δυνατότητες διεκδίκησης κριτικού λόγου και θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Ο Ελληνικός Διαφωτισμός –παρά τις εσωτερικές αντινομίες των εκπροσώπων του- ενστερνίστηκε τις παραπάνω αρχές, ως κίνητρο για τις υπαρξιακές επιλογές του Ελληνικού Λαού, απέναντι στον Οθωμανικό δεσποτισμό. Ειδικότερα, λειτούργησε ως αναφαίρετο και αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα των Ελλήνων να αντιμάχονται, τον άκρατο φανατισμό, τη μισαλλοδοξία και την κοινωνική αδικία που εκπροσωπούσε ο Οθωμανός δυνάστης, προκειμένου να πραγματωθεί η εθνική τους αυτεξουσιότητα. Επίσης, προτάχθηκε ως πολιτικό όραμα αναγόμενο στην αυτοδύναμη κρατική οργάνωση της ελληνικής κοινωνίας μετά την επιτυχή έκβαση του εθνικοαπελευθερωτικού τους Αγώνα.
Η πραγμάτωση, όμως, των παραπάνω στοχεύσεων, διήλθε μέσα από την ανάγκη της εθνικής αυτογνωσίας των Ελλήνων και τη συμβολή των αρχών και αξιών της κλασικής ελληνικής παιδείας στη διαμόρφωση του αναγεννησιακού πνεύματος της Ευρώπης. Ειδικότερα, εκτιμήθηκε, ότι από τη στιγμή που οι Έλληνες θα αποκτούσαν επίγνωση της εθνικής τους ταυτότητας, θα συνειδητοποιούσαν, ευχερώς, την ιστορική τους κατάπτωση και παράλληλα την ανάγκη προσφυγής τους σε μια επαναστατική Αναγεννησιακού τύπου διαδικασία. Επίσης, θα τους προσφερόταν και η δυνατότητα να κρίνουν το πολιτικό τους παρόν και να καθορίσουν τα οράματα της ενιαίας εθνικής κοινότητας του μέλλοντός τους.
Στο πλαίσιο αυτών των οραματισμών ο ιατροφιλόσοφος Γεώργιος Σακελλάριος πίστευε ότι από όλες τις επιστήμες η πιο χρήσιμη, ιδίως για τους Έλληνες, ήταν η ιστορία. Γιατί, θα μπορούσε αφενός να συμβάλλει στην εξάλειψη της αμάθειάς τους σχετικά με την πολιτιστική αίγλη και τη δυναμική του αρχαίου τους πολιτισμού και αφετέρου να αναδείξει πολιτικές ιδέες και ηθικές αξίες του παρελθόντος -θεμελιωμένες στο σύστημα της λογοδοσίας και ευθύνης των δημόσιων λειτουργών ενώπιον του λαού- που ήταν χρήσιμες για την οργάνωση της κοινωνικής συμβίωσης του μέλλοντος.
Όμως, η διδαχή ιστορικών γεγονότων θα ήταν ανεπαρκής χωρίς την παρείσφρυση του στοιχείου της κριτικής τους. Έτσι, με αφορμή τη μετάφραση του έργου του Αβά Μιλό, με τίτλο «Στοιχεία Γενικής Ιστορίας», οι Γρηγόριος Κωνσταντάς και Ζήσης Κάβρας αναδεικνύουν την ανάγκη πρυτάνευσης του κριτικού πνεύματος κατά τη μελέτη της ιστορίας, ως προπαιδευτικής τεχνικής και κώδικα αποκρυπτογράφησης του πολιτικού και κοινωνικού γίγνεσθαι με απώτερο σκοπό την καλλιέργεια της ορθής κρίσης του ανθρώπου αλλά και την εδραίωση της κοινωνικοπολιτικής του υπόστασης, μέσω της συνετούς του δράσης.
Ωστόσο, οι Αναγεννησιακές ενοράσεις των στοχαστών του Νεοελληνικού διαφωτισμού δεν διέρχονταν μόνο μέσα από τα πολιτιστικά πρότυπα της αρχαιότητας, αλλά και μέσω του Βυζαντίου ως αδιάσπαστης συνέχειας του Ελληνισμού. Η εν λόγω περίοδος, όμως, χαρακτηρίστηκε, ιδίως, από τους εκπροσώπους της ριζοσπαστικής φιλοσοφίας ως η πιο επίμαχη (τόσο για τις δεισιδαιμονίες που διέκριναν τον λαό όσο και για τις ακρότητες της πολιτικής εξουσίας). Για τον λόγο, αυτό και προκειμένου να ανευρεθούν οι ελλείποντες ιστορικοί κρίκοι που θα συνέδεαν, διά μέσου του Μεσαίωνα, τον αρχαίο με τον σύγχρονο υπόδουλο Ελληνισμό, χρησιμοποιήθηκε ως ασφαλές μέσον ο κριτικός λόγος της ιστορικής φιλοσοφίας.
Ειδικότερα, επιδιώχθηκε να καταγραφεί, εξ αντικειμένου, η χιλιετής προσφορά του Βυζαντίου στη διατήρηση τόσο της Ελληνικής γλώσσας όσο και της αρχαίας Ελληνικής γραμματείας. Η ενασχόληση, όμως, του Νεοελληνικού διαφωτισμού με τα Βυζαντινά πολιτιστικά πρότυπα -που θα μπορούσε να διαμορφώσει τις αρχές μιας πεφωτισμένης μοναρχίας (δηλαδή, ενός καθεστώτος μοναρχικού και αυτοελεγχόμενου στις σχέσεις του με τους πολίτες)- υπήρξε σχετικά περιορισμένη και πρόσκαιρη, με συνέπεια την άμεση και αναπόφευκτη επάνοδο στα πρότυπα της κλασικής Ελληνικής παιδείας.
Ο Γρηγόριος Παλιουρίτης, στο έργο του «Αρχαιολογία Ελληνική» στάθμιζε στο πλαίσιο της θεωρίας του πολιτικού Ουμανισμού τις κοινωνικές, πολιτιστικές και ηθικές προϋποθέσεις της εθνικής αναβίωσης. Η πτώση των κλασικών δημοκρατιών και η απώλεια της ελευθερίας των αρχαίων Ελληνικών πόλεων ερμηνευόταν με αναγωγή στη θεωρία της κοινωνικής διαφθοράς και της ηθικής αποσύνθεσης. Συνεπώς, η βιωσιμότητα της πολιτικής ελευθερίας προαπαιτούσε ένα αρραγές σύστημα δημοκρατικών θεσμών θεμελιωμένων στην πολιτική αρετή του Πλάτωνα.
Το ενδιαφέρον της Νεοελληνικής κριτικής σκέψης για το πολιτικό στοιχείο καταφαίνεται και από το γεγονός ότι ο Ιωάννης Βηλαράς, στο έργο με τον τίτλο «Η Ρομέηκη γλώσσα» -που υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα έργα του Νεοελληνικού διαφωτισμού- συμπεριέλαβε τον «Κρίτωνα» του Πλάτωνα και τον «Επιτάφιο» του Θουκιδίδη, δηλαδή, δύο έργα, που εξαίρουν την ένταξη του ατόμου στην κοινότητα και την ταύτισή του με τις κοινωνικές και πολιτικές επιλογές της πόλης ως την ύψιστη αυτοπραγμάτωση της ηθικής υπόστασης του δημοκρατικού πολίτη.
Αξιομνημόνευτη κρίνεται και η αναφορά σε έργα έμμεσης συγκριτικής πολιτειολογίας. Στη γεωγραφική πραγματεία του ο Νικηφόρος Θεοτόκης, αποπειράται μια συστηματική συγκριτική περιγραφή των μορφών διακυβέρνησης, που κυριαρχούσαν στην Ευρώπη της εποχής του. Το ταξινομικό σχήμα που υιοθέτησε αντανακλούσε τον πολιτικό Νεοαριστοτελισμό του Μοντεσκιέ. Ειδικότερα, διέκρινε τα Ευρωπαϊκά πολιτεύματα σε δεσποτικά, μοναρχικά, αριστοκρατικά, δημοκρατικά και μικτά. Ενώ, αποτιμώντας, περαιτέρω, το περιεχόμενο και τη χρησιμότητά τους απέκρυπτε, επιμελώς, την προσωπική του προτίμηση.
Εκτιμούσε ωστόσο, ευθαρσώς, ότι η δεσποτική διακυβέρνηση, στην οποία είχε κατατάξει και εκείνη των Οθωμανών, αποτελούσε το χείριστο πολίτευμα. Διότι, ο Σουλτάνος, έχοντας, απόλυτη εξουσία επί της ζωής και της περιουσίας των υπηκόων του, τους οποίους θεωρούσε εκ προοιμίου ως δούλους, διοικούσε μια Αυτοκρατορία εδραιωμένη στην υποταγή, το μίσος και την ανασφάλεια. Προϊόν περιηγήσεων, εμπειρικής παρατήρησης και οξείας αντίληψης των σύγχρονων κοινωνικοπολιτικών τους προβλημάτων υπήρξε και το έργο των Δανιήλ Φιλιππίδη και Γρηγορίου Κωνσταντά, με τίτλο «Γεωγραφία Νεωτερική».
Σ’ αυτό καταφαίνεται, ότι οι συγγραφείς υιοθετούν τη θεωρία της πολιτικής θρησκείας, την οποία διατύπωσε αρχικά ο Μακιαβέλι στο έργο του «Ο Ηγεμόνας» και στη συνέχεια επεξεργάστηκε ο Μοντεσκιέ. Ειδικότερα, εκτιμούσαν ότι προϋπόθεση της αγαθής διακυβέρνησης είναι η αρετή και η αποτελεσματικότητα του κυβερνήτη, που έχει ως μοναδικό κίνητρο τη δημόσια ευημερία. Η έλλειψη αυτού του στοιχείου -κατά τους συγγραφείς- ανέτρεψε τη δημοκρατική τάξη στην αρχαία Αθήνα, ανέδειξε εμφύλιες συγκρούσεις μεταξύ των επιγόνων του Αλέξανδρου και συνέβαλε στη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Αλλά, και η επακολουθήσασα βίαιη, αυθαίρετη και άρπαγη διακυβέρνηση των Οθωμανών καλλιέργησε το αίσθημα της πλήρους υποταγής τόσο στους ομόθρησκους όσο και στους Χριστιανούς υπηκόους της. Παράλληλα, η αμάθεια αλλά και η αμέλεια σχετικά με την ορθή διοίκηση της Αυτοκρατορίας προξενούσε θλίψη στον αντικειμενικό παρατηρητή, που είχε επίγνωση του δημόσιου συμφέροντος. Αλλά και οι ίδιοι οι σύγχρονοι Έλληνες δεν ήταν αμέτοχοι από τη διολίσθησή τους στο τέλμα της δουλείας.
Η διχόνοιά τους (λ.χ. σε ζητήματα διεκδίκησης κοινωνικών προνομίων από τον κατακτητή ή η επιλογή του ενδεδειγμένου γλωσσικού ιδιώματος για την πολιτιστική αφύπνιση του γένους) ενίσχυσε τα φθοροποιά στοιχεία και τη βιωσιμότητα της Οθωμανικής δεσποτείας. Βάσει των παραπάνω εκτιμήσεών τους, οι Φιλιππίδης και Κωνσταντάς καλούσαν τους συμπατριώτες τους να συνειδητοποιήσουν την ανάγκη της ανέλιξής τους από υπηκόους του δεσποτισμού σε πολίτες της δημοκρατίας και να συμβάλλουν στην καλλιέργεια ενός πνεύματος κοινωνικού χαρακτήρα εδραιωμένου στις αρχές του ανθρωπισμού και της ισότητας.
Η έκκλησή τους αυτή στρεφόταν, πέραν της επιλογής φωτισμένων ηγητόρων, και στη μετουσίωση της ιδιοτελούς φιλαυτίας σε γενική ευημερία. Για να καρποφορήσουν, όμως, αυτές οι δυνατότητες χρειάζονταν καταρχήν υπέρβαση της μελαγχολίας, της αγανάκτησης και της απόγνωσης για τη δυσπραγία του παρόντος και περαιτέρω υιοθέτηση ώριμης βούλησης, κατάλληλων κινήτρων για την αναζήτηση προτύπων και αέναη αγωνιστική διάθεση. Σ’ αυτό το πλαίσιο ενταγμένα τα παραπάνω ιδανικά δεν θα συνέθεταν, έναν ουτοπικό πολιτειακό ριζοσπαστισμό αλλά μια αλληλέγγυα κοινωνική και εθνική αναγέννηση θεμελιωμένη στις αρχές του Ουμανισμού.
Από τη στιγμή, λοιπόν που θα μπορούσαν να εξευρεθούν αποδεκτές εναλλακτικές λύσεις και να προβληθούν στους υπόδουλους κατά τρόπο ρεαλιστικό και καθυποβλητικό θα συντελείτο, επιτυχώς, το πρώτο στάδιο της επαναστατικής διαδικασίας ο ιδεολογικός προϊδεασμός τους. Η Γαλλική Επανάσταση θεωρήθηκε από τον Ευρωπαϊκό στοχασμό ως η κατίσχυση των ιδεών του Διαφωτισμού στις δυνάμεις της δεισιδαιμονίας. Ο αντίκτυπός της προσέφερε ισχυρά εναύσματα στη διαμόρφωση της Ελληνικής πολιτικής σκέψης (ιδίως, κατά τη δεκαετία του 1790), αλλά και αλληλοσυγκρουόμενους οραματισμούς και πολιτικά διλήμματα σε σχέση με το μέλλον του γένους.
Στο πλαίσιο αυτό, συντηρητικοί κύκλοι Ελλήνων επιχείρησαν, αρχικά, να αναχαιτίσουν τις ιδεολογικές συνέπειες του Διαφωτισμού και να μετριάσουν την επιρροή των φιλελεύθερων ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης στο υπόδουλο γένος. Ταυτιζόμενοι με τα συμφέροντα του Σουλτάνου συμβούλευαν τους ομοεθνείς τους ακόμη και την παραίτηση από τη διεκδίκηση των θεμελιωδών τους δικαιωμάτων και την πλήρη υποταγή τους στην Οθωμανική κυριαρχία. Ανάμεσα σ’ αυτούς, που είχαν άρτια γνώση και γνώμη για τα κοσμογονικά γεγονότα της εποχής του και τη θετική επιρροή τους στην ιδέα της εθνικής παλιγγενεσίας υπήρξε ο Αδαμάντιος Κοραής.
Άσκησε δριμεία κριτική στη δεισιδαιμονία μερίδας της Ελληνικής κοινωνίας αλλά και στην πνευματική της ηγεσίας, που εκτιμούσε την εκούσια υποταγή στον Οθωμανό δυνάστη ως υπερβατική νομοτέλεια και τη διεκδίκηση της ελευθερίας της ως ανέφικτο οραματισμό. Επίσης, υποστήριζε ότι η προσδοκία της εθνικής παλιγγενεσίας με τη βοήθεια της ομόδοξης Ρωσίας ήταν ανέφικτη γιατί ο Ρωσικός δεσποτισμός ήταν ελάχιστα πιο φωτισμένος από τον Οθωμανικό, το ίδιο, όμως, επεκτατικός με αυτόν. Ο Κοραής όριζε, ευθαρσώς, την ελευθερία ως την εξουσία κάθε πολίτη να πράττει -με την ιδιότητα του εκφραστή της γενικής βούλησης- όσα οι νόμοι δεν εμποδίζουν.
Οποιοσδήποτε αρνείτο αυτή την πραγματικότητα ήταν πιστός δούλος των οθωμανών και των τυράννων του ανθρώπινου γένους. Τα έργα του «Αδελφική διδασκαλία», «Άσμα πολεμιστήριον» και «Σάλπισμα Πολεμιστήριον» συνθέτουν τη σημαντικότερη επιχειρηματολογία του υπέρ της ακολουθίας μιας ρητής φιλελεύθερης πολιτικής από τη μελλοντική Ελληνική πολιτεία. Ενώ, ο πολιτικός κλασικισμός του Διαφωτισμού του πρόσφερε τα σημαντικότερα εναύσματα για τη διάδοση των συμβόλων και των αξιών του πατριωτισμού.
Είναι αξιοσημείωτο, ότι ο Κοραής, αν και στοχαζόταν πάνω στη φιλοσοφική διάσταση του πολιτειακού ριζοσπαστισμού, ωστόσο δεν παρασυρόταν από ουτοπικά οράματα (λ.χ. του Ιακωβινισμού), που εκτιμούσε ως ασύμβατα προς τις ανάγκες της Ελληνικής κοινωνίας και επικίνδυνα για την αξιοπιστία και βιωσιμότητα των μεταρρυθμιστικών του προτάσεων. Οι στοχασμοί του Κοραή επικεντρώνονταν στα προβλήματα της παιδείας, της γλώσσας και του πολιτισμού ως προϋποθέσεις και επιφαινόμενα της επαναστατικής διαδικασίας, που ξεκινούσαν από την ηθική αφύπνιση και αναμόρφωση των νεοελλήνων και κατέληγαν στην αμφισβήτηση και αποτίναξη της Οθωμανικής επικυριαρχίας.
Και προς αυτή την κατεύθυνση τα σημάδια αναβίωσης του Ελληνικού πολιτισμού ήταν προφανή: όπως, η ίδρυση νέων σχολείων, η καλλιέργεια της Ελληνικής γλώσσας, η δημοσίευση χρήσιμων βιβλίων κοσμικής παιδείας, η μετάφραση φιλοσοφικών και επιστημονικών κειμένων του Διαφωτισμού, η μαζική αποδημία σπουδαστών προς τα Ευρωπαϊκά κέντρα ανώτερης παιδείας και η επιστροφή Ελλήνων λογίων στους κόλπους της πατρίδας τους.
Αυτό ήταν το νόημα της ηθικής επανάστασης του Κοραή, που, σε συσχετισμό με την ηρωική αντίσταση των Σουλιωτών κατά του δεσποτισμού, καταδείκνυε την υπέρβαση της μοιρολατρίας και την εδραίωση της εμπιστοσύνης των Νεοελλήνων στους αγώνες τους για την ελευθερία και τον πολιτισμό. Ο Κοραής οραματιζόταν, εν τέλει, μια κοινότητα δικαιοσύνης και αρετής, η οποία θα καλλιεργούσε στα μέλη της το δημοκρατικό ήθος, δηλαδή την υπακοή στους νόμους, την αφοσίωση στην κοινή ευημερία, και τη συμμόρφωση στην κυριαρχία του πολιτικού λόγου. Αν η κατάκτηση της ελευθερίας απαιτεί ηρωισμό, η διασφάλιση και η εδραίωσή της -εκτιμούσε- απαιτεί δικαιοσύνη, σύνεση και αρετή.
H ριζική αναδιάρθρωση της πολιτικής και της κοινωνίας από μια δημοκρατική τάξη πραγμάτων, που εμπνεύστηκαν οι εκπρόσωποι του Ελληνικού διαφωτισμού φθάνει στο αποκορύφωμά της με τον ριζοσπαστισμό του Ρήγα Βελεστινλή. Συγκεκριμένα, στο Σχέδιο Συντάγματός του -που ήταν εμπνευσμένο από τα ιδανικά της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης- καλεί όλες τις εθνότητες, που στέναξαν κάτω από τον αφόρητο Οθωμανικό ζυγό, να συνειδητοποιήσουν την κοινή ανθρώπινη υπόστασή τους, ανεξαρτήτως κοινωνικών τάξεων ή θρησκειών, και να συνεργασθούν στην κοινή επαναστατική τους εξέγερση για την κατοχύρωση των ιερών και απαράγραπτων δικαιωμάτων τους.
Κατά τον Ρήγα, η κατάργηση του Οθωμανικού δεσποτισμού υπήρξε η αναγκαία προϋπόθεση για την προώθηση μακρόπνοων θεσμικών, κοινωνικών και πολιτισμικών αλλαγών, που θα μπορούσαν να μετασχηματίσουν ριζικά την Ελληνική κοινωνία. Η ελευθερία της ζωής, της τιμής, της σκέψης, της θρησκείας του λόγου, της συνάθροισης, του τύπου καθώς και η απαγόρευση της αναδρομικότητας των ποινικών νόμων, της δουλείας, της δουλοπαροικίας και των βασανιστηρίων θα έπρεπε να συνιστούν την υποδομή πάνω στην οποία θα θεμελιώνονταν οι σχέσεις κράτους και πολιτών.
Το πολιτικό και κοινωνικό σύστημα, που οραματιζόταν ο Ρήγας είχε σαφώς εξισωτική διάσταση, που υπερέβαινε τον ατομοκεντρικό – αμυντικό χαρακτήρα ενός φιλελεύθερου πολιτεύματος. Εφόσον οι άνθρωποι από τη φύση τους είναι ελεύθεροι -και αποτελούν την πηγή της υπέρτατης κυριαρχίας- θα έπρεπε να έχουν όλοι το δικαίωμα συμμετοχής στην παραγωγή των νόμων, θεμελιωμένο στην αρχή της καθολικής ψηφοφορίας. Ενώ, υπέρ όλων θα κατοχυρώνονταν -ιδίως στην κοινωνική τους διάστασης- και τα δικαιώματα της εργασίας και της εκπαίδευσης.
Διότι, η μεν εργασία συνιστά το θεμελιώδες δικαίωμα που εξασφαλίζει τη βιολογική επιβίωση των ατόμων και κατ’ επέκταση την ουσιαστική τους ελευθερία και η παιδεία τη γενεσιουργό δύναμη κάθε προόδου των εθνών. Επίσης, υπέρ των πολιτών, αδιακρίτως, θα έπρεπε να συντρέχει το δικαίωμα συμμετοχής στα δημόσια αξιώματα, τα οποία:
α) Θα θεωρούντο απλώς υπηρεσία προς την κοινότητα.
β) Θα κατανέμονταν αξιοκρατικά.
γ) Οι φορείς τους θα ήταν υπεύθυνοι στους εκλογείς
δ) Η θητεία τους περιορισμένη.
Σε περίπτωση, όμως, που όλες οι διαρθρωτικές ρυθμίσεις και οι θεσμοί αποδεικνύονταν ανεπαρκείς εγγυήσεις κατά των μηχανισμών αμφισβήτησης και εκτροπής από τη δημοκρατική νομιμότητα, το δικαίωμα αλλά και η υποχρέωση της επανάστασης αποτελούσε το έσχατο εχέγγυο της ελευθερίας. Τα σημαντικότερα προβλήματα βιωσιμότητας της Ελληνικής Δημοκρατίας που οραματιζόταν ο Ρήγας υπήρξαν, ιδίως, η εθνική πολυμορφία και η εκτεταμένη της επικράτεια. Ο Ρήγας απέκλειε, εκ προοιμίου τη σύμπηξη ομοσπονδίας μικρών κρατών. Η Ελληνική Δημοκρατία έπρεπε να είναι ενιαία και αδιαίρετη, συγκροτούμενη από μικρά έθνη στα οποία θα καλλιεργείτο, επιμελώς ως αρραγής κοινωνικός ιστός, το συναίσθημα της δημοκρατικής αρετής.
Φορέας της κυριαρχίας στην πολιτεία του δεν θα ήταν οι πολιτισμικές ομάδες, αλλά ο λαός στο σύνολό του. Ενώ, ζωογόνος δύναμη στην ανάπτυξη κοινών αισθημάτων δημοκρατικού πατριωτισμού -που θα άμβλυναν τις διαφορές και τους ανταγωνισμούς μεταξύ των εθνοτήτων και παράλληλα θα ενίσχυαν την μεταξύ τους αλληλεγγύη και την αφοσίωσή τους στους ενιαίους θεσμούς- θα μπορούσαν να αποτελέσουν τα πολιτειακά ιδεώδη της Ελληνικής δημοκρατικής παιδείας και οι αρχές του διαφωτισμού, που άρχισαν να νομιμοποιούνται από τους λαούς της Βαλκανικής.
Παρά τις οποιεσδήποτε αντιρρήσεις σχετικά με την επιτυχή σύλληψη και αντιμετώπιση των εντάσεων και αντιφάσεων του εθνικού προβλήματος, είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο Ρήγας υπήρξε ο πρώτος δημοκρατικός στοχαστής που προσπάθησε να αντιμετωπίσει ένα ζήτημα, το οποίο αποδείχθηκε ακανθώδες, ιδίως στην περιοχή της Βαλκανικής: την ειρηνική και δημιουργική συνύπαρξη των εθνοτήτων. Ενώ, η εμμονή του στην κατίσχυση της Ελληνικής δημοκρατικής παιδείας, που διαχέεται στον Γαλλικό διαφωτισμό, δεν απέρρεε από Σωβινιστική διάθεση αλλά από την πίστη του στη δυνατότητα του Ελληνικού πνεύματος να συμφιλιώσει τους ανταγωνισμούς.
Να προάγει τους ανθρώπινους στόχους πέρα από τα ειδικότερα προβλήματα, εν τέλει, να εξασφαλίσει μια ορθολογική και προοδευτική πολιτική λύση στη μεταοθωμανική περίοδο. Στη ριζοσπαστική παράταξη, την οποία εξέφραζε ο Ρήγας ανήκει και το έργο «Ελληνική Νομαρχία ήτοι Λόγος περί Ελευθερίας» του Ανώνυμου του Έλληνα. Ο τίτλος του έργου Νομαρχία σημαίνει, εν προκειμένω, την κυριαρχία του νόμου, ένα ευφυές λογοπαίγνιο το οποίο αντιπαρατίθεται, εκ προοιμίου, στη λέξη «μοναρχία». Οι άνθρωποι από τη φύση τους, κατά τον Ανώνυμο, είναι προικισμένοι με τον ορθό λόγο. Συνεπώς, όσο διαρκούσε η φυσική τους αυτάρκεια η ανθρώπινη ευτυχία ήταν επαρκής.
Όταν, όμως, οι άνθρωποι υπερέβησαν τα όρια της φυσικής τους αυτάρκειας και κάλεσαν ως κριτή των νέων κοινωνικών δεδομένων μια εξουσία υπέρτερη από αυτόν, για την εναρμόνιση -υποτίθεται- των συγκρουόμενων επιθυμιών τους, το καθεστώς της φυσικής τους ελευθερίας αντικαταστάθηκε από την τυραννία, που υπέθαλπτε τις κοινωνικές συγκρούσεις, προκειμένου να καταστήσει μέσω αυτών βιώσιμη την εξουσία της. Μέσα στα ανυπόφορα δεινά της η ανθρωπότητα διατηρούσε αέναο τον πόθο της απολύτρωσης στα πλαίσια ενός διαφορετικού πολιτικού συστήματος.
Η νομαρχία ως αρχή διακυβέρνησης αποτελούσε τον αντίποδα της μοναρχίας, που στην ακραία της μορφή μετεξελισσόταν, ευχερώς, σε τυραννία. Διότι, η μεν νομαρχία είναι καθεστώς ισότητας, κοινωνικής αρμονίας και ομόνοιας, που επιτυγχάνεται μέσα από τη δημόσια διαβούλευση των κοινωνικών προβλημάτων, ενώ στη μοναρχία η διαίρεση, η εχθρότητα, η φόβος και η καταπίεση υποβόσκουν κάτω από τη φαινομενική νηνεμία της ενότητας. Αν για τους αρχαίους Έλληνες η νομαρχία ήταν τρόπος ζωής για τους νεώτερους απογόνους τους αποτελούσε δίκαιο πόθο και ελπίδα λύτρωσης από τα δεσμά της δουλείας.
Ο Ανώνυμος επικαλείται την κλασική θεωρία της διαφθοράς των καθεστώτων, την οποία είχαν επεξεργαστεί ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και ο Πολύβιος, ως την κυριότερη αιτία στο σχήμα της ανακύκλωσης των πολιτευμάτων, για να καταλήξει στην ανάγκη της επίκλησης του πολιτικού ριζοσπαστισμού. Την ηθική παρακμή, που προκαλούσε η τυραννία στα νεώτερα έθνη, αντανακλούσε η θλιβερή αυτοεγκατάλειψη και η μοιρολατρία τους. Συγκεκριμένα, είχαν τόσο εθιστεί στην εξαθλίωση της πολύχρονης δουλείας, ώστε, όχι μόνο δεν προέβαλλαν στοιχειώδη αντίσταση στους τυράννους τους, αλλά τους ευγνωμονούσαν, ότι δεν προέβαιναν συχνά σε ακρότητες, που είχαν τη δυνατότητα να διαπράξουν.
Η διακυβέρνηση των Οθωμανών βασιζόταν σε ατελείς και απάνθρωπους κανόνες, όπου κυριαρχούσε ο ανεξέλεγκτος λόγος του Σουλτάνου. Ο δεσποτισμός, όμως, γινόταν βιώσιμη πράξη μέσα από ένα σμήνος δούλων και δουλοπρεπών θαλαμηπόλων της εξουσίας, που μεταβίβαζαν, ιεραρχικά, τη βούλησή του, συνοδευόμενη από ένα αυστηρό σύστημα καταναγκασμού, βασανιστηρίων και θανατικών ποινών. Οι διαμεσολαβητές της εξουσίας, αν και συνήθως ομόθρησκοι και ομοεθνείς των υπόδουλων Ελλήνων ενεργούσαν με ασυγκράτητη απληστία για την κάρπωση των άνομων προνομίων του αργυρώνυτου δεσποτισμού.
Η ελευθερία γι’ αυτούς υποδήλωνε περιορισμό της απληστίας γι’ αυτό προσπαθούσαν να ενσπείρουν μεταξύ των υπόδουλων Ελλήνων:
α) Την αμφιβολία της επιτυχούς αντιμετώπισης των οθωμανών στα πεδία των μαχών, και
β) Την ανικανότητα των Ελλήνων να αυτοκυβερνηθούν χωρίς να αποδυθούν σε εμφύλιες συρράξεις.
Κατά τον Ανώνυμο η ανάκτηση της ελευθερίας των υπόδουλων Ελλήνων διαφαινόταν από την ανυπακοή των τοπικών ηγεμόνων στην απόλυτη εξουσία του Σουλτάνου, αλλά και τις ταπεινωτικές ήττες των Οθωμανών στις πολεμικές τους συρράξεις με τους Ρώσους. Ενώ, η αναβίωση των πατριωτικών αρετών της αντίστασης καθιστούσε, ιδίως τους ορεσίβιους Έλληνες (Σουλιώτες και Μανιάτες), πρωτοστάτες και θεματοφύλακες των ιδανικών και των ελπίδων του γένους για εθνική αναγέννηση και πολιτική αυτεξουσιότητα.
H επιλεκτική αναφορά σε εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού κατέδειξε, ότι ο Ελληνισμός ως οντότητα, ιδέα και πραγματικότητα, παρά την καταλυτικές για την ύπαρξή του αντιξοότητες δεν οδηγήθηκε στην πλήρη εξάρθρωσή του. Η Οθωμανική κατοχή, απλώς, επιβράδυνε μια ιστορική εξέλιξη, που στην ουσία, ποτέ, δεν είχε ανακοπεί. Διότι, το κίνημα της πνευματικής και ηθικοπλαστικής αφύπνισης του Ελληνισμού, συνέβαλε καταλυτικά στην περιφρούρηση των πολιτιστικών του αγαθών και μέσω αυτών στη συνέχεια της εθνικής του υπόστασης.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, και παρά τις δυσμενείς διεθνείς συνθήκες, η ιδέα της εθνικής και πολιτικής ανεξαρτησίας των Ελλήνων άρχισε να ανακτά ολοένα και περισσότερους υποστηρικτές. Με την έκρηξη της Επανάστασης του 1821 επιδιώχθηκε η άμεση κρατική οργάνωση των απελευθερωθέντων Ελληνικών περιοχών. Όμως η παγίωση ιθυνουσών τάξεων στα πλαίσια της λειτουργίας του Οθωμανικού διοικητικού συστήματος, που συνέχονταν με τη θρησκευτική και τοπική αυτονομία του κοινοτικού συστήματος, συνέβαλε στην κατίσχυση της τοπικής ηγεσίας (των Κοτσαμπάσηδων, Προυχόντων και Φαναριωτών) και στη διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας των περιοχών τους.
Έτσι, θεσπίστηκαν από συνελεύσεις -με τη συμμετοχή ολιγάριθμων κοινωνικών ομάδων- τα πρώτα υποτυπώδη συνταγματικά κείμενα, που χαρακτηρίστηκαν ως τοπικά πολιτεύματα. Στη χορεία αυτών εντάσσονται:
α) «Ο Οργανισμός της Γερουσίας της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος» (ψηφίστηκε στο Μεσολόγγι, στις 9 Νοεμβρίου 1821),
β) «Η Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος» (ψηφίστηκε στην Άμφισσα, στις 15 Νοεμβρίου 1821), και
γ) «Ο Οργανισμός της Πελοποννησιακής Γερουσίας» (ψηφίστηκε στην Επίδαυρο, στις 27 Δεκεμβρίου 1821).
Τα χαρακτηριστικά των εν λόγω συνταγματικών κειμένων υπήρξαν ο τοπικός και προσωρινός τους χαρακτήρας (έως τη συγκρότηση ενιαίου εθνικού κράτους), η ολιγαρχική τους υφή (εφόσον απέβλεπαν στην κυριαρχία των οικείων προκρίτων), η επίφαση δημοκρατικότητας όσον αφορά τη συγκρότηση αντιπροσωπευτικών σωμάτων για τη διακυβέρνηση των κατ’ ιδίαν περιοχών και η καθιέρωση ορισμένων φιλελεύθερων αρχών σχετικά με την άσκηση της κρατικής εξουσίας.
Είναι αξιοσημείωτο, ότι μόνο «Η Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος» καθόριζε τη μορφή του πολιτεύματος ως «Βασιλευομένης Δημοκρατίας» και την Εθνική Βουλή ως «τοποτηρητή» του Θρόνου έως την έλευση του φορέα της βασιλικής ιδιότητας. Τα υπόλοιπα τοπικά Συντάγματα δεν προέβλεπαν τον βασιλικό θεσμό. Οι πιο επίμαχες, πάντως, διατάξεις τους επικεντρώνονταν στην ύπαρξη κεντρικής κρατικής εξουσίας, που θα ασκείται από την Εθνική Βουλή, από την οποία θα εξαρτώνται οι «τοπικές διοικήσεις».
Οι διατάξεις αυτές προοιώνιζαν μια οιονεί ομοσπονδιακή οργάνωση του Ελληνικού κράτους, η οποία, όμως, σε μια περίοδο κρίσιμη για την εξέλιξη του εθνικού ζητήματος θα μπορούσε:
α) Να ενισχύσει τη σύγχυση της πολιτειακής οργάνωσης (με επικαλύψεις και οργανική σύγχυση των κρατικών εξουσιών)
β) Να λειτουργήσει ανασχετικά στην εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία της κεντρικής εξουσίας, και
γ) να αναδείξει διασπαστικούς ενδοελλαδικούς πυρήνες με επίκεντρο τη διεκδίκηση διευρυμένων τομέων της κεντρικής εξουσίας από παράκεντρα αυτής.
Όμως, παρά τις φιλοδοξίες των τοπικών ηγετών καθώς και τις αντιπαραθέσεις μεταξύ της πολιτικής και της στρατιωτικής ηγεσίας, οι διεκδικητές της εξουσίας ήταν αποφασισμένοι να θεσπίσουν ενιαίο και ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος. Έτσι, την 1η Ιανουαρίου 1822, τα μέλη της Εθνοσυνέλευσης, που συνήλθαν στην Πιάδα (κοντά στην αρχαία Επίδαυρο), προέβησαν στην εξής πανηγυρική διακήρυξη του Έθνους:
«Το Ελληνικόν ´Εθνος, το υπό φρικώδη Οθωμανικήν δυναστείαν, μη δυνάμενον να φέρη τον βαρύτατον και απαραδειγμάτιστον ζυγόν της τυραννίας και αποσείσαν αυτόν με μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον διά των νομίμων παραστατών του, εις Εθνικήν συνηγμένην Συνέλευσιν, ενώπιον Θεού και ανθρώπων την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν».
Το Σύνταγμα της Επιδαύρου, του 1822, υπήρξε το πρώτο συνταγματικό κείμενο της ενιαίας Ελληνικής κρατικής οντότητας. Το πολίτευμα, που εγκαθιδρύθηκε, διεπόταν από τη δημοκρατική αρχή και παρουσίαζε τα εξής χαρακτηριστικά γνωρίσματα:
Α) τη διάκριση των κρατικών λειτουργιών (σε νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική), ώστε να μην υπάρχει επικάλυψη των κρατικών λειτουργιών, αλλά και των οργάνων τα οποία τις ασκούν. Η διάκριση, όμως, αυτή δεν υποδήλωνε αποξένωση των λειτουργιών και των φορέων τους, αλλά αμοιβαία εξισορρόπηση, μέσω της συνεργασίας και της αλληλεπίδρασής τους με σκοπό την κατίσχυση της πολιτικής ελευθερίας.
Β) Το αντιπροσωπευτικό σύστημα, που συνίσταται στην περιοδική εκλογή των φορέων της νομοθετικής εξουσίας, θεμελιωμένη στη λαϊκή ετυμηγορία, αλλά και την χάραξη ενός πλαισίου πολιτικής εντολής από τον λαό, την οποία οι βουλευτές καλούνταν κατά συνείδηση να υλοποιήσουν.
Γ) Τη συλλογική μορφή του επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας, σύμφωνα με το πρότυπο του Διευθυντηρίου στο Γαλλικό Σύνταγμα του 1795, και
Δ) Το ενιαύσιο της θητείας του Βουλευτικού και Εκτελεστικού Σώματος. Το Σύνταγμα της Επιδαύρου καθιέρωνε επίσης την αρχή της ισότητας των Ελλήνων ενώπιον των νόμων, τα δικαιώματα της ζωής, της τιμής, της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας, την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και λατρείας, ενώ απαγόρευε τα βασανιστήρια και τη δήμευση.
Η πρώτη Εθνοσυνέλευση, όμως, δεν αντιμετώπισε δραστικά το ζήτημα των τοπικών διοικήσεων, αλλά προτίμησε την επιλογή της συμβιβαστικής λύσης, που συνίστατο στην προσωρινή διατήρησή τους και στη βαθμιαία υπαγωγή τους στη δικαιοδοσία της κεντρικής διοίκησης. Έτσι, οι τοπικοί πολιτειακοί οργανισμοί συντήρησαν το πνεύμα του διασπαστικού τοπικισμού, υποθάλπτοντας την ανυπακοή στην κεντρική εξουσία. Είναι, αξιοσημείωτο, επίσης, ότι το Σύνταγμα της Επιδαύρου αυτοπροσδιοριζόταν ως «προσωρινόν», προκειμένου να αμβλύνει τυχόν δυσμενείς εντυπώσεις που θα προκαλούσε η δημοκρατική προοπτική της υπό ίδρυση ελληνικής πολιτείας στις Ευρωπαϊκές Αυλές.
Παρά τις οποιεσδήποτε αντιρρήσεις σχετικά με την αποτίμηση των πραγματικών αναγκών του λαού και την κανονιστική του πληρότητα, το Σύνταγμα της Επιδαύρου εξυπηρετούσε την κυρίαρχη επιδίωξή του να πεισθούν οι επιφυλακτικές, εν προκειμένω, Ευρωπαϊκές Κυβερνήσεις:
α) Ότι στη νοτιοανατολική Ευρώπη, εκκολαπτόταν ένα νέο κράτος με μακραίωνη ιστορική και πολιτιστική παράδοση, και
β) Ότι ο αγωνιζόμενος Ελληνικός λαός ήταν πολιτικά ώριμος για τη συγκρότηση ενιαίου πολιτειακού μορφώματος με συναινετικές διαδικασίες.
Μέσα σε ένα περίπου χρόνο η ποικιλόμορφη ηγεσία του επαναστατημένου Ελληνικού λαού είχε πετύχει το ακατόρθωτο: να διεξάγει επιτυχώς τον εθνικοαπελευθερωτικό του αγώνα και να θεσπίσει μέσα από άψογες για την εποχή διαδικασίες το πρώτο Ελληνικό Σύνταγμα. Παρά την ψήφιση του Συντάγματος της Επιδαύρου, οι τοπικές ηγεσίες δεν απέκλειαν την εγκαθίδρυση ολιγαρχικού συστήματος διακυβέρνησης, επικαλούμενες τη διευθέτηση των πολεμικών αναγκών.
Ενώ, οι στρατιωτικοί, που αποκλείστηκαν από την πολιτική καθοδήγηση του Αγώνα, απαιτούσαν την ίδρυση εθνικής Βουλής, ως αποκλειστικά υπόλογης απέναντι στο Λαό για τη διαχείριση των κοινών προβλημάτων. Παρά τις πολιτικές φιλοδοξίες των αντιμαχόμενων φατριών, ο κίνδυνος απώλειας των κεκτημένων στα πεδία των μαχών, τούς ανάγκασε να συνέλθουν στη Β´ Εθνοσυνέλευση, στο Άστρος της Κυνουρίας, και να ψηφίσουν το δεύτερο ενιαίο Σύνταγμα της Ελληνικής Πολιτείας. Οι σημαντικότερες τροποποιήσεις, που επήλθαν στο Σύνταγμα της Επιδαύρου, υπήρξαν οι εξής:
α) Καθιερώθηκε η υπεροχή της λαϊκής αντιπροσωπείας (Βουλευτικού) έναντι της Κυβέρνησης (Εκτελεστικού),
β) Απαγορεύθηκε ρητά ο θεσμός της δουλείας και κατοχυρώθηκε η ελευθερία του τύπου, το δικαίωμα του αναφέρεσθαι και το δικαίωμα των πολιτών να κρίνονται από το νόμιμο δικαστή τους,
γ) επεκτάθηκε υπέρ των αλλοδαπών, που διέμεναν στην Ελλάδα, το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, της τιμής και της ασφάλειας, και
δ) Καθιερώθηκε η δημοσιότητα των συνεδριάσεων των ποινικών δικαστηρίων.
Ωστόσο, ως σημαντικότερη μεταβολή, που επήλθε στο σύστημα διακυβέρνησης, αναγνωρίζεται η κατάργηση των τοπικών διοικήσεων, με συνέπεια αφενός την πρόσκαιρη μείωση της επιρροής των προκρίτων στην κεντρική διοίκηση και αφετέρου τη διασφάλιση της εθνικής ενότητας. Παρά την, εκ πρώτης όψεως, υπέρβαση των αντιθέσεών τους, μέσω των εξισορροπητικών διατάξεων του νέου Συντάγματος, η υποβόσκουσα διαμάχη μεταξύ Βουλευτικού και Εκτελεστικού Σώματος σε θέματα πρωτοκαθεδρίας, συνέτεινε, στην, εκ νέου, ανάφλεξη των πολιτικών παθών.
Έτσι, στις αρχές του 1824 η υπόδουλη Ελλάδα, βρέθηκε (με δύο Βουλές και δύο Κυβερνήσεις) στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου, ο οποίος απετράπη το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, με την έκδοση διαταγμάτων αμνηστίας. Από το 1825 και μετέπειτα επικράτησαν οι εκπρόσωποι της έμπειρης και ευέλικτης πολιτικής φατρίας (υπό την ηγεσία των Μαυροκορδάτου και Κωλέττη), ενώ ανεκόπη η δυνατότητα πρόσβασης στα κυβερνητικά αξιώματα στρατιωτικών, με ευρεία λαϊκή νομιμοποίηση, όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Υψηλάντης, και ο Καραϊσκάκης.
Οι παραπάνω πολιτικές δυνάμεις είχαν πλέον τη δύναμη, να διαμορφώνουν, μονοδιάστατα, με την οικονομική αρωγή της Μεγάλης Βρετανίας, τον εξωτερικό προσανατολισμό της χώρας, που ήταν διαμετρικά αντίθετος προς το γενικότερο αίσθημα των ριζοσπαστικών στοιχείων για τήρηση ίσων αποστάσεων απέναντι στις Ευρωπαϊκές Αυλές. Με την κατάτμηση των πολιτικών δυνάμεων και τη μετουσίωσή τους σε πρώιμους κομματικούς σχηματισμούς προσανατολισμένους στα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας) και την έμμεση παρείσφρυση αυτών στο πολιτικό γίγνεσθαι της Ελλάδας.
Το ζήτημα της αδυναμίας για αυτοκυβέρνηση των Ελλήνων άρχισε να τίθεται απειλητικά, σε πρακτικό επίπεδο. Η αδυναμία των κυρίαρχων στελεχών της Επανάστασης να αναλάβουν υπεύθυνα την ηγεσία του Αγώνα ανέδειξε ως έσχατη ελπίδα αυτοκυβέρνησης των Ελλήνων την ανάγκη εξεύρεσης μιας έμπειρης πολιτικής προσωπικότητας, Ελληνικής καταγωγής και διεθνώς αναγνωρισμένου κύρους, ικανής να επιδιώξει τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους, διεθνώς νομιμοποιημένου.
Το Σύνταγμα της Τροιζήνας (της 1ης Μαΐου 1827) -που σημειωτέον υπερέβαινε όλα τα Ευρωπαϊκά Συντάγματα της εποχής του στην εφαρμογή δημοκρατικών και φιλελεύθερων ιδεωδών- εξέφραζε, πληρέστερα, σε θεσμικό επίπεδο τις αντιλήψεις και προσδοκίες των συνελλήνων σε θέματα πολιτειακής οργάνωσης. Ειδικότερα:
α) Η νομοθετική εξουσία ανήκε στη Βουλή, με υπερέχουσες αρμοδιότητες έναντι της εκτελεστικής εξουσίας, ως γνήσιος εκφραστής της λαϊκής βούλησης,
β) Η εκτελεστική εξουσία ανήκε σε μονοπρόσωπο κρατικό φορέα, τον Κυβερνήτη, ο οποίος εκλεγόταν με θητεία επτά ετών. Ο Κυβερνήτης ήταν απαραβίαστος, ασκούσε τις αρμοδιότητες του ανώτατου άρχοντα, διορίζοντας και παύοντας τους Υπουργούς κατά βούληση, ενώ
γ) Η δικαστική εξουσία αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητη, επιτελώντας το έργο της, αποκλειστικά, «εν ονόματι του έθνους».
Στις καινοφανείς του διατάξεις εντάσσονταν και το προσιτό των «δημοσίων επαγγελμάτων» και η αναλογική κατανομή των φορολογικών βαρών σε όλους τους Έλληνες, η κατίσχυση των συνταγματικών διατάξεων έναντι των τυπικών νόμων, η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, της γεωργίας, τους εμπορίου και της βιομηχανίας. Επίσης, εξίσου σημαντική εκτιμάται και η διάταξη που προέβλεπε, ότι η «Ελληνική Επικράτεια είναι μία και αδιαίρετος», αποκλείοντας την ομοσπονδιακή δομή του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους.
Συνοψίζοντας τα Ελληνικά Συντάγματα της επαναστατικής περιόδου συμπεραίνουμε ότι ο Φιλελεύθερος και δημοκρατικός χαρακτήρας τους απηχούσε την έκφραση των πολιτικών επιδιώξεων του μαχόμενου Ελληνικού έθνους. Οι αγωνιζόμενοι Έλληνες, πέρα από τις οξύτατες αντιπαραθέσεις τους απέδειξαν, περίτρανα, ότι δεν στόχευαν μόνο στην εθνική αλλά και στην πολιτική τους ελευθερία. Συνεπώς, δεν είναι τυχαία η επιλογή του Κυβερνήτη, αντί του βασιλιά, σε εκφραστή της εθνικής ενότητας.
Η επιλογή αυτή ήταν κυριολεκτικά πρωτοποριακή απέναντι στα Ευρωπαϊκά καθεστώτα, που διέπονταν από τη μοναρχική αρχή, αλλά και εξίσου επισφαλής λόγω της ύπαρξης αντενεργών δυνάμεων που την υπονόμευαν δομικά. Η ομόφωνη εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια στο υπέρτατο πολιτικό αξίωμα του Κυβερνήτη δεν καταδείκνυε μόνο τη βούληση των επαναστατημένων για αυτοκυβέρνηση, αλλά και την πίστη τους σε μια προσωπικότητα Ευρωπαϊκού κύρους, που συμπαραστάθηκε ενεργά το αγωνιζόμενο Έθνος, ακόμη και όταν διατελούσε Υπουργός των Εξωτερικών της Ρωσίας.
Ο Κυβερνήτης, ιεραρχώντας τις ανάγκες του Έθνους, ήταν γνώστης των αντενεργών παραγόντων που είχε να αντιμετωπίσει. Έτσι, έστρεψε τις προσπάθειές του, προεχόντως, στην εξομάλυνση της οικονομικής ζωής, στη ριζοσπαστική αντιμετώπιση των αποκεντρωτικών στοιχείων, στη δημιουργία νέων κοινωνικών θεσμών, στην απελευθέρωση του μεγαλύτερου δυνατού τμήματος του Ελληνικού πληθυσμού και στη διευθέτηση των προβλημάτων του κυβερνητικού συστήματος για την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία του.
Παράλληλα, διέκρινε ότι οι φιλελεύθερες και δημοκρατικές αρχές του Συντάγματος της Τροιζήνας ίσχυαν θεωρητικά και ελάχιστα θα μπορούσαν να προσφέρουν στην πολιτική και κοινωνική ζωή μιας χώρας με ανύπαρκτες υποδομές. Για τον λόγο αυτό προχώρησε στην προσωρινή αποδέσμευσή του από τους συνταγματικούς κανόνες. Η αποτίμησή του έργου του θα μπορούσε να συνοψισθεί σε μια εργώδη προσπάθεια για τη συγκρότηση και θεμελίωση ενός σύγχρονου και ευνομούμενου κράτους, χωρίς ανασχέσεις από ισχυρούς τοπικούς παράγοντες, που συνέθεταν τις παραδοσιακές κεκτημένες δυνάμεις.
Ο συγκεντρωτισμός, όμως, του Κυβερνήτη -που απέβλεπε στη δόμηση μιας κεντρικής, ισχυρής και απρόσωπης εξουσίας με σκοπό την ευχερέστερη πραγμάτωση της εθνικής ενότητας και ομοψυχίας-, παρά την ευρύτατη νομιμοποίησή του από τα λαϊκά στρώματα, που διέβλεπαν τις πατριωτικές του προθέσεις, προκαλούσε ολοένα και εντονότερες αντιδράσεις από τις κατεστημένες δυνάμεις, των οποίων τα προνόμια περιορίζονταν. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1831, ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας δολοφονήθηκε.
Την ίδια μέρα ο εφημερίδα «Απόλλων» της Ύδρας, το κυριότερο όργανο της αντιπολίτευσης κατά του Κυβερνήτη χαρακτήρισε τους δολοφόνους του ως «τυραννοκτόνους», όπως ο Αρμόδιος και Αριστογείτων, ο Βρούτος, ο Κάσσιος και ο Κάσκας, που απάλλαξαν τα έθνη τους από το μίασμα της τυραννίας. Όμως, ο Ελληνικός λαός θρήνησε πικρά τον θάνατό του, γιατί δικαίωνε την εκτίμηση των «προστάτιδων» δυνάμεων, ότι η νέα Ελληνική Πολιτεία ήταν ανίκανη να αυτοκυβερνηθεί, χωρίς την προσφυγή σε εμφύλιες συρράξεις.
Η εξόντωση του Καποδίστρια υπήρξε η πιο τραγική ομολογία του αδιεξόδου στην πολύχρονη προσπάθεια ανάδειξης της κατάλληλης πολιτικής ηγεσίας των Ελλήνων, που θα ενέπνεε οράματα εθνικής αυτεξουσιότητας. Απόρροια των παραπάνω εξελίξεων υπήρξε η απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων ότι μόνον η έξωθεν και άνωθεν επιβολή της κυριαρχίας πληρούσε τα εχέγγυα για την πραγμάτωση μιας οργανωμένης Ελληνικής πολιτείας. Η εν λόγω εκτίμηση κατέστη πρόδηλη με την έλευση του Όθωνα στην Ελλάδα.
Ο εκ προοιμίου, αυτοπροσδιορισμός του ως «ελέω Θεού βασιλεύς των Ελλήνων και της Ελλάδος», δηλαδή ως φορέα ανεξέλεγκτης εξουσίας επί προσώπων και δικαιούχου επί πραγμάτων και παράλληλα υπόχρεου μόνο σε υπερβατική λογοδοσία, καταδείκνυε την περιέλευση του νεοσύστατου και δημοκρατικού Ελληνικού κράτους σε καθεστώς απόλυτης μοναρχίας. Για μια ακόμη φορά η έλλειψη εθνικής συναίνεσης, ομοψυχίας και συστράτευσης των πολιτικών δυνάμεων με στόχο την πραγμάτωση των εθνικών στόχων είχε ως τίμημα την εθνική υπεξουσιότητα στις «προστάτιδες» δυνάμεις και τον πολιτικό ετεροπροσδιορισμό των ξενόδουλων κομμάτων.
H εξέλιξη των ιστορικών γεγονότων, στη δεκαετία του 1820, δικαίωσε τους εκπροσώπους του νεοελληνικού διαφωτισμού, που εκτιμούσαν ότι η φιλαρχία και ο πολιτικός αμοραλισμός καθιστούν, συνήθως, τα εθνικά ιδανικά και τις λαϊκές διεκδικήσεις των Ελλήνων εύκολη λεία των τιμητών της διεθνούς νομιμότητας και προστασίας.
Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Επιρροές και Τομές
Το κίνημα του Διαφωτισμού Παρά τις ραγδαίες αλλαγές που έχουν συντελεστεί -όπως η δημογραφική εξέλιξη, η δημιουργία και ανάπτυξη της αστικής τάξης, η άνθηση του εμπορίου, το οποίο διεξάγει η μεσαία τάξη- η σχέση του ατόμου με την εξουσία έχει παραμείνει ίδια. Η αναζήτηση και η επιδίωξη διαμόρφωσης νέων σχέσεων του ατόμου με την εξουσία, του ανθρώπου με τον συνάνθρωπό του, του ανθρώπου με τον Θεό, της μίας κοινωνικής τάξης με την άλλη βρίσκονται στο κέντρο της σκέψης του 18ου αιώνα. Η διαμόρφωση οποιουδήποτε «καινούργιου» οφείλει να είναι αποτέλεσμα του Ορθού Λόγου και να στηρίζεται και στα πορίσματα της επιστήμης.
Η ανάδειξη του Ορθού Λόγου σε μοναδικό εργαλείο ερμηνείας και ανάλυσης των κοινωνιών είναι η ουσία του κινήματος του Διαφωτισμού. Ο Διαφωτισμός, λοιπόν, είναι το πνευματικό - ιδεολογικό κίνημα που γεννήθηκε και ωρίμασε στην Γαλλία αλλά γρήγορα εξαπλώθηκε σ’ ολόκληρη την Ευρώπη και έξω απ’ αυτήν. Ο γνωστός Γερμανός φιλόσοφος Ιμμάνουελ Κάντ έδωσε το 1784 τον εξής ορισμό για το κίνημα του Διαφωτισμού: «Διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητά του για την οποία ο ίδιος είναι υπεύθυνος». Στο ίδιο κείμενο, γράφει: «Sapere aude! Τόλμησε να μάθεις. Αυτό είναι το έμβλημα του Διαφωτισμού».
Το κίνημα του Διαφωτισμού εκτείνεται χρονικά από τα τέλη του 17ου αιώνα και κορυφώνεται με το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης του 1789. Οι κυριότεροι εκπρόσωποι του φιλοσοφικού κινήματος του 18ου αιώνα ήταν ο Μοντεσκιέ, ο Βολταίρος, ο Ζαν Ζακ Ρουσσό και ο Άνταμ Σμίθ:
Η Εγκυκλοπαίδεια αποτελεί ίσως το έργο που εκφράζει συλλογικότερα το κίνημα του Διαφωτισμού. Ο φιλόσοφος Ντιντερό και ο μαθηματικός Ντ'Αλαμπέρ ανέλαβαν να εκθέσουν σε ένα ενιαίο έργο (έφτασε τους 33 τόμους) το απάνθισμα των κοινωνικών και πολιτικών ιδεών της εποχής, αλλά και της τεχνολογικής και επιστημονικής προόδου. Το έργο αυτό, το οποίο γραφόταν από το 1746 έως το 1780, όχι μόνο διέδωσε τις ιδέες του Διαφωτισμού αλλά και προσέφερε τα κατάλληλα ιδεολογικά επιχειρήματα για την αστική επανάσταση, που θα ακολουθούσε.
Κατά τον 18ο αιώνα, την εποχή του Διαφωτισμού, η φιλοσοφία παίζει τον κυρίαρχο ρόλο του σχεδιαστή ή και οραματιστή της μελλοντικής ιδανικής κοινωνίας. Ο άνθρωπος που έχει απορρίψει κάθε υπερφυσικό πρότυπο έχει δύο βασικά εφόδια: τον ορθό λόγο και τον ελεύθερο νου μέσα σ’ ένα υλικό σύμπαν, το οποίο διέπουν συγκεκριμένοι νόμοι.
Η Ελληνική Περίπτωση
Δεδομένων των συνθηκών στην ξηρά το 18ο αιώνα, οι θαλάσσιες μεταφορές ήταν όχι μόνο ευκολότερες, φτηνότερες αλλά και συχνά ταχύτερες. Το να έχει κανείς λοιπόν πρόσβαση σε λιμάνι σήμαινε πρόσβαση στον κόσμο. Τον 18ο αιώνα, αυτό σήμαινε επίσης πρόσβαση στις ιδέες του Διαφωτισμού. Έτσι, όταν το εμπόριο που διεξήγαν οι Έλληνες άνθισε, χάρη στη συνθήκη του Κιουτσούκ - Καϊναρτζή το 1774.
Η συνθήκη επέτρεπε σε Ελληνικά καράβια να πλέουν με Ρωσική σημαία, ήταν θέμα χρόνου να φτάσει η επίδραση του Διαφωτισμού και στον χώρο όπου ζούσαν και δρούσαν οι Έλληνες (Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, Βενετία, Βιέννη, Παρίσι) αλλά και στον ίδιο τον Ελληνικό χώρο (Θεσσαλία, Ιωάννινα). Δημιουργήθηκε, λοιπόν, αυτό το είδος λόγιου εμπόρου ή εμπορευόμενου λόγιου. Οι λόγιοι αυτοί υπήρξαν οι κατ’ εξοχήν μεταφορείς ιδεών. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε ένα παρακλάδι του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός με τις δικές του ιδιαιτερότητες φυσικά.
Οι ιδέες ήρθαν από τον Ευρωπαϊκό χώρο έτοιμες, και οδήγησαν στη διαμόρφωση συνειδησιακών και πνευματικών φαινομένων που είχαν σχέση με την προαγωγή του Ελληνισμού και που φυσική τους κατάληξη ήταν η Ελληνική Επανάσταση. Στους κόλπους, λοιπόν, αυτής της κοσμοπολίτικης διασποράς ρίζωσαν οι ιδέες του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. Για να δούμε πως οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης «μεταφράστηκαν» και προσαρμόστηκαν στην Ελληνική περίπτωση, θα εξετάσουμε πρώτα τα κείμενα του Ρήγα και κατόπιν τα επαναστατικά συντάγματα του 1822, του 1823, και του 1827.
Ο Ρήγας Φεραίος (1757 - 1798)
Το 1790 το τυπογραφείο των Μαρκιδών - Πουλίων ίδρυσε στην Βιέννη την πρώτη Ελληνική εφημερίδα, με τον τίτλο ''Εφημερίς'', η οποία προσέφερε στους αναγνώστες ένα κράμα Γαλλικών επαναστατικών και Ελληνικών πατριωτικών ιδεών. Η εφημερίδα αυτή προέβαλε ιδιαίτερα τις ιδέες του Ρήγα Φεραίου. Τις πολιτικές του ιδέες, ο Ρήγας τις διατύπωσε με σαφήνεια στο επαναστατικό μανιφέστο, που τυπώθηκε στο ίδιο τυπογραφείο της Βιέννης το 1797, για να διανεμηθεί όχι μόνο στους Έλληνες αλλά και σε όλους τους Βαλκάνιους, προκειμένου να ξεσηκωθούν εναντίον του Οθωμανικού δεσποτισμού.
Το μανιφέστο περιείχε μία διακήρυξη ανεξαρτησίας, μία διακήρυξη των δικαιωμάτων των ανθρώπων, ένα Σύνταγμα της νέας ''Ελληνικής Δημοκρατίας'' και έκλεινε με ένα στρατιωτικό εμβατήριο, τον Θούριο, ο οποίος απευθυνόταν σε όλους τους υπηκόους του Σουλτάνου, συμπεριλαμβανομένων και των Τούρκων. Το επαναστατικό αυτό μανιφέστο αντιπροσώπευε το σύνολο των πολιτικών ιδεών του Ρήγα και έθετε σε εφαρμογή το όραμά του για τη μετατροπή των υπηκόων του δεσποτισμού σε πολίτες μίας ελεύθερης δημοκρατίας βασισμένης στο μοντέλο της επαναστατικής Γαλλίας. Το Σύνταγμα θα αποτελούσε τον καταστατικό χάρτη της ελευθερωμένης πολιτείας.
Σημαντικό μέρος της δουλειάς του Ρήγα είναι οι χάρτες του. Ο ιστορικός και πολιτικός Άτλας του Ελληνικού κόσμου -ένα εντυπωσιακό δείγμα ιστορικής χαρτογραφίας- θεωρείται ότι χρησιμεύει ως βάση της πολιτείας, που είχε οραματιστεί. Το όραμά του περιελάμβανε μία ριζική συνταγματική ανακατασκευή ενός μεγάλου γεωγραφικού χώρου, με την ανατροπή της Οθωμανικής εξουσίας και την εγκαθίδρυση θεσμών διακυβέρνησης, εκπροσώπησης και συμμετοχής στο πρότυπο της Γαλλικής Δημοκρατίας του 1793. Η πολιτική σκέψη του Ρήγα δείχνει την μετάβαση από τον κοσμοπολιτισμό του Διαφωτισμού, του οποίου οι ιδέες αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα, στον εθνικισμό των Βαλκανίων.
Τα Ελληνικά Συντάγματα
Πολύ γρήγορα αφού ξέσπασε η επανάσταση του 1821, οι επαναστατημένοι Έλληνες συγκροτούν τοπικά πολιτικά όργανα. Αυτό συμβαίνει γιατί προσπαθούν από τη μία μεριά να αναπληρώσουν το κενό που έχει αφήσει η έλλειψη οθωμανικής εξουσίας και από την άλλη να αποκτήσουν τη στοιχειώδη έστω κρατική υπόσταση. Αυτό ειδικά θα συνέβαλε ουσιαστικά στην προσπάθεια για αναγνώριση του αγώνα τους από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Από τα καταστατικά των οργάνων αυτών διαπιστώνεται πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του Διαφωτισμού.
Ωστόσο, οι ανάγκες του Αγώνα υπέδειξαν αμέσως την ανάγκη δημιουργίας κεντρικής διοίκησης. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο οργανώθηκαν οι τρεις Εθνοσυνελεύσεις κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Κάθε μία εξέδωσε από ένα σύνταγμα:
Η περίπτωση της συγκρότησης του Ελληνικού εθνικού κράτους οφείλει -παρά τις όποιες σημαντικές διαφορές- να ενταχθεί στο ευρύτερο πλαίσιο συγκρότησης εθνικών κρατών στην Ευρώπη. Είναι, ωστόσο, γεγονός ότι στην Νοτιοανατολική Ευρώπη και συγκεκριμένα στα Βαλκάνια οι διαδικασίες αυτές επηρεάστηκαν από τις αναχρονιστικές κοινωνικοοικονομικές δομές, που επικρατούσαν. Επιπλέον, όταν άρχισε η διαδικασία διαμόρφωσης τέτοιων συνειδήσεων που θα οδηγούσε στο αίτημα για τη συγκρότηση εθνικού κράτους, οι εμπλεκόμενοι πληθυσμοί δεν ζούσαν μόνο στα εδάφη που αργότερα πέρασαν στην κυριαρχία των εθνικών κρατών.
Όσον αφορά τους Έλληνες, ζούσαν σε ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην Αυστροουγγαρία, στη Ρωσία και αλλού, συγκατοικώντας μάλιστα και με άλλες εθνικότητες. Έτσι, όταν βαθμιαία διαλύεται η Οθωμανική Αυτοκρατορία, τον χώρο της τον καταλάμβαναν εθνικά κράτη. Αυτή η σταδιακή διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μεταξύ άλλων σήμαινε ότι κανένα από τα ιδρυόμενα κράτη δεν ήταν ευχαριστημένο από τα αρχικά σύνορά του. Διεκδικούσε σε κάθε ευκαιρία την περαιτέρω επέκτασή του. Τέτοια είναι και η Ελληνική περίπτωση συγκρότησης εθνικού κράτους:
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΟΡΑΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΩΝ
Η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας και η Αυτοθέσμιση της Επαναστατημένης Ελληνικής Κοινωνίας
Η Επανάσταση του 1821, επικό γεγονός στην ιστορία του νεώτερου Ελληνισμού, υπήρξε καρπός μακράς ιδεολογικής προετοιμασίας για την ωρίμανση του επαναστατικού φρονήματος του λαού, ενώ παράλληλα απετέλεσε πλήγμα στο καθεστώς της Ιεράς Συμμαχίας και σήμανε τον θρίαμβο της αρχής των εθνοτήτων. Η διαδικασία αυτογνωσίας της Ελληνικής κοινωνίας ενεργοποιείται σταδιακά μέσα από πολλαπλές κοινωνικο-οικονομικές συνισταμένες για να καταλήξει στην σύνθεση της Νεοελληνικής ταυτότητας και στη βούληση εθνικής αυτοθέσμισης.
Σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, η κλασική παιδεία που έχει ήδη δώσει τα πρότυπα για την ελευθερία της σκέψης και για την αξιοπρέπεια του ατόμου, θα συνδεθεί δραστικά με τα νέα πολιτικά ιδεώδη που φέρνει ο Ευρωπαϊκός φιλελευθερισμός και διακηρύσσει η Γαλλική Επανάσταση. Στην κορύφωση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού η Ελληνική Δημοκρατία (1797) του Ρήγα Βελεστινλή και η Ελληνική Νομαρχία (1806) του Ανωνύμου Έλληνος διακηρύσσουν με ριζοσπαστικό τρόπο μέσα από τα ανθρωπιστικά ιδεώδη της Αναγέννησης και τις αρχές του Ευρωπαϊκού διαφωτισμού υπέρ μιας αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με εξισωτική διάσταση που υπερέβαινε τον ατομοκεντρικό χαρακτήρα ενός φιλελεύθερου πολιτεύματος.
Στην ίδια κατεύθυνση ο Αδαμάντιος Κοραής οραματίζεται την πραγμάτωση της νέας Ελληνικής κοινωνίας μέσω της αναμόρφωσης της παιδείας και της Ελληνικής γλώσσας. Στην προσπάθειά τους να ελευθερωθούν από τον Οθωμανικό ζυγό οι εγγράμματοι Έλληνες διαμορφώνουν σταδιακά μια καινούργια νοοτροπία, μια αυτοπεποίθηση, αποτέλεσμα της ανοδικής πορείας στο εμπόριο και της καλλιέργειας της παιδείας. Οι ορίζοντες άνοιξαν με την ίδρυση σχολείων, με εκδόσεις βιβλίων, φυλλαδίων, εφημερίδων, μεταφράσεων, που κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι και πάντως από στόμα σε στόμα.
Η νέα αυτή αστική τάξη γίνεται φορέας των επαναστατικών ιδεών του Διαφωτισμού και του οράματος για ένα εθνικό - συνταγματικό κράτος. Το αίτημα της ελευθερίας, δηλαδή της κατάργησης των περιορισμών και καταναγκασμών του παλιού καθεστώτος, και της πολιτικής ισότητας και αυτοδιάθεσης διαχέεται στις πλατιές μάζες του πληθυσμού, που η οικονομική τους θέση έχει πλέον βελτιωθεί και καθίσταται ταυτόσημο με την στράτευση στην εθνική ιδέα του Ελληνισμού. Παράλληλα, ο απαίδευτος αγροτικός πληθυσμός συνειδητοποιεί μέσα από την φιλοπεριέργεια των περιηγητών την ιδιαιτερότητα της ιστορίας του και την αξία των αρχαίων μνημείων.
Δημιουργείται έτσι η αίσθηση ότι η Ελληνική εθνότητα αποτελεί μια ξεχωριστή οντότητα, η οποία είναι δυνατόν να αυτονομηθεί από το σύνολο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η τάση για την απαλλαγή από την τυραννία, το συναίσθημα της θυσίας, το ένστικτο της εθνικής Ελευθερίας μαζί με τη φιλελεύθερη ροπή για την πολιτική αυθυπαρξία που πλημμυρίζουν τα δημοτικά τραγούδια, ενισχύουν την ομόθυμη συνείδηση του ανώνυμου λαού για τον καθολικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.
Συγχρόνως, ο κοινοτισμός ως μορφή αυτοδιάθεσης των υποδούλων Ελλήνων αποτέλεσε διοικητικό κύτταρο που συνέβαλε δημιουργικά στη διατήρηση της συλλογικής συνείδησης της ιδιαιτερότητάς τους και διέσωσε τον πόθο της ελευθερίας. Εκτός τον εξελισσόμενο θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης για την εξυπηρέτηση ιδίως του δημοσιονομικού συστήματος του κατακτητή και της φοροδοτικής αποδοτικότητας της αναπτυσσόμενης εμπορικής τάξης των Ελλήνων, οι επαγγελματικές συσσωματώσεις, οι οποίες συγκροτούνται με δημοκρατικές διαδικασίες (αιρετό και υπεύθυνο της αρχής) και διοικούνται με συντεταγμένους κανονισμούς.
Καλλιέργησαν στα μέλη τους την αυτονομία αναπόσπαστα συνυφασμένη με το δημοκρατικό ιδεώδες, διαμορφώνοντας έτσι φιλελεύθερη πολιτική σκέψη. Η εμφάνιση, τέλος, της Φιλικής Εταιρείας, που μέσω των ιδανικών του φιλελευθερισμού καθοδηγεί την ηθική και την πνευματική αφύπνιση του Ελληνισμού, λειτουργεί ως δύναμη κρούσης για την προετοιμασία και την οργάνωση της Επανάστασης με σκοπό την θεμελίωση ενός κράτους που θα στηριζόταν στις αρχές της ισοπολιτείας και της ελευθερίας που είχε διαδώσει στην Ευρώπη η Γαλλική επανάσταση.
Η ανάπτυξη της Ελληνικής εθνικής συνείδησης είχε πλέον προχωρήσει τόσο, ώστε να έχει αποκτήσει υπόσταση το αίτημα για εθνική ανεξαρτησία και συγκρότηση ενός αυτόνομου εθνικού κράτους. Με την έναρξη της Επανάστασης εμφανίστηκε η ανάγκη άμεσης πολιτικής οργάνωσης για το συντονισμό του αγώνα και την διοίκηση των απελευθερωθέντων Ελληνικών περιοχών. Παράλληλα, η συγκρότηση πολιτικής διοίκησης λειτουργούσε και ως εγγύηση προς την Ευρώπη για την εθνική συλλογικότητα των επιδιώξεων των επαναστατών και την κοινή επιθυμία τους για ταχεία αποκατάσταση της ομαλότητας στην περιοχή.
Τα πρώτα τοπικά πολιτεύματα (Οργανισμός της Προσωρινής Διοικήσεως της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, Οργανισμός της Πελοποννησιακής Γερουσίας, Στρατοπολιτικό Σύστημα Σάμου, Πολίτευμα της νήσου Κρήτης) που ψηφίστηκαν από αυτοσχέδιες τοπικές Συνελεύσεις είχαν ως σκοπό την προσωρινή διοικητική και στρατιωτική οργάνωση συγκεκριμένων περιοχών μέχρι τη μελλοντική σύσταση της "Βουλής του Έθνους". Οι εργασίες της Α΄ Εθνοσυνέλευσης άρχισαν στο Άργος το Δεκέμβριο 1821 και συνεχίστηκαν στην Πιάδα (Νέα Επίδαυρο).
Συμμετείχαν 59 "παραστάτες", εκπρόσωποι από την Πελοπόννησο, την Ανατολική και Δυτικής Στερεά Ελλάδα και ορισμένα νησιά, οι οποίοι την 1η Ιανουαρίου 1822 ψήφισαν το "Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος", ένα σύνταγμα ριζοσπαστικό, το οποίο απέπνεε τις φιλελεύθερες και δημοκρατικές αρχές των Γαλλικών επαναστατικών συνταγμάτων του 1793 και του 1795 και του συντάγματος των H.Π.A. του 1787. Έτσι, εδραιώνεται στη συνείδηση της Ελληνικής κοινωνίας ο συνταγματισμός ως το θεμελιώδες και αναγκαίο κριτήριο της πολιτικής νομιμότητας.
Παρά τις επιφυλάξεις που μπορεί να διατυπώσει κανείς για την αντιπροσωπευτικότητα των μελών της Συνέλευσης και τον αδιάβλητο της εκλογής τους, το πρώτο σύνταγμα των επαναστατημένων Ελλήνων καταρτίσθηκε με δημοκρατικό τρόπο. Οι αντιπαραθέσεις απόψεων και γνωμών, οι εντάσεις και οι απολυτότητες που κατεγράφησαν κατά την επεξεργασία, τη συζήτηση και τη ψήφιση των τελικών κειμένων από την ολομέλεια της Συνέλευσης εισήγαγαν τους νεόκοπους αντιπροσώπους στη διαδικασία του κοινοβουλευτισμού. Περιλάμβανε 110 σύντομες παραγράφους κατανεμημένες σε πέντε ενότητες – «τίτλους» και "τμήματα" κατά το Γαλλικό πρότυπο.
Του Συντάγματος προτασσόταν η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, την οποία η Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου απηύθυνε προς τους Ευρωπαίους και με την οποία «το Ελληνικόν Έθνος εκήρυξεν ενώπιον Θεού και ανθρώπων την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν». Πριν διεισδύσουμε στην ουσία του κειμένου, αξίζει να προσεγγίσουμε με τα εργαλεία της πολιτικής υφολογίας τους λεκτικούς σχηματισμούς, οι οποίοι συγκροτούν το κείμενο της Διακήρυξης. Μια τέτοια προσεκτική ανάγνωση βοηθά να αποκαλυφθεί η παραστατική λειτουργία των εικόνων που κρύβουν μέσα τους οι λέξεις.
Συντάκτης της υπήρξε ο Θεόδωρος Νέγρης, άνθρωπος ιδιαίτερα έξυπνος με αξιόλογη μόρφωση, ο οποίος αντιπροσώπευε επαρκώς το Φαναριώτικο πρότυπο. Η λεπτομερής προσέγγιση του κειμένου προδίδει ότι η επιλογή των λέξεων και των όρων από τον Νέγρη έγινε έτσι ώστε να αποδοθεί με την μεγαλύτερη δυνατή πληρότητα η πολιτική πρόθεση των επαναστατημένων Ελλήνων προκειμένου να επιτευχθεί η αποτελεσματικότερη διάδοση και η θετικότερη δυνατόν αποδοχή του πολιτικού μηνύματος της Διακήρυξης από την ευρύτερη -όχι μόνο εσωτερική, αλλά και εξωτερική- κοινωνία.
Αυτό απαιτούσε διττή προσπάθεια: απλοποιητικούς σχηματισμοί, δημώδεις φράσεις, ενίοτε και παραστατικούς μεταφορικούς συμβολισμούς, ώστε το κείμενο να είναι κατανοητό στους απλούς απαίδευτους πολεμιστές, συγχρόνως όμως αρχαιόμορφους νεολογισμούς, ώστε να γίνεται η άμεση σύνδεση του επαναστατημένου λαού με τους αρχαίους προγόνους του, αλλά και δόκιμους πολιτικούς όρους, ώστε να υποστηριχθούν τα αιτήματα του Διαφωτισμού και να επιτευχθεί η διεθνή πολιτική και κοινωνική νομιμοποίηση των ενεργειών των επαναστατών, ενέργειες οι οποίες σημειωτέον βρίσκονταν σε πολιτική αναντιστοιχία με την μεταναπολεόντεια ισορροπία της εποχής.
Κάτω από το πρίσμα αυτό αποδεικνύεται ότι δεν είναι διόλου τυχαία η ιδιαίτερη φραστική φρόνηση να χαρακτηριστεί το Πολίτευμα «Προσωρινό», όχι απλώς διότι η Επανάσταση ήταν στην αρχή και το ελεύθερο Ελληνικό κράτος δεν είχε ακόμη αναγνωρισθεί από τη διεθνή κοινότητα, αλλά κυρίως για να αποφευχθούν οι αντιδράσεις της Ιεράς Συμμαχίας και των απολυταρχικών κύκλων της Ευρώπης Ας επανέλθουμε όμως στην ουσία του κείμενου. Η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας συνιστά ενδελεχή και εμπεριστατωμένη πολιτική και πολιτειακή πρόταση με άμεση συμμετοχή ίσων και ελεύθερων ανθρώπων, με την οποία οι εξεγερμένοι Έλληνες δηλώνουν ότι ήθελαν να ζήσουν εφεξής όχι απλώς ανεξάρτητοι, αλλά και ελεύθεροι βάσει σταθερών κανόνων.
Οι εξεγερμένοι Έλληνες συνεπώς κατά τη διάρκεια της Επανάστασης λειτούργησαν ως έθνος πολιτών, με εκπεφρασμένη βούληση για δημοκρατική αυτοθέσμιση και τούτο ως αντίπαλο δέος προς την «ελέω Θεού βασιλεία» που υπήρχε ως τότε. Η Νεοελληνική αυτοσυνειδησία και η έφεση για αυτοδιάθεση εκφραζόταν ήδη στα επαναστατικά φυλλάδια, τις προκηρύξεις της Φιλικής Εταιρείας, την Προκήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος», αλλά αποκρυσταλλώνεται πλήρως στη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, όπου το αίτημα για εθνική αυτοδιάθεση διαμορφώνεται παράλληλα με αυτό για πολιτική δημοκρατία, θεσμική ισοπολιτεία και ισονομία.
Η βούληση για αυτοδέσμευση με νόμους είναι διάχυτη στο κείμενο της Διακήρυξης, όπου μεταξύ άλλων τονίζεται ότι: «O κατά των Tούρκων πόλεμος ημών, είναι πόλεμος εθνικός, πόλεμος ιερός, πόλεμος του οποίου η μόνη αιτία είναι η ανάκτησις των δικαίων της προσωπικής ημών ελευθερίας, της ιδιοκτησίας και της τιμής». Κατά την εύστοχη παρατήρηση του Α. Σβώλου, οι εξεγερμένοι Έλληνες υιοθέτησαν «το θεμελιώδες αίτημα του κινήματος της αστικής τάξεως όπως διακηρύχθηκε από την Γαλλική και την Αμερικανική επανάσταση», σύμφωνα με το οποίο «η κατάκτησις της πολιτικής ελευθερίας ως σκοπόν έχει την εξασφάλισιν των φυσικών δικαίων του ανθρώπου».
Εν συνεχεία της Διακήρυξης, το Σύνταγμα της Επιδαύρου θεμελιώνει την δημοκρατική πολιτεία στην λαϊκή κυριαρχία, υιοθετώντας το αντιπροσωπευτικό σύστημα, την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και την καθολικότητα της ψήφου. Αναγνωρίζεται, έτσι πανηγυρικά ως πηγή των εξουσιών το έθνος -ο «αυτοκράτωρ λαός» κατά τον Ρήγα, σε αντιδιαστολή με τον μονάρχη. Το έθνος για τους εξεγερμένους Έλληνες συνέπιπτε εννοιολογικά με τους μόνιμους Χριστιανούς κατοίκους της Ελλάδας, καθόσον η 2η παράγραφος του Συντάγματος προέβλεπε ότι μόνον «Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικράτειας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες».
Η Χριστιανική πίστη, ως κοινή θρησκευτική ταυτότητα, ανάγεται έτσι σε στοιχείο διασφάλισης της πολυπόθητης εθνικής ενότητας και ομοιογένειας του υπό σύσταση κράτους. Ο επαναστατικός αυτός ορισμός του πολίτη, μακράν της Αριστοτελικής έννοιας του όρου, αντικατοπτρίζει τον τρόπο με τον οποίο αυτοπροσδιοριζόταν επί αιώνες οι υπόδουλοι Έλληνες και συγχρόνως προσδιορίζει το κριτήριο, το οποίο καθόριζε την θέση τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο έντονα δημοκρατικός χαρακτήρας του Συντάγματος καταφαίνεται στην ιδιαίτερη πρόνοια που έλαβαν οι συντάκτες του για την περιστολή της εκτελεστικής εξουσίας.
Έτσι η "Διοίκησις" αποτελείτο από το "Βουλευτικόν" και το "Εκτελεστικόν", αμφότερα συλλογικά όργανα με ενιαύσια θητεία, τα οποία ισοσταθμίζονταν στη νομοπαραγωγική διαδικασία. Ακόμη, υπήρχε και το "Δικαστικόν", όργανο ανεξάρτητο των άλλων δύο, πλην όμως εκλεγόμενο από αυτά, ενώ τη δικαιοσύνη απένειμαν τα "Κριτήρια", δηλαδή τα δικαστήρια. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη είναι η πρόταξη της περιφρούρησης των ατομικών δικαιωμάτων και ιδίως της ελευθερίας υπό τις διάφορες μορφές της και της ισότητας, στο πρώτο και δεύτερο τμήμα του Συντάγματος, δηλαδή στα πρώτα επτά άρθρα.
Η απόλαυση των ατομικώς δικαιωμάτων αποτελούσε ένα από τους κύριους στόχους της Επανάστασης, όπως επί λέξει αναφέρει η Διακήρυξη: ''Από τοιαύτας αρχάς των φυσικών δικαίων ορμώμενοι''. Αλλά και πρωτύτερα ο Δημήτριος Υψηλάντης στην προκήρυξη της 6ης Οκτωβρίου 1821 με την οποία συγκάλεσε την Πρώτη Εθνοσυνέλευση αναφέρει μεταξύ άλλων: «Ήλθον να διεκδικήσω τα δίκαιά σας, την τιμήν, την ζωήν, την περιουσίαν σας· ήλθον να σας δώσω νόμους δικαίους, δικαστήρια αμερόληπτα, ώστε ουδείς να βλάπτη τα συμφέροντά σας, ουδένα παίζη με την ύπαρξιν σας.
Καιρός είναι να παύση πλέον η τυραννία όχι μόνον των Τούρκων, αλλά και η τυραννία των ατόμων εκείνων, τα οποία, συμμεριζόμενα τα αισθήματα των Τούρκων, ζητούν να καταπιέζουν τον λαόν». Το συνταγματικό κείμενο μετουσιώνει σε εφαρμοστέες κανονιστικές διατάξεις το φυσικό δίκαιο, προτάσσοντας την αναγνώριση της ανεξιθρησκίας, ακολουθεί η κατοχύρωση της αρχής της ισότητας ενώπιον των νόμων για όλους τους κατοίκους της χώρας, η αρχή της ισότητας στα αξιώματα, η οποία ίσχυε μόνο υπέρ των Ελλήνων ανάλογα με την προσωπική τους αξία.
Ακολουθούν η προστασία της ιδιοκτησίας, της τιμής και της ασφάλειας των Ελλήνων, η αρχή της νομιμότητας του φόρου και τέλος καταργούνταν τα βασανιστήρια και η ποινή της δήμευσης, απαγορευόταν η σύλληψη κάθε κατοίκου της Ελλάδας χωρίς δικαστικό ένταλμα με εξαίρεση τα αυτόφωρα εγκλήματα και προβλεπόταν η έκδοση νόμου για την πολιτογράφηση των ξένων. Η αξία του ανθρώπου, επομένως, δεν αποτελεί μόνον γενική αρχή του φυσικού δικαίου, η οποία εξειδικεύεται στις συναφείς διατάξεις των πρώτων επτά άρθρων του Συντάγματος, αλλά και ιστορική και νοηματική προϋπόθεση, δομικό υπόβαθρο της ίδιας της κατοχύρωσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Κατά συνέπεια, ο συνταγματικός νομοθέτης θεσπίζοντας την ελευθερία και την ισότητα, αναγνωρίζει ουσιαστικά την ίδια ικανότητα δικαίου σε όλους τους ανθρώπους και κάθε άνθρωπο ως υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Επομένως, η έννοια του ανθρώπου ως θεμέλιο της νεωτερικότητας, έτσι όπως αναπτύχθηκε με την Γαλλική επανάσταση και το Διαφωτισμό και υιοθετείται από το Σύνταγμα της Επιδαύρου και τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας περιλαμβάνει την ελευθερία σαν αξία και καταδικάζει παντελώς την δουλεία.
Η συνταγματική αναγνώριση της ελευθερίας και της ισότητας συνεπάγεται ουσιαστικά ότι κάθε άνθρωπος θεωρείται πρόσωπο, κάθε άνθρωπος έχει ικανότητα δικαίου, είναι φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, έχει δηλαδή την ιδιότητα της προσωπικότητας, εξοβελίζοντας έτσι το ακόμα ισχύον στις νομοθεσίες των υπολοίπων κρατών καθεστώς της δουλείας. Είναι ιδιαιτέρως πρωτοποριακό για την συγκεκριμένη χρονική στιγμή και ιστορική συγκυρία ότι ο συνταγματικός νομοθέτης, καίτοι στην §98 επιλέγει ως πρόσκαιρη λύση μέχρι τη σύνταξη νέων κωδίκων την ισχύ των νόμων «των αειμνήστων Χριστιανών ημών Αυτοκρατόρων».
Εγκαταλείπει την πεπαλαιωμένη διάκριση του ρωμαϊκού δικαίου μεταξύ ανθρώπου και προσώπου, διάκριση η οποία εξακολουθούσε, αν και ηπιότερη κάτω από την επήρεια της χριστιανικής ηθικής, να ισχύει και το Βυζάντιο. Το πρωτοπόρο πνεύμα του συνταγματικού νομοθέτη εξειδικεύεται ακόμη περισσότερο στο Σύνταγμα του Άστρους του 1823 και της Τροιζήνας του 1827, τα οποία απαγορεύουν ρητά την σωματεμπορία και τη δουλεία κάθε ανθρώπου.
Αναφέροντας επί λέξει ότι «εν Ελλάδι ούτε πωλείται ούτε αγοράζεται άνθρωπος· αργυρώνητος ή δούλος παντός γένους και πάσης θρησκείας είναι ελεύθερος άμα πατήση επί Ελληνικού εδάφους και από τον δεσπότην αυτού ακαταζήτητος». Η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας αποτελεί ακόμη και ως τίτλος, μια μετωπική διακήρυξη πολιτικών αξιών, η οποία εξηγεί το αίτιο της εξέγερσης και συγχρόνως περιέχει ενσυνείδητη πολιτειακή πρόταση για το τί πρέπει υποχρεωτικώς να περιλαμβάνει το υποστεγαζόμενο Σύνταγμα.
Περιλαμβάνει επομένως την εποπτεύουσα για το Σύνταγμα πολιτική φιλοσοφία, τις υπερκείμενες επιταγές και αξίας, οι οποίες οδήγησαν στην εξέγερση και πάνω στις οποίες θεσμοθετείται η εξουσία. Η Διακήρυξη, μείζον επίτευγμα της Πρώτης Εθνοσυνέλευσης, εισάγει την νεωτερικότητα στην Ελληνική κοινωνία, η οποία με καινοτόμους πολιτικούς θεσμούς καλείται να συγκροτήσει την κρατική εξουσία του πρώτου στην Ελληνική ιστορία ανεξάρτητου εθνικού κράτους και να διαχειριστεί τους μηχανισμούς διοίκησης των απελευθερωμένων περιοχών. Το εγχείρημα δεν ήταν απλό και το στοίχημα δεν κερδίθηκε σε όλα τα επίπεδα.
Εν πρώτοις τα πρόσωπα που κλήθηκαν να υπηρετήσουν τους θεσμούς αυτούς προέρχονταν κατά κύριο λόγο από τις ηγετικές ομάδες της προεπαναστατικής περιόδου (προύχοντες, οπλαρχηγοί, ιεράρχες) και για το λόγο αυτό μετέφεραν στο νεοσύστατο κράτος νοοτροπίες και συμπεριφορές παρωχημένες. Επιπλέον η πολυπλοκότητα της συγκρότησης εκ του μηδενός ενός αυτόνομου κράτους (θεσμοί, ιεραρχίες, διαδικασίες), συνδυασμένη με τους ανταγωνισμούς των πρωταγωνιστών του Αγώνα έδωσαν στάσεις και εμφύλιους πολέμους, για να καταλήξουν στην δολοφονία του Καποδίστρια και την έλευση του Όθωνα.
Παρόλα αυτά, όσα αντίβαρα και αν επιβίωσαν από το παρελθόν, είναι αναμφισβήτητο ότι η Επανάσταση του 1821 επέφερε οριστική ρήξη με το οθωμανικό προηγούμενο ανατρέποντας πλήρως το υπάρχον σύστημα κυριαρχίας. Η καθοριστική αυτή τομή στο ιστορικό γίγνεσθαι αποδεικνύει την συνειδητή αυτοθέσμιση της Ελληνικής κοινωνίας στο μέτρο που αυτή δημιούργησε ex nihilo ένα αυτόνομο, ελεύθερο και δημοκρατικό κράτος, ακόμη και αν η αυτοθέσμιση αυτή δεν στηρίχθηκε σε ''φαντασιακούς'' παράγοντες.
Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ
Μορφές Πολιτευμάτων
Πολίτευμα είναι ο τρόπος, με τον οποίο οργανώνεται και ασκείται η πολιτική εξουσία. Η μορφή του πολιτεύματος ορίζεται στον θεμελιώδη νόμο που συντάσσει την πολιτεία, το Σύνταγμα. Τα πολιτεύματα, ανάλογα με το ποιος ασκεί την εξουσία, διακρίνονται σε:
α) Μοναρχικά: Στα πολιτεύματα αυτά, πηγή και φορέας της εξουσίας είναι ένα μόνο φυσικό πρόσωπο, ο μονάρχης (ή βασιλιάς). Η βούληση του μονάρχη είναι η υπέρτατη βούληση μέσα στην πολιτεία. Η εξουσία του είναι απεριόριστη (απόλυτη μοναρχία). Όταν ο μονάρχης «παραχωρεί» Σύνταγμα, ο τρόπος άσκησης της εξουσίας γίνεται με βάση τις διατάξεις του θεμελιώδους αυτού νόμου (συνταγματική μοναρχία). Ο μονάρχης εξακολουθεί να είναι το ανώτατο όργανο της πολιτείας, ορίζεται όμως η λειτουργία και άλλων κρατικών οργάνων που περιορίζουν την εξουσία του μονάρχη (ο μονάρχης ψηφίζει τους νόμους μαζί με τη Βουλή, οι πράξεις του μονάρχη προσυπογράφονται από τους υπουργούς κ.ά.).
β) Ολιγαρχικά: Είναι τα πολιτεύματα, στα οποία η πολιτική εξουσία ασκείται από ορισμένο αριθμό προσώπων. Τα πρόσωπα αυτά θεωρούνται προνομιούχα έναντι των υπολοίπων, λόγω αριστοκρατικής καταγωγής ή ένταξής τους σε συγκεκριμένο κόμμα κτλ.
γ) Δημοκρατικά: Είναι τα πολιτεύματα, στα οποία κυρίαρχος είναι ο λαός (ο «δήμος κρατεί», δηλ. κυριαρχεί). Πηγή και φορέας της πολιτικής εξουσίας στο δημοκρατικό πολίτευμα είναι ο λαός. Η βούληση του λαού είναι η υπέρτατη βούληση μέσα στην πολιτεία. τα συστατικά στοιχεία του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι η ελευθερία και η ισότητα. Στη ∆ημοκρατία, οι πολίτες συμμετέχουν οι ίδιοι στην άσκηση της εξουσίας, ψηφίζουν νόμους, εκλέγονται στα αξιώματα, αυτοκαθορίζονται, είναι επομένως ελεύθεροι άνθρωποι.
Με την έννοια της ελευθερίας συνυφαίνεται η έννοια της ισότητας: όλοι οι ελεύθεροι πολίτες που απαρτίζουν τον δήμο μιας δημοκρατικής πολιτείας, πρέπει να συμμετέχουν εξίσου στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας . Αν δεν μετέχουν όλοι, ετεροπροσδιορίζονται, δηλαδή κάποιος άλλος αποφασίζει γι’αυτούς. Κατά συνέπεια, παύουν να είναι ελεύθεροι. Η ∆ημοκρατία διασφαλίζει την ελευθερία και την ισότητα, ακριβώς γιατί αναγνωρίζει την ανθρώπινη αξία ως θεμελιώδη αξία του κοινωνικού βίου. Οι άνθρωποι βέβαια διαφέρουν ως προς τις σωματικές, πνευματικές, ψυχικές ιδιότητες και ικανότητες τους.
Η ∆ημοκρατία όμως είναι το μόνο πολίτευμα που παραμερίζει τις διαφορές μεταξύ των ανθρώπων και εξασφαλίζει σε όλους ανεξαιρέτως κοινή αφετηρία και ίσες ευκαιρίες για την αξιοποίηση των ικανοτήτων τους. Η βούληση καθενός πολίτη έχει την ίδια βαρύτητα με τη βούληση οποιουδήποτε άλλου και αυτή είναι μια από τις βασικότερες κατακτήσεις της ∆ημοκρατίας. Στη ∆ημοκρατία, ο λαός αποφασίζει είτε ο ίδιος (άμεσα), είτε μέσω των αντιπροσώπων του (έμμεσα) για την επίλυση των ποικίλων προβλημάτων της κοινωνικής συμβίωσης, με βάση την αρχή της πλειοψηφίας.
Η αρχή της πλειοψηφίας είναι θεμελιώδης για τη λήψη αποφάσεων στη ∆ημοκρατία. Η μειοψηφία πάντως είναι, επίσης, κατοχυρωμένη και η γνώμη της πάντοτε ακούγεται. Η ∆ημοκρατία μπορεί να έχει τις ακόλουθες μορφές:
α) Άμεση ή Συμμετοχική Δημοκρατία: Είναι το πολίτευμα, στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία άμεσα συμμετέχοντας σε λαϊκές συνελεύσεις. Εφαρμόστηκε στην αρχαία Ελλάδα με την Εκκλησία του ∆ήμου στην Αθήνα, την Απέλλα στη Σπάρτη. Σήμερα, η άμεση ∆ημοκρατία εφαρμόζεται μόνο σε ορισμένα καντόνια της Ελβετίας, όπου είναι δυνατή η σύγκληση λαϊκών συνελεύσεων λόγω του μικρού πληθυσμού τους.
β) Αντιπροσωπευτική Κοινοβουλευτική Δημοκρατία: Στο πολίτευμα αυτό, ο λαός ασκεί την εξουσία δια των αντιπροσώπων του, δηλαδή των βουλευτών. Αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική ∆ημοκρατία είναι και το πολίτευμα της Ελλάδας.
Με κριτήριο τον τρόπο ανάδειξης του ανώτατου άρχοντος της πολιτείας, η αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική Δημοκρατία μπορεί να έχει τις εξής μορφές:
α) Βασιλευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία: Αρχηγός του κράτους είναι ο βασιλιάς. Το αξίωμα του είναι κληρονομικό και ισόβιο. Οι αρμοδιότητές του είναι κατά κανόνα περιορισμένες, ο ρόλος του είναι πιο πολύ συμβολικός. Τον ουσιαστικό ρόλο της λήψης των πολιτικών αποφάσεων έχει η εκλεγμένη από τον λαό Κυβέρνηση (Μ. Βρετανία, Βέλγιο, Ολλανδία, ∆ανία, Σουηδία, Ισπανία κτλ.).
β) Προεδρευόμενη κοινοβουλευτική Δημοκρατία: Στο πολίτευμα αυτό, αρχηγός του κράτους είναι ο Πρόεδρος της ∆ημοκρατίας (Πτ∆), ο οποίος είναι αιρετός και εκλέγεται από τη Βουλή. Ο Πτ∆ δεν έχει ουσιαστικές πολιτικές αρμοδιότητες όπως συμβαίνει π.χ. στην Ελλάδα, την Ιταλία, τη Γερμανία. Τις πολιτικές αποφάσεις λαμβάνει η εκλεγμένη από τον λαό Κυβέρνηση.
γ) Προεδρική Κοινοβουλευτική Δημοκρατία: Στο πολίτευμα αυτό, ο Πρόεδρος της ∆ημοκρατίας είναι και αρχηγός του κράτους και πρόεδρος της Κυβερνήσης. Η Κυβέρνηση σχηματίζεται από τον Πρόεδρο της ∆ημοκρατίας, ο οποίος έχει ουσιαστικές πολιτικές αρμοδιότητες.
Η εκλογή του Προέδρου της ∆ημοκρατίας πραγματοποιείται είτε άμεσα από τον λαό (π.χ. Γαλλία), είτε από ειδικό σώμα εκλεκτόρων (π.χ. Η.Π.Α., Κύπρος, Ρωσία κτλ.). Στην αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική ∆ημοκρατία λειτουργούν και θεσμοί άμεσης δημοκρατίας. Τέτοιοι θεσμοί είναι αυτοί που θα αναφερθούν στη συνέχεια. Στην Ελληνική ∆ημοκρατία από αυτούς τους θεσμούς αναγνωρίζεται μόνο το δημοψήφισμα:
α) Το Δημοψήφισμα: Πρόκειται για μια διαδικασία άμεσης ψηφοφορίας, στην οποία το εκλογικό σώμα (το σύνολο δηλαδή των πολιτών που έχει δικαίωμα ψήφου) ψηφίζει και αποφαίνεται με ένα «ναι» ή «όχι» επί ενός συγκεκριμένου θέματος, π.χ. ως προς τη μορφή του πολιτεύματος, βασιλευόμενη ή αβασίλευτη δημοκρατία. Το Ελληνικό Σύνταγμα προβλέπει δύο τύπους δημοψηφισμάτων: για «κρίσιμα εθνικά θέματα» και για «ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα» (άρθρο 44 παρ. 2 Συντάγματος). Η Ελβετία είναι η χώρα, στην οποία συχνά εφαρμόζεται το δημοψήφισμα.
β) Η Λαϊκή Νομοθετική Πρωτοβουλία: Είναι η δυνατότητα ορισμένου αριθμού πολιτών που ανήκουν στο εκλογικό σώμα, να υποβάλλει είτε αίτηση προς τα νομοθετικά όργανα της πολιτείας για την ψήφιση, κατάργηση ή τροποποίηση ενός νόμου, είτε να διατυπώνει πρόταση νόμου, επί της οποίας οι πολίτες καλούνται στη συνέχεια να αποφανθούν με δημοψήφισμα.
γ) H Λαϊκή Αρνησικυρία (Veto): Ο λαός μπορεί, μέσα σε ορισμένη προθεσμία από την ψήφιση ενός νόμου από τη Βουλή, να ανατρέψει την ισχύ του, δηλαδή να ματαιώσει την εφαρμογή του, όπως για παράδειγμα με τη συγκέντρωση ορισμένου αριθμού υπογραφών για θέματα σοβαρά κοινωνικά ή εθνικά και τη μεταβίβαση της εκφρασμένης αυτής βούλησης στο κοινοβούλιο.
Το Πολίτευμα της Ελλάδας
Το άρθρο 1 του Συντάγματος ορίζει τα εξής:
1. Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.
2. Θεμέλιο του Πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία.
3. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα.
Η μορφή λοιπόν του πολιτεύματος της Ελλάδας, όπως ορίζεται στο Σύνταγμα, είναι:
Οι αντιπρόσωποι του λαού εκλέγουν και τα άλλα δύο βασικά όργανα της Πολιτείας, τον Πρόεδρο της ∆ημοκρατίας και την Κυβέρνηση. οι βασικότερες αρχές της Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας είναι:
α) Η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.
β) Ο δημοκρατικός τρόπος ανάδειξης της Βουλής με εκλογές,
γ) Η εκλογή του Προέδρου της ∆ημοκρατίας από τη Βουλή.
Εκλογικό Σώμα και Εκλογικά Συστήματα
Εκλογικό σώμα είναι όλοι οι πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα. Το εκλογικό δικαίωμα (δικαίωμα ψήφου) στις Ελληνικές βουλευτικές εκλογές, εξαρτάται από δύο προϋποθέσεις:
α) Την Ελληνική Ιθαγένεια. «Οι βουλευτές εκλέγονται, από τους πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα, όπως ο νόμος ορίζει». (άρθρο 51 του Συντ.). Εφόσον το πολιτικό αυτό δικαίωμα ανήκει μόνον σε Έλληνες πολίτες, είναι αυτονόητο ότι ψηφοφόροι μπορούν να είναι όσοι έχουν την Ελληνική Ιθαγένεια, ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίον την απέκτησαν.
β) Τη νόμιμη ηλικία (18ο έτος συμπληρωμένο). Οι εκλογείς, οι πολίτες δηλαδή που έχουν το δικαίωμα ψήφου, είναι γραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους των δήμων και κοινοτήτων της εκλογικής τους περιφέρειας.
Η ψήφος αποτελεί έκφραση της πολιτικής βούλησης κάθε πολίτη που συμμετέχει στην εκλογική διαδικασία. Με την ψήφο υλοποιείται στην πράξη η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Στην Ελλάδα έχει δρομολογηθεί η αναγνώριση της επιστολικής ψήφου για τους εκτός επικρατείας εκλογείς, τον απόδημο Ελληνισμό. Σήμερα γίνεται λόγος και για ηλεκτρονική ψηφοφορία. Οι νέες Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (Τ.Π.Ε.) έχουν δημιουργήσει νέες επαναστατικές δυνατότητες για την ενδυνάμωση του δημοκρατικού διαλόγου σε τοπικό, εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο.
Εκλογικό σύστημα είναι η μέθοδος, με την οποία οι βουλευτικές έδρες κατανέμονται μεταξύ των εκλογικών σχηματισμών (και των υποψηφίων τους), με βάση τις ψήφους που πήραν κατά την εκλογική αναμέτρηση. Με άλλα λόγια, το εκλογικό σύστημα «μετατρέπει» τις ψήφους σε βουλευτικές έδρες. Επηρεάζει επομένως καθοριστικά την απόδοση των πολιτικών κομμάτων, την προοπτική τους να κερδίσουν ή έστω να συμμετέχουν στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Κατά συνέπεια, το εκλογικό σύστημα αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για τη διαμόρφωση του πολιτικού συστήματος.
Το εκλογικό σύστημα δεν ορίζεται στο Σύνταγμα, αλλά ψηφίζεται από τη Βουλή με τον εκλογικό νόμο. Παρέχεται έτσι στη Βουλή η δυνατότητα, να ψηφίζει κάθε φορά τον εκλογικό νόμο που ανταποκρίνεται στις εκάστοτε πολιτικές συνθήκες. Από την άλλη πλευρά, η δυνατότητα μιας κυβερνητικής πλειοψηφίας να διαμορφώνει το περιεχόμενο ενός νόμου, θα της έδινε την ευχέρεια να μεταβάλλει το εκλογικό σύστημα ενόψει βουλευτικών εκλογών, ανάλογα με τα προσδοκώμενα εκλογικά της οφέλη.
Το ενδεχόμενο αυτό στην Ελλάδα αποτράπηκε με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001: το Σύνταγμα ορίζει ότι ένας καινούργιος εκλογικός νόμος, εφαρμόζεται από τις μεθεπόμενες, μετά την ψήφισή του, εκλογές. Μόνο εάν συμφωνήσει η πλειοψηφία των 2/3 του όλου αριθμού των βουλευτών, μπορεί ένας καινούργιος εκλογικός νόμος να ισχύσει από τις επόμενες, μετά την ψήφισή του, εκλογές (άρθρο 54 παρ.1 Συντάγματος). Βασικές έννοιες που σχετίζονται με το εκλογικό σύστημα είναι:
Ο αριθμός των βουλευτών κάθε εκλογικής περιφέρειας ορίζεται με προεδρικό διάταγμα, βάσει του νόμιμου πληθυσμού της περιφέρειας. Ο πληθυσμός αυτός προκύπτει από τους εγγεγραμμένους κατοίκους στα οικεία δημοτολόγια, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή. Ανάλογα με τον τρόπο κατανομής των βουλευτικών εδρών στις εκλογικές περιφέρειες, το εκλογικό σύστημα διακρίνεται σε:
α) Πλειοψηφικό: Είναι το εκλογικό σύστημα, στο οποίο τις έδρες της εκλογικής περιφέρειας λαμβάνει ο συνδυασμός που συγκέντρωσε στις εκλογές τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων, σε σχέση με τους άλλους υποψηφίους ή συνδυασμούς. Η εφαρμογή του συστήματος αυτού ευνοεί τον σχηματισμό κυβερνήσεων από ένα μόνο κόμμα, αυτό που διαθέτει την πλειοψηφία των εδρών στο κοινοβούλιο. Το μειονέκτημα του πλειοψηφικού συστήματος είναι ότι περιορίζει την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση των μικρότερων κομμάτων.
β) Αναλογικό: Είναι το εκλογικό σύστημα, στο οποίο επιδιώκεται η αντιστοίχιση του αριθμού των εδρών με την ποσοστιαία εκλογική δύναμη κάθε κόμματος. Κατά το σύστημα αυτό, οι έδρες κάθε εκλογικής περιφέρειας κατανέμονται μεταξύ των εκλογικών συνδυασμών, με κριτήριο τον αριθμό των ψήφων που συγκεντρώνουν. Για παράδειγμα αν ένα κόμμα συγκεντρώσει το 40% των ψήφων, καταλαμβάνει και το 40% των βουλευτικών εδρών. Το αναλογικό εκλογικό σύστημα ευνοεί την εκπροσώπηση και των μικρών κομμάτων στη Βουλή.
Αυτό συνεπάγεται το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβερνήσεων συνασπισμού με τη συνεργασία δύο ή περισσοτέρων κομμάτων. Στο αναλογικό σύστημα, η κατανομή των εδρών πραγματοποιείται με βάση το λεγόμενο εκλογικό μέτρο. Εκλογικό μέτρο είναι ο ελάχιστος αριθμός ψήφων που απαιτείται για την απόκτηση μιας βουλευτικής έδρας. Το αναλογικό σύστημα γνώρισε διάφορες παραλλαγές. Την απλή αναλογική και την ενισχυμένη, με διάφορες παραλλαγές. Η ενισχυμένη αναλογική με διάφορες εκδοχές είναι το ισχύον εκλογικό σύστημα στην Ελλάδα.
γ) Μικτό Εκλογικό Σύστημα: Είναι το εκλογικό σύστημα που συνδυάζει το πλειοψηφικό με την αναλογική αντιπροσώπευση. Εφαρμόζεται στη Γερμανία, τη Ρωσία, τη Νέα Ζηλανδία, και το Ηνωμένο Βασίλειο (Σκοτσέζικο Κοινοβούλιο και Ουαλική Συνέλευση).
Έννοια και Ρόλος του Συντάγματος
Σύνταγμα είναι ο θεμελιώδης νόμος που συντάσσει την πολιτεία. Καθορίζει, όπως είδαμε, τη μορφή του πολιτεύματος. Επίσης, προβλέπει και κατοχυρώνει θεσμούς που λειτουργούν ως εγγυήσεις για την προστασία του πολιτεύματος και της λαϊκής κυριαρχίας, όπως είναι:
α) Η λειτουργία των πολιτικών κομμάτων.
β) Η κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών.
γ) Η υποχρέωση όλων των Ελλήνων «να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να καταλύσει το Σύνταγμα με τη βία». Η διάταξη αυτή του άρθρου 120 παρ. 4 απευθύνεται σε όλους τους πολίτες, ανεξάρτητα από το φύλο, την ηλικία, την ιδιότητα. Ο λαός, ο πραγματικός φορέας κάθε εξουσίας, ανακηρύσσεται σε πολιτειακό όργανο υπεράσπισης του Συντάγματος και της μορφής του πολιτεύματος.
δ) Ο ορισμός των θεμελιωδών αρχών που ρυθμίζουν την κοινωνική συμβίωση (π.χ. δημοκρατική αρχή, κοινωνικό κράτος δικαίου).
Το Σύνταγμα αποτελεί τον αναγκαίο όρο ύπαρξης όλων των υπόλοιπων κανόνων δικαίου. Σε αυτό ορίζονται τα όργανα που εκδίδουν τους νόμους, καθώς και η διαδικασία θέσπισής τους. Το Σύνταγμα υπέρκειται των υπολοίπων κανόνων δικαίου και δεν μπορεί να θιγεί από καμία απόφαση ή πράξη των κρατικών οργάνων. Όλα τα όργανα του κράτους είναι υποχρεωμένα να ερμηνεύουν τους νόμους βάσει των ρυθμίσεων του Συντάγματος. Και η νομοθετική λειτουργία, η ψήφιση δηλαδή ενός νόμου από τη Βουλή, πρέπει να «συντάσσεται» προς το Σύνταγμα.
Όλα τα Ελληνικά δικαστήρια, όλων των βαθμίδων, ελέγχουν, αν ο νόμος που πρόκειται να εφαρμόσουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση συμφωνεί με το Σύνταγμα, τόσο ως προς τη διαδικασία παραγωγής του, όσο και ως προς το περιεχόμενό του. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων. Τα δικαστήρια είναι υποχρεωμένα να μην εφαρμόζουν έναν νόμο όταν κρίνουν ότι είναι αντισυνταγματικός. Η απόφαση πάντως ενός δικαστηρίου περί αντισυνταγματικότητας ενός νόμου αφορά μόνο τη συγκεκριμένη υπόθεση που δικάζεται ενώπιόν του.
Τα άλλα δικαστήρια δεν δεσμεύονται. Ούτε ο νόμος καταργείται. Η απόφαση ενός δικαστηρίου περί αντισυνταγματικότητας ενός νόμου δηλώνει την ανάγκη αλλαγής του νόμου αυτού από τη Βουλή. Έτσι, ο νόμος εξακολουθεί να ισχύει, ώσπου να ψηφιστεί από τη Βουλή καινούργιος νόμος που να καταργεί τον αντισυνταγματικό. Έλεγχος συνταγματικότητας ενός νόμου γίνεται και πριν από την ψήφισή του (προληπτικός έλεγχος). Ο προληπτικός έλεγχος ασκείται από τη Βουλή. Επίσης, ο Πρόεδρος της ∆ημοκρατίας έχει δικαίωμα αναπομπής του νόμου στη Βουλή:
Αν, δηλαδή, διαπιστώσει ότι κατά την ψήφιση του νόμου δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από το Σύνταγμα διαδικασία, αναπέμπει τον νόμο για εκ νέου ψήφιση από τη Βουλή. Για να αναθεωρηθεί το Σύνταγμα, πρέπει να ακολουθηθεί διαφορετική διαδικασία, δυσκολότερη και πιο περίπλοκη από αυτήν που ακολουθείται για τη μεταβολή, τροποποίηση των κοινών νόμων. Υπάρχουν, για παράδειγμα, διατάξεις του Συντάγματος που δεν μπορούν να αναθεωρηθούν, όπως αυτές που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος ως προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. Η Αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας
Το Σύνταγμα ορίζει ότι «θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία». «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό και ασκούνται υπέρ αυτού και του έθνους» (άρθρο 1 παρ. 1, 2). Οι διατάξεις αυτές κατοχυρώνουν την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Η ταυτόχρονη συνταγματική αναφορά στο έθνος και τον λαό γίνεται για να συμπεριληφθεί και ο εκτός της Ελληνικής επικράτειας Ελληνισμός στην έννοια του συνόλου των πολιτών. Έθνος είναι ένα σύνολο ανθρώπων που συνδέονται μεταξύ τους με στοιχεία κοινού πολιτισμού κοινής ιστορίας, κοινών επιδιώξεων.
Από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1, 2 του Συντάγματος προκύπτει ότι οι κρατικές εξουσίες όχι μόνον πηγάζουν από τον λαό, αλλά ασκούνται υπέρ αυτού. Οι αποφάσεις που παίρνουν τα κρατικά όργανα πρέπει να υπηρετούν τον λαό και γενικά το κοινωνικό σύνολο. Η δράση των κρατικών οργάνων πρέπει να έχει ως γνώμονα την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πολιτών. Το θεσμικό όργανο που κατά κύριο λόγο εκφράζει τη λαϊκή κυριαρχία είναι η Βουλή. Η Βουλή αποτελείται από 300 βουλευτές. ∆ρα εν ονόματι του Εκλογικού Σώματος, με την ψήφο του οποίου εκλέγεται.
Η ομαλή και αποτελεσματική διεξαγωγή των εργασιών της Βουλής έχει ιδιαίτερη σημασία για τη λειτουργία του πολιτεύματος. Το Σύνταγμα θεσπίζει τους βασικούς κανόνες οργάνωσης και λειτουργίας της Βουλής που εξειδικεύονται και συμπληρώνονται από τον Κανονισμό της Βουλής. Το έργο της Βουλής κατανέμεται στις επιτροπές της, οι οποίες συγκροτούνται από βουλευτές και αναλαμβάνουν συγκεκριμένο έργο π.χ. κοινοβουλευτικές επιτροπές για μορφωτικές, οικονομικές, κοινωνικές υποθέσεις κ.ά., εξεταστικές επιτροπές, επιτροπές εθνικών θεμάτων, εσωτερικών θεμάτων της Βουλής, επιτροπές διεθνών σχέσεων κ.ά.
Η λειτουργία της Βουλής είναι δημόσια. Κάθε πολίτης μπορεί να παρακολουθήσει ως ακροατής τις συνεδριάσεις της, οι οποίες άλλωστε αναμεταδίδονται από το τηλεοπτικό κανάλι και την ιστοσελίδα της Βουλής. Οι αρμοδιότητες της Βουλής κατά κύριο λόγο διακρίνονται σε:
α) Νομοθετικές (π.χ. ψήφιση νόμων, ψήφιση του προϋπολογισμού, αναθεώρηση του Συντάγματος, επικύρωση διεθνών συμβάσεων).
β) Κοινοβουλευτικού Ελέγχου (π.χ. επίκαιρος κοινοβουλευτικός έλεγχος, συζήτηση προ ημερησίας διατάξεως για εθνικά θέματα ή γενικότερου ενδιαφέροντος κ.ά.).
γ) Δικαστικές (π.χ. παροχή άδειας για ποινική δίωξη βουλευτή, άσκηση ποινικής δίωξης κατά Υπουργού ή Υφυπουργού).
δ) Άλλες αρμοδιότητες, όπως η εκλογή του Προέδρου της ∆ημοκρατίας, η απόφαση για διεξαγωγή δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό θέμα κ.ά.
Η Αρχή του Κράτους Δικαίου
Kράτος δικαίου είναι το κράτος, στο οποίο οι κυβερνώντες είναι υποχρεωμένοι να ασκούν την εξουσία με βάση κανόνες δικαίου. Αποτρέπεται έτσι το ενδεχόμενο της αυθαίρετης άσκησης εξουσίας σε βάρος των πολιτών. Η αρχή του κράτους δικαίου διασφαλίζεται:
α) Με την αρχή της νομιμότητας. Τα κρατικά όργανα της ∆ιοίκησης ενεργούν μόνον όταν και όπως προβλέπει ο νόμος. (Για παράδειγμα στους παραβάτες οδηγούς αυτοκινήτων επιβάλλονται χρηματικά πρόστιμα ή ποινές, όπως αφαίρεση της άδειας, μόνον στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας).
Η πολιτεία θεσπίζει νόμους (κανόνες δικαίου) βάσει των οποίων ενεργεί όταν νομοθετεί, δικάζει, διοικεί. Η ίδια η πολιτεία αυτοπεριορίζεται (δεσμεύεται) από τους κανόνες που η ίδια έθεσε. Ο πολίτης αντίστοιχα, έχει νόμιμη αξίωση από την πολιτεία να μην περιορίζεται η δράση του πέρα από τα όρια που προβλέπει ο νόμος. ∆ιαφορετικά, η άσκηση της δημόσιας εξουσίας είναι παράνομη.
β) Με την αποτελεσματική προστασία των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των πολιτών.
γ) Με τη διαφάνεια, τη χρηστή διαχείριση, την αντιγραφειοκρατική και αποτελεσματική λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης.
δ) Με τη διάκριση των εξουσιών / λειτουργιών του κράτους .
Η Αρχή του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου
Το άρθρο 25, παρ. 1 εμπλουτίζει την αρχή του κράτους δικαίου με στοιχεία κοινωνικής δικαιοσύνης: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους». Αυτό σημαίνει ότι το κράτος προβαίνει σε αναδιανομή των αγαθών, προβαίνει δηλαδή σε κοινωνικές παροχές όπως είναι για παράδειγμα η δημόσια δωρεάν παιδεία σε όλους τους πολίτες, η παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, η κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων κ.ά.
Η αρχή του κοινωνικού κράτους σήμερα υλοποιείται με τον παρεμβατισμό και τη συμμετοχή του κράτους στην κοινωνική ζωή. Η κατοχύρωση των λεγόμενων κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών, εξασφαλίζει αξιοπρεπή διαβίωση και κοινωνική συνοχή.
Η Αρχή της Διάκρισης των Λειτουργιών
Το Σύνταγμα διακρίνει τρία είδη κρατικής δράσης της πολιτείας:
Στο κράτος δικαίου, όπως είδαμε, η κρατική εξουσία αυτοπεριορίζεται με κανόνες δικαίου. Αν η νομοθετική και εκτελεστική λειτουργία ασκούνταν από τα ίδια κρατικά όργανα, δεν θα μπορούσε να νοηθεί περιορισμός της εκτελεστικής από τη νομοθετική λειτουργία. Για παράδειγμα, η ∆ημόσια ∆ιοίκηση (π.χ. Εφορίες) θα μπορούσε να πράττει ανεξέλεγκτα και να προβαίνει σε αυθαιρεσίες σε βάρος των πολιτών χωρίς δέσμευση από τον νόμο. Με τον ίδιο τρόπο, αν η δικαστική λειτουργία δεν ήταν ανεξάρτητη από τις άλλες δύο λειτουργίες, δεν θα μπορούσε να ελέγξει αποτελεσματικά τις πράξεις τους, να εξετάσει δηλαδή, αν είναι σύννομες (σύμφωνες με τον νόμο).
Η διάκριση των λειτουργιών καθιερώνεται, προκειμένου να περιορίζεται η κρατική εξουσία και να μην προβαίνει σε αυθαιρεσίες. Η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών υπηρετεί την αρχή του κράτους δικαίου. Η διάκριση των λειτουργιών μπορεί να είναι απόλυτη ή σχετική. απόλυτη διάκριση υπάρχει όταν τα όργανα της μιας κρατικής λειτουργίας δεν επιτρέπεται να παρεμβαίνουν και να ασκούν, έστω και ελάχιστο τμήμα μιας άλλης λειτουργίας.
Αντίθετα, σχετική διάκριση λειτουργιών υπάρχει όταν το Σύνταγμα αναγνωρίζει σε όργανα της μιας λειτουργίας να ασκούν τμήμα μιας άλλης, σε ποσοστό, όμως, μικρό, ώστε να μην επέρχεται ανατροπή στη βασική αρχή της διάκρισης των λειτουργιών. Στην Ελλάδα υπάρχει σχετική διάκριση λειτουργιών. Για παράδειγμα η άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας ανατίθεται στην εθνική αντιπροσωπεία (Βουλή). Για να τεθούν, όμως, σε ισχύ οι ψηφισμένοι νόμοι πρέπει να συμπράξει η εκτελεστική εξουσία και συγκεκριμένα ο Πρόεδρος της ∆ημοκρατίας.
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Η «Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης» υπογράφτηκε στη Ρώμη στις 29 Οκτωβρίου 2004. Επρόκειτο να αντικαταστήσει όλες τις παλαιότερες συνθήκες της ενωμένης Ευρώπης. Αν και το μέλλον της, μετά την απόρριψή της από τους ψηφοφόρους της Γαλλίας και των Κάτω Χωρών, έγινε πλέον αβέβαιο, αξίζει να μελετήσουμε προσεκτικά το περιεχόμενό της. Το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, όπως για συντομία θα το αναφέρουμε στη συνέχεια, αποσκοπούσε να προσαρμόσει το θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις νέες της φιλοδοξίες, κυρίως μετά την επιτυχή εισαγωγή του Ευρωπαϊκού νομίσματος και την προς ανατολάς διεύρυνση.
Η Ευρώπη Απέναντι στις Προκλήσεις του Νέου Αιώνα
Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου και η αποσύνθεση της Σοβιετικής σφαίρας επιρροής ήταν οι δύο σημαντικότατες προκλήσεις στις οποίες εκλήθη να απαντήσει, στα τέλη του 20ου αιώνα, η (τότε ακόμα) Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Αποφασίζοντας να προχωρήσει με ταχείς ρυθμούς στην διεύρυνση της, ενσωματώνοντας την συντριπτική πλειοψηφία των πρώην κομμουνιστικών (αλλά όχι μόνο) χωρών της κεντρικής και της νότιας Ευρώπης, η Ε.Ο.Κ. φιλοδόξησε να πραγματοποιήσει την ουσιαστική και πρωτόγνωρη ενοποίηση του Ευρωπαϊκού χώρου.
Η άφιξη 10 νέων χωρών το 2004 (και από το 2007 2 ακόμη), εκτός από τον εύλογο ενθουσιασμό για τον τερματισμό της διαίρεσης της Γηραιάς Ηπείρου, κατέδειξε την δυσκαμψία του θεσμικού πλαισίου της Ένωσης και αποτέλεσε την από καιρό αναμενόμενη ευκαιρία για την προσαρμογή του στις απαιτήσεις της νέας εποχής. Εν όψει της αναμενόμενης διεύρυνσης, τον Δεκέμβριο του 2000 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας, αποφάσισε να τροχοδρομήσει νέα, σαρωτική και ριζοσπαστική αναθεώρηση των καταστατικών συνθηκών.
Με ορίζοντα λοιπόν το 2004 - 2005, δρομολογήθηκαν οι αρχικές διαδικασίες για την κατάρτιση του «Συντάγματος». Οι 4 άξονες προβληματισμού, σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, ήταν:
Η διαδικασία κατάρτισης του Συντάγματος. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, οι Συνθήκες, εφόσον επρόκειτο να αναθεωρηθούν, αποτελούσαν αντικείμενο διαπραγματεύσεων σε επίπεδο Προέδρων Κυβερνήσεων. Πράγματι, τόσο η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, όσο και οι Συνθήκες του Μάαστριχτ, του Άμστερνταμ και της Νίκαιας, καταρτίστηκαν κατόπιν πολιτικών διακυβερνητικών διαβουλεύσεων. Ο τρόπος λήψης αποφάσεων αυτός ήταν, ανέκαθεν, αντικείμενο κριτικής.
Αφενός διότι οι διακυβερνητικές διαβουλεύσεις δεν αφήνουν τόπο για δημοκρατικό διάλογο και, στην ουσία, αποφασίζουν ερήμην των πολιτών προς το συμφέρον των οποίων υποτίθεται πως εργάζονται και, αφετέρου, διότι η διαδικασία λήψης αποφάσεων με ομοφωνία αποδεικνύεται δύσκαμπτη και συχνά αλυσιτελής. Για την κατάρτιση του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης είχε προκριθεί άλλη μέθοδος, αυτή της σύγκλησης Συντακτικής Συνέλευσης με συμμετοχή και πολιτικών, και τεχνοκρατών και αντιπροσώπων των κρατών - μελών. Η μέθοδος αυτή προκρίθηκε και για την κατάστρωση του προσχεδίου Συντάγματος. Στη σύνοδο κορυφής του Λάακεν (Δεκέμβριος 2001):
Η Συνέλευση απαρτίστηκε από 105 συνολικά αντιπροσώπους. Αναλυτικότερα, εκτός από το προεδρείο, διορίστηκαν: o 15 εκπρόσωποι των Προέδρων Κυβερνήσεων των κρατών - μελών, o 13 εκπρόσωποι των υποψηφίων χωρών: οι 10 εντασσόμενες το 2004 συν την Ρουμανία, τη Βουλγαρία και την Τουρκία, o 30 εκπρόσωποι των Κοινοβουλίων των κρατών - μελών. (2 από κάθε κράτος). oι 26 εκπρόσωποι των Κοινοβουλίων των υποψηφίων μελών. (2 από κάθε κράτος), o 16 εκπρόσωποι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, o 2 εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Οι εργασίες της Συνέλευσης, έδρα της οποίας ήταν οι Βρυξέλλες, διήρκεσαν ένα χρόνο (2002 - 2003). Τα θέματα που εξετάστηκαν χωρίστηκαν σε 6 τομείς:
1. Οριοθέτηση αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης, των κρατών - μελών και των περιφερειών.
2. Απλούστευση των Συνθηκών σύστασης.
3. Προσάρτηση στη νέα Συνθήκη του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης και προσχώρηση της Ένωσης στην Ευρωπαϊκή Συνθήκη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
4. Ρόλος των εθνικών Κοινοβουλίων στο νέο θεσμικό πλαίσιο της Ένωσης.
5. Νομική προσωπικότητα της Ένωσης.
6. Οικονομική Πολιτική.
Η Συνέλευση λειτούργησε μέσα σε κλίμα αβρότητας αλλά και έντονων αντιπαραθέσεων. Τα ζητούμενα ήταν η σύνταξη κοινά αποδεκτού κείμενου, ικανού να αντιμετωπίσει τα διαφαινόμενα θεσμικά προβλήματα αλλά και πολιτικά «εύπεπτου» από τους πολιτικούς αρχηγούς και η εξεύρεση σημείου ισορροπίας, τόσο πολιτικής όσο και φιλοσοφικής ή οικονομικής μεταξύ συχνά ασυμβίβαστων επιδιώξεων: Αποτελούσε κοινό μυστικό ότι οι τελικές λύσεις θα επιβάλλονταν μετά από έντονα «παζάρια».
Φιλοδοξία της Συνέλευσης ήταν να παρουσιάσει κείμενο «ενιαίο, συνολικά συνεπές και χωρίς παραλλαγές, έτσι ώστε και ισορροπία να επιτευχθεί και σταθερότητα», όπως δήλωσε ο Πρόεδρός της, παρουσιάζοντας το τελικό κείμενο στη Σύνοδο κορυφής της Θεσσαλονίκης τον Ιούνιο του 2003. Παραδίδοντας το προσχέδιο, ο Valéry Giscard d’Estaing δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει ότι οι σκληρές πιέσεις που δέχτηκαν τα μέλη της Συνέλευσης ήταν «εσωτερικού, εθνικού ενδιαφέροντος» και τις τελικές, πολιτικές λύσεις θα έδιναν, ως μόνοι αρμόδιοι, οι Κυβερνήτες των κρατών - μελών.
Η τελική συζήτηση έγινε λοιπόν σε επίπεδο κορυφής. Αρμόδια ήταν η λεγόμενη Διακυβερνητική Σύσκεψη που παρέλαβε το προσχέδιο τον Οκτώβριο του 2003 και ολοκλήρωσε τις εργασίες της τον Ιούνιο της επομένης χρονιάς, υιοθετώντας το τελικό κείμενο, τη «Συνθήκη για την Θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης». Οι συζητήσεις ήσαν εντονότατες, οι διαξιφισμοί πολλοί και η ανησυχία πρόδηλη. Τα κυριότερα προβλήματα ήσαν οι προβλέψεις για τη λήψη αποφάσεων με σχετική πλειοψηφία, ο αριθμός και ο διορισμός Επιτρόπων, ζητήματα προϋπολογισμού, κοινωνικής πολιτικής, θρησκείας κ.α.
Πάντως, αν και το τελικό κείμενο περιέλαβε πλέον του 90% του προσχεδίου, οι αλλαγές που επέφερε η Διακυβερνητική Σύσκεψη και τα πολιτικά παζάρια που προηγήθηκαν της θέσπισης τους συζητήθηκαν έντονα και ίσως επέδρασαν στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε το Σύνταγμα η Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Με το πέρας της Διακυβερνητικής Σύσκεψης, οι 25 αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων υπέγραψαν το Σύνταγμα στις 29 Οκτωβρίου 2004. Δεν έμενε πλέον παρά η επικύρωσή του από όλα τα κράτη - μέλη. Μόνο ύστερα απ’ αυτή την πράξη θα άρχιζε να ισχύει. Τα περισσότερα κράτη - μέλη προτίμησαν τη μέθοδο της επικύρωσης από τα εθνικά κοινοβούλια. Άλλα, αυτήν του δημοψηφίσματος.
Το Περιεχόμενο του Συντάγματος και οι Κυριότερες Θεσμικές Αλλαγές
Το Σύνταγμα που υπογράφτηκε στις 29 Οκτωβρίου 2004 περιλαμβάνει 448 άρθρα και είναι διαρθρωμένο σε 4 μέρη και ένα Προοίμιο. Το κείμενο αυτό συγχωνεύει και αντικαθιστά το σύνολο των προγενεστέρων Συνθηκών της Ε.Ε. και, για πρώτη φορά, αποδίδει στην Ένωση ενιαία Νομική Προσωπικότητα.
ΠΡΟΟΙΜΙΟ
Πρωτοτυπία σε σχέση με τις προηγούμενες Συνθήκες, το Προοίμιο αναφέρεται στην «πολιτιστική, θρησκευτική και ανθρωπιστική κληρονομιά της Ευρώπης από την οποία αναπτύχθηκαν οι παγκόσμιες αξίες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας και του κράτους δικαίου». Παρά τις έντονες συζητήσεις, δεν έγινε ονομαστική αναφορά στον Χριστιανισμό.
ΜΕΡΟΣ Ι: ΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (9 ΤΙΤΛΟΙ)
Το πρώτο μέρος καθορίζει τις αξίες, τους στόχους τις αρμοδιότητες και τις αποφασιστικές διαδικασίες της Ένωσης. Θα εξετάσουμε σύντομα τους σημαντικότερους. Ο Τίτλος Ι καθορίζει την Ένωση και τους στόχους της:
ΑΡΘΡΟ Ι - 3, παρ. 3 και 4
«Η Ένωση εργάζεται για τη βιώσιµη ανάπτυξη της Ευρώπης µε γνώµονα την ισόρροπη οικονοµική ανάπτυξη και τη σταθερότητα των τιµών, την άκρως ανταγωνιστική κοινωνική οικονοµία της αγοράς, µε στόχο την πλήρη απασχόληση και την κοινωνική πρόοδο, και το υψηλό επίπεδο προστασίας και βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος. Προάγει την επιστηµονική και τεχνολογική πρόοδο.
Η Ένωση καταπολεµά τον κοινωνικό αποκλεισµό και τις διακρίσεις και προωθεί την κοινωνική δικαιοσύνη και προστασία, την ισότητα µεταξύ γυναικών και ανδρών, την αλληλεγγύη µεταξύ των γενεών και την προστασία των δικαιωµάτων του παιδιού. Η Ένωση προάγει την οικονοµική, κοινωνική και εδαφική συνοχή και την αλληλεγγύη µεταξύ των κρατών µελών. Η Ένωση σέβεται τον πλούτο της πολιτιστικής και γλωσσικής της πολυµορφίας και µεριµνά για την προστασία και ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονοµιάς. Στις σχέσεις της µε τον υπόλοιπο κόσµο, η Ένωση προβάλλει και προωθεί τις αξίες της και τα συµφέροντά της.
Συµβάλλει στην ειρήνη, την ασφάλεια, τη βιώσιµη ανάπτυξη του πλανήτη, την αλληλεγγύη και τον αµοιβαίο σεβασµό µεταξύ των λαών, το ελεύθερο και δίκαιο εµπόριο, την εξάλειψη της φτώχειας και την προστασία των ανθρώπινων δικαιωµάτων, ιδίως των δικαιωµάτων του παιδιού, καθώς και στην αυστηρή τήρηση και ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου και, ιδίως, στον σεβασµό των αρχών του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωµένων Εθνών.»
ΑΡΘΡΟ Ι - 4
Θεµελιώδεις ελευθερίες και απαγόρευση των διακρίσεων: H Ένωση εγγυάται στο εσωτερικό της την ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων, υπηρεσιών, εµπορευµάτων και κεφαλαίων, καθώς και την ελευθερία εγκατάστασης, σύµφωνα µε το Σύνταγµα».
– Εισάγεται η Νομική Προσωπικότητα της Ένωσης.
– Ορίζονται τα Σύμβολα της Ευρώπης.
Τα Σύµβολα της Ένωσης
Η σηµαία της Ένωσης είναι χρώµατος κυανού, φέρει δε κύκλο δώδεκα χρυσών αστέρων. Ο ύµνος της Ένωσης προέρχεται από την «Ωδή στη Χαρά» της Ενάτης Συµφωνίας του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Το έµβληµα της Ένωσης είναι : «Ενωµένη στην πολυµορφία». Το νόµισµα της Ένωσης είναι το Ευρώ. Η ηµέρα της Ευρώπης εορτάζεται την 9η Μαΐου σε όλη την Ένωση. Ο Τίτλος ΙΙ καθορίζει τα Θεμελιώδη Δικαιώματα και την Ευρωπαϊκή Ιθαγένεια. Ο Τίτλος ΙΙΙ καθορίζει τις αρμοδιότητες της Ένωσης, διακρίνοντας σε:
- Αποκλειστικές, ανήκουν στη Ένωση και μόνο, και ασκούνται μέσω των οργάνων της (τελωνειακή ένωση, ανταγωνισμός, νομισματική πολιτική για τα κράτη - μέλη που εισήγαγαν το Ευρώ κ.ά.)
- Συντρέχουσες, μεταξύ Ένωσης και κρατών (εσωτερική αγορά, κοινωνική πολιτική, γεωργία, μεταφορές, ενέργεια κ.ά.)
- Τομείς συμπληρωματικής δράσης (βιομηχανία, πολιτισμός, παιδεία κ.ά.)
Η Ένωση συμπληρώνει και υποστηρίζει, οι αρμοδιότητες όμως ανήκουν στα κράτη - μέλη. Ο Τίτλος ΙV αφορά στην μεταρρύθμιση των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Τα όργανα της Ένωσης είναι τα εξής:
- Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
- Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
- Το Συμβούλιο των Υπουργών (εφεξής, χάριν συντομίας: «το Συμβούλιο»).
- Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Α) Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Το κατεξοχήν αντιπροσωπευτικό όργανο της Ένωσης εκλέγεται από τους λαούς των χωρών - μελών με καθολική ψηφοφορία κάθε 5 χρόνια. Συμμετέχει στην νομοθετική διαδικασία και ελέγχει την Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Οι σημαντικότερες αλλαγές που επιφέρει το Σύνταγμα στη λειτουργία του Κοινοβουλίου είναι η διεύρυνση της νομοθετικής του συναρμοδιότητας σε 27 νέους τομείς, η εκλογή του Προέδρου της Επιτροπής, κατόπιν προτάσεως του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου καθώς και η οριστική θέσπιση του αριθμού των Ευρωβουλευτών: 750 συνολικά (προβλέπονται όμως μεταβατικές διατάξεις ως το 2009).
Β) Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο
Αποτελείται από τους Προέδρους Κρατών ή Κυβερνήσεων των χωρών - μελών, με συμμετοχή του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ρόλος του είναι η «ώθηση για την ανάπτυξη της Ένωσης και η χάραξη των γενικών προσανατολισμών». Η εκ περιτροπής, ανά εξάμηνα, προεδρία του από τον Πρόεδρο η τον Πρωθυπουργό μιας χώρας - μέλους καταργείται. Ο Πρόεδρός του θα εκλέγεται, εφεξής, για 2 χρόνια και μισό (με δικαίωμα άπαξ επανεκλογής) από τους αρχηγούς των Κυβερνήσεων με ειδική πλειοψηφία. Ο Πρόεδρος θα διευθύνει τις εργασίες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και θα εκπροσωπεί διεθνώς την Ένωση.
Γ) Το Συμβούλιο των Υπουργών (το Συμβούλιο)
Το κατεξοχήν αποφασιστικό - πολιτικό όργανο της Ένωσης, απαρτίζεται από τους εκάστοτε υπουργούς - εκπροσώπους των Κυβερνήσεων, οι αρμοδιότητες των οποίων συζητούνται στην ημερήσια διάταξη. Αυτό λαμβάνει τις ουσιαστικές αποφάσεις και από αυτό χαράσσεται η Ευρωπαϊκή πολιτική. Μέχρι τώρα κανόνας ήταν η λήψη ομόφωνων αποφάσεων. Σε αυτό το σημείο λοιπόν είναι που επέρχονται οι καθοριστικές αλλαγές, με την εισαγωγή της καταρχήν λήψης αποφάσεων κατά πλειοψηφία (η ομοφωνία απαιτείται πλέον μόνο για ζητήματα φορολογίας και, εξαιρετικά, για συγκεκριμένα ζητήματα άμυνας και εξωτερικής πολιτικής).
Σημαντική καινοτομία είναι η θέσπιση αξιώματος Υπουργού Εξωτερικών της Ένωσης, εκλεγομένου με ειδική πλειοψηφία από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφωνία του Προέδρου της Επιτροπής. Ο Υπουργός Εξωτερικών της Ένωσης κατευθύνει την κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική και είναι, αυτοδικαίως, ένας από τους Αντιπροέδρους της Επιτροπής. Ας δούμε τι προβλέπει το Σύνταγμα για την λήψη αποφάσεων:
Από της 1ης Νοεμβρίου 2009, για να ληφθεί απόφαση απαιτείται η συγκέντρωση πλειοψηφίας 55% του συνολικού αριθμού των μελών (μίνιμουμ 15 χώρες) που, ταυτόχρονα, να αντιπροσωπεύει το λιγότερο 65% του συνολικού πληθυσμού της Ένωσης. Για την άσκηση βέτο απαιτείται πλέον πρόταση από 4, κατ’ ελάχιστον, χώρες.
Δ) Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Ρόλος της Επιτροπής είναι να προάγει το κοινό συμφέρον της Ένωσης και να αναλαμβάνει τις πρωτοβουλίες που γι’ αυτό απαιτούνται. Την αποτελούν διορισμένοι από τα κράτη-μέλη Επίτροποι, πενταετούς θητείας, 20 ως το 2004, 25 κατόπιν και, τέλος, 27 (ένας ανά μέλος) από την ημερομηνία ένταξης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας τον Ιανουάριο του 2007. Η μεταρρύθμιση που εισήγαγε το Σύνταγμα αποτέλεσε αντικείμενο άγριων διαξιφισμών και αντιπαράθεσης και δεν ικανοποίησε, τελικά, κανένα. Για μια μακρά μεταβατική περίοδο (ως το 2014) κάθε κράτος - μέλος θα εκπροσωπείται από έναν Επίτροπο (ακριβώς όπως τώρα).
Κατόπιν, ο αριθμός τους περιορίζεται στα 2/3 του συνολικού αριθμού των μελών και οι χώρες εναλλάσσονται με βάση ένα ιδιότυπο ημερολόγιο έτσι ώστε, καμία χώρα να μην εκπροσωπείται εκ νέου στην Επιτροπή πριν ασκήσουν καθήκοντα Επιτρόπου αντιπρόσωποι άλλων χωρών. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής (εκλέγεται από το Κοινοβούλιο κατόπιν προτάσεως του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που λαμβάνει υπόψη τη σύνθεση και τους πολιτικούς συσχετισμούς του Κοινοβουλίου. Το τελευταίο έχει τη δυνατότητα να προτείνει και να υπερψηφίσει πρόταση μομφής κατά της Επιτροπής και του Προέδρου της (οπότε και διορίζεται νέα).
Ο Τίτλος V αφορά, μεταξύ άλλων, στην άσκηση αρμοδιοτήτων. Ο Τίτλος VΙ εισάγει μια σημαντική καινοτομία: Την συμμετοχική δημοκρατική αρχή. Ένα εκατομμύριο πολιτών της Ε.Ε. μπορεί, μετά από διαδικασία συλλογής υπογραφών, να καλέσει την Επιτροπή να λάβει αποφάσεις σε συγκεκριμένη κατεύθυνση. Η συμβολική αξία του μέτρου είναι προφανής, η πρακτική του όμως εμβέλεια περιορισμένη.
ΜΕΡΟΣ ΙΙ: ΧΑΡΤΗΣ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Εδώ ενσωματώνεται στο Σύνταγμα ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης (ΧΘΔ). Ο ΧΘΔ είχε θεσπιστεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας, τον Δεκέμβριο του 2000. Τώρα αποκτά και συνταγματική προστασία, η εφαρμογή του δηλαδή είναι υποχρεωτική. Συγκεντρώνει, σε εύληπτο κατάλογο τα Θεμελιώδη Δικαιώματα (ατομικά, πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά) των πολιτών της Ένωσης. Η αποσαφήνιση των δικαιωμάτων αυτή, αρκετά «κλασική» στη δομή της, βασίστηκε σε πολλά παρόμοια κείμενα (εθνικά Συντάγματα κλπ) αλλά, πρωτίστως, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Η ΕΣΔΑ υπογράφτηκε στη Ρώμη το 1950, στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης. Μεγίστης σημασίας κείμενο, συνοδευόμενο και από ίδρυση Δικαστηρίου με έδρα το Στρασβούργο που επιβλέπει την εφαρμογή της από τα κράτη - μέλη και τα καταδικάζει σε περίπτωση παραβίασης των προστατευομένων από αυτή δικαιωμάτων, η ΕΣΔΑ και η τήρησή της συνετέλεσαν στην κατοχύρωση και τη διαφύλαξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον Ευρωπαϊκό χώρο.
Η ΕΣΔΑ υπερισχύει των εθνικών δικαίων, των Συνταγμάτων συμπεριλαμβανομένων, η δε προσχώρηση σε αυτήν καθώς και η αναγνώριση της αναγκαστικής αρμοδιότητας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Πρόκειται για ανεξάρτητο θεσμό της Ένωσης) να εκδικάζει προσφυγές πολιτών κατά των κρατών - μελών είναι, πλέον, υποχρεωτικές για όλα τα μέλη της Ε.Ε. Στην πράξη, εξάλλου, όλα τα κράτη-μέλη την είχαν ήδη επικυρώσει. Η Ε.Ε., ως νομική προσωπικότητα πλέον, προσχωρεί, συμβολικά, και αυτή στην ΕΣΔΑ.
Χωρίς να παραγνωρίζουμε λοιπόν τη σημασία της πανηγυρικής ενσωμάτωσης του ΧΘΔ στο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι, επί της ουσίας, αυτός δεν προσφέρει, πρακτικά, κάτι πραγματικά νέο συγκρινόμενος με την ΕΣΔΑ και το Δικαστήριο του Στρασβούργου.
ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ: ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Το τρίτο μέρος αναλύει πολιτικές (νομισματικές, οικονομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές, αμυντικές κ.ά.) που αποσκοπεί να εφαρμόσει η Ένωση καθώς και τις μεθόδους που εφαρμόζει προς επίτευξή τους. Να αναφέρουμε, συνοπτικά ότι:
– Καθορίζεται ότι τα κράτη - μέλη λειτουργούν σύμφωνα με τις αρχές της ανοιχτής οικονομίας της αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού,
– Τονίζεται ότι πρωταρχικός στόχος της νομισματικής πολιτικής είναι η διασφάλιση της δημοσιονομικής σταθερότητας και της σταθερότητας των τιμών.
– Διακηρύσσονται ως στόχοι η προώθηση της απασχόλησης, η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας και η εξασφάλιση της κατάλληλης κοινωνικής προστασίας (χωρίς, μολαταύτα, να καθορίζεται το ΠΩΣ).
– Διατηρείται η «πολιτιστική εξαίρεση»: στον τομέα του εμπορίου διανοητικής ιδιοκτησίας απαιτείται ομοφωνία για την θέσπιση κανόνων ρύθμισης της αγοράς.
– Η κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική παραμένει σε υβριδική μορφή: αντικείμενο έντονων αντιθέσεων μεταξύ «Ομοσπονδιστών» και «Ατλαντιστών», είναι ένα από τα πλέον απογοητευτικά κεφάλαια της Συνταγματικής Συνθήκης.
Να υπογραμμίσουμε, εξάλλου, την πρόσδεση της Ένωσης στον αμυντικό σχεδιασμό του ΝΑΤΟ (άρθρο Ι-41, εδάφιο 2) «Η πολιτική της Ένωσης, σέβεται τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την Συνθήκη του Βόρειου Ατλαντικού για τα κράτη - μέλη που θεωρούν ότι η κοινή άμυνά τους υλοποιείται στα πλαίσια του ΝΑΤΟ».
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, για να τεθεί σε εφαρμογή απαιτούνταν η επικύρωσή του από όλα τα κράτη - μέλη. Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα, μεταξύ άλλων, είχαν ήδη επικυρώσει, άλλες δια της κοινοβουλευτικής οδού, άλλες μέσω δημοψηφίσματος την Συνθήκη όταν, στις 29 Μαΐου 2005, το Γαλλικό «ΟΧΙ» στο τοπικό δημοψήφισμα διέκοψε όχι μόνο την διαδικασία επικύρωσης αλλά και έβαλε σε πολύ ολισθηρή οδό το όλο εγχείρημα.
Η Απόρριψη του Συντάγματος από τους Γάλλους και τους Ολλανδούς
Στις 29 Μάιου 2005, με καθαρή πλειοψηφία 55%, οι Γάλλοι ψηφοφόροι απέρριψαν το Σύνταγμα. 15 μέρες αργότερα, οι Ολλανδοί το απέρριπταν με τη σειρά τους (και με ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό). Ο δημόσιος διάλογος ήταν εξαιρετικά μακρύς, πυκνός και υποδειγματικά οργανωμένος. Είναι αξιοσημείωτο ότι όλα τα μεγάλα κόμματα, τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ολλανδία (της ακροδεξιάς και της ακροαριστεράς εξαιρουμένων) πρότειναν την υπερψήφιση, άλλα ενθουσιωδώς, άλλα με επιφυλάξεις. Η έκπληξη του αποτελέσματος ήταν, συνεπώς, σαφής ήττα της κοινωνικής και πολιτικής ελίτ. Το μεγάλο ποσοστό απόρριψης μπορεί να εξηγηθεί, σχηματικά, ως εξής:
Α) Ένα σημαντικό κομμάτι των σύγχρονων Ευρωπαϊκών κοινωνιών, κυρίως της Δυτικής Ευρώπης, διακατέχεται από φόβο και δέος μπροστά στις σαρωτικές αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών. Η παγκοσμιοποίηση, η ελεύθερη αγορά, η ελεύθερη διακίνηση αγαθών, εργαζομένων και υπηρεσιών, η πολυπολιτισμικότητα κ.ο.κ. εντείνουν τον φόβο αυτό. Η δε Ευρωπαϊκή ενοποίηση προσλαμβάνεται από ορισμένους πολίτες ως περαιτέρω βήμα εξάρθρωσης του «παλιού καλού εθνικού κράτους» που με το προστατευτικό και ενταξιακό του πλαίσιο έμοιαζε να προσφέρει αν όχι επαρκή προστασία, τουλάχιστον ένα γνωστό κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον.
Β) Ένα άλλο κομμάτι της κοινωνίας, χωρίς να διακατέχεται από φόβο, προσδοκούσε και προπαγάνδιζε ένα «Ευρωπαϊκό αντίπαλο δέος» στην «μονοκρατορία των ΗΠΑ» και την «τυραννία της ελεύθερης αγοράς». Η (άσκοπη, κατά τους επιεικέστερους χαρακτηρισμούς ), συνταγματοποίηση τόσο των αρχών της αγοράς όσο και του ρόλου του ΝΑΤΟ στην χάραξη Ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής αποτέλεσε δυσάρεστη έκπληξη.
Γ) Ας αναφερθούμε λίγο και στην περίφημη «κοινωνία των πολιτών»: Δεκάδες οργανώσεων, ΜΚΟ, Παρατηρητηρίων κλπ, έχοντας επιμέρους αντιρρήσεις επί του ενός ή του άλλου ζητήματος, όπως αυτό ρυθμιζόταν από το Σύνταγμα, εφηύραν και «πλάσαραν» το επιχείρημα του «Εναλλακτικού Σχεδίου». Πρακτικά όμως ανώριμο: Το Σύνταγμα αποτέλεσε δυσκολότατη προσπάθεια σύνθεσης 25 εθνικών προσδοκιών και ίσως αντιστοίχου, αν όχι μεγαλυτέρου αριθμού δυνατών πολιτικών. Οι εργασίες της Συνέλευσης και της Διακυβερνητικής Σύσκεψης είχαν αποδείξει και την δυσκολία του εγχειρήματος και το εύθραυστο του τελικού συμβιβασμού. Ένα «Εναλλακτικό Σχέδιο» δεν υπήρξε και ούτε μπορούσε να υπάρξει.
Δ) Το πραγματικό και προφανές «δημοκρατικό έλλειμμα» των Ευρωπαϊκών θεσμών αποτέλεσε μία από τις ουσιαστικές αιτίες απόρριψης της νέας «πρωτοβουλίας του γραφειοκρατικού τέρατος των Βρυξελλών». Το απολύτως παράδοξο είναι ότι ενώ το Σύνταγμα αποτελούσε σαφή -αν και ανεπαρκή- προσπάθεια αντιμετώπισης του «ελλείμματος» αυτού μέσω, κυρίως, της ενίσχυσης του ρόλου του Κοινοβουλίου, οι τιμητές προτίμησαν να δουν το τι ακόμα υπολειπόταν να γίνει. Διακριτή λύση δεν υπάρχει προς το παρόν.
Μέχρι να ληφθούν οι οριστικές (πολιτικές) αποφάσεις για το τι πρόκειται να συμβεί (έχει προταθεί η αναθεώρηση του συνολικού κειμένου, η απόσυρση του (θεσμικά) μη απαραίτητου Μέρους ΥΙΟΙ και η επικύρωση του υπολοίπου, η αναμονή αλλαγής κλίματος σε Γαλλία και Κάτω Χώρες, η επ’ αόριστο εφαρμογή της Συνθήκης της Νίκαιας κ.ά. ), η Ευρωπαϊκή Ένωση κυβερνάται μέσω της Συνθήκης της Νίκαιας, απολύτως αδιαφανούς, γραφειοκρατικής και αλυσιτελούς.
Η τελευταία, εξάλλου, μόνο ως προσωρινή λύση ανάγκης είχε θεσπιστεί. Τι ειρωνεία που οι κατά περίπτωση ζητούντες «περισσότερη ή λιγότερη Ευρώπη» και για το λόγο αυτό καταψηφίσαντες την ατελή αλλά ελπιδοφόρα «Συνθήκη για τη Θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης», πρέπει να αρκεστούν σ’ ένα από τα πλέον κακότεχνα και αντιδημοκρατικά κείμενα που γνώρισε ποτέ η σύγχρονη Ευρωπαϊκή ιστορία.
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Το Ελληνικό κράτος έχει αποκτήσει αρκετά συντάγματα από την αρχή της ύπαρξής του, το 1821, μέχρι σήμερα:
ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΡΗΓΑ ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ
ΟΙ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΣΜΟΥ (1797 - 1827)
H καθιέρωση του συνταγµατισµού ως του γενικά παραδεδεγµένου κανονιστικού πλαισίου και η συγκριτικά πρώιµη εδραίωση του κοινοβουλευτισµού ως του µόνου νόµιµου συστήµατος διακυβέρνησης της χώρας αποτελούν σηµαντικά επιτεύγµατα της Νοελληνικής πολιτικής ιστορίας και έχουν προκαλέσει ενδελεχείς αξιολογήσεις από πλευράς της Ελληνικής πολιτειολογίας.
Η κανονιστική ισχύς του συνταγµατισµού και η ανθεκτικότητα του κοινοβουλευτισµού στον Ελληνικό πολιτικό βίο ίσως να µπορούσαν να συνδεθούν και να ερµηνευθούν σε συσχετισµό µε την παράδοση συνταγµατικής σκέψης και πράξης, που σφυρηλατήθηκε κατά την περίοδο της ιδεολογικής προπαρασκευής και της διεξαγωγής του αγώνα της ελευθερίας. Σηµείο εκκίνησης της «Προϊστορίας» αυτής του Ελληνικού συνταγµατισµού θα µπορούσε να θεωρηθεί το επαναστατικό πολίτευµα του Ρήγα Βελεστινλή, κείµενο στο οποίο µορφοποιείται µε συνταγµατικούς όρους το απελευθερωτικό όραµα του Ελληνικού πολιτειακού ριζοσπαστισµού.
Από πολιτειολογικής απόψεως, το σηµαντικό στοιχείο στο πολίτευµα της «Ελληνικής ∆ηµοκρατίας» που προτείνεται στο επαναστατικό µανιφέστο του Ρήγα είναι η σύνδεση της απελευθέρωσης των λαών της Βαλκανικής από τον Οθωµανικό ζυγό, µε την εγκαθίδρυση πολιτεύµατος στο οποίο θα κυβερνούν θεµελιώδεις καταστατικοί νόµοι. Έτσι η Νοελληνική πολιτειολογία θεµελιώνεται ακριβώς στην αναγκαία σχέση ελευθερίας και συνταγµατισµού, που αποτέλεσε το κρηπίδωµα της πολιτικής θεωρίας του Ευρωπαϊκού ∆ιαφωτισµού από την εποχή του Locke και του Montesquieu.
ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ
Το πολίτευµα του Ρήγα αποτελούσε προσαρµογή του Ιακωβινικού συντάγµατος του 1793 -ή «πρώτου έτους της Γαλλικής ∆ηµοκρατίας»- στα ιστορικά δεδοµένα της Βαλκανικής κοινωνίας του όψιµου 18ου αιώνα. Προβάλλει το πρότυπο ενός ενιαίου κράτους, που λειτουργεί µε εντόνως συµµετοχικές διαδικασίες και αποβλέπει µε µέτρα κοινωνικής πρόνοιας να θέσει τις βάσεις µιας κοινωνίας ισότητας και δηµοκρατίας. Παρά την έµφαση στην ενότητα, το Σύνταγµα της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας αναγνωρίζει τις πολλαπλές εθνοπολιτισµικές ταυτότητες των πληθυσµών που την απαρτίζουν.
Την εθνοπολιτισµική πολλαπλότητα και τον πλουραλισµό των ταυτοτήτων σέβεται ο Ρήγας, και παρά την Ιακωβινική έµπνευση του πολιτεύµατός του, κάθε άλλο παρά επιχειρεί να τα απαλείψει. Τονίζει, πάντως, ότι προέχει η κοινή πολιτική ταυτότητα όλων των πολιτών που απαρτίζουν το σώµα του κυρίαρχου -ή «Αυτοκράτορος» όπως λέγει ο Ρήγας- λαού της ∆ηµοκρατίας. Η «πολυπολιτισµική» διάσταση της πολιτειολογίας του Ρήγα συνιστά και το πιο πρωτότυπο συστατικό της πολιτικής του σκέψης.
Η απήχηση των ιδεών του Ρήγα στην παράδοση του Ελληνικού πολιτειακού ριζοσπαστισµού εγκαθίδρυσε την αντίληψή του περί συνταγµατισµού µεταξύ των βασικών παραδοχών της πολιτικής σκέψης του Νεοελληνικού ∆ιαφωτισµού. Η διαπίστωση αυτή προκύπτει από όσα γράφουν περί Ρήγα τόσο ο Αδαµάντιος Κοραής στην Αδελφική ∆ιδασκαλία (1798) και στο Υπόµνηµα περί της παρούσης καταστάσεως του πολιτισµού εν Eλλάδι του 1803, όσο, ιδίως, ο ανώνυµος συγγραφέας της Ελληνικής Νοµαρχίας (1806).
Ο τελευταίος, µάλιστα, όχι µόνο αφιερώνει το έργο του ως επιτύµβιο στον Ρήγα αλλά και ενσυνείδητα επιδιώκει να εµφανιστεί ως ιδεολογικός του διάδοχος και πολιτικός συνεχιστής, όταν εξαίρει ως άριστο πολίτευµα την «Nοµαρχία», υπό την οποία «η ελευθερία ευρίσκεται εις όλους ωσάν οπού όλοι κοινώς την αφιέρωσαν εις τους Νόµους, τους οποίους διέταξαν αυτοί οι ίδιοι, και υπακούοντάς τους καθείς υπακούει εις την θέλησίν του και είναι ελεύθερος. Ιδού λοιπόν οπού η Ελευθερία είναι υπακοή εις τους Νόµους, εν ενί λόγω άλλο δεν είναι η Ελευθερία παρά αυτή η Νοµαρχία» (Ελληνική Νοµαρχία, εν Ιταλία 1806).
Το πλαίσιο του προεπαναστατικού πολιτειολογικού προβληµατισµού στον Ελληνικό κόσµο εµπλουτίστηκε σοβαρά από τους συνταγµατικούς πειραµατισµούς που δοκιµάστηκαν στη διακυβέρνηση της Επτανήσου µετά τον τερµατισµό της µακραίωνης Βενετικής κυριαρχίας. Κάπως παράδοξα οι απόπειρες αυτές εισαγωγής συνταγµατικής διακυβέρνησης σ’ ένα τµήµα του Ελληνικού κόσµου δεν αναδύθηκαν στον ιστορικό ορίζοντα υπό το καθεστώς της κατοχής της Επτανήσου από τους ∆ηµοκρατικούς Γάλλους (1797 - 1799).
Περίοδο κατά την οποία εκδηλώθηκαν από τον Επτανησιακό λαό τόσο µαχητικά και πανηγυρικά, µέσω της ευρείας χρήσης του Γαλλικού επαναστατικού τελετουργικού, οι προσδοκίες της ελευθερίας και της κοινωνικής αναµόρφωσης. Αντίθετα, η συνταγµατική διακυβέρνηση εισήχθη στην Επτάνησο µε τα τρία συνταγµατικά σχεδιάσµατα που προτάθηκαν από τη Ρωσική προστασία στα χρόνια 1800, 1803 και 1806. Οι τρεις αυτές πολιτειακές προτάσεις αντιπροσωπεύουν την πρώτη απόπειρα εισαγωγής συνταγµατικού πολιτεύµατος σε Ελληνικό έδαφος κατά τους νέους χρόνους.
Χωρίς καµµιά αµφιβολία, και τα τρία αυτά πολιτεύµατα, ιδίως, βεβαίως, το πρώτο, εκείνο του 1800, στο οποίο συµφώνησαν οι κυβερνήσεις του Τσάρου και του Σουλτάνου, ήταν αυστηρά ολιγαρχικά και ανελεύθερα. Παρόλα αυτά, και µόνο το γεγονός της εισαγωγής της αρχής της συνταγµατικής πολιτείας στον Ελληνικό χώρο χαιρετίστηκε µε ενθουσιασµό από την Ελληνική πολιτική σκέψη, που διέκρινε τη συµβολική σηµασία του κανονιστικού προτύπου της πολιτικής νοµιµότητας που συνδεόταν µε τον συνταγµατισµό.
Έτσι ο γέροντας πρύτανης του ∆ιαφωτισµού, Ευγένιος Βούλγαρης, τέκνο της Κέρκυρας ο ίδιος, έσπευσε να εξάρει το γεγονός, αφιερώνοντας το έργο του Αι καθ’ Όµηρον αρχαιότητες, το 1800, «τη Επτανήσω Πολιτοκρατία», ενώ το 1802 ο Αδαµάντιος Κοραής αφιέρωσε την Ελληνική έκδοση του Beccaria «τη νεοσυντάκτω την Επτά Νήσων Ελληνική Πολιτεία διά τας χρηστάς ελπίδας». Εν τέλει, το Ηνωµένο Κράτος των Ιονίων Νήσων δεν κυβερνήθηκε βάσει αυτών των ολιγαρχικών συνταγµάτων, που ακυρώθηκαν από την εκ νέου Γαλλική κατάληψη της Επτανήσου το 1807 από τα Αυτοκρατορικά στρατεύµατα του Ναπολέοντα.
Το Σύνταγµα που ίσχυσε στην Επτάνησο υπό το καθεστώς της Βρετανικής προστασίας, ήταν εκείνο που συντάχθηκε το 1817 από τον Ύπατο Αρµοστή Thomas Maitland και επικυρώθηκε από το Βρετανικό στέµµα. Οι απογοητεύσεις που συνδέθηκαν µε αυτό το Σύνταγµα ως προς τις προσδοκίες και τις επιταγές του φιλελεύθερου συνταγµατισµού αποτέλεσαν και το κύριο έναυσµα για την ανάπτυξη του Επτανησιακού ριζοσπαστισµού, που οδήγησε, τελικά, στην ένωση της Επτανήσου µε το Ελληνικό βασίλειο το 1864.
Θα µπορούσε να θεωρηθεί, ότι ο συνταγµατισµός ως κανονιστικό πρότυπο και ως ελπίδα ελευθερίας είχε γαλουχήσει την προεπαναστατική Ελληνική πολιτική σκέψη και είχε προετοιµάσει το έδαφος για τις συνταγµατικές πρωτοβουλίες της δεκαετίας του απελευθερωτικού αγώνα. Πράγµατι, η αναγκαιότητα της θεµελίωσης συνταγµατικής πολιτείας στην επαναστατηµένη χώρα διατυπώθηκε από τους εξεγερµένους Έλληνες, από τους πρώτους µήνες του Aγώνα.
Επιρροές και Τομές
Το κίνημα του Διαφωτισμού Παρά τις ραγδαίες αλλαγές που έχουν συντελεστεί -όπως η δημογραφική εξέλιξη, η δημιουργία και ανάπτυξη της αστικής τάξης, η άνθηση του εμπορίου, το οποίο διεξάγει η μεσαία τάξη- η σχέση του ατόμου με την εξουσία έχει παραμείνει ίδια. Η αναζήτηση και η επιδίωξη διαμόρφωσης νέων σχέσεων του ατόμου με την εξουσία, του ανθρώπου με τον συνάνθρωπό του, του ανθρώπου με τον Θεό, της μίας κοινωνικής τάξης με την άλλη βρίσκονται στο κέντρο της σκέψης του 18ου αιώνα. Η διαμόρφωση οποιουδήποτε «καινούργιου» οφείλει να είναι αποτέλεσμα του Ορθού Λόγου και να στηρίζεται και στα πορίσματα της επιστήμης.
Η ανάδειξη του Ορθού Λόγου σε μοναδικό εργαλείο ερμηνείας και ανάλυσης των κοινωνιών είναι η ουσία του κινήματος του Διαφωτισμού. Ο Διαφωτισμός, λοιπόν, είναι το πνευματικό - ιδεολογικό κίνημα που γεννήθηκε και ωρίμασε στην Γαλλία αλλά γρήγορα εξαπλώθηκε σ’ ολόκληρη την Ευρώπη και έξω απ’ αυτήν. Ο γνωστός Γερμανός φιλόσοφος Ιμμάνουελ Κάντ έδωσε το 1784 τον εξής ορισμό για το κίνημα του Διαφωτισμού: «Διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητά του για την οποία ο ίδιος είναι υπεύθυνος». Στο ίδιο κείμενο, γράφει: «Sapere aude! Τόλμησε να μάθεις. Αυτό είναι το έμβλημα του Διαφωτισμού».
Το κίνημα του Διαφωτισμού εκτείνεται χρονικά από τα τέλη του 17ου αιώνα και κορυφώνεται με το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης του 1789. Οι κυριότεροι εκπρόσωποι του φιλοσοφικού κινήματος του 18ου αιώνα ήταν ο Μοντεσκιέ, ο Βολταίρος, ο Ζαν Ζακ Ρουσσό και ο Άνταμ Σμίθ:
- Ο Μοντεσκιέ απέρριψε τα απολυταρχικά και δεσποτικά συστήματα διακυβέρνησης και υποστήριξε ότι για τη σωστή λειτουργία ενός συστήματος διακυβέρνησης απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο διαχωρισμός των τριών εξουσιών: νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική. (Πνεύμα των Νόμων, 1748).
- Ο Βολτέρος υπήρξε ο κυριότερος υπέρμαχος της ανεξιθρησκίας. Υποστήριξε με πάθος το δικαίωμα του καθενός να πιστεύει σε όποιο δόγμα επιθυμεί. Είναι γνωστή η φράση του: «Δεν συμφωνώ ούτε με μία λέξη από όσα λες, αλλά θα υπερασπίζομαι -και με το τίμημα της ζωής μου ακόμη- το δικαίωμά σου να λες ελεύθερα όσα πρεσβεύεις.».
- Ο Ζαν-Ζακ Ρουσσό πίστευε ότι έχει γίνει και πρέπει διαρκώς να ανανεώνεται ένα είδος συμφωνίας -το λεγόμενο «κοινωνικό συμβόλαιο»- ανάμεσα στο λαό και την κυβέρνησή του. Πίστευε ότι ο λαός έδωσε στις κυβερνήσεις την εξουσία να προστατεύουν τα φυσικά του δικαιώματα και κατά συνέπεια δικαιούται να αντιδράσει σε περίπτωση που αυτό δεν γίνεται. Ωστόσο, ο πολίτης, και άρα η αντίδρασή του, είναι δεσμευμένοι από τη γενική βούληση, η οποία δηλώνει τι είναι καλό για το κοινωνικό σύνολο μέσα από τις δημοκρατικές εκλογές. (Κοινωνικό Συμβόλαιο, 1762).
- Ο Άνταμ Σμιθ υπήρξε ο πρώτος που υποστήριξε ότι το κράτος πρέπει να παρεμβαίνει όσο το δυνατόν λιγότερο στην οικονομική ζωή της κοινωνίας (Ο Πλούτος των εθνών, 1776). Η αρχή του «laissez - faire, laissez - passer» συνίσταται στο να διακινούνται οι άνθρωποι και τα προϊόντα ελεύθερα χωρίς περιορισμούς.
Η Εγκυκλοπαίδεια αποτελεί ίσως το έργο που εκφράζει συλλογικότερα το κίνημα του Διαφωτισμού. Ο φιλόσοφος Ντιντερό και ο μαθηματικός Ντ'Αλαμπέρ ανέλαβαν να εκθέσουν σε ένα ενιαίο έργο (έφτασε τους 33 τόμους) το απάνθισμα των κοινωνικών και πολιτικών ιδεών της εποχής, αλλά και της τεχνολογικής και επιστημονικής προόδου. Το έργο αυτό, το οποίο γραφόταν από το 1746 έως το 1780, όχι μόνο διέδωσε τις ιδέες του Διαφωτισμού αλλά και προσέφερε τα κατάλληλα ιδεολογικά επιχειρήματα για την αστική επανάσταση, που θα ακολουθούσε.
Κατά τον 18ο αιώνα, την εποχή του Διαφωτισμού, η φιλοσοφία παίζει τον κυρίαρχο ρόλο του σχεδιαστή ή και οραματιστή της μελλοντικής ιδανικής κοινωνίας. Ο άνθρωπος που έχει απορρίψει κάθε υπερφυσικό πρότυπο έχει δύο βασικά εφόδια: τον ορθό λόγο και τον ελεύθερο νου μέσα σ’ ένα υλικό σύμπαν, το οποίο διέπουν συγκεκριμένοι νόμοι.
Η Ελληνική Περίπτωση
Δεδομένων των συνθηκών στην ξηρά το 18ο αιώνα, οι θαλάσσιες μεταφορές ήταν όχι μόνο ευκολότερες, φτηνότερες αλλά και συχνά ταχύτερες. Το να έχει κανείς λοιπόν πρόσβαση σε λιμάνι σήμαινε πρόσβαση στον κόσμο. Τον 18ο αιώνα, αυτό σήμαινε επίσης πρόσβαση στις ιδέες του Διαφωτισμού. Έτσι, όταν το εμπόριο που διεξήγαν οι Έλληνες άνθισε, χάρη στη συνθήκη του Κιουτσούκ - Καϊναρτζή το 1774.
Η συνθήκη επέτρεπε σε Ελληνικά καράβια να πλέουν με Ρωσική σημαία, ήταν θέμα χρόνου να φτάσει η επίδραση του Διαφωτισμού και στον χώρο όπου ζούσαν και δρούσαν οι Έλληνες (Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, Βενετία, Βιέννη, Παρίσι) αλλά και στον ίδιο τον Ελληνικό χώρο (Θεσσαλία, Ιωάννινα). Δημιουργήθηκε, λοιπόν, αυτό το είδος λόγιου εμπόρου ή εμπορευόμενου λόγιου. Οι λόγιοι αυτοί υπήρξαν οι κατ’ εξοχήν μεταφορείς ιδεών. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε ένα παρακλάδι του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός με τις δικές του ιδιαιτερότητες φυσικά.
Οι ιδέες ήρθαν από τον Ευρωπαϊκό χώρο έτοιμες, και οδήγησαν στη διαμόρφωση συνειδησιακών και πνευματικών φαινομένων που είχαν σχέση με την προαγωγή του Ελληνισμού και που φυσική τους κατάληξη ήταν η Ελληνική Επανάσταση. Στους κόλπους, λοιπόν, αυτής της κοσμοπολίτικης διασποράς ρίζωσαν οι ιδέες του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. Για να δούμε πως οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης «μεταφράστηκαν» και προσαρμόστηκαν στην Ελληνική περίπτωση, θα εξετάσουμε πρώτα τα κείμενα του Ρήγα και κατόπιν τα επαναστατικά συντάγματα του 1822, του 1823, και του 1827.
Ο Ρήγας Φεραίος (1757 - 1798)
Το 1790 το τυπογραφείο των Μαρκιδών - Πουλίων ίδρυσε στην Βιέννη την πρώτη Ελληνική εφημερίδα, με τον τίτλο ''Εφημερίς'', η οποία προσέφερε στους αναγνώστες ένα κράμα Γαλλικών επαναστατικών και Ελληνικών πατριωτικών ιδεών. Η εφημερίδα αυτή προέβαλε ιδιαίτερα τις ιδέες του Ρήγα Φεραίου. Τις πολιτικές του ιδέες, ο Ρήγας τις διατύπωσε με σαφήνεια στο επαναστατικό μανιφέστο, που τυπώθηκε στο ίδιο τυπογραφείο της Βιέννης το 1797, για να διανεμηθεί όχι μόνο στους Έλληνες αλλά και σε όλους τους Βαλκάνιους, προκειμένου να ξεσηκωθούν εναντίον του Οθωμανικού δεσποτισμού.
Το μανιφέστο περιείχε μία διακήρυξη ανεξαρτησίας, μία διακήρυξη των δικαιωμάτων των ανθρώπων, ένα Σύνταγμα της νέας ''Ελληνικής Δημοκρατίας'' και έκλεινε με ένα στρατιωτικό εμβατήριο, τον Θούριο, ο οποίος απευθυνόταν σε όλους τους υπηκόους του Σουλτάνου, συμπεριλαμβανομένων και των Τούρκων. Το επαναστατικό αυτό μανιφέστο αντιπροσώπευε το σύνολο των πολιτικών ιδεών του Ρήγα και έθετε σε εφαρμογή το όραμά του για τη μετατροπή των υπηκόων του δεσποτισμού σε πολίτες μίας ελεύθερης δημοκρατίας βασισμένης στο μοντέλο της επαναστατικής Γαλλίας. Το Σύνταγμα θα αποτελούσε τον καταστατικό χάρτη της ελευθερωμένης πολιτείας.
Σημαντικό μέρος της δουλειάς του Ρήγα είναι οι χάρτες του. Ο ιστορικός και πολιτικός Άτλας του Ελληνικού κόσμου -ένα εντυπωσιακό δείγμα ιστορικής χαρτογραφίας- θεωρείται ότι χρησιμεύει ως βάση της πολιτείας, που είχε οραματιστεί. Το όραμά του περιελάμβανε μία ριζική συνταγματική ανακατασκευή ενός μεγάλου γεωγραφικού χώρου, με την ανατροπή της Οθωμανικής εξουσίας και την εγκαθίδρυση θεσμών διακυβέρνησης, εκπροσώπησης και συμμετοχής στο πρότυπο της Γαλλικής Δημοκρατίας του 1793. Η πολιτική σκέψη του Ρήγα δείχνει την μετάβαση από τον κοσμοπολιτισμό του Διαφωτισμού, του οποίου οι ιδέες αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα, στον εθνικισμό των Βαλκανίων.
Τα Ελληνικά Συντάγματα
Πολύ γρήγορα αφού ξέσπασε η επανάσταση του 1821, οι επαναστατημένοι Έλληνες συγκροτούν τοπικά πολιτικά όργανα. Αυτό συμβαίνει γιατί προσπαθούν από τη μία μεριά να αναπληρώσουν το κενό που έχει αφήσει η έλλειψη οθωμανικής εξουσίας και από την άλλη να αποκτήσουν τη στοιχειώδη έστω κρατική υπόσταση. Αυτό ειδικά θα συνέβαλε ουσιαστικά στην προσπάθεια για αναγνώριση του αγώνα τους από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Από τα καταστατικά των οργάνων αυτών διαπιστώνεται πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του Διαφωτισμού.
Ωστόσο, οι ανάγκες του Αγώνα υπέδειξαν αμέσως την ανάγκη δημιουργίας κεντρικής διοίκησης. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο οργανώθηκαν οι τρεις Εθνοσυνελεύσεις κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Κάθε μία εξέδωσε από ένα σύνταγμα:
- Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο, (το Προσωρινόν πολίτευμα της Επιδαύρου, Ιανουάριος 1822). Η πρώτη Εθνοσυνέλευση διατύπωσε την πολιτική της βούληση να υπάγονται οι τοπικοί οργανισμοί σε κεντρική διοίκηση. Το σύνταγμα αυτό ήταν αντιγραφή του Γαλλικού επαναστατικού συντάγματος του 1795. Η μοναδική καινοτομία ήταν η τοποθέτηση τεσσάρων καπεταναίων ως στρατιωτικών συμβούλων της Γερουσίας. Αν και έδινε αυτοτέλεια στη δικαστική εξουσία, συνδύαζε την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία. Εκείνο που πέτυχε αυτό το σύνταγμα, εκτός από τον σκόπιμο εντυπωσιασμό της Ευρώπης, ήταν να βάλει σε κάποια τάξη την αναρχία που επικρατούσε.
- Εθνοσυνέλευση στο Άστρος (Νόμος της Επιδαύρου, Μάρτιος 1823). Ένα χρόνο μετά την Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο, συγκλήθηκε δεύτερη στο Άστρος, η οποία διαχώριζε τις τρεις εξουσίες και διαπίστωσε την επείγουσα πια ανάγκη δανείου για την επιβίωση της επανάστασης. Ωστόσο, η Εθνοσυνέλευση αυτή αποφάσισε να φυλαχθούν «αμετάτρεπτες και αμετακίνητες» οι αρχές του Συντάγματος της Επιδαύρου. Πρόκειται, δηλαδή, για αναθεώρηση του πρώτου συντάγματος.
- Εθνοσυνέλευση στην Τροιζήνα (Σύνταγμα της Τροιζήνας, Μάιος 1827). Τα κεντρικά θεσμικά όργανα ξαναβρήκαν την ισχύ του τουλάχιστον με την έννοια ότι δεν αντιμετώπιζαν πια τις ανταγωνιστικές ενδιάμεσες αρχές στις επαρχίες – αλλά κυρίως μόνο την απείθεια των τοπικών παραγόντων. Τον Απρίλιο του 1826, τέσσερις μέρες μετά την πτώση του Μεσολογγίου συνήλθε στην Πιάδα, κοντά στην Επίδαυρο, η τρίτη Εθνοσυνέλευση. Στην εθνοσυνέλευση αυτή ορίστηκε ο Ιωάννης Καποδίστριας πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας. Ενώ είχε αποφασιστεί να συγκεντρωθούν όλες οι εκτελεστικές λειτουργίες σ’ ένα πρόσωπο, το σύνταγμα γράφτηκε προκειμένου να περιοριστούν οι εξουσίες του. Στο νέο σύνταγμα μάλιστα είχε προσαρτηθεί ένας καταστατικός χάρτης δικαιωμάτων.
Η περίπτωση της συγκρότησης του Ελληνικού εθνικού κράτους οφείλει -παρά τις όποιες σημαντικές διαφορές- να ενταχθεί στο ευρύτερο πλαίσιο συγκρότησης εθνικών κρατών στην Ευρώπη. Είναι, ωστόσο, γεγονός ότι στην Νοτιοανατολική Ευρώπη και συγκεκριμένα στα Βαλκάνια οι διαδικασίες αυτές επηρεάστηκαν από τις αναχρονιστικές κοινωνικοοικονομικές δομές, που επικρατούσαν. Επιπλέον, όταν άρχισε η διαδικασία διαμόρφωσης τέτοιων συνειδήσεων που θα οδηγούσε στο αίτημα για τη συγκρότηση εθνικού κράτους, οι εμπλεκόμενοι πληθυσμοί δεν ζούσαν μόνο στα εδάφη που αργότερα πέρασαν στην κυριαρχία των εθνικών κρατών.
Όσον αφορά τους Έλληνες, ζούσαν σε ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην Αυστροουγγαρία, στη Ρωσία και αλλού, συγκατοικώντας μάλιστα και με άλλες εθνικότητες. Έτσι, όταν βαθμιαία διαλύεται η Οθωμανική Αυτοκρατορία, τον χώρο της τον καταλάμβαναν εθνικά κράτη. Αυτή η σταδιακή διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μεταξύ άλλων σήμαινε ότι κανένα από τα ιδρυόμενα κράτη δεν ήταν ευχαριστημένο από τα αρχικά σύνορά του. Διεκδικούσε σε κάθε ευκαιρία την περαιτέρω επέκτασή του. Τέτοια είναι και η Ελληνική περίπτωση συγκρότησης εθνικού κράτους:
- Με τη συνθήκη του Λονδίνου (22 Ιανουαρίου - 3 Φεβρουαρίου του 1830) ιδρύθηκε το Ελληνικό κράτος με μοναρχικό πολίτευμα και σύνορα που δεν περιλαμβάνουν την Ακαρνανία και τμήμα της Αιτωλίας, αλλά την Εύβοια, τη Σκύρο και τις Κυκλάδες. Ωστόσο, τα σύνορα αυτά δεν ήταν αρεστά ούτε στους Έλληνες, αλλά ούτε και στους Βρετανούς. Έτσι, το καλοκαίρι του 1832 έγινε διακανονισμός για τα νέα και «οριστικά» σύνορα του Ελληνικού κράτους στη γραμμή Αμβρακικού - Παγασητικού κόλπου.
- Το 1864 με την αλλαγή του βασιλιά (εκθρονίστηκε ο Όθων και ανέβηκε ο Δανός Γεώργιος Α'), οι Βρετανοί παραχώρησαν τα Επτάνησα στο Ελληνικό κράτος.
- Το 1881, μετά από τρία χρόνια διαπραγματεύσεων, στο περιθώριο των εργασιών του Συνεδρίου του Βερολίνου, το Ελληνικό κράτος προσάρτησε τη Θεσσαλία και την Άρτα.
- Με τον πόλεμο του 1897, η ήττα της Ελλάδας οδήγησε στην αυτονόμηση -και όχι στην ένωση, που ήταν ο στόχος- της Κρήτης. Μέχρι τότε, λοιπόν, όποια οι επεκτάσεις της Ελληνικής επικράτειας είχαν γίνει μέσω διαπραγματεύσεων. Όμως με τους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους (1912 - 1913) το Ελληνικό κράτος διπλασιάστηκε: με την Ήπειρο, το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας και τα νησιά του Αιγαίου.
- Το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε την Ελλάδα στο πλευρό των νικητών. Η συνθήκη των Σεβρών το 1920, που υπογράφτηκε από την καταρρέουσα εξουσία του Σουλτάνου, προέβλεπε την προσάρτηση της Δυτικής και Ανατολικής Θράκης (εκτός από την ευρύτερη περιοχή των Στενών), των νησιών Ίμβρος και Τένεδος. Επίσης, η Ελλάδα πήρε την κατοχή και διοίκηση της Σμύρνης για πέντε χρόνια, μετά την παρέλευση των οποίων θα γινόταν δημοψήφισμα για το αν θα προσαρτηθεί η περιοχή ή όχι.
- 1948: Με το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, τα Δωδεκάνησα είχαν περάσει από τα χέρια των Οθωμανών στα χέρια των Ιταλών. Η ήττα των Ιταλών στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, επέτρεψε στην Ελλάδα να ζητήσει την προσάρτηση των Δωδεκανήσων, την οποία και πέτυχε.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΟΡΑΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΩΝ
Η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας και η Αυτοθέσμιση της Επαναστατημένης Ελληνικής Κοινωνίας
Η Επανάσταση του 1821, επικό γεγονός στην ιστορία του νεώτερου Ελληνισμού, υπήρξε καρπός μακράς ιδεολογικής προετοιμασίας για την ωρίμανση του επαναστατικού φρονήματος του λαού, ενώ παράλληλα απετέλεσε πλήγμα στο καθεστώς της Ιεράς Συμμαχίας και σήμανε τον θρίαμβο της αρχής των εθνοτήτων. Η διαδικασία αυτογνωσίας της Ελληνικής κοινωνίας ενεργοποιείται σταδιακά μέσα από πολλαπλές κοινωνικο-οικονομικές συνισταμένες για να καταλήξει στην σύνθεση της Νεοελληνικής ταυτότητας και στη βούληση εθνικής αυτοθέσμισης.
Σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, η κλασική παιδεία που έχει ήδη δώσει τα πρότυπα για την ελευθερία της σκέψης και για την αξιοπρέπεια του ατόμου, θα συνδεθεί δραστικά με τα νέα πολιτικά ιδεώδη που φέρνει ο Ευρωπαϊκός φιλελευθερισμός και διακηρύσσει η Γαλλική Επανάσταση. Στην κορύφωση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού η Ελληνική Δημοκρατία (1797) του Ρήγα Βελεστινλή και η Ελληνική Νομαρχία (1806) του Ανωνύμου Έλληνος διακηρύσσουν με ριζοσπαστικό τρόπο μέσα από τα ανθρωπιστικά ιδεώδη της Αναγέννησης και τις αρχές του Ευρωπαϊκού διαφωτισμού υπέρ μιας αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με εξισωτική διάσταση που υπερέβαινε τον ατομοκεντρικό χαρακτήρα ενός φιλελεύθερου πολιτεύματος.
Στην ίδια κατεύθυνση ο Αδαμάντιος Κοραής οραματίζεται την πραγμάτωση της νέας Ελληνικής κοινωνίας μέσω της αναμόρφωσης της παιδείας και της Ελληνικής γλώσσας. Στην προσπάθειά τους να ελευθερωθούν από τον Οθωμανικό ζυγό οι εγγράμματοι Έλληνες διαμορφώνουν σταδιακά μια καινούργια νοοτροπία, μια αυτοπεποίθηση, αποτέλεσμα της ανοδικής πορείας στο εμπόριο και της καλλιέργειας της παιδείας. Οι ορίζοντες άνοιξαν με την ίδρυση σχολείων, με εκδόσεις βιβλίων, φυλλαδίων, εφημερίδων, μεταφράσεων, που κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι και πάντως από στόμα σε στόμα.
Η νέα αυτή αστική τάξη γίνεται φορέας των επαναστατικών ιδεών του Διαφωτισμού και του οράματος για ένα εθνικό - συνταγματικό κράτος. Το αίτημα της ελευθερίας, δηλαδή της κατάργησης των περιορισμών και καταναγκασμών του παλιού καθεστώτος, και της πολιτικής ισότητας και αυτοδιάθεσης διαχέεται στις πλατιές μάζες του πληθυσμού, που η οικονομική τους θέση έχει πλέον βελτιωθεί και καθίσταται ταυτόσημο με την στράτευση στην εθνική ιδέα του Ελληνισμού. Παράλληλα, ο απαίδευτος αγροτικός πληθυσμός συνειδητοποιεί μέσα από την φιλοπεριέργεια των περιηγητών την ιδιαιτερότητα της ιστορίας του και την αξία των αρχαίων μνημείων.
Δημιουργείται έτσι η αίσθηση ότι η Ελληνική εθνότητα αποτελεί μια ξεχωριστή οντότητα, η οποία είναι δυνατόν να αυτονομηθεί από το σύνολο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η τάση για την απαλλαγή από την τυραννία, το συναίσθημα της θυσίας, το ένστικτο της εθνικής Ελευθερίας μαζί με τη φιλελεύθερη ροπή για την πολιτική αυθυπαρξία που πλημμυρίζουν τα δημοτικά τραγούδια, ενισχύουν την ομόθυμη συνείδηση του ανώνυμου λαού για τον καθολικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.
Συγχρόνως, ο κοινοτισμός ως μορφή αυτοδιάθεσης των υποδούλων Ελλήνων αποτέλεσε διοικητικό κύτταρο που συνέβαλε δημιουργικά στη διατήρηση της συλλογικής συνείδησης της ιδιαιτερότητάς τους και διέσωσε τον πόθο της ελευθερίας. Εκτός τον εξελισσόμενο θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης για την εξυπηρέτηση ιδίως του δημοσιονομικού συστήματος του κατακτητή και της φοροδοτικής αποδοτικότητας της αναπτυσσόμενης εμπορικής τάξης των Ελλήνων, οι επαγγελματικές συσσωματώσεις, οι οποίες συγκροτούνται με δημοκρατικές διαδικασίες (αιρετό και υπεύθυνο της αρχής) και διοικούνται με συντεταγμένους κανονισμούς.
Καλλιέργησαν στα μέλη τους την αυτονομία αναπόσπαστα συνυφασμένη με το δημοκρατικό ιδεώδες, διαμορφώνοντας έτσι φιλελεύθερη πολιτική σκέψη. Η εμφάνιση, τέλος, της Φιλικής Εταιρείας, που μέσω των ιδανικών του φιλελευθερισμού καθοδηγεί την ηθική και την πνευματική αφύπνιση του Ελληνισμού, λειτουργεί ως δύναμη κρούσης για την προετοιμασία και την οργάνωση της Επανάστασης με σκοπό την θεμελίωση ενός κράτους που θα στηριζόταν στις αρχές της ισοπολιτείας και της ελευθερίας που είχε διαδώσει στην Ευρώπη η Γαλλική επανάσταση.
Η ανάπτυξη της Ελληνικής εθνικής συνείδησης είχε πλέον προχωρήσει τόσο, ώστε να έχει αποκτήσει υπόσταση το αίτημα για εθνική ανεξαρτησία και συγκρότηση ενός αυτόνομου εθνικού κράτους. Με την έναρξη της Επανάστασης εμφανίστηκε η ανάγκη άμεσης πολιτικής οργάνωσης για το συντονισμό του αγώνα και την διοίκηση των απελευθερωθέντων Ελληνικών περιοχών. Παράλληλα, η συγκρότηση πολιτικής διοίκησης λειτουργούσε και ως εγγύηση προς την Ευρώπη για την εθνική συλλογικότητα των επιδιώξεων των επαναστατών και την κοινή επιθυμία τους για ταχεία αποκατάσταση της ομαλότητας στην περιοχή.
Τα πρώτα τοπικά πολιτεύματα (Οργανισμός της Προσωρινής Διοικήσεως της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, Οργανισμός της Πελοποννησιακής Γερουσίας, Στρατοπολιτικό Σύστημα Σάμου, Πολίτευμα της νήσου Κρήτης) που ψηφίστηκαν από αυτοσχέδιες τοπικές Συνελεύσεις είχαν ως σκοπό την προσωρινή διοικητική και στρατιωτική οργάνωση συγκεκριμένων περιοχών μέχρι τη μελλοντική σύσταση της "Βουλής του Έθνους". Οι εργασίες της Α΄ Εθνοσυνέλευσης άρχισαν στο Άργος το Δεκέμβριο 1821 και συνεχίστηκαν στην Πιάδα (Νέα Επίδαυρο).
Συμμετείχαν 59 "παραστάτες", εκπρόσωποι από την Πελοπόννησο, την Ανατολική και Δυτικής Στερεά Ελλάδα και ορισμένα νησιά, οι οποίοι την 1η Ιανουαρίου 1822 ψήφισαν το "Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος", ένα σύνταγμα ριζοσπαστικό, το οποίο απέπνεε τις φιλελεύθερες και δημοκρατικές αρχές των Γαλλικών επαναστατικών συνταγμάτων του 1793 και του 1795 και του συντάγματος των H.Π.A. του 1787. Έτσι, εδραιώνεται στη συνείδηση της Ελληνικής κοινωνίας ο συνταγματισμός ως το θεμελιώδες και αναγκαίο κριτήριο της πολιτικής νομιμότητας.
Παρά τις επιφυλάξεις που μπορεί να διατυπώσει κανείς για την αντιπροσωπευτικότητα των μελών της Συνέλευσης και τον αδιάβλητο της εκλογής τους, το πρώτο σύνταγμα των επαναστατημένων Ελλήνων καταρτίσθηκε με δημοκρατικό τρόπο. Οι αντιπαραθέσεις απόψεων και γνωμών, οι εντάσεις και οι απολυτότητες που κατεγράφησαν κατά την επεξεργασία, τη συζήτηση και τη ψήφιση των τελικών κειμένων από την ολομέλεια της Συνέλευσης εισήγαγαν τους νεόκοπους αντιπροσώπους στη διαδικασία του κοινοβουλευτισμού. Περιλάμβανε 110 σύντομες παραγράφους κατανεμημένες σε πέντε ενότητες – «τίτλους» και "τμήματα" κατά το Γαλλικό πρότυπο.
Του Συντάγματος προτασσόταν η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, την οποία η Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου απηύθυνε προς τους Ευρωπαίους και με την οποία «το Ελληνικόν Έθνος εκήρυξεν ενώπιον Θεού και ανθρώπων την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν». Πριν διεισδύσουμε στην ουσία του κειμένου, αξίζει να προσεγγίσουμε με τα εργαλεία της πολιτικής υφολογίας τους λεκτικούς σχηματισμούς, οι οποίοι συγκροτούν το κείμενο της Διακήρυξης. Μια τέτοια προσεκτική ανάγνωση βοηθά να αποκαλυφθεί η παραστατική λειτουργία των εικόνων που κρύβουν μέσα τους οι λέξεις.
Συντάκτης της υπήρξε ο Θεόδωρος Νέγρης, άνθρωπος ιδιαίτερα έξυπνος με αξιόλογη μόρφωση, ο οποίος αντιπροσώπευε επαρκώς το Φαναριώτικο πρότυπο. Η λεπτομερής προσέγγιση του κειμένου προδίδει ότι η επιλογή των λέξεων και των όρων από τον Νέγρη έγινε έτσι ώστε να αποδοθεί με την μεγαλύτερη δυνατή πληρότητα η πολιτική πρόθεση των επαναστατημένων Ελλήνων προκειμένου να επιτευχθεί η αποτελεσματικότερη διάδοση και η θετικότερη δυνατόν αποδοχή του πολιτικού μηνύματος της Διακήρυξης από την ευρύτερη -όχι μόνο εσωτερική, αλλά και εξωτερική- κοινωνία.
Αυτό απαιτούσε διττή προσπάθεια: απλοποιητικούς σχηματισμοί, δημώδεις φράσεις, ενίοτε και παραστατικούς μεταφορικούς συμβολισμούς, ώστε το κείμενο να είναι κατανοητό στους απλούς απαίδευτους πολεμιστές, συγχρόνως όμως αρχαιόμορφους νεολογισμούς, ώστε να γίνεται η άμεση σύνδεση του επαναστατημένου λαού με τους αρχαίους προγόνους του, αλλά και δόκιμους πολιτικούς όρους, ώστε να υποστηριχθούν τα αιτήματα του Διαφωτισμού και να επιτευχθεί η διεθνή πολιτική και κοινωνική νομιμοποίηση των ενεργειών των επαναστατών, ενέργειες οι οποίες σημειωτέον βρίσκονταν σε πολιτική αναντιστοιχία με την μεταναπολεόντεια ισορροπία της εποχής.
Κάτω από το πρίσμα αυτό αποδεικνύεται ότι δεν είναι διόλου τυχαία η ιδιαίτερη φραστική φρόνηση να χαρακτηριστεί το Πολίτευμα «Προσωρινό», όχι απλώς διότι η Επανάσταση ήταν στην αρχή και το ελεύθερο Ελληνικό κράτος δεν είχε ακόμη αναγνωρισθεί από τη διεθνή κοινότητα, αλλά κυρίως για να αποφευχθούν οι αντιδράσεις της Ιεράς Συμμαχίας και των απολυταρχικών κύκλων της Ευρώπης Ας επανέλθουμε όμως στην ουσία του κείμενου. Η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας συνιστά ενδελεχή και εμπεριστατωμένη πολιτική και πολιτειακή πρόταση με άμεση συμμετοχή ίσων και ελεύθερων ανθρώπων, με την οποία οι εξεγερμένοι Έλληνες δηλώνουν ότι ήθελαν να ζήσουν εφεξής όχι απλώς ανεξάρτητοι, αλλά και ελεύθεροι βάσει σταθερών κανόνων.
Οι εξεγερμένοι Έλληνες συνεπώς κατά τη διάρκεια της Επανάστασης λειτούργησαν ως έθνος πολιτών, με εκπεφρασμένη βούληση για δημοκρατική αυτοθέσμιση και τούτο ως αντίπαλο δέος προς την «ελέω Θεού βασιλεία» που υπήρχε ως τότε. Η Νεοελληνική αυτοσυνειδησία και η έφεση για αυτοδιάθεση εκφραζόταν ήδη στα επαναστατικά φυλλάδια, τις προκηρύξεις της Φιλικής Εταιρείας, την Προκήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος», αλλά αποκρυσταλλώνεται πλήρως στη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, όπου το αίτημα για εθνική αυτοδιάθεση διαμορφώνεται παράλληλα με αυτό για πολιτική δημοκρατία, θεσμική ισοπολιτεία και ισονομία.
Η βούληση για αυτοδέσμευση με νόμους είναι διάχυτη στο κείμενο της Διακήρυξης, όπου μεταξύ άλλων τονίζεται ότι: «O κατά των Tούρκων πόλεμος ημών, είναι πόλεμος εθνικός, πόλεμος ιερός, πόλεμος του οποίου η μόνη αιτία είναι η ανάκτησις των δικαίων της προσωπικής ημών ελευθερίας, της ιδιοκτησίας και της τιμής». Κατά την εύστοχη παρατήρηση του Α. Σβώλου, οι εξεγερμένοι Έλληνες υιοθέτησαν «το θεμελιώδες αίτημα του κινήματος της αστικής τάξεως όπως διακηρύχθηκε από την Γαλλική και την Αμερικανική επανάσταση», σύμφωνα με το οποίο «η κατάκτησις της πολιτικής ελευθερίας ως σκοπόν έχει την εξασφάλισιν των φυσικών δικαίων του ανθρώπου».
Εν συνεχεία της Διακήρυξης, το Σύνταγμα της Επιδαύρου θεμελιώνει την δημοκρατική πολιτεία στην λαϊκή κυριαρχία, υιοθετώντας το αντιπροσωπευτικό σύστημα, την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και την καθολικότητα της ψήφου. Αναγνωρίζεται, έτσι πανηγυρικά ως πηγή των εξουσιών το έθνος -ο «αυτοκράτωρ λαός» κατά τον Ρήγα, σε αντιδιαστολή με τον μονάρχη. Το έθνος για τους εξεγερμένους Έλληνες συνέπιπτε εννοιολογικά με τους μόνιμους Χριστιανούς κατοίκους της Ελλάδας, καθόσον η 2η παράγραφος του Συντάγματος προέβλεπε ότι μόνον «Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικράτειας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες».
Η Χριστιανική πίστη, ως κοινή θρησκευτική ταυτότητα, ανάγεται έτσι σε στοιχείο διασφάλισης της πολυπόθητης εθνικής ενότητας και ομοιογένειας του υπό σύσταση κράτους. Ο επαναστατικός αυτός ορισμός του πολίτη, μακράν της Αριστοτελικής έννοιας του όρου, αντικατοπτρίζει τον τρόπο με τον οποίο αυτοπροσδιοριζόταν επί αιώνες οι υπόδουλοι Έλληνες και συγχρόνως προσδιορίζει το κριτήριο, το οποίο καθόριζε την θέση τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο έντονα δημοκρατικός χαρακτήρας του Συντάγματος καταφαίνεται στην ιδιαίτερη πρόνοια που έλαβαν οι συντάκτες του για την περιστολή της εκτελεστικής εξουσίας.
Έτσι η "Διοίκησις" αποτελείτο από το "Βουλευτικόν" και το "Εκτελεστικόν", αμφότερα συλλογικά όργανα με ενιαύσια θητεία, τα οποία ισοσταθμίζονταν στη νομοπαραγωγική διαδικασία. Ακόμη, υπήρχε και το "Δικαστικόν", όργανο ανεξάρτητο των άλλων δύο, πλην όμως εκλεγόμενο από αυτά, ενώ τη δικαιοσύνη απένειμαν τα "Κριτήρια", δηλαδή τα δικαστήρια. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη είναι η πρόταξη της περιφρούρησης των ατομικών δικαιωμάτων και ιδίως της ελευθερίας υπό τις διάφορες μορφές της και της ισότητας, στο πρώτο και δεύτερο τμήμα του Συντάγματος, δηλαδή στα πρώτα επτά άρθρα.
Η απόλαυση των ατομικώς δικαιωμάτων αποτελούσε ένα από τους κύριους στόχους της Επανάστασης, όπως επί λέξει αναφέρει η Διακήρυξη: ''Από τοιαύτας αρχάς των φυσικών δικαίων ορμώμενοι''. Αλλά και πρωτύτερα ο Δημήτριος Υψηλάντης στην προκήρυξη της 6ης Οκτωβρίου 1821 με την οποία συγκάλεσε την Πρώτη Εθνοσυνέλευση αναφέρει μεταξύ άλλων: «Ήλθον να διεκδικήσω τα δίκαιά σας, την τιμήν, την ζωήν, την περιουσίαν σας· ήλθον να σας δώσω νόμους δικαίους, δικαστήρια αμερόληπτα, ώστε ουδείς να βλάπτη τα συμφέροντά σας, ουδένα παίζη με την ύπαρξιν σας.
Καιρός είναι να παύση πλέον η τυραννία όχι μόνον των Τούρκων, αλλά και η τυραννία των ατόμων εκείνων, τα οποία, συμμεριζόμενα τα αισθήματα των Τούρκων, ζητούν να καταπιέζουν τον λαόν». Το συνταγματικό κείμενο μετουσιώνει σε εφαρμοστέες κανονιστικές διατάξεις το φυσικό δίκαιο, προτάσσοντας την αναγνώριση της ανεξιθρησκίας, ακολουθεί η κατοχύρωση της αρχής της ισότητας ενώπιον των νόμων για όλους τους κατοίκους της χώρας, η αρχή της ισότητας στα αξιώματα, η οποία ίσχυε μόνο υπέρ των Ελλήνων ανάλογα με την προσωπική τους αξία.
Ακολουθούν η προστασία της ιδιοκτησίας, της τιμής και της ασφάλειας των Ελλήνων, η αρχή της νομιμότητας του φόρου και τέλος καταργούνταν τα βασανιστήρια και η ποινή της δήμευσης, απαγορευόταν η σύλληψη κάθε κατοίκου της Ελλάδας χωρίς δικαστικό ένταλμα με εξαίρεση τα αυτόφωρα εγκλήματα και προβλεπόταν η έκδοση νόμου για την πολιτογράφηση των ξένων. Η αξία του ανθρώπου, επομένως, δεν αποτελεί μόνον γενική αρχή του φυσικού δικαίου, η οποία εξειδικεύεται στις συναφείς διατάξεις των πρώτων επτά άρθρων του Συντάγματος, αλλά και ιστορική και νοηματική προϋπόθεση, δομικό υπόβαθρο της ίδιας της κατοχύρωσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Κατά συνέπεια, ο συνταγματικός νομοθέτης θεσπίζοντας την ελευθερία και την ισότητα, αναγνωρίζει ουσιαστικά την ίδια ικανότητα δικαίου σε όλους τους ανθρώπους και κάθε άνθρωπο ως υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Επομένως, η έννοια του ανθρώπου ως θεμέλιο της νεωτερικότητας, έτσι όπως αναπτύχθηκε με την Γαλλική επανάσταση και το Διαφωτισμό και υιοθετείται από το Σύνταγμα της Επιδαύρου και τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας περιλαμβάνει την ελευθερία σαν αξία και καταδικάζει παντελώς την δουλεία.
Η συνταγματική αναγνώριση της ελευθερίας και της ισότητας συνεπάγεται ουσιαστικά ότι κάθε άνθρωπος θεωρείται πρόσωπο, κάθε άνθρωπος έχει ικανότητα δικαίου, είναι φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, έχει δηλαδή την ιδιότητα της προσωπικότητας, εξοβελίζοντας έτσι το ακόμα ισχύον στις νομοθεσίες των υπολοίπων κρατών καθεστώς της δουλείας. Είναι ιδιαιτέρως πρωτοποριακό για την συγκεκριμένη χρονική στιγμή και ιστορική συγκυρία ότι ο συνταγματικός νομοθέτης, καίτοι στην §98 επιλέγει ως πρόσκαιρη λύση μέχρι τη σύνταξη νέων κωδίκων την ισχύ των νόμων «των αειμνήστων Χριστιανών ημών Αυτοκρατόρων».
Εγκαταλείπει την πεπαλαιωμένη διάκριση του ρωμαϊκού δικαίου μεταξύ ανθρώπου και προσώπου, διάκριση η οποία εξακολουθούσε, αν και ηπιότερη κάτω από την επήρεια της χριστιανικής ηθικής, να ισχύει και το Βυζάντιο. Το πρωτοπόρο πνεύμα του συνταγματικού νομοθέτη εξειδικεύεται ακόμη περισσότερο στο Σύνταγμα του Άστρους του 1823 και της Τροιζήνας του 1827, τα οποία απαγορεύουν ρητά την σωματεμπορία και τη δουλεία κάθε ανθρώπου.
Αναφέροντας επί λέξει ότι «εν Ελλάδι ούτε πωλείται ούτε αγοράζεται άνθρωπος· αργυρώνητος ή δούλος παντός γένους και πάσης θρησκείας είναι ελεύθερος άμα πατήση επί Ελληνικού εδάφους και από τον δεσπότην αυτού ακαταζήτητος». Η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας αποτελεί ακόμη και ως τίτλος, μια μετωπική διακήρυξη πολιτικών αξιών, η οποία εξηγεί το αίτιο της εξέγερσης και συγχρόνως περιέχει ενσυνείδητη πολιτειακή πρόταση για το τί πρέπει υποχρεωτικώς να περιλαμβάνει το υποστεγαζόμενο Σύνταγμα.
Περιλαμβάνει επομένως την εποπτεύουσα για το Σύνταγμα πολιτική φιλοσοφία, τις υπερκείμενες επιταγές και αξίας, οι οποίες οδήγησαν στην εξέγερση και πάνω στις οποίες θεσμοθετείται η εξουσία. Η Διακήρυξη, μείζον επίτευγμα της Πρώτης Εθνοσυνέλευσης, εισάγει την νεωτερικότητα στην Ελληνική κοινωνία, η οποία με καινοτόμους πολιτικούς θεσμούς καλείται να συγκροτήσει την κρατική εξουσία του πρώτου στην Ελληνική ιστορία ανεξάρτητου εθνικού κράτους και να διαχειριστεί τους μηχανισμούς διοίκησης των απελευθερωμένων περιοχών. Το εγχείρημα δεν ήταν απλό και το στοίχημα δεν κερδίθηκε σε όλα τα επίπεδα.
Εν πρώτοις τα πρόσωπα που κλήθηκαν να υπηρετήσουν τους θεσμούς αυτούς προέρχονταν κατά κύριο λόγο από τις ηγετικές ομάδες της προεπαναστατικής περιόδου (προύχοντες, οπλαρχηγοί, ιεράρχες) και για το λόγο αυτό μετέφεραν στο νεοσύστατο κράτος νοοτροπίες και συμπεριφορές παρωχημένες. Επιπλέον η πολυπλοκότητα της συγκρότησης εκ του μηδενός ενός αυτόνομου κράτους (θεσμοί, ιεραρχίες, διαδικασίες), συνδυασμένη με τους ανταγωνισμούς των πρωταγωνιστών του Αγώνα έδωσαν στάσεις και εμφύλιους πολέμους, για να καταλήξουν στην δολοφονία του Καποδίστρια και την έλευση του Όθωνα.
Παρόλα αυτά, όσα αντίβαρα και αν επιβίωσαν από το παρελθόν, είναι αναμφισβήτητο ότι η Επανάσταση του 1821 επέφερε οριστική ρήξη με το οθωμανικό προηγούμενο ανατρέποντας πλήρως το υπάρχον σύστημα κυριαρχίας. Η καθοριστική αυτή τομή στο ιστορικό γίγνεσθαι αποδεικνύει την συνειδητή αυτοθέσμιση της Ελληνικής κοινωνίας στο μέτρο που αυτή δημιούργησε ex nihilo ένα αυτόνομο, ελεύθερο και δημοκρατικό κράτος, ακόμη και αν η αυτοθέσμιση αυτή δεν στηρίχθηκε σε ''φαντασιακούς'' παράγοντες.
Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ
Μορφές Πολιτευμάτων
Πολίτευμα είναι ο τρόπος, με τον οποίο οργανώνεται και ασκείται η πολιτική εξουσία. Η μορφή του πολιτεύματος ορίζεται στον θεμελιώδη νόμο που συντάσσει την πολιτεία, το Σύνταγμα. Τα πολιτεύματα, ανάλογα με το ποιος ασκεί την εξουσία, διακρίνονται σε:
α) Μοναρχικά: Στα πολιτεύματα αυτά, πηγή και φορέας της εξουσίας είναι ένα μόνο φυσικό πρόσωπο, ο μονάρχης (ή βασιλιάς). Η βούληση του μονάρχη είναι η υπέρτατη βούληση μέσα στην πολιτεία. Η εξουσία του είναι απεριόριστη (απόλυτη μοναρχία). Όταν ο μονάρχης «παραχωρεί» Σύνταγμα, ο τρόπος άσκησης της εξουσίας γίνεται με βάση τις διατάξεις του θεμελιώδους αυτού νόμου (συνταγματική μοναρχία). Ο μονάρχης εξακολουθεί να είναι το ανώτατο όργανο της πολιτείας, ορίζεται όμως η λειτουργία και άλλων κρατικών οργάνων που περιορίζουν την εξουσία του μονάρχη (ο μονάρχης ψηφίζει τους νόμους μαζί με τη Βουλή, οι πράξεις του μονάρχη προσυπογράφονται από τους υπουργούς κ.ά.).
β) Ολιγαρχικά: Είναι τα πολιτεύματα, στα οποία η πολιτική εξουσία ασκείται από ορισμένο αριθμό προσώπων. Τα πρόσωπα αυτά θεωρούνται προνομιούχα έναντι των υπολοίπων, λόγω αριστοκρατικής καταγωγής ή ένταξής τους σε συγκεκριμένο κόμμα κτλ.
γ) Δημοκρατικά: Είναι τα πολιτεύματα, στα οποία κυρίαρχος είναι ο λαός (ο «δήμος κρατεί», δηλ. κυριαρχεί). Πηγή και φορέας της πολιτικής εξουσίας στο δημοκρατικό πολίτευμα είναι ο λαός. Η βούληση του λαού είναι η υπέρτατη βούληση μέσα στην πολιτεία. τα συστατικά στοιχεία του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι η ελευθερία και η ισότητα. Στη ∆ημοκρατία, οι πολίτες συμμετέχουν οι ίδιοι στην άσκηση της εξουσίας, ψηφίζουν νόμους, εκλέγονται στα αξιώματα, αυτοκαθορίζονται, είναι επομένως ελεύθεροι άνθρωποι.
Με την έννοια της ελευθερίας συνυφαίνεται η έννοια της ισότητας: όλοι οι ελεύθεροι πολίτες που απαρτίζουν τον δήμο μιας δημοκρατικής πολιτείας, πρέπει να συμμετέχουν εξίσου στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας . Αν δεν μετέχουν όλοι, ετεροπροσδιορίζονται, δηλαδή κάποιος άλλος αποφασίζει γι’αυτούς. Κατά συνέπεια, παύουν να είναι ελεύθεροι. Η ∆ημοκρατία διασφαλίζει την ελευθερία και την ισότητα, ακριβώς γιατί αναγνωρίζει την ανθρώπινη αξία ως θεμελιώδη αξία του κοινωνικού βίου. Οι άνθρωποι βέβαια διαφέρουν ως προς τις σωματικές, πνευματικές, ψυχικές ιδιότητες και ικανότητες τους.
Η ∆ημοκρατία όμως είναι το μόνο πολίτευμα που παραμερίζει τις διαφορές μεταξύ των ανθρώπων και εξασφαλίζει σε όλους ανεξαιρέτως κοινή αφετηρία και ίσες ευκαιρίες για την αξιοποίηση των ικανοτήτων τους. Η βούληση καθενός πολίτη έχει την ίδια βαρύτητα με τη βούληση οποιουδήποτε άλλου και αυτή είναι μια από τις βασικότερες κατακτήσεις της ∆ημοκρατίας. Στη ∆ημοκρατία, ο λαός αποφασίζει είτε ο ίδιος (άμεσα), είτε μέσω των αντιπροσώπων του (έμμεσα) για την επίλυση των ποικίλων προβλημάτων της κοινωνικής συμβίωσης, με βάση την αρχή της πλειοψηφίας.
Η αρχή της πλειοψηφίας είναι θεμελιώδης για τη λήψη αποφάσεων στη ∆ημοκρατία. Η μειοψηφία πάντως είναι, επίσης, κατοχυρωμένη και η γνώμη της πάντοτε ακούγεται. Η ∆ημοκρατία μπορεί να έχει τις ακόλουθες μορφές:
α) Άμεση ή Συμμετοχική Δημοκρατία: Είναι το πολίτευμα, στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία άμεσα συμμετέχοντας σε λαϊκές συνελεύσεις. Εφαρμόστηκε στην αρχαία Ελλάδα με την Εκκλησία του ∆ήμου στην Αθήνα, την Απέλλα στη Σπάρτη. Σήμερα, η άμεση ∆ημοκρατία εφαρμόζεται μόνο σε ορισμένα καντόνια της Ελβετίας, όπου είναι δυνατή η σύγκληση λαϊκών συνελεύσεων λόγω του μικρού πληθυσμού τους.
β) Αντιπροσωπευτική Κοινοβουλευτική Δημοκρατία: Στο πολίτευμα αυτό, ο λαός ασκεί την εξουσία δια των αντιπροσώπων του, δηλαδή των βουλευτών. Αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική ∆ημοκρατία είναι και το πολίτευμα της Ελλάδας.
Με κριτήριο τον τρόπο ανάδειξης του ανώτατου άρχοντος της πολιτείας, η αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική Δημοκρατία μπορεί να έχει τις εξής μορφές:
α) Βασιλευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία: Αρχηγός του κράτους είναι ο βασιλιάς. Το αξίωμα του είναι κληρονομικό και ισόβιο. Οι αρμοδιότητές του είναι κατά κανόνα περιορισμένες, ο ρόλος του είναι πιο πολύ συμβολικός. Τον ουσιαστικό ρόλο της λήψης των πολιτικών αποφάσεων έχει η εκλεγμένη από τον λαό Κυβέρνηση (Μ. Βρετανία, Βέλγιο, Ολλανδία, ∆ανία, Σουηδία, Ισπανία κτλ.).
β) Προεδρευόμενη κοινοβουλευτική Δημοκρατία: Στο πολίτευμα αυτό, αρχηγός του κράτους είναι ο Πρόεδρος της ∆ημοκρατίας (Πτ∆), ο οποίος είναι αιρετός και εκλέγεται από τη Βουλή. Ο Πτ∆ δεν έχει ουσιαστικές πολιτικές αρμοδιότητες όπως συμβαίνει π.χ. στην Ελλάδα, την Ιταλία, τη Γερμανία. Τις πολιτικές αποφάσεις λαμβάνει η εκλεγμένη από τον λαό Κυβέρνηση.
γ) Προεδρική Κοινοβουλευτική Δημοκρατία: Στο πολίτευμα αυτό, ο Πρόεδρος της ∆ημοκρατίας είναι και αρχηγός του κράτους και πρόεδρος της Κυβερνήσης. Η Κυβέρνηση σχηματίζεται από τον Πρόεδρο της ∆ημοκρατίας, ο οποίος έχει ουσιαστικές πολιτικές αρμοδιότητες.
Η εκλογή του Προέδρου της ∆ημοκρατίας πραγματοποιείται είτε άμεσα από τον λαό (π.χ. Γαλλία), είτε από ειδικό σώμα εκλεκτόρων (π.χ. Η.Π.Α., Κύπρος, Ρωσία κτλ.). Στην αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική ∆ημοκρατία λειτουργούν και θεσμοί άμεσης δημοκρατίας. Τέτοιοι θεσμοί είναι αυτοί που θα αναφερθούν στη συνέχεια. Στην Ελληνική ∆ημοκρατία από αυτούς τους θεσμούς αναγνωρίζεται μόνο το δημοψήφισμα:
α) Το Δημοψήφισμα: Πρόκειται για μια διαδικασία άμεσης ψηφοφορίας, στην οποία το εκλογικό σώμα (το σύνολο δηλαδή των πολιτών που έχει δικαίωμα ψήφου) ψηφίζει και αποφαίνεται με ένα «ναι» ή «όχι» επί ενός συγκεκριμένου θέματος, π.χ. ως προς τη μορφή του πολιτεύματος, βασιλευόμενη ή αβασίλευτη δημοκρατία. Το Ελληνικό Σύνταγμα προβλέπει δύο τύπους δημοψηφισμάτων: για «κρίσιμα εθνικά θέματα» και για «ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα» (άρθρο 44 παρ. 2 Συντάγματος). Η Ελβετία είναι η χώρα, στην οποία συχνά εφαρμόζεται το δημοψήφισμα.
β) Η Λαϊκή Νομοθετική Πρωτοβουλία: Είναι η δυνατότητα ορισμένου αριθμού πολιτών που ανήκουν στο εκλογικό σώμα, να υποβάλλει είτε αίτηση προς τα νομοθετικά όργανα της πολιτείας για την ψήφιση, κατάργηση ή τροποποίηση ενός νόμου, είτε να διατυπώνει πρόταση νόμου, επί της οποίας οι πολίτες καλούνται στη συνέχεια να αποφανθούν με δημοψήφισμα.
γ) H Λαϊκή Αρνησικυρία (Veto): Ο λαός μπορεί, μέσα σε ορισμένη προθεσμία από την ψήφιση ενός νόμου από τη Βουλή, να ανατρέψει την ισχύ του, δηλαδή να ματαιώσει την εφαρμογή του, όπως για παράδειγμα με τη συγκέντρωση ορισμένου αριθμού υπογραφών για θέματα σοβαρά κοινωνικά ή εθνικά και τη μεταβίβαση της εκφρασμένης αυτής βούλησης στο κοινοβούλιο.
Το Πολίτευμα της Ελλάδας
Το άρθρο 1 του Συντάγματος ορίζει τα εξής:
1. Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.
2. Θεμέλιο του Πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία.
3. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα.
Η μορφή λοιπόν του πολιτεύματος της Ελλάδας, όπως ορίζεται στο Σύνταγμα, είναι:
- Δημοκρατία: Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό.
- Προεδρευόμενη Δημοκρατία: Σε αντιδιαστολή προς τη Βασιλευόμενη ∆ημοκρατία που ίσχυσε στην Ελλάδα για πολλές δεκαετίες. Αρχηγός του κράτους και ρυθμιστής της λειτουργίας του πολιτεύματος είναι ο Πρόεδρος της ∆ημοκρατίας, ένας εκλεγμένος από τη Βουλή Έλληνας πολίτης.
- Κοινοβουλευτική Δημοκρατία: Ο λαός ασκεί την εξουσία, μέσω αντιπροσώπων, των βουλευτών.
Οι αντιπρόσωποι του λαού εκλέγουν και τα άλλα δύο βασικά όργανα της Πολιτείας, τον Πρόεδρο της ∆ημοκρατίας και την Κυβέρνηση. οι βασικότερες αρχές της Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας είναι:
α) Η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.
β) Ο δημοκρατικός τρόπος ανάδειξης της Βουλής με εκλογές,
γ) Η εκλογή του Προέδρου της ∆ημοκρατίας από τη Βουλή.
Εκλογικό Σώμα και Εκλογικά Συστήματα
Εκλογικό σώμα είναι όλοι οι πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα. Το εκλογικό δικαίωμα (δικαίωμα ψήφου) στις Ελληνικές βουλευτικές εκλογές, εξαρτάται από δύο προϋποθέσεις:
α) Την Ελληνική Ιθαγένεια. «Οι βουλευτές εκλέγονται, από τους πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα, όπως ο νόμος ορίζει». (άρθρο 51 του Συντ.). Εφόσον το πολιτικό αυτό δικαίωμα ανήκει μόνον σε Έλληνες πολίτες, είναι αυτονόητο ότι ψηφοφόροι μπορούν να είναι όσοι έχουν την Ελληνική Ιθαγένεια, ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίον την απέκτησαν.
β) Τη νόμιμη ηλικία (18ο έτος συμπληρωμένο). Οι εκλογείς, οι πολίτες δηλαδή που έχουν το δικαίωμα ψήφου, είναι γραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους των δήμων και κοινοτήτων της εκλογικής τους περιφέρειας.
Η ψήφος αποτελεί έκφραση της πολιτικής βούλησης κάθε πολίτη που συμμετέχει στην εκλογική διαδικασία. Με την ψήφο υλοποιείται στην πράξη η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Στην Ελλάδα έχει δρομολογηθεί η αναγνώριση της επιστολικής ψήφου για τους εκτός επικρατείας εκλογείς, τον απόδημο Ελληνισμό. Σήμερα γίνεται λόγος και για ηλεκτρονική ψηφοφορία. Οι νέες Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (Τ.Π.Ε.) έχουν δημιουργήσει νέες επαναστατικές δυνατότητες για την ενδυνάμωση του δημοκρατικού διαλόγου σε τοπικό, εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο.
Εκλογικό σύστημα είναι η μέθοδος, με την οποία οι βουλευτικές έδρες κατανέμονται μεταξύ των εκλογικών σχηματισμών (και των υποψηφίων τους), με βάση τις ψήφους που πήραν κατά την εκλογική αναμέτρηση. Με άλλα λόγια, το εκλογικό σύστημα «μετατρέπει» τις ψήφους σε βουλευτικές έδρες. Επηρεάζει επομένως καθοριστικά την απόδοση των πολιτικών κομμάτων, την προοπτική τους να κερδίσουν ή έστω να συμμετέχουν στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Κατά συνέπεια, το εκλογικό σύστημα αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για τη διαμόρφωση του πολιτικού συστήματος.
Το εκλογικό σύστημα δεν ορίζεται στο Σύνταγμα, αλλά ψηφίζεται από τη Βουλή με τον εκλογικό νόμο. Παρέχεται έτσι στη Βουλή η δυνατότητα, να ψηφίζει κάθε φορά τον εκλογικό νόμο που ανταποκρίνεται στις εκάστοτε πολιτικές συνθήκες. Από την άλλη πλευρά, η δυνατότητα μιας κυβερνητικής πλειοψηφίας να διαμορφώνει το περιεχόμενο ενός νόμου, θα της έδινε την ευχέρεια να μεταβάλλει το εκλογικό σύστημα ενόψει βουλευτικών εκλογών, ανάλογα με τα προσδοκώμενα εκλογικά της οφέλη.
Το ενδεχόμενο αυτό στην Ελλάδα αποτράπηκε με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001: το Σύνταγμα ορίζει ότι ένας καινούργιος εκλογικός νόμος, εφαρμόζεται από τις μεθεπόμενες, μετά την ψήφισή του, εκλογές. Μόνο εάν συμφωνήσει η πλειοψηφία των 2/3 του όλου αριθμού των βουλευτών, μπορεί ένας καινούργιος εκλογικός νόμος να ισχύσει από τις επόμενες, μετά την ψήφισή του, εκλογές (άρθρο 54 παρ.1 Συντάγματος). Βασικές έννοιες που σχετίζονται με το εκλογικό σύστημα είναι:
- Η Βουλευτική Έδρα: Πρόκειται για τη θέση που κατέχει ο αντιπρόσωπος του λαού, ο βουλευτής, στη Βουλή. Η Ελληνική Βουλή αποτελείται από τριακόσιες έδρες που καταλαμβάνουν ισάριθμοι βουλευτές. Από τους 300 βουλευτές οι 288 εκλέγονται σε εκλογικές περιφέρειες με σταυρό προτίμησης. Οι υπόλοιποι 12 εκλέγονται για όλη την επικράτεια, κατ’αναλογία της εκλογικής δύναμης των κομμάτων και ονομάζονται βουλευτές επικρατείας.
- Η Εκλογική Περιφέρεια: Είναι η εδαφική έκταση που καθορίζεται από το Σύνταγμα ή τον εκλογικό νόμο ως βάση για την εκλογή βουλευτών. Η Ελλάδα διαιρείται σε 56 εκλογικές περιφέρειες. Κάθε νομός αποτελεί μια εκλογική περιφέρεια. Εξαίρεση αποτελούν οι περιοχές της Αττικής και της Θεσσαλονίκης, οι οποίες υποδιαιρούνται σε περισσότερες περιφέρειες: η Αττική σε Α' και Β' Αθηνών, Α' και Β' Πειραιώς και σε Περιφέρεια (Υπόλοιπο) Αττικής, και η Θεσσαλονίκη σε Α' και Β' Θεσσαλονίκης.
Ο αριθμός των βουλευτών κάθε εκλογικής περιφέρειας ορίζεται με προεδρικό διάταγμα, βάσει του νόμιμου πληθυσμού της περιφέρειας. Ο πληθυσμός αυτός προκύπτει από τους εγγεγραμμένους κατοίκους στα οικεία δημοτολόγια, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή. Ανάλογα με τον τρόπο κατανομής των βουλευτικών εδρών στις εκλογικές περιφέρειες, το εκλογικό σύστημα διακρίνεται σε:
α) Πλειοψηφικό: Είναι το εκλογικό σύστημα, στο οποίο τις έδρες της εκλογικής περιφέρειας λαμβάνει ο συνδυασμός που συγκέντρωσε στις εκλογές τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων, σε σχέση με τους άλλους υποψηφίους ή συνδυασμούς. Η εφαρμογή του συστήματος αυτού ευνοεί τον σχηματισμό κυβερνήσεων από ένα μόνο κόμμα, αυτό που διαθέτει την πλειοψηφία των εδρών στο κοινοβούλιο. Το μειονέκτημα του πλειοψηφικού συστήματος είναι ότι περιορίζει την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση των μικρότερων κομμάτων.
β) Αναλογικό: Είναι το εκλογικό σύστημα, στο οποίο επιδιώκεται η αντιστοίχιση του αριθμού των εδρών με την ποσοστιαία εκλογική δύναμη κάθε κόμματος. Κατά το σύστημα αυτό, οι έδρες κάθε εκλογικής περιφέρειας κατανέμονται μεταξύ των εκλογικών συνδυασμών, με κριτήριο τον αριθμό των ψήφων που συγκεντρώνουν. Για παράδειγμα αν ένα κόμμα συγκεντρώσει το 40% των ψήφων, καταλαμβάνει και το 40% των βουλευτικών εδρών. Το αναλογικό εκλογικό σύστημα ευνοεί την εκπροσώπηση και των μικρών κομμάτων στη Βουλή.
Αυτό συνεπάγεται το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβερνήσεων συνασπισμού με τη συνεργασία δύο ή περισσοτέρων κομμάτων. Στο αναλογικό σύστημα, η κατανομή των εδρών πραγματοποιείται με βάση το λεγόμενο εκλογικό μέτρο. Εκλογικό μέτρο είναι ο ελάχιστος αριθμός ψήφων που απαιτείται για την απόκτηση μιας βουλευτικής έδρας. Το αναλογικό σύστημα γνώρισε διάφορες παραλλαγές. Την απλή αναλογική και την ενισχυμένη, με διάφορες παραλλαγές. Η ενισχυμένη αναλογική με διάφορες εκδοχές είναι το ισχύον εκλογικό σύστημα στην Ελλάδα.
γ) Μικτό Εκλογικό Σύστημα: Είναι το εκλογικό σύστημα που συνδυάζει το πλειοψηφικό με την αναλογική αντιπροσώπευση. Εφαρμόζεται στη Γερμανία, τη Ρωσία, τη Νέα Ζηλανδία, και το Ηνωμένο Βασίλειο (Σκοτσέζικο Κοινοβούλιο και Ουαλική Συνέλευση).
Έννοια και Ρόλος του Συντάγματος
Σύνταγμα είναι ο θεμελιώδης νόμος που συντάσσει την πολιτεία. Καθορίζει, όπως είδαμε, τη μορφή του πολιτεύματος. Επίσης, προβλέπει και κατοχυρώνει θεσμούς που λειτουργούν ως εγγυήσεις για την προστασία του πολιτεύματος και της λαϊκής κυριαρχίας, όπως είναι:
α) Η λειτουργία των πολιτικών κομμάτων.
β) Η κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών.
γ) Η υποχρέωση όλων των Ελλήνων «να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να καταλύσει το Σύνταγμα με τη βία». Η διάταξη αυτή του άρθρου 120 παρ. 4 απευθύνεται σε όλους τους πολίτες, ανεξάρτητα από το φύλο, την ηλικία, την ιδιότητα. Ο λαός, ο πραγματικός φορέας κάθε εξουσίας, ανακηρύσσεται σε πολιτειακό όργανο υπεράσπισης του Συντάγματος και της μορφής του πολιτεύματος.
δ) Ο ορισμός των θεμελιωδών αρχών που ρυθμίζουν την κοινωνική συμβίωση (π.χ. δημοκρατική αρχή, κοινωνικό κράτος δικαίου).
Το Σύνταγμα αποτελεί τον αναγκαίο όρο ύπαρξης όλων των υπόλοιπων κανόνων δικαίου. Σε αυτό ορίζονται τα όργανα που εκδίδουν τους νόμους, καθώς και η διαδικασία θέσπισής τους. Το Σύνταγμα υπέρκειται των υπολοίπων κανόνων δικαίου και δεν μπορεί να θιγεί από καμία απόφαση ή πράξη των κρατικών οργάνων. Όλα τα όργανα του κράτους είναι υποχρεωμένα να ερμηνεύουν τους νόμους βάσει των ρυθμίσεων του Συντάγματος. Και η νομοθετική λειτουργία, η ψήφιση δηλαδή ενός νόμου από τη Βουλή, πρέπει να «συντάσσεται» προς το Σύνταγμα.
Όλα τα Ελληνικά δικαστήρια, όλων των βαθμίδων, ελέγχουν, αν ο νόμος που πρόκειται να εφαρμόσουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση συμφωνεί με το Σύνταγμα, τόσο ως προς τη διαδικασία παραγωγής του, όσο και ως προς το περιεχόμενό του. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων. Τα δικαστήρια είναι υποχρεωμένα να μην εφαρμόζουν έναν νόμο όταν κρίνουν ότι είναι αντισυνταγματικός. Η απόφαση πάντως ενός δικαστηρίου περί αντισυνταγματικότητας ενός νόμου αφορά μόνο τη συγκεκριμένη υπόθεση που δικάζεται ενώπιόν του.
Τα άλλα δικαστήρια δεν δεσμεύονται. Ούτε ο νόμος καταργείται. Η απόφαση ενός δικαστηρίου περί αντισυνταγματικότητας ενός νόμου δηλώνει την ανάγκη αλλαγής του νόμου αυτού από τη Βουλή. Έτσι, ο νόμος εξακολουθεί να ισχύει, ώσπου να ψηφιστεί από τη Βουλή καινούργιος νόμος που να καταργεί τον αντισυνταγματικό. Έλεγχος συνταγματικότητας ενός νόμου γίνεται και πριν από την ψήφισή του (προληπτικός έλεγχος). Ο προληπτικός έλεγχος ασκείται από τη Βουλή. Επίσης, ο Πρόεδρος της ∆ημοκρατίας έχει δικαίωμα αναπομπής του νόμου στη Βουλή:
Αν, δηλαδή, διαπιστώσει ότι κατά την ψήφιση του νόμου δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από το Σύνταγμα διαδικασία, αναπέμπει τον νόμο για εκ νέου ψήφιση από τη Βουλή. Για να αναθεωρηθεί το Σύνταγμα, πρέπει να ακολουθηθεί διαφορετική διαδικασία, δυσκολότερη και πιο περίπλοκη από αυτήν που ακολουθείται για τη μεταβολή, τροποποίηση των κοινών νόμων. Υπάρχουν, για παράδειγμα, διατάξεις του Συντάγματος που δεν μπορούν να αναθεωρηθούν, όπως αυτές που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος ως προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. Η Αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας
Το Σύνταγμα ορίζει ότι «θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία». «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό και ασκούνται υπέρ αυτού και του έθνους» (άρθρο 1 παρ. 1, 2). Οι διατάξεις αυτές κατοχυρώνουν την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Η ταυτόχρονη συνταγματική αναφορά στο έθνος και τον λαό γίνεται για να συμπεριληφθεί και ο εκτός της Ελληνικής επικράτειας Ελληνισμός στην έννοια του συνόλου των πολιτών. Έθνος είναι ένα σύνολο ανθρώπων που συνδέονται μεταξύ τους με στοιχεία κοινού πολιτισμού κοινής ιστορίας, κοινών επιδιώξεων.
Από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1, 2 του Συντάγματος προκύπτει ότι οι κρατικές εξουσίες όχι μόνον πηγάζουν από τον λαό, αλλά ασκούνται υπέρ αυτού. Οι αποφάσεις που παίρνουν τα κρατικά όργανα πρέπει να υπηρετούν τον λαό και γενικά το κοινωνικό σύνολο. Η δράση των κρατικών οργάνων πρέπει να έχει ως γνώμονα την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πολιτών. Το θεσμικό όργανο που κατά κύριο λόγο εκφράζει τη λαϊκή κυριαρχία είναι η Βουλή. Η Βουλή αποτελείται από 300 βουλευτές. ∆ρα εν ονόματι του Εκλογικού Σώματος, με την ψήφο του οποίου εκλέγεται.
Η ομαλή και αποτελεσματική διεξαγωγή των εργασιών της Βουλής έχει ιδιαίτερη σημασία για τη λειτουργία του πολιτεύματος. Το Σύνταγμα θεσπίζει τους βασικούς κανόνες οργάνωσης και λειτουργίας της Βουλής που εξειδικεύονται και συμπληρώνονται από τον Κανονισμό της Βουλής. Το έργο της Βουλής κατανέμεται στις επιτροπές της, οι οποίες συγκροτούνται από βουλευτές και αναλαμβάνουν συγκεκριμένο έργο π.χ. κοινοβουλευτικές επιτροπές για μορφωτικές, οικονομικές, κοινωνικές υποθέσεις κ.ά., εξεταστικές επιτροπές, επιτροπές εθνικών θεμάτων, εσωτερικών θεμάτων της Βουλής, επιτροπές διεθνών σχέσεων κ.ά.
Η λειτουργία της Βουλής είναι δημόσια. Κάθε πολίτης μπορεί να παρακολουθήσει ως ακροατής τις συνεδριάσεις της, οι οποίες άλλωστε αναμεταδίδονται από το τηλεοπτικό κανάλι και την ιστοσελίδα της Βουλής. Οι αρμοδιότητες της Βουλής κατά κύριο λόγο διακρίνονται σε:
α) Νομοθετικές (π.χ. ψήφιση νόμων, ψήφιση του προϋπολογισμού, αναθεώρηση του Συντάγματος, επικύρωση διεθνών συμβάσεων).
β) Κοινοβουλευτικού Ελέγχου (π.χ. επίκαιρος κοινοβουλευτικός έλεγχος, συζήτηση προ ημερησίας διατάξεως για εθνικά θέματα ή γενικότερου ενδιαφέροντος κ.ά.).
γ) Δικαστικές (π.χ. παροχή άδειας για ποινική δίωξη βουλευτή, άσκηση ποινικής δίωξης κατά Υπουργού ή Υφυπουργού).
δ) Άλλες αρμοδιότητες, όπως η εκλογή του Προέδρου της ∆ημοκρατίας, η απόφαση για διεξαγωγή δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό θέμα κ.ά.
Η Αρχή του Κράτους Δικαίου
Kράτος δικαίου είναι το κράτος, στο οποίο οι κυβερνώντες είναι υποχρεωμένοι να ασκούν την εξουσία με βάση κανόνες δικαίου. Αποτρέπεται έτσι το ενδεχόμενο της αυθαίρετης άσκησης εξουσίας σε βάρος των πολιτών. Η αρχή του κράτους δικαίου διασφαλίζεται:
α) Με την αρχή της νομιμότητας. Τα κρατικά όργανα της ∆ιοίκησης ενεργούν μόνον όταν και όπως προβλέπει ο νόμος. (Για παράδειγμα στους παραβάτες οδηγούς αυτοκινήτων επιβάλλονται χρηματικά πρόστιμα ή ποινές, όπως αφαίρεση της άδειας, μόνον στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας).
Η πολιτεία θεσπίζει νόμους (κανόνες δικαίου) βάσει των οποίων ενεργεί όταν νομοθετεί, δικάζει, διοικεί. Η ίδια η πολιτεία αυτοπεριορίζεται (δεσμεύεται) από τους κανόνες που η ίδια έθεσε. Ο πολίτης αντίστοιχα, έχει νόμιμη αξίωση από την πολιτεία να μην περιορίζεται η δράση του πέρα από τα όρια που προβλέπει ο νόμος. ∆ιαφορετικά, η άσκηση της δημόσιας εξουσίας είναι παράνομη.
β) Με την αποτελεσματική προστασία των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των πολιτών.
γ) Με τη διαφάνεια, τη χρηστή διαχείριση, την αντιγραφειοκρατική και αποτελεσματική λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης.
δ) Με τη διάκριση των εξουσιών / λειτουργιών του κράτους .
Η Αρχή του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου
Το άρθρο 25, παρ. 1 εμπλουτίζει την αρχή του κράτους δικαίου με στοιχεία κοινωνικής δικαιοσύνης: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους». Αυτό σημαίνει ότι το κράτος προβαίνει σε αναδιανομή των αγαθών, προβαίνει δηλαδή σε κοινωνικές παροχές όπως είναι για παράδειγμα η δημόσια δωρεάν παιδεία σε όλους τους πολίτες, η παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, η κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων κ.ά.
Η αρχή του κοινωνικού κράτους σήμερα υλοποιείται με τον παρεμβατισμό και τη συμμετοχή του κράτους στην κοινωνική ζωή. Η κατοχύρωση των λεγόμενων κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών, εξασφαλίζει αξιοπρεπή διαβίωση και κοινωνική συνοχή.
Η Αρχή της Διάκρισης των Λειτουργιών
Το Σύνταγμα διακρίνει τρία είδη κρατικής δράσης της πολιτείας:
- Τη νομοθεσία, τη θέσπιση δηλαδή κανόνων που ρυθμίζουν την κοινωνική συμβίωση.
- Την εκτέλεση, την υλοποίηση δηλαδή και εφαρμογή αυτών των κανόνων.
- Τη δικαιοδοτική ή δικαστική λειτουργία, την επίλυση δη- λαδή των διαφορών που ανακύπτουν από την εφαρμογή των κανόνων δικαίου.
Στο κράτος δικαίου, όπως είδαμε, η κρατική εξουσία αυτοπεριορίζεται με κανόνες δικαίου. Αν η νομοθετική και εκτελεστική λειτουργία ασκούνταν από τα ίδια κρατικά όργανα, δεν θα μπορούσε να νοηθεί περιορισμός της εκτελεστικής από τη νομοθετική λειτουργία. Για παράδειγμα, η ∆ημόσια ∆ιοίκηση (π.χ. Εφορίες) θα μπορούσε να πράττει ανεξέλεγκτα και να προβαίνει σε αυθαιρεσίες σε βάρος των πολιτών χωρίς δέσμευση από τον νόμο. Με τον ίδιο τρόπο, αν η δικαστική λειτουργία δεν ήταν ανεξάρτητη από τις άλλες δύο λειτουργίες, δεν θα μπορούσε να ελέγξει αποτελεσματικά τις πράξεις τους, να εξετάσει δηλαδή, αν είναι σύννομες (σύμφωνες με τον νόμο).
Η διάκριση των λειτουργιών καθιερώνεται, προκειμένου να περιορίζεται η κρατική εξουσία και να μην προβαίνει σε αυθαιρεσίες. Η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών υπηρετεί την αρχή του κράτους δικαίου. Η διάκριση των λειτουργιών μπορεί να είναι απόλυτη ή σχετική. απόλυτη διάκριση υπάρχει όταν τα όργανα της μιας κρατικής λειτουργίας δεν επιτρέπεται να παρεμβαίνουν και να ασκούν, έστω και ελάχιστο τμήμα μιας άλλης λειτουργίας.
Αντίθετα, σχετική διάκριση λειτουργιών υπάρχει όταν το Σύνταγμα αναγνωρίζει σε όργανα της μιας λειτουργίας να ασκούν τμήμα μιας άλλης, σε ποσοστό, όμως, μικρό, ώστε να μην επέρχεται ανατροπή στη βασική αρχή της διάκρισης των λειτουργιών. Στην Ελλάδα υπάρχει σχετική διάκριση λειτουργιών. Για παράδειγμα η άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας ανατίθεται στην εθνική αντιπροσωπεία (Βουλή). Για να τεθούν, όμως, σε ισχύ οι ψηφισμένοι νόμοι πρέπει να συμπράξει η εκτελεστική εξουσία και συγκεκριμένα ο Πρόεδρος της ∆ημοκρατίας.
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Η «Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης» υπογράφτηκε στη Ρώμη στις 29 Οκτωβρίου 2004. Επρόκειτο να αντικαταστήσει όλες τις παλαιότερες συνθήκες της ενωμένης Ευρώπης. Αν και το μέλλον της, μετά την απόρριψή της από τους ψηφοφόρους της Γαλλίας και των Κάτω Χωρών, έγινε πλέον αβέβαιο, αξίζει να μελετήσουμε προσεκτικά το περιεχόμενό της. Το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, όπως για συντομία θα το αναφέρουμε στη συνέχεια, αποσκοπούσε να προσαρμόσει το θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις νέες της φιλοδοξίες, κυρίως μετά την επιτυχή εισαγωγή του Ευρωπαϊκού νομίσματος και την προς ανατολάς διεύρυνση.
Η Ευρώπη Απέναντι στις Προκλήσεις του Νέου Αιώνα
Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου και η αποσύνθεση της Σοβιετικής σφαίρας επιρροής ήταν οι δύο σημαντικότατες προκλήσεις στις οποίες εκλήθη να απαντήσει, στα τέλη του 20ου αιώνα, η (τότε ακόμα) Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Αποφασίζοντας να προχωρήσει με ταχείς ρυθμούς στην διεύρυνση της, ενσωματώνοντας την συντριπτική πλειοψηφία των πρώην κομμουνιστικών (αλλά όχι μόνο) χωρών της κεντρικής και της νότιας Ευρώπης, η Ε.Ο.Κ. φιλοδόξησε να πραγματοποιήσει την ουσιαστική και πρωτόγνωρη ενοποίηση του Ευρωπαϊκού χώρου.
Η άφιξη 10 νέων χωρών το 2004 (και από το 2007 2 ακόμη), εκτός από τον εύλογο ενθουσιασμό για τον τερματισμό της διαίρεσης της Γηραιάς Ηπείρου, κατέδειξε την δυσκαμψία του θεσμικού πλαισίου της Ένωσης και αποτέλεσε την από καιρό αναμενόμενη ευκαιρία για την προσαρμογή του στις απαιτήσεις της νέας εποχής. Εν όψει της αναμενόμενης διεύρυνσης, τον Δεκέμβριο του 2000 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας, αποφάσισε να τροχοδρομήσει νέα, σαρωτική και ριζοσπαστική αναθεώρηση των καταστατικών συνθηκών.
Με ορίζοντα λοιπόν το 2004 - 2005, δρομολογήθηκαν οι αρχικές διαδικασίες για την κατάρτιση του «Συντάγματος». Οι 4 άξονες προβληματισμού, σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, ήταν:
- Η απλούστευση των υπαρχουσών καταστατικών συνθηκών.
- Η ακριβέστερη οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατών - μελών και της Ένωσης καθώς και η εισαγωγή λυσιτελέστερων τρόπων λήψης αποφάσεων.
- Η οριστικοποίηση του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης (ο οποίος είχε ήδη ψηφιστεί στη Νίκαια).
- Σκέψεις για την ενίσχυση του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καθώς και αυτού των Κοινοβουλίων των κρατών - μελών. Αυτές ήταν οι προκλήσεις που έπρεπε να λάβουν απάντηση. ΟΙ διαδικασίες που δρομολογήθηκαν για την κατάρτιση του Συντάγματος ήταν, με τη σειρά τους, πρωτότυπες.
Η διαδικασία κατάρτισης του Συντάγματος. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, οι Συνθήκες, εφόσον επρόκειτο να αναθεωρηθούν, αποτελούσαν αντικείμενο διαπραγματεύσεων σε επίπεδο Προέδρων Κυβερνήσεων. Πράγματι, τόσο η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, όσο και οι Συνθήκες του Μάαστριχτ, του Άμστερνταμ και της Νίκαιας, καταρτίστηκαν κατόπιν πολιτικών διακυβερνητικών διαβουλεύσεων. Ο τρόπος λήψης αποφάσεων αυτός ήταν, ανέκαθεν, αντικείμενο κριτικής.
Αφενός διότι οι διακυβερνητικές διαβουλεύσεις δεν αφήνουν τόπο για δημοκρατικό διάλογο και, στην ουσία, αποφασίζουν ερήμην των πολιτών προς το συμφέρον των οποίων υποτίθεται πως εργάζονται και, αφετέρου, διότι η διαδικασία λήψης αποφάσεων με ομοφωνία αποδεικνύεται δύσκαμπτη και συχνά αλυσιτελής. Για την κατάρτιση του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης είχε προκριθεί άλλη μέθοδος, αυτή της σύγκλησης Συντακτικής Συνέλευσης με συμμετοχή και πολιτικών, και τεχνοκρατών και αντιπροσώπων των κρατών - μελών. Η μέθοδος αυτή προκρίθηκε και για την κατάστρωση του προσχεδίου Συντάγματος. Στη σύνοδο κορυφής του Λάακεν (Δεκέμβριος 2001):
- Αποφασίστηκε η συγκρότηση συντακτικής Ευρωπαϊκής Συνέλευσης η οποία θα μελετήσει τις θεσμικές αλλαγές που απαιτούνται, θα ερμηνεύσει τις προσδοκίες των Ευρωπαϊκών λαών, θα προτείνει τρόπους οριοθέτησης αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατών - μελών και της Ένωσης αφενός, και μεταξύ των ίδιων των θεσμικών οργάνων της, θα προσπαθήσει να εξασφαλίσει την δημοκρατική νομιμοποίηση της Ένωσης και θα προετοιμάσει το έδαφος έτσι ώστε η τελεσιδίκως αποφασίζουσα Διακυβερνητική Σύνοδος να λάβει τις καταλληλότερες και ωφελιμότερες αποφάσεις.
- Διορίστηκε Πρόεδρός της ο τέως Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Valéry Giscard d’Estaing, αντιπρόεδροι δε οι πρώην Πρωθυπουργοί της Ιταλίας και του Βελγίου Giuliano Amato και Jean-Luc Dehaine.
Η Συνέλευση απαρτίστηκε από 105 συνολικά αντιπροσώπους. Αναλυτικότερα, εκτός από το προεδρείο, διορίστηκαν: o 15 εκπρόσωποι των Προέδρων Κυβερνήσεων των κρατών - μελών, o 13 εκπρόσωποι των υποψηφίων χωρών: οι 10 εντασσόμενες το 2004 συν την Ρουμανία, τη Βουλγαρία και την Τουρκία, o 30 εκπρόσωποι των Κοινοβουλίων των κρατών - μελών. (2 από κάθε κράτος). oι 26 εκπρόσωποι των Κοινοβουλίων των υποψηφίων μελών. (2 από κάθε κράτος), o 16 εκπρόσωποι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, o 2 εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Οι εργασίες της Συνέλευσης, έδρα της οποίας ήταν οι Βρυξέλλες, διήρκεσαν ένα χρόνο (2002 - 2003). Τα θέματα που εξετάστηκαν χωρίστηκαν σε 6 τομείς:
1. Οριοθέτηση αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης, των κρατών - μελών και των περιφερειών.
2. Απλούστευση των Συνθηκών σύστασης.
3. Προσάρτηση στη νέα Συνθήκη του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης και προσχώρηση της Ένωσης στην Ευρωπαϊκή Συνθήκη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
4. Ρόλος των εθνικών Κοινοβουλίων στο νέο θεσμικό πλαίσιο της Ένωσης.
5. Νομική προσωπικότητα της Ένωσης.
6. Οικονομική Πολιτική.
Η Συνέλευση λειτούργησε μέσα σε κλίμα αβρότητας αλλά και έντονων αντιπαραθέσεων. Τα ζητούμενα ήταν η σύνταξη κοινά αποδεκτού κείμενου, ικανού να αντιμετωπίσει τα διαφαινόμενα θεσμικά προβλήματα αλλά και πολιτικά «εύπεπτου» από τους πολιτικούς αρχηγούς και η εξεύρεση σημείου ισορροπίας, τόσο πολιτικής όσο και φιλοσοφικής ή οικονομικής μεταξύ συχνά ασυμβίβαστων επιδιώξεων: Αποτελούσε κοινό μυστικό ότι οι τελικές λύσεις θα επιβάλλονταν μετά από έντονα «παζάρια».
Φιλοδοξία της Συνέλευσης ήταν να παρουσιάσει κείμενο «ενιαίο, συνολικά συνεπές και χωρίς παραλλαγές, έτσι ώστε και ισορροπία να επιτευχθεί και σταθερότητα», όπως δήλωσε ο Πρόεδρός της, παρουσιάζοντας το τελικό κείμενο στη Σύνοδο κορυφής της Θεσσαλονίκης τον Ιούνιο του 2003. Παραδίδοντας το προσχέδιο, ο Valéry Giscard d’Estaing δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει ότι οι σκληρές πιέσεις που δέχτηκαν τα μέλη της Συνέλευσης ήταν «εσωτερικού, εθνικού ενδιαφέροντος» και τις τελικές, πολιτικές λύσεις θα έδιναν, ως μόνοι αρμόδιοι, οι Κυβερνήτες των κρατών - μελών.
Η τελική συζήτηση έγινε λοιπόν σε επίπεδο κορυφής. Αρμόδια ήταν η λεγόμενη Διακυβερνητική Σύσκεψη που παρέλαβε το προσχέδιο τον Οκτώβριο του 2003 και ολοκλήρωσε τις εργασίες της τον Ιούνιο της επομένης χρονιάς, υιοθετώντας το τελικό κείμενο, τη «Συνθήκη για την Θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης». Οι συζητήσεις ήσαν εντονότατες, οι διαξιφισμοί πολλοί και η ανησυχία πρόδηλη. Τα κυριότερα προβλήματα ήσαν οι προβλέψεις για τη λήψη αποφάσεων με σχετική πλειοψηφία, ο αριθμός και ο διορισμός Επιτρόπων, ζητήματα προϋπολογισμού, κοινωνικής πολιτικής, θρησκείας κ.α.
Πάντως, αν και το τελικό κείμενο περιέλαβε πλέον του 90% του προσχεδίου, οι αλλαγές που επέφερε η Διακυβερνητική Σύσκεψη και τα πολιτικά παζάρια που προηγήθηκαν της θέσπισης τους συζητήθηκαν έντονα και ίσως επέδρασαν στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε το Σύνταγμα η Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Με το πέρας της Διακυβερνητικής Σύσκεψης, οι 25 αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων υπέγραψαν το Σύνταγμα στις 29 Οκτωβρίου 2004. Δεν έμενε πλέον παρά η επικύρωσή του από όλα τα κράτη - μέλη. Μόνο ύστερα απ’ αυτή την πράξη θα άρχιζε να ισχύει. Τα περισσότερα κράτη - μέλη προτίμησαν τη μέθοδο της επικύρωσης από τα εθνικά κοινοβούλια. Άλλα, αυτήν του δημοψηφίσματος.
Το Περιεχόμενο του Συντάγματος και οι Κυριότερες Θεσμικές Αλλαγές
Το Σύνταγμα που υπογράφτηκε στις 29 Οκτωβρίου 2004 περιλαμβάνει 448 άρθρα και είναι διαρθρωμένο σε 4 μέρη και ένα Προοίμιο. Το κείμενο αυτό συγχωνεύει και αντικαθιστά το σύνολο των προγενεστέρων Συνθηκών της Ε.Ε. και, για πρώτη φορά, αποδίδει στην Ένωση ενιαία Νομική Προσωπικότητα.
ΠΡΟΟΙΜΙΟ
Πρωτοτυπία σε σχέση με τις προηγούμενες Συνθήκες, το Προοίμιο αναφέρεται στην «πολιτιστική, θρησκευτική και ανθρωπιστική κληρονομιά της Ευρώπης από την οποία αναπτύχθηκαν οι παγκόσμιες αξίες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας και του κράτους δικαίου». Παρά τις έντονες συζητήσεις, δεν έγινε ονομαστική αναφορά στον Χριστιανισμό.
ΜΕΡΟΣ Ι: ΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (9 ΤΙΤΛΟΙ)
Το πρώτο μέρος καθορίζει τις αξίες, τους στόχους τις αρμοδιότητες και τις αποφασιστικές διαδικασίες της Ένωσης. Θα εξετάσουμε σύντομα τους σημαντικότερους. Ο Τίτλος Ι καθορίζει την Ένωση και τους στόχους της:
ΑΡΘΡΟ Ι - 3, παρ. 3 και 4
«Η Ένωση εργάζεται για τη βιώσιµη ανάπτυξη της Ευρώπης µε γνώµονα την ισόρροπη οικονοµική ανάπτυξη και τη σταθερότητα των τιµών, την άκρως ανταγωνιστική κοινωνική οικονοµία της αγοράς, µε στόχο την πλήρη απασχόληση και την κοινωνική πρόοδο, και το υψηλό επίπεδο προστασίας και βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος. Προάγει την επιστηµονική και τεχνολογική πρόοδο.
Η Ένωση καταπολεµά τον κοινωνικό αποκλεισµό και τις διακρίσεις και προωθεί την κοινωνική δικαιοσύνη και προστασία, την ισότητα µεταξύ γυναικών και ανδρών, την αλληλεγγύη µεταξύ των γενεών και την προστασία των δικαιωµάτων του παιδιού. Η Ένωση προάγει την οικονοµική, κοινωνική και εδαφική συνοχή και την αλληλεγγύη µεταξύ των κρατών µελών. Η Ένωση σέβεται τον πλούτο της πολιτιστικής και γλωσσικής της πολυµορφίας και µεριµνά για την προστασία και ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονοµιάς. Στις σχέσεις της µε τον υπόλοιπο κόσµο, η Ένωση προβάλλει και προωθεί τις αξίες της και τα συµφέροντά της.
Συµβάλλει στην ειρήνη, την ασφάλεια, τη βιώσιµη ανάπτυξη του πλανήτη, την αλληλεγγύη και τον αµοιβαίο σεβασµό µεταξύ των λαών, το ελεύθερο και δίκαιο εµπόριο, την εξάλειψη της φτώχειας και την προστασία των ανθρώπινων δικαιωµάτων, ιδίως των δικαιωµάτων του παιδιού, καθώς και στην αυστηρή τήρηση και ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου και, ιδίως, στον σεβασµό των αρχών του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωµένων Εθνών.»
ΑΡΘΡΟ Ι - 4
Θεµελιώδεις ελευθερίες και απαγόρευση των διακρίσεων: H Ένωση εγγυάται στο εσωτερικό της την ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων, υπηρεσιών, εµπορευµάτων και κεφαλαίων, καθώς και την ελευθερία εγκατάστασης, σύµφωνα µε το Σύνταγµα».
– Εισάγεται η Νομική Προσωπικότητα της Ένωσης.
– Ορίζονται τα Σύμβολα της Ευρώπης.
Τα Σύµβολα της Ένωσης
Η σηµαία της Ένωσης είναι χρώµατος κυανού, φέρει δε κύκλο δώδεκα χρυσών αστέρων. Ο ύµνος της Ένωσης προέρχεται από την «Ωδή στη Χαρά» της Ενάτης Συµφωνίας του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Το έµβληµα της Ένωσης είναι : «Ενωµένη στην πολυµορφία». Το νόµισµα της Ένωσης είναι το Ευρώ. Η ηµέρα της Ευρώπης εορτάζεται την 9η Μαΐου σε όλη την Ένωση. Ο Τίτλος ΙΙ καθορίζει τα Θεμελιώδη Δικαιώματα και την Ευρωπαϊκή Ιθαγένεια. Ο Τίτλος ΙΙΙ καθορίζει τις αρμοδιότητες της Ένωσης, διακρίνοντας σε:
- Αποκλειστικές, ανήκουν στη Ένωση και μόνο, και ασκούνται μέσω των οργάνων της (τελωνειακή ένωση, ανταγωνισμός, νομισματική πολιτική για τα κράτη - μέλη που εισήγαγαν το Ευρώ κ.ά.)
- Συντρέχουσες, μεταξύ Ένωσης και κρατών (εσωτερική αγορά, κοινωνική πολιτική, γεωργία, μεταφορές, ενέργεια κ.ά.)
- Τομείς συμπληρωματικής δράσης (βιομηχανία, πολιτισμός, παιδεία κ.ά.)
Η Ένωση συμπληρώνει και υποστηρίζει, οι αρμοδιότητες όμως ανήκουν στα κράτη - μέλη. Ο Τίτλος ΙV αφορά στην μεταρρύθμιση των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Τα όργανα της Ένωσης είναι τα εξής:
- Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
- Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
- Το Συμβούλιο των Υπουργών (εφεξής, χάριν συντομίας: «το Συμβούλιο»).
- Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Α) Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Το κατεξοχήν αντιπροσωπευτικό όργανο της Ένωσης εκλέγεται από τους λαούς των χωρών - μελών με καθολική ψηφοφορία κάθε 5 χρόνια. Συμμετέχει στην νομοθετική διαδικασία και ελέγχει την Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Οι σημαντικότερες αλλαγές που επιφέρει το Σύνταγμα στη λειτουργία του Κοινοβουλίου είναι η διεύρυνση της νομοθετικής του συναρμοδιότητας σε 27 νέους τομείς, η εκλογή του Προέδρου της Επιτροπής, κατόπιν προτάσεως του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου καθώς και η οριστική θέσπιση του αριθμού των Ευρωβουλευτών: 750 συνολικά (προβλέπονται όμως μεταβατικές διατάξεις ως το 2009).
Β) Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο
Αποτελείται από τους Προέδρους Κρατών ή Κυβερνήσεων των χωρών - μελών, με συμμετοχή του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ρόλος του είναι η «ώθηση για την ανάπτυξη της Ένωσης και η χάραξη των γενικών προσανατολισμών». Η εκ περιτροπής, ανά εξάμηνα, προεδρία του από τον Πρόεδρο η τον Πρωθυπουργό μιας χώρας - μέλους καταργείται. Ο Πρόεδρός του θα εκλέγεται, εφεξής, για 2 χρόνια και μισό (με δικαίωμα άπαξ επανεκλογής) από τους αρχηγούς των Κυβερνήσεων με ειδική πλειοψηφία. Ο Πρόεδρος θα διευθύνει τις εργασίες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και θα εκπροσωπεί διεθνώς την Ένωση.
Γ) Το Συμβούλιο των Υπουργών (το Συμβούλιο)
Το κατεξοχήν αποφασιστικό - πολιτικό όργανο της Ένωσης, απαρτίζεται από τους εκάστοτε υπουργούς - εκπροσώπους των Κυβερνήσεων, οι αρμοδιότητες των οποίων συζητούνται στην ημερήσια διάταξη. Αυτό λαμβάνει τις ουσιαστικές αποφάσεις και από αυτό χαράσσεται η Ευρωπαϊκή πολιτική. Μέχρι τώρα κανόνας ήταν η λήψη ομόφωνων αποφάσεων. Σε αυτό το σημείο λοιπόν είναι που επέρχονται οι καθοριστικές αλλαγές, με την εισαγωγή της καταρχήν λήψης αποφάσεων κατά πλειοψηφία (η ομοφωνία απαιτείται πλέον μόνο για ζητήματα φορολογίας και, εξαιρετικά, για συγκεκριμένα ζητήματα άμυνας και εξωτερικής πολιτικής).
Σημαντική καινοτομία είναι η θέσπιση αξιώματος Υπουργού Εξωτερικών της Ένωσης, εκλεγομένου με ειδική πλειοψηφία από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφωνία του Προέδρου της Επιτροπής. Ο Υπουργός Εξωτερικών της Ένωσης κατευθύνει την κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική και είναι, αυτοδικαίως, ένας από τους Αντιπροέδρους της Επιτροπής. Ας δούμε τι προβλέπει το Σύνταγμα για την λήψη αποφάσεων:
Από της 1ης Νοεμβρίου 2009, για να ληφθεί απόφαση απαιτείται η συγκέντρωση πλειοψηφίας 55% του συνολικού αριθμού των μελών (μίνιμουμ 15 χώρες) που, ταυτόχρονα, να αντιπροσωπεύει το λιγότερο 65% του συνολικού πληθυσμού της Ένωσης. Για την άσκηση βέτο απαιτείται πλέον πρόταση από 4, κατ’ ελάχιστον, χώρες.
Δ) Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Ρόλος της Επιτροπής είναι να προάγει το κοινό συμφέρον της Ένωσης και να αναλαμβάνει τις πρωτοβουλίες που γι’ αυτό απαιτούνται. Την αποτελούν διορισμένοι από τα κράτη-μέλη Επίτροποι, πενταετούς θητείας, 20 ως το 2004, 25 κατόπιν και, τέλος, 27 (ένας ανά μέλος) από την ημερομηνία ένταξης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας τον Ιανουάριο του 2007. Η μεταρρύθμιση που εισήγαγε το Σύνταγμα αποτέλεσε αντικείμενο άγριων διαξιφισμών και αντιπαράθεσης και δεν ικανοποίησε, τελικά, κανένα. Για μια μακρά μεταβατική περίοδο (ως το 2014) κάθε κράτος - μέλος θα εκπροσωπείται από έναν Επίτροπο (ακριβώς όπως τώρα).
Κατόπιν, ο αριθμός τους περιορίζεται στα 2/3 του συνολικού αριθμού των μελών και οι χώρες εναλλάσσονται με βάση ένα ιδιότυπο ημερολόγιο έτσι ώστε, καμία χώρα να μην εκπροσωπείται εκ νέου στην Επιτροπή πριν ασκήσουν καθήκοντα Επιτρόπου αντιπρόσωποι άλλων χωρών. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής (εκλέγεται από το Κοινοβούλιο κατόπιν προτάσεως του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που λαμβάνει υπόψη τη σύνθεση και τους πολιτικούς συσχετισμούς του Κοινοβουλίου. Το τελευταίο έχει τη δυνατότητα να προτείνει και να υπερψηφίσει πρόταση μομφής κατά της Επιτροπής και του Προέδρου της (οπότε και διορίζεται νέα).
Ο Τίτλος V αφορά, μεταξύ άλλων, στην άσκηση αρμοδιοτήτων. Ο Τίτλος VΙ εισάγει μια σημαντική καινοτομία: Την συμμετοχική δημοκρατική αρχή. Ένα εκατομμύριο πολιτών της Ε.Ε. μπορεί, μετά από διαδικασία συλλογής υπογραφών, να καλέσει την Επιτροπή να λάβει αποφάσεις σε συγκεκριμένη κατεύθυνση. Η συμβολική αξία του μέτρου είναι προφανής, η πρακτική του όμως εμβέλεια περιορισμένη.
ΜΕΡΟΣ ΙΙ: ΧΑΡΤΗΣ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Εδώ ενσωματώνεται στο Σύνταγμα ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης (ΧΘΔ). Ο ΧΘΔ είχε θεσπιστεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας, τον Δεκέμβριο του 2000. Τώρα αποκτά και συνταγματική προστασία, η εφαρμογή του δηλαδή είναι υποχρεωτική. Συγκεντρώνει, σε εύληπτο κατάλογο τα Θεμελιώδη Δικαιώματα (ατομικά, πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά) των πολιτών της Ένωσης. Η αποσαφήνιση των δικαιωμάτων αυτή, αρκετά «κλασική» στη δομή της, βασίστηκε σε πολλά παρόμοια κείμενα (εθνικά Συντάγματα κλπ) αλλά, πρωτίστως, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Η ΕΣΔΑ υπογράφτηκε στη Ρώμη το 1950, στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης. Μεγίστης σημασίας κείμενο, συνοδευόμενο και από ίδρυση Δικαστηρίου με έδρα το Στρασβούργο που επιβλέπει την εφαρμογή της από τα κράτη - μέλη και τα καταδικάζει σε περίπτωση παραβίασης των προστατευομένων από αυτή δικαιωμάτων, η ΕΣΔΑ και η τήρησή της συνετέλεσαν στην κατοχύρωση και τη διαφύλαξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον Ευρωπαϊκό χώρο.
Η ΕΣΔΑ υπερισχύει των εθνικών δικαίων, των Συνταγμάτων συμπεριλαμβανομένων, η δε προσχώρηση σε αυτήν καθώς και η αναγνώριση της αναγκαστικής αρμοδιότητας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Πρόκειται για ανεξάρτητο θεσμό της Ένωσης) να εκδικάζει προσφυγές πολιτών κατά των κρατών - μελών είναι, πλέον, υποχρεωτικές για όλα τα μέλη της Ε.Ε. Στην πράξη, εξάλλου, όλα τα κράτη-μέλη την είχαν ήδη επικυρώσει. Η Ε.Ε., ως νομική προσωπικότητα πλέον, προσχωρεί, συμβολικά, και αυτή στην ΕΣΔΑ.
Χωρίς να παραγνωρίζουμε λοιπόν τη σημασία της πανηγυρικής ενσωμάτωσης του ΧΘΔ στο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι, επί της ουσίας, αυτός δεν προσφέρει, πρακτικά, κάτι πραγματικά νέο συγκρινόμενος με την ΕΣΔΑ και το Δικαστήριο του Στρασβούργου.
ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ: ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Το τρίτο μέρος αναλύει πολιτικές (νομισματικές, οικονομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές, αμυντικές κ.ά.) που αποσκοπεί να εφαρμόσει η Ένωση καθώς και τις μεθόδους που εφαρμόζει προς επίτευξή τους. Να αναφέρουμε, συνοπτικά ότι:
– Καθορίζεται ότι τα κράτη - μέλη λειτουργούν σύμφωνα με τις αρχές της ανοιχτής οικονομίας της αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού,
– Τονίζεται ότι πρωταρχικός στόχος της νομισματικής πολιτικής είναι η διασφάλιση της δημοσιονομικής σταθερότητας και της σταθερότητας των τιμών.
– Διακηρύσσονται ως στόχοι η προώθηση της απασχόλησης, η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας και η εξασφάλιση της κατάλληλης κοινωνικής προστασίας (χωρίς, μολαταύτα, να καθορίζεται το ΠΩΣ).
– Διατηρείται η «πολιτιστική εξαίρεση»: στον τομέα του εμπορίου διανοητικής ιδιοκτησίας απαιτείται ομοφωνία για την θέσπιση κανόνων ρύθμισης της αγοράς.
– Η κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική παραμένει σε υβριδική μορφή: αντικείμενο έντονων αντιθέσεων μεταξύ «Ομοσπονδιστών» και «Ατλαντιστών», είναι ένα από τα πλέον απογοητευτικά κεφάλαια της Συνταγματικής Συνθήκης.
Να υπογραμμίσουμε, εξάλλου, την πρόσδεση της Ένωσης στον αμυντικό σχεδιασμό του ΝΑΤΟ (άρθρο Ι-41, εδάφιο 2) «Η πολιτική της Ένωσης, σέβεται τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την Συνθήκη του Βόρειου Ατλαντικού για τα κράτη - μέλη που θεωρούν ότι η κοινή άμυνά τους υλοποιείται στα πλαίσια του ΝΑΤΟ».
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, για να τεθεί σε εφαρμογή απαιτούνταν η επικύρωσή του από όλα τα κράτη - μέλη. Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα, μεταξύ άλλων, είχαν ήδη επικυρώσει, άλλες δια της κοινοβουλευτικής οδού, άλλες μέσω δημοψηφίσματος την Συνθήκη όταν, στις 29 Μαΐου 2005, το Γαλλικό «ΟΧΙ» στο τοπικό δημοψήφισμα διέκοψε όχι μόνο την διαδικασία επικύρωσης αλλά και έβαλε σε πολύ ολισθηρή οδό το όλο εγχείρημα.
Η Απόρριψη του Συντάγματος από τους Γάλλους και τους Ολλανδούς
Στις 29 Μάιου 2005, με καθαρή πλειοψηφία 55%, οι Γάλλοι ψηφοφόροι απέρριψαν το Σύνταγμα. 15 μέρες αργότερα, οι Ολλανδοί το απέρριπταν με τη σειρά τους (και με ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό). Ο δημόσιος διάλογος ήταν εξαιρετικά μακρύς, πυκνός και υποδειγματικά οργανωμένος. Είναι αξιοσημείωτο ότι όλα τα μεγάλα κόμματα, τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ολλανδία (της ακροδεξιάς και της ακροαριστεράς εξαιρουμένων) πρότειναν την υπερψήφιση, άλλα ενθουσιωδώς, άλλα με επιφυλάξεις. Η έκπληξη του αποτελέσματος ήταν, συνεπώς, σαφής ήττα της κοινωνικής και πολιτικής ελίτ. Το μεγάλο ποσοστό απόρριψης μπορεί να εξηγηθεί, σχηματικά, ως εξής:
Α) Ένα σημαντικό κομμάτι των σύγχρονων Ευρωπαϊκών κοινωνιών, κυρίως της Δυτικής Ευρώπης, διακατέχεται από φόβο και δέος μπροστά στις σαρωτικές αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών. Η παγκοσμιοποίηση, η ελεύθερη αγορά, η ελεύθερη διακίνηση αγαθών, εργαζομένων και υπηρεσιών, η πολυπολιτισμικότητα κ.ο.κ. εντείνουν τον φόβο αυτό. Η δε Ευρωπαϊκή ενοποίηση προσλαμβάνεται από ορισμένους πολίτες ως περαιτέρω βήμα εξάρθρωσης του «παλιού καλού εθνικού κράτους» που με το προστατευτικό και ενταξιακό του πλαίσιο έμοιαζε να προσφέρει αν όχι επαρκή προστασία, τουλάχιστον ένα γνωστό κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον.
Β) Ένα άλλο κομμάτι της κοινωνίας, χωρίς να διακατέχεται από φόβο, προσδοκούσε και προπαγάνδιζε ένα «Ευρωπαϊκό αντίπαλο δέος» στην «μονοκρατορία των ΗΠΑ» και την «τυραννία της ελεύθερης αγοράς». Η (άσκοπη, κατά τους επιεικέστερους χαρακτηρισμούς ), συνταγματοποίηση τόσο των αρχών της αγοράς όσο και του ρόλου του ΝΑΤΟ στην χάραξη Ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής αποτέλεσε δυσάρεστη έκπληξη.
Γ) Ας αναφερθούμε λίγο και στην περίφημη «κοινωνία των πολιτών»: Δεκάδες οργανώσεων, ΜΚΟ, Παρατηρητηρίων κλπ, έχοντας επιμέρους αντιρρήσεις επί του ενός ή του άλλου ζητήματος, όπως αυτό ρυθμιζόταν από το Σύνταγμα, εφηύραν και «πλάσαραν» το επιχείρημα του «Εναλλακτικού Σχεδίου». Πρακτικά όμως ανώριμο: Το Σύνταγμα αποτέλεσε δυσκολότατη προσπάθεια σύνθεσης 25 εθνικών προσδοκιών και ίσως αντιστοίχου, αν όχι μεγαλυτέρου αριθμού δυνατών πολιτικών. Οι εργασίες της Συνέλευσης και της Διακυβερνητικής Σύσκεψης είχαν αποδείξει και την δυσκολία του εγχειρήματος και το εύθραυστο του τελικού συμβιβασμού. Ένα «Εναλλακτικό Σχέδιο» δεν υπήρξε και ούτε μπορούσε να υπάρξει.
Δ) Το πραγματικό και προφανές «δημοκρατικό έλλειμμα» των Ευρωπαϊκών θεσμών αποτέλεσε μία από τις ουσιαστικές αιτίες απόρριψης της νέας «πρωτοβουλίας του γραφειοκρατικού τέρατος των Βρυξελλών». Το απολύτως παράδοξο είναι ότι ενώ το Σύνταγμα αποτελούσε σαφή -αν και ανεπαρκή- προσπάθεια αντιμετώπισης του «ελλείμματος» αυτού μέσω, κυρίως, της ενίσχυσης του ρόλου του Κοινοβουλίου, οι τιμητές προτίμησαν να δουν το τι ακόμα υπολειπόταν να γίνει. Διακριτή λύση δεν υπάρχει προς το παρόν.
Μέχρι να ληφθούν οι οριστικές (πολιτικές) αποφάσεις για το τι πρόκειται να συμβεί (έχει προταθεί η αναθεώρηση του συνολικού κειμένου, η απόσυρση του (θεσμικά) μη απαραίτητου Μέρους ΥΙΟΙ και η επικύρωση του υπολοίπου, η αναμονή αλλαγής κλίματος σε Γαλλία και Κάτω Χώρες, η επ’ αόριστο εφαρμογή της Συνθήκης της Νίκαιας κ.ά. ), η Ευρωπαϊκή Ένωση κυβερνάται μέσω της Συνθήκης της Νίκαιας, απολύτως αδιαφανούς, γραφειοκρατικής και αλυσιτελούς.
Η τελευταία, εξάλλου, μόνο ως προσωρινή λύση ανάγκης είχε θεσπιστεί. Τι ειρωνεία που οι κατά περίπτωση ζητούντες «περισσότερη ή λιγότερη Ευρώπη» και για το λόγο αυτό καταψηφίσαντες την ατελή αλλά ελπιδοφόρα «Συνθήκη για τη Θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης», πρέπει να αρκεστούν σ’ ένα από τα πλέον κακότεχνα και αντιδημοκρατικά κείμενα που γνώρισε ποτέ η σύγχρονη Ευρωπαϊκή ιστορία.
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Το Ελληνικό κράτος έχει αποκτήσει αρκετά συντάγματα από την αρχή της ύπαρξής του, το 1821, μέχρι σήμερα:
- Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος, 1 Ιανουαρίου 1822, ψηφίστηκε από την Α' Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου.
- Νόμος της Επιδαύρου, 1823, αναθεώρηση από την Β' Εθνοσυνέλευση του Άστρους.
- Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος 1827, από την Γ' Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (ανεστάλη το 1829 από την Δ' Εθνοσυνέλευση του Άργους).
- Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος 1832, το αποκαλούμενο «Ηγεμονικόν Σύνταγμα», από την Ε' Εθνοσυνέλευση Ναυπλίου, το οποίο όμως δεν εφαρμόστηκε και ο Όθων βασίλευσε χωρίς σύνταγμα μέχρι το Μάρτιο του 1844.
- Σύνταγμα της Ελλάδος 1844 από την της Γ’ Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνική των Ελλήνων Συνέλευση (ΦΕΚ A 5/1844).
- Σύνταγμα της Ελλάδος 1864 από την εν Αθήναις Β' Εθνική των Ελλήνων Συνέλευση (ΦΕΚ A 48/1864).
- Σύνταγμα της Ελλάδος 1911 από τη Β' Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων (ΦΕΚ A 127/1911).
- Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας 1926 (αποκαλούμενο και Σύνταγμα της τριακονταμελούς επιτροπής του 1925) από τη Δ' εν Αθήναις Συντακτική Συνέλευση (ΦΕΚ A 334/1926) (δεν ίσχυσε).
- Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας 1927 (ΦΕΚ A 107/1927).
- 1935: Κατάργηση του συντάγματος του 1927 και επαναφορά του συντάγματος του 1864/1911.
- Σύνταγμα της Ελλάδος 1952 από τη Δ' Αναθεωρητική Βουλή (ΦΕΚ A 1/1952).
- Σύνταγμα της Ελλάδος 1968, από τη Χούντα των Συνταγματαρχών, επικυρώθηκε με το νόθο Δημοψήφισμα του 1968(ΦΕΚ A 267/1968).
- Σύνταγμα της Ελλάδος 1973, από τη Χούντα των Συνταγματαρχών, επικυρώθηκε με το νόθο Δημοψήφισμα του 1973(ΦΕΚ A 266/1973).
- Σύνταγμα της Ελλάδος 1975 από την Ε' Αναθεωρητική Βουλή (ΦΕΚ A 111/1975).
- Σύνταγμα της Ελλάδος 1986, αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 και μεταφορά του στη δημοτική γλώσσα από την ΣΤ' Αναθεωρητική Βουλή (ΦΕΚ A 23/1986 ).
- Σύνταγμα της Ελλάδας 2001, αναθεώρηση του Συντάγματος του 1986 από την Ζ' Αναθεωρητική Βουλή (ΦΕΚ A 85/2001).
- Σύνταγμα της Ελλάδας 2008, αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001 από την Η' Αναθεωρητική Βουλή (ΦΕΚ A 120/2008).
ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΡΗΓΑ ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ
ΟΙ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΣΜΟΥ (1797 - 1827)
H καθιέρωση του συνταγµατισµού ως του γενικά παραδεδεγµένου κανονιστικού πλαισίου και η συγκριτικά πρώιµη εδραίωση του κοινοβουλευτισµού ως του µόνου νόµιµου συστήµατος διακυβέρνησης της χώρας αποτελούν σηµαντικά επιτεύγµατα της Νοελληνικής πολιτικής ιστορίας και έχουν προκαλέσει ενδελεχείς αξιολογήσεις από πλευράς της Ελληνικής πολιτειολογίας.
Η κανονιστική ισχύς του συνταγµατισµού και η ανθεκτικότητα του κοινοβουλευτισµού στον Ελληνικό πολιτικό βίο ίσως να µπορούσαν να συνδεθούν και να ερµηνευθούν σε συσχετισµό µε την παράδοση συνταγµατικής σκέψης και πράξης, που σφυρηλατήθηκε κατά την περίοδο της ιδεολογικής προπαρασκευής και της διεξαγωγής του αγώνα της ελευθερίας. Σηµείο εκκίνησης της «Προϊστορίας» αυτής του Ελληνικού συνταγµατισµού θα µπορούσε να θεωρηθεί το επαναστατικό πολίτευµα του Ρήγα Βελεστινλή, κείµενο στο οποίο µορφοποιείται µε συνταγµατικούς όρους το απελευθερωτικό όραµα του Ελληνικού πολιτειακού ριζοσπαστισµού.
Από πολιτειολογικής απόψεως, το σηµαντικό στοιχείο στο πολίτευµα της «Ελληνικής ∆ηµοκρατίας» που προτείνεται στο επαναστατικό µανιφέστο του Ρήγα είναι η σύνδεση της απελευθέρωσης των λαών της Βαλκανικής από τον Οθωµανικό ζυγό, µε την εγκαθίδρυση πολιτεύµατος στο οποίο θα κυβερνούν θεµελιώδεις καταστατικοί νόµοι. Έτσι η Νοελληνική πολιτειολογία θεµελιώνεται ακριβώς στην αναγκαία σχέση ελευθερίας και συνταγµατισµού, που αποτέλεσε το κρηπίδωµα της πολιτικής θεωρίας του Ευρωπαϊκού ∆ιαφωτισµού από την εποχή του Locke και του Montesquieu.
ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ
Το πολίτευµα του Ρήγα αποτελούσε προσαρµογή του Ιακωβινικού συντάγµατος του 1793 -ή «πρώτου έτους της Γαλλικής ∆ηµοκρατίας»- στα ιστορικά δεδοµένα της Βαλκανικής κοινωνίας του όψιµου 18ου αιώνα. Προβάλλει το πρότυπο ενός ενιαίου κράτους, που λειτουργεί µε εντόνως συµµετοχικές διαδικασίες και αποβλέπει µε µέτρα κοινωνικής πρόνοιας να θέσει τις βάσεις µιας κοινωνίας ισότητας και δηµοκρατίας. Παρά την έµφαση στην ενότητα, το Σύνταγµα της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας αναγνωρίζει τις πολλαπλές εθνοπολιτισµικές ταυτότητες των πληθυσµών που την απαρτίζουν.
Την εθνοπολιτισµική πολλαπλότητα και τον πλουραλισµό των ταυτοτήτων σέβεται ο Ρήγας, και παρά την Ιακωβινική έµπνευση του πολιτεύµατός του, κάθε άλλο παρά επιχειρεί να τα απαλείψει. Τονίζει, πάντως, ότι προέχει η κοινή πολιτική ταυτότητα όλων των πολιτών που απαρτίζουν το σώµα του κυρίαρχου -ή «Αυτοκράτορος» όπως λέγει ο Ρήγας- λαού της ∆ηµοκρατίας. Η «πολυπολιτισµική» διάσταση της πολιτειολογίας του Ρήγα συνιστά και το πιο πρωτότυπο συστατικό της πολιτικής του σκέψης.
Η απήχηση των ιδεών του Ρήγα στην παράδοση του Ελληνικού πολιτειακού ριζοσπαστισµού εγκαθίδρυσε την αντίληψή του περί συνταγµατισµού µεταξύ των βασικών παραδοχών της πολιτικής σκέψης του Νεοελληνικού ∆ιαφωτισµού. Η διαπίστωση αυτή προκύπτει από όσα γράφουν περί Ρήγα τόσο ο Αδαµάντιος Κοραής στην Αδελφική ∆ιδασκαλία (1798) και στο Υπόµνηµα περί της παρούσης καταστάσεως του πολιτισµού εν Eλλάδι του 1803, όσο, ιδίως, ο ανώνυµος συγγραφέας της Ελληνικής Νοµαρχίας (1806).
Ο τελευταίος, µάλιστα, όχι µόνο αφιερώνει το έργο του ως επιτύµβιο στον Ρήγα αλλά και ενσυνείδητα επιδιώκει να εµφανιστεί ως ιδεολογικός του διάδοχος και πολιτικός συνεχιστής, όταν εξαίρει ως άριστο πολίτευµα την «Nοµαρχία», υπό την οποία «η ελευθερία ευρίσκεται εις όλους ωσάν οπού όλοι κοινώς την αφιέρωσαν εις τους Νόµους, τους οποίους διέταξαν αυτοί οι ίδιοι, και υπακούοντάς τους καθείς υπακούει εις την θέλησίν του και είναι ελεύθερος. Ιδού λοιπόν οπού η Ελευθερία είναι υπακοή εις τους Νόµους, εν ενί λόγω άλλο δεν είναι η Ελευθερία παρά αυτή η Νοµαρχία» (Ελληνική Νοµαρχία, εν Ιταλία 1806).
Το πλαίσιο του προεπαναστατικού πολιτειολογικού προβληµατισµού στον Ελληνικό κόσµο εµπλουτίστηκε σοβαρά από τους συνταγµατικούς πειραµατισµούς που δοκιµάστηκαν στη διακυβέρνηση της Επτανήσου µετά τον τερµατισµό της µακραίωνης Βενετικής κυριαρχίας. Κάπως παράδοξα οι απόπειρες αυτές εισαγωγής συνταγµατικής διακυβέρνησης σ’ ένα τµήµα του Ελληνικού κόσµου δεν αναδύθηκαν στον ιστορικό ορίζοντα υπό το καθεστώς της κατοχής της Επτανήσου από τους ∆ηµοκρατικούς Γάλλους (1797 - 1799).
Περίοδο κατά την οποία εκδηλώθηκαν από τον Επτανησιακό λαό τόσο µαχητικά και πανηγυρικά, µέσω της ευρείας χρήσης του Γαλλικού επαναστατικού τελετουργικού, οι προσδοκίες της ελευθερίας και της κοινωνικής αναµόρφωσης. Αντίθετα, η συνταγµατική διακυβέρνηση εισήχθη στην Επτάνησο µε τα τρία συνταγµατικά σχεδιάσµατα που προτάθηκαν από τη Ρωσική προστασία στα χρόνια 1800, 1803 και 1806. Οι τρεις αυτές πολιτειακές προτάσεις αντιπροσωπεύουν την πρώτη απόπειρα εισαγωγής συνταγµατικού πολιτεύµατος σε Ελληνικό έδαφος κατά τους νέους χρόνους.
Χωρίς καµµιά αµφιβολία, και τα τρία αυτά πολιτεύµατα, ιδίως, βεβαίως, το πρώτο, εκείνο του 1800, στο οποίο συµφώνησαν οι κυβερνήσεις του Τσάρου και του Σουλτάνου, ήταν αυστηρά ολιγαρχικά και ανελεύθερα. Παρόλα αυτά, και µόνο το γεγονός της εισαγωγής της αρχής της συνταγµατικής πολιτείας στον Ελληνικό χώρο χαιρετίστηκε µε ενθουσιασµό από την Ελληνική πολιτική σκέψη, που διέκρινε τη συµβολική σηµασία του κανονιστικού προτύπου της πολιτικής νοµιµότητας που συνδεόταν µε τον συνταγµατισµό.
Έτσι ο γέροντας πρύτανης του ∆ιαφωτισµού, Ευγένιος Βούλγαρης, τέκνο της Κέρκυρας ο ίδιος, έσπευσε να εξάρει το γεγονός, αφιερώνοντας το έργο του Αι καθ’ Όµηρον αρχαιότητες, το 1800, «τη Επτανήσω Πολιτοκρατία», ενώ το 1802 ο Αδαµάντιος Κοραής αφιέρωσε την Ελληνική έκδοση του Beccaria «τη νεοσυντάκτω την Επτά Νήσων Ελληνική Πολιτεία διά τας χρηστάς ελπίδας». Εν τέλει, το Ηνωµένο Κράτος των Ιονίων Νήσων δεν κυβερνήθηκε βάσει αυτών των ολιγαρχικών συνταγµάτων, που ακυρώθηκαν από την εκ νέου Γαλλική κατάληψη της Επτανήσου το 1807 από τα Αυτοκρατορικά στρατεύµατα του Ναπολέοντα.
Το Σύνταγµα που ίσχυσε στην Επτάνησο υπό το καθεστώς της Βρετανικής προστασίας, ήταν εκείνο που συντάχθηκε το 1817 από τον Ύπατο Αρµοστή Thomas Maitland και επικυρώθηκε από το Βρετανικό στέµµα. Οι απογοητεύσεις που συνδέθηκαν µε αυτό το Σύνταγµα ως προς τις προσδοκίες και τις επιταγές του φιλελεύθερου συνταγµατισµού αποτέλεσαν και το κύριο έναυσµα για την ανάπτυξη του Επτανησιακού ριζοσπαστισµού, που οδήγησε, τελικά, στην ένωση της Επτανήσου µε το Ελληνικό βασίλειο το 1864.
Θα µπορούσε να θεωρηθεί, ότι ο συνταγµατισµός ως κανονιστικό πρότυπο και ως ελπίδα ελευθερίας είχε γαλουχήσει την προεπαναστατική Ελληνική πολιτική σκέψη και είχε προετοιµάσει το έδαφος για τις συνταγµατικές πρωτοβουλίες της δεκαετίας του απελευθερωτικού αγώνα. Πράγµατι, η αναγκαιότητα της θεµελίωσης συνταγµατικής πολιτείας στην επαναστατηµένη χώρα διατυπώθηκε από τους εξεγερµένους Έλληνες, από τους πρώτους µήνες του Aγώνα.
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ
Στη διαδροµή του πρώτου έτους του αγώνα, το αίτηµα της διοργάνωσης συνταγµατικής πολιτείας διακηρύχθηκε ως πρωταρχική επιδίωξη του επαναστατηµένου λαού από τα αυτοσχέδια αντιπροσωπευτικά όργανα που συνήλθαν κατά τόπους κατά το 1821. Έτσι, έχουµε την εµφάνιση των τοπικών πολιτευµάτων κατά το πρώτο έτος του Aγώνα σε πολλά σηµεία του Ελληνικού χώρου. Τα πολιτεύµατα αυτά ήταν τα εξής:
α) Ο «Οργανισµός της Πελοποννησιακής Γερουσίας», στον οποίο κατέληξαν µια σειρά πρωτοβουλίες συντάξεως πολιτείας στον επαναστατηµένο Μοριά, µε αφετηρία τη συνέλευση των Καλτεζών (Μάιος 1821), τις συνελεύσεις των Βερβένων (Ιούλιος 1821) και της Ζαράκοβας (Αύγουστος 1821) και τέλος, τη συνέλευση του Άργους (∆εκέµβριος 1821), στην οποία πρωτοστάτησε ο ∆ηµήτριος Υψηλάντης και πήραν µέρος είκοσι τέσσερις αντιπρόσωποι που είχαν αναδειχθεί µε έµµεση εκλογή.
β) Ο «Οργανισµός της Γερουσίας της ∆υτικής Ελλάδος», που ψηφίστηκε µε πρωτοβουλία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου στις 4 Νοεµβρίου του 1821, από συνέλευση τριάντα τριών προκριτών που συνήλθε στο Μεσολόγγι και αντιπροσώπευε τις περιοχές της Αιτωλίας και της Ηπείρου.
γ) Η «Νοµική ∆ιάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος» ή «Οργανισµός του Αρείου Πάγου, Γερουσίας της Ανατολικής Ελλάδος», κείµενα που συντάχθηκαν από τον Θεόδωρο Νέγρη και ψηφίστηκαν στις 15 Νοεµβρίου 1821 στα Σάλωνα (σηµερινή Άµφισσα) της Φωκίδας από εβδοµηκονταµελή συνέλευση που αντιπροσώπευε όλη την ανατολική ηπειρωτική Ελλάδα, από την Αττική µέχρι τη Μακεδονία.
Για να ολοκληρωθεί η επισκόπηση των τοπικών πολιτευµάτων του Αγώνα, θα πρέπει ν’ αναφερθούν και τα συνταγµατικά σχέδια που ψηφίστηκαν από συνελεύσεις του επαναστατηµένου λαού των δύο νήσων, Σάµου και Κρήτης, που διαδραµάτισαν το δικό τους χαρακτηριστικό µέρος στην επανάσταση. Στις 12 Μαΐου 1821, στη χώρα της Σάµου, Πανσαµιακή σύναξη επικύρωσε πρόταση πολιτεύµατος του ηγέτη της τοπικής εξέγερσης, Λογοθέτη Λυκούργου (Γεωργίου Παπλωµατά), µε τον τίτλο «Έκθεσις του τοπικού Συστήµατος της Σάµου». Στους Αρµένους της Κρήτης συνέλευση των «παραστατών» της µεγαλονήσου, που βρισκόταν σε εξέγερση από τον Ιούνιο του 1821, ψήφισε στις 20 Μαΐου 1822 το «Προσωρινόν Πολίτευµα της νήσου Κρήτης».
Η σηµασία της εµφάνισης των τοπικών πολιτευµάτων ως στοιχείων της επαναστατικής πράξης συνίστατο πρώτον, στην πρόθεση που εξεδήλωναν για τη θεµελίωση πολιτειακής ευνοµίας στις εξεγερµένες περιοχές και δεύτερον, στην απόπειρα να εντάξουν στο σύγχρονο πρότυπο πολιτειακής και διοικητικής οργάνωσης που εισήγαγαν, κάποια από τα συστατικά της παραδοσιακής πραγµατικότητας της Ελληνικής κοινωνίας. Όπως π.χ. η εκπροσώπηση των κοινοτήτων, η ενσωµάτωση των ενόπλων στοιχείων στη νέα διοικητική δοµή, για να τεθούν υπό τον έλεγχο της έννοµης τάξης, και η υιοθέτηση ως ισχύοντος δικαίου εκείνου των «Αειµνήστων Χριστιανών Αυτοκρατόρων».
Βέβαια, όπως είναι γνωστό, τα τοπικά πολιτεύµατα του Αγώνα δεν πρόλαβαν, ουσιαστικά, να δοκιµαστούν στην πράξη, διότι η εφαρµογή τους υπερκεράστηκε από την ψήφιση συνταγµάτων εθνικής εµβέλειας από τις εθνοσυνελεύσεις της Επιδαύρου, του Άστρους και της Τροιζήνας. Η ύπαρξη των πρώιµων συνταγµατικών κειµένων των τοπικών πολιτευµάτων, ωστόσο, διαθέτει ειδικό βάρος, µε την έννοια ότι δηµιούργησε από το πρώτο ήδη έτος του Αγώνα ένα πλαίσιο πολιτειακού προβληµατισµού, που προσέδωσε πυκνότητα στον υπό κυοφορία Ελληνικό συνταγµατισµό.
Εξάλλου τα πολιτεύµατα, ειδικότερα της Κρήτης και της Σάµου, δύο Ελληνικών νήσων που παρά τους αγώνες και τις θυσίες τους δεν είχαν την τύχη να περιληφθούν τελικά στα όρια του ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους, δηµιούργησαν για τις δύο νησιωτικές κοινωνίες συνταγµατικά προηγούµενα, τα οποία θα έβρισκαν τη συνέχειά τους στην αλληλουχία των συντακτικών πράξεων και καταστατικών µεταρρυθµίσεων που σηµατοδότησαν κατά τον 19ο αιώνα, και µέχρι το 1912 - 1913, την πολιτική ιστορία των δύο νήσων, υπό το καθεστώς της αυτονοµίας που γνώρισαν, χάρη κυρίως στην πεισµατική συµµετοχή τους στον Aγώνα του 1821.
Το ουσιώδες κεκτηµένο του Ελληνικού συνταγµατισµού, πάντως, κατά την επαναστατική δεκαετία δηµιουργήθηκε από τα τρία εθνικά συντάγµατα που ψήφισαν η Α΄, η Β΄ και η Γ΄ εθνικές των Ελλήνων συνελεύσεις στην Επίδαυρο, το Άστρος και την Τροιζήνα, αντίστοιχα την 1η Ιανουαρίου 1822, την 13η Απριλίου 1823 και την 1η Μαΐου 1827. Έτσι δηµιουργείται στην επαναστατηµένη Ελλάδα και κληροδοτείται στο ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος, που αναδύθηκε στη διεθνή σκηνή µε το πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3 Φεβρουαρίου 1830.
Μια αρτιφανής παράδοση συνταγµατισµού, που έµελλε να αποδειχθεί καθοριστικής σηµασίας και για την περαιτέρω πορεία του Ελληνικού πολιτεύµατος. Κατά πρώτο λόγο, µε τα τρία συντάγµατα που ψήφισαν οι εθνοσυνελεύσεις του Αγώνα, το «Προσωρινόν Πολίτευµα της Ελλάδος», τον «Νόµον της Επιδαύρου» και το «Πολιτικόν Σύνταγµα της Ελλάδος» εισήχθη, καλλιεργήθηκε και, όπως αποδείχθηκε µακροπρόθεσµα, εδραιώθηκε στη συνείδηση της Ελληνικής κοινωνίας ο συνταγµατισµός ως το θεµελιώδες και αναγκαίο κριτήριο της πολιτικής νοµιµότητας.
Η έννοια του συνταγµατισµού, όπως κυρίως καθιερώθηκε βάσει της εµπειρίας της πρώτης χώρας που υιοθέτησε γραπτό σύνταγµα (των Ηνωµένων Πολιτειών της Αµερικής) διαλαµβάνει κυρίως την αναγνώριση της υπεροχής του καταστατικού χάρτη που ψηφίζουν οι νόµιµα εξουσιοδοτηµένοι εκπρόσωποι του συλλογικού φορέα της κυριαρχίας (του έθνους), ως θεµελιώδους νόµου της πολιτείας, που υπερέχει και υπερτερεί κάθε άλλου νοµοθετήµατος ή θεσπίσµατος των νοµίµων αρχών του τόπου.
Η αναγνώριση αυτή της αρχής του συνταγµατισµού γίνεται ρητά πολίτευµα του Άστρους, µε το άρθρο Β΄ του ψηφίσµατος, που θέτει σε ισχύ το σύνταγµα: «Επ’ ουδεµιά προφάσει και περιστάσει δύναται η ∆ιοίκησις να νοµοθετήση εναντίως εις το παρόν Πολίτευµα». Η ευρύτερη ιστορική σηµασία του Ελληνικού συνταγµατισµού θα µπορούσε καλύτερα να εκτιµηθεί σε συγκριτική προοπτική, λαµβανοµένου υπόψη ότι, όταν η Ελλάδα υιοθέτησε το πρώτο της σύνταγµα.
Γραπτά συντάγµατα διέθεταν µόνο οι Η.Π.Α., η Γαλλία (το Σύνταγµα της Παλινόρθωσης του 1815), οι δύο Σκανδιναβικές µοναρχίες της ∆ανίας και της Σουηδίας και το βασίλειο των Κάτω Χωρών (Ολλανδίας). Ο Ελληνικός συνταγµατισµός, συνεπώς, θα µπορούσε να θεωρηθεί πρωτοποριακός στην Ευρώπη, λόγω της προωιµότητας της εισαγωγής του. Πρωτοποριακός, όµως, θα µπορούσε να θεωρηθεί και λόγω δύο άλλων χαρακτηριστικών, που προσδιόριζαν τις πολιτειακές αξίες των πρώτων Ελληνικών συνταγµάτων.
Οι πολιτειακές αυτές αξίες ήταν η δηµοκρατική αρχή και ο καταφανής φιλελεύθερος προσανατολισµός. Η δηµοκρατική αρχή, η αναγόρευση δηλαδή του συνόλου του έθνους ή του λαού ως αδιαµφισβήτητου φορέα της κυριαρχίας, γίνεται µε απόλυτη σαφήνεια στο Πολιτικόν Σύνταγµα της Τροιζήνος, του οποίου το άρθρο 5 διακηρύσσει απερίφραστα: «Η Κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος· πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού». ∆εν µπορεί να µην παρατηρηθεί ότι µε το άρθρο αυτό, το Πολιτικόν Σύνταγµα της Ελλάδος αναζωογονεί µια παλιά διάταξη του πολιτεύµατος της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας του Ρήγα (άρθρο 25).
Έτσι θα µπορούσε επίσης να διαπιστωθεί, ότι ο Ελληνικός συνταγµατισµός συνδέεται στις απαρχές του µε το λυκόφως της µακράς παράδοσης του ευρωπαϊκού πολιτειακού ριζοσπαστισµού. Το άλλο προσδιοριστικό χαρακτηριστικό του πρώιµου Ελληνικού συνταγµατισµού υπήρξε ο εντόνως φιλελεύθερος χαρακτήρας του. Αυτό διαφαίνεται κυρίως στις συνταγµατικές πρόνοιες για περιστολή της εκτελεστικής εξουσίας και στην όλως ιδιαίτερη µέριµνα για περιφρούρηση των ατοµικών δικαιωµάτων και ελευθεριών. Τα πολιτεύµατα της Επιδαύρου και του Άστρους διαπνέονται από την χαρακτηριστική καχυποψία του κλασικού ευρωπαϊκού φιλελευθερισµού απέναντι στους φορείς της εξουσίας.
Τούτο κατοπτρίζεται στις πρόνοιες για ενιαύσια θητεία των µελών τόσο του Βουλευτικού όσο και του Εκτελεστικού σώµατος. Η φιλελεύθερη βούληση κατοπτρίζεται και στη σαφή διάκριση των εξουσιών που υιοθετείται στα πολιτεύµατα, ιδίως στην πρόνοια για ανεξαρτησία του ∆ικαστικού (ή «∆ικανικού» όπως αποκαλείται στον Νόµο της Επιδαύρου) σώµατος. Ο φιλελεύθερος χαρακτήρας των τριών πρώτων συνταγµάτων της Ελλάδος εκφράζεται κατ’ εξοχήν µε τις πρόνοιές τους υπέρ της κατοχύρωσης των ατοµικών δικαιωµάτων και ελευθεριών, των «δικαίων του ανθρώπου», όπως τα είχε αποκαλέσει ο Ρήγας.
Ο κατάλογος των «γενικών δικαιωµάτων» ή «πολιτικών δικαιωµάτων» προτάσσεται και στα τρία συντάγµατα ως θεµέλιο της εννόµου τάξεως στην επικράτεια της ελεύθερης Ελληνικής πολιτείας. Ατελής και συνοπτικός -µε επτά άρθρα- στο Προσωρινόν Πολίτευµα, ο κατάλογος εµπλουτίζεται αισθητά και εκτείνεται σε δώδεκα άρθρα στον Νόµο της Επιδαύρου, για να ολοκληρωθεί σε µια άρτια διατύπωση δικαιωµάτων στο Πολιτικόν Σύνταγµα της Τροιζήνος. Στο Προσωρινόν Πολίτευµα η έµφαση των δικαιωµάτων του ανθρώπου τίθεται στην αξία της ισότητας.
Ο Νόµος της Επιδαύρου προσθέτει διατάξεις υπέρ της ελευθερίας, περιλαµβανοµένων προνοιών υπέρ της ελευθερίας του τύπου, και θέτει υπό την προστασία των νόµων την ιδιοκτησία, την τιµή και την ασφάλεια «εκάστου Έλληνος και παντός ανθρώπου εντός της Επικρατείας ευρισκοµένου». Το Πολιτικόν Σύνταγµα ενισχύει το habeas corpus, την προστασία της ιδιοκτησίας, και αποβλέπει να θέσει τα θεµέλια µιας δηµοκρατικής πολιτικής νοοτροπίας, αποκλείοντας τίτλους ευγενείας και τις αντίστοιχες προσαγορεύσεις για τους πολίτες της Ελληνικής επικράτειας.
Αυτό το φιλελεύθερο δηµοκρατικό πνεύµα συνδέθηκε µε τη γένεση του Ελληνικού συνταγµατισµού. Το φιλελεύθερο πνεύµα του πρώιµου Ελληνικού συνταγµατισµού θέλησαν να ενθαρρύνουν και να ενισχύσουν µε τα σχόλια που συνέταξαν επί των διατάξεων του Προσωρινού Πολιτεύµατος της Ελλάδος δύο κορυφαίοι εκπρόσωποι του Ευρωπαϊκού φιλελεύθερου πολιτικού στοχασµού, ο Αδαµάντιος Κοραής και ο Jeremy Bentham.
Τα σχετικά κείµενα που αφιέρωσαν στο πρώτο Ελληνικό σύνταγµα, οι Σηµειώσεις εις το Προσωρινόν Πολίτευµα της Ελλάδος του Κοραή και το σχόλια του Bentham επί της Γαλλικής µεταφράσεως του Προσωρινού Πολιτεύµατος, που περιλαµβάνεται στην Ιστορία των γεγονότων της Ελλάδος του C. D. Raffenel, συνιστούν άκρως σηµαντικές ενδείξεις του θεωρητικού ενδιαφέροντος που προκάλεσαν στον Ευρωπαϊκό πολιτικό στοχασµό οι απόπειρες των Ελλήνων επαναστατών για σύνταξη «Eλεύθερης Πολιτείας». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα τρία πρώτα Ελληνικά συντάγµατα ως προς τις πρόνοιές τους εν σχέσει µε το αίτηµα της θρησκευτικής ελευθερίας.
Το Προσωρινόν Πολίτευµα της Ελλάδος στο πρώτο του άρθρο ονοµάζει τη θρησκεία της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας «επικρατούσα» στην Ελληνική επικράτεια, αλλά συµπληρώνει ότι η Ελληνική Πολιτεία «ανέχεται πάσαν άλλην θρησκείαν, και αι τελεταί και ιεροπραγίαι εκάστης αυτών εκτελούνται ακωλύτως». Το άρθρο αυτό επαναλαµβάνεται πανοµοιότυπο στον Νόµον της Επιδαύρου. Το Πολιτικόν Σύνταγµα της Τροιζήνος, ωστόσο, στο πρώτο του άρθρο αναγγέλλει πρώτον ότι «καθείς εις την Ελλάδα επαγγέλλεται την θρησκείαν του ελευθέρως, και διά την λατρείαν αυτής έχει ίσην υπεράσπισιν».
∆ιακηρύσσεται, συνεπώς, η απόλυτη θρησκευτική ελευθερία, για να προστεθεί κατά δεύτερο λόγο ότι «θρησκεία της Επικρατείας» είναι εκείνη της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Τα συντάγµατα της Επαναστάσεως, συνεπώς, περιορίζονται στην καθιέρωση της αρχής της θρησκευτικής ελευθερίας που εγγυάται τον κοσµικό χαρακτήρα του κράτους. Άφησαν δε το ζήτηµα της ρύθµισης του καθεστώτος της Ορθοδόξου Εκκλησίας εντός των ορίων της Ελληνικής επικρατείας για µεταγενέστερη αντιµετώπιση. Αυτό υπήρξε το κεκτηµένο του φιλελευθέρου συνταγµατισµού που κληροδοτήθηκε από τα πολιτεύµατα του Αγώνα προς τη συνταγµατική παράδοση του Ελληνικού κράτους.
Ο κανονιστικός χαρακτήρας αυτής της παρακαταθήκης διαφαίνεται ενδεικτικά από την επίκλησή της στους κόλπους του Eπτανησιακού Pιζοσπαστισµού στη δεκαετία του 1860, όταν ο Ιωσήφ Μοµφερράτος µνηµονεύει τα συντάγµατα του Aγώνα ως τα πρότυπα για τη δηµοκρατική ανάπλαση της Ελλάδος. Χαρακτηριστική είναι επίσης η αναφορά του Ιωσήφ Μοµφερράτου, τον Οκτώβριο του 1864, κατά τις συνεδριάσεις της Β΄ Εθνοσυνελεύσεως, στο Σύνταγµα της Τροιζήνος ως προς την καθιέρωση της εθνικής κυριαρχίας, από την οποία δεν θα έπρεπε να αποκλίνει το υπό συζήτηση νέο σύνταγµα, εκχωρώντας προνοµίες στο στέµµα που θα φαλκίδευαν την ανόθευτη και αδιαφιλονίκητη άσκησή της από το έθνος.
Παρά τη µέριµνά του για την κατοχύρωση των πολιτικών ελευθεριών και των δικαιωµάτων του ανθρώπου, το Πολιτικόν Σύνταγµα του 1827 διαφέρει αισθητά από τα δύο πρώτα συντάγµατα της επαναστατηµένης Ελλάδος, ως προς τις ειδικές πρόνοιες που υιοθετεί εν σχέσει προς τον φορέα της εκτελεστικής εξουσίας, τον Κυβερνήτη. Είναι προφανές ότι το Πολιτικόν Σύνταγµα της Ελλάδος συντάσσεται µέσα στο κλίµα της αναµονής της επικείµενης έλευσης του Ιωάννη Καποδίστρια στην αγωνιζόµενη και καθηµαγµένη χώρα.
Ενώ το άρθρο 36 του Πολιτικού Συντάγµατος επιβεβαιώνει κατηγορηµατικά την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, µε τα άρθρα 102 - 125 ο Κυβερνήτης περιβάλλεται µε αρµοδιότητες που του καθιστούν τον σηµαντικότερο παράγοντα του πολιτεύµατος. Έτσι, µε το τέλος της Επανάστασης και την πρόκληση της οικοδόµησης του κράτους πιεστική, πλέον, ενώπιόν τους, οι πληρεξούσιοι του έθνους στην Γ΄ εθνική των Ελλήνων συνέλευση εµφανίζονται έτοιµοι για τους συµβιβασµούς που υπαγορεύουν οι αναγκαιότητες του πολιτικού ρεαλισµού.
''ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ'' (1828 - 1831)
H Εθνοσυνέλευση η οποία συνήλθε στην Τροιζήνα τον Μάρτιο του 1827 αποφάσισε «η νοµοτελεστική εξουσία» να παραδοθεί «εις έναν και µόνο» και για τον σκοπό αυτό εξέλεξε στις 3/17 Απριλίου οµόφωνα τον Ιωάννη Καποδίστρια ως Κυβερνήτη της Ελλάδος µε θητεία επτά ετών. Στο Σύνταγµα, το οποίο ψηφίστηκε τον Μάιο, καθοριζόταν η διάκριση των τριών εξουσιών (νοµοθετική, νοµοτελεστική και δικαστική) και περιλαµβανόταν η διακήρυξη ότι η «κυριαρχία ενυπάρχει εις το έθνος· πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού».
Ο Καποδίστριας έφτασε στο Ναύπλιο και από εκεί πήγε στην έδρα της Κυβέρνησής του στην Αίγινα, στις 12/24 Ιανουαρίου 1828. Γόνος της µικρής αριστοκρατίας της Κέρκυρας, σπούδασε στην Ιταλία και κατέλαβε δηµόσια αξιώµατα κατά τη ρωσική κατοχή της Επτανήσου (1799 - 1807). Ακολούθησε τους Ρώσους µετά το τέλος της κατοχής και έγινε υπουργός του Τσάρου Αλέξανδρου Α΄. Όταν ξέσπασε η Ελληνική Eπανάσταση, ο Καποδίστριας εγκαταστάθηκε στην Ελβετία για να συντρέξει ως ιδιώτης τον Aγώνα των Ελλήνων.
Θιασώτης του ∆ιαφωτισµού, χωρίς εµπιστοσύνη στο αντιπροσωπευτικό σύστηµα, προσπάθησε να δηµιουργήσει εκσυγχρονισµένο συγκεντρωτικό κράτος και να υπονοµεύσει την τοπική βάση εξουσίας των προκρίτων και των στρατιωτικών. Απέβλεπε στην ενσωµάτωση των ακτηµόνων στον εθνικό κορµό µε τη διανοµή της κρατικής γης και στη δηµιουργία ενιαίου συστήµατος δικαίου. Έτσι, οι µικροϊδιοκτήτες χωρικοί θα αποκτούσαν σοβαρά κίνητρα να ενταχθούν στο νέο σύστηµα και ο τοπικισµός που ενίσχυαν οι πρόκριτοι και οι ένοπλες οµάδες θα έχανε τα ερείσµατά του.
Όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του, ο Καποδίστριας εισηγήθηκε στη Βουλή την αναστολή της λειτουργίας του δηµοκρατικού συντάγµατος της Τροιζήνας. Με το ψήφισµα της 18ης Ιανουαρίου 1828, η Βουλή επικύρωσε την αναστολή και αυτοκαταργήθηκε, για να αντικατασταθεί από το «Πανελλήνιο» και αργότερα τη «Γερουσία», τα 27 µέλη της οποίας επέλεγε ο Κυβερνήτης. Στην έκθεσή του στις 11/23 Ιουλίου 1829 προς την Εθνοσυνέλευση του Άργους, ο Καποδίστριας εξηγούσε ότι η αναστολή της λειτουργίας του Συντάγµατος θα διαρκούσε µέχρις ότου «η τύχη της Ελλάδος αποφασιστεί οριστικώς».
Το απολυταρχικό µεσοδιάστηµα έµελλε να διαρκέσει από το 1828 έως το 1844. Το πρώτο υπουργικό συµβούλιο του Κυβερνήτη συντηρούσε την παράδοση της Ελληνικής Επανάστασης, µε τους Γεώργιο Κουντουριώτη ως Πρόεδρο των Οικονοµικών, Ανδρέα Ζαΐµη, των Εσωτερικών, και Πετρόµπεη Μαυροµιχάλη, των Στρατιωτικών. Καθώς όµως αντιµετώπιζε την απροθυµία του «Πανελληνίου» να συνεργαστεί µαζί του, φρόντισε να διευρύνει τη σύνθεσή του µε άτοµα εµπιστοσύνης και να εξασφαλίσει έτσι την πλειοψηφία του σώµατος.
Στην Εθνοσυνέλευση του Άργους υπεροχή παρουσίαζε η φατρία του Κολοκοτρώνη, που ήταν φιλική προς τον Καποδίστρια. Η Εθνοσυνέλευση αυτή ανανέωσε και διεύρυνε την εντολή του Κυβερνήτη, και µε ψήφισµα συνέχισε το προσωρινό του καθεστώς, επειδή οι διαπραγµατεύσεις µε τις Μεγάλες ∆υνάµεις δεν είχαν ολοκληρωθεί. Αντικατέστησε, ακόµη, το «Πανελλήνιο» µε τη «Γερουσία» και ανέλαβε την εκπόνηση σχεδίου συντάγµατος, το οποίο θα υπηρετούσε τις αρχές των προηγούµενων συνταγµάτων του Αγώνα.
Το σχέδιο θα έπρεπε να περιλάβει διατάξεις σχετικές µε την υπηκοότητα, την απόκτηση ιθαγένειας, την καθολική ψηφοφορία, το εκλογικό σύστηµα, την οργάνωση των δικαστηρίων, την ισοβιότητα των δικαστών, την καθιέρωση αντιπροσωπευτικού συστήµατος µε δύο Βουλές και εκτελεστική εξουσία, σύµφωνα µε τις συντακτικές πράξεις της Τροιζήνας. Ο νέος θεσµός της Γερουσίας αποξένωσε σηµαντικές προσωπικότητες του πολιτικού βίου. Ο Τρικούπης, ο Μαυροκορδάτος και ο Κουντουριώτης αρνήθηκαν να στη- ρίξουν το γόητρο της κυβέρνησης σ’ ένα σώµα µε συµβουλευτικό, µόνο, ρόλο.
Έως τον Νοέµβριο του 1829 οι περισσότεροι επώνυµοι της πολιτικής, συµπεριλαµβανοµένων και των Μιαούλη και Τοµπάζη είχαν εγκαταλείψει την κυβέρνηση. Το µεταρρυθµιστικό έργο του Καποδίστρια στους τοµείς της Παιδείας, της Oικονοµίας και της Γεωργίας και η υπόσχεση διανοµής των κρατικών γαιών σε ακτήµονες, τον καθιστούσαν αγαπητό στις λαϊκές τάξεις, αλλά όχι και στους ταγούς του έθνους. Η ογκούµενη αντιπολιτευτική δράση της πολιτικής ηγεσίας προς µια µορφή διακυβέρνησης που τους απέκλειε, εκφράστηκε κυρίως από το «Συνταγµατικό» και το «Αγγλικό» κόµµα.
Στις τάξεις των εχθρών του κυβερνήτη περιλαµβάνονταν και σηµαντικοί Βρετανοί, όπως οι Ρίτσαρντ Τσορτς, Τόµας Γκόρντον, Γεώργιος Φίνλεϊ και Έντουαρτ Ντόκινς. Οι κατηγορίες εναντίον της αυταρχικότητας του Καποδίστρια περιλάµβαναν και την κατάργηση του Συντάγµατος της Τροιζήνας και εκτοξεύονταν ακόµη και από σηµαντικούς πνευµατικούς άνδρες, όπως ο Αδαµάντιος Κοραής. Οι οπαδοί του φιλελευθερισµού είχαν, βέβαια, δίκιο για το ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες του ∆ιαφωτισµού, όµως οι συνθήκες που επικρατούσαν στην ύπαιθρο δικαιολογούσαν τον συγκεντρωτισµό του κυβερνήτη.
Με µεγάλα δηµοσιονοµικά προβλήµατα και ανύπαρκτα κρατικά έσοδα, ο Καποδίστριας βασίστηκε κυρίως στη Ρωσική και Γαλλική βοήθεια. Παρόλες τις µεγάλες οικονοµικές δυσχέρειες του Ελληνικού κράτους, οι εκστρατείες του Μαιζόν στην Πελοπόννησο και των Τσορτς και Υψηλάντη στην Στερεά Ελλάδα έδωσαν τη δυνατότητα στον Καποδίστρια να διεκδικήσει τα πρώτα σύνορα του ανεξάρτητου κράτους, που τελικά ακολούθησαν στον Βορρά τη γραµµή Αµβρακικού - Παγασητικού (1831).
Με το πρωτόκολλο του Λονδίνου, στις 22 Ιανουαρίου / 3 Φεβρουαρίου 1830, µεταξύ των τριών Μεγάλων ∆υνάµεων, Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία της Ελλάδος και καθιερώθηκε η κληρονοµική µοναρχία ως καθεστώς της χώρας. Σε δεύτερο πρωτόκολλο, µε την ίδια ηµεροµηνία, αναγορευόταν ηγεµόνας της Ελλάδος ο πρίγκιπας Λεοπόλδος του Σαξ - Κοβούργου. Η υποψηφιότητα του Λεοπόλδου, ωστόσο, συνάντησε πολλά εµπόδια, ώστε στις 9/21 Μαρτίου 1830 να αναγκασθεί ο ίδιος να αποποιηθεί τον Ελληνικό θρόνο.
Η εδραίωση, αν όχι η δηµιουργία, των τριών ξενόφιλων κοµµάτων, του Αγγλικού, του Γαλλικού και του Ρωσικού, συµπίπτει µε την περίοδο της συντονισµένης αντιπολιτευτικής δραστηριότητας κατά του Καποδίστρια. Μολονότι οι διπλωµατικές ικανότητες του Κυβερνήτη καθιστούσαν απίθανη την αποκλειστική του σχέση µε µια από τις τρεις ∆υνάµεις, η ροπή των οπαδών του ήταν ασφαλής προς τη Ρωσία. Ο Ρωσοτουρκικός, εξάλλου, πόλεµος του 1828 - 1829 είχε οξύνει τις σχέσεις των Άγγλων µε τους Ρώσους, και συνεπώς µε τους θεωρούµενους Έλληνες «πελάτες» τους.
Ο αντικαποδιστριακός αγώνας εκδηλώθηκε µε εξεγέρσεις στην Ύδρα, τη Μάνη, την Αταλάντη και σε µικρότερο βαθµό στη ∆υτική Ελλάδα (Γρίβας), τα Καλάβρυτα και τη Ρούµελη (Καρατάσος), την οποία ενίσχυσε ο Μαυροκορδάτος. Οι δύο πρώτες αποδείχτηκαν οι πιο σηµαντικές. Η ποικιλία των συµφερόντων τα οποία θίγονταν από τον συγκεντρωτικό χαρακτήρα της κεντρικής εξουσίας προκάλεσε µια ετερόκλητη συµµαχία, που εκδηλώθηκε το 1831. Η επέµβαση Ρωσικής ναυτικής δύναµης κατά των Υδραίων που κατέλαβαν τον ναύσταθµο στον Πόρο, µε επικεφαλής τον Μιαούλη, είχε ως αποτέλεσµα αυτός να ανατινάξει το καύχηµα του Ελληνικού στόλου, τη φρεγάτα Ελλάδα.
Αν η καταστολή στον Πόρο έκλεισε προσωρινά το κεφάλαιο «Ύδρα», η Μάνη, αντίθετα, επρόκειτο ν’ αποδειχθεί µοιραία για τον ίδιο τον Κυβερνήτη. Οι συνθήκες αναρχίας που επικράτησαν κατά τη διάρκεια του Αγώνα εξασφάλιζαν στους Μανιάτες µια ιδιότυπη φορολογική ασυλία. Η επιµονή του Καποδίστρια να υποτάξει τον σηµαντικότερο ηγέτη της Μάνης, τον Πετρόµπεη Μαυροµιχάλη, προκάλεσε το τραγικό του τέλος. Στις 27 Σεπτεµβρίου / 9 Οκτωβρίου 1831 ο Καποδίστριας έπεσε νεκρός στην είσοδο του ναού του Αγίου Σπυρίδωνα του Ναυπλίου, χτυπηµένος από τον αδελφό και τον γιο του φυλακισµένου Πετρόµπεη.
AΠΟΛΥΤΗ ΜΟΝΑΡΧΙΑ (1833 - 1843)
Mετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη, η Γερουσία ανέθεσε στην τριανδρία, που αποτελείτο από τον Αυγουστίνο Καποδίστρια, τον Κολοκοτρώνη και τον Ιωάννη Κωλέττη, την προσωρινή εκτελεστική εξουσία. Η ισορροπία που οι καποδιστριακοί ήλπιζαν να εξασφαλίσουν µε την τριανδρία σύντοµα διαταράχθηκε, για να οδηγηθεί η χώρα σε παρατεταµένο χάος. Στις 26 Ιουλίου 1832 η Εθνική Συνέλευση άρχισε τις εργασίες της στη Πρόνοια του Ναυπλίου µε µεγάλη πλειοψηφία του Γαλλικού και του Αγγλικού κόµµατος – των «συνταγµατικών» που αντιπολιτεύονταν το Καποδιστριακό κόµµα.
Η Συνέλευση χορήγησε γενική αµνηστία, επικύρωσε την απόφαση της ∆ιάσκεψης του Λονδίνου για τον διορισµό του Όθωνα ως βασιλέα της Ελλάδας και κατήργησε την Καποδιστριακή Γερουσία. Στις 14/26 Αυγούστου 1832, άτακτοι του οπλαρχηγού Κριεζώτη εισέβαλαν στον χώρο της Συνέλευσης και έπιασαν πληρεξούσιους οµήρους, για να λάβουν τους καθυστερηµένους µισθούς τους. Η συνθήκη της 7ης Μαΐου 1832 ανάµεσα στις Μεγάλες ∆υνάµεις (την Αγγλία, τη Ρωσία και τη Γαλλία) αφενός, και τη Βαυαρία, αφετέρου, προσέφερε το στέµµα της Ελλάδος στον δεκαπεντάχρονο πρίγκιπα της Βαυαρίας, Όθωνα.
Ο Όθωνας εξουσιοδοτούσε τον πατέρα του, βασιλιά Λουδοβίκο, να ορίσει τριµελή Aντιβασιλεία που θα ασκούσε τη βασιλική εξουσία ως την ενηλικίωση του Όθωνα, και προέβλεπε τη συγκρότηση στρατιωτικού σώµατος 3.500 ανδρών, για να αντικαταστήσει τα Γαλλικά στρατεύµατα που βρίσκονταν στην Ελλάδα. Τέλος, έθετε το ανεξάρτητο βασίλειο υπό την εγγύηση των τριών ∆υνάµεων. ∆άνειο, συνολικού ύψους 60 εκατοµµυρίων φράγκων, επρόκειτο να καταβληθεί σε τρεις δόσεις. Τα δύο ζητήµατα που δεν αναφέρονταν στη συνθήκη και παρέµειναν σε πλήρη εκκρεµότητα, από το 1833 ώς το 1844, ήταν το Σύνταγµα και η διαδοχή.
Ο νεαρός Όθων Βίτελσµπαχ έφθασε στο Ναύπλιο στις 30 Ιανουαρίου 1833 µε την Αγγλική φρεγάτα Μαδαγασκάρη. Ο Γεώργιος Κουντουριώτης, ως πρόεδρος της χωρίς εξουσίες Κυβερνητικής Επιτροπής, προσφώνησε τον νέο µονάρχη ενώ ο λαός, δοκιµασµένος από την αβεβαιότητα του µεσοδιαστήµατος ανάµεσα στον θάνατο του Καποδίστρια και την άφιξη του Όθωνα, του επεφύλαξε θερµή υποδοχή. Η πραγµατική εξουσία για τα επόµενα δυόµιση χρόνια θα βρισκόταν στη διάθεση των τριών αντιβασιλέων, Μάουερ, Άρµανσπεργκ και Έιδεκ.
Από τις επικριτικές φωνές που ακούστηκαν εναντίον της Βαυαροκρατίας η πιο διασκεδαστική ήταν του Μιχάλη Χουρµούζη, που αφιέρωσε τον θεατρικό Τυχοδιώκτη του στον αντιβασιλέα Κάρολο–Γουλιέλµο Έιδεκ, υπεύθυνο για τη στρατιωτική µεταρρύθµιση του 1833. Το διάταγµα της 2/14 Μαρτίου 1833 «περί δηλώσεως των ατάκτων στρατευµάτων» προέβλεπε την αποστράτευση 5.000 ατάκτων -όσων είχαν καταταγεί µετά την 1η ∆εκεµβρίου 1831- γιατί όλοι αυτοί είχαν στρατολογηθεί από τα κόµµατα», όπως σηµειώνει ο αντιβασιλέας Γκέοργκ Μάουερ.
Όσοι είχαν υπηρετήσει πριν από την ηµεροµηνία αυτή, είχαν τη δυνατότητα επανακατάταξης στο νέο στράτευµα, υπό ορισµένες προϋποθέσεις. Οι κάτω των τριάντα ετών µπορούσαν να τοποθετηθούν στο «πεζικό της γραµµής» ενώ όσοι ήταν µεγαλύτεροι µπορούσαν να ενταχθούν στα «τάγµατα των ακροβολιστών». Ο γενικός αφοπλισµός ήταν υποχρεωτικός και οι ιδιοκτήτες όπλων όφειλαν να ζητήσουν άδεια οπλοφορίας. Με τα διατάγµατα 2ας/14ης Μαρτίου, 20ής Μαΐου / 1ης Ιουνίου και 18ης/30ής Σεπτεµβρίου 1833 σχηµατίστηκαν τα νέα «Όπλα», του Ιππικού, του Πυροβολικού, των Ζευγιτών, των Τεχνιτών Μηχανικού, των Σκαπανέων και του Πεζικού.
Συστήθηκε επίσης η Χωροφυλακή και η Βασιλική Φάλαγξ. Με τη διάλυση των ατάκτων και τη δηµιουργία δυτικού τύπου στρατού, οι αντιβασιλείς στήριξαν την κεντρική εξουσία µε δυνάµεις ξεκοµµένες από την πρακτική των εµφυλίων συγκρούσεων και της αρµατολικής παράδοσης, και παράλληλα στέρησαν τα πολιτικά κόµµατα από την ένοπλη πελατεία τους. Με το διάταγµα της 6/18 Απριλίου 1833, η Ελλάδα διαιρέθηκε σε δέκα νοµούς και κάθε νοµός σε επαρχίες (σαράντα δύο συνολικά). Με το διάταγµα της 20ής Νοεµβρίου 1833, οι νοµοί έγιναν επίσης επισκοπικές περιφέρειες (10) και οι πρωτεύουσες των νοµών έδρες των Eπισκοπών.
Με το διάταγµα της 4ης Ιανουαρίου 1834 οι παράλιες περιοχές του κράτους διαιρέθηκαν σε πέντε τµήµατα µε «πρωτεύοντες λιµένες» την Ερµούπολη, την Ύδρα, τη Σκιάθο, το Μεσολόγγι και το Νεόκαστρο. Η πρωτεύουσα µεταφέρθηκε από το Ναύπλιο στην Αθήνα την 1η ∆εκεµβρίου 1834. Με το διάταγµα της 16ης Οκτωβρίου 1834 συστήθηκαν δέκα Πρωτοδικεία µε έδρες τις πρωτεύουσες των νοµών, τρία Eµποροδικεία (Ερµούπολη, Ναύπλιο, Πάτρα) και δύο δικαστήρια Εφετών (Αθήνα, Τρίπολη). Το Ανώτατο ∆ικαστήριο, ο «Άρειος Πάγος», τοποθετήθηκε στην Αθήνα.
Καθώς οι νοµάρχες και οι έπαρχοι διορίζονταν απευθείας από τον θρόνο και η πολιτική των πρώτων Οθωνικών κυβερνήσεων ήταν να µην τοποθετούνται επικεφαλής των διοικητικών βαθµίδων ντόπιοι, η τοπική αυτοδιοίκηση υπέκυψε οριστικά στην κεντρική και συγκεντρωτική εξουσία του κράτους. Τον Οκτώβριο του 1833 ιδρύθηκε το Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο λειτουργούσε ανεξάρτητα από τα υπουργεία, και σκοπό είχε την εποπτεία των δηµοσίων οικονοµικών. Το Ελεγκτικό Συνέδριο υπήρξε το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο για όλη την οικονοµική πολιτική της χώρας και το µόνο όργανο που είχε τη δύναµη να ανατρέψει τις αποφάσεις του ήταν το «Συµβούλιο Επικρατείας», που ιδρύθηκε το 1835.
Ένα άλλο σηµαντικό έργο της Aντιβασιλείας υπήρξε η ανακήρυξη της αυτοκέφαλης Eκκλησίας της Ελλάδος, µε εισηγήσεις του Θεόκλητου Φαρµακίδη. Την ανεξαρτησία της Ελληνικής Eκκλησίας είχε υποστηρίξει και ο Αδαµάντιος Κοραής από το 1821, την ευθύνη, όµως, για τη ρύθµιση των σχέσεων της Ελληνικής Eκκλησίας µε το Οικουµενικό Πατριαρχείο ανέλαβε ο αντιβασιλέας, Λουδοβίκος Μάουερ, χωρίς να διαπραγµατευτεί µε τον Πατριάρχη. Ως προτεστάντης, ο Μάουερ πίστευε στην υπεροχή της κοσµικής εξουσίας και στον περιορισµό της Eκκλησίας στο πνευµατικό της έργο. Η ρύθµιση, όµως, αυτή απέβλεπε και στην αποµάκρυνση της Ελλάδος από τη Ρωσική επιρροή.
Το διάταγµα της 23ης Ιουλίου / 4ης Αυγούστου 1833 κήρυξε την Eκκλησία της Ελλάδος αυτοκέφαλη και την υπήγαγε στην κρατική εξουσία. Ο βασιλιάς ορίστηκε επικεφαλής της Eκκλησίας, τη διακυβέρνηση της οποίας ανέλαβε η Ιερά Σύνοδος, µε πέντε κληρικούς που απολάµβαναν την εµπιστοσύνη του θρόνου. Η αντίδραση των συντηρητικών οπαδών της ιστορικής σχέσης µε το Πατριαρχείο εκτραχύνθηκε από το διάταγµα της 7ης Οκτωβρίου 1833, το οποίο θέσπιζε τη διάλυση µοναστηριών µε λιγότερους από 6 µοναχούς, και της 9ης Μαρτίου 1834, το οποίο επέβαλε την διάλυση όλων των γυναικείων µοναστηριών, εκτός από τρία που αντιστοιχούσαν στις τρεις µεγάλες περιοχές της χώρας.
Με το διάταγµα, τέλος, της 8ης Μαΐου 1834 απαγορεύτηκαν όλες οι δωρεές ιδιωτών στην Eκκλησία. Η µοναστηριακή περιουσία των καταργηθέντων µοναστηριών περιερχόταν στο κράτος, µε προορισµό την ενίσχυση της Παιδείας. Οι αντίπαλοι της Βαυαροκρατίας συσπειρώθηκαν γύρω από το συντηρητικότερο από τα τρία κόµµατα, το Pωσικό. Επιδιαιτητές και εµπλεκόµενοι στις διαµάχες µεταξύ των αντιβασιλέων και των Ελλήνων υπήρξαν οι διπλωµάτες των µεγάλων δυνάµεων. Καθώς Άγγλοι και Ρώσοι είχαν τις χειρότερες σχέσεις, οι Γάλλοι έπαιζαν συχνά τον ρόλο του «Kέντρου» στο πολιτικό παιχνίδι.
Οι διαµαρτυρίες, εξάλλου, των Ναπαίων (οπαδών του Pωσικού κόµµατος) κατά της αυτοκέφαλης Eκκλησίας προκάλεσαν πολλές συλλήψεις επωνύµων, µε κατηγορίες συνωµοτικής δράσης. Στις 18 Σεπτεµβρίου 1833 η κυβέρνηση διέταξε τη σύλληψη των Θεοδώρου και Γενναίου Κολοκοτρώνη, του Πλαπούτα, του Τζαβέλλα και άλλων στρατιωτικών, γνωστών για τη σχέση τους µε το Pωσικό κόµµα. Η δίκη του Κολοκοτρώνη για συνοµωσία εις βάρος του κράτους, τον Μάρτιο του 1834, συνετάραξε το πανελλήνιο. Η λαϊκή συµπάθεια για τον ήρωα της Επανάστασης και η πάνδηµη προσήλωση στην Oρθόδοξη παράδοση ανέδειξαν τον Κολοκοτρώνη ως θύµα της Aντιβασιλείας.
Η καταδίκη του σε θάνατο και η τελική του αµνήστευση υπήρξαν τα κορυφαία σηµεία του δράµατος. Στο µεταξύ, ο Άρµανσπεργκ επεδίωξε µε επιτυχία την αποκλειστικότητα της Aντιβασιλείας. Στην προσπάθειά του, να ανακληθούν από το Μόναχο τα άλλα µέλη του θεσµού, είχε βοηθό τον Άγγλο επιτετραµένο, Ντόκινς και τον Ρώσο πρέσβη στην Ελλάδα και προσέφερε στον αντιβασιλέα έναν σηµαντικό σύµµαχο. Η αντιπολίτευση κατά του Άρµανσπεργκ, µε επικλήσεις του µη πραγµατοποιηθέντος συντάγµατος, προερχόταν κυρίως από τη συνεργασία του Γαλλικού µε το Pωσικό κόµµα.
Τον Φεβρουάριο του 1837 ο Όθων διόρισε τον Ιγνάτιο Ρούντχαρτ στη θέση του Άρµανσπεργκ κι έναν µήνα αργότερα ανέλαβε ο ίδιος την άσκηση των βασιλι-ών του καθηκόντων. Ο γάµος του νεαρού µονάρχη µε την Αµαλία του Όλντεµπουργκ, τον Νοέµβριο του 1836, είχε προετοιµάσει το έδαφος για τη χειραφέτησή του από την επιτήρηση της Aντιβασιλείας και είχε φορτίσει τις προσδοκίες των υπηκόων του για έναν Oρθόδοξο διάδοχο του θρόνου. Η κρίση στην εγγύς Ανατολή, που προκάλεσε η Αιγυπτιακή εκστρατεία του Μεχµέτ Αλή κατά της Οθωµανικής Aυτοκρατορίας το 1838 - 1840, αναζωπύρωσε και τον Ελληνικό αλυτρωτισµό.
Στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία σηµειώθηκαν βραχύβιες εξεγέρσεις, υπό τους οπλαρχηγούς Ι. Βελέντα και Τσάµη Καρατάσο. Στην Κρήτη, πρόταση της Επιτροπής Εξόριστων Κρητικών προς την Αγγλία (1838) για την ίδρυση Αγγλικών προτεκτοράτων στη νήσο, δεν τελεσφόρησε. Την ίδια εποχή, η Ελληνική κυβέρνηση βρέθηκε σε συνεννοήσεις µε τους Οθωµανούς για τη σύναψη εµπορικής συµφωνίας, µε αποτέλεσµα να αγνοηθούν οι ενέργειες των Κρητών. Στη συνθήκη του Λονδίνου, της 3/15 Ιουλίου 1840 (Αγγλία, Ρωσία, Αυστρία, και Πρωσία), συµφωνήθηκε η επιστροφή της Κρήτης από τους Αιγυπτίους στους Οθωµανούς, γεγονός που προκάλεσε την εξέγερση των Κρητών και αίτηµα την ένωση µε την Ελλάδα.
Χωρίς βοήθεια από το Ελληνικό κράτος, οι επαναστάτες υπέκυψαν στην Τουρκική καταστολή. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο οποίος ανέλαβε πρόεδρος του υπουργικού συµβουλίου και υπουργός εσωτερικών από τον Ιούλιο ώς τον Αύγουστο του 1841, συγκέντρωσε την εµπιστοσύνη των Άγγλων χωρίς όµως να γίνει υποχείριό τους. Η προσπάθεια του Μαυροκορδάτου να σχηµατισθεί κυβέρνηση όλων των κοµµάτων πέτυχε αρχικά, όµως οι διαφωνίες του µε τον Όθωνα τον ανάγκασαν σε παραίτηση στις 8/20 Αυγούστου 1841. Η παραίτηση αυτή υπονόµευσε την δηµοτικότητα του παρεµβατικού µονάρχη και προετοίµασε το έδαφος για την 3η Σεπτεµβρίου.
Την πτώση του Μαυροκορδάτου διαδέχτηκε η υπουργεία ∆. Χρηστίδη και η άνοδος της επιρροής του Γαλλικού κόµµατος στις υποθέσεις του Ελληνικού κράτους. Το κόµµα αποτελείτο από τις ακόλουθες οµάδες:
1) Του Κωλλέτη µε τους Pουµελιώτες οπλαρχηγούς, τους «Ελληνάδες» του, όπως τους αποκαλούσε.
2) Τους Pουµελιώτες της Aνατολικής Στερεάς, υπό τους Κριεζώτη και Μαυροβουνιώτη.
3) Τους Πελοποννήσιους προεστούς υπό τον ∆εληγιάννη, αρχικά, και τον Ρήγα Παλαµήδη αργότερα.
4) Τους οπαδούς του Μακρυγιάννη και
5) Τους νησιώτες του Κουντουριώτη.
Το 1842 εµφανίστηκαν τα σηµάδια µιας πάνδηµης δυσαρέσκειας κατά της µοναρχίας. Η κυβέρνηση Χρηστίδη έγινε στόχος τόσο της συντηρητικής εφηµερίδας Αιών όσο και της φιλικά προσκείµενης στο Aγγλικό κόµµα, Αθηνάς. Kοινό αίτηµα των κοµµάτων, συµπεριλαµβανοµένης και της µερίδας του Γαλλικού, που αντιπολιτευόταν την κυβέρνηση (Κωλέττης, Μακρυγιάννης, Παλαµήδης) ήταν το συνταγµατικό πολίτευµα, το οποίο θα αποτελούσε εγγύηση για την Ορθοδοξία και τα δικαιώµατα των πολιτών. Από τον Ιούνιο του 1843, η Γαλλική κυβέρνηση έπαψε να υποστηρίζει τον Χρηστίδη.
Οπαδοί των τριών κοµµάτων, µε τους Α. Μεταξά, Κ. Ζωγράφο και Μ. Σούτσο του Pωσικού, τον Α. Λόντο του Aγγλικού και τον Παλαµήδη του Γαλλικού, ένωσαν τις δυνάµεις τους για να αντιταχθούν στον Όθωνα. Οι ασυνήθιστες συµµαχίες επεκτείνονταν και σε ιεράρχες, όπως ο Θεόκλητος Φαρµακίδης, που ήταν υποστηρικτής της αυτοκεφάλου Eκκλησίας, και ο µεγάλος πολέµιος της απόσχισης, Κωνσταντίνος Οικονόµος. Τον Ιανουάριο του 1843 ο υπουργός εξωτερικών Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός ανακοίνωσε στις µεγάλες ∆υνάµεις, ότι η Ελλάδα δεν µπορούσε ν’ αντιµετωπίσει πλέον την καταβολή των τοκοχρεωλυσίων του δανείου χωρίς την εγγύηση νέου δανείου.
Η άρνηση του πρωθυπουργού της Γαλλίας, Φ. Γκιζό, να στηρίξει κυβέρνηση του Γαλλικού κόµµατος, αλλά και της Ρωσίας, η οποία συνήθως βοηθούσε τον Όθωνα, εξέθεσε τον µονάρχη σε δηµόσια κριτική. Το πρωτόκολλο των ∆υνάµεων της 5ης Ιουλίου 1843 που υπήρξε η βάση για την οικονοµική συµφωνία την οποία υπέγραψε η Ελλάδα στις 2/14 Σεπτεµβρίου 1843, κατέστησε τις ∆υνάµεις επιτηρητές της ελληνικής οικονοµίας, ώστε να µειωθούν οι δαπάνες κατά 3,5 εκατοµµύρια φράγκα. Η αναγκαστική µείωση των κρατικών δαπανών έθιξε ιδιαίτερα κρατικούς λειτουργούς και στρατιωτικούς, οι οποίοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο την 3η Σεπτεµβρίου.
Η µείωση των δυνάµεων του στρατού στερούσε τον Όθωνα από τα ερείσµατά του, ώστε να λογαριάζει σοβαρά την παραχώρηση συντάγµατος χωρίς, ωστόσο, να το αποφασίζει. Η συνωµοσία για την επιβολή της συνταγµατικής µοναρχίας συγκέντρωσε ηγετικά στελέχη όλων των κοµµατικών προελεύσεων. Τα αποµνηµονεύµατα του Ιωάννη Μακρυγιάννη περιέχουν µαρτυρία για το κίνηµα, στην οποία υπερβάλλεται η συνεισφορά του ιδίου. Αποφασιστικό ρόλο έπαιξε ο ∆ηµήτρης Καλλέργης, επικεφαλής του Iππικού στην Αθήνα, ο οποίος στην πλατεία µπροστά στα Aνάκτορα πίεσε τον Όθωνα να παραχωρήσει το σύνταγµα.
Το Συµβούλιο Επικρατείας, που συγκλήθηκε στις 3 το πρωί, συνέταξε προκήρυξη µε την οποία αναγνώριζε το κίνηµα και ζητούσε από τον βασιλιά την παραχώρηση συντάγµατος. «∆ιατάγµατα τα οποία ψήφισε το Συµβούλιο καθόριζαν το ένα τη σύγκληση Εθνοσυνελεύσεως σε διάστηµα τριάντα ηµερών· άλλο, τη σύνθεση του προσωρινού υπουργείου κι ένα τρίτο εξουσιοδοτούσε το υπουργείο να συγκαλέσει την Εθνοσυνέλευση. Με άλλα διατάγµατα παύονταν τα µέλη του προηγούµενου υπουργικού συµβουλίου, καθοριζόταν ο όρκος του στρατού και των πολιτικών αρχών και η απόλυση από τις δηµόσιες υπηρεσίες όλων των ξένων, εκτός από τους παλιούς φιλέλληνες».
Τις πρωινές ώρες της 3ης Σεπτεµβρίου του 1843, ειδική επιτροπή παρουσίασε στον Όθωνα τις αποφάσεις του Συµβουλίου και ο Καλλέργης απαγόρευσε τη συνεννόηση των ξένων πρέσβεων µε τον µονάρχη. Με την αποδοχή των αιτηµάτων των κινηµατιών από τον Όθωνα τελείωνε η περίοδος της απόλυτης µοναρχίας του.
H Συνταγµατική Mοναρχία: Περιεχόµενο και Εφαρµογή του Συντάγµατος του 1844
H εξέγερση της 3ης Σεπτεµβρίου 1843 επέφερε ως άµεσο αποτέλεσµα τον διορισµό κυβέρνησης, µε τη συµµετοχή των τριών κοµµάτων, υπό τον Ανδρέα Μεταξά και τη σύγκληση συντακτικής συνέλευσης. «Η της Τρίτης Σεπτεµβρίου εν Αθήναις Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις» εξελέγη στις 7 Σεπτεµβρίου, συγκροτήθηκε σε σώµα στις 8 Νοεµβρίου και απαρτιζόταν από 244 πληρεξουσίους, εκλεγέντες σε 92 περιφέρειες.
Ήδη από τις πρώτες ηµέρες της δραστηριότητάς της αποκρυσταλλώθηκαν δύο αντιτιθέµενες τάσεις, µια ριζοσπαστική ως προς τις συνταγµατικές διεκδικήσεις και µια συντηρητική µε διάθεση συνεννόησης απέναντι στο στέµµα και τις προστάτιδες δυνάµεις. Aποφασιστική, δε, σηµασία είχε η συµµετοχή των ηγετών και των τριών παραδοσιακών κοµµάτων (Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Ιωάννης Κωλέττης, Ανδρέας Μεταξάς) στη διαλλακτική τάση. Βασιζόµενη σε προσχέδιο που εκπόνησε επιτροπή µε γενικό εισηγητή τον Λέοντα Μελά, η συνέλευση συζήτησε επί δίµηνο (3 Ιανουαρίου - 21 Φεβρουαρίου 1844) και ψήφισε σχέδιο συντάγµατος, στο οποίο ενσωµάτωσε ορισµένες από τις επουσιώδεις αλλαγές που πρότεινε ο Όθων.
Το τελικό κείµενο κυρώθηκε στις 18 Μαρτίου από τον βασιλιά, ο οποίος έδωσε και τον σχετικό όρκο. Όσον αφορά στη νοµική του φύση, το Σύνταγµα του 1844 λογίζεται ως «σύνταγµα - συνάλλαγµα»· δηλαδή, κατά την πολιτειολογική ορολογία, ως συνθήκη ανάµεσα στον βασιλιά και τον λαό, µε την οποία αµφότεροι αυτοδεσµεύονται. Απόλυτα «αυστηρό», το Σύνταγµα αυτό δεν προέβλεπε διαδικασία αναθεώρησης άλλη από µία νέα συνθήκη. Σε σχέση µε τα διεθνή του πρότυπα, διαγιγνώσκεται εµφανής επιρροή του Γαλλικού συντάγµατος του 1830.
Ως προς την κατανοµή της κυριαρχίας και των εξουσιών, το Σύνταγµα του 1844 διέπεται από τη λεγόµενη «µοναρχική αρχή»: Ο βασιλιάς αναγνωρίζεται ως φορέας της κυριαρχίας και υπέρ αυτού συντρέχει το «τεκµήριο αρµοδιότητος», δηλαδή η αρµοδιότητα εφ’ όλων των ζητηµάτων που δεν έχουν ρητώς ανατεθεί σε άλλο όργανο. Σ’ αυτόν «ανήκει» η εκτελεστική εξουσία, αυτός συµµετέχει στη νοµοθετική εξουσία διορίζοντας τη Γερουσία, διαλύοντας κατά βούλησιν τη Βουλή και κυρώνοντας τους νόµους, αυτός αναφέρεται ως πηγή της δικαστικής εξουσίας. Η Βουλή έχει τουλάχιστον 80 µέλη, εκλεγόµενα ανά τριετία, αναλαµβάνει δε η ίδια τον έλεγχο νοµιµότητας (εξέλεγξις) των εκλογικών αποτελεσµάτων.
Η Γερουσία έχει τουλάχιστον 27 µέλη µε ισοβιότητα, και συγκεκριµένες προϋποθέσεις ηλικίας και πρότερης πολιτικής δράσης. Οι υπουργοί διορίζονται από τον βασιλιά και λογοδοτούν στη Βουλή. Το Σύνταγµα του 1844 τακτοποιεί τις διαταραγµένες σχέσεις κράτους και Eκκλησίας, µε τρόπο που καθιστά εφικτή την επανασύνδεση µε την Κωνσταντινούπολη. Ο βασιλιάς παύει ν’ αποκαλείται «αρχηγός της Εκκλησίας», η οποία διοικείται πλέον από σύνοδο αρχιερέων, διατηρώντας τη διοικητική της αυτοκεφαλία αλλά και τη δογµατική της εξάρτηση από το Οικουµενικό Πατριαρχείο.
Στο πεδίο των δικαιωµάτων, το Σύνταγµα διακηρύσσει την ισότητα ενώπιον του νόµου και ενισχύει, σε σύγκριση µε τα επαναστατικά συντάγµατα, την προστασία της προσωπικής ελευθερίας, αφού ορίζεται ότι φυλάκιση και περιορισµός της ελευθερίας κίνησης επιτρέπονται µόνο κατ’ εφαρµογή διατάξεων νόµου και κατόπιν κοινοποίησης αιτιολογηµένου δικαστικού εντάλµατος, µε εξαίρεση τις περιπτώσεις αυτόφωρου εγκλήµατος.
Ο «κλασικός κατάλογος» εµπλουτίζεται µε το απόρρητο των επιστολών, την αρχή του «φυσικού δικαστή» και την εγγύηση του ορκωτού συστήµατος. «Φυσικός» καλείται ο δικαστής που ορίζεται γενικά και εκ των προτέρων από τον νόµο, και όχι ειδικά και επί τούτου για να δικάζει συγκεκριµένα πρόσωπα ή πράξεις. Το ορκωτό σύστηµα αποτελεί ταυτόχρονα δικαίωµα πολιτικής συµµετοχής και εγγύηση δηµοκρατικής νοµιµοποίησης στην απονοµή δικαιοσύνης, γι’ αυτό και κατοχυρώνεται ρητά όσον αφορά στην εκδίκαση πολιτικών εγκληµάτων και αδικηµάτων τελουµένων διά του Tύπου.
Αρκετά νωρίς, ήδη από την απόφαση 198/1847 του Αρείου Πάγου, η ∆ικαιοσύνη αναγνώρισε τη νοµική δεσµευτικότητα του συντάγµατος, χωρίς, ωστόσο, να προχωρήσει ακόµη σε δικαστικό έλεγχο της συνταγµατικότητας των νόµων. Τόσο η διαδικασία ψήφισης του συντάγµατος του 1844 όσο και το περιεχόµενό του έτυχαν ευµενούς σχολιασµού στον διεθνή Tύπο, ως εµφανούς διάψευσης αµφιβολιών σχετικά µε την πολιτική και πολιτειακή ωριµότητα του Ελληνικού λαού και των αντιπροσώπων του.
Έτσι, λόγου χάριν, σε σειρά άρθρων του στην Allgemeine Zeitung του Augsburg, δηµοσιευοµένων σχεδόν ταυτόχρονα µε τη διεξαγωγή των εργασιών της συνέλευσης, ο Γερµανός φιλέλληνας Friedrich Thiersch κάνει λόγο για αντιπροσώπους µε «απόλυτη συναίσθηση της ευθύνης τους ν’ αποδείξουν στην Ευρωπαϊκή κοινή γνώµη, που τους παρακολουθεί, ότι είναι σε θέση να πραγµατευθούν όλα τα µεγάλα ζητήµατα του δηµοσίου δικαίου» και χαρακτηρίζει το νέο Σύνταγµα πετυχηµένο συνδυασµό της επαναστατικής δηµοκρατικής παράδοσης και των Ευρωπαϊκών πολιτειακών αρχών.
Βαρύτητα εξ ίσου σηµαντική µε αυτό καθ’ εαυτό το Σύνταγµα προσλαµβάνει ο εκλογικός νόµος, που ψηφίσθηκε στις 18 Μαρτίου 1844. Όλοι οι άρρενες άνω των 25 ετών έχουν δικαίωµα ψήφου, µε µόνη προϋπόθεση την κατοχή οιασδήποτε ιδιοκτησίας ή ανεξάρτητου επαγγέλµατος. Στην πράξη, ο όρος αυτός απολήγει στο σύνολο του άρρενος ενηλίκου πληθυσµού, καθιερώνοντας την καθολική ψηφοφορία, σε µια χρονική συγκυρία κατά την οποία τα ανάλογα ποσοστά στη λοιπή Ευρώπη ήσαν πολύ µικρότερα. Αντιθέτως, σαν κηλίδα οπισθοδρόµησης καταγράφεται η στάση της συνέλευσης στο ζήτηµα των «αυτοχθόνων», όπου η αρχή της ισότητας υποχωρεί κατά κράτος.
Yπό την ισχυρή πίεση µερίδας των πληρεξουσίων που διακατεχόταν από πνεύµα διακρίσεων και αποσκοπούσε στην ολοσχερή στέρηση της Ελληνικής ιθαγένειας από Έλληνες γεννηθέντες εκτός των στενών ορίων του βασιλείου, η πλειοψηφία ακολούθησε τη µέση οδό ενός ξεχωριστού ψηφίσµατος, µε το οποίο οι «ετερόχθονες», πλην όσων είχαν εγκατασταθεί στη χώρα προ του 1837 ή πολεµήσει στον Aγώνα της ανεξαρτησίας, αποκλείονταν από τη δυνατότητα κατάληψης δηµοσίων αξιωµάτων. Στο πολιτικό επίπεδο, την πλήρη και πιστή εφαρµογή του συντάγµατος του 1844 υπονόµευσε, εν τέλει, η ανασφάλεια και καχυποψία του Όθωνος.
Ο οποίος, κατά κανόνα, επέλεγε να στηριχθεί περισσότερο στη δηµοτικότητα που του εξασφάλιζε η υποστήριξη της «Μεγάλης Ιδέας», παρά στη συνεννόηση µε τις πολιτικές δυνάµεις. Επισηµαίνεται ότι όλες, ανεξαιρέτως, οι βουλευτικές εκλογές υπό την ισχύ του συντάγµατος του 1844 κερδήθηκαν από το κόµµα το οποίο ευρισκόταν στην κυβέρνηση τη στιγµή των εκλογών, ενώ οι εναλλαγές µεταξύ κοµµάτων ανάγονταν αποκλειστικά στην κτήση και απώλεια της βασιλικής ευνοίας, πρακτική στην οποία αποδίδονται και τα ποικίλα φαινόµενα εκλογικής φαυλότητας.
BAΣΙΛΕΥΟΜΕΝΗ ∆ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (1864 - 1923)
TΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1864 ΚΑΙ Η EΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1909
H Συνταγµατική Μοναρχία και η δυναστεία Wittelsbach καταλύθηκαν µε την εξέγερση της φρουράς των Αθηνών στις 10 Οκτωβρίου 1862. Ήδη µε το «Ψήφισµα του Έθνους», το οποίο έθεσε σε κίνηση τις εξελίξεις, σηµατοδοτείται η ανάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας και η συµβολική αναδροµή στο συνταγµατικό κεκτηµένο της επαναστατικής περιόδου, χωρίς, ωστόσο, να επιδιώκεται από αριθµητικώς σοβαρή µερίδα των πολιτικών ή του Tύπου η επάνοδος σε συστήµατα προεδρικής ή συλλογικής κεφαλής του πολιτεύµατος.
Με απόφασή της στις 19 Νοεµβρίου, η σχηµατισθείσα προσωρινή κυβέρνηση (∆ηµήτριος Βούλγαρης, Κωνσταντίνος Κανάρης, Μπενιζέλος Ρούφος) προκήρυξε δηµοψήφισµα µε φανερή ψήφο για το πρόσωπο του νέου βασιλιά, πλην όµως ο Άγγλος πρίγκιπας Αλφρέδος, που έλαβε συντριπτική πλειοψηφία, δεν ήταν δυνατόν να γίνει αποδεκτός στο πλαίσιο της ισορροπίας ανάµεσα στις προστάτιδες δυνάµεις. Έτσι, το ζήτηµα αυτό παραπέµφθηκε στη νέα συνέλευση.
«Η εν Αθήναις Β΄ των Ελλήνων Συνέλευσις» εξελέγη στις 27 Νοεµβρίου 1862, συγκροτήθηκε σε σώµα στις 10 ∆εκεµβρίου και απαρτιζόταν από 343 πληρεξουσίους, στους οποίους τον Ιούλιο του 1864 προστέθηκαν 84 πληρεξούσιοι των Ιονίων Νήσων. Τη σύνθεσή της χαρακτήριζε η εποικοδοµητική συνύπαρξη πολιτικών ποικίλης προελεύσεως, από τη γενεά της επανάστασης (Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Σπυρίδων Τρικούπης, Κωνσταντίνος Κανάρης κ.ά.) µέχρι τη νεώτατη γενεά που επρόκειτο ν’ αναλάβει τις τύχες του έθνους στις δεκαετίες που ακολούθησαν (Αλέξανδρος Κουµουνδούρος, Χαρίλαος Τρικούπης, Θεόδωρος ∆ηλιγιάννης κ.ά.).
Από τη συγκρότησή της µέχρι την ορκωµοσία του νέου βασιλιά, η συνέλευση άσκησε ταυτοχρόνως νοµοθετική και εκτελεστική εξουσία («κυβερνώσα Βουλή»). Μετά από πυρετώδεις διπλωµατικές διαβουλεύσεις, το στέµµα προσφέρθηκε στον δανό πρίγκηπα Γεώργιο – Χριστιανό – Γουλιέλµο της δυναστείας Schleswig – Holstein – Sonderburg – Glücksburg, ο οποίος αναγορεύθηκε στις 18 Μαρτίου 1863 και ορκίσθηκε στις 19 Οκτωβρίου ως Γεώργιος Α΄ «Βασιλεύς των Ελλήνων» (και όχι «της Ελλάδος»), όρος που υποδήλωνε τη µετάβαση από τη µοναρχική στη λαϊκή κυριαρχία.
Βασιζόµενη σε προσχέδιο που εκπόνησε επιτροπή υπό την προεδρία του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου και υπό τη σαφή επιστηµονική επιρροή του Νικολάου Ι. Σαριπόλου, καθηγητή του Συνταγµατικού ∆ικαίου στη Νοµική Σχολή του Πανεπιστηµίου Αθηνών (ο οποίος συνέταξε και τη σχετική αιτιολογική έκθεση), η συνέλευση ψήφισε µόνη, χωρίς τη σύµπραξη του βασιλιά, το νέο Σύνταγµα στις 17 Οκτωβρίου 1864, έχοντας απλώς συνεκτιµήσει αλλ’ ουσιαστικώς απορρίψει ορισµένες παρατηρήσεις του βασιλιά επί του αρχικού σχεδίου. Σε επίσηµη τελετή, στις 16 Νοεµβρίου, ο Γεώργιος Α΄ ορκίσθηκε πίστη στο Σύνταγµα.
Το Σύνταγµα του 1864 υπήρξε το µακροβιότερο στην Ελληνική συνταγµατική ιστορία, αν ληφθεί υπόψιν, ότι µε τις αναθεωρήσεις του και τα δηµοκρατικά ή αυταρχικά διαλείµµατα ίσχυσε µέχρι τον Ιούνιο του 1975. Όσον αφορά στη νοµική του φύση, αποτελεί προϊόν µονοµερούς βούλησης της συνέλευσης, ο δε βασιλιάς δεν µετέχει στην προβλεπόµενη διαδικασία αναθεώρησης. Σε σχέση µε τα διεθνή του πρότυπα, διαγιγνώσκεται εµφανής επιρροή του Βελγικού συντάγµατος του 1831 και του συντάγµατος της ∆ανίας του 1849.
Ως προς την κατανοµή της κυριαρχίας και των εξουσιών, το σύνταγµα του 1864 διέπεται από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας: «άπασαι αι εξουσίαι πηγάζουσιν εκ του έθνους» (άρθρο 21), ενώ το «τεκµήριο αρµοδιότητας» συντρέχει, πλέον, σε βάρος του βασιλιά, ο οποίος είναι όργανο του κράτους, δεν έχει άλλες εξουσίες πέραν εκείνων που το ίδιο το Σύνταγµα και οι σύµφωνοι προς αυτό νόµοι ρητώς του αναθέτουν, και µάλιστα δεν συµπράττει καν στη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγµατος.
Επαναφέρεται, έτσι, µια σταθερή αξία των επαναστατικών συνταγµά- των η οποία είχε τεθεί στο περιθώριο επί δεκαετίες, και µάλιστα επισφραγίζεται συµβολικά µε την αναγνώριση εγγυητικών αρµοδιοτήτων και καθηκόντων βάσει του άρθρου 110 («Η τήρησις του παρόντος Συντάγµατος αφιερούται εις τον πατριωτισµόν των Ελλήνων»), η οποία έµελλε να διαδραµατίσει κεντρικό ρόλο στον Ελληνικό συνταγµατικό βίο.
Τα ανωτέρω χαρακτηριστικά συνοψίζονται, εν τέλει, στον προσδιορισµό του πολιτεύµατος ως «Βασιλευοµένης ∆ηµοκρατίας», πρωτότυπου όρου ο οποίος δεν µνηµονεύεται ρητά στο σύνταγµα αλλά διαπλάσθηκε από την επιστήµη προκειµένου να τονίσει ότι βαρύνουσα σηµασία έχει πλέον η λαϊκή κυριαρχία και όχι η ύπαρξη κληρονοµικού ανωτάτου άρχοντα. Υλοποιείται, επί πλέον, η αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Ο βασιλιάς ηγείται της εκτελεστικής εξουσίας, εκδίδει διατάγµατα, διορίζει την κυβέρνηση και τους δηµοσίους υπαλλήλους, διοικεί τις ένοπλες δυνάµεις.
Ως ρυθµιστής του πολιτεύµατος και µέτοχος της νοµοθετικής λειτουργίας συγκαλεί και διαλύει τη Βουλή, προτείνει (διά των υπουργών) και κυρώνει τους ψηφισµένους νόµους, κηρύσσει κατάσταση πολιορκίας, απονέµει χάρη και αµνηστεία, εκπροσωπεί τη χώρα στις διεθνείς σχέσεις. Ενώ ο βασιλιάς παραµένει ανεύθυνος και ακαταδίωκτος, τις κατ’ όνοµα δικές του πράξεις προσυπογράφουν οι υπουργοί, αναλαµβάνοντας την πολιτική, αστική και ποινική ευθύνη. Το υπουργικό συµβούλιο καθίσταται πλέον αυτοτελές όργανο του κράτους και αποκτά συγκεκριµένες αρµοδιότητες, χωρίς όµως να µνηµονεύεται ρητά ως ιδιαίτερο αξίωµα εκείνο του πρωθυπουργού.
Το νοµοθετικό σώµα είναι µόνον ένα, η Βουλή, η οποία αποτελείται από του- λάχιστον 150 µέλη εκλεγόµενα ανά τετραετία µε καθολική, ταυτόχρονη και µυστική ψηφοφορία. Ειδικά η καθολική ψηφοφορία, εφαρµοσθείσα στην πράξη ήδη από το 1844, κατοχυρώνεται πλέον συνταγµατικά, σε µιαν εποχή όπου ο κανόνας στην Ευρώπη εξακολουθεί να είναι η τιµηµατική ψήφος. Η εµµονή στην ανάδειξη της κυριαρχίας της Βουλής στο νοµοθετικό πεδίο συµπαρέσυρε σύντοµα, εκτός της Γερουσίας, και το Συµβούλιο Επικρατείας, το οποίο είχε µεν ιδρυθεί µε το νέο σύντα- γµα σαν συµβουλευτικό σώµα προληπτικού ελέγχου των νοµοσχεδίων.
Σύντοµα όµως καταργήθηκε και πάλι (αναθεώρηση µε τον νόµο ΡΙΒ΄ της 25ης Νοεµβρίου 1865, υπό διαδικαστικούς όρους που το ίδιο το Σύνταγµα του 1864 είχε θέσει), καθ’ όσον η ελλιπής δηµοκρατική του νοµιµοποίηση θύµιζε τον συνώνυµο θεσµό της απόλυτης µοναρχίας. Καθιερώνεται το ασυµβίβαστο του βουλευτικού αξιώµατος προς τα καθήκοντα δηµοσίου υπαλλήλου (πλην στρατιωτικών) και δηµάρχου, ενώ η αρµοδιότητα άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου ενισχύεται µε τη δυνατότητα συγκρότησης εξεταστικών επιτροπών. Τέλος, αν και οι δικαστικές αποφάσεις εξακολουθούν να εκδίδονται «επ’ ονόµατί του», ο βασιλιάς δεν αποκαλείται πλέον «πηγή» της δικαστικής εξουσίας, οι δε δικαστές είναι ισόβιοι.
Στο πεδίο των δικαιωµάτων εµφανίζονται οι ελευθερίες του «συνέρχεσθαι» και του «συνεταιρίζεσθαι». Τόσο η συνάθροιση προσώπων, µε σκοπό την έκφραση απόψεων ή αιτηµάτων, όσο και η συγκρότηση ενώσεων ή νοµικών προσώπων µη κερδοσκοπικού χαρακτήρα κατοχυρώνονται ως συλλογικές ελευθερίες, συναρτώµενες µε την πολιτική δράση και απαλλάσσονται από το βάρος της προηγούµενης διοικητικής έγκρισης, καθίσταται δε ειδικά δυνατή η απαγόρευση υπαιθρίων συναθροίσεων µόνον εν όψει λόγων αναγοµένων στη δηµόσια ασφάλεια.
Επιπλέον, ενισχύονται οι εγγυήσεις προσωπικής ασφάλειας µε την αυστηρή απαρίθµηση των προϋποθέσεων σύλληψης, καθώς και οι εγγυήσεις της ελευθερίας του Tύπου µε την απαγόρευση της προληπτικής λογοκρισίας, ενώ παρέχεται προνοµιακή ποινική µεταχείριση στο πολιτικό έγκληµα. Η κατοχύρωση των συνταγµατικών εγγυήσεων προστασίας των δικαιωµάτων ενισχύθηκε, στο δικαστικό επίπεδο, από την αναγνώριση της δυνατότητας δικαστικού ελέγχου της συνταγµατικότητας των νόµων, µε την απόφαση 23/1897 του Αρείου Πάγου.
Ανεξάρτητα από την -όχι πάντοτε αδιατάρακτη- πολιτική σταθερότητα, το σύνταγµα του 1864 εδραίωσε τη βεβαιότητα ότι οι πολιτικές αλλαγές καθορίζονται διά των εκλογών και όχι προ αυτών, και κατέστησε τη συµµετοχή στις βουλευτικές εκλογές πυρήνα της πολιτικής συνείδησης του λαού. Βάσει του νέου Συντάγµατος, οι εκλογές διεξάγονται πλέον µε σφαιρίδιο, Ελληνική πρωτοτυπία που αποσκοπούσε στη διευκόλυνση των αναλφάβητων. Σε κάθε εκλογικό τµήµα εγκαθίστανται τόσες κάλπες, όσοι είναι οι υποψήφιοι, και παρατάσσονται αλφαβητικά.
Οι κάλπες είναι µεταλλικές και χωρίζονται εσωτερικά σε δύο διαµερίσµατα, επενδυµένα µε ύφασµα και διακρινόµενα εξωτερικά σε λευκό δεξιό και µαύρο αριστερό τµήµα, ενώ στο εµπρόσθιο µέρος υπάρχει στρογγυλή οπή που καταλήγει σε σωλήνα. Ο εκλογέας περνά υποχρεωτικά απ’ όλες τις κάλπες, λαµβάνει µπροστά από κάθε µία ένα µολύβδινο σφαιρίδιο ακούοντας το όνοµα του αντιστοίχου υποψηφίου από τον σφαιριοδότη, και ρίχνει, διά του σωλήνα, το σφαιρίδιο στο λευκό ή το µαύρο τµήµα της κάλπης αντιστοίχως, υπερψηφίζοντας ή καταψηφίζοντας τον υποψήφιο.
Η καταµέτρηση θετικών και αρνητικών ψήφων γίνεται ξεχωριστά ανά κάλπη, µε τη βοήθεια «διατρήτου άβακος» (κόσκινου), ενώ οι βουλευτές εκλέγονται µε σύστηµα σχετικής πλειοψηφίας. Στον εξορθολογισµό της εκλογικής διαδικασίας συνετέλεσε ιδιαίτερα ο εκλογικός νόµος ΧΜΗ΄/1877, ο οποίος πρώτον µεν καθιέρωσε τον θεσµό του δικαστικού αντιπροσώπου, δεύτερον δε, χωρίς ν’ αφαιρεί από τη Βουλή την αρµοδιότητα της «εξελέγξεως» των εκλογών (αφού αυτό δεν ήταν δυνατό υπό το σύνταγµα του 1864), τυποποίησε τη σχετική διαδικασία και τα κριτήρια του ελέγχου, καταλύοντας την παλαιότερη πρακτική της εκ των υστέρων αλλοίωσης των εκλογικών αποτελεσµάτων από την εκάστοτε πλειοψηφία.
Ωστόσο, η επικρατήσασα ερµηνεία του συντάγµατος του 1864 δεν αποδεχόταν καθεστώς γνήσιου κοινοβουλευτισµού, δεδοµένου ότι ο µεν βασιλιάς διατηρούσε τη δυνατότητα να διορίζει και να παύει υπουργικά συµβούλια κατ’ απόλυτη ευαρέσκεια, η δε Βουλή δεν µπορούσε να επιβάλει ευθέως τη θέλησή της ως προς τα πρόσωπα των υπουργών και τις αντίστοιχες πολιτικές κατευθύνσεις, παρά µόνο να παρεµποδίσει έµµεσα την εφαρµογή των προθέσεων της εκάστοτε κυβέρνησης, καταψηφίζοντας τα νοµοσχέδια που εκείνη κατέθετε.
Η πλήρης εγκαθίδρυση κοινοβουλευτικού συστήµατος επιτεύχθηκε µόλις µε τον «Λόγο του Θρόνου», κατά την έναρξη των εργασιών της Βουλής, στις 11 Αυγούστου 1875, όταν ο βασιλιάς αυτοδεσµεύθηκε ρητά ότι στο εξής θα θεωρεί τη «δεδηλωµένη» πλειοψηφία της Βουλής ως απαραίτητη προϋπόθεση για τον διορισµό µιας κυβέρνησης: «Απαιτών ως απαραίτητον προσόν των καλουµένων παρ’ εµού εις την κυβέρνησιν του τόπου την δεδηλωµένην προς αυτούς εµπιστοσύνην της πλειονοψηφίας των αντιπροσώπων του Έθνους, αποδέχοµαι ίνα η Βουλή καθιστά εφικτήν την ύπαρξιν του προσόντος τούτου, ού άνευ αποβαίνει αδύνατος η εναρµόνιος λειτουργία του πολιτεύµατος».
Η πρωτοβουλία της θεµελιώδους αυτής µεταστροφής ανήκε στον πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη, ο οποίος ήδη έναν χρόνο νωρίτερα, µε το άρθρο του «Τίς πταίει;», είχε εντοπίσει τις καταχρήσεις της βασιλικής αρµοδιότητας διορισµού κυβέρνησης ως αιτία πολιτικής κακοδαιµονίας. Αν και χαρακτηρίσθηκε ως «συνθήκη του πολιτεύµατος», στερούµενη νοµικής δεσµευτικότητας, η «αρχή της δεδηλωµένης» συµβόλισε τη µετάβαση στη δηµοκρατική αρχή και εξασφάλισε, τουλάχιστον για την εικοσαετία 1875 - 1895, την απρόσκοπτη λειτουργία της πολιτικής εναλλαγής στο πλαίσιο δικοµµατισµού, καθ’ όσον µάλιστα, ήδη από το 1875, είχαν αρχίσει ν’ αποκρυσταλλώνονται σταδιακά τα πρώτα κόµµατα αρχών.
Μόλις µετά το πέρας αυτής της εικοσαετίας παρουσιάσθηκαν συµπτώµατα κρίσης του πολιτικού συστήµατος υπό την πίεση νέων κοινωνικών και οικονοµικών δεδοµένων, τα οποία επρόκειτο να οδηγήσουν την ανερχόµενη αστική τάξη στην αναζήτηση πολιτειακών µεταβολών από το έτος 1909.
H AΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ 1911 ΚΑΙ Ο ΘΕΣΜΙΚΟΣ EΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ XΩΡΑΣ
Στην περιπετειώδη συνταγµατική µας ιστορία, η αναθεώρηση του 1911 ήταν η µόνη όπου ο εκσυγχρονισµός των θεσµών δεν χρησιµοποιήθηκε απλώς ως πρόσχηµα για την εκτόνωση µιας µείζονος πολιτικής κρίσης, αλλά κατάφερε να την απορροφήσει: µε την επιτυχή ολοκλήρωσή της, στις 2 Ιουνίου 1911, έκλεισε η εκτροπή που είχε ανοίξει µε το κίνηµα στο Γουδί, στις 15 Αυγούστου 1909.
Ταυτόχρονα άρχιζε µια ανορθωτική τετραετία, η δηµιουργικότερη, ίσως, στη νεώτερή µας ιστορία: κατά τη διάρκειά της, η χώρα µας διπλασιάσθηκε σε έκταση και πληθυσµό, ενώ ταυτόχρονα εφοδιάσθηκε µε τους θεσµούς εκείνους που έµελλαν να διασφαλίσουν το οριστικό πέρασµά της από την υπανάπτυξη στη νεοτερικότητα. Μετά τον πόλεµο του 1897, δεν ήταν η πρώτη φορά που τα δεινά της χώρας αποδίδονταν στο Σύνταγµα.
Παρά, ή ίσως και εξ αιτίας, του φιλελεύθερου και του δηµοκρατικού του χαρακτήρα, το Σύνταγµα του 1864 θεωρούνταν από πολλούς ως υπαίτιο για την ήττα, τον κοµµατισµό, τις πελατειακές σχέσεις και τις άλλες κακοδαιµονίες του πρώτου Ελληνικού κοινοβουλευτισµού, ο οποίος, µετά την καθιέρωση της «αρχής της δεδηλωµένης», το 1875, επιχειρούσε κάτι που δεν ήταν διόλου αυτονόητο ούτε στις προηγµένες Ευρωπαϊκές Μητροπόλεις του τέλους του 19ου αιώνα: να συγκεράσει την καθολική ψήφο µε την κυβερνητική σταθερότητα.
Συγκερασµός, τον οποίο, ασφαλώς, δεν ευνοούσε ο παραδοσιακός κατακερµατισµός των πολιτικών δυνάµεων τη χώρας γύρω από πρόσωπα και όχι από αρχές. Έτσι δεν είναι τυχαίο, ότι από το 1883 ο Ν. Ι. Σαρίπολος συµβούλευε τον βασιλιά να συγκαλέσει συντακτική Εθνοσυνέλευση για την αναθεώρηση του συντάγµατος, κατά παρέκκλιση του άρθρου 107, το οποίο καθιέρωνε µιαν ιδιαίτερα περίπλοκη και χρονοβόρα διαδικασία από τρεις συνεχόµενες Βουλές. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, όπως έγραφε στον Γεώργιο Α΄ ο γενάρχης των Eλλήνων συνταγµατολόγων, «ουδεµίαν κατ’ εµέ έχει ισχύν (το άρθρο αυτό), άτε αντικείµενον εις την κυριαρχίαν του έθνους και εις τον ορθόν λόγον».
Τη δυσφορία αυτή προς το σύνταγµα εκµεταλλεύθηκε και ο Ελ. Βενιζέλος, µετά την άφιξή του στην Αθήνα, τον ∆εκέµβριο του 1909. Έχοντας προσκληθεί από τον Στρατιωτικό Σύνδεσµο, αντιλαµβανόταν ότι η µεταρρυθµιστική δυναµική που είχε προκαλέσει το στρατιωτικό κίνηµα είχε αρχίσει να εξαντλείται. Και, όπως σηµειώνει και ο Αλ. Σβώλος, χρησιµοποίησε την αναθεώρηση «µάλλον ως ευφυή διέξοδ δια την εγκοίτωσιν της ακαθορίστου µεταρρυθµιστικής κινήσεως, παρά διότι απετέλει το κύριον φάρµακον της καταστάσεως».
Ο Ελ. Βενιζέλος πρότεινε τη σύγκληση αναθεωρητικής Βουλής, κάτι που τελικά αποδέχθηκαν οι βασικοί πρωταγωνιστές της εποχής, δηλαδή ο Στρατιωτικός Σύνδεσµος, ο βασιλιάς και τα παλαιά πολιτικά κόµµατα. Σε συµφωνία που κατέληξαν στις 16 Ιανουαρίου 1910, οι τρεις αυτοί παράγοντες αποφάσισαν την αναθέωρηση του Συντάγµατος, χωρίς να τηρηθεί η διαδικασία του άρθρου 107, και την αντικατάσταση της κυβέρνησης Κυρ. Μαυροµιχάλη από νέα, η οποία, µε επικεφαλής τον Mακεδόνα Στέφανο ∆ραγούµη, θα είχε ως κύρια αποστολή να εισηγηθεί στη Βουλή σχέδιο αναθεωρητέων διατάξεων.
Η κυβέρνηση ∆ραγούµη διένειµε, πράγµατι, στους βουλευτές ένα πρώτο σχέδιο τροποποιήσεων «µη θεµελιωδών» διατάξεων του Συντάγµατος του 1864, το οποίο είχε συντάξει ο Ν. Ι. Σαρίπολος, καθηγητής του συνταγµατικού δικαίου και γραµµατέας τότε του υπουργείου ∆ικαιοσύνης. Το πρώτο αυτό σχέδιο επεξεργάσθηκαν τότε τα πολιτικά κόµµατα τα οποία, αφού πρόσθεσαν και άλλες αναθεωρητέες διατάξεις, το υπέβαλαν στη Βουλή, η οποία το ενέκρινε µε ψήφους 150 υπέρ και 11 κατά, στη συνεδρίαση της 18ης Φεβρουαρίου 1910.
Σε διάγγελµά του προς τους βουλευτές, ο Γεώργιος Α΄ χαρακτήριζε την αναθεώρηση ως «µόνην διέξοδον» στην κρίση που είχε ξεσπάσει, και τους ευχαριστούσε «επί τε τω ευγενεί ζήλω και επί τη προς την Πατρίδα και την ∆υναστείαν αφοσιώσει» τους. Ο βασιλιάς διέλυσε τη Βουλή την 1η Ιουλίου και προκήρυξε εκλογές για τις 8 Αυγούστου 1910. Σύµφωνα µε το άρθρο 107, παρ. 3 του Συντάγµατος του 1864, αναδείχθηκαν τότε 362 συνολικά πληρεξούσιοι, δηλαδή διπλάσιος αριθµός από τον αριθµό των βουλευτών της προηγούµενης (δηλαδή της «κανονικής») Βουλής, η οποία είχε εκλεγεί το 1906.
Κατά τους υπολογισµούς του Κ. Σβολόπουλου, τα παλαιά κόµµατα υπολογίζεται ότι συγκέντρωσαν το 65% περίπου των ψήφων και εξέλεξαν 200 πληρεξούσιους, µε πρώτο το κόµµα του Γ. Θεοτόκη (94 πληρεξούσιοι). Οι υπόλοιποι 162 πληρεξούσιοι είχαν εκλεγεί ως «ανεξάρτητοι», επικαλούµενοι το πνεύµα του κινήµατος στο Γουδί. Ανάµεσά τους και ο ίδιος ο Ελ. Βενιζέλος, ο οποίος, αν και δεν είχε πάρει µέρος στην προεκλογική εκστρατεία, εκλέχθηκε πρώτος βουλευτής Αττικοβοιωτίας µε 32.765 ψήφους επί συνόλου 38.800. Η Α΄ ∆ιπλή Αναθεωρητική Βουλή συνήλθε την 1η Σεπτεµβρίου 1910.
Ήταν φανερό ευθύς εξ αρχής, ότι δεν διέθετε την απαραίτητη συνοχή για να προχωρήσει σε µεταρρυθµίσεις. Από τις πρώτες συνεδριάσεις οι πληρεξούσιοι χωρίστηκαν σε «συντηρητικούς» και «ριζοσπάστες», µε επίκεντρο της διαµάχης τους τον χαρακτήρα της Βουλής εκείνης: επιθυµώντας αλλαγές µικρής κλίµακας, οι µεν την ήθελαν «Αναθεωρητική», ώστε να µην θιγεί το στέµµα και οι προνοµίες του. Όσο για τους δε, επιθυµούσαν βαθύτερες µεταρρυθµίσεις και γι’ αυτό τάσσονταν υπέρ της «Συντακτικής». Το ζήτηµα τελικά έταµε ο Ελ. Βενιζέλος ο οποίος, αµέσως µετά την επιστροφή του στην Αθήνα, πήρε θέση υπέρ της «Αναθεωρητικής», στον περίφηµο λόγο του της πλατείας Συντάγµατος (5 Σεπτεµβρίου 1910).
Ιδού πώς µεταφέρει τον γνωστό διάλογό του µε το συγκεντρωµένο πλήθος ο ιστορικός του εθνικού διχασµού, Γ. Βεντήρης: «Βενιζέλος: Οι εκλογείς εκλήθησαν προς συγκρότησιν ∆ιπλής Αναθεωρητικής Βουλής… Λαός: Συντακτική θέλουµε, Συντακτική… Βενιζέλος: Επαναλαµβάνω: ∆ιπλής Αναθεωρητικής Βουλής! Λαός: Συντακτική… Βενιζέλος: Είπα! Αναθεωρητικής. Λαός: … (σιγή). Από της ώρας εκείνης η Ελλάς είχε κυβερνήτην. ∆εν τον ανεκήρυξεν η φωνή, αλλ’ η σιωπή του λαού». Αναθεωρητική, λοιπόν, µε διάθεση όµως να προχωρήσει σε µεταρρυθµίσεις, κάτι που δεν ήταν προφανές ότι η Βουλή της 8ης Αυγούστου µπορούσε -ούτε και ήθελε- να κάνει.
Έτσι, στις 29 Σεπτεµβρίου 1910 η κυβέρνηση ∆ραγούµη παραιτήθηκε και ο Γεώργιος διόρισε πρωθυπουργό τον Ελ. Βενιζέλο. Με εισήγηση του τελευταίου -την οποία προηγουµένως είχε εγκρίνει η πλειοψηφία των πληρεξουσίων- ο βασιλιάς διέλυσε την Α΄ Αναθεωρητική Βουλή στις 12 Οκτωβρίου 1910. Ταυτόχρονα προκήρυξε εκλογές, για την ανάδειξη νέας ∆ιπλής Αναθεωρητικής Βουλής, στις 28 Νοεµβρίου 1910. Στις εκλογές αυτές δεν πήραν µέρος τα παλαιά πολιτικά κόµµατα, διαµαρτυρόµενα για την -αντισυνταγµατική, όπως τη θεωρούσαν- διάλυση της Αναθεωρητικής Βουλής. Περίµεναν προφανώς µια καταλληλότερη ευκαιρία για να αναµετρηθούν µε τον Βενιζέλο.
Του άφηναν όµως έτσι το πεδίο ελεύθερο να επικρατήσει, πράγµα που ο κρητικός πολιτικός έσπευσε, βεβαίως, να εκµεταλλευθεί: 307 από τους 362 πληρεξουσίους της Β΄ ∆ιπλής Aναθεωρητικής Βουλής ήταν οπαδοί του -από τον Αύγουστο του 1910 είχαν συγκροτήσει υπό την ηγεσία του το «Κόµµα των Φιλελευθέρων»- ενώ το σύνθηµα της αποχής που είχαν ρίξει τα παλαιά πολιτικά κόµµατα δεν βρήκε την απήχηση που οι εµπνευστές του ανέµεναν, αφού το ποσοστό αυτών που δεν προσήλθαν στις κάλπες στις 28 Νοεµβρίου ξεπερνούσε µόνο κατά 8% το αντίστοιχο των εκλογών της 8ης Αυγούστου.
Εκτός από τους Βενιζελικούς, οργανωµένες οµάδες συγκρότησαν στη νέα Βουλή οι «Αγροτικοί» και η πρωτοποριακή οµάδα των «Κοινωνιολόγων», µε επικεφαλής τον Αλ. Παπαναστασίου. Όσο για την τάση προς ανανέωση του πολιτικού προσωπικού της χώρας, που είχε εκδηλωθεί στις εκλογές της 8ης Αυγούστου, επιβεβαιωνόταν. Ο Κ. Σβολόπουλος υπολογίζει σε 87% του συνόλου τον αριθµό των πληρεξουσίων που δεν είχαν εκλεγεί ποτέ πριν από το 1910. Ανάλογη έκταση είχε το φαινόµενο και σε επίπεδο υπουργικών χαρτοφυλακίων, αφού κανένα από τα µέλη των κυβερνήσεων Βενιζέλου της διετίας 1910 - 1912 δεν είχε διατελέσει υπουργός πριν από την ανάδειξη της Α΄ Αναθεωρητικής.
Επρόκειτο για την σηµαντικότερη έως τότε ανανέωση του πολιτικού προσωπικού της χώρας στην κοινοβουλευτική µας ιστορία -ανάλογης έκτασης ήταν αυτή των εκλογών του 1981- η οποία ανήγγελλε το πέρασµα σε µια καινούργια εποχή. Η Β΄ ∆ιπλή Αναθεωρητική Βουλή συνήλθε στις 8 Ιανουαρίου 1911 και προχώρησε µε ταχείς ρυθµούς στο αναθεωρητικό έργο. Στις 26 Ιανουαρίου, η κυβέρνηση Βενιζέλου τής υπέβαλε σχέδιο αναθεωρητέων διατάξεων, το οποίο υπέγραφαν έξι βουλευτές - υπουργοί και έµεινε γι’ αυτό γνωστό ως «προσχέδιον των έξ βουλευτών».
Το κείµενο αυτό παραπέµφθηκε για περαιτέρω επεξεργασία σε ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή από τριάντα τακτικά και έξι αναπληρωµατικά µέλη, η οποία, υπό την προεδρία του Στεφ. ∆ραγούµη και µε εισηγητή έναν διαπρεπή νοµικό, τον Κων. Ρακτιβάν, υπέβαλε τις προτάσεις της κατά οµάδες αναθεωρητέων άρθρων. Με πρωτοβουλία του πρωθυπουργού, το αναθεωρητικό έργο επιταχύνθηκε και η συζήτηση στην ολοµέλεια του σώµατος άρχισε στις 14 Φεβρουαρίου για να ολοκληρωθεί σε 42 συνεδριάσεις. Σχεδόν σε όλες -και συγκεκριµένα σε 41 από αυτές- ο Ελ. Βενιζέλος παρέστη αυτοπροσώπως, σφραγίζοντας µε τις αγορεύσεις του τις κρισιµότερες συζητήσεις.
Ήταν η πρώτη και -όπως έκτοτε αποδείχθηκε- η τελευταία φορά στην συνταγµατική µας ιστορία που εν ενεργεία πρωθυπουργός πρωταγωνιστούσε στο αναθεωρητικό έργο. Την 1η Ιουνίου 1911 έγινε η τελική ψηφοφορία και το νέο σύνταγµα δηµοσιεύθηκε στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως την επµένη· ίσχυσε ευθύς αµέσως. Στο πνεύµα του Στρατιωτικού Συνδέσµου και των πρωταγωνιστών του κινή µατος στο Γουδί, πρωταρχικός στόχος της αναθεώρησης του 1911 ήταν να εκριζωθεί η διαφθορά και να εξυγιανθεί η πολιτική ζωή του τόπου.
Προς τούτο υιοθετήθηκε ένα πλέγµα σηµαντικών ρυθµίσεων, οι οποίες έµελλε έκτοτε ν’ αποτελέσουν το σταθερό πλαίσιο της κοινοβουλευτικής ζωής και της πολιτικής αντιπαράθεσης του τόπου. Σπουδαιότερες από αυτές ήταν:
• Η αναβάθµιση της Βουλής, µε την καθιέρωση καινούργιων κοινοβουλευτικών ασυµβιβάστων και µε την ανάθεση -για πρώτη φορά- του ελέγχου του κύρους των εκλογών σε ειδικό δικαστήριο, το «εκλογοδικείο», όπως καθιερώθηκε έκτοτε να ονοµάζεται. Συγκροτούµενο µε κλήρωση «µεταξύ πάντων των µελών του Αρείου Πάγου και των Εφετείων του Κράτους», στο τελευταίο αναθέτονταν η εκδίκαση των ενστάσεων που υποβάλλονταν όχι µόνον για «παραβάσεις περί την ενέργειαν των εκλογών» αλλά και για «έλλειψιν προσόντων» (άρθρο 73, σ. 1911).
Η πρόοδος ήταν µεγάλη αφού, έως τότε, η ίδια η Βουλή ήταν αυτή που αποφάσιζε «περί των αναφυοµένων αµφισβητήσεων» στις εκλογές, µε αποτέλεσµα η εκάστοτε πλειοψηφία να ευνοεί, όπως ήταν φυσικό, τους «ηµετέρους». Όσο για τα νέα κοινοβουλευτικά ασυµβίβαστα, το σπουδαιότερο από αυτά απαιτούσε πλέον και από τους αξιωµατικούς να παραιτούνται προτού ανακηρυχθούν υποψήφιοι (άρθρο 71). Χωρίς να επιλύει το πρόβληµα, η ρύθµιση αυτή περιόρισε κάπως τον κοµµατισµό στις ένοπλες δυνάµεις.
• Η καθιέρωση της µονιµότητας των δηµόσιων υπαλλήλων («εφ’ όσον υφίστανται αι σχετικαί υπηρεσίαι») και η εισαγωγή εγγυήσεων για την δηµοσιοϋπαλληλική σταδιοδροµία, µε την ανάθεση σε υπηρεσιακά συµβούλια της διατύπωσης δεσµευτικής γνώµης, τόσο για τις τοποθετήσεις και τις µεταθέσεις των δηµόσιων υπαλλήλων όσο και για την παύση τους, σε περίπτωση πειθαρχικού παραπτώµατος (άρθρο 102 σ. 1911). Αποκλειστική αρµοδιότητα έως τότε του κοινού νοµοθέτη, «τα προσόντα εν γένει των υπαλλήλων» είχαν αποτελέσει αντικείµενο σφοδρής αντιπαράθεσης καθώς, µε εξαίρεση το «Νεωτεριστικόν» κόµµα του Χαρ. Τρικούπη.
Όλα τα άλλα έσπευδαν, µετά την άνοδό τους στην κυβέρνηση, να τα µεταβάλλουν κατά το δοκούν, για να τα «προσαρµόζουν» στις ανάγκες τους. Τις εγγυήσεις αυτές συµπλήρωνε η (επαν)ίδρυση του Συµβουλίου της Επικρατείας ως ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου, αρµόδιου µεταξύ άλλων για την εκδίκαση των υπαλληλικών προσφυγών. Ωστόσο, εξαιτίας των πολέµων και του εθνικού διχασµού, η συγκρότηση και λειτουργία του σηµαντικού αυτού θεσµού δεν έµελλε να γίνει πριν από το 1929.
• Η ενίσχυση των εγγυήσεων της δικαστικής ανεξαρτησίας, µε την καθιέρωση της µονιµότητας των εισαγγελέων, των αντεισαγγελέων και των κατώτερων δικαστικών λειτουργών, και µε την ίδρυση του Ανώτατου ∆ικαστικού Συµβουλίου (άρθρα 88 και 90 σ. 1911). Στο τελευταίο, που το αποτελούσαν Aρεοπαγίτες, αναθέτονταν η τοποθέτηση, µετάθεση και προαγωγή των λειτουργών της δικαιοσύνης, κάτι που προήγαγε ουσιωδώς τη δεύτερη (πέραν της λειτουργικής) και εξίσου σηµαντική πτυχή της δικαστικής ανεξαρτησίας, δηλαδή τις εγγυήσεις της δικαστικής σταδιοδροµίας (προσωπική ανεξαρτησία).
Αν στις µεταρρυθµίσεις αυτές προσθέσει κανείς την ίδρυση του ∆ικαστηρίου Συγκρούσεως Καθηκόντων (άρθρο 101 σ. 1911) και του ∆ικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας (άρθρο 103), αντιλαµβάνεται ότι, µε την αναθεώρηση του 1911, η δικαστική εξουσία αποκτούσε στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο τη θεσµική θωράκιση, που υπό οµαλές συνθήκες θα µπορούσε να της εξασφαλίσει µιαν επίζηλη ανεξαρτησία.
Από τις άλλες καινοτοµίες της αναθεώρησης θα πρέπει να αναφερθεί η µείωση του ορίου εκλογιµότητας από τα 30 στα 25 χρόνια (άρθρο 70), η απλούστευση της τακτικής νοµοθετικής διαδικασίας, µε περιορισµό της δυνατότητας κωλυσιεργίας από την εκάστοτε αντιπολίτευση (άρθρα 56 και 57), η απλούστευση της αναθεωρητικής διαδικασίας (άρθρο 108), η επαναφορά του θεσµού της κατάστασης πολιορκίας, που µπορούσε πλέον να επιβληθεί µόνο σε περίπτωση πολέµου ή για την αντιµετώπιση εξωτερικών κινδύνων (άρθρο 91).
Καθώς και µια σειρά βελτιώσεων στις εγγυήσεις των ατοµικών δικαιωµάτων όπως, µεταξύ άλλων, της φορολογικής ισότητας (άρθρο 3), της προσωπικής ασφάλειας (άρθρο 5), του δικαιώµατος του συνεταιρίζεσθαι (άρθρο 11) και του ασύλου της κατοικίας (άρθρο 12 σ. 1911). Από τις τελευταίες, αξίζει να σταθεί κανείς στις ακόλουθες, που φέρουν όλες την έντονη προσωπική σφραγίδα του Ελ. Βενιζέλου.
• Στη µεταρρύθµιση, εν πρώτοις, του θεσµού της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης (άρθρο 17 σ. 1911). Και τούτο, αφ’ ενός µεν µε την εισαγωγή του όρου «ωφέλεια» («διά δηµοσίαν ωφέλειαν») αντί του όρου «ανάγκη» («διά δηµοσίαν ανάγκην») στο ταυτάριθµο άρθρο του Συντάγµατος του 1864· και -αφ’ ετέρου- µε την ρητή πρόβλεψη ότι η αποζηµίωση του ιδιοκτήτη -πάντοτε «προηγουµένη», όχι όµως ακόµη και «πλήρης»- θα καθοριζόταν σε κάθε περίπτωση από τα δικαστήρια.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Βενιζέλος πετύχαινε έναν διπλό στόχο: από τη µια διεύρυνε σηµαντικά τις περιπτώσεις για τις οποίες το κράτος µπορούσε να απαλλοτριώνει ιδιωτικές περιουσίες για να ασκήσει κοινωνική πολιτική (αποκατάσταση ακτηµόνων και όχι µόνο), ενώ από την άλλη µεριµνούσε για την εύλογη ικανοποίηση των παλαιών ιδιοκτητών, χάρη στην υποχρεωτική εµπλοκή της ανεξάρτητης δικαιοσύνης. Με τα σηµερινά κριτήρια, µπορεί η διπλή αυτή στόχευση να φαίνεται αυτονόητη, την εποχή, ωστόσο, εκείνη -έναν ακριβώς χρόνο µετά τα αιµατηρά γεγονότα του Κιλελέρ- κάθε άλλο παρά δεδοµένη ήταν.
• Στην πανηγυρική αναγνώριση ως υποχρέωσης «πάντων των Ελλήνων» της συµβολής στην άµυνα της πατρίδας, µε την υιοθέτηση ειδικής διάταξης (του άρθρου 106 σ. 1911) βάσει της οποίας καταργήθηκε λίγο αργότερα, το 1914, ο άδικος θεσµός της «κλήρωσης» και καθιερώθηκε η καθολική στρατιωτική θητεία, όχι µόνον εν πολέµω αλλά και εν ειρήνη.
• Στην καθιέρωση, τρίτον, της υποχρεωτικής και δωρεάν στοιχειώδους εκπαίδευσης και την αρτιότερη αναγνώριση του δικαιώµατος -Ελλήνων και ξένων εξίσου!- να ιδρύουν ιδιωτικά εκπαιδευτήρια (άρθρο 16 σ. 1911). Έτσι, το κοινωνικό δικαίωµα στην εκπαίδευση αποκτούσε σαφέστερο έρεισµα. Κατά τη συζήτηση του σχετικού άρθρου στη Βουλή, ο πραγµατισµός του Βενιζέλου φάνηκε στο εξής ενδιαφέρον περιστατικό:
Όταν βουλευτής τον παρότρυνε να δεχθεί την «δωρεάν παιδεία» γενικά, ο Ελ. Βενιζέλος αντέτεινε ότι τα «τέλη» που επέβαλλε στους φοιτητές η ισχύουσα τότε πανεπιστηµιακή νοµοθεσία δεν µπορούσαν να καταργηθούν, γιατί το κράτος δεν διέθετε τους αναγκαίους πόρους. ∆ωρεάν µπορούσε να παρέχεται µόνο η στοιχειώδης και η µέση εκπαίδευση. Και εξ αυτών, µε συνταγµατική κατοχύρωση µόνο η στοιχειώδης. Όµως ο πραγµατισµός του Βενιζέλου φάνηκε κυρίως στον τρόπο µε τον οποίο χειρίσθηκε µιαν άλλη µείζονα πρόκληση της εποχής, το γλωσσικό ζήτηµα.
Λίγα χρόνια µετά τα «Ευαγγελακά» και τα «Ορεστειακά», οι γλωσσαµύντορες είχαν ανασυνταχθεί και ζητούσαν τη συνταγµατική κατοχύρωση της καθαρεύουσας. Με έναν αξιοθαύµαστο ελιγµό, ο Βενιζέλος επιχείρησε να ικανοποιήσει όλες τις πλευρές, προτείνοντας την ακόλουθη διάταξη, που έµελλε να αποτελέσει το άρθρο 107 του Συντάγµατος: «Επίσηµος γλώσσα του Κράτους είναι εκείνη, εις την οποίαν συντάσσονται το πολίτευµα και της Ελληνικής νοµοθεσίας τα κείµενα· πάσα προς παραφθοράν ταύτης επέµβασις απαγορεύεται».
Σύµφωνα µε τον εµπνευστή της, αν στο µέλλον ο νοµοθέτης (κοινός ή και συντακτικός;) αποφάσιζε να χρησιµοποιήσει τη δηµοτική, η τελευταία θα καθιερωνόταν, περίπου αυτόµατα, ως επίσηµη γλώσσα του κράτους. Μόνο για τη µεταγλώττιση των Aγίων Γραφών χρειαζόταν σχετική άδεια, και µάλιστα όχι από την Εκκλησία της Ελλάδος αλλά από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως (νέα παράγραφος 2 του άρθρου 2 σ. 1911). Η σχετική αντιπαράθεση στην Αναθεωρητική Βουλή ήταν οξεία και παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ακόµη και σήµερα: σε βουλευτή που ζητούσε να υιοθετηθεί συνταγµατική διάταξη που να ορίζει ότι
«Η εν τω δηµοτικώ σχολείω επιτυγχανοµένη γλωσσική µόρφωσις δέον να καθιστά τους παίδας ικανούς να εννοώσι τας µη υπερβαινούσας την αντίληψιν αυτών περικοπάς του Ιερού Ευαγγελίου εκ του πρωτοτύπου», ο Ελ. Βενιζέλος απαντούσε: «Είναι αδύνατον ήδη να αποκλείσωµεν από τα διδακτικά βιβλία ποίηµα ή και κάθε άλλο γραπτόν µνηµείον, το οποίον δεν είναι γεγραµµένον εις την επίσηµον γλώσσαν, διότι η δηµοτική ηµών ποίησις είναι εκ των εθνικών κειµηλίων, το οποίον, εάν ηθέλωµεν να αποκλείσωµεν από τον κύκλον των βιβλίων των αναγνωστικών, θα εφονεύωµεν ηθικώς το έθνος (χειροκροτήµατα και ''εύγε'')».
Την ίδια τύχη είχαν παρόµοιες τροπολογίες βουλευτών που ζητούσαν, µεταξύ άλλων, οι ξένες γλώσσες να διδάσκονται κατά τρόπο που να µην θίγει «τον χαρακτήρα και τα ήθη του Έλληνος», να απαγορευθεί συνταγµατικά η εισαγωγή στα σχολεία «βιβλίων γεγραµµένων εις γλωσσικόν τύπον διάφορον του επισήµου», και το ίδιο το Σύνταγµα να προβλέπει ότι «απολύεται άπας λειτουργός εκπαιδεύσεως οπωσδήποτε, αν επιδεικνύει τάσεις προς παραφθοράν» της επίσηµης γλώσσας.
Με εξαίρεση τη συνταγµατική κατοχύρωση της καθαρεύουσας, οι µεταβολές που επέφερε η αναθεώρηση του 1911 στο Σύνταγµα του 1864 χαρακτηρίζονται όλες από το έντονο φιλελεύθερο και δηµοκρατικό πνεύµα τους. Θα µπορούσε, βεβαίως, να προσάψει κανείς στη Β΄ Αναθεωρητική Βουλή θεσµική ατολµία. Πιστεύεται ότι ο ψόγος αυτός δεν θα ευσταθούσε, γιατί θα υποτιµούσε δύο παράγοντες: Πρώτον, ότι ένα σύνταγµα, πέρα από άθροισµα επιµέρους διατάξεων, εκφράζει µια συνολική πολιτειακή θέση. Και η θέση που εξέφραζε το αναθεωρηµένο Σύνταγµα ήταν η «αποδοχή του κράτους δικαίου» και των συγκεκριµένων, των «πρακτικών» συνεπειών του.
Κάτι διόλου αυτονόητο για µια βαλκανική χώρα εκείνη την εποχή. Χωρίς να συνιστά ποιοτικό άλµα ως προς το Σύνταγµα του 1864, η αναθεώρηση του 1911 ολοκλήρωνε τις φιλελεύθερες και δηµοκρατικές τάσεις που εκείνο εξέφραζε, συµβάλλοντας αποφασιστικά στην εµπέδωση του κοινοβουλευτισµού. Ο ως άνω ψόγος, από την άλλη, θα παρέβλεπε ότι ο συσχετισµός των πολιτικών δυνάµεων, έτσι όπως είχε διαµορφωθεί µετά το Γουδί και την θριαµβευτική είσοδο του Ελ. Βενιζέλου στο πολιτικό προσκήνιο, δεν ευνοούσε τις µεγάλες ρήξεις.
Το κίνηµα διαµαρτυρίας, στο Γουδί απέβλεπε περισσότερο στο να διορθώσει τα κακώς κείµενα, παρά στο να προτείνει ένα ριζικά διαφορετικό πολιτειακό όραµα. Όσο για τον Βενιζελισµό, εξέφραζε ασφαλώς την άνοδο του αστικού στοιχείου, δεν διέθετε όµως ούτε την ισχύ ούτε τις ριζοσπαστικές εκείνες παραδόσεις που θα του επέτρεπαν να αναµετρηθεί µετωπικά και να παραµερίσει από το πολιτικό προσκήνιο τις δυνάµεις του παλαιοκοµµατισµού και της «ολιγαρχίας» -όπως χαρακτηριστικά τις αποκαλούσαν οι οπαδοί του- οι οποίες εκπροσωπούσαν το παρελθόν και τις αγκυλώσεις του.
Αυτό έγινε φανερό µετά την οριστική απόφαση του Ελ. Βενιζέλου να µην προχωρήσει σε ανοιχτή αντιπαράθεση µε το στέµµα. Ωστόσο, οι µεταρρυθµίσεις που προωθήθηκαν δεν ήταν αµελητέες: έχοντας ως κοινό παρονοµαστή την ασφάλεια δικαίου, την ασφάλεια των συναλλαγών και -εν τέλει- την επιβολή του νόµου, αποτέλεσαν, σύµφωνα µε ένα άλλο ωραίο σχόλιο του Αλ. Σβώλου, «ευεργετικόν πλαίσιον διά την ανάπτυξιν της νέας νοµοθεσίας» και, θα προσέθετα, για τον θεσµικό εκσυγχρονισµό της χώρας.
Έτσι, προτού διαλυθεί, στις 20 ∆εκεµβρίου 1911, η Β΄ Αναθεωρητική Βουλή ψήφισε µια σειρά σηµαντικών νόµων, οι οποίοι -µαζί µε το νοµοθετικό έργο της Βουλής της 12ης Μαρτίου 1912- επέτρεψαν στη χώρα να περάσει µε σταθερά βήµατα από την υπανάπτυξη στη νέα εποχή. Η µετάβαση αυτή στη νεοτερικότητα θα ολοκληρωνόταν, δίχως άλλο, ακόµη πιο γρήγορα και πιο ανώδυνα, αν η περιπέτεια του Εθνικού ∆ιχασµού δεν ανέκοπτε από το 1915 την ανοδική πορεία της χώρας.
H EΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ 1911 ΚΑΙ Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ KΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟ∆ΟΥ 1915 - 1923
Παρά τη νοµοτεχνική του αρτιότητα και το σύγχρονο πνεύµα του, το σύνταγµα του 1911 δεν έµελλε να µακροηµερεύσει, καθ’ όσον µόλις 4 χρόνια µετά την ψήφισή του ενεπλάκη στη δίνη του εθνικού διχασµού. Οι συνταγµατικές επιπτώσεις της δυσµενούς αυτής συγκυρίας δεν περιορίσθηκαν στους πολιτικούς και πολιτειακούς κλυδωνισµούς του αντίστοιχου χρονικού διαστήµατος, αλλ’ επεκτάθηκαν κατά πολύ πέραν αυτού, επειδή προκάλεσαν την παραβίαση και, εν τέλει, την κατάρρευση θεµελιωδών κατακτήσεων στο πεδίο του δηµοκρατικού και φιλελεύθερου χαρακτήρα του πολιτεύµατος, οι οποίες το 1911 έµοιαζαν οριστικές.
Μετά τη δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου Α΄ (5 Μαρτίου 1913) και την ενθρόνιση του Κωνσταντίνου Α΄, την οµαλή λειτουργία του πολιτεύµατος υπονόµευσε η διαφωνία µεταξύ στέµµατος και κυβέρνησης σχετικά µε τα όρια των βασιλικών αρµοδιοτήτων. Σταδιακά συµπήχθηκαν δύο µέτωπα σε πλήρη αντιπαράθεση, αφού περί το κυβερνών Κόµµα των Φιλελευθέρων και τον Ελευθέριο Βενιζέλο συσπειρώθηκαν οι αστικές πολιτικές δυνάµεις που είχαν ανέλθει στην εξουσία µετά το 1909, ενώ περί τον θρόνο οι δυνάµεις που είχαν, αντίστοιχα, τεθεί στο περιθώριο.
Κρισιµότερο αντικείµενο ουσιαστικής διαφωνίας υπήρξε το ζήτηµα της εισόδου της χώρας στον Α΄ Παγκόσµιο Πόλεµο, την οποίαν επιθυµούσε η κυβέρνηση αλλά παρεµπόδιζε ο βασιλιάς. Λόγω της διαφωνίας αυτής, η κυβέρνηση Βενιζέλου παραιτήθηκε (21 Φεβρουαρίου 1915), ο Κωνσταντίνος διέλυσε τη Βουλή και προκήρυξε εκλογές (31 Μαΐου 1915) τις οποίες κέρδισε πάλι το Κόµµα των Φιλελευθέρων και ο Κωνσταντίνος διέλυσε και τη νέα Βουλή (5 Οκτωβρίου 1915).
Τις εκλογές της 6ης ∆εκεµβρίου 1915, από τις οποίες το Κόµµα των Φιλελευθέρων απέσχε διαµαρτυρόµενο για τις αλλεπάλληλες βασιλικές παρεµβάσεις, κέρδισε το Κόµµα των Εθνικοφρόνων υπό τον ∆ηµήτριο Γούναρη. Στο συνταγµατικό πεδίο, πίσω από το τεχνικό ζήτηµα της βασιλικής αρµοδιότητας για διάλυση της Βουλής υπεκρύπτετο διαφωνία για την έκταση εφαρµογής αυτής καθ’ εαυτήν της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, καθ’ όσον ο βασιλιάς θεωρούσε ότι τα «εθνικά» θέµατα ανήκαν στη δική του αποκλειστική αρµοδιότητα.
Ο Εθνικός Διχασµός κορυφώθηκε µε το κίνηµα της «Εθνικής Άµυνας» στις 17 Αυγούστου 1916, το οποίο εγκαθίδρυσε επαναστατική προσωρινή κυβέρνηση µε έδρα τη Θεσσαλονίκη και µέλη τούς Ελευθέριο Βενιζέλο, Παύλο Κουντουριώτη και Παναγιώτη ∆αγκλή. Ενώ η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης κήρυξε την είσοδο της χώρας στον πόλεµο, οι βασιλικές κυβερνήσεις των Αθηνών προέβησαν σε πρωτοφανείς πολιτικές διώξεις.
Ακολούθησε επέµβαση της Αγγλίας και της Γαλλίας, αναχώρηση του Κωνσταντίνου και του διαδόχου Γεωργίου (30 Μαΐου 1917), ενθρόνιση του Αλεξάνδρου (δεύτερου γιου του Κωνσταντίνου) και ανάληψη της κυβέρνησης στην Αθήνα από τον Βενιζέλο (13 Ιουνίου 1917). Η Βουλή που είχε διαλυθεί στις 31 Μαΐου 1915 συγκλήθηκε εκ νέου στις 29 Ιουνίου 1917 («Βουλή των Λαζάρων») µε το επιχείρηµα ότι η διάλυσή της ήταν αντισυνταγµατική, ενώ ακολούθησαν εκκαθαρίσεις δικαστών και δηµοσίων υπαλλήλων, διώξεις και εκτοπίσεις σε αντίποινα όσων είχαν προηγηθεί κατά τη διετία 1915 - 1917.
Με στόχο την αποσαφήνιση και τον περιορισµό των βασιλικών αρµοδιοτήτων κινήθηκε η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγµατος του 1911, η οποία, ωστόσο, διακόπηκε µε τη διάλυση της Βουλής στις 10 Σεπτεµβρίου 1920. Τις εκλογές της 1ης Νοεµβρίου 1920 για την εκλογή της «Γ΄ εν Αθήναις Εθνικής Συνελεύσεως», οι οποίες διεξήχθησαν αµέσως µετά τον αιφνίδιο θάνατο του βασιλιά Αλεξάνδρου (12 Οκτωβρίου 1920) και ενώ εξελίσσονταν πολεµικές επιχειρήσεις στο Mικρασιατικό µέτωπο, έχασε το Κόµµα των Φιλελευθέρων και κέρδισε η «Ηνωµένη Αντιπολίτευσις».
Με το δηµοψήφισµα της 22ας Νοεµβρίου 1920, που δεν διεκδικεί εχέγγυα γνησιότητας, ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στον θρόνο ενώ ακολούθησαν και πάλι πολιτικές διώξεις και εκκαθαρίσεις, ιδιαίτερα στον στρατό. Αφήνοντας ηµιτελές το συντακτικό της έργο, η Βουλή διαλύθηκε αµέσως µετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, µε το στρατιωτικό κίνηµα υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα (11 Σεπτεµβρίου 1922) το οποίο εξανάγκασε τον βασιλιά Κωνσταντίνο σε παραίτηση υπέρ του Γεωργίου Β΄ (14 Σεπτεµβρίου 1922) και προκήρυξε εκ νέου εκλογές για Συντακτική Συνέλευση (16 ∆εκεµβρίου 1923).
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
α) Ο «Οργανισµός της Πελοποννησιακής Γερουσίας», στον οποίο κατέληξαν µια σειρά πρωτοβουλίες συντάξεως πολιτείας στον επαναστατηµένο Μοριά, µε αφετηρία τη συνέλευση των Καλτεζών (Μάιος 1821), τις συνελεύσεις των Βερβένων (Ιούλιος 1821) και της Ζαράκοβας (Αύγουστος 1821) και τέλος, τη συνέλευση του Άργους (∆εκέµβριος 1821), στην οποία πρωτοστάτησε ο ∆ηµήτριος Υψηλάντης και πήραν µέρος είκοσι τέσσερις αντιπρόσωποι που είχαν αναδειχθεί µε έµµεση εκλογή.
β) Ο «Οργανισµός της Γερουσίας της ∆υτικής Ελλάδος», που ψηφίστηκε µε πρωτοβουλία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου στις 4 Νοεµβρίου του 1821, από συνέλευση τριάντα τριών προκριτών που συνήλθε στο Μεσολόγγι και αντιπροσώπευε τις περιοχές της Αιτωλίας και της Ηπείρου.
γ) Η «Νοµική ∆ιάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος» ή «Οργανισµός του Αρείου Πάγου, Γερουσίας της Ανατολικής Ελλάδος», κείµενα που συντάχθηκαν από τον Θεόδωρο Νέγρη και ψηφίστηκαν στις 15 Νοεµβρίου 1821 στα Σάλωνα (σηµερινή Άµφισσα) της Φωκίδας από εβδοµηκονταµελή συνέλευση που αντιπροσώπευε όλη την ανατολική ηπειρωτική Ελλάδα, από την Αττική µέχρι τη Μακεδονία.
Για να ολοκληρωθεί η επισκόπηση των τοπικών πολιτευµάτων του Αγώνα, θα πρέπει ν’ αναφερθούν και τα συνταγµατικά σχέδια που ψηφίστηκαν από συνελεύσεις του επαναστατηµένου λαού των δύο νήσων, Σάµου και Κρήτης, που διαδραµάτισαν το δικό τους χαρακτηριστικό µέρος στην επανάσταση. Στις 12 Μαΐου 1821, στη χώρα της Σάµου, Πανσαµιακή σύναξη επικύρωσε πρόταση πολιτεύµατος του ηγέτη της τοπικής εξέγερσης, Λογοθέτη Λυκούργου (Γεωργίου Παπλωµατά), µε τον τίτλο «Έκθεσις του τοπικού Συστήµατος της Σάµου». Στους Αρµένους της Κρήτης συνέλευση των «παραστατών» της µεγαλονήσου, που βρισκόταν σε εξέγερση από τον Ιούνιο του 1821, ψήφισε στις 20 Μαΐου 1822 το «Προσωρινόν Πολίτευµα της νήσου Κρήτης».
Η σηµασία της εµφάνισης των τοπικών πολιτευµάτων ως στοιχείων της επαναστατικής πράξης συνίστατο πρώτον, στην πρόθεση που εξεδήλωναν για τη θεµελίωση πολιτειακής ευνοµίας στις εξεγερµένες περιοχές και δεύτερον, στην απόπειρα να εντάξουν στο σύγχρονο πρότυπο πολιτειακής και διοικητικής οργάνωσης που εισήγαγαν, κάποια από τα συστατικά της παραδοσιακής πραγµατικότητας της Ελληνικής κοινωνίας. Όπως π.χ. η εκπροσώπηση των κοινοτήτων, η ενσωµάτωση των ενόπλων στοιχείων στη νέα διοικητική δοµή, για να τεθούν υπό τον έλεγχο της έννοµης τάξης, και η υιοθέτηση ως ισχύοντος δικαίου εκείνου των «Αειµνήστων Χριστιανών Αυτοκρατόρων».
Βέβαια, όπως είναι γνωστό, τα τοπικά πολιτεύµατα του Αγώνα δεν πρόλαβαν, ουσιαστικά, να δοκιµαστούν στην πράξη, διότι η εφαρµογή τους υπερκεράστηκε από την ψήφιση συνταγµάτων εθνικής εµβέλειας από τις εθνοσυνελεύσεις της Επιδαύρου, του Άστρους και της Τροιζήνας. Η ύπαρξη των πρώιµων συνταγµατικών κειµένων των τοπικών πολιτευµάτων, ωστόσο, διαθέτει ειδικό βάρος, µε την έννοια ότι δηµιούργησε από το πρώτο ήδη έτος του Αγώνα ένα πλαίσιο πολιτειακού προβληµατισµού, που προσέδωσε πυκνότητα στον υπό κυοφορία Ελληνικό συνταγµατισµό.
Εξάλλου τα πολιτεύµατα, ειδικότερα της Κρήτης και της Σάµου, δύο Ελληνικών νήσων που παρά τους αγώνες και τις θυσίες τους δεν είχαν την τύχη να περιληφθούν τελικά στα όρια του ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους, δηµιούργησαν για τις δύο νησιωτικές κοινωνίες συνταγµατικά προηγούµενα, τα οποία θα έβρισκαν τη συνέχειά τους στην αλληλουχία των συντακτικών πράξεων και καταστατικών µεταρρυθµίσεων που σηµατοδότησαν κατά τον 19ο αιώνα, και µέχρι το 1912 - 1913, την πολιτική ιστορία των δύο νήσων, υπό το καθεστώς της αυτονοµίας που γνώρισαν, χάρη κυρίως στην πεισµατική συµµετοχή τους στον Aγώνα του 1821.
Το ουσιώδες κεκτηµένο του Ελληνικού συνταγµατισµού, πάντως, κατά την επαναστατική δεκαετία δηµιουργήθηκε από τα τρία εθνικά συντάγµατα που ψήφισαν η Α΄, η Β΄ και η Γ΄ εθνικές των Ελλήνων συνελεύσεις στην Επίδαυρο, το Άστρος και την Τροιζήνα, αντίστοιχα την 1η Ιανουαρίου 1822, την 13η Απριλίου 1823 και την 1η Μαΐου 1827. Έτσι δηµιουργείται στην επαναστατηµένη Ελλάδα και κληροδοτείται στο ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος, που αναδύθηκε στη διεθνή σκηνή µε το πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3 Φεβρουαρίου 1830.
Μια αρτιφανής παράδοση συνταγµατισµού, που έµελλε να αποδειχθεί καθοριστικής σηµασίας και για την περαιτέρω πορεία του Ελληνικού πολιτεύµατος. Κατά πρώτο λόγο, µε τα τρία συντάγµατα που ψήφισαν οι εθνοσυνελεύσεις του Αγώνα, το «Προσωρινόν Πολίτευµα της Ελλάδος», τον «Νόµον της Επιδαύρου» και το «Πολιτικόν Σύνταγµα της Ελλάδος» εισήχθη, καλλιεργήθηκε και, όπως αποδείχθηκε µακροπρόθεσµα, εδραιώθηκε στη συνείδηση της Ελληνικής κοινωνίας ο συνταγµατισµός ως το θεµελιώδες και αναγκαίο κριτήριο της πολιτικής νοµιµότητας.
Η έννοια του συνταγµατισµού, όπως κυρίως καθιερώθηκε βάσει της εµπειρίας της πρώτης χώρας που υιοθέτησε γραπτό σύνταγµα (των Ηνωµένων Πολιτειών της Αµερικής) διαλαµβάνει κυρίως την αναγνώριση της υπεροχής του καταστατικού χάρτη που ψηφίζουν οι νόµιµα εξουσιοδοτηµένοι εκπρόσωποι του συλλογικού φορέα της κυριαρχίας (του έθνους), ως θεµελιώδους νόµου της πολιτείας, που υπερέχει και υπερτερεί κάθε άλλου νοµοθετήµατος ή θεσπίσµατος των νοµίµων αρχών του τόπου.
Η αναγνώριση αυτή της αρχής του συνταγµατισµού γίνεται ρητά πολίτευµα του Άστρους, µε το άρθρο Β΄ του ψηφίσµατος, που θέτει σε ισχύ το σύνταγµα: «Επ’ ουδεµιά προφάσει και περιστάσει δύναται η ∆ιοίκησις να νοµοθετήση εναντίως εις το παρόν Πολίτευµα». Η ευρύτερη ιστορική σηµασία του Ελληνικού συνταγµατισµού θα µπορούσε καλύτερα να εκτιµηθεί σε συγκριτική προοπτική, λαµβανοµένου υπόψη ότι, όταν η Ελλάδα υιοθέτησε το πρώτο της σύνταγµα.
Γραπτά συντάγµατα διέθεταν µόνο οι Η.Π.Α., η Γαλλία (το Σύνταγµα της Παλινόρθωσης του 1815), οι δύο Σκανδιναβικές µοναρχίες της ∆ανίας και της Σουηδίας και το βασίλειο των Κάτω Χωρών (Ολλανδίας). Ο Ελληνικός συνταγµατισµός, συνεπώς, θα µπορούσε να θεωρηθεί πρωτοποριακός στην Ευρώπη, λόγω της προωιµότητας της εισαγωγής του. Πρωτοποριακός, όµως, θα µπορούσε να θεωρηθεί και λόγω δύο άλλων χαρακτηριστικών, που προσδιόριζαν τις πολιτειακές αξίες των πρώτων Ελληνικών συνταγµάτων.
Οι πολιτειακές αυτές αξίες ήταν η δηµοκρατική αρχή και ο καταφανής φιλελεύθερος προσανατολισµός. Η δηµοκρατική αρχή, η αναγόρευση δηλαδή του συνόλου του έθνους ή του λαού ως αδιαµφισβήτητου φορέα της κυριαρχίας, γίνεται µε απόλυτη σαφήνεια στο Πολιτικόν Σύνταγµα της Τροιζήνος, του οποίου το άρθρο 5 διακηρύσσει απερίφραστα: «Η Κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος· πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού». ∆εν µπορεί να µην παρατηρηθεί ότι µε το άρθρο αυτό, το Πολιτικόν Σύνταγµα της Ελλάδος αναζωογονεί µια παλιά διάταξη του πολιτεύµατος της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας του Ρήγα (άρθρο 25).
Έτσι θα µπορούσε επίσης να διαπιστωθεί, ότι ο Ελληνικός συνταγµατισµός συνδέεται στις απαρχές του µε το λυκόφως της µακράς παράδοσης του ευρωπαϊκού πολιτειακού ριζοσπαστισµού. Το άλλο προσδιοριστικό χαρακτηριστικό του πρώιµου Ελληνικού συνταγµατισµού υπήρξε ο εντόνως φιλελεύθερος χαρακτήρας του. Αυτό διαφαίνεται κυρίως στις συνταγµατικές πρόνοιες για περιστολή της εκτελεστικής εξουσίας και στην όλως ιδιαίτερη µέριµνα για περιφρούρηση των ατοµικών δικαιωµάτων και ελευθεριών. Τα πολιτεύµατα της Επιδαύρου και του Άστρους διαπνέονται από την χαρακτηριστική καχυποψία του κλασικού ευρωπαϊκού φιλελευθερισµού απέναντι στους φορείς της εξουσίας.
Τούτο κατοπτρίζεται στις πρόνοιες για ενιαύσια θητεία των µελών τόσο του Βουλευτικού όσο και του Εκτελεστικού σώµατος. Η φιλελεύθερη βούληση κατοπτρίζεται και στη σαφή διάκριση των εξουσιών που υιοθετείται στα πολιτεύµατα, ιδίως στην πρόνοια για ανεξαρτησία του ∆ικαστικού (ή «∆ικανικού» όπως αποκαλείται στον Νόµο της Επιδαύρου) σώµατος. Ο φιλελεύθερος χαρακτήρας των τριών πρώτων συνταγµάτων της Ελλάδος εκφράζεται κατ’ εξοχήν µε τις πρόνοιές τους υπέρ της κατοχύρωσης των ατοµικών δικαιωµάτων και ελευθεριών, των «δικαίων του ανθρώπου», όπως τα είχε αποκαλέσει ο Ρήγας.
Ο κατάλογος των «γενικών δικαιωµάτων» ή «πολιτικών δικαιωµάτων» προτάσσεται και στα τρία συντάγµατα ως θεµέλιο της εννόµου τάξεως στην επικράτεια της ελεύθερης Ελληνικής πολιτείας. Ατελής και συνοπτικός -µε επτά άρθρα- στο Προσωρινόν Πολίτευµα, ο κατάλογος εµπλουτίζεται αισθητά και εκτείνεται σε δώδεκα άρθρα στον Νόµο της Επιδαύρου, για να ολοκληρωθεί σε µια άρτια διατύπωση δικαιωµάτων στο Πολιτικόν Σύνταγµα της Τροιζήνος. Στο Προσωρινόν Πολίτευµα η έµφαση των δικαιωµάτων του ανθρώπου τίθεται στην αξία της ισότητας.
Ο Νόµος της Επιδαύρου προσθέτει διατάξεις υπέρ της ελευθερίας, περιλαµβανοµένων προνοιών υπέρ της ελευθερίας του τύπου, και θέτει υπό την προστασία των νόµων την ιδιοκτησία, την τιµή και την ασφάλεια «εκάστου Έλληνος και παντός ανθρώπου εντός της Επικρατείας ευρισκοµένου». Το Πολιτικόν Σύνταγµα ενισχύει το habeas corpus, την προστασία της ιδιοκτησίας, και αποβλέπει να θέσει τα θεµέλια µιας δηµοκρατικής πολιτικής νοοτροπίας, αποκλείοντας τίτλους ευγενείας και τις αντίστοιχες προσαγορεύσεις για τους πολίτες της Ελληνικής επικράτειας.
Αυτό το φιλελεύθερο δηµοκρατικό πνεύµα συνδέθηκε µε τη γένεση του Ελληνικού συνταγµατισµού. Το φιλελεύθερο πνεύµα του πρώιµου Ελληνικού συνταγµατισµού θέλησαν να ενθαρρύνουν και να ενισχύσουν µε τα σχόλια που συνέταξαν επί των διατάξεων του Προσωρινού Πολιτεύµατος της Ελλάδος δύο κορυφαίοι εκπρόσωποι του Ευρωπαϊκού φιλελεύθερου πολιτικού στοχασµού, ο Αδαµάντιος Κοραής και ο Jeremy Bentham.
Τα σχετικά κείµενα που αφιέρωσαν στο πρώτο Ελληνικό σύνταγµα, οι Σηµειώσεις εις το Προσωρινόν Πολίτευµα της Ελλάδος του Κοραή και το σχόλια του Bentham επί της Γαλλικής µεταφράσεως του Προσωρινού Πολιτεύµατος, που περιλαµβάνεται στην Ιστορία των γεγονότων της Ελλάδος του C. D. Raffenel, συνιστούν άκρως σηµαντικές ενδείξεις του θεωρητικού ενδιαφέροντος που προκάλεσαν στον Ευρωπαϊκό πολιτικό στοχασµό οι απόπειρες των Ελλήνων επαναστατών για σύνταξη «Eλεύθερης Πολιτείας». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα τρία πρώτα Ελληνικά συντάγµατα ως προς τις πρόνοιές τους εν σχέσει µε το αίτηµα της θρησκευτικής ελευθερίας.
Το Προσωρινόν Πολίτευµα της Ελλάδος στο πρώτο του άρθρο ονοµάζει τη θρησκεία της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας «επικρατούσα» στην Ελληνική επικράτεια, αλλά συµπληρώνει ότι η Ελληνική Πολιτεία «ανέχεται πάσαν άλλην θρησκείαν, και αι τελεταί και ιεροπραγίαι εκάστης αυτών εκτελούνται ακωλύτως». Το άρθρο αυτό επαναλαµβάνεται πανοµοιότυπο στον Νόµον της Επιδαύρου. Το Πολιτικόν Σύνταγµα της Τροιζήνος, ωστόσο, στο πρώτο του άρθρο αναγγέλλει πρώτον ότι «καθείς εις την Ελλάδα επαγγέλλεται την θρησκείαν του ελευθέρως, και διά την λατρείαν αυτής έχει ίσην υπεράσπισιν».
∆ιακηρύσσεται, συνεπώς, η απόλυτη θρησκευτική ελευθερία, για να προστεθεί κατά δεύτερο λόγο ότι «θρησκεία της Επικρατείας» είναι εκείνη της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Τα συντάγµατα της Επαναστάσεως, συνεπώς, περιορίζονται στην καθιέρωση της αρχής της θρησκευτικής ελευθερίας που εγγυάται τον κοσµικό χαρακτήρα του κράτους. Άφησαν δε το ζήτηµα της ρύθµισης του καθεστώτος της Ορθοδόξου Εκκλησίας εντός των ορίων της Ελληνικής επικρατείας για µεταγενέστερη αντιµετώπιση. Αυτό υπήρξε το κεκτηµένο του φιλελευθέρου συνταγµατισµού που κληροδοτήθηκε από τα πολιτεύµατα του Αγώνα προς τη συνταγµατική παράδοση του Ελληνικού κράτους.
Ο κανονιστικός χαρακτήρας αυτής της παρακαταθήκης διαφαίνεται ενδεικτικά από την επίκλησή της στους κόλπους του Eπτανησιακού Pιζοσπαστισµού στη δεκαετία του 1860, όταν ο Ιωσήφ Μοµφερράτος µνηµονεύει τα συντάγµατα του Aγώνα ως τα πρότυπα για τη δηµοκρατική ανάπλαση της Ελλάδος. Χαρακτηριστική είναι επίσης η αναφορά του Ιωσήφ Μοµφερράτου, τον Οκτώβριο του 1864, κατά τις συνεδριάσεις της Β΄ Εθνοσυνελεύσεως, στο Σύνταγµα της Τροιζήνος ως προς την καθιέρωση της εθνικής κυριαρχίας, από την οποία δεν θα έπρεπε να αποκλίνει το υπό συζήτηση νέο σύνταγµα, εκχωρώντας προνοµίες στο στέµµα που θα φαλκίδευαν την ανόθευτη και αδιαφιλονίκητη άσκησή της από το έθνος.
Παρά τη µέριµνά του για την κατοχύρωση των πολιτικών ελευθεριών και των δικαιωµάτων του ανθρώπου, το Πολιτικόν Σύνταγµα του 1827 διαφέρει αισθητά από τα δύο πρώτα συντάγµατα της επαναστατηµένης Ελλάδος, ως προς τις ειδικές πρόνοιες που υιοθετεί εν σχέσει προς τον φορέα της εκτελεστικής εξουσίας, τον Κυβερνήτη. Είναι προφανές ότι το Πολιτικόν Σύνταγµα της Ελλάδος συντάσσεται µέσα στο κλίµα της αναµονής της επικείµενης έλευσης του Ιωάννη Καποδίστρια στην αγωνιζόµενη και καθηµαγµένη χώρα.
Ενώ το άρθρο 36 του Πολιτικού Συντάγµατος επιβεβαιώνει κατηγορηµατικά την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, µε τα άρθρα 102 - 125 ο Κυβερνήτης περιβάλλεται µε αρµοδιότητες που του καθιστούν τον σηµαντικότερο παράγοντα του πολιτεύµατος. Έτσι, µε το τέλος της Επανάστασης και την πρόκληση της οικοδόµησης του κράτους πιεστική, πλέον, ενώπιόν τους, οι πληρεξούσιοι του έθνους στην Γ΄ εθνική των Ελλήνων συνέλευση εµφανίζονται έτοιµοι για τους συµβιβασµούς που υπαγορεύουν οι αναγκαιότητες του πολιτικού ρεαλισµού.
''ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ'' (1828 - 1831)
H Εθνοσυνέλευση η οποία συνήλθε στην Τροιζήνα τον Μάρτιο του 1827 αποφάσισε «η νοµοτελεστική εξουσία» να παραδοθεί «εις έναν και µόνο» και για τον σκοπό αυτό εξέλεξε στις 3/17 Απριλίου οµόφωνα τον Ιωάννη Καποδίστρια ως Κυβερνήτη της Ελλάδος µε θητεία επτά ετών. Στο Σύνταγµα, το οποίο ψηφίστηκε τον Μάιο, καθοριζόταν η διάκριση των τριών εξουσιών (νοµοθετική, νοµοτελεστική και δικαστική) και περιλαµβανόταν η διακήρυξη ότι η «κυριαρχία ενυπάρχει εις το έθνος· πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού».
Ο Καποδίστριας έφτασε στο Ναύπλιο και από εκεί πήγε στην έδρα της Κυβέρνησής του στην Αίγινα, στις 12/24 Ιανουαρίου 1828. Γόνος της µικρής αριστοκρατίας της Κέρκυρας, σπούδασε στην Ιταλία και κατέλαβε δηµόσια αξιώµατα κατά τη ρωσική κατοχή της Επτανήσου (1799 - 1807). Ακολούθησε τους Ρώσους µετά το τέλος της κατοχής και έγινε υπουργός του Τσάρου Αλέξανδρου Α΄. Όταν ξέσπασε η Ελληνική Eπανάσταση, ο Καποδίστριας εγκαταστάθηκε στην Ελβετία για να συντρέξει ως ιδιώτης τον Aγώνα των Ελλήνων.
Θιασώτης του ∆ιαφωτισµού, χωρίς εµπιστοσύνη στο αντιπροσωπευτικό σύστηµα, προσπάθησε να δηµιουργήσει εκσυγχρονισµένο συγκεντρωτικό κράτος και να υπονοµεύσει την τοπική βάση εξουσίας των προκρίτων και των στρατιωτικών. Απέβλεπε στην ενσωµάτωση των ακτηµόνων στον εθνικό κορµό µε τη διανοµή της κρατικής γης και στη δηµιουργία ενιαίου συστήµατος δικαίου. Έτσι, οι µικροϊδιοκτήτες χωρικοί θα αποκτούσαν σοβαρά κίνητρα να ενταχθούν στο νέο σύστηµα και ο τοπικισµός που ενίσχυαν οι πρόκριτοι και οι ένοπλες οµάδες θα έχανε τα ερείσµατά του.
Όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του, ο Καποδίστριας εισηγήθηκε στη Βουλή την αναστολή της λειτουργίας του δηµοκρατικού συντάγµατος της Τροιζήνας. Με το ψήφισµα της 18ης Ιανουαρίου 1828, η Βουλή επικύρωσε την αναστολή και αυτοκαταργήθηκε, για να αντικατασταθεί από το «Πανελλήνιο» και αργότερα τη «Γερουσία», τα 27 µέλη της οποίας επέλεγε ο Κυβερνήτης. Στην έκθεσή του στις 11/23 Ιουλίου 1829 προς την Εθνοσυνέλευση του Άργους, ο Καποδίστριας εξηγούσε ότι η αναστολή της λειτουργίας του Συντάγµατος θα διαρκούσε µέχρις ότου «η τύχη της Ελλάδος αποφασιστεί οριστικώς».
Το απολυταρχικό µεσοδιάστηµα έµελλε να διαρκέσει από το 1828 έως το 1844. Το πρώτο υπουργικό συµβούλιο του Κυβερνήτη συντηρούσε την παράδοση της Ελληνικής Επανάστασης, µε τους Γεώργιο Κουντουριώτη ως Πρόεδρο των Οικονοµικών, Ανδρέα Ζαΐµη, των Εσωτερικών, και Πετρόµπεη Μαυροµιχάλη, των Στρατιωτικών. Καθώς όµως αντιµετώπιζε την απροθυµία του «Πανελληνίου» να συνεργαστεί µαζί του, φρόντισε να διευρύνει τη σύνθεσή του µε άτοµα εµπιστοσύνης και να εξασφαλίσει έτσι την πλειοψηφία του σώµατος.
Στην Εθνοσυνέλευση του Άργους υπεροχή παρουσίαζε η φατρία του Κολοκοτρώνη, που ήταν φιλική προς τον Καποδίστρια. Η Εθνοσυνέλευση αυτή ανανέωσε και διεύρυνε την εντολή του Κυβερνήτη, και µε ψήφισµα συνέχισε το προσωρινό του καθεστώς, επειδή οι διαπραγµατεύσεις µε τις Μεγάλες ∆υνάµεις δεν είχαν ολοκληρωθεί. Αντικατέστησε, ακόµη, το «Πανελλήνιο» µε τη «Γερουσία» και ανέλαβε την εκπόνηση σχεδίου συντάγµατος, το οποίο θα υπηρετούσε τις αρχές των προηγούµενων συνταγµάτων του Αγώνα.
Το σχέδιο θα έπρεπε να περιλάβει διατάξεις σχετικές µε την υπηκοότητα, την απόκτηση ιθαγένειας, την καθολική ψηφοφορία, το εκλογικό σύστηµα, την οργάνωση των δικαστηρίων, την ισοβιότητα των δικαστών, την καθιέρωση αντιπροσωπευτικού συστήµατος µε δύο Βουλές και εκτελεστική εξουσία, σύµφωνα µε τις συντακτικές πράξεις της Τροιζήνας. Ο νέος θεσµός της Γερουσίας αποξένωσε σηµαντικές προσωπικότητες του πολιτικού βίου. Ο Τρικούπης, ο Μαυροκορδάτος και ο Κουντουριώτης αρνήθηκαν να στη- ρίξουν το γόητρο της κυβέρνησης σ’ ένα σώµα µε συµβουλευτικό, µόνο, ρόλο.
Έως τον Νοέµβριο του 1829 οι περισσότεροι επώνυµοι της πολιτικής, συµπεριλαµβανοµένων και των Μιαούλη και Τοµπάζη είχαν εγκαταλείψει την κυβέρνηση. Το µεταρρυθµιστικό έργο του Καποδίστρια στους τοµείς της Παιδείας, της Oικονοµίας και της Γεωργίας και η υπόσχεση διανοµής των κρατικών γαιών σε ακτήµονες, τον καθιστούσαν αγαπητό στις λαϊκές τάξεις, αλλά όχι και στους ταγούς του έθνους. Η ογκούµενη αντιπολιτευτική δράση της πολιτικής ηγεσίας προς µια µορφή διακυβέρνησης που τους απέκλειε, εκφράστηκε κυρίως από το «Συνταγµατικό» και το «Αγγλικό» κόµµα.
Στις τάξεις των εχθρών του κυβερνήτη περιλαµβάνονταν και σηµαντικοί Βρετανοί, όπως οι Ρίτσαρντ Τσορτς, Τόµας Γκόρντον, Γεώργιος Φίνλεϊ και Έντουαρτ Ντόκινς. Οι κατηγορίες εναντίον της αυταρχικότητας του Καποδίστρια περιλάµβαναν και την κατάργηση του Συντάγµατος της Τροιζήνας και εκτοξεύονταν ακόµη και από σηµαντικούς πνευµατικούς άνδρες, όπως ο Αδαµάντιος Κοραής. Οι οπαδοί του φιλελευθερισµού είχαν, βέβαια, δίκιο για το ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες του ∆ιαφωτισµού, όµως οι συνθήκες που επικρατούσαν στην ύπαιθρο δικαιολογούσαν τον συγκεντρωτισµό του κυβερνήτη.
Με µεγάλα δηµοσιονοµικά προβλήµατα και ανύπαρκτα κρατικά έσοδα, ο Καποδίστριας βασίστηκε κυρίως στη Ρωσική και Γαλλική βοήθεια. Παρόλες τις µεγάλες οικονοµικές δυσχέρειες του Ελληνικού κράτους, οι εκστρατείες του Μαιζόν στην Πελοπόννησο και των Τσορτς και Υψηλάντη στην Στερεά Ελλάδα έδωσαν τη δυνατότητα στον Καποδίστρια να διεκδικήσει τα πρώτα σύνορα του ανεξάρτητου κράτους, που τελικά ακολούθησαν στον Βορρά τη γραµµή Αµβρακικού - Παγασητικού (1831).
Με το πρωτόκολλο του Λονδίνου, στις 22 Ιανουαρίου / 3 Φεβρουαρίου 1830, µεταξύ των τριών Μεγάλων ∆υνάµεων, Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία της Ελλάδος και καθιερώθηκε η κληρονοµική µοναρχία ως καθεστώς της χώρας. Σε δεύτερο πρωτόκολλο, µε την ίδια ηµεροµηνία, αναγορευόταν ηγεµόνας της Ελλάδος ο πρίγκιπας Λεοπόλδος του Σαξ - Κοβούργου. Η υποψηφιότητα του Λεοπόλδου, ωστόσο, συνάντησε πολλά εµπόδια, ώστε στις 9/21 Μαρτίου 1830 να αναγκασθεί ο ίδιος να αποποιηθεί τον Ελληνικό θρόνο.
Η εδραίωση, αν όχι η δηµιουργία, των τριών ξενόφιλων κοµµάτων, του Αγγλικού, του Γαλλικού και του Ρωσικού, συµπίπτει µε την περίοδο της συντονισµένης αντιπολιτευτικής δραστηριότητας κατά του Καποδίστρια. Μολονότι οι διπλωµατικές ικανότητες του Κυβερνήτη καθιστούσαν απίθανη την αποκλειστική του σχέση µε µια από τις τρεις ∆υνάµεις, η ροπή των οπαδών του ήταν ασφαλής προς τη Ρωσία. Ο Ρωσοτουρκικός, εξάλλου, πόλεµος του 1828 - 1829 είχε οξύνει τις σχέσεις των Άγγλων µε τους Ρώσους, και συνεπώς µε τους θεωρούµενους Έλληνες «πελάτες» τους.
Ο αντικαποδιστριακός αγώνας εκδηλώθηκε µε εξεγέρσεις στην Ύδρα, τη Μάνη, την Αταλάντη και σε µικρότερο βαθµό στη ∆υτική Ελλάδα (Γρίβας), τα Καλάβρυτα και τη Ρούµελη (Καρατάσος), την οποία ενίσχυσε ο Μαυροκορδάτος. Οι δύο πρώτες αποδείχτηκαν οι πιο σηµαντικές. Η ποικιλία των συµφερόντων τα οποία θίγονταν από τον συγκεντρωτικό χαρακτήρα της κεντρικής εξουσίας προκάλεσε µια ετερόκλητη συµµαχία, που εκδηλώθηκε το 1831. Η επέµβαση Ρωσικής ναυτικής δύναµης κατά των Υδραίων που κατέλαβαν τον ναύσταθµο στον Πόρο, µε επικεφαλής τον Μιαούλη, είχε ως αποτέλεσµα αυτός να ανατινάξει το καύχηµα του Ελληνικού στόλου, τη φρεγάτα Ελλάδα.
Αν η καταστολή στον Πόρο έκλεισε προσωρινά το κεφάλαιο «Ύδρα», η Μάνη, αντίθετα, επρόκειτο ν’ αποδειχθεί µοιραία για τον ίδιο τον Κυβερνήτη. Οι συνθήκες αναρχίας που επικράτησαν κατά τη διάρκεια του Αγώνα εξασφάλιζαν στους Μανιάτες µια ιδιότυπη φορολογική ασυλία. Η επιµονή του Καποδίστρια να υποτάξει τον σηµαντικότερο ηγέτη της Μάνης, τον Πετρόµπεη Μαυροµιχάλη, προκάλεσε το τραγικό του τέλος. Στις 27 Σεπτεµβρίου / 9 Οκτωβρίου 1831 ο Καποδίστριας έπεσε νεκρός στην είσοδο του ναού του Αγίου Σπυρίδωνα του Ναυπλίου, χτυπηµένος από τον αδελφό και τον γιο του φυλακισµένου Πετρόµπεη.
AΠΟΛΥΤΗ ΜΟΝΑΡΧΙΑ (1833 - 1843)
Mετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη, η Γερουσία ανέθεσε στην τριανδρία, που αποτελείτο από τον Αυγουστίνο Καποδίστρια, τον Κολοκοτρώνη και τον Ιωάννη Κωλέττη, την προσωρινή εκτελεστική εξουσία. Η ισορροπία που οι καποδιστριακοί ήλπιζαν να εξασφαλίσουν µε την τριανδρία σύντοµα διαταράχθηκε, για να οδηγηθεί η χώρα σε παρατεταµένο χάος. Στις 26 Ιουλίου 1832 η Εθνική Συνέλευση άρχισε τις εργασίες της στη Πρόνοια του Ναυπλίου µε µεγάλη πλειοψηφία του Γαλλικού και του Αγγλικού κόµµατος – των «συνταγµατικών» που αντιπολιτεύονταν το Καποδιστριακό κόµµα.
Η Συνέλευση χορήγησε γενική αµνηστία, επικύρωσε την απόφαση της ∆ιάσκεψης του Λονδίνου για τον διορισµό του Όθωνα ως βασιλέα της Ελλάδας και κατήργησε την Καποδιστριακή Γερουσία. Στις 14/26 Αυγούστου 1832, άτακτοι του οπλαρχηγού Κριεζώτη εισέβαλαν στον χώρο της Συνέλευσης και έπιασαν πληρεξούσιους οµήρους, για να λάβουν τους καθυστερηµένους µισθούς τους. Η συνθήκη της 7ης Μαΐου 1832 ανάµεσα στις Μεγάλες ∆υνάµεις (την Αγγλία, τη Ρωσία και τη Γαλλία) αφενός, και τη Βαυαρία, αφετέρου, προσέφερε το στέµµα της Ελλάδος στον δεκαπεντάχρονο πρίγκιπα της Βαυαρίας, Όθωνα.
Ο Όθωνας εξουσιοδοτούσε τον πατέρα του, βασιλιά Λουδοβίκο, να ορίσει τριµελή Aντιβασιλεία που θα ασκούσε τη βασιλική εξουσία ως την ενηλικίωση του Όθωνα, και προέβλεπε τη συγκρότηση στρατιωτικού σώµατος 3.500 ανδρών, για να αντικαταστήσει τα Γαλλικά στρατεύµατα που βρίσκονταν στην Ελλάδα. Τέλος, έθετε το ανεξάρτητο βασίλειο υπό την εγγύηση των τριών ∆υνάµεων. ∆άνειο, συνολικού ύψους 60 εκατοµµυρίων φράγκων, επρόκειτο να καταβληθεί σε τρεις δόσεις. Τα δύο ζητήµατα που δεν αναφέρονταν στη συνθήκη και παρέµειναν σε πλήρη εκκρεµότητα, από το 1833 ώς το 1844, ήταν το Σύνταγµα και η διαδοχή.
Ο νεαρός Όθων Βίτελσµπαχ έφθασε στο Ναύπλιο στις 30 Ιανουαρίου 1833 µε την Αγγλική φρεγάτα Μαδαγασκάρη. Ο Γεώργιος Κουντουριώτης, ως πρόεδρος της χωρίς εξουσίες Κυβερνητικής Επιτροπής, προσφώνησε τον νέο µονάρχη ενώ ο λαός, δοκιµασµένος από την αβεβαιότητα του µεσοδιαστήµατος ανάµεσα στον θάνατο του Καποδίστρια και την άφιξη του Όθωνα, του επεφύλαξε θερµή υποδοχή. Η πραγµατική εξουσία για τα επόµενα δυόµιση χρόνια θα βρισκόταν στη διάθεση των τριών αντιβασιλέων, Μάουερ, Άρµανσπεργκ και Έιδεκ.
Από τις επικριτικές φωνές που ακούστηκαν εναντίον της Βαυαροκρατίας η πιο διασκεδαστική ήταν του Μιχάλη Χουρµούζη, που αφιέρωσε τον θεατρικό Τυχοδιώκτη του στον αντιβασιλέα Κάρολο–Γουλιέλµο Έιδεκ, υπεύθυνο για τη στρατιωτική µεταρρύθµιση του 1833. Το διάταγµα της 2/14 Μαρτίου 1833 «περί δηλώσεως των ατάκτων στρατευµάτων» προέβλεπε την αποστράτευση 5.000 ατάκτων -όσων είχαν καταταγεί µετά την 1η ∆εκεµβρίου 1831- γιατί όλοι αυτοί είχαν στρατολογηθεί από τα κόµµατα», όπως σηµειώνει ο αντιβασιλέας Γκέοργκ Μάουερ.
Όσοι είχαν υπηρετήσει πριν από την ηµεροµηνία αυτή, είχαν τη δυνατότητα επανακατάταξης στο νέο στράτευµα, υπό ορισµένες προϋποθέσεις. Οι κάτω των τριάντα ετών µπορούσαν να τοποθετηθούν στο «πεζικό της γραµµής» ενώ όσοι ήταν µεγαλύτεροι µπορούσαν να ενταχθούν στα «τάγµατα των ακροβολιστών». Ο γενικός αφοπλισµός ήταν υποχρεωτικός και οι ιδιοκτήτες όπλων όφειλαν να ζητήσουν άδεια οπλοφορίας. Με τα διατάγµατα 2ας/14ης Μαρτίου, 20ής Μαΐου / 1ης Ιουνίου και 18ης/30ής Σεπτεµβρίου 1833 σχηµατίστηκαν τα νέα «Όπλα», του Ιππικού, του Πυροβολικού, των Ζευγιτών, των Τεχνιτών Μηχανικού, των Σκαπανέων και του Πεζικού.
Συστήθηκε επίσης η Χωροφυλακή και η Βασιλική Φάλαγξ. Με τη διάλυση των ατάκτων και τη δηµιουργία δυτικού τύπου στρατού, οι αντιβασιλείς στήριξαν την κεντρική εξουσία µε δυνάµεις ξεκοµµένες από την πρακτική των εµφυλίων συγκρούσεων και της αρµατολικής παράδοσης, και παράλληλα στέρησαν τα πολιτικά κόµµατα από την ένοπλη πελατεία τους. Με το διάταγµα της 6/18 Απριλίου 1833, η Ελλάδα διαιρέθηκε σε δέκα νοµούς και κάθε νοµός σε επαρχίες (σαράντα δύο συνολικά). Με το διάταγµα της 20ής Νοεµβρίου 1833, οι νοµοί έγιναν επίσης επισκοπικές περιφέρειες (10) και οι πρωτεύουσες των νοµών έδρες των Eπισκοπών.
Με το διάταγµα της 4ης Ιανουαρίου 1834 οι παράλιες περιοχές του κράτους διαιρέθηκαν σε πέντε τµήµατα µε «πρωτεύοντες λιµένες» την Ερµούπολη, την Ύδρα, τη Σκιάθο, το Μεσολόγγι και το Νεόκαστρο. Η πρωτεύουσα µεταφέρθηκε από το Ναύπλιο στην Αθήνα την 1η ∆εκεµβρίου 1834. Με το διάταγµα της 16ης Οκτωβρίου 1834 συστήθηκαν δέκα Πρωτοδικεία µε έδρες τις πρωτεύουσες των νοµών, τρία Eµποροδικεία (Ερµούπολη, Ναύπλιο, Πάτρα) και δύο δικαστήρια Εφετών (Αθήνα, Τρίπολη). Το Ανώτατο ∆ικαστήριο, ο «Άρειος Πάγος», τοποθετήθηκε στην Αθήνα.
Καθώς οι νοµάρχες και οι έπαρχοι διορίζονταν απευθείας από τον θρόνο και η πολιτική των πρώτων Οθωνικών κυβερνήσεων ήταν να µην τοποθετούνται επικεφαλής των διοικητικών βαθµίδων ντόπιοι, η τοπική αυτοδιοίκηση υπέκυψε οριστικά στην κεντρική και συγκεντρωτική εξουσία του κράτους. Τον Οκτώβριο του 1833 ιδρύθηκε το Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο λειτουργούσε ανεξάρτητα από τα υπουργεία, και σκοπό είχε την εποπτεία των δηµοσίων οικονοµικών. Το Ελεγκτικό Συνέδριο υπήρξε το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο για όλη την οικονοµική πολιτική της χώρας και το µόνο όργανο που είχε τη δύναµη να ανατρέψει τις αποφάσεις του ήταν το «Συµβούλιο Επικρατείας», που ιδρύθηκε το 1835.
Ένα άλλο σηµαντικό έργο της Aντιβασιλείας υπήρξε η ανακήρυξη της αυτοκέφαλης Eκκλησίας της Ελλάδος, µε εισηγήσεις του Θεόκλητου Φαρµακίδη. Την ανεξαρτησία της Ελληνικής Eκκλησίας είχε υποστηρίξει και ο Αδαµάντιος Κοραής από το 1821, την ευθύνη, όµως, για τη ρύθµιση των σχέσεων της Ελληνικής Eκκλησίας µε το Οικουµενικό Πατριαρχείο ανέλαβε ο αντιβασιλέας, Λουδοβίκος Μάουερ, χωρίς να διαπραγµατευτεί µε τον Πατριάρχη. Ως προτεστάντης, ο Μάουερ πίστευε στην υπεροχή της κοσµικής εξουσίας και στον περιορισµό της Eκκλησίας στο πνευµατικό της έργο. Η ρύθµιση, όµως, αυτή απέβλεπε και στην αποµάκρυνση της Ελλάδος από τη Ρωσική επιρροή.
Το διάταγµα της 23ης Ιουλίου / 4ης Αυγούστου 1833 κήρυξε την Eκκλησία της Ελλάδος αυτοκέφαλη και την υπήγαγε στην κρατική εξουσία. Ο βασιλιάς ορίστηκε επικεφαλής της Eκκλησίας, τη διακυβέρνηση της οποίας ανέλαβε η Ιερά Σύνοδος, µε πέντε κληρικούς που απολάµβαναν την εµπιστοσύνη του θρόνου. Η αντίδραση των συντηρητικών οπαδών της ιστορικής σχέσης µε το Πατριαρχείο εκτραχύνθηκε από το διάταγµα της 7ης Οκτωβρίου 1833, το οποίο θέσπιζε τη διάλυση µοναστηριών µε λιγότερους από 6 µοναχούς, και της 9ης Μαρτίου 1834, το οποίο επέβαλε την διάλυση όλων των γυναικείων µοναστηριών, εκτός από τρία που αντιστοιχούσαν στις τρεις µεγάλες περιοχές της χώρας.
Με το διάταγµα, τέλος, της 8ης Μαΐου 1834 απαγορεύτηκαν όλες οι δωρεές ιδιωτών στην Eκκλησία. Η µοναστηριακή περιουσία των καταργηθέντων µοναστηριών περιερχόταν στο κράτος, µε προορισµό την ενίσχυση της Παιδείας. Οι αντίπαλοι της Βαυαροκρατίας συσπειρώθηκαν γύρω από το συντηρητικότερο από τα τρία κόµµατα, το Pωσικό. Επιδιαιτητές και εµπλεκόµενοι στις διαµάχες µεταξύ των αντιβασιλέων και των Ελλήνων υπήρξαν οι διπλωµάτες των µεγάλων δυνάµεων. Καθώς Άγγλοι και Ρώσοι είχαν τις χειρότερες σχέσεις, οι Γάλλοι έπαιζαν συχνά τον ρόλο του «Kέντρου» στο πολιτικό παιχνίδι.
Οι διαµαρτυρίες, εξάλλου, των Ναπαίων (οπαδών του Pωσικού κόµµατος) κατά της αυτοκέφαλης Eκκλησίας προκάλεσαν πολλές συλλήψεις επωνύµων, µε κατηγορίες συνωµοτικής δράσης. Στις 18 Σεπτεµβρίου 1833 η κυβέρνηση διέταξε τη σύλληψη των Θεοδώρου και Γενναίου Κολοκοτρώνη, του Πλαπούτα, του Τζαβέλλα και άλλων στρατιωτικών, γνωστών για τη σχέση τους µε το Pωσικό κόµµα. Η δίκη του Κολοκοτρώνη για συνοµωσία εις βάρος του κράτους, τον Μάρτιο του 1834, συνετάραξε το πανελλήνιο. Η λαϊκή συµπάθεια για τον ήρωα της Επανάστασης και η πάνδηµη προσήλωση στην Oρθόδοξη παράδοση ανέδειξαν τον Κολοκοτρώνη ως θύµα της Aντιβασιλείας.
Η καταδίκη του σε θάνατο και η τελική του αµνήστευση υπήρξαν τα κορυφαία σηµεία του δράµατος. Στο µεταξύ, ο Άρµανσπεργκ επεδίωξε µε επιτυχία την αποκλειστικότητα της Aντιβασιλείας. Στην προσπάθειά του, να ανακληθούν από το Μόναχο τα άλλα µέλη του θεσµού, είχε βοηθό τον Άγγλο επιτετραµένο, Ντόκινς και τον Ρώσο πρέσβη στην Ελλάδα και προσέφερε στον αντιβασιλέα έναν σηµαντικό σύµµαχο. Η αντιπολίτευση κατά του Άρµανσπεργκ, µε επικλήσεις του µη πραγµατοποιηθέντος συντάγµατος, προερχόταν κυρίως από τη συνεργασία του Γαλλικού µε το Pωσικό κόµµα.
Τον Φεβρουάριο του 1837 ο Όθων διόρισε τον Ιγνάτιο Ρούντχαρτ στη θέση του Άρµανσπεργκ κι έναν µήνα αργότερα ανέλαβε ο ίδιος την άσκηση των βασιλι-ών του καθηκόντων. Ο γάµος του νεαρού µονάρχη µε την Αµαλία του Όλντεµπουργκ, τον Νοέµβριο του 1836, είχε προετοιµάσει το έδαφος για τη χειραφέτησή του από την επιτήρηση της Aντιβασιλείας και είχε φορτίσει τις προσδοκίες των υπηκόων του για έναν Oρθόδοξο διάδοχο του θρόνου. Η κρίση στην εγγύς Ανατολή, που προκάλεσε η Αιγυπτιακή εκστρατεία του Μεχµέτ Αλή κατά της Οθωµανικής Aυτοκρατορίας το 1838 - 1840, αναζωπύρωσε και τον Ελληνικό αλυτρωτισµό.
Στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία σηµειώθηκαν βραχύβιες εξεγέρσεις, υπό τους οπλαρχηγούς Ι. Βελέντα και Τσάµη Καρατάσο. Στην Κρήτη, πρόταση της Επιτροπής Εξόριστων Κρητικών προς την Αγγλία (1838) για την ίδρυση Αγγλικών προτεκτοράτων στη νήσο, δεν τελεσφόρησε. Την ίδια εποχή, η Ελληνική κυβέρνηση βρέθηκε σε συνεννοήσεις µε τους Οθωµανούς για τη σύναψη εµπορικής συµφωνίας, µε αποτέλεσµα να αγνοηθούν οι ενέργειες των Κρητών. Στη συνθήκη του Λονδίνου, της 3/15 Ιουλίου 1840 (Αγγλία, Ρωσία, Αυστρία, και Πρωσία), συµφωνήθηκε η επιστροφή της Κρήτης από τους Αιγυπτίους στους Οθωµανούς, γεγονός που προκάλεσε την εξέγερση των Κρητών και αίτηµα την ένωση µε την Ελλάδα.
Χωρίς βοήθεια από το Ελληνικό κράτος, οι επαναστάτες υπέκυψαν στην Τουρκική καταστολή. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο οποίος ανέλαβε πρόεδρος του υπουργικού συµβουλίου και υπουργός εσωτερικών από τον Ιούλιο ώς τον Αύγουστο του 1841, συγκέντρωσε την εµπιστοσύνη των Άγγλων χωρίς όµως να γίνει υποχείριό τους. Η προσπάθεια του Μαυροκορδάτου να σχηµατισθεί κυβέρνηση όλων των κοµµάτων πέτυχε αρχικά, όµως οι διαφωνίες του µε τον Όθωνα τον ανάγκασαν σε παραίτηση στις 8/20 Αυγούστου 1841. Η παραίτηση αυτή υπονόµευσε την δηµοτικότητα του παρεµβατικού µονάρχη και προετοίµασε το έδαφος για την 3η Σεπτεµβρίου.
Την πτώση του Μαυροκορδάτου διαδέχτηκε η υπουργεία ∆. Χρηστίδη και η άνοδος της επιρροής του Γαλλικού κόµµατος στις υποθέσεις του Ελληνικού κράτους. Το κόµµα αποτελείτο από τις ακόλουθες οµάδες:
1) Του Κωλλέτη µε τους Pουµελιώτες οπλαρχηγούς, τους «Ελληνάδες» του, όπως τους αποκαλούσε.
2) Τους Pουµελιώτες της Aνατολικής Στερεάς, υπό τους Κριεζώτη και Μαυροβουνιώτη.
3) Τους Πελοποννήσιους προεστούς υπό τον ∆εληγιάννη, αρχικά, και τον Ρήγα Παλαµήδη αργότερα.
4) Τους οπαδούς του Μακρυγιάννη και
5) Τους νησιώτες του Κουντουριώτη.
Το 1842 εµφανίστηκαν τα σηµάδια µιας πάνδηµης δυσαρέσκειας κατά της µοναρχίας. Η κυβέρνηση Χρηστίδη έγινε στόχος τόσο της συντηρητικής εφηµερίδας Αιών όσο και της φιλικά προσκείµενης στο Aγγλικό κόµµα, Αθηνάς. Kοινό αίτηµα των κοµµάτων, συµπεριλαµβανοµένης και της µερίδας του Γαλλικού, που αντιπολιτευόταν την κυβέρνηση (Κωλέττης, Μακρυγιάννης, Παλαµήδης) ήταν το συνταγµατικό πολίτευµα, το οποίο θα αποτελούσε εγγύηση για την Ορθοδοξία και τα δικαιώµατα των πολιτών. Από τον Ιούνιο του 1843, η Γαλλική κυβέρνηση έπαψε να υποστηρίζει τον Χρηστίδη.
Οπαδοί των τριών κοµµάτων, µε τους Α. Μεταξά, Κ. Ζωγράφο και Μ. Σούτσο του Pωσικού, τον Α. Λόντο του Aγγλικού και τον Παλαµήδη του Γαλλικού, ένωσαν τις δυνάµεις τους για να αντιταχθούν στον Όθωνα. Οι ασυνήθιστες συµµαχίες επεκτείνονταν και σε ιεράρχες, όπως ο Θεόκλητος Φαρµακίδης, που ήταν υποστηρικτής της αυτοκεφάλου Eκκλησίας, και ο µεγάλος πολέµιος της απόσχισης, Κωνσταντίνος Οικονόµος. Τον Ιανουάριο του 1843 ο υπουργός εξωτερικών Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός ανακοίνωσε στις µεγάλες ∆υνάµεις, ότι η Ελλάδα δεν µπορούσε ν’ αντιµετωπίσει πλέον την καταβολή των τοκοχρεωλυσίων του δανείου χωρίς την εγγύηση νέου δανείου.
Η άρνηση του πρωθυπουργού της Γαλλίας, Φ. Γκιζό, να στηρίξει κυβέρνηση του Γαλλικού κόµµατος, αλλά και της Ρωσίας, η οποία συνήθως βοηθούσε τον Όθωνα, εξέθεσε τον µονάρχη σε δηµόσια κριτική. Το πρωτόκολλο των ∆υνάµεων της 5ης Ιουλίου 1843 που υπήρξε η βάση για την οικονοµική συµφωνία την οποία υπέγραψε η Ελλάδα στις 2/14 Σεπτεµβρίου 1843, κατέστησε τις ∆υνάµεις επιτηρητές της ελληνικής οικονοµίας, ώστε να µειωθούν οι δαπάνες κατά 3,5 εκατοµµύρια φράγκα. Η αναγκαστική µείωση των κρατικών δαπανών έθιξε ιδιαίτερα κρατικούς λειτουργούς και στρατιωτικούς, οι οποίοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο την 3η Σεπτεµβρίου.
Η µείωση των δυνάµεων του στρατού στερούσε τον Όθωνα από τα ερείσµατά του, ώστε να λογαριάζει σοβαρά την παραχώρηση συντάγµατος χωρίς, ωστόσο, να το αποφασίζει. Η συνωµοσία για την επιβολή της συνταγµατικής µοναρχίας συγκέντρωσε ηγετικά στελέχη όλων των κοµµατικών προελεύσεων. Τα αποµνηµονεύµατα του Ιωάννη Μακρυγιάννη περιέχουν µαρτυρία για το κίνηµα, στην οποία υπερβάλλεται η συνεισφορά του ιδίου. Αποφασιστικό ρόλο έπαιξε ο ∆ηµήτρης Καλλέργης, επικεφαλής του Iππικού στην Αθήνα, ο οποίος στην πλατεία µπροστά στα Aνάκτορα πίεσε τον Όθωνα να παραχωρήσει το σύνταγµα.
Το Συµβούλιο Επικρατείας, που συγκλήθηκε στις 3 το πρωί, συνέταξε προκήρυξη µε την οποία αναγνώριζε το κίνηµα και ζητούσε από τον βασιλιά την παραχώρηση συντάγµατος. «∆ιατάγµατα τα οποία ψήφισε το Συµβούλιο καθόριζαν το ένα τη σύγκληση Εθνοσυνελεύσεως σε διάστηµα τριάντα ηµερών· άλλο, τη σύνθεση του προσωρινού υπουργείου κι ένα τρίτο εξουσιοδοτούσε το υπουργείο να συγκαλέσει την Εθνοσυνέλευση. Με άλλα διατάγµατα παύονταν τα µέλη του προηγούµενου υπουργικού συµβουλίου, καθοριζόταν ο όρκος του στρατού και των πολιτικών αρχών και η απόλυση από τις δηµόσιες υπηρεσίες όλων των ξένων, εκτός από τους παλιούς φιλέλληνες».
Τις πρωινές ώρες της 3ης Σεπτεµβρίου του 1843, ειδική επιτροπή παρουσίασε στον Όθωνα τις αποφάσεις του Συµβουλίου και ο Καλλέργης απαγόρευσε τη συνεννόηση των ξένων πρέσβεων µε τον µονάρχη. Με την αποδοχή των αιτηµάτων των κινηµατιών από τον Όθωνα τελείωνε η περίοδος της απόλυτης µοναρχίας του.
H Συνταγµατική Mοναρχία: Περιεχόµενο και Εφαρµογή του Συντάγµατος του 1844
H εξέγερση της 3ης Σεπτεµβρίου 1843 επέφερε ως άµεσο αποτέλεσµα τον διορισµό κυβέρνησης, µε τη συµµετοχή των τριών κοµµάτων, υπό τον Ανδρέα Μεταξά και τη σύγκληση συντακτικής συνέλευσης. «Η της Τρίτης Σεπτεµβρίου εν Αθήναις Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις» εξελέγη στις 7 Σεπτεµβρίου, συγκροτήθηκε σε σώµα στις 8 Νοεµβρίου και απαρτιζόταν από 244 πληρεξουσίους, εκλεγέντες σε 92 περιφέρειες.
Ήδη από τις πρώτες ηµέρες της δραστηριότητάς της αποκρυσταλλώθηκαν δύο αντιτιθέµενες τάσεις, µια ριζοσπαστική ως προς τις συνταγµατικές διεκδικήσεις και µια συντηρητική µε διάθεση συνεννόησης απέναντι στο στέµµα και τις προστάτιδες δυνάµεις. Aποφασιστική, δε, σηµασία είχε η συµµετοχή των ηγετών και των τριών παραδοσιακών κοµµάτων (Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Ιωάννης Κωλέττης, Ανδρέας Μεταξάς) στη διαλλακτική τάση. Βασιζόµενη σε προσχέδιο που εκπόνησε επιτροπή µε γενικό εισηγητή τον Λέοντα Μελά, η συνέλευση συζήτησε επί δίµηνο (3 Ιανουαρίου - 21 Φεβρουαρίου 1844) και ψήφισε σχέδιο συντάγµατος, στο οποίο ενσωµάτωσε ορισµένες από τις επουσιώδεις αλλαγές που πρότεινε ο Όθων.
Το τελικό κείµενο κυρώθηκε στις 18 Μαρτίου από τον βασιλιά, ο οποίος έδωσε και τον σχετικό όρκο. Όσον αφορά στη νοµική του φύση, το Σύνταγµα του 1844 λογίζεται ως «σύνταγµα - συνάλλαγµα»· δηλαδή, κατά την πολιτειολογική ορολογία, ως συνθήκη ανάµεσα στον βασιλιά και τον λαό, µε την οποία αµφότεροι αυτοδεσµεύονται. Απόλυτα «αυστηρό», το Σύνταγµα αυτό δεν προέβλεπε διαδικασία αναθεώρησης άλλη από µία νέα συνθήκη. Σε σχέση µε τα διεθνή του πρότυπα, διαγιγνώσκεται εµφανής επιρροή του Γαλλικού συντάγµατος του 1830.
Ως προς την κατανοµή της κυριαρχίας και των εξουσιών, το Σύνταγµα του 1844 διέπεται από τη λεγόµενη «µοναρχική αρχή»: Ο βασιλιάς αναγνωρίζεται ως φορέας της κυριαρχίας και υπέρ αυτού συντρέχει το «τεκµήριο αρµοδιότητος», δηλαδή η αρµοδιότητα εφ’ όλων των ζητηµάτων που δεν έχουν ρητώς ανατεθεί σε άλλο όργανο. Σ’ αυτόν «ανήκει» η εκτελεστική εξουσία, αυτός συµµετέχει στη νοµοθετική εξουσία διορίζοντας τη Γερουσία, διαλύοντας κατά βούλησιν τη Βουλή και κυρώνοντας τους νόµους, αυτός αναφέρεται ως πηγή της δικαστικής εξουσίας. Η Βουλή έχει τουλάχιστον 80 µέλη, εκλεγόµενα ανά τριετία, αναλαµβάνει δε η ίδια τον έλεγχο νοµιµότητας (εξέλεγξις) των εκλογικών αποτελεσµάτων.
Η Γερουσία έχει τουλάχιστον 27 µέλη µε ισοβιότητα, και συγκεκριµένες προϋποθέσεις ηλικίας και πρότερης πολιτικής δράσης. Οι υπουργοί διορίζονται από τον βασιλιά και λογοδοτούν στη Βουλή. Το Σύνταγµα του 1844 τακτοποιεί τις διαταραγµένες σχέσεις κράτους και Eκκλησίας, µε τρόπο που καθιστά εφικτή την επανασύνδεση µε την Κωνσταντινούπολη. Ο βασιλιάς παύει ν’ αποκαλείται «αρχηγός της Εκκλησίας», η οποία διοικείται πλέον από σύνοδο αρχιερέων, διατηρώντας τη διοικητική της αυτοκεφαλία αλλά και τη δογµατική της εξάρτηση από το Οικουµενικό Πατριαρχείο.
Στο πεδίο των δικαιωµάτων, το Σύνταγµα διακηρύσσει την ισότητα ενώπιον του νόµου και ενισχύει, σε σύγκριση µε τα επαναστατικά συντάγµατα, την προστασία της προσωπικής ελευθερίας, αφού ορίζεται ότι φυλάκιση και περιορισµός της ελευθερίας κίνησης επιτρέπονται µόνο κατ’ εφαρµογή διατάξεων νόµου και κατόπιν κοινοποίησης αιτιολογηµένου δικαστικού εντάλµατος, µε εξαίρεση τις περιπτώσεις αυτόφωρου εγκλήµατος.
Ο «κλασικός κατάλογος» εµπλουτίζεται µε το απόρρητο των επιστολών, την αρχή του «φυσικού δικαστή» και την εγγύηση του ορκωτού συστήµατος. «Φυσικός» καλείται ο δικαστής που ορίζεται γενικά και εκ των προτέρων από τον νόµο, και όχι ειδικά και επί τούτου για να δικάζει συγκεκριµένα πρόσωπα ή πράξεις. Το ορκωτό σύστηµα αποτελεί ταυτόχρονα δικαίωµα πολιτικής συµµετοχής και εγγύηση δηµοκρατικής νοµιµοποίησης στην απονοµή δικαιοσύνης, γι’ αυτό και κατοχυρώνεται ρητά όσον αφορά στην εκδίκαση πολιτικών εγκληµάτων και αδικηµάτων τελουµένων διά του Tύπου.
Αρκετά νωρίς, ήδη από την απόφαση 198/1847 του Αρείου Πάγου, η ∆ικαιοσύνη αναγνώρισε τη νοµική δεσµευτικότητα του συντάγµατος, χωρίς, ωστόσο, να προχωρήσει ακόµη σε δικαστικό έλεγχο της συνταγµατικότητας των νόµων. Τόσο η διαδικασία ψήφισης του συντάγµατος του 1844 όσο και το περιεχόµενό του έτυχαν ευµενούς σχολιασµού στον διεθνή Tύπο, ως εµφανούς διάψευσης αµφιβολιών σχετικά µε την πολιτική και πολιτειακή ωριµότητα του Ελληνικού λαού και των αντιπροσώπων του.
Έτσι, λόγου χάριν, σε σειρά άρθρων του στην Allgemeine Zeitung του Augsburg, δηµοσιευοµένων σχεδόν ταυτόχρονα µε τη διεξαγωγή των εργασιών της συνέλευσης, ο Γερµανός φιλέλληνας Friedrich Thiersch κάνει λόγο για αντιπροσώπους µε «απόλυτη συναίσθηση της ευθύνης τους ν’ αποδείξουν στην Ευρωπαϊκή κοινή γνώµη, που τους παρακολουθεί, ότι είναι σε θέση να πραγµατευθούν όλα τα µεγάλα ζητήµατα του δηµοσίου δικαίου» και χαρακτηρίζει το νέο Σύνταγµα πετυχηµένο συνδυασµό της επαναστατικής δηµοκρατικής παράδοσης και των Ευρωπαϊκών πολιτειακών αρχών.
Βαρύτητα εξ ίσου σηµαντική µε αυτό καθ’ εαυτό το Σύνταγµα προσλαµβάνει ο εκλογικός νόµος, που ψηφίσθηκε στις 18 Μαρτίου 1844. Όλοι οι άρρενες άνω των 25 ετών έχουν δικαίωµα ψήφου, µε µόνη προϋπόθεση την κατοχή οιασδήποτε ιδιοκτησίας ή ανεξάρτητου επαγγέλµατος. Στην πράξη, ο όρος αυτός απολήγει στο σύνολο του άρρενος ενηλίκου πληθυσµού, καθιερώνοντας την καθολική ψηφοφορία, σε µια χρονική συγκυρία κατά την οποία τα ανάλογα ποσοστά στη λοιπή Ευρώπη ήσαν πολύ µικρότερα. Αντιθέτως, σαν κηλίδα οπισθοδρόµησης καταγράφεται η στάση της συνέλευσης στο ζήτηµα των «αυτοχθόνων», όπου η αρχή της ισότητας υποχωρεί κατά κράτος.
Yπό την ισχυρή πίεση µερίδας των πληρεξουσίων που διακατεχόταν από πνεύµα διακρίσεων και αποσκοπούσε στην ολοσχερή στέρηση της Ελληνικής ιθαγένειας από Έλληνες γεννηθέντες εκτός των στενών ορίων του βασιλείου, η πλειοψηφία ακολούθησε τη µέση οδό ενός ξεχωριστού ψηφίσµατος, µε το οποίο οι «ετερόχθονες», πλην όσων είχαν εγκατασταθεί στη χώρα προ του 1837 ή πολεµήσει στον Aγώνα της ανεξαρτησίας, αποκλείονταν από τη δυνατότητα κατάληψης δηµοσίων αξιωµάτων. Στο πολιτικό επίπεδο, την πλήρη και πιστή εφαρµογή του συντάγµατος του 1844 υπονόµευσε, εν τέλει, η ανασφάλεια και καχυποψία του Όθωνος.
Ο οποίος, κατά κανόνα, επέλεγε να στηριχθεί περισσότερο στη δηµοτικότητα που του εξασφάλιζε η υποστήριξη της «Μεγάλης Ιδέας», παρά στη συνεννόηση µε τις πολιτικές δυνάµεις. Επισηµαίνεται ότι όλες, ανεξαιρέτως, οι βουλευτικές εκλογές υπό την ισχύ του συντάγµατος του 1844 κερδήθηκαν από το κόµµα το οποίο ευρισκόταν στην κυβέρνηση τη στιγµή των εκλογών, ενώ οι εναλλαγές µεταξύ κοµµάτων ανάγονταν αποκλειστικά στην κτήση και απώλεια της βασιλικής ευνοίας, πρακτική στην οποία αποδίδονται και τα ποικίλα φαινόµενα εκλογικής φαυλότητας.
BAΣΙΛΕΥΟΜΕΝΗ ∆ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (1864 - 1923)
TΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1864 ΚΑΙ Η EΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1909
H Συνταγµατική Μοναρχία και η δυναστεία Wittelsbach καταλύθηκαν µε την εξέγερση της φρουράς των Αθηνών στις 10 Οκτωβρίου 1862. Ήδη µε το «Ψήφισµα του Έθνους», το οποίο έθεσε σε κίνηση τις εξελίξεις, σηµατοδοτείται η ανάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας και η συµβολική αναδροµή στο συνταγµατικό κεκτηµένο της επαναστατικής περιόδου, χωρίς, ωστόσο, να επιδιώκεται από αριθµητικώς σοβαρή µερίδα των πολιτικών ή του Tύπου η επάνοδος σε συστήµατα προεδρικής ή συλλογικής κεφαλής του πολιτεύµατος.
Με απόφασή της στις 19 Νοεµβρίου, η σχηµατισθείσα προσωρινή κυβέρνηση (∆ηµήτριος Βούλγαρης, Κωνσταντίνος Κανάρης, Μπενιζέλος Ρούφος) προκήρυξε δηµοψήφισµα µε φανερή ψήφο για το πρόσωπο του νέου βασιλιά, πλην όµως ο Άγγλος πρίγκιπας Αλφρέδος, που έλαβε συντριπτική πλειοψηφία, δεν ήταν δυνατόν να γίνει αποδεκτός στο πλαίσιο της ισορροπίας ανάµεσα στις προστάτιδες δυνάµεις. Έτσι, το ζήτηµα αυτό παραπέµφθηκε στη νέα συνέλευση.
«Η εν Αθήναις Β΄ των Ελλήνων Συνέλευσις» εξελέγη στις 27 Νοεµβρίου 1862, συγκροτήθηκε σε σώµα στις 10 ∆εκεµβρίου και απαρτιζόταν από 343 πληρεξουσίους, στους οποίους τον Ιούλιο του 1864 προστέθηκαν 84 πληρεξούσιοι των Ιονίων Νήσων. Τη σύνθεσή της χαρακτήριζε η εποικοδοµητική συνύπαρξη πολιτικών ποικίλης προελεύσεως, από τη γενεά της επανάστασης (Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Σπυρίδων Τρικούπης, Κωνσταντίνος Κανάρης κ.ά.) µέχρι τη νεώτατη γενεά που επρόκειτο ν’ αναλάβει τις τύχες του έθνους στις δεκαετίες που ακολούθησαν (Αλέξανδρος Κουµουνδούρος, Χαρίλαος Τρικούπης, Θεόδωρος ∆ηλιγιάννης κ.ά.).
Από τη συγκρότησή της µέχρι την ορκωµοσία του νέου βασιλιά, η συνέλευση άσκησε ταυτοχρόνως νοµοθετική και εκτελεστική εξουσία («κυβερνώσα Βουλή»). Μετά από πυρετώδεις διπλωµατικές διαβουλεύσεις, το στέµµα προσφέρθηκε στον δανό πρίγκηπα Γεώργιο – Χριστιανό – Γουλιέλµο της δυναστείας Schleswig – Holstein – Sonderburg – Glücksburg, ο οποίος αναγορεύθηκε στις 18 Μαρτίου 1863 και ορκίσθηκε στις 19 Οκτωβρίου ως Γεώργιος Α΄ «Βασιλεύς των Ελλήνων» (και όχι «της Ελλάδος»), όρος που υποδήλωνε τη µετάβαση από τη µοναρχική στη λαϊκή κυριαρχία.
Βασιζόµενη σε προσχέδιο που εκπόνησε επιτροπή υπό την προεδρία του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου και υπό τη σαφή επιστηµονική επιρροή του Νικολάου Ι. Σαριπόλου, καθηγητή του Συνταγµατικού ∆ικαίου στη Νοµική Σχολή του Πανεπιστηµίου Αθηνών (ο οποίος συνέταξε και τη σχετική αιτιολογική έκθεση), η συνέλευση ψήφισε µόνη, χωρίς τη σύµπραξη του βασιλιά, το νέο Σύνταγµα στις 17 Οκτωβρίου 1864, έχοντας απλώς συνεκτιµήσει αλλ’ ουσιαστικώς απορρίψει ορισµένες παρατηρήσεις του βασιλιά επί του αρχικού σχεδίου. Σε επίσηµη τελετή, στις 16 Νοεµβρίου, ο Γεώργιος Α΄ ορκίσθηκε πίστη στο Σύνταγµα.
Το Σύνταγµα του 1864 υπήρξε το µακροβιότερο στην Ελληνική συνταγµατική ιστορία, αν ληφθεί υπόψιν, ότι µε τις αναθεωρήσεις του και τα δηµοκρατικά ή αυταρχικά διαλείµµατα ίσχυσε µέχρι τον Ιούνιο του 1975. Όσον αφορά στη νοµική του φύση, αποτελεί προϊόν µονοµερούς βούλησης της συνέλευσης, ο δε βασιλιάς δεν µετέχει στην προβλεπόµενη διαδικασία αναθεώρησης. Σε σχέση µε τα διεθνή του πρότυπα, διαγιγνώσκεται εµφανής επιρροή του Βελγικού συντάγµατος του 1831 και του συντάγµατος της ∆ανίας του 1849.
Ως προς την κατανοµή της κυριαρχίας και των εξουσιών, το σύνταγµα του 1864 διέπεται από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας: «άπασαι αι εξουσίαι πηγάζουσιν εκ του έθνους» (άρθρο 21), ενώ το «τεκµήριο αρµοδιότητας» συντρέχει, πλέον, σε βάρος του βασιλιά, ο οποίος είναι όργανο του κράτους, δεν έχει άλλες εξουσίες πέραν εκείνων που το ίδιο το Σύνταγµα και οι σύµφωνοι προς αυτό νόµοι ρητώς του αναθέτουν, και µάλιστα δεν συµπράττει καν στη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγµατος.
Επαναφέρεται, έτσι, µια σταθερή αξία των επαναστατικών συνταγµά- των η οποία είχε τεθεί στο περιθώριο επί δεκαετίες, και µάλιστα επισφραγίζεται συµβολικά µε την αναγνώριση εγγυητικών αρµοδιοτήτων και καθηκόντων βάσει του άρθρου 110 («Η τήρησις του παρόντος Συντάγµατος αφιερούται εις τον πατριωτισµόν των Ελλήνων»), η οποία έµελλε να διαδραµατίσει κεντρικό ρόλο στον Ελληνικό συνταγµατικό βίο.
Τα ανωτέρω χαρακτηριστικά συνοψίζονται, εν τέλει, στον προσδιορισµό του πολιτεύµατος ως «Βασιλευοµένης ∆ηµοκρατίας», πρωτότυπου όρου ο οποίος δεν µνηµονεύεται ρητά στο σύνταγµα αλλά διαπλάσθηκε από την επιστήµη προκειµένου να τονίσει ότι βαρύνουσα σηµασία έχει πλέον η λαϊκή κυριαρχία και όχι η ύπαρξη κληρονοµικού ανωτάτου άρχοντα. Υλοποιείται, επί πλέον, η αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Ο βασιλιάς ηγείται της εκτελεστικής εξουσίας, εκδίδει διατάγµατα, διορίζει την κυβέρνηση και τους δηµοσίους υπαλλήλους, διοικεί τις ένοπλες δυνάµεις.
Ως ρυθµιστής του πολιτεύµατος και µέτοχος της νοµοθετικής λειτουργίας συγκαλεί και διαλύει τη Βουλή, προτείνει (διά των υπουργών) και κυρώνει τους ψηφισµένους νόµους, κηρύσσει κατάσταση πολιορκίας, απονέµει χάρη και αµνηστεία, εκπροσωπεί τη χώρα στις διεθνείς σχέσεις. Ενώ ο βασιλιάς παραµένει ανεύθυνος και ακαταδίωκτος, τις κατ’ όνοµα δικές του πράξεις προσυπογράφουν οι υπουργοί, αναλαµβάνοντας την πολιτική, αστική και ποινική ευθύνη. Το υπουργικό συµβούλιο καθίσταται πλέον αυτοτελές όργανο του κράτους και αποκτά συγκεκριµένες αρµοδιότητες, χωρίς όµως να µνηµονεύεται ρητά ως ιδιαίτερο αξίωµα εκείνο του πρωθυπουργού.
Το νοµοθετικό σώµα είναι µόνον ένα, η Βουλή, η οποία αποτελείται από του- λάχιστον 150 µέλη εκλεγόµενα ανά τετραετία µε καθολική, ταυτόχρονη και µυστική ψηφοφορία. Ειδικά η καθολική ψηφοφορία, εφαρµοσθείσα στην πράξη ήδη από το 1844, κατοχυρώνεται πλέον συνταγµατικά, σε µιαν εποχή όπου ο κανόνας στην Ευρώπη εξακολουθεί να είναι η τιµηµατική ψήφος. Η εµµονή στην ανάδειξη της κυριαρχίας της Βουλής στο νοµοθετικό πεδίο συµπαρέσυρε σύντοµα, εκτός της Γερουσίας, και το Συµβούλιο Επικρατείας, το οποίο είχε µεν ιδρυθεί µε το νέο σύντα- γµα σαν συµβουλευτικό σώµα προληπτικού ελέγχου των νοµοσχεδίων.
Σύντοµα όµως καταργήθηκε και πάλι (αναθεώρηση µε τον νόµο ΡΙΒ΄ της 25ης Νοεµβρίου 1865, υπό διαδικαστικούς όρους που το ίδιο το Σύνταγµα του 1864 είχε θέσει), καθ’ όσον η ελλιπής δηµοκρατική του νοµιµοποίηση θύµιζε τον συνώνυµο θεσµό της απόλυτης µοναρχίας. Καθιερώνεται το ασυµβίβαστο του βουλευτικού αξιώµατος προς τα καθήκοντα δηµοσίου υπαλλήλου (πλην στρατιωτικών) και δηµάρχου, ενώ η αρµοδιότητα άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου ενισχύεται µε τη δυνατότητα συγκρότησης εξεταστικών επιτροπών. Τέλος, αν και οι δικαστικές αποφάσεις εξακολουθούν να εκδίδονται «επ’ ονόµατί του», ο βασιλιάς δεν αποκαλείται πλέον «πηγή» της δικαστικής εξουσίας, οι δε δικαστές είναι ισόβιοι.
Στο πεδίο των δικαιωµάτων εµφανίζονται οι ελευθερίες του «συνέρχεσθαι» και του «συνεταιρίζεσθαι». Τόσο η συνάθροιση προσώπων, µε σκοπό την έκφραση απόψεων ή αιτηµάτων, όσο και η συγκρότηση ενώσεων ή νοµικών προσώπων µη κερδοσκοπικού χαρακτήρα κατοχυρώνονται ως συλλογικές ελευθερίες, συναρτώµενες µε την πολιτική δράση και απαλλάσσονται από το βάρος της προηγούµενης διοικητικής έγκρισης, καθίσταται δε ειδικά δυνατή η απαγόρευση υπαιθρίων συναθροίσεων µόνον εν όψει λόγων αναγοµένων στη δηµόσια ασφάλεια.
Επιπλέον, ενισχύονται οι εγγυήσεις προσωπικής ασφάλειας µε την αυστηρή απαρίθµηση των προϋποθέσεων σύλληψης, καθώς και οι εγγυήσεις της ελευθερίας του Tύπου µε την απαγόρευση της προληπτικής λογοκρισίας, ενώ παρέχεται προνοµιακή ποινική µεταχείριση στο πολιτικό έγκληµα. Η κατοχύρωση των συνταγµατικών εγγυήσεων προστασίας των δικαιωµάτων ενισχύθηκε, στο δικαστικό επίπεδο, από την αναγνώριση της δυνατότητας δικαστικού ελέγχου της συνταγµατικότητας των νόµων, µε την απόφαση 23/1897 του Αρείου Πάγου.
Ανεξάρτητα από την -όχι πάντοτε αδιατάρακτη- πολιτική σταθερότητα, το σύνταγµα του 1864 εδραίωσε τη βεβαιότητα ότι οι πολιτικές αλλαγές καθορίζονται διά των εκλογών και όχι προ αυτών, και κατέστησε τη συµµετοχή στις βουλευτικές εκλογές πυρήνα της πολιτικής συνείδησης του λαού. Βάσει του νέου Συντάγµατος, οι εκλογές διεξάγονται πλέον µε σφαιρίδιο, Ελληνική πρωτοτυπία που αποσκοπούσε στη διευκόλυνση των αναλφάβητων. Σε κάθε εκλογικό τµήµα εγκαθίστανται τόσες κάλπες, όσοι είναι οι υποψήφιοι, και παρατάσσονται αλφαβητικά.
Οι κάλπες είναι µεταλλικές και χωρίζονται εσωτερικά σε δύο διαµερίσµατα, επενδυµένα µε ύφασµα και διακρινόµενα εξωτερικά σε λευκό δεξιό και µαύρο αριστερό τµήµα, ενώ στο εµπρόσθιο µέρος υπάρχει στρογγυλή οπή που καταλήγει σε σωλήνα. Ο εκλογέας περνά υποχρεωτικά απ’ όλες τις κάλπες, λαµβάνει µπροστά από κάθε µία ένα µολύβδινο σφαιρίδιο ακούοντας το όνοµα του αντιστοίχου υποψηφίου από τον σφαιριοδότη, και ρίχνει, διά του σωλήνα, το σφαιρίδιο στο λευκό ή το µαύρο τµήµα της κάλπης αντιστοίχως, υπερψηφίζοντας ή καταψηφίζοντας τον υποψήφιο.
Η καταµέτρηση θετικών και αρνητικών ψήφων γίνεται ξεχωριστά ανά κάλπη, µε τη βοήθεια «διατρήτου άβακος» (κόσκινου), ενώ οι βουλευτές εκλέγονται µε σύστηµα σχετικής πλειοψηφίας. Στον εξορθολογισµό της εκλογικής διαδικασίας συνετέλεσε ιδιαίτερα ο εκλογικός νόµος ΧΜΗ΄/1877, ο οποίος πρώτον µεν καθιέρωσε τον θεσµό του δικαστικού αντιπροσώπου, δεύτερον δε, χωρίς ν’ αφαιρεί από τη Βουλή την αρµοδιότητα της «εξελέγξεως» των εκλογών (αφού αυτό δεν ήταν δυνατό υπό το σύνταγµα του 1864), τυποποίησε τη σχετική διαδικασία και τα κριτήρια του ελέγχου, καταλύοντας την παλαιότερη πρακτική της εκ των υστέρων αλλοίωσης των εκλογικών αποτελεσµάτων από την εκάστοτε πλειοψηφία.
Ωστόσο, η επικρατήσασα ερµηνεία του συντάγµατος του 1864 δεν αποδεχόταν καθεστώς γνήσιου κοινοβουλευτισµού, δεδοµένου ότι ο µεν βασιλιάς διατηρούσε τη δυνατότητα να διορίζει και να παύει υπουργικά συµβούλια κατ’ απόλυτη ευαρέσκεια, η δε Βουλή δεν µπορούσε να επιβάλει ευθέως τη θέλησή της ως προς τα πρόσωπα των υπουργών και τις αντίστοιχες πολιτικές κατευθύνσεις, παρά µόνο να παρεµποδίσει έµµεσα την εφαρµογή των προθέσεων της εκάστοτε κυβέρνησης, καταψηφίζοντας τα νοµοσχέδια που εκείνη κατέθετε.
Η πλήρης εγκαθίδρυση κοινοβουλευτικού συστήµατος επιτεύχθηκε µόλις µε τον «Λόγο του Θρόνου», κατά την έναρξη των εργασιών της Βουλής, στις 11 Αυγούστου 1875, όταν ο βασιλιάς αυτοδεσµεύθηκε ρητά ότι στο εξής θα θεωρεί τη «δεδηλωµένη» πλειοψηφία της Βουλής ως απαραίτητη προϋπόθεση για τον διορισµό µιας κυβέρνησης: «Απαιτών ως απαραίτητον προσόν των καλουµένων παρ’ εµού εις την κυβέρνησιν του τόπου την δεδηλωµένην προς αυτούς εµπιστοσύνην της πλειονοψηφίας των αντιπροσώπων του Έθνους, αποδέχοµαι ίνα η Βουλή καθιστά εφικτήν την ύπαρξιν του προσόντος τούτου, ού άνευ αποβαίνει αδύνατος η εναρµόνιος λειτουργία του πολιτεύµατος».
Η πρωτοβουλία της θεµελιώδους αυτής µεταστροφής ανήκε στον πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη, ο οποίος ήδη έναν χρόνο νωρίτερα, µε το άρθρο του «Τίς πταίει;», είχε εντοπίσει τις καταχρήσεις της βασιλικής αρµοδιότητας διορισµού κυβέρνησης ως αιτία πολιτικής κακοδαιµονίας. Αν και χαρακτηρίσθηκε ως «συνθήκη του πολιτεύµατος», στερούµενη νοµικής δεσµευτικότητας, η «αρχή της δεδηλωµένης» συµβόλισε τη µετάβαση στη δηµοκρατική αρχή και εξασφάλισε, τουλάχιστον για την εικοσαετία 1875 - 1895, την απρόσκοπτη λειτουργία της πολιτικής εναλλαγής στο πλαίσιο δικοµµατισµού, καθ’ όσον µάλιστα, ήδη από το 1875, είχαν αρχίσει ν’ αποκρυσταλλώνονται σταδιακά τα πρώτα κόµµατα αρχών.
Μόλις µετά το πέρας αυτής της εικοσαετίας παρουσιάσθηκαν συµπτώµατα κρίσης του πολιτικού συστήµατος υπό την πίεση νέων κοινωνικών και οικονοµικών δεδοµένων, τα οποία επρόκειτο να οδηγήσουν την ανερχόµενη αστική τάξη στην αναζήτηση πολιτειακών µεταβολών από το έτος 1909.
H AΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ 1911 ΚΑΙ Ο ΘΕΣΜΙΚΟΣ EΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ XΩΡΑΣ
Στην περιπετειώδη συνταγµατική µας ιστορία, η αναθεώρηση του 1911 ήταν η µόνη όπου ο εκσυγχρονισµός των θεσµών δεν χρησιµοποιήθηκε απλώς ως πρόσχηµα για την εκτόνωση µιας µείζονος πολιτικής κρίσης, αλλά κατάφερε να την απορροφήσει: µε την επιτυχή ολοκλήρωσή της, στις 2 Ιουνίου 1911, έκλεισε η εκτροπή που είχε ανοίξει µε το κίνηµα στο Γουδί, στις 15 Αυγούστου 1909.
Ταυτόχρονα άρχιζε µια ανορθωτική τετραετία, η δηµιουργικότερη, ίσως, στη νεώτερή µας ιστορία: κατά τη διάρκειά της, η χώρα µας διπλασιάσθηκε σε έκταση και πληθυσµό, ενώ ταυτόχρονα εφοδιάσθηκε µε τους θεσµούς εκείνους που έµελλαν να διασφαλίσουν το οριστικό πέρασµά της από την υπανάπτυξη στη νεοτερικότητα. Μετά τον πόλεµο του 1897, δεν ήταν η πρώτη φορά που τα δεινά της χώρας αποδίδονταν στο Σύνταγµα.
Παρά, ή ίσως και εξ αιτίας, του φιλελεύθερου και του δηµοκρατικού του χαρακτήρα, το Σύνταγµα του 1864 θεωρούνταν από πολλούς ως υπαίτιο για την ήττα, τον κοµµατισµό, τις πελατειακές σχέσεις και τις άλλες κακοδαιµονίες του πρώτου Ελληνικού κοινοβουλευτισµού, ο οποίος, µετά την καθιέρωση της «αρχής της δεδηλωµένης», το 1875, επιχειρούσε κάτι που δεν ήταν διόλου αυτονόητο ούτε στις προηγµένες Ευρωπαϊκές Μητροπόλεις του τέλους του 19ου αιώνα: να συγκεράσει την καθολική ψήφο µε την κυβερνητική σταθερότητα.
Συγκερασµός, τον οποίο, ασφαλώς, δεν ευνοούσε ο παραδοσιακός κατακερµατισµός των πολιτικών δυνάµεων τη χώρας γύρω από πρόσωπα και όχι από αρχές. Έτσι δεν είναι τυχαίο, ότι από το 1883 ο Ν. Ι. Σαρίπολος συµβούλευε τον βασιλιά να συγκαλέσει συντακτική Εθνοσυνέλευση για την αναθεώρηση του συντάγµατος, κατά παρέκκλιση του άρθρου 107, το οποίο καθιέρωνε µιαν ιδιαίτερα περίπλοκη και χρονοβόρα διαδικασία από τρεις συνεχόµενες Βουλές. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, όπως έγραφε στον Γεώργιο Α΄ ο γενάρχης των Eλλήνων συνταγµατολόγων, «ουδεµίαν κατ’ εµέ έχει ισχύν (το άρθρο αυτό), άτε αντικείµενον εις την κυριαρχίαν του έθνους και εις τον ορθόν λόγον».
Τη δυσφορία αυτή προς το σύνταγµα εκµεταλλεύθηκε και ο Ελ. Βενιζέλος, µετά την άφιξή του στην Αθήνα, τον ∆εκέµβριο του 1909. Έχοντας προσκληθεί από τον Στρατιωτικό Σύνδεσµο, αντιλαµβανόταν ότι η µεταρρυθµιστική δυναµική που είχε προκαλέσει το στρατιωτικό κίνηµα είχε αρχίσει να εξαντλείται. Και, όπως σηµειώνει και ο Αλ. Σβώλος, χρησιµοποίησε την αναθεώρηση «µάλλον ως ευφυή διέξοδ δια την εγκοίτωσιν της ακαθορίστου µεταρρυθµιστικής κινήσεως, παρά διότι απετέλει το κύριον φάρµακον της καταστάσεως».
Ο Ελ. Βενιζέλος πρότεινε τη σύγκληση αναθεωρητικής Βουλής, κάτι που τελικά αποδέχθηκαν οι βασικοί πρωταγωνιστές της εποχής, δηλαδή ο Στρατιωτικός Σύνδεσµος, ο βασιλιάς και τα παλαιά πολιτικά κόµµατα. Σε συµφωνία που κατέληξαν στις 16 Ιανουαρίου 1910, οι τρεις αυτοί παράγοντες αποφάσισαν την αναθέωρηση του Συντάγµατος, χωρίς να τηρηθεί η διαδικασία του άρθρου 107, και την αντικατάσταση της κυβέρνησης Κυρ. Μαυροµιχάλη από νέα, η οποία, µε επικεφαλής τον Mακεδόνα Στέφανο ∆ραγούµη, θα είχε ως κύρια αποστολή να εισηγηθεί στη Βουλή σχέδιο αναθεωρητέων διατάξεων.
Η κυβέρνηση ∆ραγούµη διένειµε, πράγµατι, στους βουλευτές ένα πρώτο σχέδιο τροποποιήσεων «µη θεµελιωδών» διατάξεων του Συντάγµατος του 1864, το οποίο είχε συντάξει ο Ν. Ι. Σαρίπολος, καθηγητής του συνταγµατικού δικαίου και γραµµατέας τότε του υπουργείου ∆ικαιοσύνης. Το πρώτο αυτό σχέδιο επεξεργάσθηκαν τότε τα πολιτικά κόµµατα τα οποία, αφού πρόσθεσαν και άλλες αναθεωρητέες διατάξεις, το υπέβαλαν στη Βουλή, η οποία το ενέκρινε µε ψήφους 150 υπέρ και 11 κατά, στη συνεδρίαση της 18ης Φεβρουαρίου 1910.
Σε διάγγελµά του προς τους βουλευτές, ο Γεώργιος Α΄ χαρακτήριζε την αναθεώρηση ως «µόνην διέξοδον» στην κρίση που είχε ξεσπάσει, και τους ευχαριστούσε «επί τε τω ευγενεί ζήλω και επί τη προς την Πατρίδα και την ∆υναστείαν αφοσιώσει» τους. Ο βασιλιάς διέλυσε τη Βουλή την 1η Ιουλίου και προκήρυξε εκλογές για τις 8 Αυγούστου 1910. Σύµφωνα µε το άρθρο 107, παρ. 3 του Συντάγµατος του 1864, αναδείχθηκαν τότε 362 συνολικά πληρεξούσιοι, δηλαδή διπλάσιος αριθµός από τον αριθµό των βουλευτών της προηγούµενης (δηλαδή της «κανονικής») Βουλής, η οποία είχε εκλεγεί το 1906.
Κατά τους υπολογισµούς του Κ. Σβολόπουλου, τα παλαιά κόµµατα υπολογίζεται ότι συγκέντρωσαν το 65% περίπου των ψήφων και εξέλεξαν 200 πληρεξούσιους, µε πρώτο το κόµµα του Γ. Θεοτόκη (94 πληρεξούσιοι). Οι υπόλοιποι 162 πληρεξούσιοι είχαν εκλεγεί ως «ανεξάρτητοι», επικαλούµενοι το πνεύµα του κινήµατος στο Γουδί. Ανάµεσά τους και ο ίδιος ο Ελ. Βενιζέλος, ο οποίος, αν και δεν είχε πάρει µέρος στην προεκλογική εκστρατεία, εκλέχθηκε πρώτος βουλευτής Αττικοβοιωτίας µε 32.765 ψήφους επί συνόλου 38.800. Η Α΄ ∆ιπλή Αναθεωρητική Βουλή συνήλθε την 1η Σεπτεµβρίου 1910.
Ήταν φανερό ευθύς εξ αρχής, ότι δεν διέθετε την απαραίτητη συνοχή για να προχωρήσει σε µεταρρυθµίσεις. Από τις πρώτες συνεδριάσεις οι πληρεξούσιοι χωρίστηκαν σε «συντηρητικούς» και «ριζοσπάστες», µε επίκεντρο της διαµάχης τους τον χαρακτήρα της Βουλής εκείνης: επιθυµώντας αλλαγές µικρής κλίµακας, οι µεν την ήθελαν «Αναθεωρητική», ώστε να µην θιγεί το στέµµα και οι προνοµίες του. Όσο για τους δε, επιθυµούσαν βαθύτερες µεταρρυθµίσεις και γι’ αυτό τάσσονταν υπέρ της «Συντακτικής». Το ζήτηµα τελικά έταµε ο Ελ. Βενιζέλος ο οποίος, αµέσως µετά την επιστροφή του στην Αθήνα, πήρε θέση υπέρ της «Αναθεωρητικής», στον περίφηµο λόγο του της πλατείας Συντάγµατος (5 Σεπτεµβρίου 1910).
Ιδού πώς µεταφέρει τον γνωστό διάλογό του µε το συγκεντρωµένο πλήθος ο ιστορικός του εθνικού διχασµού, Γ. Βεντήρης: «Βενιζέλος: Οι εκλογείς εκλήθησαν προς συγκρότησιν ∆ιπλής Αναθεωρητικής Βουλής… Λαός: Συντακτική θέλουµε, Συντακτική… Βενιζέλος: Επαναλαµβάνω: ∆ιπλής Αναθεωρητικής Βουλής! Λαός: Συντακτική… Βενιζέλος: Είπα! Αναθεωρητικής. Λαός: … (σιγή). Από της ώρας εκείνης η Ελλάς είχε κυβερνήτην. ∆εν τον ανεκήρυξεν η φωνή, αλλ’ η σιωπή του λαού». Αναθεωρητική, λοιπόν, µε διάθεση όµως να προχωρήσει σε µεταρρυθµίσεις, κάτι που δεν ήταν προφανές ότι η Βουλή της 8ης Αυγούστου µπορούσε -ούτε και ήθελε- να κάνει.
Έτσι, στις 29 Σεπτεµβρίου 1910 η κυβέρνηση ∆ραγούµη παραιτήθηκε και ο Γεώργιος διόρισε πρωθυπουργό τον Ελ. Βενιζέλο. Με εισήγηση του τελευταίου -την οποία προηγουµένως είχε εγκρίνει η πλειοψηφία των πληρεξουσίων- ο βασιλιάς διέλυσε την Α΄ Αναθεωρητική Βουλή στις 12 Οκτωβρίου 1910. Ταυτόχρονα προκήρυξε εκλογές, για την ανάδειξη νέας ∆ιπλής Αναθεωρητικής Βουλής, στις 28 Νοεµβρίου 1910. Στις εκλογές αυτές δεν πήραν µέρος τα παλαιά πολιτικά κόµµατα, διαµαρτυρόµενα για την -αντισυνταγµατική, όπως τη θεωρούσαν- διάλυση της Αναθεωρητικής Βουλής. Περίµεναν προφανώς µια καταλληλότερη ευκαιρία για να αναµετρηθούν µε τον Βενιζέλο.
Του άφηναν όµως έτσι το πεδίο ελεύθερο να επικρατήσει, πράγµα που ο κρητικός πολιτικός έσπευσε, βεβαίως, να εκµεταλλευθεί: 307 από τους 362 πληρεξουσίους της Β΄ ∆ιπλής Aναθεωρητικής Βουλής ήταν οπαδοί του -από τον Αύγουστο του 1910 είχαν συγκροτήσει υπό την ηγεσία του το «Κόµµα των Φιλελευθέρων»- ενώ το σύνθηµα της αποχής που είχαν ρίξει τα παλαιά πολιτικά κόµµατα δεν βρήκε την απήχηση που οι εµπνευστές του ανέµεναν, αφού το ποσοστό αυτών που δεν προσήλθαν στις κάλπες στις 28 Νοεµβρίου ξεπερνούσε µόνο κατά 8% το αντίστοιχο των εκλογών της 8ης Αυγούστου.
Εκτός από τους Βενιζελικούς, οργανωµένες οµάδες συγκρότησαν στη νέα Βουλή οι «Αγροτικοί» και η πρωτοποριακή οµάδα των «Κοινωνιολόγων», µε επικεφαλής τον Αλ. Παπαναστασίου. Όσο για την τάση προς ανανέωση του πολιτικού προσωπικού της χώρας, που είχε εκδηλωθεί στις εκλογές της 8ης Αυγούστου, επιβεβαιωνόταν. Ο Κ. Σβολόπουλος υπολογίζει σε 87% του συνόλου τον αριθµό των πληρεξουσίων που δεν είχαν εκλεγεί ποτέ πριν από το 1910. Ανάλογη έκταση είχε το φαινόµενο και σε επίπεδο υπουργικών χαρτοφυλακίων, αφού κανένα από τα µέλη των κυβερνήσεων Βενιζέλου της διετίας 1910 - 1912 δεν είχε διατελέσει υπουργός πριν από την ανάδειξη της Α΄ Αναθεωρητικής.
Επρόκειτο για την σηµαντικότερη έως τότε ανανέωση του πολιτικού προσωπικού της χώρας στην κοινοβουλευτική µας ιστορία -ανάλογης έκτασης ήταν αυτή των εκλογών του 1981- η οποία ανήγγελλε το πέρασµα σε µια καινούργια εποχή. Η Β΄ ∆ιπλή Αναθεωρητική Βουλή συνήλθε στις 8 Ιανουαρίου 1911 και προχώρησε µε ταχείς ρυθµούς στο αναθεωρητικό έργο. Στις 26 Ιανουαρίου, η κυβέρνηση Βενιζέλου τής υπέβαλε σχέδιο αναθεωρητέων διατάξεων, το οποίο υπέγραφαν έξι βουλευτές - υπουργοί και έµεινε γι’ αυτό γνωστό ως «προσχέδιον των έξ βουλευτών».
Το κείµενο αυτό παραπέµφθηκε για περαιτέρω επεξεργασία σε ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή από τριάντα τακτικά και έξι αναπληρωµατικά µέλη, η οποία, υπό την προεδρία του Στεφ. ∆ραγούµη και µε εισηγητή έναν διαπρεπή νοµικό, τον Κων. Ρακτιβάν, υπέβαλε τις προτάσεις της κατά οµάδες αναθεωρητέων άρθρων. Με πρωτοβουλία του πρωθυπουργού, το αναθεωρητικό έργο επιταχύνθηκε και η συζήτηση στην ολοµέλεια του σώµατος άρχισε στις 14 Φεβρουαρίου για να ολοκληρωθεί σε 42 συνεδριάσεις. Σχεδόν σε όλες -και συγκεκριµένα σε 41 από αυτές- ο Ελ. Βενιζέλος παρέστη αυτοπροσώπως, σφραγίζοντας µε τις αγορεύσεις του τις κρισιµότερες συζητήσεις.
Ήταν η πρώτη και -όπως έκτοτε αποδείχθηκε- η τελευταία φορά στην συνταγµατική µας ιστορία που εν ενεργεία πρωθυπουργός πρωταγωνιστούσε στο αναθεωρητικό έργο. Την 1η Ιουνίου 1911 έγινε η τελική ψηφοφορία και το νέο σύνταγµα δηµοσιεύθηκε στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως την επµένη· ίσχυσε ευθύς αµέσως. Στο πνεύµα του Στρατιωτικού Συνδέσµου και των πρωταγωνιστών του κινή µατος στο Γουδί, πρωταρχικός στόχος της αναθεώρησης του 1911 ήταν να εκριζωθεί η διαφθορά και να εξυγιανθεί η πολιτική ζωή του τόπου.
Προς τούτο υιοθετήθηκε ένα πλέγµα σηµαντικών ρυθµίσεων, οι οποίες έµελλε έκτοτε ν’ αποτελέσουν το σταθερό πλαίσιο της κοινοβουλευτικής ζωής και της πολιτικής αντιπαράθεσης του τόπου. Σπουδαιότερες από αυτές ήταν:
• Η αναβάθµιση της Βουλής, µε την καθιέρωση καινούργιων κοινοβουλευτικών ασυµβιβάστων και µε την ανάθεση -για πρώτη φορά- του ελέγχου του κύρους των εκλογών σε ειδικό δικαστήριο, το «εκλογοδικείο», όπως καθιερώθηκε έκτοτε να ονοµάζεται. Συγκροτούµενο µε κλήρωση «µεταξύ πάντων των µελών του Αρείου Πάγου και των Εφετείων του Κράτους», στο τελευταίο αναθέτονταν η εκδίκαση των ενστάσεων που υποβάλλονταν όχι µόνον για «παραβάσεις περί την ενέργειαν των εκλογών» αλλά και για «έλλειψιν προσόντων» (άρθρο 73, σ. 1911).
Η πρόοδος ήταν µεγάλη αφού, έως τότε, η ίδια η Βουλή ήταν αυτή που αποφάσιζε «περί των αναφυοµένων αµφισβητήσεων» στις εκλογές, µε αποτέλεσµα η εκάστοτε πλειοψηφία να ευνοεί, όπως ήταν φυσικό, τους «ηµετέρους». Όσο για τα νέα κοινοβουλευτικά ασυµβίβαστα, το σπουδαιότερο από αυτά απαιτούσε πλέον και από τους αξιωµατικούς να παραιτούνται προτού ανακηρυχθούν υποψήφιοι (άρθρο 71). Χωρίς να επιλύει το πρόβληµα, η ρύθµιση αυτή περιόρισε κάπως τον κοµµατισµό στις ένοπλες δυνάµεις.
• Η καθιέρωση της µονιµότητας των δηµόσιων υπαλλήλων («εφ’ όσον υφίστανται αι σχετικαί υπηρεσίαι») και η εισαγωγή εγγυήσεων για την δηµοσιοϋπαλληλική σταδιοδροµία, µε την ανάθεση σε υπηρεσιακά συµβούλια της διατύπωσης δεσµευτικής γνώµης, τόσο για τις τοποθετήσεις και τις µεταθέσεις των δηµόσιων υπαλλήλων όσο και για την παύση τους, σε περίπτωση πειθαρχικού παραπτώµατος (άρθρο 102 σ. 1911). Αποκλειστική αρµοδιότητα έως τότε του κοινού νοµοθέτη, «τα προσόντα εν γένει των υπαλλήλων» είχαν αποτελέσει αντικείµενο σφοδρής αντιπαράθεσης καθώς, µε εξαίρεση το «Νεωτεριστικόν» κόµµα του Χαρ. Τρικούπη.
Όλα τα άλλα έσπευδαν, µετά την άνοδό τους στην κυβέρνηση, να τα µεταβάλλουν κατά το δοκούν, για να τα «προσαρµόζουν» στις ανάγκες τους. Τις εγγυήσεις αυτές συµπλήρωνε η (επαν)ίδρυση του Συµβουλίου της Επικρατείας ως ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου, αρµόδιου µεταξύ άλλων για την εκδίκαση των υπαλληλικών προσφυγών. Ωστόσο, εξαιτίας των πολέµων και του εθνικού διχασµού, η συγκρότηση και λειτουργία του σηµαντικού αυτού θεσµού δεν έµελλε να γίνει πριν από το 1929.
• Η ενίσχυση των εγγυήσεων της δικαστικής ανεξαρτησίας, µε την καθιέρωση της µονιµότητας των εισαγγελέων, των αντεισαγγελέων και των κατώτερων δικαστικών λειτουργών, και µε την ίδρυση του Ανώτατου ∆ικαστικού Συµβουλίου (άρθρα 88 και 90 σ. 1911). Στο τελευταίο, που το αποτελούσαν Aρεοπαγίτες, αναθέτονταν η τοποθέτηση, µετάθεση και προαγωγή των λειτουργών της δικαιοσύνης, κάτι που προήγαγε ουσιωδώς τη δεύτερη (πέραν της λειτουργικής) και εξίσου σηµαντική πτυχή της δικαστικής ανεξαρτησίας, δηλαδή τις εγγυήσεις της δικαστικής σταδιοδροµίας (προσωπική ανεξαρτησία).
Αν στις µεταρρυθµίσεις αυτές προσθέσει κανείς την ίδρυση του ∆ικαστηρίου Συγκρούσεως Καθηκόντων (άρθρο 101 σ. 1911) και του ∆ικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας (άρθρο 103), αντιλαµβάνεται ότι, µε την αναθεώρηση του 1911, η δικαστική εξουσία αποκτούσε στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο τη θεσµική θωράκιση, που υπό οµαλές συνθήκες θα µπορούσε να της εξασφαλίσει µιαν επίζηλη ανεξαρτησία.
Από τις άλλες καινοτοµίες της αναθεώρησης θα πρέπει να αναφερθεί η µείωση του ορίου εκλογιµότητας από τα 30 στα 25 χρόνια (άρθρο 70), η απλούστευση της τακτικής νοµοθετικής διαδικασίας, µε περιορισµό της δυνατότητας κωλυσιεργίας από την εκάστοτε αντιπολίτευση (άρθρα 56 και 57), η απλούστευση της αναθεωρητικής διαδικασίας (άρθρο 108), η επαναφορά του θεσµού της κατάστασης πολιορκίας, που µπορούσε πλέον να επιβληθεί µόνο σε περίπτωση πολέµου ή για την αντιµετώπιση εξωτερικών κινδύνων (άρθρο 91).
Καθώς και µια σειρά βελτιώσεων στις εγγυήσεις των ατοµικών δικαιωµάτων όπως, µεταξύ άλλων, της φορολογικής ισότητας (άρθρο 3), της προσωπικής ασφάλειας (άρθρο 5), του δικαιώµατος του συνεταιρίζεσθαι (άρθρο 11) και του ασύλου της κατοικίας (άρθρο 12 σ. 1911). Από τις τελευταίες, αξίζει να σταθεί κανείς στις ακόλουθες, που φέρουν όλες την έντονη προσωπική σφραγίδα του Ελ. Βενιζέλου.
• Στη µεταρρύθµιση, εν πρώτοις, του θεσµού της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης (άρθρο 17 σ. 1911). Και τούτο, αφ’ ενός µεν µε την εισαγωγή του όρου «ωφέλεια» («διά δηµοσίαν ωφέλειαν») αντί του όρου «ανάγκη» («διά δηµοσίαν ανάγκην») στο ταυτάριθµο άρθρο του Συντάγµατος του 1864· και -αφ’ ετέρου- µε την ρητή πρόβλεψη ότι η αποζηµίωση του ιδιοκτήτη -πάντοτε «προηγουµένη», όχι όµως ακόµη και «πλήρης»- θα καθοριζόταν σε κάθε περίπτωση από τα δικαστήρια.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Βενιζέλος πετύχαινε έναν διπλό στόχο: από τη µια διεύρυνε σηµαντικά τις περιπτώσεις για τις οποίες το κράτος µπορούσε να απαλλοτριώνει ιδιωτικές περιουσίες για να ασκήσει κοινωνική πολιτική (αποκατάσταση ακτηµόνων και όχι µόνο), ενώ από την άλλη µεριµνούσε για την εύλογη ικανοποίηση των παλαιών ιδιοκτητών, χάρη στην υποχρεωτική εµπλοκή της ανεξάρτητης δικαιοσύνης. Με τα σηµερινά κριτήρια, µπορεί η διπλή αυτή στόχευση να φαίνεται αυτονόητη, την εποχή, ωστόσο, εκείνη -έναν ακριβώς χρόνο µετά τα αιµατηρά γεγονότα του Κιλελέρ- κάθε άλλο παρά δεδοµένη ήταν.
• Στην πανηγυρική αναγνώριση ως υποχρέωσης «πάντων των Ελλήνων» της συµβολής στην άµυνα της πατρίδας, µε την υιοθέτηση ειδικής διάταξης (του άρθρου 106 σ. 1911) βάσει της οποίας καταργήθηκε λίγο αργότερα, το 1914, ο άδικος θεσµός της «κλήρωσης» και καθιερώθηκε η καθολική στρατιωτική θητεία, όχι µόνον εν πολέµω αλλά και εν ειρήνη.
• Στην καθιέρωση, τρίτον, της υποχρεωτικής και δωρεάν στοιχειώδους εκπαίδευσης και την αρτιότερη αναγνώριση του δικαιώµατος -Ελλήνων και ξένων εξίσου!- να ιδρύουν ιδιωτικά εκπαιδευτήρια (άρθρο 16 σ. 1911). Έτσι, το κοινωνικό δικαίωµα στην εκπαίδευση αποκτούσε σαφέστερο έρεισµα. Κατά τη συζήτηση του σχετικού άρθρου στη Βουλή, ο πραγµατισµός του Βενιζέλου φάνηκε στο εξής ενδιαφέρον περιστατικό:
Όταν βουλευτής τον παρότρυνε να δεχθεί την «δωρεάν παιδεία» γενικά, ο Ελ. Βενιζέλος αντέτεινε ότι τα «τέλη» που επέβαλλε στους φοιτητές η ισχύουσα τότε πανεπιστηµιακή νοµοθεσία δεν µπορούσαν να καταργηθούν, γιατί το κράτος δεν διέθετε τους αναγκαίους πόρους. ∆ωρεάν µπορούσε να παρέχεται µόνο η στοιχειώδης και η µέση εκπαίδευση. Και εξ αυτών, µε συνταγµατική κατοχύρωση µόνο η στοιχειώδης. Όµως ο πραγµατισµός του Βενιζέλου φάνηκε κυρίως στον τρόπο µε τον οποίο χειρίσθηκε µιαν άλλη µείζονα πρόκληση της εποχής, το γλωσσικό ζήτηµα.
Λίγα χρόνια µετά τα «Ευαγγελακά» και τα «Ορεστειακά», οι γλωσσαµύντορες είχαν ανασυνταχθεί και ζητούσαν τη συνταγµατική κατοχύρωση της καθαρεύουσας. Με έναν αξιοθαύµαστο ελιγµό, ο Βενιζέλος επιχείρησε να ικανοποιήσει όλες τις πλευρές, προτείνοντας την ακόλουθη διάταξη, που έµελλε να αποτελέσει το άρθρο 107 του Συντάγµατος: «Επίσηµος γλώσσα του Κράτους είναι εκείνη, εις την οποίαν συντάσσονται το πολίτευµα και της Ελληνικής νοµοθεσίας τα κείµενα· πάσα προς παραφθοράν ταύτης επέµβασις απαγορεύεται».
Σύµφωνα µε τον εµπνευστή της, αν στο µέλλον ο νοµοθέτης (κοινός ή και συντακτικός;) αποφάσιζε να χρησιµοποιήσει τη δηµοτική, η τελευταία θα καθιερωνόταν, περίπου αυτόµατα, ως επίσηµη γλώσσα του κράτους. Μόνο για τη µεταγλώττιση των Aγίων Γραφών χρειαζόταν σχετική άδεια, και µάλιστα όχι από την Εκκλησία της Ελλάδος αλλά από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως (νέα παράγραφος 2 του άρθρου 2 σ. 1911). Η σχετική αντιπαράθεση στην Αναθεωρητική Βουλή ήταν οξεία και παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ακόµη και σήµερα: σε βουλευτή που ζητούσε να υιοθετηθεί συνταγµατική διάταξη που να ορίζει ότι
«Η εν τω δηµοτικώ σχολείω επιτυγχανοµένη γλωσσική µόρφωσις δέον να καθιστά τους παίδας ικανούς να εννοώσι τας µη υπερβαινούσας την αντίληψιν αυτών περικοπάς του Ιερού Ευαγγελίου εκ του πρωτοτύπου», ο Ελ. Βενιζέλος απαντούσε: «Είναι αδύνατον ήδη να αποκλείσωµεν από τα διδακτικά βιβλία ποίηµα ή και κάθε άλλο γραπτόν µνηµείον, το οποίον δεν είναι γεγραµµένον εις την επίσηµον γλώσσαν, διότι η δηµοτική ηµών ποίησις είναι εκ των εθνικών κειµηλίων, το οποίον, εάν ηθέλωµεν να αποκλείσωµεν από τον κύκλον των βιβλίων των αναγνωστικών, θα εφονεύωµεν ηθικώς το έθνος (χειροκροτήµατα και ''εύγε'')».
Την ίδια τύχη είχαν παρόµοιες τροπολογίες βουλευτών που ζητούσαν, µεταξύ άλλων, οι ξένες γλώσσες να διδάσκονται κατά τρόπο που να µην θίγει «τον χαρακτήρα και τα ήθη του Έλληνος», να απαγορευθεί συνταγµατικά η εισαγωγή στα σχολεία «βιβλίων γεγραµµένων εις γλωσσικόν τύπον διάφορον του επισήµου», και το ίδιο το Σύνταγµα να προβλέπει ότι «απολύεται άπας λειτουργός εκπαιδεύσεως οπωσδήποτε, αν επιδεικνύει τάσεις προς παραφθοράν» της επίσηµης γλώσσας.
Με εξαίρεση τη συνταγµατική κατοχύρωση της καθαρεύουσας, οι µεταβολές που επέφερε η αναθεώρηση του 1911 στο Σύνταγµα του 1864 χαρακτηρίζονται όλες από το έντονο φιλελεύθερο και δηµοκρατικό πνεύµα τους. Θα µπορούσε, βεβαίως, να προσάψει κανείς στη Β΄ Αναθεωρητική Βουλή θεσµική ατολµία. Πιστεύεται ότι ο ψόγος αυτός δεν θα ευσταθούσε, γιατί θα υποτιµούσε δύο παράγοντες: Πρώτον, ότι ένα σύνταγµα, πέρα από άθροισµα επιµέρους διατάξεων, εκφράζει µια συνολική πολιτειακή θέση. Και η θέση που εξέφραζε το αναθεωρηµένο Σύνταγµα ήταν η «αποδοχή του κράτους δικαίου» και των συγκεκριµένων, των «πρακτικών» συνεπειών του.
Κάτι διόλου αυτονόητο για µια βαλκανική χώρα εκείνη την εποχή. Χωρίς να συνιστά ποιοτικό άλµα ως προς το Σύνταγµα του 1864, η αναθεώρηση του 1911 ολοκλήρωνε τις φιλελεύθερες και δηµοκρατικές τάσεις που εκείνο εξέφραζε, συµβάλλοντας αποφασιστικά στην εµπέδωση του κοινοβουλευτισµού. Ο ως άνω ψόγος, από την άλλη, θα παρέβλεπε ότι ο συσχετισµός των πολιτικών δυνάµεων, έτσι όπως είχε διαµορφωθεί µετά το Γουδί και την θριαµβευτική είσοδο του Ελ. Βενιζέλου στο πολιτικό προσκήνιο, δεν ευνοούσε τις µεγάλες ρήξεις.
Το κίνηµα διαµαρτυρίας, στο Γουδί απέβλεπε περισσότερο στο να διορθώσει τα κακώς κείµενα, παρά στο να προτείνει ένα ριζικά διαφορετικό πολιτειακό όραµα. Όσο για τον Βενιζελισµό, εξέφραζε ασφαλώς την άνοδο του αστικού στοιχείου, δεν διέθετε όµως ούτε την ισχύ ούτε τις ριζοσπαστικές εκείνες παραδόσεις που θα του επέτρεπαν να αναµετρηθεί µετωπικά και να παραµερίσει από το πολιτικό προσκήνιο τις δυνάµεις του παλαιοκοµµατισµού και της «ολιγαρχίας» -όπως χαρακτηριστικά τις αποκαλούσαν οι οπαδοί του- οι οποίες εκπροσωπούσαν το παρελθόν και τις αγκυλώσεις του.
Αυτό έγινε φανερό µετά την οριστική απόφαση του Ελ. Βενιζέλου να µην προχωρήσει σε ανοιχτή αντιπαράθεση µε το στέµµα. Ωστόσο, οι µεταρρυθµίσεις που προωθήθηκαν δεν ήταν αµελητέες: έχοντας ως κοινό παρονοµαστή την ασφάλεια δικαίου, την ασφάλεια των συναλλαγών και -εν τέλει- την επιβολή του νόµου, αποτέλεσαν, σύµφωνα µε ένα άλλο ωραίο σχόλιο του Αλ. Σβώλου, «ευεργετικόν πλαίσιον διά την ανάπτυξιν της νέας νοµοθεσίας» και, θα προσέθετα, για τον θεσµικό εκσυγχρονισµό της χώρας.
Έτσι, προτού διαλυθεί, στις 20 ∆εκεµβρίου 1911, η Β΄ Αναθεωρητική Βουλή ψήφισε µια σειρά σηµαντικών νόµων, οι οποίοι -µαζί µε το νοµοθετικό έργο της Βουλής της 12ης Μαρτίου 1912- επέτρεψαν στη χώρα να περάσει µε σταθερά βήµατα από την υπανάπτυξη στη νέα εποχή. Η µετάβαση αυτή στη νεοτερικότητα θα ολοκληρωνόταν, δίχως άλλο, ακόµη πιο γρήγορα και πιο ανώδυνα, αν η περιπέτεια του Εθνικού ∆ιχασµού δεν ανέκοπτε από το 1915 την ανοδική πορεία της χώρας.
H EΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ 1911 ΚΑΙ Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ KΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟ∆ΟΥ 1915 - 1923
Παρά τη νοµοτεχνική του αρτιότητα και το σύγχρονο πνεύµα του, το σύνταγµα του 1911 δεν έµελλε να µακροηµερεύσει, καθ’ όσον µόλις 4 χρόνια µετά την ψήφισή του ενεπλάκη στη δίνη του εθνικού διχασµού. Οι συνταγµατικές επιπτώσεις της δυσµενούς αυτής συγκυρίας δεν περιορίσθηκαν στους πολιτικούς και πολιτειακούς κλυδωνισµούς του αντίστοιχου χρονικού διαστήµατος, αλλ’ επεκτάθηκαν κατά πολύ πέραν αυτού, επειδή προκάλεσαν την παραβίαση και, εν τέλει, την κατάρρευση θεµελιωδών κατακτήσεων στο πεδίο του δηµοκρατικού και φιλελεύθερου χαρακτήρα του πολιτεύµατος, οι οποίες το 1911 έµοιαζαν οριστικές.
Μετά τη δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου Α΄ (5 Μαρτίου 1913) και την ενθρόνιση του Κωνσταντίνου Α΄, την οµαλή λειτουργία του πολιτεύµατος υπονόµευσε η διαφωνία µεταξύ στέµµατος και κυβέρνησης σχετικά µε τα όρια των βασιλικών αρµοδιοτήτων. Σταδιακά συµπήχθηκαν δύο µέτωπα σε πλήρη αντιπαράθεση, αφού περί το κυβερνών Κόµµα των Φιλελευθέρων και τον Ελευθέριο Βενιζέλο συσπειρώθηκαν οι αστικές πολιτικές δυνάµεις που είχαν ανέλθει στην εξουσία µετά το 1909, ενώ περί τον θρόνο οι δυνάµεις που είχαν, αντίστοιχα, τεθεί στο περιθώριο.
Κρισιµότερο αντικείµενο ουσιαστικής διαφωνίας υπήρξε το ζήτηµα της εισόδου της χώρας στον Α΄ Παγκόσµιο Πόλεµο, την οποίαν επιθυµούσε η κυβέρνηση αλλά παρεµπόδιζε ο βασιλιάς. Λόγω της διαφωνίας αυτής, η κυβέρνηση Βενιζέλου παραιτήθηκε (21 Φεβρουαρίου 1915), ο Κωνσταντίνος διέλυσε τη Βουλή και προκήρυξε εκλογές (31 Μαΐου 1915) τις οποίες κέρδισε πάλι το Κόµµα των Φιλελευθέρων και ο Κωνσταντίνος διέλυσε και τη νέα Βουλή (5 Οκτωβρίου 1915).
Τις εκλογές της 6ης ∆εκεµβρίου 1915, από τις οποίες το Κόµµα των Φιλελευθέρων απέσχε διαµαρτυρόµενο για τις αλλεπάλληλες βασιλικές παρεµβάσεις, κέρδισε το Κόµµα των Εθνικοφρόνων υπό τον ∆ηµήτριο Γούναρη. Στο συνταγµατικό πεδίο, πίσω από το τεχνικό ζήτηµα της βασιλικής αρµοδιότητας για διάλυση της Βουλής υπεκρύπτετο διαφωνία για την έκταση εφαρµογής αυτής καθ’ εαυτήν της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, καθ’ όσον ο βασιλιάς θεωρούσε ότι τα «εθνικά» θέµατα ανήκαν στη δική του αποκλειστική αρµοδιότητα.
Ο Εθνικός Διχασµός κορυφώθηκε µε το κίνηµα της «Εθνικής Άµυνας» στις 17 Αυγούστου 1916, το οποίο εγκαθίδρυσε επαναστατική προσωρινή κυβέρνηση µε έδρα τη Θεσσαλονίκη και µέλη τούς Ελευθέριο Βενιζέλο, Παύλο Κουντουριώτη και Παναγιώτη ∆αγκλή. Ενώ η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης κήρυξε την είσοδο της χώρας στον πόλεµο, οι βασιλικές κυβερνήσεις των Αθηνών προέβησαν σε πρωτοφανείς πολιτικές διώξεις.
Ακολούθησε επέµβαση της Αγγλίας και της Γαλλίας, αναχώρηση του Κωνσταντίνου και του διαδόχου Γεωργίου (30 Μαΐου 1917), ενθρόνιση του Αλεξάνδρου (δεύτερου γιου του Κωνσταντίνου) και ανάληψη της κυβέρνησης στην Αθήνα από τον Βενιζέλο (13 Ιουνίου 1917). Η Βουλή που είχε διαλυθεί στις 31 Μαΐου 1915 συγκλήθηκε εκ νέου στις 29 Ιουνίου 1917 («Βουλή των Λαζάρων») µε το επιχείρηµα ότι η διάλυσή της ήταν αντισυνταγµατική, ενώ ακολούθησαν εκκαθαρίσεις δικαστών και δηµοσίων υπαλλήλων, διώξεις και εκτοπίσεις σε αντίποινα όσων είχαν προηγηθεί κατά τη διετία 1915 - 1917.
Με στόχο την αποσαφήνιση και τον περιορισµό των βασιλικών αρµοδιοτήτων κινήθηκε η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγµατος του 1911, η οποία, ωστόσο, διακόπηκε µε τη διάλυση της Βουλής στις 10 Σεπτεµβρίου 1920. Τις εκλογές της 1ης Νοεµβρίου 1920 για την εκλογή της «Γ΄ εν Αθήναις Εθνικής Συνελεύσεως», οι οποίες διεξήχθησαν αµέσως µετά τον αιφνίδιο θάνατο του βασιλιά Αλεξάνδρου (12 Οκτωβρίου 1920) και ενώ εξελίσσονταν πολεµικές επιχειρήσεις στο Mικρασιατικό µέτωπο, έχασε το Κόµµα των Φιλελευθέρων και κέρδισε η «Ηνωµένη Αντιπολίτευσις».
Με το δηµοψήφισµα της 22ας Νοεµβρίου 1920, που δεν διεκδικεί εχέγγυα γνησιότητας, ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στον θρόνο ενώ ακολούθησαν και πάλι πολιτικές διώξεις και εκκαθαρίσεις, ιδιαίτερα στον στρατό. Αφήνοντας ηµιτελές το συντακτικό της έργο, η Βουλή διαλύθηκε αµέσως µετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, µε το στρατιωτικό κίνηµα υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα (11 Σεπτεµβρίου 1922) το οποίο εξανάγκασε τον βασιλιά Κωνσταντίνο σε παραίτηση υπέρ του Γεωργίου Β΄ (14 Σεπτεµβρίου 1922) και προκήρυξε εκ νέου εκλογές για Συντακτική Συνέλευση (16 ∆εκεµβρίου 1923).
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
(ΜΕΡΟΣ Α')
* ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ : ΜΕΡΟΣ Β' - ΜΕΡΟΣ Γ' - ΜΕΡΟΣ Δ'
(ΜΕΡΟΣ Α')
* ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ : ΜΕΡΟΣ Β' - ΜΕΡΟΣ Γ' - ΜΕΡΟΣ Δ'
ΠΗΓΕΣ :
(1) :
http://www.hellenicparliament.gr/Vouli-ton-Ellinon/To-Politevma/Syntagmatiki-Istoria/
(2) :
http://www.paratiritis-news.gr/admin/entheta/1303914872.pdf
(3) :
http://repository.edulll.gr/edulll/retrieve/2808/865.pdf
(4) :
http://www.academy.edu.gr/files/prakt_rigas/01_10_pr_rg.pdf
(5) :
http://ebooks.edu.gr/courses/DSGL-B103/document/4c78661bmm4m/4c786734kxze/4c786734opgj.pdf
(6) :
http://www.24grammata.com/wp-content/uploads/2012/05/SYNTAGMATA-24grammata.com_1.pdf
Ιστορία Ελληνική και Παγκόσμια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου